ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 1 ΑΑΔ 211
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 84/2008)
18 Φεβρουαρίου, 2010
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΛΕΦΤΗΣ,
Εφεσείων,
v.
ΡΩΞΑΝΗΣ ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσίβλητης.
― ― ― ― ―
Μ. Γεωργίου και Μ. Καλογήρου, για τον Εφεσείοντα.
Λ. Βραχίμης, για την Εφεσίβλητη.
― ― ― ― ―
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων αγόρασε από την Ιερά Μονή Κύκκου το τεμάχιο αρ. 470 στην οδό Ονουφρίου Κληρίδη στην Εγκωμη Λευκωσίας για το ποσό των ΛΚ1356,60. Η Μονή Κύκκου ανήγειρε επί του εν λόγω τεμαχίου οικία η οποία αποπερατώθηκε το 1965. Για την αποπληρωμή του αρχικού ποσού αγοράς του τεμαχίου και του ποσού που δαπανήθηκε για την ανέγερση της οικίας ο εφεσείων πλήρωνε δόσεις στη Μονή Κύκκου.
Ο εφεσείων ενοικίασε την οικία σε τρίτο πρόσωπο μέχρι το 1967. Το Φεβρουάριο 1967 ο εφεσείων νυμφεύθηκε την εφεσίβλητη, και εγκαταστάθηκε με τη σύζυγο και τα δυο παιδιά της από προηγούμενο γάμο στην εν λόγω οικία. Ο γάμος του εφεσείοντα με την εφεσίβλητη λύθηκε το Δεκέμβριο 2001.
Το 1980 ο εφεσείων μετέβη στο εξωτερικό για εργασία και σπάνια ερχόταν στην Κύπρο. Στις 31.12.1981 παραχώρησε στη σύζυγό του γενικό πληρεξούσιο έγγραφο.
Περί τις 2.7.1986 ξοφλήθηκε το χρέος προς την Ιερά Μονή Κύκκου και δυνάμει «Δήλωσης Μεταβίβασης Ακινήτου» το ακίνητο μεταβιβάστηκε από την Ιερά Μονή Κύκκου στην εφεσίβλητη. Στο Κτηματολόγιο παρουσιάστηκε πωλητήριο έγγραφο με πωλητή την Ιερά Μονή Κύκκου και αγοραστή την εφεσίβλητη Ρωξάνη Γεωργίου.
Ο εφεσείων με αγωγή που καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την 1.9.2005 εναντίον του Επισκόπου Κύκκου και της εφεσίβλητης, αξίωσε Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η προμνησθείσα μεταβίβαση του ακινήτου είναι άκυρη. Ισχυρίστηκε ότι η μεταβίβαση έγινε δολίως και/ή με ψευδείς παραστάσεις και/ή με συμπαιγνία και/ή συνωμοσία των εναγομένων σε βάρος του και με πλαστό έγγραφο. Αξίωσε επίσης διατάγματα ακύρωσης της εγγραφής που έγινε στο όνομα της εφεσίβλητης και εγγραφή του ακινήτου επ΄ ονόματι του καθώς και αποζημιώσεις και ενοίκια από της λύσεως του γάμου με την εφεσίβλητη.
Η αγωγή εναντίον του Επισκόπου Κύκκου αποσύρθηκε στο αρχικό στάδιο της ακρόασης και απορρίφθηκε από το δικαστήριο.
Η εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι η διαφορά αφορούσε περιουσία η οποία αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου της με τον εφεσείοντα και ότι το τίμημα αγοράς του ακινήτου, καταβλήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου από χρήματα/εισοδήματα που αποκτήθηκαν κατ΄ εκείνη τη χρονική περίοδο. Ισχυρίστηκε ακόμη ότι η αξία της συγκεκριμένης ακίνητης περιουσίας αυξήθηκε ουσιωδώς ένεκα της ανακαίνισης και των επιδιορθώσεων που έγιναν στην οικία με δικά της έξοδα. Η εφεσίβλητη, με υπόβαθρο τα πιο πάνω, υπέβαλε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν ήταν το αρμόδιο δικαστήριο για την επίλυση της διαφοράς.
Η εφεσίβλητη ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι υπήρξε καθυστέρηση, πέραν των 19 ετών στην καταχώρηση της αγωγής με αποτέλεσμα να επηρεάζεται ουσιωδώς η ικανότητά της να προσκομίσει την αναγκαία μαρτυρία και να υπερασπιστεί. Λόγω της υπέρμετρης καθυστέρησης δημιουργήθηκε σ΄ αυτήν η πεποίθηση ότι ο εφεσείων δεν είχε πρόθεση να προωθήσει οποιαδήποτε αξίωση εναντίον της με αποτέλεσμα να ενεργήσει σε βάρος των συμφερόντων της.
Η εφεσίβλητη υποστήριξε πρωτοδίκως ότι η συμφωνία μεταξύ του εφεσείοντα και της Ιεράς Μονής Κύκκου, ακυρώθηκε από τη Μονή εξ υπαιτιότητας του εφεσείοντα επειδή ο τελευταίος, παρά τις οχλήσεις της Μονής, παρέλειψε να πληρώσει το οφειλόμενο χρέος του. Μετά την ακύρωση της συμφωνίας, συνήψε (η εφεσίβλητη) γραπτή συμφωνία με την Ιερά Μονή Κύκκου δυνάμει της οποίας ανέλαβε να εξοφλήσει το χρέος του εφεσείοντα με αντάλλαγμα η Μονή να της μεταβιβάσει το επίδικο ακίνητο. Προς εκτέλεση της συμφωνίας, η εφεσίβλητη κατέβαλε μέσα στο 1986 ΛΚ16534,15 προς εξόφληση και η Μονή της μεταβίβασε το ακίνητο.
Το πρωτόδικο δικαστήριο προέβη στις πιο κάτω διαπιστώσεις οι οποίες προκύπτουν, όπως σημειώνει, από το αναμφισβήτητο μέρος της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιόν του:
1. «Ο ενάγοντας στις 4.7.64 συνεφώνησε προφορικά με την Ιερά Μονή Κύκκου την αγορά του τεμ. 470 ευρισκομένου στην οδό Ονούφριου Κληρίδη 8 Εγκωμη, διά το ποσό των £1.356,60. Επίσης συνεφωνήθη και η Ιερά Μονή Κύκκου ανήγειρε την επίδικη οικία επί του άνω οικοπέδου με την ταυτόχρονη χρέωση του ενάγοντα των δαπανηθέντων ποσών ως δάνειο. Η οικία ανηγέρθη το 1965 από την Ιερά Μονή Κύκκου. Τόσο το οικόπεδο όσο και η οικία παρέμειναν ιδιοκτησία της Ιεράς Μονής Κύκκου μέχρι την εξόφληση των οφειλομένων ποσών.
2. Την 12.2.67 ο ενάγοντας και η εναγομένη 2 τέλεσαν γάμο από τον οποίο απέκτησαν ένα τέκνο, το Μ.Υ.2.
3. Μέχρι το 1971 ο ενάγοντας κατέβαλε έναντι της οφειλής του εις την Ιερά Μονή Κύκκου διάφορα ποσά, συμποσούμενα σε £928.-
4. Περί το 1980 ο ενάγοντας μετέβη εις το εξωτερικό δι΄ εργασία.
5. Την 8.9.81 η Ιερά Μονή Κύκκου μέσω των δικηγόρων της απέστειλε εις τον ενάγοντα επιστολή (τεκμ. 10) με την οποία αξίωνε πληρωμή των οφειλομένων ποσών υπό του ενάγοντος. Η επιστολή στάληκε στη διεύθυνση της οικίας του που ήταν η οικογενειακή οικία και λήφθηκε από την εναγόμενη 2 η οποία διάβασε το περιεχόμενο της.
6. Την 31.12.81 ο ενάγοντας παρεχώρησε εις την εναγομένη Γενικό Πληρεξούσιο Εγγραφο, τεκμ. 4.
7. Στις 30.4.86 πληρώθηκε έναντι της οφειλής προς την Ιερά Μονή Κύκκου το ποσό των £14.000 και στις 3.7.86 πληρώθηκε το ποσό των £2.534,15 προς πλήρη εξόφληση. Εις αμφότερες τις περιπτώσεις εξεδόθησαν αποδείξεις εις το όνομα του ενάγοντα (τεκμ. Δ εις τη γραπτή δήλωση ενάγοντα, τεκμ. 2 εις τη γραπτή δήλωση Μ.Ε.1 και τεκμ. 11).
8. Την ίδια ημέρα που πληρώθηκε το δεύτερο ποσό, ως άνω, παρουσιάστηκε στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λευκωσίας πωλητήριο έγγραφο ημερ. 4.7.64 του επίδικου ακινήτου με πωλητή την Ιερά Μονή Κύκκου και αγοραστή την εναγομένη 2 δια το ποσό των £1.356,60 και δήλωση μεταβίβασης ακινήτου αναφορικά με το πιο πάνω επίδικο ακίνητο και ως αποτέλεσμα αυτό μεταβιβάσθη και ενεγράφη επ΄ ονόματι της εναγομένης 2 (βλ. τεκμ. 6).»
Το πρωτόδικο δικαστήριο, ύστερα από ενδελεχή αξιολόγηση της μαρτυρίας, κατέληξε στα δικά του συμπεράσματα και διαπιστώσεις επί θεμάτων για τα οποία υπήρξε αμφισβήτηση. Με συντομία παραθέτουμε αυτά τα ευρήματα.
(α) Η διάσταση των διαδίκων η οποία οδήγησε στη λύση του γάμου επήλθε το 1995.
(β) Το Γενικό Πληρεξούσιο Εγγραφο ημερ. 31.12.1981 δόθηκε στην εφεσίβλητη από τον εφεσείοντα για όλους τους σκοπούς που αναφέρονται στο έγγραφο και όχι για τον περιορισμένο σκοπό της αντιπροσώπευσης του σε υπόθεση που αφορούσε αξίωση του για αποζημιώσεις από την Κυπριακή Δημοκρατία.
(γ) Το προαναφερόμενο Γενικό Πληρεξούσιο παραχωρήθηκε λίγους μήνες μετά που ο εφεσείων έλαβε γνώση του περιεχομένου της επιστολής των δικηγόρων της Μονής Κύκκου ημερ. 8.9.81 για πληρωμή του χρέους κλπ και με σκοπό όπως η εφεσίβλητη ενεργεί εκ μέρους του με την Ιερά Μονή για την εξόφληση του χρέους.
(δ) Η εφεσίβλητη πλήρωσε στις 30.4.86 και 3.7.86 ΛΚ14.000 και ΛΚ2.534,15 αντίστοιχα και εκδόθηκαν αποδείξεις της Μονής Κύκκου στο όνομα του εφεσείοντα. Με τις πιο πάνω πληρωμές εξοφλήθηκε το χρέος προς την Ιερά Μονή Κύκκου.
(ε) Το ποσό των ΛΚ14.000 που πλήρωσε η εφεσίβλητη στις 30.4.1986 προήλθε από την αποζημίωση που έλαβε ο εφεσείων από την Κυπριακή Δημοκρατία.
(στ)Το ποσό των ΛΚ2.534,15 που πλήρωσε η εφεσίβλητη στις 3.7.1986 προήλθε από δάνειο που αυτή συνήψε από τη ΣΠΕ Στροβόλου. Στην απόδειξη της Μονής που εκδόθηκε για το ποσό αυτό αναφέρεται ότι το ποσό των ΛΚ2.500 πληρώθηκε με επιταγή της ΣΠΕ Στροβόλου και ΛΚ34,15 σε μετρητά.
(ζ) Η εφεσίβλητη στις 3.7.1986 συνήψε δάνειο από τη ΣΠΕ Στροβόλου ύψους ΛΚ7.000. Αμέσως μετά τη μεταβίβαση του επίδικου ακινήτου επ΄ ονόματί της, η εφεσίβλητη το υποθήκευσε προς εξασφάλιση της ΣΠΕ Στροβόλου.
(η) Στις 3.7.1986 με βάση πωλητήριο έγγραφο ημερομηνίας 4.7.64 στο οποίο η εφεσίβλητη φαίνεται ως η αγοράστρια του επίδικου ακινήτου και με δήλωση μεταβίβασης του ίδιου ακινήτου όπου η εφεσίβλητη εμφανίζεται ως η δικαιοπάροχος, η Ιερά Μονή Κύκκου μεταβίβασε στην εφεσίβλητη το εν λόγω ακίνητο το οποίο ενεγράφη επ΄ ονόματι της. Η εφεσίβλητη παραδέχθηκε ότι το προαναφερόμενο πωλητήριο έγγραφο έγινε το 1986 κατά το χρόνο της μεταβίβασης.
(θ) Ο εφεσείων γνώριζε από το 1986 τις ενέργειες της εφεσίβλητης που αφορούσαν στις δύο πληρωμές με τις οποίες εξοφλήθηκε το χρέος προς τη Μονή Κύκκου και τη μεταβίβαση της οικίας επ΄ ονόματί της. Σχετικά με το θέμα αυτό παρενθετικά σημειώνουμε ότι η θέση του εφεσείοντα είναι ότι τυχαία πληροφορήθηκε το 2000 για τη μεταβίβαση κλπ της οικίας στο όνομα της εφεσίβλητης. Ωστόσο, ο πρωτόδικος δικαστής αναλυτικά εξηγεί γιατί δεν αποδέχεται αυτή την εκδοχή και γιατί κατέληξε στη διαπίστωση ότι από το 1986 ο εφεσείων γνώριζε ό,τι είχε σχέση με την εξόφληση του χρέους και τη μεταβίβαση του ακινήτου στο όνομα της εφεσίβλητης.
(ι) Αναφορικά με το θέμα των χρημάτων που απέστειλε ο εφεσείων στην εφεσίβλητη από το εξωτερικό, το πρωτόδικο δικαστήριο, άνκαι δεν ήταν σε θέση με βάση τη μαρτυρία να προσδιορίσει το συνολικό ύψος του ποσού που είχε σταλεί, εντούτοις, για τους λόγους που εξηγεί, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αλήθεια βρίσκεται πιο κοντά στο ποσό που ανέφερε ο εφεσείων ήτοι, στα 500.000 δολάρια αντί στο ποσό που υπολόγισε η εφεσίβλητη.
(ια) Η εφεσίβλητη εργαζόταν κατά τους χρόνους που αυτή βρισκόταν στην Κύπρο.
(ιβ)Μεταξύ της περιόδου 1986-1991 έγιναν ανακαινίσεις στην επίδικη οικία για τις οποίες δαπανήθηκαν ΛΚ23.000.
(ιγ) Το επίδικο ακίνητο την 1.12.2006 είχε αγοραία αξία ΛΚ187.000. Η αξία της γης κατά τον ίδιο χρόνο ήταν ΛΚ106.200 και της οικίας ΛΚ80.850.
Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος αφού προσδιόρισε τα γεγονότα προχώρησε στην εξέταση της ένστασης της εφεσίβλητης ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο είναι αναρμόδιο να εκδικάσει τη διαφορά καθότι αρμόδιο είναι το Οικογενειακό Δικαστήριο. Ο ευπαίδευτος δικηγόρος της εφεσίβλητης εισηγήθηκε ότι ο εφεσείων ουδέποτε απέκτησε περιουσιακό δικαίωμα επί του επίδικου ακινήτου. Η προφορική συμφωνία που αυτός συνήψε με την Ιερά Μονή Κύκκου το 1964 δεν ήταν από μόνη της αρκετή για να δημιουργήσει υπέρ του εφεσείοντα ένα τέτοιο δικαίωμα. Η περιουσία αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου των διαδίκων με την πληρωμή του οφειλόμενου μέρους του τιμήματος και τη μεταβίβαση και εγγραφή του κτήματος επ΄ ονόματι της εφεσίβλητης. Ο κ. Βραχίμης, κατ΄ επίκληση των Λογγίνου ν. Λογγίνου (2000) 1(Β) ΑΑΔ 1347, Μιχαήλ ν. Γιάγκου (2001) 1 ΑΑΔ 1643 και Φιλίππου ν. Φιλίππου (2003) 1(Γ) ΑΑΔ 1343, εισηγήθηκε ότι ανεξάρτητα από το ποια είναι η βάση της αγωγής, το Οικογενειακό Δικαστήριο έχει αποκλειστική δικαιοδοσία εκδίκασης της διαφοράς.
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι η βάση της αγωγής δεν αφορά περιουσιακές διαφορές μεταξύ συζύγων και/ή συνεισφορά στην αύξηση της περιουσίας του εφεσείοντα. Η διαφορά αφορά αποκλειστικά απάτη, δόλο και πλαστογραφία που διαπράχθηκαν σε βάρος του πελάτη του σε σχέση με το επίδικο ακίνητο το οποίο, εν πάση περιπτώσει, αγοράστηκε στις 7.4.1964 από τον εφεσείοντα και συνεπώς δεν εμπίπτει στον ορισμό του όρου «περιουσία»* δυνάμει του άρθρου 2 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, κατόπιν εξέτασης των θέσεων των διαδίκων και με αναφορά στη σχετική επί του θέματος νομολογία, αποφάσισε ότι δεν είχε αρμοδιότητα για την εκδίκαση της υπόθεσης και κατ΄ επίκληση της Chloe Garment Ind. Ltd v. J. Vassiliades Serv. Ltd (1997) 1(Γ) ΑΑΔ 1575 δεν προχώρησε στην εξέταση οποιασδήποτε άλλης πτυχής της υπόθεσης και ενόψει τούτου, ανέστειλε τη διαδικασία.
Με την έφεση προσβάλλεται η διαπίστωση περί αναρμοδιότητας του Επαρχιακού Δικαστηρίου να εκδικάσει την υπόθεση και ότι αρμόδιο δικαστήριο για την επίλυση της διαφοράς είναι το Οικογενειακό Δικαστήριο. Το παράπονο του εφεσείοντα είναι ότι δεν αντικρύστηκε σωστά η ουσία των διεκδικήσεων του οι οποίες συνθέτουν το θεμέλιο της αγωγής.
Σταθερό σημείο αναφοράς αποτελεί η έκθεση απαιτήσεως στη βάση της οποίας κρίνονται δικαιοδοτικά θέματα αυτής της φύσης. Είναι νομολογιακά θεμελιωμένο ότι τα γεγονότα τα οποία συνθέτουν το αγώγιμο δικαίωμα είναι εκείνα τα οποία συγχρόνως στοιχειοθετούν και τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου. Βλ. «Sevegep» Ltd v. United Sea Transport and Another (1989) 1(E) ΑΑΔ 729, Safarino v. Σταυρινού (1991) 1 ΑΑΔ 1059, Παναγή ν. Γενικού Εισαγγελέα (1999) 1(Γ) ΑΑΔ 1107. Στην υπό κρίση υπόθεση, η φύση του θέματος προσδιορίζεται στην έκθεση απαιτήσεως. Εξηγείται λεπτομερώς στο δικόγραφο πως η εφεσίβλητη διέπραξε σε βάρος του εφεσείοντα δόλο και απάτη προκειμένου να επιτύχει, διαρκούντος του γάμου, την επ΄ ονόματί της μεταβίβαση και εγγραφή της επίδικης ακίνητης ιδιοκτησίας. Οι διάδικοι, κατ΄ επίκληση δικαιωμάτων τα οποία απέκτησαν, καθώς ισχυρίζονται, επί του εν λόγω ακινήτου, προβάλλουν διεκδικήσεις και ζητούν θεραπείες με αντικείμενο το ακίνητο. Ο εφεσείων ζητά, μεταξύ άλλων, την ακύρωση της μεταβίβασης του ακινήτου που έγινε στο όνομα της εφεσίβλητης και την μεταβίβαση και εγγραφή τούτου στο όνομά του. Για την επίλυση της διαφοράς προκύπτουν ζητήματα αναφορικά με τον προσδιορισμό του διαδίκου ο οποίος απέκτησε δικαίωμα ή δικαιώματα επί του συγκεκριμένου ακινήτου, τη φύση των δικαιωμάτων, το χρόνο και τον τρόπο που έχουν αποκτηθεί κλπ. Ολα αυτά αμέσως ή εμμέσως προκύπτουν από τη δικογραφία και είναι επίδικα.
Το άρθρο 2 του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου του 1990 προνοεί ότι:
« «περιουσιακές σχέσεις» σημαίνει τις σχέσεις που αφορούν κινητή και ακίνητη περιουσία η οποία αποκτήθηκε πριν από τον γάμο με την προοπτική του γάμου ή οποτεδήποτε μετά τη σύναψη του γάμου από οποιοδήποτε από τους συζύγους σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμων του 1991 έως 1999.»
Το άρθρο 11 του ιδίου νόμου (ανωτέρω) προβλέπει:
«11.(1) Τα οικογενειακά δικαστήρια έχουν τη δικαιοδοσία και ασκούν τις εξουσίες που τους ανατίθενται δυνάμει του άρθρου 111 του Συντάγματος, του παρόντος Νόμου και οποιουδήποτε άλλου νόμου.
(2) Χωρίς να επηρεάζεται η γενικότητα του εδαφίου (1), τα οικογενειακά δικαστήρια έχουν ειδικότερα την εξουσία να επιλαμβάνονται υποθέσεων που αφορούν:
(α) ..................................
(β) ..................................
(γ) ..................................
(δ) ..................................
(ε) Θέματα γονικής μέριμνας διατροφής αναγνώρισης τέκνου, υιοθεσίας, περιουσιακών σχέσεων των συζύγων και οποιαδήποτε άλλη γαμική ή οικογενειακή διαφορά, εφόσον οι διάδικοι ή ένας από αυτούς έχουν τη διαμονή τους στη Δημοκρατία.»
Στη Φιλίππου ν. Φιλίππου (ανωτέρω) εξετάστηκαν παρόμοια θέματα. Το Εφετείο, στην απόφαση πλειοψηφίας, αφού αναφέρθηκε στις πιο πάνω νομοθετικές διατάξεις έκρινε ως πρόδηλη την πρόθεση του νομοθέτη να «εντάξει όλες ανεξαίρετα τις περιουσιακές διαφορές μεταξύ συζύγων σε σχέση με ιδιοκτησία η οποία αποκτήθηκε πριν από το γάμο με την προοπτική του γάμου ή οποτεδήποτε μετά τη σύναψη του γάμου, από οποιοδήποτε από τους συζύγους, σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμων του 1991-1999, ανεξάρτητα από το ποια είναι η βάση της αγωγής. (Βλ. και Λογγίνου, πιο πάνω, όπως και Γρηγορίου ν. Γρηγορίου (2001) 1 ΑΑΔ 1461 και Μιχαήλ ν. Γιάγκου (2001) 1 ΑΑΔ 1643. Επομένως, και η υπό εξέταση περιουσιακή διαφορά, ως βασιζόμενη σε εμπίστευμα μεταξύ συζύγων, σε ακίνητη ιδιοκτησία η οποία αποκτήθηκε μετά τη σύναψη του γάμου, ενέπιπτε στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου το οποίο και ορθά της επιλήφθηκε.».
Ενόψει των πιο πάνω και σε συμφωνία με το πρωτόδικο δικαστήριο, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ήταν αναρμόδιο να εκδικάσει την υπόθεση και ότι το καθ΄ ύλην αρμόδιο δικαστήριο είναι το Οικογενειακό Δικαστήριο. Κατ΄ εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 64Α των περί Δικαστηρίων Νόμων του 1960 έως (Αρ. 3) του 2009 η υπόθεση παραπέμπεται για εκδίκαση στο Οικογενειακό Δικαστήριο.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1800 πλέον ΦΠΑ έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης. Η υπόθεση παραπέμπεται για εκδίκαση από το Οικογενειακό Δικαστήριο.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
Κ. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.
ΣΦ.
*«περιουσία» σημαίνει την κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία η οποία αποκτήθηκε πριν από το γάμο με την προοπτική του γάμου ή οποτεδήποτε μετά τη σύναψη του γάμου από οποιοδήποτε από τους συζύγους.