ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 1 ΑΑΔ 317
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 251/2007)
8 Μαρτίου, 2010
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΝΙΚΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
Εφεσείοντας/Εναγόμενος,
- και -
SUPHIRE (FINANCE) LTD.,
Εφεσιβλήτων/Εναγόντων.
Κ. Κυριακόπουλος, για τον Εφεσείοντα.
Λ. Διομήδους, για τους Εφεσίβλητους.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου.
_____________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Οι Εφεσίβλητοι με την Έκθεση Απαίτησης τους, ισχυρίζονται ότι δυνάμει γραπτής συμφωνίας ημερομηνίας 12.9.2000, παραχώρησαν στον Εφεσείοντα επενδυτικό δάνειο και πιστωτικές διευκολύνσεις, οι οποίες θα χρησιμοποιούνταν για αγορά μετοχών. Το υπόλοιπο του δανείου το οποίο κατέστη ληξιπρόθεσμο, ανερχόταν στις £68.773,19. Οι Εφεσίβλητοι, αφού τερμάτισαν τη συμφωνία, αξίωσαν από τον Εφεσείοντα το πιο πάνω ποσό, πλέον τόκους και έξοδα.
Ο Εφεσείοντας με την Έκθεση Υπεράσπισης του, αρνείται ότι οφείλει το πιο πάνω ή οποιοδήποτε άλλο ποσό και προβάλλει διάφορους ισχυρισμούς ακυρότητας της συμφωνίας, μεταξύ των οποίων και ότι:- (α) οι Εφεσίβλητοι δεν είχαν την απαραίτητη άδεια ή έγκριση από τις αρμόδιες αρχές για να χορηγούν επενδυτικά δάνεια και ως εκ τούτου η επίδικη σύμβαση είναι παράνομη και άκυρη, (β) η επίδικη συναλλαγή είναι εικονική και (γ) η σύμβαση παραβαίνει τους σχετικούς νόμους και κανονισμούς περί Χρηματιστηρίου.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία, οι Εφεσίβλητοι είναι χρηματοδοτικός οργανισμός του ομίλου «Suphire» και μεταξύ άλλων παρέχει δάνεια και άλλες πιστωτικές διευκολύνσεις. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Διευθυντή των Εφεσιβλήτων, ο Εφεσείων στις 27.7.00 υπέβαλε αίτηση, (Τεκμήριο 2) και έτυχε σχετικής έγκρισης οπότε και υπεγράφη η επίδικη συμφωνία ημερομηνίας 12.9.00 (Τεκμήριο 3), για να του χορηγηθεί δυνάμει επενδυτικού σχεδίου, χρηματοδότηση ύψους £100.000, την οποία θα χρησιμοποιούσε για επενδύσεις στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου. Για σκοπούς εγγύησης, οι μετοχές που θα αγόραζε θα εγγράφονταν στο όνομα της Suphire (Custodian) Ltd., στο εξής η «Custodian». Ταυτόχρονα ο Εφεσείων παραχώρησε πληρεξούσιο έγγραφο ημερομηνίας 12.9.2000 (Τεκμήριο 4) με το οποίο εξουσιοδοτούσε την εταιρεία του ομίλου Suphire (Stockbrokers) Ltd., στο εξής η «Stockbrokers», να ενεργούν ως οι χρηματιστές του, να διαμεσολαβούν για την αγορά και πώληση μετοχών εκ μέρους του και να ενημερώνουν τους Εφεσίβλητους ώστε να προβαίνουν στις ανάλογες χρεοπιστώσεις στον λογαριασμό του.
Σε κάποιο στάδιο ο λογαριασμός του Εφεσείοντα, έδειχνε χρεωστικό υπόλοιπο £98.730. Κλήθηκε να τον εξοφλήσει ή να δώσει άλλη εγγύηση, αν ήθελε να κρατήσει τις μετοχές. Όταν αρνήθηκε, οι Εφεσίβλητοι τερμάτισαν τη σύμβαση δανείου και ρευστοποίησαν τις μετοχές που ήταν εγγεγραμμένες στη «Custodian», αλλά κρατούνταν προς όφελος του Εφεσείοντος. Το τίμημα των μετοχών πιστώθηκε στο λογαριασμό του Εφεσείοντος, με αποτέλεσμα το υπόλοιπο του λογαριασμού του να μειωθεί στις £68.773, που είναι το ποσό που διεκδικείται με την αγωγή.
Ο Εφεσείων δεν αρνήθηκε ότι υπέβαλε την αίτηση Τεκμήριο 2, ότι υπέγραψε τη συμφωνία, Τεκμήριο 3 και ότι παραχώρησε το πληρεξούσιο, Τεκμήριο 4, στην «Stockbrokers» για να ενεργούν ως χρηματιστές του. Όμως, υποστήριξε ότι η υπογραφή των τριών αυτών εγγράφων ήταν επινόηση του Διευθύνοντα Συμβούλου των Εταιρειών του Ομίλου, Ι. Αντρονίκου και είχαν σκοπό να καλύψουν παραβιάσεις από την «Stockbrokers» της χρηματιστηριακής νομοθεσίας, που απαιτούσε προπληρωμή των αξιών που αγόραζε για λογαριασμό πελατών της. Πέραν τούτου, ισχυρίστηκε ότι ο ίδιος ουδέποτε έδωσε οδηγίες για διενέργεια οποιασδήποτε χρηματιστηριακής συναλλαγής και ουδέποτε ενημερωνόταν για τις καταχωρήσεις στον υποτιθέμενο λογαριασμό, Τεκμήριο 5.
Το πρωτόδικο δικαστήριο στην εμπεριστατωμένη απόφασή του, αφού αποδέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία των Εφεσιβλήτων, σε αντίθεση με αυτή του Εφεσείοντος, έκρινε ότι οι λόγοι που πρόβαλε ο τελευταίος για ακύρωση της Σύμβασης, δεν ευσταθούν. Κατέληξε ότι η Σύμβαση ήταν καθόλα έγκυρη και γι' αυτό εξέδωσε απόφαση εναντίον του για το ποσό των £68.773,19 με 8% τόκο ετησίως, από 1.9.2001, πλέον έξοδα.
Ο Εφεσείων με δύο λόγους έφεσης προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως λανθασμένη.
Οι λόγοι έφεσης
Οι δύο λόγοι έφεσης είναι συναφείς. Με τον πρώτο λόγο, ο Εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αξιολόγησε την μαρτυρία του, με αποτέλεσμα στη συνέχεια να οδηγηθεί σε λανθασμένα και αυθαίρετα συμπεράσματα, τα οποία οδήγησαν στην απόρριψη της νομικής βάσης της υπεράσπισης του και των ισχυρισμών του περί παρανομίας και εικονικότητας της επίδικης συναλλαγής, που είναι ο λόγος έφεσης 2.
Σε σχέση με το λόγο έφεσης 1, ο δικηγόρος του Εφεσείοντος εισηγήθηκε ότι (α) η μαρτυρία του Εφεσείοντος σε πολλά σημεία παρέμεινε αναντίλεκτη, αφού ο ίδιος δεν αντεξετάστηκε σε ουσιώδη σημεία, (β) ο Εφεσείων αρνήθηκε ότι παρέλαβε οποιαδήποτε γραπτή ενημέρωση για την κίνηση του λογαριασμού του ή άλλες ειδοποιήσεις, (γ) το Δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα τη μαρτυρία του και (δ) ότι ενώ ο Εφεσείων αρνείτο ότι έδωσε οποιεσδήποτε εντολές για αγοραπωλησία μετοχών, οι Εφεσίβλητοι παρέλειψαν να προσκομίσουν οποιαδήποτε μαρτυρία, ώστε να αποδείξουν τις εντολές που οδήγησαν στις χρεώσεις του επίδικου λογαριασμού.
Σε σχέση με το λόγο έφεσης 2, ο ευπαίδευτος δικηγόρος για τον Εφεσείοντα ανάφερε ότι κατά τον επίδικο χρόνο της συναλλαγής, με βάση τον περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμο του 1993 (Ν.14(Ι)/93) διά των άρθρων 35 και 38 και ο Κανονισμός 30(1) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών του 1995, απαγορευόταν η παροχή πίστωσης για αγορά μετοχών. Γι' αυτό και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου απέστειλε τις Εγκυκλίους ημερομηνίας 5.4.2000 (Τεκμήριο 12) και 4.7.2000 (Τεκμήριο 13), με τις οποίες προειδοποιούσε για την ανάγκη εφαρμογής των σχετικών προνοιών. Κατά το δικηγόρο του Εφεσείοντος, ήταν φανερό ότι ο τρόπος που οι Εφεσίβλητοι έπεισαν τον Εφεσείοντα να ενεργήσει, ήταν για να παρακαμφθούν οι σχετικές πρόνοιες της νομοθεσίας και να αποφευχθεί η προπληρωμή των μετοχών.
Από την άλλη, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Εφεσίβλητους ανέφερε σε σχέση με τον πρώτο λόγο έφεσης, ότι ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε τη μαρτυρία του Εφεσείοντος ως μη αξιόπιστη και την απέρριψε. Περαιτέρω, ανέφερε ότι όπως προκύπτει σαφώς από τα πρακτικά, ο Εφεσείων αντεξετάστηκε επί όλων των ουσιωδών σημείων. Αναφορικά με τον δεύτερο λόγο έφεσης, υπέβαλε ότι ο λόγος που το δικαστήριο απέρριψε την υπεράσπιση του Εφεσείοντος περί παρανομίας και εικονικότητας της συναλλαγής, ήταν γιατί αυτοί οι ισχυρισμοί αφορούσαν την «Stockbrokers», η οποία όμως δεν ήταν διάδικος και ο ίδιος ο Εφεσείων επέλεξε να μην την καταστήσει διάδικο.
Οι λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν.
Όπως αναφέρθηκε πολλές φορές από το Ανώτατο Δικαστήριο, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων, ανήκει κατ' εξοχήν στο πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο έχει την ευκαιρία να δει και να ακούσει τους μάρτυρες. Κατά κανόνα, το Εφετείο δεν επεμβαίνει στον τρόπο που το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολογεί τη μαρτυρία. Έχει όμως την ευχέρεια στην κατάλληλη περίπτωση, να παρέμβει και να παραγκωνίσει τα ευρήματα περί αξιοπιστίας. Αυτό μπορεί να συμβεί όταν διαπιστωθεί ότι τα ευρήματα του είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα, αυθαίρετα ή ότι δεν υποστηρίζονται από μαρτυρία (βλ. Κασιέρη κ.α. ν. Κυριάκου (1997) 1Β ΑΑΔ 1246, Φράγκος ν. Χουβαρτά (1992) 1 ΑΑΔ 39).
Στην προκειμένη περίπτωση, η αξιολόγηση της μαρτυρίας του Εφεσείοντος από το πρωτόδικο δικαστήριο, κατά την άποψή μας ήταν καθόλα εύλογη. Το δικαστήριο αιτιολόγησε με λεπτομέρεια και σαφήνεια την κατάληξη του να απορρίψει τη μαρτυρία του Εφεσείοντος και δεν διαπιστώνεται οτιδήποτε το μεμπτό ώστε να μπορούμε να παρέμβουμε.
Από τη στιγμή που το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν ήταν έτοιμο να αποδεχθεί τη μαρτυρία του Εφεσείοντος, ακόμα και αν ευσταθεί ο ισχυρισμός ότι για διάφορα θέματα δεν αντεξετάστηκε, αυτό δεν θα μπορούσε να έχει οποιαδήποτε επίδραση στο τελικό εύρημα του δικαστηρίου.
Δεν ευσταθεί ούτε ο ισχυρισμός ότι οι Εφεσίβλητοι δεν απέδειξαν ότι δόθηκαν οποιεσδήποτε οδηγίες από τον Εφεσείοντα. Όπως ορθά διαπιστώνει ο πρωτόδικος δικαστής, το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 5 και οι εξηγήσεις που δόθηκαν από το Μ.Ε.1 για τις καταχωρήσεις, σε συνάρτηση με τα Τεκμήρια 3, 7 και 8, ήταν αρκετά για να πείσουν το δικαστήριο. Εν πάση περιπτώσει, δεν ήταν δύσκολο να πειστεί το πρωτόδικο δικαστήριο, εφόσον η ενημέρωση των Εφεσιβλήτων γινόταν από την «Stockbrokers», τους οποίους ο Εφεσείων νόμιμα εξουσιοδότησε να ενεργούν ως πληρεξούσιοι χρηματιστές του. Αν οι πληρεξούσιοι του ενήργησαν χωρίς τις εντολές του, ο Εφεσείων οφείλει να στρέψει τα πυρά του προς αυτούς. Το ότι και εκείνοι ανήκουν στον ίδιο Όμιλο, δεν σημαίνει για σκοπούς της παρούσας συναλλαγής ότι είναι και συγκοινωνούντα δοχεία ή ότι ευθύνονται αλληλένδετα.
Ούτε ο λόγος έφεσης που αφορά στην παρανομία και εικονικότητα ευσταθεί. Το πρωτόδικο δικαστήριο, εξέτασε κάθε ένα από τα νομικά επιχειρήματα του Εφεσείοντος και τα απάντησε με επάρκεια. Αναφορικά με τον ισχυρισμό του ότι οι Εφεσίβλητοι δεν είχαν άδεια να παραχωρούν δάνεια ή άλλες διευκολύνσεις, ορθά επισήμανε ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής ότι δεν τέθηκε ενώπιον του οποιαδήποτε μαρτυρία που να θεμελίωνε μια τέτοια εκδοχή. Αναφορικά με τους άλλους ισχυρισμούς για παραβίαση της σχετικής νομοθεσίας περί ΧΑΚ, το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά υπέδειξε ότι οι κατ' ισχυρισμόν παρανομίες αφορούν την «Stockbrokers», η οποία δεν ήταν διάδικος.
Η έφεση δεν ευσταθεί και απορρίπτεται με €2.000 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ των Εφεσιβλήτων.
Δ. Δ. Δ.
/ΕΠσ