ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 1 ΑΑΔ 295
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 12043
8 Μαρτίου, 2010.
[ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ,
Εφεσείων
- ΚΑΙ -
ALPHA BANK LIMITED
Εφεσίβλητης
........
Π. Χριστοδουλίδης, για τον εφεσείοντα-εναγόμενο
Δ. Καρή (κα) για Γεωργιάδη και Πελίδη, για την εφεσίβλητη-ενάγουσα
......
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ,Δ: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου
θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου
.......
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην αγωγή αρ. 10023/01 σύμφωνα με την οποία εκδόθηκε απόφαση εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ της εφεσίβλητης για το ποσό των £5.944,38.
Διευκρινίζεται ότι δυστυχώς ο φάκελος της πρωτόδικης διαδικασίας καθώς και τα σχετικά πρακτικά όπου περιέχεται η σχετική μαρτυρία, έχουν απωλεσθεί. Έτσι κατ' ανάγκη θεωρούμε ότι τα γεγονότα της υπόθεσης, είναι όπως περιγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση. Αυτά έχουν ως ακολούθως:
«Η ενάγουσα είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, η οποία διεξάγει τραπεζικές εργασίες στην Κύπρο. Κατόπιν σχετικής αίτησης του εναγομένου, του παραχώρησε πιστωτική κάρτα με όριο μέχρι του ποσού των £500,00. Είναι η θέση της ενάγουσας ότι ο εναγόμενος παρέλειψε να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις που πηγάζουν από την σύμβαση για παραχώρηση της πιο πάνω κάρτας. Αποτέλεσμα ήταν η ενάγουσα να ακυρώσει στις 26.3.2001 την σύμβαση αυτή και να απαιτήσει ολόκληρο το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσόν. Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, στις 30.6.2001 ο λογαριασμός της πιστωτικής κάρτας του εναγομένου παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο £5.944,38 πλέον τόκους προς 10% από 1.7.2001.
Ο εναγόμενος με την υπεράσπιση του, παραδέχεται την έκδοση της επίδικης πιστωτικής κάρτας επ' ονόματι του. Ισχυρίζεται όμως ότι αυτή απωλέστηκε από τον ίδιο και χρησιμοποιήθηκε παράνομα στο εξωτερικό. Είναι η θέση του εναγομένου ότι η ενάγουσα δεν τον ενημέρωσε έγκαιρα ως όφειλε για την παράνομη χρησιμοποίηση της κάρτας στο εξωτερικό αλλά ούτε και για το γεγονός ότι η κάρτα εχρησιμοποιείτο κατά παράβαση των όρων συμφωνίας για την έκδοση της. Ο ίδιος κατήγγειλε την κλοπή και παράνομη χρήση της κάρτας στην αστυνομία και ως εκ τούτου η τράπεζα δεν είχε δικαίωμα να χρεώσει τον λογαριασμό του με τις αγορές αυτές. Είναι η θέση του εναγομένου ότι από το ποσόν που η ενάγουσα απαιτεί θα πρέπει να αφαιρεθεί ποσόν £5.081,23 το οποίο αφορά τις παράνομες συναλλαγές στην Ρωσσία.»
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού άκουσε 2 μάρτυρες από την πλευρά της εφεσίβλητης, τους Χρίστο Ράλλη, Μ.Ε.1, διευθυντή του κέντρου κάρτας και την Αγγελική Λιασή, Μ.Ε.2, υπάλληλο της εφεσίβλητης από τη μια και τον εφεσείοντα από την άλλη, έκρινε αξιόπιστους τους μάρτυρες της εφεσίβλητης αλλ' όχι τον εφεσείοντα, με αποτέλεσμα να εκδώσει απόφαση εναντίον του. Ακολούθησε η καταχώρηση της παρούσας έφεσης.
Λόγοι έφεσης
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε τον εφεσείοντα ως αναξιόπιστο μάρτυρα, αφού δεν υπήρξαν αντιφάσεις στη μαρτυρία, όπως εσφαλμένα αναφέρει το δικαστήριο στην απόφαση του.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο Μ.Ε.1 ήταν αξιόπιστος μάρτυρας.
Με τον 3ο λόγο ο εφεσείων προβάλλει ότι κατά την πρωτόδικη διαδικασία στις 8/2/00, ημερομηνία κατά την οποία υπήρχε ισχυρισμός από την πλευρά της εφεσίβλητης ότι έγινε προσπάθεια εντοπισμού του εφεσείοντα χωρίς επιτυχία, η εφεσίβλητη, μέσω του προσωπικού της μπορούσε να τον εντοπίσει εάν πράγματι είχε προσπαθήσει στις 8/2/00 και στις υπόλοιπες ημερομηνίες που έγιναν οι χρεώσεις στον λογαριασμό του.
Με τους 4ο και 5ο λόγους προσβάλλεται το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη τερμάτισε τον επίδικο λογαριασμό του εφεσείοντα.
Με τον 6ο λόγο ο εφεσείων προβάλλει τον ισχυρισμό πως το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε και δεν έδωσε την δέουσα σημασία στο γεγονός ότι η Μ.Ε.2 ανέφερε ότι η ενάγουσα δεν έπρεπε, υπό τις περιστάσεις, κατ' ουδένα λόγο, να επιτρέψει τις επίδικες χρεώσεις στην πιστωτική κάρτα του εναγομένου. Η Μ.Ε.2 ανέφερε κατά τρόπο κατηγορηματικό ότι εάν δεν ήταν δυνατόν να γίνει επικοινωνία με τον πελάτη, τότε θα έπρεπε να μην γίνει η χρέωση προτού ευρεθεί.
Με τον 7ο λόγο έφεσης ο εφεσείων προβάλλει τον ισχυρισμό πως το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι η μαρτυρία που έδωσε η Μ.Ε.2 σχετικά με το κατά πόσο η ενάγουσα έπρεπε ή όχι να προβεί στις επίδικες χρεώσεις στην πιστωτική κάρτα του εναγομένου ήταν απλά μια έκφραση της γενικής τακτικής ή πρακτικής που ακολουθεί η τράπεζα σε περίπτωση συναγερμού.
Με τον 8ο λόγο έφεσης ο εφεσείων εφεσιβάλλει την πρωτόδικη απόφαση για το λόγο ότι θεωρεί πως το Δικαστήριο έσφαλε όταν κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εφεσίβλητη είχε το δικαίωμα να χρεώσει τα ποσά που χρέωσε στην πιστωτική κάρτα του εφεσείοντα που σχετίζονται με τη χρήση της κάρτας στην Μόσχα μέχρις ότου ο ίδιος ο εφεσείων ενημέρωνε αυτή για την κλοπή της κάρτας του.
Με τον 9ο λόγο έφεσης ο εφεσείων εφεσιβάλλει την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου να θεωρήσει πως η επίδικη πιστωτική κάρτα που είχε δοθεί στον εφεσείοντα ήταν διεθνής κάρτα και όχι για εγχώρια χρήση μόνο.
Με τον 10ο λόγο έφεσης ο εφεσείων εφεσιβάλλει την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη απέδειξε το ισχυριζόμενο χρέος του εφεσείοντα προς την τράπεζα. Ο λόγος αυτός είναι ανεξάρτητος από τους υπόλοιπους λόγους έφεσης.
Εξέταση λόγων έφεσης
Με τους 1ο, 2ο και 6ο λόγους προσβάλλονται ευρήματα σχετικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων.
Είναι σαφώς νομολογημένο ότι το θέμα αξιολόγησης της μαρτυρίας ανήκει κατά κύριο λόγο στο πρωτόδικο δικαστήριο και το δικαστήριο τούτο επεμβαίνει μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις που καθόρισε η νομολογία. Επεμβαίνει μόνο στην περίπτωση που τα ευρήματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δε δικαιολογούνται από τη μαρτυρία θεωρούμενη στο σύνολο της ή από τα ίδια τα ευρήματα του. Σε τέτοια περίπτωση το Εφετείο μπορεί να ανατρέψει τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου και να εξάξει τα δικά του συμπεράσματα από τα πρωταρχικά γεγονότα (βλ. μεταξύ άλλων Παπακόκκινου ν. Σμιρλή κα (2001) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1653 και Παπαμιλτιάδους ν. Ιωάννου (2007) 1 Α.Α.Δ. 1320).
Σύμφωνα με τα πιο πάνω, το δικαστήριο τούτο για να επέμβει στα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου σχετικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων, πρέπει να έχει καλό λόγο. Εφόσον δε το θέμα εξετάζεται με βάση τη μαρτυρία που δόθηκε στο πρωτόδικο δικαστήριο και εφόσον εδώ δεν υπάρχουν πρακτικά, είναι αδύνατο για το δικαστήριο τούτο να εξετάσει την υπόθεση και να αποφανθεί αν εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε αξιόπιστους τους μάρτυρες της εφεσίβλητης και αναξιόπιστο τον εφεσείοντα. Άλλωστε την αδυναμία αυτή του εφεσείοντα, που έχει και το βάρος για να αποδείξει τους λόγους έφεσης, την επισημαίνει και ο ευπαίδευτος συνήγορος του, που μεταξύ άλλων στο Περίγραμμα Αγόρευσης του, αναφέρει τα εξής:
«Εντίμως πιστεύω πως, λόγω της απώλειας των πρακτικών έχει αποδυναμωθεί η θέση του εφεσείοντος για λόγους για τους οποίους δεν ευθύνεται ο ίδιος και ως εκ τούτου ο εφεσείων ζητά από το Σεβαστό Δικαστήριο όπως λάβει υπόψη του το γεγονός αυτό κατά την εκδίκαση της παρούσας.»
Σε άλλο μέρος της αγόρευσης του σχετικά με τον 5ο λόγο έφεσης, ο συνήγορος αναφέρει τα ακόλουθα:
«Είναι θέση του Εφεσείοντος πως η συγκεκριμένη μάρτυρας ήταν πολύ πειστική και κατηγορηματική σε ότι αφορά τις θέσεις της και είναι σημαντικό να υπάρχουν ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού τα πρακτικά ώστε να διαφανεί ακριβώς τι είχε πει ώστε να μπορεί να αξιολογηθεί η μαρτυρία της ορθά. Τα πρακτικά είναι σημαντικά για τον Εφεσείοντα καθώς, κατά την καταχώρηση της έφεσης αυτής, υπολόγιζε ότι αυτά ήταν στην διάθεση του για να μπορέσει να στηρίξει ορθά και πλήρως τις θέσεις του».
Σχετικά δε με τους 6ο και 7ο λόγους έφεσης αναφέρει και πάλιν ότι «χωρίς τα πρακτικά είναι αδύνατο να γνωρίζουμε επ' ακριβώς τι είπε και τι εννοούσε η Μ.Ε.2».
Ότι τα πρακτικά της δίκης αποτελούν τον αναντικατάστατο οδηγό για τα κατατεθέντα και διαδραματισθέντα στη δίκη και ότι μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις το Εφετείο μπορεί να συμβουλευθεί οτιδήποτε έξω από τα πρακτικά, έχει τονισθεί και από το Ανώτατο Δικαστήριο. (Βλ. μεταξύ άλλων Αναστασίου ή Guy ν. Μιχαηλούδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 264 και Ματθαίου ν. Θεμιστοκλέους (1998) 1 Α.Α.Δ. 1372).
Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι το Δικαστήριο τούτο δεν μπορεί να εξετάσει τους λόγους έφεσης που αφορούν θέματα αξιοπιστίας, δηλαδή αν ορθά κρίθηκαν οι μάρτυρες της εφεσίβλητης αξιόπιστοι και εσφαλμένα αναξιόπιστος ο εφεσείων. Απόφαση στους εν λόγω λόγους έφεσης επηρεάζει και τους υπόλοιπους λόγους.
Ενόψει των πιο πάνω το ερώτημα είναι ποιές οι συνέπειες της πιο πάνω αδυναμίας. Η εισήγηση του ευπαιδεύτου δικηγόρου του εφεσείοντα ήταν η εξής:
«1. Το Δικαστήριο σας μπορεί να διατάξει επανεκδίκαση της υπόθεσης,
ή
2. Το Δικαστήριο σας μπορεί να απορρίψει την πρωτόδικη απόφαση λόγω της ανικανότητας του Εφεσείοντος να προωθήσει την έφεση του κατά τρόπο ικανοποιητικό και δίκαιο για τον ίδιο, ή
3. Το Δικαστήριο σας μπορεί να διατάξει την εκδίκαση της έφεσης αυτής και θα εναπόκειται στον Εφεσείων να πετύχει στην έφεση με τα στοιχεία και έγγραφα που έχει στη διάθεση του.»
Η πλευρά της εφεσίβλητης στη δική της αγόρευση αναφέρει ότι διαφωνεί με τις 1η και 2η πιο πάνω επιλογές, αλλά υιοθετεί την 3η, για εκδίκαση, δηλαδή της έφεσης, έστω και χωρίς τα πρακτικά. Εισηγείται ότι ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο κατάληξε στα σχετικά ευρήματα του. Επικαλείται αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι έργο κατ' εξοχή του πρωτόδικου δικαστηρίου. Επισημαίνουμε όμως ότι οι υποθέσεις αυτές ισχύουν για τις κανονικές περιπτώσεις που υπάρχουν τα πρακτικά για σκοπούς ελέγχου της πρωτόδικης διαδικασίας. Επομένως οι υποθέσεις αυτές καθώς και αρκετή άλλη νομολογία ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι κατ' εξοχή έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου, δε βοηθούν την παρούσα περίπτωση.
Σχετικά με την επιλογή διαταγής για επανεκδίκαση της αγωγής, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι τέτοια διαταγή θα έχει αρνητικές επιπτώσεις για τον ίδιο διότι όλοι οι μάρτυρες που κατέθεσαν υπέρ της εφεσίβλητης θα έχουν την ευκαιρία να επανεξετάσουν τη θέση τους και να βελτιώσουν τη μαρτυρία τους, όπου κρίνουν ότι είχαν αδυναμίες. Έτσι εισηγείται ότι το ορθότερο είναι να παραμεριστεί η πρωτόδικη απόφαση και η εφεσίβλητη μπορεί να αξιώσει αποζημιώσεις από τη Δημοκρατία για την απώλεια του φακέλου.
Για την επιλογή της διαταγής για επανεκδίκαση διαφωνεί και η πλευρά της εφεσίβλητης, αναφέροντας ότι πέρασαν 9 χρόνια από τα γεγονότα της υπόθεσης και 5 χρόνια από την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης.
Μελετήσαμε με προσοχή τις αντίστοιχες θέσεις. Πράγματι η καθεμιά από τις πιο πάνω διαζευκτικές εισηγήσεις του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα, έχει τα μειονεκτήματα της. Όμως, από το σύνολο των όσων έθεσαν ενώπιον μας οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων, φαίνεται ότι η πιο «ανώδυνη» θα λέγαμε, και «δίκαιη» επιλογή, είναι η διαταγή επανεκδίκασης. Η φύση της υπόθεσης είναι τέτοια που δε νομίζουμε ότι η πάροδος του χρόνου που προαναφέρθηκε θα επηρεάσει τη μαρτυρία αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης, εφόσον μεγάλο μέρος τους βασίζεται σε πραγματική μαρτυρία, δηλαδή έγγραφα. Τέτοια διαδικασία ακολουθήθηκε και στην προαναφερθείσα υπόθεση Ματθαίου ν. Θεμιστοκλέους, όπου η ανυπαρξία μέρους των πρακτικών οφειλόταν στη μη αποστενογράφησή τους λόγω αποχώρησης της στενογράφου από την υπηρεσία. Στη δική μας περίπτωση δεν απουσιάζει απλώς μέρος των πρακτικών, αλλά ολόκληρος ο φάκελος μαζί με τα πρακτικά.
Αναφορικά με τη διαταγή για επανεκδίκαση αυτή δεν σχετίζεται με οποιοδήποτε σφάλμα στην πρωτόδικη απόφαση. Το αποτέλεσμα της έφεσης είναι άσχετο με το δίκαιο της μιας ή της άλλης πλευράς. Έτσι δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση για την άσκηση της διακριτικής μας ευχέρειας για τα έξοδα και γι' αυτό δε θα προβούμε σε καμιά διαταγή. Υιοθετούμε όμως το ακόλουθο απόσπασμα από την προαναφερθείσα υπόθεση Ματθαίου ν. Θεμιστοκλέους, σελ. 1375 και για σκοπό της παρούσας:
«Θεωρούμε ορθό όμως, όπως τα έξοδα των διαδίκων, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση, επωμιστεί η Δημοκρατία. Και τούτο, γιατί τα έξοδά τους για την προώθηση της υπόθεσής τους εξανεμίστηκαν, λόγω λειτουργικής ατέλειας ή αδυναμίας της υπηρεσίας του Δικαστηρίου. Δεν μας παρέχεται εξουσία από το νόμο να εκδώσουμε διαταγή για την καταβολή των εξόδων από τη Δημοκρατία. Υποβάλλεται όμως εισήγηση, όπως έγινε και σε άλλες περιπτώσεις ανακοπής της δίκης για λόγους άσχετους με τους διαδίκους, όπως η Δημοκρατία καταβάλει τα έξοδα που έχουν υποστεί οι διάδικοι στη δίκη και στην έφεση, αποτιμούμενα βάσει των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.»
Ενόψει των πιο πάνω η πρωτόδικη απόφαση μαζί με τη διαταγή για έξοδα παραμερίζονται.
Διατάσσεται η επανεκδίκαση της αγωγής από άλλο δικαστή.
Αναφορικά με τα έξοδα της παρούσας υπόθεσης, ενόψει των ιδιαζόντων γεγονότων (απώλεια φακέλου) για τα οποία δεν ευθύνεται οιοσδήποτε των διαδίκων, έχουμε καταλήξει να μην προβούμε σε οποιαδήποτε διαταγή.
Αντίγραφο της απόφασης θα διαβιβαστεί στις αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας προς εξέταση της εισήγησης η οποία γίνεται αναφορικά με τα έξοδα των διαδίκων και την καταβολή τους από τη Δημοκρατία.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΚΑΣ