ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 1 ΑΑΔ 401
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 238/2007)
22 Μαρτίου, 2010
[ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΜΗΛΙΤΣΑ Γ. ΚΟΥΗ,
Εφεσείουσα,
ΚΑΙ
ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Εφεσίβλητος.
_________________________
Γ. Πιττάτζης, για την Εφεσείουσα.
Αλ. Κουκούνης, για τον Εφεσίβλητο.
__________________________
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει
ο Δικαστής Νικολάτος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου υποβλήθηκε αίτηση, από την εφεσείουσα, για παραμερισμό και ακύρωση διατάγματος υποκατάστατης επίδοσης της αγωγής στην Υπόθεση 189/06 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας. Στην υπόθεση εκείνη, μετά από μονομερή αίτηση του ενάγοντα-εφεσίβλητου, εκδόθηκε διάταγμα υποκατάστατης επίδοσης της αγωγής, στην μητέρα του εναγόμενου, αιτήτρια στην προαναφερόμενη αίτηση και εφεσείουσα στην παρούσα έφεση.
Μετά την έκδοση του προαναφερόμενου μονομερούς διατάγματος και την επίδοση της αγωγής στην εφεσείουσα αυτή καταχώρησε την προαναφερόμενη αίτηση ημερ. 26.1.07 βασιζόμενη στις Δ.Δ. 5, 5Α, 6 και 48 Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και στις συμφιείς εξουσίες του δικαστηρίου.
Ο εφεσίβλητος, ενάγων στην προαναφερόμενη αγωγή, και καθ΄ ου η αίτηση στην αίτηση ημερ. 26.1.07 καταχώρησε ένσταση, στην αίτηση επικαλούμενος έντεκα διαφορετικούς λόγους για τους οποίους ζητούσε την απόρριψη της αίτησης. Ο κυριότερος λόγος ήταν ότι η αιτήτρια-εφεσείουσα δεν είχε δικαίωμα και δεν νομιμοποιείτο στην καταχώριση της αίτησης, εφόσον δεν ήταν διάδικος ούτε και είχε οποιοδήποτε συμφέρον στην υπόθεση.
Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, αφού ανέλυσε τη νομική πτυχή της υπόθεσης και ιδιαίτερα τη Δ.5 και Δ.48 θ.8(4) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν παρέχεται δικαίωμα υποβολής αίτησης, δια κλήσεως, με σκοπό τον παραμερισμό διατάγματος που εκδόθηκε μονομερώς, σε οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο (εκτός των διαδίκων), αλλά μόνο στα πρόσωπα που επηρεάζονται, από το εκδοθέν διάταγμα και νομιμοποιούνται να το πράξουν. Στην προκείμενη περίπτωση η μόνη σχέση της αιτήτριας-εφεσείουσας με τον εναγόμενο είναι αυτή της μητέρας με γιό, η ίδια η εφεσείουσα, στην ένορκη δήλωσή της ανέφερε ότι δεν αντιπροσωπεύει τον εναγόμενο γιό της, τα επίδικα θέματα της αγωγής δεν έχουν οποιαδήποτε σχέση με την εφεσείουσα και επομένως, το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα, πως η εφεσείουσα δεν είχε οποιοδήποτε συμφέρον στα πλαίσια της προαναφερόμενης αγωγής. Άρα δεν ήταν επηρεαζόμενο πρόσωπο ή πρόσωπο που νομιμοποιείτο στην υποβολή της αίτησης παραμερισμού. Κατά συνέπεια απέρριψε την αίτηση, με έξοδα εις βάρος της αιτήτριας-εφεσείουσας.
Με την έφεση της η εφεσείουσα προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και ειδικά το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι αυτή (η εφεσείουσα) δεν νομιμοποιείτο στην υποβολή αίτησης ακύρωσης του διατάγματος υποκατάστατης επίδοσης του κλητηρίου, που έγινε σ΄ αυτήν. Ενόψει του ότι ο γιός της εφεσείουσας-εναγόμενος κατοικεί μόνιμα στο εξωτερικό, σε άγνωστη για την εφεσείουσα διεύθυνση, του ότι δόθηκε άδεια του δικαστηρίου, μετά από μονομερή αίτηση, για υποκατάστατη επίδοση του κλητηρίου στην αιτήτρια, του ότι η αγωγή επιδόθηκε στην εφεσείουσα για λογαριασμό του εναγόμενου γιού της και του ότι η εφεσείουσα υπέβαλε την προαναφερόμενη αίτηση ημερ. 26.1.07 με την οποία ζητούσε την ακύρωση του μονομερούς διατάγματος υποκατάστατης επίδοσης, την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε για τον προαναφερόμενο λόγο, η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι λανθασμένη.
Μελετήσαμε τα ενώπιον μας στοιχεία, υπό το φως των ικανών αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων. Καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή, για τους εξής λόγους:
1. Η Δ.48 θ.8(4) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, στην οποία βασίστηκε η εφεσείουσα για την υποβολή της προαναφερόμενης αίτησης της, δεν παρέχει δικαίωμα, σε τρίτα πρόσωπα (μη διαδίκους), γενικά, υποβολής αίτησης δια κλήσεως με σκοπό την ακύρωση ή την τροποποίηση ενός παρεμπίπτοντος διατάγματος το οποίο εκδόθηκε σε διαδικασία στην οποία τα τρίτα πρόσωπα δεν είναι διάδικοι. Οι λέξεις «any person» (οποιοδήποτε πρόσωπο) στη Δ.48 θ.8(4) δεν καλύπτουν πρόσωπα για τα οποία δεν έχει καταχωρηθεί οποιαδήποτε αίτηση για συνένωση τους ως διάδικους, σε διαδικασία στην οποία τα επίδικα θέματα είναι ανοικτά (Δέστε: Heli-Air v. Drescher (1988) 1 Α.Α.Δ. 234).
2. Η Δ.35 θ.3 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η οποία αφορά στις εφέσεις, αντιστοιχεί στην Δ.58 θ.1 των Θεσμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας, που ήταν σε ισχύ την 1.1.1954, ημερομηνία κατά την οποία οι περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμοί, Κεφ. 12, οι οποίοι αντικατέστησαν τους προηγούμενους θεσμούς, τέθηκαν σε εφαρμογή στην Κύπρο με τον περί Δικαστηρίων Νόμο του 1953 (Ν 40/53). Όπως επεξηγείται στο Annual Practice του 1956, στη σελ. 1244, τα πρόσωπα που δικαιούνται να εφεσιβάλουν μια απόφαση είναι οι διάδικοι. Πρόσωπα που δεν είναι διάδικοι μπορούν, με άδεια η οποία παραχωρείται κατόπιν μονομερούς αιτήσεως προς το Εφετείο, να εφεσιβάλουν μια απόφαση ή διάταγμα που επηρεάζουν τα συμφέροντα τους. Εκτεταμένη αναφορά στην παλιά Αγγλική Διαταγή 58 θ.3 των Αγγλικών Θεσμών γίνεται και στο Annual Practice του 1960, στη σελ. 1658. Εκεί αναφέρεται επίσης ότι δικαίωμα έφεσης έχουν οι διάδικοι καθώς και πρόσωπα στα οποία έχει επιδοθεί ειδοποίηση της απόφασης ή του διατάγματος που εκδόθηκε, καθώς επίσης και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, το οποίο εξασφάλισε την άδεια του Εφετείου και το οποίο θα μπορούσε να καταστεί διάδικος στην αγωγή αν η αγωγή του επιδιδόταν. Επεξηγείται επίσης ότι η άδεια του Εφετείου δίδεται στις περιπτώσεις που το πρόσωπο, μη διάδικος, αποδεικνύει, εκ πρώτης όψεως, ότι είναι πρόσωπο ενδιαφερόμενο, παραπονούμενο (aggrieved) ή δυσμενώς επηρεασθέν από την απόφαση ή το διάταγμα (Δέστε: Cyprus Asbestos Mines Co. Ltd (1990) 1 Α.Α.Δ. 49).
3. Η απόφαση στην υπόθεση George D. Counnas & Sons Ltd v. Union Lebanese etc. (1977) 1 C.L.R. 271 και οι αποφάσεις που αναφέρονται σ΄ εκείνη την υπόθεση και τις οποίες επικαλέστηκε η εφεσείουσα προς υποστήριξη των θέσεών της είναι ουσιωδώς διαφορετικές από την παρούσα υπόθεση. Στην υπόθεση Counnas (ανωτέρω,) αλλά και στις αποφάσεις που αναφέρονται εκεί, είχε γίνει επίδοση της αγωγής σε κατ΄ ισχυρισμό αντιπρόσωπο στην Κύπρο, των αλλοδαπών εναγομένων, και την αίτηση για παραμερισμό του διατάγματος υποκατάστατης επίδοσης είχαν υποβάλει οι αλλοδαποί εναγόμενοι, ενεργούντες μέσω του εν Κύπρω φερόμενου ως αντιπροσώπου τους. Άλλες υποθέσεις στις οποίες αναφέρθηκε η εφεσείουσα αφορούν σε περιπτώσεις ασφαλιστικών εταιρειών οι οποίες έχουν, εκ του νόμου, απορρέον καθήκον να καλύψουν τη ζημιά του εναγομένου και οι οποίες υποκαθίστανται ουσιαστικά στη θέση και στα δικαιώματα του ίδιου του εναγόμενου. Ακόμα όμως και στις περιπτώσεις των Ασφαλιστικών Εταιρειών, ο κανόνας πρακτικής είναι ότι, μόνον οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να καταχωρίσουν παρεμπίπτουσες αιτήσεις και αν ασφαλιστική εταιρεία επιθυμεί κάτι τέτοιο, πρέπει να το κάμει χρησιμοποιώντας το όνομα του ασφαλισμένου-πελάτη της και διαδίκου στην αγωγή (Δέστε: Murfin v. Ashbridge & Martin (1941) 1 All E.R. 231).
4. Στην παρούσα υπόθεση η εφεσείουσα δεν υπέβαλε ποτέ οποιαδήποτε αίτηση για να καταστεί διάδικος στην πρωτόδικη διαδικασία αλλά ούτε και εξασφάλισε οποιαδήποτε άδεια του Εφετείου για να καταχωρήσει την παρούσα έφεση, στην οποία μάλιστα τροποποίησε τον τίτλο της πρωτόδικης διαδικασίας χωρίς να έχει προβεί σε οποιοδήποτε δικονομικό διάβημα. Η μόνη σχέση της με τα όσα συνέβησαν πρωτοδίκως είναι ότι εκδόθηκε μονομερώς, από το πρωτόδικο δικαστήριο, διάταγμα υποκατάστατης επίδοσης της αγωγής στην ίδια, για λογαριασμό του εναγόμενου γιού της ο οποίος βρίσκεται στο εξωτερικό. Δεν θεωρούμε, υπό τις περιστάσεις, ότι η αιτήτρια είχε δικαίωμα καταχώρισης αίτησης παραμερισμού του μονομερούς διατάγματος υποκατάστατης επίδοσης, δυνάμει της Δ.48 θ.8(4) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, όπως ορθά αποφάσισε το πρωτόδικο δικαστήριο, και επίσης δεν θεωρούμε ότι η εφεσείουσα, χωρίς την εκ των προτέρων εξασφάλιση οποιασδήποτε άδειας, είχε δικαίωμα να καταχωρήσει την παρούσα έφεση στην οποία μάλιστα άλλαξε, αυθαίρετα, και τον τίτλο.
Ενόψει των προαναφερομένων κρίνουμε την έφεση ως αβάσιμη και την απορρίπτουμε με έξοδα €1.500.-, πλέον Φ.Π.Α., εις βάρος της εφεσείουσας.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.