ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 1 ΑΑΔ 1574
17 Δεκεμβρίου, 2009
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΧΑΓΚΟΥΔΗΣ ΚΑΙ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΑΣ ΠΟΛΥΜΝΙΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΑΓΚΟΥΔΗ,
Εφεσείοντες-Ενάγοντες,
v.
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσιβλήτου-Εναγομένου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 257/2006)
Αστικά αδικήματα ― Δημόσια οχληρία ― Άρθρο 45 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 ― Ζημιά η οποία προκύπτει από κακοτεχνίες στην κατασκευή αυτοκινητόδρομου και/ή από την παράλειψη επιδιόρθωσης και καλής συντήρησής του, η οποία υποκρύπτει κίνδυνο στη συνήθη τροχαία κίνηση ― Κριτήρια για απόδοση ευθύνης ― Προβλεψιμότητα του κινδύνου και απόδειξη από τον ενάγοντα ουσιώδους συνάφειας μεταξύ αμέλειας του αντιδίκου και των ζημιών που έχει υποστεί.
Αμέλεια και/ή παράβαση νομίμων καθηκόντων ― Κυπριακή Δημοκρατία κρίθηκε υπεύθυνη κατ' έφεση για πρόκληση διπλού τροχαίου θανατηφόρου ατυχήματος λόγω κακής κατασκευής και/ή μη συντήρησης αυτοκινητόδρομου, ο οποίος, στη συμβολή του με έξοδο δρόμου που προϋπήρχε, δημιουργούσε κοίλωμα επί του οδοστρώματος το οποίο σε περίοδο έντονης βροχόπτωσης συσσώρευε μεγάλη ποσότητα νερού χωρίς την ύπαρξη δυνατότητας διαφυγής του νερού, με αποτέλεσμα τη δημιουργία και ύπαρξη στο δρόμο μιας κατάστασης πραγμάτων που εγκυμονούσε σοβαρούς κινδύνους γι' αυτούς που τον χρησιμοποιούσαν.
Την 9.12.2000 περί τις 8.20 π.μ. αυτοκίνητο που οδηγούσε η Πολύμνια Χαγκούδη, ηλικίας 30 ετών με συνεπιβάτιδα την Κυριακή Πολυδώρου στον παλαιό δρόμο Λευκωσίας - Λεμεσού στο σημείο της συμβολής του με την έξοδο του νέου αυτοκινητόδρομου που οδηγεί προς Αλάμπρα ή Μοσφιλωτή, πλαγιολίσθησε. Η οδηγός του αυτοκινήτου έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου της το οποίο εισήλθε πλευρικά στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας. Εκεί συγκρούστηκε με σφοδρότητα με εξ αντιθέτου ερχόμενο διπλοκάμπινο και κατέληξε εκτός του δρόμου. Οι δύο γυναίκες υπέστησαν πολλαπλά κατάγματα και εσωτερικές αιμορραγίες που επέφεραν τον θάνατό τους. Την ημέρα εκείνη επικρατούσαν άσχημες καιρικές συνθήκες και έπεφτε συνεχής βροχή.
Οι διαχειριστές της περιουσίας της αποβιώσασας οδηγού του αυτοκινήτου Πολύμνιας Χαγκούδη καταχώρησαν αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας διεκδικώντας αποζημιώσεις σε σχέση με το θάνατο της αποβιώσασας, καταλογίζοντας στη Δημοκρατία, η οποία ενάγεται μέσω του Γενικού Εισαγγελέα, αστική ευθύνη για αμέλεια και/ή παράβαση νομίμων καθηκόντων της. Πιο συγκεκριμένα, μεταξύ των λεπτομερειών αμελείας περιλαμβάνονται ισχυρισμοί ότι η Δημοκρατία παρέλειψε να προβεί στη σωστή επίστρωση του οδοστρώματος στο συγκεκριμένο σημείο του δρόμου, ότι παρέλειψε να προβαίνει σε τακτικό έλεγχο του δρόμου, ότι προκάλεσε κίνδυνο, ότι παρέλειψε να προνοήσει και να προβλέψει τους κινδύνους για τους οδηγούς από τη συσσώρευση ομβρίων υδάτων και συναφείς ισχυρισμοί.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα ότι αιτία του δυστυχήματος ήταν η είσοδος του οχήματος στη λίμνη νερού που υπήρχε στην πλευρά της και είχε δημιουργηθεί ένεκα της μεγάλης και δυνατής βροχόπτωσης, με αποτέλεσμα η οδηγός του να χάσει τον έλεγχο του οχήματός της λόγω της υδρολίσθησης. Αποτελούσε κοινά παραδεκτό το γεγονός ότι η παρουσία στο δρόμο μεγάλης ποσότητας νερού συσσωρευμένου σε λίμνη μήκους τουλάχιστον 19 μ. και βάθους 5 εκ., δημιουργούσε αφ' εαυτής ένα σοβαρό κίνδυνο στους οδηγούς που χρησιμοποιούσαν το δρόμο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή. Οι αποζημιώσεις είχαν υπολογισθεί σε £48.000 προς όφελος των εξαρτωμένων παιδιών της αποβιώσασας, £6.000 προς όφελος του συζύγου της και £6.525 ειδικές αποζημιώσεις.
Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση αμφισβητώντας την ορθότητα των ευρημάτων ως προς τα γεγονότα τα οποία είχε εξαγάγει το πρωτόδικο Δικαστήριο, με προεξάρχουσα τη θέση των εφεσειόντων ότι με βάση εκείνα τα ευρήματα, εσφαλμένα ήταν που κατέληξε το Δικαστήριο στο συμπέρασμα πως δεν είχε επιδειχθεί αμέλεια από πλευράς της Δημοκρατίας.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Εσφαλμένα γίνεται αναφορά από το Δικαστήριο σε ύπαρξη δυνατότητας "απορρόφησης" των συσσωρευμένων νερών εφόσον επρόκειτο περί ασφάλτινου οδοστρώματος με περιορισμένη δυνατότητα διαφυγής ποσότητας νερού που υπερχείλιζε με φυσική ροή. Αυτός όμως ο τρόπος δεν απέτρεπε τη δημιουργία της λίμνης και συνακόλουθα δεν απέτρεπε τη δημιουργία και ύπαρξη στο δρόμο μιας κατάστασης πραγμάτων που εγκυμονούσε κινδύνους γι' αυτούς που τον χρησιμοποιούσαν.
2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, μη καταλογίζοντας οποιαδήποτε ευθύνη στην εναγόμενη Δημοκρατία, με το σκεπτικό ότι ο κίνδυνος που δημιουργείτο ήταν παροδικός, παραγνώριζε ένα καίριας σημασίας στοιχείο, ήτοι, κατά πόσο εάν η κατασκευή του οδοστρώματος στη συμβολή των δύο δρόμων ήταν τέτοια που δεν επέτρεπε τη συσσώρευση νερού σε τέτοια ποσότητα, δεν θα επροκαλείτο ο κίνδυνος.
3. Ενόψει των ιδιαίτερων περιστατικών της παρούσας υπόθεσης, διαπιστώνεται αντικειμενικά και αναντίλεκτα, ότι η απώλεια ελέγχου του οχήματος που οδηγούσε η θανούσα οφειλόταν σε απότομη πλαγιολίσθηση η οποία προκλήθηκε λόγω της διόδου του μέσα από τη λίμνη νερών που λίμναζαν στο κοίλωμα του οδοστρώματος κατά τη δεδομένη εκείνη στιγμή.
4. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αν και ορθά παρέθεσε τις νομικές αρχές που διέπουν το θέμα, εσφαλμένα συμπέρανε ότι ο δημιουργηθείς κίνδυνος στο δρόμο στην υπό εξέταση περίπτωση δεν σχετιζόταν με οποιαδήποτε παράλειψη συντήρησης /επιδιόρθωσης από πλευράς της Δημοκρατίας ως αρμόδιας αρχής.
5. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όσο δυνατή και παρατεταμένη και να ήταν η βροχή, εάν η συμβολή των δύο δρόμων λάμβανε υπόψη τρόπο διαφυγής του νερού, αυτό δεν θα λίμναζε εκεί, όπως δεν λίμναζε και δεν δημιουργούσε κίνδυνο σε άλλα σημεία του δρόμου που ήσαν επίσης εκτεθειμένα στην ίδια βροχόπτωση. Εκείνο το πρόβλημα στο συγκεκριμένο σημείο του δρόμου είχε εξάλλου εντοπισθεί και γίνει δεκτό και από τον Μ. Γεωργίου, Τεχνικό στο Τμήμα Δημοσίων Έργων για τη συντήρηση των δρόμων (Μ.Υ.2) τη μαρτυρία του οποίου αποδέχτηκε στο σύνολό της το πρωτόδικο Δικαστήριο.
6. Το μόνο ασφαλές συμπέρασμα που μπορούσε να εξαχθεί από τη μαρτυρία του Μ.Υ.2, αλλά και από άλλη μαρτυρία, ήταν ότι εκ κατασκευής η συμβολή των δύο δρόμων δημιουργούσε πρόβλημα υψομετρικής διαφοράς, χωρίς να υπήρχε κατάλληλο μέσο διοχέτευσης των νερών που αναπόφευκτα θα συσσωρεύονταν λόγω δυνατής βροχής, ενώ κάποια διαφυγή νερών από τη λίμνη γινόταν από το τίναγμα που θα εδημιουργείτο εάν διερχόταν μέσω της κάποιο όχημα και κάποια μικρή διαφυγή λόγω φυσικής ροής.
7. Με τα δεδομένα που υπήρχαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το συμπέρασμα, έστω έμμεσο, σύμφωνα με το οποίο η πρόκληση ζημιάς σε διερχόμενο οδηγό λόγω του δημιουργηθέντος κινδύνου, θα μπορούσε να αποτραπεί με μια οδική συμπεριφορά διαφορετική απ' εκείνη της θανούσας, δεν δικαιολογείται. Ούτε και σίγουρα τα εξαχθέντα ευρήματα μπορούν να οδηγήσουν τώρα σε οποιοδήποτε συμπέρασμα περί συντρέχουσας ευθύνης της θανούσας.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα πρωτοδίκως και €2.000 έξοδα κατ' έφεση συν Φ.Π.Α. υπέρ των εφεσειόντων - εναγόντων. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίστηκε και αντικαταστάθηκε με απόφαση υπέρ των εφεσειόντων-εναγόντων και εναντίον του εφεσίβλητου-εναγόμενου ως εκπροσώπου της Δημοκρατίας για τα ποσά που παρατίθενται στην απόφαση.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Γενικός Εισαγγελέας v. Ζιπιτή κ.ά. (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 749,
Burnside a.ο. v. Emerson a.ο. [1968] 3 All E.R. 741.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Δημητριάδου-Aνδρέου, A.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 12921/08), ημερομ. 17.7.2006.
Μ. Βορκάς, για τους Εφεσείοντες.
Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ..
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Δύο νέες κοπέλες έχασαν τη ζωή τους σε τροχαίο δυστύχημα που είχε επισυμβεί την 9.12.2000 στον παλαιό δρόμο Λευκωσίας-Λεμεσού στο σημείο της συμβολής του με την έξοδο του νέου αυτοκινητόδρομου που οδηγεί προς Αλάμπρα ή Μοσφιλωτή.
Το δυστύχημα έγινε περί τις 8.20 π.μ. ενώ επικρατούσαν άσχημες καιρικές συνθήκες και συνεχής βροχή. Η Πολύμνια Χαγκούδη, ηλικίας 30 ετών, οδηγούσε το αυτοκίνητό της στον παλαιό δρόμο Λευκωσίας-Λεμεσού με κατεύθυνση προς Αλάμπρα και με συνεπιβάτιδα την Κυριακή Πολυδώρου. Όταν πλησίασαν στο πιο πάνω περιγραφόμενο σημείο του δρόμου, το αυτοκίνητο της Χαγκούδη πέρασε μέσα από μεγάλη λίμνη που δημιουργήθηκε στην άσφαλτο από νερά της βροχής και βρισκόταν στη δική της πορεία. Το αυτοκίνητο πλαγιολίσθησε και η οδηγός έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου της το οποίο και εισήλθε πλευρικά στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας. Εκεί, συγκρούσθηκε με σφοδρότητα με εξ αντιθέτου κατεύθυνσης ερχόμενο μονοκάμπινο αυτοκίνητο και κατέληξε εκτός του δρόμου. Παρόλον ότι και οι δύο γυναίκες έφεραν ζώνη ασφαλείας, αυτές δεν λειτούργησαν ικανοποιητικά λόγω του ότι η σύγκρουση ήταν πλευρική, οπότε υπέστησαν και οι δύο πολλαπλά κατάγματα και εσωτερικές αιμορραγίες που επέφεραν το θάνατό τους. Οι διαχειριστές της περιουσίας της αποβιώσασας οδηγού του αυτοκινήτου Πολύμνιας Χαγκούδη καταχώρησαν αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας διεκδικώντας αποζημιώσεις σε σχέση με το θάνατο της αποβιώσασας, καταλογίζοντας στη Δημοκρατία, η οποία ενάγεται μέσω του Γενικού Εισαγγελέα, αστική ευθύνη για αμέλεια και/ή παράβαση νομίμων καθηκόντων της. Πιο συγκεκριμένα, μεταξύ των Λεπτομερειών Αμελείας περιλαμβάνονται ισχυρισμοί ότι η Δημοκρατία παρέλειψε να προβεί στη σωστή επίστρωση του οδοστρώματος στο συγκεκριμένο σημείο του δρόμου, ότι παρέλειψε να προβαίνει σε τακτικό έλεγχο του δρόμου, ότι προκάλεσε κίνδυνο, ότι παρέλειψε να προνοήσει και να προβλέψει τους κινδύνους για τους οδηγούς από τη συσσώρευση ομβρίων υδάτων και συναφείς ισχυρισμοί.
Η αγωγή οδηγήθηκε σε ακρόαση ενώπιον Ανώτερου Επαρχιακού Δικαστού και κατέληξε σε έκδοση απόφασης απορριπτικής για τις διεκδικήσεις των εναγόντων, εναντίον της ορθότητας της οποίας στρέφεται η παρούσα έφεση. Οι αποζημιώσεις είχαν υπολογισθεί από την πρωτόδικο Δικαστή σε £48.000 προς όφελος των εξαρτωμένων παιδιών της αποβιώσασας, £6.000 προς όφελος του συζύγου της και £6.525 ειδικές αποζημιώσεις. Ο υπολογισμός εκείνος δεν είναι αντικείμενο της έφεσης.
Τα ευρήματα στα οποία είχε καταλήξει το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατίθενται σε έκταση στην εμπεριστατωμένη απόφασή του και αναφορά σ' αυτά θα κάνουμε εκεί όπου τούτο κρίνεται αναγκαίο. Θα παραθέσουμε όμως στη συνέχεια αυτούσιο το κείμενο των συμπερασμάτων τα οποία εξήγαγε το Δικαστήριο, βασιζόμενο στα ευρήματά του:
"Κατ' ακολουθία των πιο πάνω ευρημάτων προκύπτει ότι το αίτιο του δυστυχήματος, που δυστυχώς οδήγησε στο θάνατο δύο νεαρές κοπέλες, ήταν η είσοδος του οχήματος της οδηγού του CAC 556 στη λίμνη νερού που υπήρχε στην πλευρά της και είχε δημιουργηθεί ένεκα της μεγάλης και δυνατής βροχόπτωσης που σημειώθηκε τη συγκεκριμένη μέρα, με αποτέλεσμα να χάσει τον έλεγχο του οχήματος της λόγω της υδρολίσθησης. Η ταχύτητα του θύματος πριν το δυστύχημα δεν μπορεί να καθοριστεί, αλλά ήταν, εν πάση περιπτώσει, κάπως μεγαλύτερη από 50-60ΧΑΩ. Ακόμη προέκυψε ότι στην ένωση του αυτοκινητόδρομου με τον παλαιό δρόμο Λευκωσίας-Λεμεσού, λόγω του ότι ο νέος δρόμος ήταν πιο ψηλά από τον παλαιό, δημιουργείτο σ' εκείνη το σημείο της ένωσης των δρόμων καμπύλωση και ήταν εκεί που λίμναζε το νερό στην πλευρά που το θύμα οδηγούσε το όχημα του πριν το δυστύχημα."
Με την Ειδοποίηση Έφεσης, οι εφεσείοντες ήγειραν δύο κύριους Λόγους Έφεσης τους οποίους αιτιολόγησαν με αναλυτική και πολύπτυχη αιτιολογία. Θα τους εξετάσουμε με τη σειρά.
1ος Λόγος Έφεσης. Ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα πως δεν υπήρχε αμέλεια από πλευράς της Κυπριακής Δημοκρατίας αναφορικά με το δυστύχημα.
Αυτός ο γενικός Λόγος Έφεσης προωθήθηκε με αιτιολογία η οποία βασίζεται ουσιαστικά σε ευρήματα ως προς τα γεγονότα τα οποία είχε εξαγάγει το πρωτόδικο Δικαστήριο, με προεξάρχουσα τη θέση των εφεσειόντων ότι με βάση εκείνα τα ευρήματα, εσφαλμένα ήταν που κατέληξε το Δικαστήριο στο συμπέρασμα πως δεν είχε επιδειχθεί αμέλεια από πλευράς της Δημοκρατίας.
Πιο συγκεκριμένα, βασιζόμενοι οι εφεσείοντες στο εύρημα του Δικαστηρίου ότι η λίμνη ομβρίων υδάτων μια περίπου ώρα μετά το δυστύχημα είχε μήκος 19μ. και βάθος κατά μέγιστο 5εκ., εισηγούνται ότι αυτό το γεγονός θα έπρεπε να οδηγήσει σε συμπέρασμα ότι η λίμνη σχηματίστηκε γιατί υπήρχε πρόβλημα στο οδόστρωμα, το οποίο η Δημοκρατία όφειλε να διατηρεί σε καλή κατάσταση. Πέραν του πιο πάνω ευρήματος, το οποίο πράγματι είχε εξαγάγει το πρωτόδικο Δικαστήριο, σε σχέση πάντα με το μείζον θέμα της ύπαρξης της λίμνης νερού στο οδόστρωμα και σε σχέση με την πορεία που ακολουθούσε η θανούσα, το Δικαστήριο είχε περαιτέρω εξαγάγει και τα ακόλουθα άλλα σημαντικά ευρήματα τα οποία μεταφέρουμε εδώ αυτούσια:
"14. Στην ένωση του αυτοκινητόδρομου με τον παλαιό δρόμο Λευκωσίας-Λεμεσού λόγω του ότι ο νέος δρόμος ήταν πιο ψηλός από τον παλαιό δημιουργείτο εκεί καμπύλωση στο σημείο της ένωσης των δρόμων και στο σημείο εκείνο ήταν που λίμναζε το νερό.
15. Όσον αφορά την απορρόφηση του νερού στο δρόμο, αυτή γινόταν λόγω της κυκλοφορίας και κίνησης των αυτοκινήτων τα οποία εκεί όπου υπήρχαν συσσωρευμένα νερά τα πέτασσαν στα παγκέτα του δρόμου και ενόψει και του κατάτροχου του δρόμου το νερό έφευγε σε ποταμό που υπήρχε 60μ από το σημείο της επίδικης λίμνης. Στον τόπο του δυστυχήματος η βροχή συνεχίζετο και στη διάρκεια της διερεύνησης του από την Αστυνομία η οποία έφτασε στο μέρος στις 9.00 το πρωί, αλλά με λιγότερη ένταση. Στη διάρκεια που παρήλθε 1-1½ ώρα από τη στιγμή που η Αστυνομία έφθασε στο μέρος, η επίδικη λίμνη λιγόστεψε και μετά το μεσημέρι, που ήταν λιγότερες οι βροχές, δεν υφίστατο πλεον.
16. Σε μεταγενέστερο στάδιο έγιναν κατασκευαστικά έργα που συνιστούσαν βελτιώσεις στο σημείο αυτό και συγκεκριμένα διαπλάτυνση του κάθετου δρόμου στο σημείο της συμβολής και με τη διαπλάτυνση επέκταση του υφιστάμενου οχετού, δεξιά και αριστερά του δρόμου. Με αυτά τα έργα έγινε πιο εύκολη η στροφή και μπορούσαν να σταματούν δεξιά και αριστερά δύο αυτοκίνητα αντί ένα. Δεν υπήρχε τρόπος να απορροφούνται τα νερά του κοιλώματος που δημιουργείτο στην ένωση των δύο δρόμων μέσα στον οχετό και έτσι τα έργα αυτά, δηλ. η κατασκευή του οχετού, δεν είχαν σχέση με την απορρόφηση των νερών του κοιλώματος αυτού. Συνεπώς τα κατασκευαστικά έργα που έγιναν 10-12 μέρες μετά το επίδικο δυστύχημα δεν έγιναν ως αποτέλεσμα του δυστυχήματος."
Πέραν από τα ευρήματα εκείνα, το πρωτόδικο Δικαστήριο βασιζόμενο σ' αυτά, εξήγαγε και το ακόλουθο συμπέρασμα σε σχέση πάντα με το ίδιο θέμα, το οποίο και επίσης παραθέτουμε:
"Όσον αφορά το θέμα της απορρόφησης του νερού που υπήρχε στο δρόμο, αυτή γινόταν μέσω της κίνησης και κυκλοφορίας των αυτοκινήτων στο δρόμο τα οποία εκεί όπου υπήρχαν συσσωρευμένα νερά τα πέτασσαν στα παγκέτα του δρόμου και εν όψει και της κλίσης που υπήρχε, γύρω στα 5-6εκ, - το κατάτροχο - από το κέντρο του δρόμου εκεί που είναι η διαχωριστική γραμμή τόσο προς τα αριστερά όσο και προς τα δεξιά, οπόταν το νερό διοχετευόταν μέσω των παγκέτων σε ποταμό που υπήρχε σε μια απόσταση περίπου 60μ από την ένωση των δρόμων. Ενδεικτικό δε του ότι υπήρχε απορρόφηση του νερού σε κάποιο βαθμό είναι και το γεγονός ότι στη διάρκεια διερεύνησης του επίδικου δυστυχήματος από την Αστυνομία, η οποία έφτασε στο μέρος στις 9.00 π.μ. - δηλ. λίγη ώρα μετά το δυστύχημα - η επίδικη λίμνη μετά από παρέλευση μιας με ενάμιση ώρας λιγόστεψε και παρά το ότι στο μέρος η βροχή συνεχίζετο, αλλά με λιγότερη ένταση από προηγουμένως. Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο που προέκυψε από τα ευρήματα είναι ότι ο παλαιός δρόμος Λευκωσίας-Λεμεσού από τη διασταύρωση της Μοσφιλωτής ήταν σε αρκετά καλή κατάσταση ενώ στο σημείο της επίδικης λίμνης δεν υπήρχε λαγκούβα."
Ειδικότερα ως προς αυτό το θέμα, οι εφεσείοντες εισηγούνται ότι με βάση τα πιο πάνω στοιχεία εσφαλμένα το Δικαστήριο αναφερόταν σε "απορρόφηση" του νερού, αφού το νερό δεν μπορεί να απορροφηθεί από το ασφάλτινο οδόστρωμα, ενώ τρόπος διαφυγής του νερού που συσσωρευόταν στη λίμνη δεν υπήρχε στο σημείο εκείνο. Όπως το ίδιο το Δικαστήριο ανέφερε, κάποια μείωση συσσωρευμένου νερού επροκαλείτο από τινάγματα διερχομένων αυτοκινήτων, γεγονός βέβαια το οποίο δεν απαλλάσσει τη Δημοκρατία από την ευθύνη την οποία είχε. Στο σημείο τούτο παρεμβάλλουμε και ένα άλλο στοιχείο το οποίο είναι άμεσα σχετικό με τις συνθήκες δημιουργίας της μεγάλης λίμνης νερού και το οποίο, ως αποτέλεσμα δοθείσας μαρτυρίας, αποδόθηκε ως εξής από το πρωτόδικο Δικαστήριο σε σχετικό εύρημά του:
"2. Ήταν μέρα Σάββατο και η μέρα ήταν πολύ βροχερή σε ολόκληρη την Κύπρο. Στις 8.12.00 και 9.12.00 είχαν πέσει σημαντικές ποσότητες βροχής στην ευρύτερη περιοχή Μοσφιλωτής. Συγκεκριμένα στις 8.12.00 έπεσαν ποσότητες μεταξύ 20.0 και 28.0mm και στις 9.12.00 ποσότητες μεταξύ 30.0 και 43.0mm. Αναφέρεται ακόμη ότι οι ποσότητες βροχής στις δύο αυτές μέρες αντιστοιχούσαν στο 65-80% των κανονικών ποσοτήτων βροχής για ολόκληρο το μήνα Δεκέμβριο στις επί μέρους περιοχές."
Τελικά, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι από το σύνολο των εξαχθέντων ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αναπόφευκτα θα έπρεπε να εστιαστεί η προσοχή στα ακόλουθα καίρια σημεία που βασίζονταν σε δοθείσα μαρτυρία αλλά και στην κοινή λογική:
1. Λόγω του τρόπου κατασκευής της συμβολής του δρόμου-εξόδου από το νέο αυτοκινητόδρομο με τον παλαιό δρόμο Λευκωσίας-Λεμεσού, δημιουργήθηκε στο συγκεκριμένο σημείο υψομετρική διαφορά υπό τη μορφή κοιλότητας στο ασφάλτινο οδόστρωμα.
2. Αναπόφευκτα, τα νερά της βροχής θα λίμναζαν συσσωρευόμενα στην κοιλότητα εκείνη εφόσον δεν μπορούσαν να απορροφηθούν από το σκληρό οδόστρωμα. Η υπερχείλιση εύρισκε σε κάποιο μικρό βαθμό πορεία διαφυγής προς το παγκέτο και ακολούθως προς ανοικτό οχετό που έκειτο περί τα 60μ. πιο μακριά, λόγω της κλίσης (κατάτροχου) του παλαιού δρόμου, ενώ κάποια ποσότητα νερού επίσης απομακρυνόταν από τα ελαστικά διερχομένων αυτοκινήτων, εάν αυτά διέσχιζαν τη λίμνη.
Όμως, το γεγονός παραμένει ότι ούτε η όποια διοχέτευση νερού προς το παγκέτο και ακολούθως σε οχετό, ούτε και το τίναγμα νερού από διερχόμενα αυτοκίνητα, με όποια συχνότητα και αν αυτό συνέβαινε, ήταν παράγοντες που θα μπορούσαν να εμποδίσουν και δεν εμπόδισαν τη δημιουργία της μεγάλης εκείνης λίμνης βάθους τουλάχιστον 5εκ. Ως θέμα κοινής λογικής και αντίληψης ανακύπτει το ότι η δημιουργία και συνεχιζόμενη παρουσία μεγάλης λίμνης νερού, δεν μπορεί παρά να οφείλεται στο γεγονός ότι στο συγκεκριμένο σημείο του δρόμου συσσωρεύονταν ποσότητες νερού που ήσαν μεγαλύτερες από εκείνες που διέφευγαν είτε με τον ένα είτε με τον άλλο από τους δύο προαναφερθέντες λόγους.
Ήταν εξάλλου κοινά παραδεκτό το γεγονός ότι η παρουσία στο δρόμο μεγάλης ποσότητας νερού συσσωρευμένου σε λίμνη μήκους τουλάχιστον 19μ. και βάθους 5εκ., δημιουργούσε αφ' εαυτής ένα σοβαρό κίνδυνο στους οδηγούς που χρησιμοποιούσαν το δρόμο. Αυτός ο κίνδυνος στοιχειοθετήθηκε με δοθείσα μαρτυρία και απετέλεσε η ύπαρξή του και εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το καίριο ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο για τη δημιουργία αυτού του κινδύνου ή καλύτερα για την παράλειψη λήψης μέτρων προς αποτροπή του, ευθύνεται ή όχι η εναγόμενη Δημοκρατία. Σε σχέση με το αποφασιστικής σημασίας ζήτημα τούτο, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποφάνθηκε ως εξής:
"Στην προκείμενη περίπτωση θα εδημιουργείτο θέμα αμέλειας από πλευράς της Κυπριακής Δημοκρατίας αν αποδεικνύετο ότι στο δρόμο όπου έγινε το επίδικο δυστύχημα δεν υπήρχε τρόπος διαφυγής ή απορρόφησης των νερών που συσσωρεύονταν λόγω βροχής, ιδιαίτερα στο σημείο της ένωσης του παλαιού δρόμου με την έξοδο του αυτοκινητόδρομου. Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε παράλειψη της υποχρέωσης της Κυπριακής Δημοκρατίας να συντηρεί επαρκώς το δρόμο ή να τον διατηρεί σε ασφαλή κατάσταση δηλ. τέτοια που να μην εγκυμονεί κινδύνους γι' αυτούς που τον χρησιμοποιούν δηλ. για την τροχαία. Ήδη το συμπέρασμα που καταγράψαμε ήταν ότι υπήρχε τρόπος απορρόφησης των νερών, όπως εξηγήθηκε ανωτέρω."
Το πιο πάνω απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, ελέγχεται για τους πιο κάτω λόγους:
Κατ' αρχήν εσφαλμένα πράγματι γίνεται αναφορά από το Δικαστήριο σε ύπαρξη δυνατότητας "απορρόφησης" των συσσωρευμένων νερών. Τέτοια δυνατότητα δεν υπήρχε σε ασφάλτινο οδόστρωμα παρά μόνο υπήρχε κάποια περιορισμένη δυνατότητα διαφυγής ποσότητας νερού που υπερχείλιζε με φυσική ροή. Αυτός όμως ο τρόπος δεν απέτρεπε τη δημιουργία της λίμνης και συνακόλουθα δεν απέτρεπε τη δημιουργία και ύπαρξη στο δρόμο μιας κατάστασης πραγμάτων που εγκυμονούσε κινδύνους γι' αυτούς που τον χρησιμοποιούσαν. Εξάλλου, τη δημιουργία του συγκεκριμένου κινδύνου στο δρόμο λόγω των πιο πάνω παραγόντων, την δέχθηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο. Γι' αυτό ήταν που άλλωστε προχώρησε και προέβηκε σε διάκριση μεταξύ ύπαρξης στο δρόμο μόνιμου κινδύνου και ύπαρξης παροδικού κινδύνου για να απορρίψει τελικά τον καταλογισμό ευθύνης στην εναγόμενη Δημοκρατία με το ακόλουθο σκεπτικό:
"Είναι απαραίτητο εδώ να διακρίνουμε δύο διαφορετικές περιπτώσεις. Αφ' ενός την περίπτωση όπου υπάρχει σ' ένα δρόμο ένας μόνιμος κίνδυνος λόγω έλλειψης επαρκούς συντήρησης του και, αφ' ετέρου την περίπτωση όπου εμφανίζεται ένας παροδικός κίνδυνος για κάποιο χρονικό διάστημα λόγω π.χ. έντονης βροχόπτωσης ή χιονόπτωσης. Μια παροδική αλλά έντονη βροχόπτωση, έστω και αν ακόμη καθιστά το δρόμο μη προσπελάσιμο, δεν είναι αρκετό για να αποδειχθεί παράλειψη της υποχρέωσης της Κυπριακής Δημοκρατίας για συντήρηση του δρόμου.
Ήδη έχουμε επικαλεστεί σχετική αγγλική νομολογία όπου επισημαίνεται εμφαντικά η πιο πάνω διάκριση και ότι πολλές φορές η έντονη βροχόπτωση μπορεί να οδηγήσει στο να πλημμυρίσουν οι δρόμοι. Να πω ακόμη ότι το κατά πόσο σε μια συγκεκριμένη περίπτωση το σύστημα ή η δυνατότητα απορρόφησης νερών στο δρόμο είναι επαρκής ή όχι είναι κάτι που πρέπει να εξετάζεται και να αξιολογείται με βάση κριτήρια λογικής. Με άλλα λόγια η υποχρέωση που υπάρχει δεν συνιστά υποχρέωση διατήρησης ενός δρόμου ανά πάσα στιγμή και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες σε τέτοια κατάσταση που να είναι εντελώς ελεύθερος από νερό στην επιφάνεια του, χιόνι ή χιονόνερο."
Διαφωνούμε με την πιο πάνω προσέγγιση του θέματος από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ο λόγος είναι απλός: Οι πιο πάνω αρχές, αν και τυγχάνουν γενικά ορθές, παραγνωρίζουν κατά την εφαρμογή τους στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, ένα καίριας σημασίας στοιχείο: Το κατά πόσο η ίδια η κατασκευή-κατάσταση του δρόμου στο σημείο εκείνο, συνέτεινε στη δημιουργία του κινδύνου. Ή αν το θέσουμε διαφορετικά, κατά πόσο εάν η κατασκευή του οδοστρώματος στη συμβολή των δύο δρόμων ήταν τέτοια που δεν επέτρεπε τη συσσώρευση νερού σε τέτοια ποσότητα, δεν θα επροκαλείτο ο κίνδυνος. Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Ζιπιτή κ.ά. (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 749, στην οποία αναφέρθηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο εφεσίβλητος 2 ο οποίος οδηγούσε το όχημά του στον αυτοκινητόδρομο Λάρνακας-Λευκωσίας, έχασε τον έλεγχό του και αφού συγκρούστηκε με το διαχωριστικό διάζωμα, ανατράπηκε στην αριστερή πλευρά του δρόμου. Όπως διαπιστώθηκε, κοντά στο σημείο σύγκρουσης του αυτοκινήτου με το διάζωμα, υπήρχε στο οδόστρωμα ένα κοίλωμα διαμέτρου 3 περίπου μέτρων και βάθους 5εκ. Ο εφεσίβλητος 2 ισχυρίστηκε ότι η απώλεια του ελέγχου του οχήματός του, οφειλόταν σε πτώση στο κοίλωμα το οποίο δεν ήταν ορατό λόγω νερών της βροχής. Το Εφετείο επιβεβαίωσε κατ' αρχήν την ύπαρξη της υποχρέωσης της Δημοκρατίας να διατηρεί τους δρόμους της αρμοδιότητας της, περιλαμβανομένων και των αυτοκινητοδρόμων σε καλή κατάσταση και το ότι είναι αδιάφορο ουσιαστικά το αν η ευθύνη της αυτή βασίζεται σε δημόσια οχληρία ή αμέλεια, αφού τα δύο αυτά αστικά αδικήματα αλληλοκαλύπτονται. Αναφορικά με το θέμα του κατά πόσο μια κατάσταση πραγμάτων επί του δρόμου συνιστά κίνδυνο, το Εφετείο ανέφερε ότι αυτό εξαρτάται από το κατά πόσο η ζημιά ήταν εύλογα προβλεπτή. Αν η δημιουργηθείσα κατάσταση είναι τέτοια που είναι εύλογο να αναμένεται από τα πρόσωπα που χρησιμοποιούν το δρόμο πρόκληση ζημιάς, τότε υπάρχει δημόσια οχληρία. Αν δε ένας λογικός άνθρωπος, λαμβάνοντας υπόψιν όλες τις περιπτώσεις, μπορεί να θεωρήσει ότι υπάρχει πράγματι η πιθανότητα τραυματισμού κάποιου που ταξιδεύει στο δρόμο, τότε η κατάσταση συνιστά κίνδυνο. Όπου όμως η πιθανότητα πρόκλησης ζημιάς είναι τόσο απομεμακρυσμένη που θα την απέρριπτε αμέσως, επειδή ήταν βέβαια δυνατή αλλά καθόλου πιθανή, τότε η κατάσταση δεν συνιστά κίνδυνο. Στην περίπτωση της υπόθεσης Ζιπιτή, το Εφετείο αν και επιβεβαίωσε την ευθύνη της Δημοκρατίας για συντήρηση/επιδιόρθωση του δρόμου και την παράλειψή της να το πράξει αφού είχε ή όφειλε να έχει γνώση της ύπαρξης του προβλήματος στο δρόμο, εν τούτοις, παραμέρισε την πρωτόδικη απόφαση με την οποία επιδικάστηκαν αποζημιώσεις, επειδή δεν είχε αποδειχθεί εκεί η αναγκαία αιτιώδης σύνδεση με μαρτυρία μεταξύ της ύπαρξης του κοιλώματος και του ζημιογόνου αποτελέσματος. Ουσιαστικά, δεν είχε αποδειχθεί σ' εκείνη την περίπτωση πού ακριβώς οφειλόταν η απώλεια του ελέγχου του οχήματος του εφεσίβλητου 2 και, πιο συγκεκριμένα, κατά πόσο οφειλόταν σε επαφή του τροχού του με το κοίλωμα.
Όμως, επανερχόμενοι στα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας έφεσης, αντικειμενικά είναι που διαπιστώνεται και αναντίλεκτα, ότι η απώλεια ελέγχου του οχήματος που οδηγούσε η θανούσα οφειλόταν σε απότομη πλαγιολίσθηση η οποία προκλήθηκε λόγω της διόδου του μέσα από τη λίμνη νερών που λίμναζαν στο κοίλωμα.
Πολύ χρήσιμη αυθεντία ως προς το υπό εξέταση θέμα παρέχεται και από την απόφαση του Αγγλικού Εφετείου στην υπόθεση Burnside and Another v. Emerson and Others [1968] 3 All E.R. 741. Σε εκείνη την υπόθεση, ο οδηγός αυτοκινήτου υπό συνθήκες έντονης και παρατεταμένης βροχής, εισήλθε εντός λίμνης νερού που βρισκόταν στο μέσο του δρόμου και, αφού απώλεσε τον έλεγχο, κινήθηκε δεξιά και συγκρούστηκε με εξ' αντιθέτου κατευθύνσεως ερχόμενο όχημα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε επιρρίψει ακέραιη την ευθύνη για το δυστύχημα στο αρμόδιο δημοτικό συμβούλιο της περιοχής, που ήταν ένας από τους εναγομένους λόγω ανεπάρκειας ή αστοχίας του υπάρχοντος συστήματος διαφυγής ομβρίων υδάτων. Στην έφεση που ακολούθησε, οι ξεκάθαρες αρχές και οι τρεις προϋποθέσεις για καταλογισμό ευθύνης σε δημοτικά συμβούλια, τις οποίες έθεσε ο Lord Denning M.R., αξίζουν ιδιαίτερης προσοχής. Οι προϋποθέσεις είναι:
1. Ο ενάγων θα πρέπει να αποδείξει ότι ο δρόμος ήταν σε τέτοια κατάσταση ώστε να ήταν επικίνδυνος για την τροχαία κίνηση.
2. Ο ενάγων θα πρέπει να αποδείξει ότι η επικινδυνότητα οφειλόταν σε παράλειψη συντήρησης ή επιδιόρθωσης. Εδώ γίνεται διάκριση μεταξύ ενός μόνιμου κινδύνου που οφείλεται σε έλλειψη επιδιόρθωσης και ενός παροδικού κινδύνου που οφείλεται στα στοιχεία της φύσης. Στο δεύτερο περιλαμβάνεται ο κίνδυνος από χιόνι, παγετό ή έντονη βροχόπτωση και σ' αυτή την περίπτωση ο παροδικός κίνδυνος που προκαλείται για σύντομο χρονικό διάστημα, δεν συνιστά μαρτυρία περί παράλειψης επιδιόρθωσης ή συντήρησης. Ειδικότερα ως προς τη βροχόπτωση, η πρόκληση πλημμύρας στο δρόμο λόγω έντονης βροχής δεν είναι αρκετή μαρτυρία.
3. Εάν πράγματι διαπιστώνεται παράλειψη συντήρησης/ επιδιόρθωσης, η αρμόδια αρχή είναι εκ πρώτης όψεως υπεύθυνη για οποιαδήποτε ζημιά προκαλείται λόγω αυτής και μπορεί τότε μόνο να αποφύγει ευθύνη, εάν αποδείξει ότι άσκησε τέτοια επιμέλεια και φροντίδα, όση ήταν εύλογη.
Εφαρμόζοντας τις πιο πάνω αρχές στην ανωτέρω υπόθεση, το Αγγλικό Εφετείο συμπέρανε κατ' αρχήν ότι η πρώτη προϋπόθεση ικανοποιείτο εφόσον ο συνδυασμός της ύπαρξης της λίμνης νερού στο δρόμο και στροφής που ακολουθούσε, δημιουργούσε μια ιδιαίτερα επικίνδυνη κατάσταση για τους οδηγούς. Ως προς τη δεύτερη προϋπόθεση, κατά πόσο δηλαδή η επικινδυνότητα προκλήθηκε από παράλειψη επιδιόρθωσης/συντήρησης του δρόμου, το γεγονός της ύπαρξης της υδάτινης λίμνης από μόνο του σε μια τόσο βροχερή μέρα, δεν ήταν αρκετό. Όμως υπήρχε και μαρτυρία σύμφωνα με την οποία εκείνο το σημείο του δρόμου δεν είχε επαρκές σύστημα διαφυγής-αποχέτευσης των ομβρίων υδάτων και το νερό λίμναζε. Υπήρχε εκεί εγκατεστημένο καλό σύστημα αποχέτευσης των υδάτων με σωλήνα 6 ιντζών, πλην όμως υπήρχε στο δρόμο στο σημείο εκείνο ένα βαθούλωμα, πιο ψηλό από το σημείο διαφυγής του νερού και η διαφυγή εμποδιζόταν μερικώς και λόγω της κατασκευής του δρόμου. Ως προς την τρίτη προϋπόθεση, το Εφετείο συμπέρανε ότι το αρμόδιο δημοτικό συμβούλιο δεν κατέδειξε ότι άσκησε την εύλογη φροντίδα η οποία απαιτείτο υπό τις περιστάσεις και απέτυχε να λειτουργεί το σύστημα ικανοποιητικά. Ως προς το θέμα καταμερισμού ευθύνης, το Εφετείο απέδωσε ευθύνη και στον εναγόμενο οδηγό του αυτοκινήτου αφού συμπέρανε ότι οποιοσδήποτε οδηγός ο οποίος οδηγούσε με μια λογική ταχύτητα και με άσκηση επιμέλειας, θα μπορούσε να διέλθει από τη λίμνη νερού με ασφάλεια χωρίς να πλαγιολισθήσει. Τα γεγονότα έδειχναν αναπόφευκτα ότι ο οδηγός εκείνος πρέπει να οδηγούσε με ταχύτητα μεγαλύτερη από την αναμενόμενη υπό τις περιστάσεις. Τελικά, το Εφετείο καταλόγισε ευθύνη και στον οδηγό του αυτοκινήτου στον οποίο καταμέρισε ποσοστό ευθύνης κατά 2/3 και στο εναγόμενο δημοτικό συμβούλιο κατά 1/3. Όπως είχε παρατηρήσει στην απόφασή του στην ίδια υπόθεση ο Diplock L.J., η υποχρέωση αρμόδιας αρχής όπως επισκευάζει/συντηρεί τους δρόμους, σίγουρα περιλαμβάνει και το καθήκον όπως ο δρόμος διαθέτει ένα επαρκές σύστημα διοχέτευσης των ομβρίων υδάτων.
Επανερχόμενοι στα γεγονότα της παρούσας έφεσης, παρατηρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, αν και ορθά παρέθεσε τις νομικές αρχές που διέπουν το θέμα, εσφαλμένα συμπέρανε ότι ο δημιουργηθείς κίνδυνος στο δρόμο στην υπό εξέταση περίπτωση δεν σχετιζόταν με οποιαδήποτε παράλειψη συντήρησης/επιδιόρθωσης από πλευράς της Δημοκρατίας ως αρμόδιας αρχής. Το Δικαστήριο είχε συμπεράνει ότι:
". κατά τη γνώμη μου, η υπό εξέταση υπόθεση αφορά περίπτωση όπου υπήρξε ένας παροδικός κίνδυνος υδρολίσθησης στο δρόμο όπου οδηγούσε το θύμα λόγω της έντονης και ασταμάτητης βροχόπτωσης εφόσον συσσωρεύθηκε νερό σε διάφορα σημεία του δρόμου και ειδικότερα στην πλευρά που οδηγούσε το θύμα. Ο κίνδυνος όμως αυτός δεν αποδεικνύει παράλειψη από την Κυπριακή Δημοκρατία να συντηρεί επαρκώς το δρόμο για τους λόγους που ήδη εξηγήσαμε ανωτέρω, ούτε αποδείχθηκε ότι ήταν τέτοιας μορφής που να μην μπορούσε να αντιμετωπιστεί με την ανάλογη οδική συμπεριφορά από τους οδηγούς ."
Όμως, η δημιουργία στο δρόμο της επικίνδυνης λίμνης και της παροδικής έστω κατάστασης πραγμάτων, όπως ακριβώς και στην προαναφερθείσα υπόθεση Burnside & Another v. Emerson δεν οφειλόταν απλά και μόνο στην παρατεταμένη και έντονη βροχόπτωση. Οφειλόταν και στον παράγοντα της ύπαρξης στο οδόστρωμα υψομετρικής διαφοράς και κοιλώματος, δηλαδή στην εκ κατασκευής παράλειψη πρόνοιας για αποτελεσματικό τρόπο διαφυγής των ομβρίων υδάτων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όσο δυνατή και παρατεταμένη και να ήταν η βροχή, εάν η συμβολή των δύο δρόμων λάμβανε υπόψη τρόπο διαφυγής του νερού, αυτό δεν θα λίμναζε εκεί, όπως δεν λίμναζε και δεν δημιουργούσε κίνδυνο σε άλλα σημεία του δρόμου που ήσαν επίσης εκτεθειμένα στην ίδια βροχόπτωση. Εκείνο το πρόβλημα στο συγκεκριμένο σημείο του δρόμου είχε εξάλλου εντοπισθεί και γίνει δεκτό και από τον Μ. Γεωργίου, Τεχνικό στο Τμήμα Δημοσίων Έργων για τη συντήρηση των δρόμων (Μ.Υ.2) τη μαρτυρία του οποίου αποδέχτηκε στο σύνολό της το πρωτόδικο Δικαστήριο. Όπως ορθά εντόπισε το Δικαστήριο αξιολογώντας τη μαρτυρία του μάρτυρα τούτου:
".. Ο μάρτυρας αυτός δεν είχε καμία δυσκολία να αναφέρει ότι στο σημείο της ένωσης του αυτοκινητόδρομου με τον παλαιό δρόμο Λευκωσίας-Λεμεσού, υπήρχε κάποια "ανωμαλία" λόγω του ότι δημιουργείτο καμπύλωση εν όψει του ότι ο καινούργιος δρόμος βρισκόταν πιο ψηλά από τον παλαιό. Μάλιστα ο Μ.Υ.2 τόνισε ότι είναι σε εκείνο το σημείο της ένωσης του παλαιού δρόμου με την έξοδο του αυτοκινητόδρομου που λίμναζε το νερό..."
Χαρακτηριστικές ήταν και οι ακόλουθες απαντήσεις που είχε δώσει ο ίδιος μάρτυρας κατά την αντεξέτασή του, όπως καταγράφηκαν στη σελίδα 49 των τηρηθέντων πρακτικών:
"Ε. Ήθελα να μου δείξεις πάνω στο σχέδιο, ή λίμνη που σχηματίστηκε εκεί, αν μπορούσαν αυτά τα νερά να διαφεύγουν μέσω των παγκέτων και πώς, αν μπορούσε να γίνει.
Α. Έπρεπε να ανοιχτεί να γίνει οχετός να πιάνει εκεί που είναι η λίμνη και να τα βγάλλει προς τα έξω.
Ε. Με τις υφιστάμενες υποδομές έφευγε με φυσική ροή;
Α. Έφευγε, αλλά και με τα αυτοκίνητα που κυκλοφορούσαν συνέχεια έφευγε.
Ε. Τα αυτοκίνητα πώς βοηθούσαν να φύγει;
Α. Με τα αυτοκίνητα που περνούσαν από πάνω του πετάσσεται και λλιανίσκει."
Το μόνο ασφαλές συμπέρασμα που μπορούσε να εξαχθεί από την πιο πάνω, αλλά και από άλλη μαρτυρία, ήταν ότι εκ κατασκευής η συμβολή των δύο δρόμων δημιουργούσε πρόβλημα υψομετρικής διαφοράς, χωρίς να υπήρχε κατάλληλο μέσο διοχέτευσης των νερών που αναπόφευκτα θα συσσωρεύονταν λόγω δυνατής βροχής, ενώ κάποια διαφυγή νερών από τη λίμνη γινόταν από το τίναγμα που θα εδημιουργείτο εάν διερχόταν μέσω της κάποιο όχημα και κάποια μικρή διαφυγή λόγω φυσικής ροής.
Με δυο λόγια, για να μην εδημιουργείτο ο κίνδυνος στο συγκεκριμένο σημείο θα έπρεπε κάποιος να ελπίζει ότι θα περνούσαν κατά την κακοκαιρία εκείνη αρκετά οχήματα ώστε να εκτινάσσετο κάποια ποσότητα νερού προτού αυτή ανανεωθεί και να προσδοκεί ότι η βροχή δεν θα ήταν πολύ έντονη. Βέβαια, και οι δύο αυτοί παράγοντες, είτε δεν συνέτρεξαν είτε δεν αποδείχθηκαν ικανοποιητικοί κατά τη συγκεκριμένη περίπτωση, αφού είναι κοινά παραδεκτό το γεγονός ότι δημιουργήθηκε και υπήρχε στο σημείο η μεγάλη λίμνη νερών που συνιστούσε κίνδυνο. Επομένως, στο συγκεκριμένο σημείο του δρόμου υπήρχε μια μόνιμη επικινδυνότητα η οποία οφειλόταν στη δημιουργία της υψομετρικής διαφοράς λόγω της αμελούς κατασκευής της συμβολής των δρόμων, χωρίς την ανάλογη πρόνοια και λήψη μέτρων για τη διαφυγή των ομβρίων υδάτων. Υπ' αυτές τις συνθήκες, η δημιουργία εμποδίου στο δρόμο από λιμνάζοντα ύδατα κατόπιν δυνατής βροχής ήταν ασφαλώς εύλογα προβλεπτή, όπως και η πρόκληση ζημιάς σε πρόσωπα που χρησιμοποιούσαν το δρόμο λόγω της ύπαρξης του εμποδίου εκείνου.
Συνακόλουθα, η ευθύνη της εναγομένης Δημοκρατίας αναφορικά με την κατάσταση του δρόμου και την παράλειψη λήψης μέτρων, θα έπρεπε ν' αποδώσει σ' αυτήν υπαιτιότητα για το δυστύχημα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο σε κάποια σημεία της απόφασής του παρουσιάζεται να αποδίδει έμμεσα στην οδηγό-θύμα του δυστυχήματος κάποια ευθύνη για τη μη αποφυγή του κινδύνου που βρέθηκε μπροστά της. Όπως ανέφερε στα συμπεράσματά του:
". Ο κίνδυνος όμως αυτός δεν αποδεικνύει παράλειψη από την Κυπριακή Δημοκρατία να συντηρεί επαρκώς το δρόμο για τους λόγους που ήδη εξηγήσαμε ανωτέρω, ούτε αποδείχθηκε ότι ήταν τέτοιας μορφής που να μην μπορούσε να αντιμετωπιστεί με την ανάλογη οδική συμπεριφορά από τους οδηγούς (π.χ. χαμηλότερη ταχύτητα) ως και την ύπαρξη κατάλληλων ελαστικών με το ανάλογο βάθος αυλακιών στο όχημα τους. Υπενθυμίζω εδώ ότι το Δικαστήριο δεν μπορούσε να καθορίσει την ακριβή ταχύτητα του θύματος πριν τη σύγκρουση."
Όμως, όπως ορθά παρατήρησε το Δικαστήριο, την ταχύτητα του θύματος δεν μπορούσε να την καθορίσει, αλλ' είχε προηγουμένως προβεί σε εύρημα ότι οδηγείτο ". με κάποια ταχύτητα - δεν πήγαινε σιγά όπως εκείνος." (δηλαδή ο άλλος οδηγός ο οποίος οδηγούσε με πολύ μικρή ταχύτητα), και την οποία το Δικαστήριο περιέγραψε σαν ταχύτητα η οποία ήταν "κάπως μεγαλύτερη από 50-60 χ.α.ω.". Ως προς δε τα ελαστικά, όχι μόνο δεν υπήρξε μαρτυρία ότι τα ελαστικά του αυτοκινήτου της θανούσας ήσαν ακατάλληλα για συνήθη οδήγηση, αλλ' αντίθετα το ίδιο το Δικαστήριο είχε προβεί σε εύρημα (εύρημα αρ. 17) σύμφωνα με το οποίο:
"Τα ελαστικά του οχήματος του θύματος και το βάθος του αυλακιού των ελαστικών ήταν βαθύτερα από το ελάχιστο επιτρεπόμενο βάθος που είναι 1,6mm. Συγκεκριμένα, τα μπροστινά είχαν βάθος 3,5mm ενώ τα πίσω 2,5mm."
Με αυτά τα δεδομένα, το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, έστω έμμεσο, σύμφωνα με το οποίο η πρόκληση ζημιάς σε διερχόμενο οδηγό λόγω του δημιουργηθέντος κινδύνου, θα μπορούσε να αποτραπεί με μια οδική συμπεριφορά διαφορετική απ' εκείνη της θανούσας, δεν δικαιολογείται. Ούτε και σίγουρα τα εξαχθέντα ευρήματα μπορούν να οδηγήσουν τώρα σε οποιοδήποτε συμπέρασμα περί συντρέχουσας ευθύνης της θανούσας.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, ο λόγος τούτος έφεσης επιτυγχάνει και συνακόλουθα επιτυγχάνει ολόκληρη η έφεση, χωρίς να παρίσταται ανάγκη εξέτασης άλλου λόγου Έφεσης.
Σημειώνεται ότι τα υπολογισθέντα από το πρωτόδικο Δικαστήριο ποσά αποζημιώσεων σε σχέση με το θάνατο της θανούσας, δεν είναι αντικείμενο της ασκηθείσας έφεσης ούτε και αντέφεσης.
Συνακόλουθα, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και αντικαθίσταται με απόφαση υπέρ των εφεσειόντων-εναγόντων και εναντίον του εφεσίβλητου-εναγόμενου ως εκπροσώπου της Δημοκρατίας για τα ποσά που παρατίθενται στην απόφαση.
Τα έξοδα πρωτόδικα όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το εκδικάσαν Δικαστήριο επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων-εναγόντων, όπως επίσης και €2.000 συν Φ.Π.Α. έξοδα της έφεσης.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα πρωτοδίκως και €2.000 έξοδα κατ' έφεση συν Φ.Π.Α. υπέρ των εφεσειόντων - εναγόντων. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και αντικαθίσταται με απόφαση υπέρ των εφεσειόντων-εναγόντων και εναντίον του εφεσίβλητου-εναγόμενου ως εκπροσώπου της Δημοκρατίας για τα ποσά που παρατίθενται στην απόφαση.