ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 1 ΑΑΔ 181
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ 90/2009
16 Φεβρουάριου 2010
[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ 33 ΤΟΥ 1964 ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΑΙ/Η ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΥΠ' ΑΡ. 165/09 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΙΣ 7/12/09
----------------------------
Δ. Θεοδώρου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον αιτητή
Ε. Πουργουρίδης, για την καθ' ης η αίτηση εταιρεία G & A Computers Ltd.
.........
A Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Με άδεια που δόθηκε από το Δικαστήριο τούτο στις 21/12/09 στην αίτηση αρ. 87/09, ακολούθησε η καταχώρηση της παρούσας αίτησης με την οποία ζητείται η έκδοση εντάλματος της φύσης certiorari για ακύρωση της απόφασης και/ή διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερ. 7/12/09 που εκδόθηκε στην αίτηση αρ. 165/09 και με την οποία απόφαση και/ή διάταγμα το εν λόγω δικαστήριο ακύρωσε προηγούμενο διάταγμά του ημερ. 21/4/09 για κράτηση τεκμηρίων (ηλεκτρονικοί υπολογιστές και συναφή εξαρτήματα) και διέταξε την επιστροφή τους στην καθ' ης η παρούσα αίτηση.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην απόφαση της 7/12/09 (της οποίας με την παρούσα αίτηση ζητείται η ακύρωση), η αστυνομία ενεργούσα με βάση πληροφορία ότι στο Internet Café με την ονομασία «seven crowns» στην οδό Γεωργίου Νεοφύτου 8Α στη Λεμεσό, κατόπιν έρευνας που έγινε στην παρουσία του υπεύθυνου του μέρους Χαράλαμπου Καπάταη εντόπισε και παρέλαβε έναντι απόδειξης τα ακόλουθα τεκμήρια για τα οποία υπήρχε εύλογος αιτία να πιστεύεται ότι υπήρχαν εγκατεστημένα αντίτυπα προγραμμάτων χωρίς την έγκριση του δημιουργού τους, κατά παράβαση του περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας Νόμου. Τα τεκμήρια αυτά είναι: 20 οθόνες ηλεκτρονικών υπολογιστών, 10 πύργοι ηλεκτρονικών υπολογιστών, 10 πληκτρολόγια, 30 καλώδια.
Με μονομερή αίτηση της Αστυνομίας ημερ. 21/4/09, ζητήθηκε από το Δικαστήριο όπως επιτρέψει την κράτηση των πιο πάνω τεκμηρίων μέχρι την αποπεράτωση της ποινικής και δικαστικής διαδικασίας και το Δικαστήριο ενέκρινε την αίτηση και εξέδωσε σχετικό διάταγμα. Το διάταγμα είχε ως ακολούθως:
«Το Δικαστήριο αυτό διά του παρόντος ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ όπως εκδοθεί και δια του παρόντος εκδίδεται Διάταγμα για κατακράτηση από την Αστυνομία των τεκμηρίων που αναφέρονται στην επισυνημμένη Ένορκη Δήλωση, μέχρι την αποπεράτωση της ποινικής και δικαστικής διαδικασίας.»
Στις 7/10/09 η εταιρεία G & A COMPUTERS LTD καταχώρησε αίτηση διά κλήσεως με αρ. 165/09 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού με την οποία ζητούσε (α) ακύρωση του διατάγματος ημερ. 21/4/09 και (β) οιαδήποτε άλλη θεραπεία το Δικαστήριο ήθελε κρίνει πρέπουσα. Η αίτηση βασιζόταν στα Άρθρα 23, 30, 33, 34 και 35 του Συντάγματος, άρθρα 2, 32 και 32Α του Κεφ. 155, στις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και της επιείκειας, καθώς και στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.
Στην αίτηση έφερε ένσταση η Αστυνομία και το Δικαστήριο αφού άκουσε τις αντίστοιχες θέσεις και αφού απέρριψε ισχυρισμό της Αστυνομίας ότι η εταιρεία δεν είχε έννομο συμφέρον, με απόφαση του ημερ. 7/12/09 έκανε δεκτή την αίτηση και ακύρωσε το διάταγμα της 21/4/09 για κράτηση των τεκμηρίων. Διάταξε επίσης την επιστροφή τους στην εν λόγω εταιρεία.
Οι λόγοι για τους οποίους ο πρωτόδικος δικαστής έκανε δεκτή την αίτηση ήταν οι εξής:
(α) Μη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων κατά τη μονομερή αίτηση, δηλαδή ότι η προαναφερθείσα εταιρεία με επιστολή της ημερ. 8/4/09 προς την Αστυνομική Διεύθυνση Λεμεσού ζητούσε να πληροφορηθεί πότε θα καταχωρηθεί η αίτηση για κατακράτηση των τεκμηρίων που είχαν παραληφθεί στις 7/4/09, γιατί θέλει να εμφανιστεί και να ακουστεί στο Δικαστήριο.
(β) Για κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας διότι ενώ το διάταγμα για κράτηση των τεκμηρίων εκδόθηκε από τις 21/4/09 μέχρι την ημέρα της απόφασης (7/12/09), δεν είχε καταχωρηθεί οιαδήποτε ποινική υπόθεση στο Δικαστήριο σε σχέση με τα εν λόγω αντικείμενα. Αποφασίστηκε επίσης ότι η Αστυνομία, εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι το διάταγμα δεν αναφέρει συγκεκριμένη ημερομηνία κατά την οποία θα έπρεπε να ολοκληρωθούν οι εξετάσεις, κατακρατεί την περιουσία της αιτήτριας εταιρείας για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς να προωθεί την ποινική διαδικασία.
Με την παρούσα αίτηση ο Γενικός Εισαγγελέας ζητά την ακύρωση του πιο πάνω διατάγματος, με certiorari για τους εξής λόγους:
«(α) Το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είχε εξουσία και/ή δικαιοδοσία, στα πλαίσια της εξεταζόμενης αίτησης, να ακυρώσει διάταγμα κατακράτησης τεκμηρίων για λόγους κατάχρησης εξουσίας και απόκρυψης από την αστυνομία της πρόθεσης ενδιαφερόμενου μέρους να εμφανιστεί στη διαδικασία. Το άρθρο 32(Α) του Κεφ. 155 το οποίο αποτέλεσε μέρος της νομικής βάσης της εξεταζόμενης αίτησης, ρητά προνοεί ότι η έκδοση διατάγματος κατακράτησης τεκμηρίων υπόκειται σε έφεση και ως εκ τούτου αρμόδιο Δικαστήριο για να εξετάσει ισχυρισμούς απόκρυψης ουσιώδους γεγονότος και κατάχρησης εξουσίας είναι αποκλειστικά το Ανώτατο Δικαστήριο.
(β) Το Δικαστήριο περιέπεσε σε έκδηλο νομικό σφάλμα με την απόφαση του ότι παρέχεται σε αυτό εξουσία, στα πλαίσια της συμφυούς του εξουσίας και μόνο, να εξετάσει αναφορικά με αίτηση ακύρωσης διατάγματος κατακράτησης τεκμηρίων, ισχυρισμούς για κατάχρηση της διαδικασίας και απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων, καθότι τυχόν ύπαρξη αυτής της εξουσίας θα καθιστούσε το άρθρο 32 (Α) του Κεφ.155 άνευ ουσίας.
(γ) Η νομική βάση της εξεταζόμενης αίτησης ήτοι τα άρθρα 23, 30, 33, 34 και 35 του Συντάγματος και τα άρθρα 2, 32 και 32Α του Κεφ. 155, δεν παρείχε στο Δικαστήριο εξουσία να διατάξει επιστροφή των κατασχεθέντων τεκμηρίων στην ιδιοκτήτρια εταιρεία εφόσον το άρθρο 32(3) του Κεφ. 155 δεν είχε εφαρμογή στην παρούσα περίπτωση και το άρθρο 32Α προβλέπει δικαίωμα έφεσης στο Ανώτατο Δικαστήριο.»
Η καθ' ης αίτηση εταιρεία G & A Computers Ltd, με ένσταση της που βασίζεται στα Άρθρα 23, 30, 33-35 και 154.4 του Συντάγματος, τα άρθρα 3 και 9 του Ν. 33/64, στις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης, όπως διατυπώνονται στο άρθρο 9 του Κεφ. 6, άρθρο 32 του Ν. 14/60 και Δ.48, Θ. 8(4) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, διατυπώνει τους ακόλουθους λόγους ένστασης:
«(α) Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν θα πρέπει να ακούσει τον αιτητή επί της ουσίας του αιτήματος του και/ή να του αποδώσει οιανδήποτε θεραπεία καθότι ο Αιτητής απέκρυψε από το Δικαστήριο κατά την ακρόαση της αίτησης 87/09 ουσιώδη για την κρίση του Δικαστηρίου γεγονότα και/ή παρουσίασε τα γεγονότα κατά τρόπο ελλιπή και/ή παραπλάνησε το Δικαστήριο στο να χορηγήσει την αιτούμενη άδεια για καταχώρηση της παρούσας αίτησης.
(β) Περαιτέρω και/ή διαζευκτικά, η αιτούμενη θεραπεία δεν πρέπει να αποδοθεί στον Αιτητή καθότι ως διάδικος στην Αίτηση 165/09 είχε δικαίωμα να ασκήσει έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά της πρωτόδικης απόφασης.
(γ) Περαιτέρω και/ή διαζευκτικά το Ανώτατο Δικαστήριο δεν θα πρέπει να ακυρώσει την πρωτόδικη απόφαση καθότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να εκδώσει την εκκαλούμενη απόφαση απόρροια των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης όπως τούτοι διατυπώνονται στο Σύνταγμα και/ή στους Νόμους της Δημοκρατίας και/ή στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας.
(δ) Περαιτέρω και/ή διαζευκτικά το Ανώτατο Δικαστήριο δεν θα πρέπει να εκδώσει το αιτούμενο ένταλμα καθότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος δεν ήταν διάδικος στην διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης ημερομηνία 21/4/09 και κατ' επέκταση δεν είχε δικαίωμα έφεσης κατά της εν λόγω απόφασης. Διαζευκτικά και αν ακόμα το δικαίωμα Έφεσης διευρυνόταν ούτως ώστε να αποδίδεται και σε μη διαδίκους και δη σε πρόσωπα που δεν ακούστηκαν πρωτόδικα, το εν λόγω δικαίωμα δεν αναιρεί ούτε αλλοιώνει το δικαίωμα κάθε ενδιαφερόμενου μέρους να ακουστεί πρωτόδικα και/ή ασκήσει τα δικαιώματα που του παρέχει το Σύνταγμα και/ή οι Νόμοι της Δημοκρατίας.
(ε) Περαιτέρω και/ή διαζευκτικά το Ανώτατο Δικαστήριο δεν θα πρέπει να ασκήσει την διακριτική του ευχέρεια υπέρ του Αιτητή και/ή να ακυρώσει την πρωτόδικη απόφαση καθότι ο Αιτητής δεν ήγειρε προς κρίση ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου τα όσα επικαλείται προς υποστήριξη της αίτησης του. Τουναντίον πρωτόδικα ο Αιτητής αναγνώριζε το δικαίωμα καταχώρησης αίτησης όπως εκείνη που είχε καταχωρήσει το Ενδιαφερόμενο Μέρος πρωτόδικα, πλην όμως ισχυριζόταν πως τέτοιο δικαίωμα είχε μόνο ο κάτοχος της περιουσίας και όχι ο ιδιοκτήτης της.
(στ) Περαιτέρω και/ή διαζευκτικά, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν θα πρέπει να ασκήσει την διακριτική του ευχέρεια υπέρ του Αιτητή και/ή να ακυρώσει την πρωτόδικη απόφαση καθότι ο Αιτητής ενήργησε με υπέρμετρη υπό τις περιστάσεις καθυστέρηση και/ή καταχώρησε την αίτηση 87/09 ευρισκόμενος σε παρακοή του Διατάγματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου ενώ παράλληλα και/ή διαζευκτικά ουδέποτε επιχείρησε την ανακοπή της πρωτόδικης διαδικασίας έγκαιρα με διαδικασία για ένταλμα φύσεως Prohibition.»
Κατά την ακρόαση της παρούσας αίτησης οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων ανάπτυξαν ουσιαστικά τις αντίστοιχες θέσεις τους όπως προβάλλονται στην αίτηση και ένσταση αντίστοιχα, με αναφορά τώρα και σε σχετική νομολογία.
Αναφορικά με τον (α) λόγο ένστασης αναφέρω ότι σε προηγούμενη απόφαση μου (βλ. in re Θεοφάνους (2006) 1 Α.Α.Δ. 211) είχα αποφασίσει και ότι και σε μονομερή αίτηση για άδεια για καταχώρηση αίτησης για προνομιακά εντάλματα, ισχύει η αρχή ότι πρέπει να γίνεται αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων. To ίδιο αποφασίστηκε και στην υπόθεση in Re A. Elia & Co. (Αρ. 2) (1999) 1 Α.Α.Δ. 428. Έλαβα εδώ υπόψη τα γεγονότα που ο ενόρκως δηλών για υποστήριξη της ένστασης ισχυρίζεται ότι απέκρυψε ο αιτητής κατά την υποβολή αίτησης για άδεια. Μελέτησα ξανά τα έγγραφα που έθεσε ενώπιον μου ο αιτητής κατά το στάδιο που αιτήθηκε άδεια, περιλαμβανομένης και της απόφασης της 7/12/09 όπου φαίνονται οι αντίστοιχες θέσεις και έχω καταλήξει, ότι δεν έχει αποκρύψει τέτοια γεγονότα που να θεωρούνται ουσιώδη ώστε να αποτελούν λόγο για να μην ακουστεί ο αιτητής στην παρούσα. Έτσι προχωρώ στην εξέταση της αίτησης.
Από τις ενώπιον μου αγορεύσεις προκύπτει ως πρώτο θέμα για εξέταση η φύση της διαδικασίας για κράτηση τεκμηρίων, όπως αυτή προβλέπεται από τα άρθρα 27-34 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, αν δηλαδή είναι «ποινική διαδικασία», καθότι αν ισχύει το δεύτερο, τότε θα πρέπει να εξεταστεί η θέση του κ. Πουργουρίδη ότι ισχύουν οι ίδιες αρχές που αφορούν μονομερείς αιτήσεις σε πολιτική διαδικασία όπου υπάρχει υποχρέωση για αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, σχετικά με το πιο πάνω ερώτημα, ανάφερε τα ακόλουθα:
«Υπήρξε ουσιαστική διάσταση μεταξύ των δύο πλευρών ως προς τη νομική φύση της διαδικασίας κατακράτησης τεκμηρίων που καθορίζεται στο πιο πάνω νομοθετικό πλαίσιο. Ο συνήγορος των αιτητών ισχυρίστηκε ότι πρόκειται για πολιτική διαδικασία σε αντίθεση με τον δημόσιο κατήγορο που επέμενε για την ποινική φύση της διαδικασίας.
Το άρθρο 2 του περί Δικαστηρίων Νόμου καθορίζει τις έννοιες της ποινικής και πολιτικής διαδικασίας ως ακολούθως:
«Ποινική διαδικασία» σημαίνει οιανδήποτε διαδικασίαν εισαγωμένη ενώπιον οιουδήποτε Δικαστηρίου καθ' οιουδήποτε προσώπου προς επίτευξιν τιμωρίας αυτού δι' οιονδήποτε αδίκημα διά παράβαση οιουδήποτε νόμου ή δευτερογενούς νομοθεσίας
«Πολιτική διαδικασία» περιλαμβάνει οιανδήποτε διαδικασίαν άλλην ή ποινικήν διαδικασίαν.
Από τα πιο πάνω, προκύπτει ότι η ποινική διαδικασία περιορίζεται αυστηρά από τον νόμο, στις περιπτώσεις όπου εκδικάζεται υπόθεση για διάπραξη αδικήματος με σκοπό την τιμωρία του κατηγορουμένου. Με την έννοια αυτή, όλες οι άλλες διαδικασίες θεωρούνται δυνάμει του νόμου πολιτικής φύσης, ανεξαρτήτως αν προσομοιάζουν ή σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με το ποινικό δίκαιο.»
Αφού παραλλήλισε το θέμα και με τη διαδικασία έκδοσης φυγοδίκου και με αναφορά στην πρόσφατη υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Κartashov, Πολ. Έφεση αρ. 124/08 ημερ. 26/10/09, κατάληξε ως ακολούθως:
«Οι ίδιες αρχές ισχύουν κατ' αναλογία και για την διαδικασία κατακράτησης τεκμηρίων. Αυτή προβλέπεται από τον νόμο και δεν αποσκοπεί στην τιμωρία οιουδήποτε. Ως εκ τούτου θα πρέπει να ταξινομηθεί στις πολιτικές διαδικασίες και όχι στις Ποινικές. Το γεγονός ότι η διαδικασία αυτή καθορίζεται στον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο δεν αλλοιώνει την θέση ότι πρόκειται περί πολιτικής διαδικασίας λόγω του πιο πάνω αυστηρού ορισμού που προσδίδεται από τον Νόμο. Πρόβλημα ερμηνείας παρόλα αυτά, δημιουργεί το άρθρο 32Α του Κεφ. 155, το οποίο δίδει το δικαίωμα Ποινικής Έφεσης εναντίον διαταγμάτων αυτής της φύσης. Στα πλαίσια αυτά, έχουν καταχωρηθεί και εκδικαστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο Ποινικές Εφέσεις κατά της έκδοσης τέτοιων διαταγμάτων (βλ. Concrete Mix Ltd v. Αστυνομίας (ανωτέρω) και Παντελίδης ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφεση 212/07 ημερ. 23.1.2008). Να σημειωθεί όμως ότι στις υποθέσεις αυτές δεν τέθηκε ζήτημα ως προς τη φύση της διαδικασίας.»
Παρά την πιο πάνω κατάληξη του, το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαδικασία δεν είναι αυτή των προσωρινών διαταγμάτων σε πολιτικές υποθέσεις, όπως είχε εισηγηθεί ο δικηγόρος της αιτήτριας τότε εταιρείας και επομένως το αν η φύση της διαδικασίας είναι πολιτική ή ποινική έχει μόνο ακαδημαϊκό ενδιαφέρον. Αποφάνθηκε όμως ότι εδώ η διαδικασία ρυθμιζόταν από το άρθρο 32(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου το οποίο δεν εμπεριέχει πρόνοια ότι τέτοια αίτηση θα έπρεπε να επιδίδεται πριν την άσκηση από το Δικαστήριο της εξουσίας δυνάμει του εν λόγω άρθρου. Βασίστηκε στην Παντελίδης ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 84.
Αναφορικά με το ερώτημα κατά πόσο η φύση της διαδικασίας είναι πολιτική ή ποινική, αφού έλαβα υπόψη τα όσα αναφέρονται στην πρωτόδικη απόφαση και ιδιαίτερα τις υποθέσεις Concrete Mix Limited v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 360, 367 και In re Zamin (1983) 2 C.L.R. 188, αλλά και τον ορισμό όπως προβλέπεται στο άρθρο 2 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, καταλήγω ότι η διαδικασία με βάση τα άρθρα 22-32Α του Κεφ. 155, δεν είναι ποινική. Το άρθρο 2 του Κεφ. 155 διαλαμβάνει ότι: «ποινική διαδικασία» και συναφείς εκφράσεις σημαίνουν οποιαδήποτε διαδικασία που εγείρεται ενώπιον Δικαστηρίου εναντίον οποιουδήποτε προσώπου προς τιμωρία του για αδίκημα που διαπράχθηκε κατά παράβαση οποιουδήποτε νομοθετήματος και περιλαμβάνει προανάκριση».
Με βάση όλα τα πιο πάνω η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η φύση της διαδικασίας σχετικά με την κράτηση ή επιστροφή τεκμηρίων είναι πολιτικής φύσης, είναι ορθή.
Αναφορικά με το κατά πόσο υπήρχε άλλη θεραπεία για τον αιτητή στην παρούσα Γενικό Εισαγγελέα, κρίνω ότι δεν υπήρχε αφού το άρθρο 32Α (1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, παρέχει δικαίωμα έφεσης μόνο εναντίον απόφασης δικαστηρίου να κατακρατηθεί οτιδήποτε έχει κατασχεθεί κατά την εκτέλεση εντάλματος έρευνας μέχρι την αποπεράτωση οποιασδήποτε ποινικής διαδικασίας η οποία είναι δυνατό να διεξαχθεί σε σχέση με αυτό, και όχι για διάταγμα επιστροφής του πράγματος, όπως προβλέπει το εδάφιο (3) του άρθρου 32. Επομένως ορθά αποτάθηκε ο Γενικός Εισαγγελέας με αίτηση για certiorari. Τούτο είναι σαφές από το κείμενο των άρθρων 32(1) και 32Α που έχει ως ακολούθως:
«32(1) Όταν, κατά την εκτέλεση εντάλματος έρευνας, κατασχεθεί οτιδήποτε και προσκομιστεί ενώπιον Δικαστή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 27, το πράγμα αυτό, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου αυτού, δύναται να κατακρατηθεί από τέτοιο πρόσωπο ως ο Δικαστής ήθελε ορίσει, λαμβανομένης πάντοτε εύλογης φροντίδας για τη διατήρηση του μέχρι την αποπεράτωση οποιασδήποτε ποινικής διαδικασίας η οποία είναι δυνατό να διεξαχθεί σε σχέση με αυτό.
(2) Όταν οτιδήποτε που κατασχέθηκε δυνάμει εντάλματος έρευνας και προσκομίστηκε ενώπιον Δικαστή υπόκειται σε φθορά ή είναι επιβλαβές, το πράγμα αυτό δύναται αμέσως να διατεθεί με τέτοιο τρόπο όπως ο Δικαστής ήθελε ορίσει.
(3) Αν ο Δικαστής είναι της γνώμης ότι οτιδήποτε που κατασχέθηκε δυνάμει εντάλματος έρευνας δεν απαιτείται πλέον για οποιαδήποτε ποινική διαδικασία, τότε εκτός αν εξουσιοδοτείται ή υποχρεώνεται από αυτόν ή οποιοδήποτε άλλο Νόμο να διαθέσει αυτό διαφορετικά, διατάσσει -
(α) όπως το πράγμα ή οποιοδήποτε μέρος του επιστραφεί στο πρόσωπο το οποίο φαίνεται στο Δικαστή ότι έχει δικαίωμα σε αυτό και, αν το εν λόγω πρόσωπο είναι ο κατηγορούμενος, όπως επιστραφεί στον ίδιο ή σε τέτοιο άλλο πρόσωπο ως ο κατηγορούμενος ήθελε ορίσει. ή
(β) όπως το πράγμα αυτό, αν ανήκει στον κατηγορούμενο, ή μέρος αυτού, χρησιμοποιηθεί για την πληρωμή οποιωνδήποτε εξόδων ή αποζημιώσεων τα οποία ο κατηγορούμενος διατάχτηκε να πληρώσει.
32Α. (1) Κάθε απόφαση δικαστηρίου, η οποία εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 32, υπόκειται σε έφεση.
(2) Έφεση δυνάμει του άρθρου αυτού ασκείται με την καταχώριση ειδοποίησης έφεσης στον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου εναντίον της απόφασης του οποίου ασκείται η έφεση εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση.»
Με βάση τα πιο πάνω θα πρέπει να αποφασίσω αν το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να διατάξει την επιστροφή των εν λόγω τεκμηρίων. Τις πρόνοιες του άρθρου 32(3) τις παράθεσα ήδη πιο πάνω.
Είναι φανερό από τις πρόνοιες του άρθρου αυτού ότι ο ισχυρισμός του αιτητή στην παρούσα ότι η καθ' ης η αίτηση εταιρεία δεν είχε δικαίωμα να αποταθεί στο Δικαστήριο για επιστροφή των τεκμηρίων (ηλεκτρονικών υπολογιστών κλπ), δεν ευσταθεί. Είναι σαφές ότι μπορεί να υποβάλει αίτηση και πρόσωπο άλλο από τον κατηγορούμενο. Απλώς το Δικαστήριο κατά την εξέταση τέτοιας αίτησης έχει εξουσία απλώς να διατάξει την επιστροφή τεκμηρίων και όχι ακύρωση του αρχικού διατάγματος του με βάση το οποίο διατάχθηκε η κράτηση.
Το πρωτόδικο δικαστήριο στην παρούσα περίπτωση διέταξε (α)την ακύρωση του διατάγματος κράτησης όσο και (β) την επιστροφή των τεκμηρίων. Αν περιοριζόταν το διάταγμα μόνο στην επιστροφή τους, τότε δε θα υπήρχε πρόβλημα εφόσον η εξουσία αυτή υπάρχει στο άρθρο 32(3) και η λέξη «ακυρώνεται» δε θα πρόσθετε οτιδήποτε το ουσιαστικό. Όμως το πρωτόδικο δικαστήριο ακύρωσε το διάταγμα για το λόγο ότι τούτο είχε εκδοθεί σε μονομερή αίτηση κατά την οποία ο αιτητής (Αστυνομία) δεν είχε προβεί σε πλήρη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων. Από τη νομολογία που επικαλέστηκε ο πρωτόδικος δικαστής όπως επίσης και από αρκετή άλλη νομολογία, (βλ. μεταξύ άλλων Demstar v. Zim Israel Navigation (1996) 1 A.Α.Δ. 597, In re Manolis Christodoulides (1985) 1 C.L.R. 692 και Interpartemental Concern "Oral Metron" v. Besrouno Ltd. (2004) 1 Α.Α.Δ. 557, 559-560) είναι σαφές ότι σε μονομερείς αιτήσεις ο αιτητής έχει καθήκον να προβεί σε πλήρη αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων. Τέτοια γεγονότα είναι αυτά που αν τα είχε υπόψη το δικαστήριο, δυνατό να επηρέαζαν την απόφαση του αν θα εκδώσει ή όχι το αιτούμενο διάταγμα.
Στην παρούσα υπόθεση αν ληφθεί υπόψη ότι αμέσως μετά την εκτέλεση του εντάλματος έρευνας και κατάσχεση των τεκμηρίων, η καθ' ης η αίτηση ζήτησε από την Αστυνομία να την πληροφορήσει πότε θα ζητούσε από το δικαστήριο την περαιτέρω κράτηση των τεκμηρίων διότι ήθελε να ακουστεί, ώφειλε να αποκαλύψει το γεγονός αυτό στο πρωτόδικο δικαστήριο. Σε παρόμοια διαδικασία η μονομερής αίτηση είχε επιδοθεί στην άλλη πλευρά με οδηγίες του Δικαστηρίου. (βλ. C.T. Tobacco Ltd κα ν. Τμήμα Τελωνείων (2003) 2 Α.Α.Δ. 212). Επομένως, αν ο πρωτόδικος δικαστής γνώριζε για το ενδιαφέρον και αίτημα της καθ' ης η παρούσα αίτηση να ακουστεί, δυνατό να μην ενέκρινε την αίτηση για κράτηση των τεκμηρίων και να διέτασσε επίδοση της μονομερούς αίτησης. Καταλήγω λοιπόν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο είχε εξουσία να ακυρώσει το διάταγμά του που εκδόθηκε σε μονομερή αίτηση στην οποία αποκρύβηκαν ή να το θέσω διαφορετικά, δεν αποκαλύφθηκαν ουσιώδη γεγονότα.
Το Δικαστήριο διέταξε την ακύρωση του διατάγματος και για λόγους καταχρησης της διαδικασίας από την αστυνομία λόγω μεγάλης καθυστέρησης να προωθήσουν ποινική υπόθεση στο Διακστήριο. Κατά το στάδιο της ακρόασης της παρούσας αίτησης, η ευπαίδευτη δικηγόρος του αιτητή παρουσίασε φωτοαντίγραφο της υπόθεσης αρ. 28774/09 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, που τελικά καταχωρήθηκε. Κατ' αρχή το αντίγραφο που παρουσιάστηκε δε φαίνεται να είναι πιστό αντίγραφο του κατηγορητηρίου αφού σ' αυτό δεν φαίνεται ούτε αν εγκρίθηκε από το δικαστή, ούτε πότε καταχωρήθηκε. Δήλωσε δε η κα Θεοδώρου ότι καταχωρήθηκε μετά την εξασφάλιση άδειας για την καταχώρηση της παρούσας αίτησης. Ενόψει των πιο πάνω καθώς και της κατάληξης μου ότι είχε εξουσία το Δικαστήριο να ακυρώσει το διάταγμα για τον προαναφερθέντα λόγο, δεν το θεωρώ αναγκαίο να εξετάσω το κατά πόσο ορθά ακυρώθηκε και για κατάχρηση της διαδικασίας από την αστυνομία.
Κατά την ακρόαση της αίτησης έγινε αναφορά και στην πολιτική αίτηση αρ. 56/09 ημερ. 24/7/09 Αναφορικά με την αίτηση του Πάρη Γεωργιάδη, αλλά βρίσκω ότι δε βοηθά το θέμα που εξετάστηκε στην παρούσα αφού εδώ η αίτηση για certiorari έγινε από το Γενικό Εισαγγελέα και όχι το πρόσωπο στο οποίο ανήκουν τα τεκμήρια.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό της κας Θεοδώρου ότι η καθ' ης η αίτηση είχε δικαίωμα έφεσης κατά του διατάγματος για την κράτηση των τεκμηρίων, αυτός δεν ευσταθεί. Το άρθρο 32Α του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, περιορίζει το δικαίωμα έφεσης μόνο σε διάταγμα που εκδίδεται με βάση το εδάφιο (1) του άρθρου 32 και όχι το εδάφιο (2) που είναι η περίπτωση μας.
Ενόψει όλων των πιο πάνω έχω καταλήξει ότι δεν αποδείχθηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε εκτός δικαιοδοσίας, όπως ήταν ο ισχυρισμός του αιτητή και έτσι η αίτηση απορρίπτεται.
Αναφορικά με τα έξοδα αφού έλαβα υπόψη ότι το θέμα είναι κάπως καινοφανές, όπως ήταν και η εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της καθ' ης η αίτηση, έχω καταλήξει να μην εκδώσω οιαδήποτε διαταγή.
Η αίτηση απορρίπτεται. Καμιά διαταγή για έξοδα.
Μ. Φωτίου, Δ.
/ΚΑς