ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 1 ΑΑΔ 655
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Έφεση Αρ. 15/2010)
12 Μαΐου, 2010
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
ΜΑΡΙΑ-ΑΝΝΑ CHRISTOFIL,
Εφεσείουσα/Καθ' ης η αίτηση,
- και -
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ (ΩΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΡΧΗ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟ ΝΟΜΟ 11(ΙΙΙ)/94) ΥΣΤΕΡΑ ΑΠΟ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΤΟΥ PETER CHRISTOFIL, ΑΠΟ ΤΙΣ ΗΠΑ,
Εφεσίβλητου/Αιτητή
Αίτηση ημερομηνίας 6.5.2010 για αναστολή εκτέλεσης απόφασης
Μ. Κυριακίδης με Λ. Γιουσελή (κα), για την Εφεσείουσα.
Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέττου (κα), για τους Εφεσίβλητους.
Γρ. Λεοντίου με Α. Πλαστήρα εκ μέρους του Peter Christofil.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου.
_____________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η παρούσα αίτηση καταχωρίστηκε με μονομερή διαδικασία, αλλά με οδηγίες του Δικαστηρίου μετατράπηκε σε διά κλήσεως αίτηση. Η Αιτήτρια ζητά διάταγμα με το οποίο να αναστέλλεται η εκτέλεση της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 4.5.2010, μέχρι την εκδίκαση της έφεσης που έχει καταχωριστεί.
Η αίτηση βασίζεται, μεταξύ άλλων, στη Δ.35 θ.18 και 19 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, του άρθρου 21 του Νόμου 23/90, του Κανονισμού 7Α του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Διαδικαστικών Κανονισμών, του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, των άρθρων 1-38 του Πίνακα του περί της Σύμβασης για τις Αστικές Πτυχές της Διεθνούς Απαγωγής Παιδιών (Κυρωτικού) Νόμου του 1994 (Ν. 11(ΙΙΙ)/94), στο εξής «η Σύμβαση της Χάγης» και των συμφυών εξουσιών του Δικαστηρίου.
Στην ένορκη δήλωση της Αιτήτριας Μαρίας-Άννας Christofil, η οποία συνοδεύει την αίτηση, αναφέρεται το ιστορικό και οι λόγοι για τους οποίους αξιώνει το επίδικο διάταγμα αναστολής. Όπως αναφέρει, αντικείμενο της πρωτόδικης διαδικασίας ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ήταν η αξίωση του συζύγου της, Peter Christofil, από την Ατλάντα της Πολιτείας της Γεωργίας, για άμεση επιστροφή των παιδιών του στις ΗΠΑ, όπου ζούσαν πριν από το ταξίδι τους στην Κύπρο τον Σεπτέμβριο του 2008. Αποτελούσε ισχυρισμό του, ότι η σύζυγος του, Αιτήτρια στην παρούσα διαδικασία, κατά παράβαση της Σύμβασης της Χάγης του 1980, κατακράτησε παράνομα στην Κύπρο τα παιδιά τους ΓΛ και ΑΔ, ηλικίας σήμερα 7 και 2 χρονών, αντίστοιχα.
Μετά το πέρας μιας μακράς δικαστικής διαδικασίας, εκδόθηκε από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 4.5.2010, απόφαση με την οποία διατάχθηκε, μεταξύ άλλων, η επιστροφή των δύο ανήλικων παιδιών στις ΗΠΑ. Δόθηκαν στην Αιτήτρια δύο διαζευκτικές επιλογές, είτε (α) να μεταφέρει η ίδια τα ανήλικα τέκνα της στο συνήθη τόπο διαμονής τους στην Ατλάντα των ΗΠΑ και να τα παραδώσει, όχι αργότερα από τις 14.5.2010, αφού δώσει στον πατέρα, προειδοποίηση τουλάχιστον 120 ωρών πριν την αναχώρηση ότι θα μεταφέρει η ίδια τα παιδιά στις ΗΠΑ, είτε (β) να παραδώσει τα παιδιά στην Κύπρο στον Αιτητή ή σε άτομο εξουσιοδοτημένο από αυτόν, όχι αργότερα της 12.5.2010 και ώρα 14.00. Το Δικαστήριο περαιτέρω διέταξε την Αιτήτρια να ειδοποιήσει τον πατέρα των παιδιών μέχρι τις 7.5.2010 και ώρα 14.00 ότι επέλεξε να παραδώσει τα παιδιά στην Κύπρο.[1] Όπως μας έχουν πληροφορήσει οι ευπαίδευτοι συνήγοροι, η Αιτήτρια συμμορφούμενη με το δικαστικό διάταγμα, έχει ήδη γνωστοποιήσει στις Αρχές την πρόθεση της να συνοδεύσει η ίδια τα ανήλικα παιδιά τους στις ΗΠΑ, αν δεν δοθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο η αιτούμενη αναστολή εκτέλεσης.
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης, στις 5.5.2010, καταχωρίστηκε από την Αιτήτρια έφεση και την επομένη μέρα, η παρούσα αίτηση για αναστολή της πιο πάνω απόφασης. Η Αιτήτρια στην ένορκη δήλωση της που συνοδεύει την αίτηση, αναφέρει ότι υπάρχουν συζητήσιμοι λόγοι που θα προωθηθούν στα πλαίσια της έφεσης και οι οποίοι θα καταδείξουν το λανθασμένο της πρωτόδικης απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Υποστηρίζει ότι εάν δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα αναστολής της απόφασης, η έφεση είναι βέβαιο ότι θα καταστεί άνευ αντικειμένου, εφόσον τα ανήλικα παιδιά θα έχουν πλέον μεταφερθεί στις ΗΠΑ. Επίσης, αναφέρει ότι σε περίπτωση μη έκδοσης του διατάγματος αναστολής, η πλευρά της Αιτήτριας, δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι θα συμμορφωθεί με τυχόν απόφαση κατ' έφεση που θα ανατρέπει την πρωτόδικη απόφαση και θα διατάσσει την παραμονή των παιδιών στην Κύπρο. Κατά τον ισχυρισμό της, η μη αναστολή της απόφασης θα δημιουργήσει τέτοια δεδομένα που θα καθιστούν ανυπέρβλητη την επαναφορά των παιδιών στην Κύπρο. Περαιτέρω, εάν δεν ανασταλεί η πρωτόδικη απόφαση, η ευημερία και γενικά το συμφέρον των ανηλίκων, θα επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό. Ήδη τα παιδιά είναι αναστατωμένα ένεκα της επικείμενης επιστροφής τους στις ΗΠΑ και όσο πλησιάζει η μέρα, εντείνεται η συναισθηματική τους δοκιμασία. Σε περίπτωση αναστολής της απόφασης, η αναστάτωση τους θα προκληθεί μόνο σε περίπτωση που επιβεβαιωθεί η πρωτόδικη απόφαση. Ειδικά η ανήλικη ΓΛ βρίσκεται στην Κύπρο εδώ και 19 μήνες, φοιτά σε Δημοτικό Σχολείο και έχει δημιουργήσει κοινωνικούς και άλλους δεσμούς. Εάν επαναφερθεί στις ΗΠΑ, θα είναι δύσκολο να εισαχθεί εκεί σε σχολείο, για το πολύ σύντομο χρονικό διάστημα που απομένει μέχρι τις θερινές σχολικές διακοπές. Ενώ αντίθετα, αν διαταχθεί η αναστολή του διατάγματος, θα της επιτραπεί να ολοκληρώσει το σχολικό έτος στην Κύπρο, ενόσω θα αναμένεται το αποτέλεσμα της έφεσης. Η δεύτερη ανήλικη, η ΑΔ, είναι σήμερα δύο ετών και ήρθε στην Κύπρο δύο μήνες μετά τη γέννηση της. Λόγω της μικρής ηλικίας της, έχει αυξημένες ανάγκες στη φροντίδα της. Επειδή η Αιτήτρια βρίσκεται σε διάσταση με το σύζυγό της, η μικρή ΑΔ έχει έντονα συνδεθεί μαζί της και είναι εξαρτημένη από αυτήν για την καθημερινή της φροντίδα. Σε περίπτωση που δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα αναστολής και αφεθεί να μεταφερθεί στις ΗΠΑ, θα υποστεί και αυτή έντονη συναισθηματική δοκιμασία, η οποία θα είναι αχρείαστη εάν, η έφεση τελικά πετύχει. Τέλος, η Αιτήτρια ζητά από το Δικαστήριο να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα, ώστε τα δύο παιδιά να μην εκτεθούν σε αχρείαστη ψυχική δοκιμασία και σε άλλους κινδύνους και να φροντίσει ώστε να προστατευτούν τα καλώς νοούμενα συμφέροντα και ευημερία τους.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων, λόγω των πολύ στενών χρονικών ορίων που έθεσε το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας, αποδέχθηκαν όπως η υπόθεση ακουστεί μέσα σε 24 ώρες χωρίς προηγουμένως να καταχωριστεί γραπτή ένσταση στην αίτηση.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Αιτήτρια, στην γραπτή αγόρευσή του υποστήριξε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο έχει πρωτογενή δικαιοδοσία να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα και ότι η διακριτική του ευχέρεια ασκείται σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως αυτή διατυπώθηκε στην υπόθεση Ναυτικός Όμιλος Πάφου v. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1991) 1 ΑΑΔ 1147 και Βογαζιανού v. Γενικού Εισαγγελέα (1997) 1 ΑΑΔ 591. Το Δικαστήριο, είπε, εξισορροπώντας τους διάφορους παράγοντες θα πρέπει να βεβαιωθεί ότι δεν θα πληγεί ο πυρήνας του δικαιώματος έφεσης της Αιτήτριας και εισηγήθηκε ότι η ορθή προσέγγιση είναι αυτή που ακολουθήθηκε από το Εφετείο των Η.Π.Α. στην υπόθεση Kijowska v. L. Haines, 463 F3d 583, 20.7.2006, στην οποία δόθηκε διάταγμα αναστολής εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης μέχρι αποπεράτωσης της έφεσης.
Από την άλλη, η κα Ζανέττου και ο κ. Λεοντίου, εκ μέρους του Υπουργείου Δικαιοσύνης και του πατέρα των παιδιών αντίστοιχα, τόνισαν ότι ο σκοπός της Σύμβασης είναι η επιστροφή των παιδιών στο συνήθη τόπο διαμονής τους και ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να απορρίψει την αίτηση για αναστολή, εφόσον αυτή δεν συνάδει με τους σκοπούς της Σύμβασης. Τυχόν έγκριση του αιτήματος θα εξανεμίσει κάθε λογική προσδοκία του πατέρα να δει τα παιδιά του να επιστρέφουν στον τόπο της μόνιμης διαμονής τους. Επίσης απέρριψαν ως αβάσιμο τον ισχυρισμό της Αιτήτριας, ότι τα παιδιά θα υποφέρουν με το να επιστρέψουν στον συνήθη τόπο διαμονής τους. Δέχθηκαν ότι κάποια αναστάτωση θα προκληθεί, αλλά αυτή είναι αναπόφευκτη και καθόλου δεν θα επηρεάσει μόνιμα τα παιδιά. Από την άλλη όμως, υπάρχουν σημαντικά οφέλη από την επιστροφή των παιδιών στον πατέρα τους. Ο κ. Λεοντίου διερωτήθηκε επίσης, κατά πόσο όντως υπάρχει δυνάμει της Σύμβασης της Χάγης, δικαίωμα αναστολής πρωτόδικης απόφασης για επιστροφή απαχθέντων παιδιών. Όμως ακόμη και αν υπάρχει, πρόσθεσε, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου δεν θα πρέπει να ασκηθεί υπέρ της αναστολής της εκτέλεσης, αφού η ταλαιπωρία των παιδιών θα επιμηκυνθεί με την περαιτέρω παραμονή τους μακριά από τον τόπο της συνήθους διαμονής τους. Τέλος, οι δυο συνήγοροι αμφισβήτησαν την εισήγηση ότι σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης θα είναι αδύνατη η επιστροφή των παιδιών στην Κύπρο. Οι ΗΠΑ προσυπέγραψαν τη Σύμβαση και υπάρχει κάθε βεβαιότητα ότι ως συμβαλλόμενο κράτος θα εκτελέσει κάθε απόφαση που λαμβάνεται δυνάμει της Σύμβασης. Αναφορικά με τις πιθανότητες έφεσης ο κ. Λεοντίου πρόσθεσε ότι αυτές είναι ανύπαρκτες αλλά ακόμη και αν υπάρχουν, ο παράγοντας αυτός είναι οριακής σημασίας.
Όπως έχουμε αναφέρει, η Αιτήτρια στηρίζει την αίτησή της για αναστολή κατά κύριο λόγο στην Δ.35 θ.18. Οι νομικές αρχές που διέπουν το θέμα της αναστολής της εκτέλεσης δικαστικής απόφασης έχουν εξεταστεί σε πολλές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, συνοψίζονται όμως στην υπόθεση Ναυτικός Όμιλος Πάφου v. Αρχής Λιμένων Κύπρου, ανωτέρω, στην οποία τονίστηκε ότι:-
«Η έφεση δεν αναστέλλει το δικαίωμα εκτέλεσης ούτε μειώνει το κύρος της πρωτόδικης απόφασης. Η αναστολή μπορεί να εγκριθεί στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στο δικαστήριο από τη Δ.35 Θ. 18. Η διασφάλιση του τελεσφόρου της πρωτόδικης απόφασης, αφενός, και της αποτελεσματικότητας του δικαιώματος για άσκηση έφεσης, αφετέρου, συνιστούν τους κατεξοχή παράγοντες που επενεργούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου. Η εξισορρόπηση των συγκρουόμενων δικαιωμάτων επιβάλλει η στάθμιση κάθε γεγονότος που σχετίζεται τόσο με τις επιπτώσεις της αναστολής, όσο και τη ζωτικότητα του δικαιώματος για την άσκηση έφεσης. Οι προοπτικές επιτυχίας της έφεσης είναι μεν παράγοντας σχετικός, αλλά οριακής σημασίας στις πλείστες περιπτώσεις. Το πλαίσιο για τη διάγνωση των δικαιωμάτων του εφεσείοντα σε συνάρτηση με την αποτίμηση των λόγω της έφεσης είναι η ακρόαση της έφεσης. Μόνο όπου μπορεί να γίνει πρόγνωση με βεβαιότητα ως προς την επιτυχία ή αποτυχία της έφεσης, χωρίς περαιτέρω συζήτηση του θέματος, ο παράγοντας αυτός αποκτά σπουδαιότητα στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου.»
Η παρούσα περίπτωση δεν αφορά στην αναστολή μιας συνηθισμένης δικαστικής απόφασης. Πρόκειται για απόφαση η οποία εκδόθηκε δυνάμει της Σύμβασης της Χάγης και με την οποία διατάσσεται η επιστροφή στον τόπο διαμονής τους, δύο παιδιών τα οποία, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, έχουν απαχθεί από τη μητέρα τους κατά παράβαση της Σύμβασης. Ο πρωταρχικός σκοπός της Σύμβασης της Χάγης είναι η διασφάλιση της άμεσης επιστροφής παιδιών που παράνομα μετακινήθηκαν ή κατακρατούνται σε οποιοδήποτε από τα συμβαλλόμενα κράτη. Παράλληλα, επιδιώκεται με την επιστροφή και η διασφάλιση του δικαιώματος φύλαξης και επικοινωνίας. Στο προοίμιο της Σύμβασης τονίζεται ότι τα συμφέροντα των παιδιών είναι πρωταρχικής σημασίας σε θέματα φύλαξης. Σχετικά ως προς το σκοπό της Σύμβασης και την εν γένει εμβέλεια της, είναι και τα όσα αναφέρθηκαν στην Σάββα ν. Υπουργού Δικαιοσύνης (Αρ. 1) (2002) 1 ΑΑΔ 195 και στην Χάρης Φασαρία ν. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως (2008) 1 ΑΑΔ 1024 στην οποία γίνεται παραπομπή στα συγγράμματα Cretney, Masson και Bailey-Harris: Principles of Family Law, 7η Έκδοση, 2003, στη σελ. 678, παρ. 21-013 και Rebecca Probert: Cretney´s Family Law, 5η Έκδοση, 2003, σελ. 255, παρ. 12-040.
Ενόψει των αυστηρών προνοιών της Σύμβασης, κατά την στάθμιση των διαφόρων παραγόντων που πρέπει να ληφθούν υπόψη, προεξάρχουσα σημασία έχει ο σκοπός της Σύμβασης, ο οποίος και θα πρέπει κατά την άσκηση της διακριτικής μας ευχέρειας, να διασφαλιστεί ευλαβικά, εκτός και αν αποδειχθεί ότι υπάρχουν σοβαροί λόγοι οι οποίοι θα επιτρέψουν στο Δικαστήριο κατ' εξαίρεση να αποστεί από το σκοπό της Σύμβασης, που είναι η επιστροφή των παιδιών στο τόπο της συνήθους διαμονής τους.
Τόσο η αποτελεσματικότητα του δικαιώματος έφεσης, όσο και η ταλαιπωρία που θα υποστούν τα παιδιά από την μετακίνησή τους, είναι παράγοντες που μπορούν να ληφθούν υπόψη, αλλά στην προκειμένη περίπτωση αυτοί δεν είναι τέτοιοι που θα μπορούσαν να υποσκελίσουν είτε τον πρωταρχικό σκοπό της Σύμβασης είτε τη φυσιολογική προσδοκία του πατέρα να εξασφαλίσει το τελεσφόρο της πρωτόδικης απόφασης. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Σάββα ν. Υπουργού Δικαιοσύνης (Αρ. 1) (2002) 1 ΑΑΔ 195, στη σελίδα 203:-
«Η έγκαιρη υλοποίηση της εκκαλούμενης απόφασης συνάδει προς τους σκοπούς της Σύμβασης που η χώρα μας έχει επικυρώσει .. Η υλοποίηση της εκκαλούμενης απόφασης δεν πρόκειται να εξουδετερώσει με κανένα τρόπο τη διαδικασία της έφεσης η οποία άνευ άλλου τινός θα διατηρήσει μέχρι τέλους το αντικείμενό της.»
Η Αιτήτρια επικαλείται βασικά δύο παράγοντες προς ενίσχυση του αιτήματος της για αναστολή. Πρώτον, την διασφάλιση του δικαιώματος της έφεσης και δεύτερο τα συμφέροντα και ευημερία των παιδιών. Αναφορικά με τον πρώτο παράγοντα και τις πιθανότητες επιτυχίας, έχουμε εξετάσει συνοπτικά τους λόγους έφεσης σε συσχετισμό με το περιεχόμενο της πρωτόδικης απόφασης και δεν έχουμε πειστεί ότι η πρόγνωση επιτυχίας της έφεσης αγγίζει την βεβαιότητα που η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι υπάρχει. Όμως, ακόμη και αν υπάρχουν πιθανότητες επιτυχίας, όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Ναυτικός Όμιλος Πάφου v. Αρχής Λιμένων, ανωτέρω, αυτός ο παράγοντας μόνο οριακή σημασία μπορεί να έχει στο θέμα της αναστολής. Το γεγονός ότι η Αιτήτρια κρίθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο ως αναξιόπιστη, καθώς επίσης και η ύπαρξη της κατ' ισχυρισμό παραδοχής της στην επιστολή της προς τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 31.3.09, για την απαγωγή των παιδιών, είναι στοιχεία που δεν συνηγορούν υπέρ της άποψης της Αιτήτριας ότι υπάρχει μεγάλη βεβαιότητα επιτυχίας των λόγων έφεσης.
Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για την Αιτήτρια ότι εάν δεν εκδοθεί η αιτούμενη αναστολή εκτέλεσης, σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης, δεν θα μπορεί να εκτελεστεί η απόφαση. Δεν τέθηκε ενώπιόν μας κανένα απολύτως στοιχείο ότι οι ΗΠΑ ως συμβαλλόμενο κράτος στη Σύμβαση της Χάγης δεν θα είναι σε θέση να εφαρμόσει τις οποιεσδήποτε υποχρεώσεις τους δυνάμει της Σύμβασης.
Αναφορικά με τον δεύτερο παράγοντα που επικαλέστηκε η Αιτήτρια και ο οποίος αφορά στην ευημερία των παιδιών, δεν έχουμε διαπιστώσει οτιδήποτε που υποστηρίζει τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας ότι τα παιδιά θα υποστούν ψυχολογική βλάβη. Η απλή συναισθηματική δοκιμασία που ισχυρίζεται η Αιτήτρια ότι θα υποστούν τα παιδιά, δεν είναι αρκετή για να εξουδετερώσει τον πρωταρχικό σκοπό της Σύμβασης που δεν είναι άλλος από την επιστροφή των παιδιών το συντομότερο δυνατό στο συνήθη τόπο διαμονής τους.
Ο κ. Λεοντίου ήγειρε ακροθιγώς και θέμα ανυπαρξίας δικαιοδοσίας δυνάμει της Σύμβασης, για αναστολή πρωτόδικης απόφασης. Παρόλο ότι θεωρούμε ότι το θέμα είναι ενδιαφέρον, κρίνουμε αχρείαστο να το εξετάσουμε, εφόσον οι δικηγόροι λόγω της στενότητας του χρόνου που είχαν στη διάθεση τους, δεν είχαν την ευκαιρία να ενδιατρίψουν στο θέμα, στο βαθμό που απαιτείτο. Θεωρούμε ότι η παρούσα περίπτωση δεν είναι η πλέον κατάλληλη για να κριθεί ένα τόσο σοβαρό θέμα που άπτεται της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου σε σχέση με τη Σύμβαση της Χάγης. Γι' αυτό προτιμούμε να αφήσουμε το θέμα ανοιχτό για να αποφασιστεί σε μια πιο κατάλληλη περίπτωση.
Για τους λόγους που εξηγήσαμε, η αίτηση για αναστολή της πρωτόδικης απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου, ημερομηνίας 4.5.2010, απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ αμφοτέρων των Καθ'ων η αίτηση.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
/ΕΠσ
[1] Την επόμενη της απόφασης, 5.5.2010, η Αιτήτρια καταχώρησε αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας για αναστολή εκτέλεσης της απόφασης. Την ίδια ημέρα, το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα.