ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 1 ΑΑΔ 1457
19 Νοεμβρίου, 2009
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
C. PHASARIAS (AUTOMOTIVE CENTRE) LTD,
Εφεσείοντες,
v.
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΚΥΡΟΠΟΙΪΑΣ «ΛΕΩΝΙΚ» ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 279/2006)
Εταιρείες ― Αίτηση διάλυσης εταιρείας λόγω αδυναμίας αποπληρωμής εξ αποφάσεως χρέους ― Απόρριψη αίτησης λόγω μη τήρησης των προϋποθέσεων για ορθή επίδοση σύμφωνα με το Άρθρο 212 (α) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 και επίσης λόγω έλλειψης της νομικής βάσης, του πραγματικού υπόβαθρου και της μαρτυρίας που θα διαφώτιζαν το Δικαστήριο για την οικονομική κατάσταση της εταιρείας.
Εταιρείες ― Αίτηση διάλυσης εταιρείας λόγω αδυναμίας αποπληρωμής χρεών ― Ερμηνεία των Άρθρων 211 και 212 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113.
Οι εφεσείοντες υπέβαλαν αίτηση, βάσει των Άρθρων 211 (ε) και 212 (α) και (β) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, για διάλυση της εταιρείας των εφεσιβλήτων λόγω αδυναμίας της να καταβάλει στους εφεσείοντες ποσό £28.480 πλέον τόκο 8% ετησίως από 8.5.2003 μέχρι εξόφλησης δυνάμει απόφασης εναντίον της που εκδόθηκε στις 8.5.2003 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, στην αγωγή υπ' αρ.16134/99. Ο συνήγορος των εφεσειόντων υπέβαλε όπως το Δικαστήριο εξετάσει την αίτηση στο γενικότερο πλαίσιο του Άρθρου 211 (ε) ή και με βάση το Άρθρο 212 (γ), γιατί η παράλειψη αναφοράς του στην αίτηση ήταν απλή παρατυπία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση λόγω μη ικανοποίησης της απαίτησης του Άρθρου 212(α) για επίδοση στην εταιρεία απαίτησης με παράδοση στο εγγεγραμμένο γραφείο της εταιρείας και επίσης λόγω του ότι η αίτηση δεν μπορούσε να εξεταστεί στο πλαίσιο του Άρθρου 211 (ε) σε συνάρτηση με το Άρθρο 212 (γ), αφού στη νομική βάση της απαίτησης δεν γινόταν σχετική αναφορά.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το Άρθρο 212 (α) σαφώς αναφέρει ως μόνο τρόπο δημιουργίας των προϋποθέσεων για καταχώρηση αίτησης διάλυσης μιας εταιρείας, την επίδοση της αίτησης στο εγγεγραμμένο της γραφείο. Στην εξεταζόμενη υπόθεση η απαίτηση επιδόθηκε στον διευθυντή της εταιρείας των εφεσιβλήτων.
2. Το Άρθρο 212 (β) επί του οποίου επίσης στηριζόταν η αίτηση προβλέπει ότι εταιρεία λογίζεται ότι είναι ανίκανη να πληρώσει το χρέος της αν εκτέλεση ή άλλη διαδικασία που ελήφθη με δικαστική απόφαση, εντολή ή διάταγμα οποιουδήποτε δικαστηρίου προς όφελος πιστωτή της εταιρείας, επιστρέφεται ολικώς ή μερικώς ανικανοποίητη. Πολύ ορθά το Δικαστήριο κατέληξε ότι είναι προφανές ότι μια τέτοια μαρτυρία ελλείπει παντελώς στο πλαίσιο της αίτησης και συνεπώς οι δύο εξειδικευμένες διατάξεις του Άρθρου 212, τις οποίες οι εφεσείοντες επικαλέστηκαν για να στηρίξουν την αίτησή τους, δεν ικανοποιούνταν.
3. Η αίτηση δεν μπορούσε να εξεταστεί στα πλαίσια του Άρθρου 211 (ε) γενικά, ουσιαστικά δηλαδή στη βάση του Άρθρου 212 (γ), εφ' όσον, ούτε επαρκής αναφορά έγινε στην αίτηση, ούτε σχετική μαρτυρία δόθηκε. Ούτε και υπήρχε δυνατότητα επιτυχίας της αίτησης στη βάση αυτή, με μόνο δεδομένο την παράλειψη πληρωμής του συγκεκριμένου χρέους. Αν επιδιώκεται όπως η αίτηση βασιστεί γενικά στην ανικανότητα εταιρείας να πληρώσει τα χρέη της, τούτο μόνο σε συνάρτηση με το Άρθρο 212(γ) μπορεί να γίνει, οπότε βέβαια δεν αρκεί αναφορά στην παράλειψη της εταιρείας να πληρώσει χρέος της, αλλά επιβάλλεται, στα πλαίσια στάθμισης της γενικότερης φερεγγυότητάς της, αναφορά στη συνολική κατάσταση της εταιρείας λαμβανομένων υπ' όψιν όλων των υποχρεώσεών της, περιλαμβανομένων ενδεχομένων και μελλοντικών.
4. Τα Άρθρα 211 και 212 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, είναι ουσιαστικά τα ίδια με τα αντίστοιχα άρθρα του περί Εταιρειών Νόμου που ισχύει στην Αγγλία, όπου έχει αποφασιστεί ότι η εξειδίκευση των περιστάσεων στο Άρθρο 212 δεν περιορίζει τη γενικότητα του Άρθρου 211 αναφορικά με την αδυναμία πληρωμής των χρεών μιας εταιρείας. Δηλαδή, εξειδικευμένοι λόγοι συνιστούν ορισμένες περιστάσεις που εγείρουν νομοθετικό τεκμήριο ύπαρξης αδυναμίας πληρωμής χρεών, αλλά δεν εξαντλούν το πεδίο για προσκόμιση οποιασδήποτε άλλης μαρτυρίας που θα μπορούσε να κατατείνει στο ίδιο αποτέλεσμα.
5. Ενόψει των ανωτέρω, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι εκτός από τη νομική βάση ελλείπει παντελώς και το πραγματικό υπόβαθρο και μαρτυρία που θα διαφώτιζαν το Δικαστήριο για την κατάσταση της εταιρείας.
Η έφεση απορρίφθηκε με €1.600 έξοδα εναντίον των εφεσειόντων, πλέον Φ.Π.Α..
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Pan - Aman Hotels Ltd v. Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (2002) 1 Α.Α.Δ. 1796,
G.I.P. Constructions Ltd v. Διευθυντή Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1991) 1 Α.Α.Δ. 14,
M. Moulettaris Machinery Co. Ltd v. Ζήνωνος (2001) 1 Α.Α.Δ. 1649.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Eφραίμ, Ε.Δ.), (Αίτηση Διάλυσης Αρ. 102/04), ημερομ. 27.7.2006.
Γ. Παπαθεοδώρου, για τους Εφεσείοντες.
Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστήριου απαγγέλλεται από τον Δικαστή Νικολαΐδη.
ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση καταχωρήθηκε εναντίον απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία απορρίφθηκε αίτηση των εφεσειόντων για διάλυση της εταιρείας των εφεσιβλήτων, βάσει των Αρθρων 211(ε) και 212(α) και (β) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113.
Η εφεσίβλητη εταιρεία συστάθηκε σύμφωνα με το Κεφ. 113, με σκοπό τη διεξαγωγή της επιχείρησης λατόμευσης, εργολαβίας ασβεστόλιθων, σκύρων κλπ.. Οφείλει στους εφεσείοντες ποσό £28.480 πλέον τόκο 8% ετησίως από 8.5.2003 μέχρι εξόφλησης, δυνάμει απόφασης εναντίον της που εκδόθηκε στις 8.5.2003 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, στην αγωγή υπ' αρ. 16134/99.
Οι εφεσείοντες επέδωσαν ειδοποίηση προς το διευθυντή της εφεσίβλητης εταιρείας αξιώνοντας εξόφληση του πιο πάνω ποσού, αλλά αυτή παρέλειψε να συμμορφωθεί.
Η εφεσίβλητη υποστηρίζει ότι η οικονομική της κατάσταση δεν είναι τέτοια που να δικαιολογεί τη διάλυσή της, ενώ διαθέτει αρκετά περιουσιακά στοιχεία για να πληρώσει τα χρέη της. Η εφεσίβλητη διαθέτει αποθέματα αξίας £200.000, έχει μεγάλο κύκλο εργασιών, ενώ διαθέτει και ακίνητη περιουσία η οποία μπορεί να πωληθεί για να αποπληρωθεί το εξ αποφάσεως χρέος της.
Ένσταση εναντίον της αίτησης υπέβαλε και η Τράπεζα Κύπρου Λτδ η οποία είναι πιστωτής της εφεσίβλητης. Σύμφωνα με τη σχετική ένορκη δήλωση που συνόδευσε την ένσταση των πιστωτών, η εφεσίβλητη εταιρεία διαθέτει ακίνητη περιουσία αξίας άνω των £700.000.
Περαιτέρω, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι εφεσείοντες έχουν καταχωρήσει δύο ΜΕΜΟ στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λευκωσίας προς όφελός τους στα πλαίσια της πιο πάνω αγωγής για το ποσό των £32.000 πλέον τόκους.
Η νομική βάση της αίτησης είναι τα Αρθρα 211 (ε) και 212 (α) και (β) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113.
Το Αρθρο 211 (ε) προβλέπει ότι εταιρεία δύναται να εκκαθαριστεί από το δικαστήριο αν είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της. Στο ίδιο άρθρο προνοούνται βεβαίως και άλλοι λόγοι εκκαθάρισης, οι οποίοι, όμως, δεν αφορούν την παρούσα υπόθεση. Το Αρθρο 212 (α) προνοεί ότι εταιρεία λογίζεται ότι είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της αν πιστωτής, στον οποίο η εταιρεία οφείλει ποσό που υπερβαίνει τις £500, επέδωσε στην εταιρεία, παραδίδοντας στο εγγεγραμμένο γραφείο της απαίτηση υπογραμμένη από αυτόν, η οποία απαιτεί από την εταιρεία την καταβολή του οφειλόμενου ποσού και η εταιρεία για τις επόμενες τρεις εβδομάδες παραλείψει να καταβάλει το ποσό ή να το εξασφαλίσει ή να το διευθετήσει προς εύλογη ικανοποίηση του πιστωτή. Το εδάφιο (γ) προβλέπει ότι εταιρεία λογίζεται ότι είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της αν αποδειχθεί προς ικανοποίηση του δικαστηρίου ότι είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της. Το δικαστήριο για να αποφασίσει κατά πόσο εταιρεία είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της, λαμβάνει υπ' όψιν τις ενδεχόμενες και μελλοντικές υποχρεώσεις της εταιρείας.
Οι εφεσείοντες εξειδίκευσαν την αδυναμία της εφεσίβλητης να εξοφλήσει το εξ αποφάσεως χρέος της με αναφορά στο Αρθρο 212 (α).
Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι η απαίτηση του Αρθρου 212 (α) για επίδοση στην εταιρεία απαίτησης με παράδοση στο εγγεγραμμένο γραφείο της εταιρείας, δεν έχει ικανοποιηθεί, αφού η απαίτηση επιδόθηκε στον κ. Γιάννη Κυριακίδη, διευθυντή των εφεσιβλήτων. Η ένορκη δήλωση επίδοσης της εν λόγω απαίτησης δεν προσδιορίζει πού ακριβώς έγινε η επίδοση, αλλά αναγράφει μόνο με τυπωμένες λέξεις ότι ο επιδότης δεν βρήκε τον εναγόμενο, δηλαδή την εταιρεία, «στο σπίτι ή στο συνηθισμένο τόπο εργασίας του».
Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι αφού το ίδιο το άρθρο περιέχει ρητή πρόνοια για τον τρόπο επίδοσης της απαίτησης, αυτή έπρεπε να ικανοποιηθεί, ενώ οποιοσδήποτε τρόπος επίδοσης άλλος από τον προνοούμενο, οδηγεί σε μη συμμόρφωση και επομένως σε αδυναμία επίκλησης και εφαρμογής του εν λόγω άρθρου.
Οι εφεσείοντες επιτίθενται εναντίον της πιο πάνω διαπίστωσης του πρωτόδικου δικαστηρίου. Υποστηρίζουν ότι η επίδοση ειδοποίησης απαίτησης είναι ένα δικαστικό έγγραφο το οποίο εστάλη για επίδοση στους εφεσίβλητους που είναι νομικό πρόσωπο με διευθυντή τον κ. Κυριακίδη. Υποστηρίζουν ότι η Δ.5, θ.7 των θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας προνοεί ότι αν δεν υπάρχει οποιαδήποτε νομοθετική πρόνοια, η οποία να ρυθμίζει την επίδοση δικαστικής κλήσης σε νομικό πρόσωπο, η επίδοση επίσημου αντιγράφου του κλητηρίου εντάλματος ή άλλης δικαστικής κλήσης στον πρόεδρο ή άλλο ανώτερο αξιωματούχο ή στον ταμία ή το γραμματέα του νομικού προσώπου, τέτοιου αντιγράφου στα γραφεία του νομικού προσώπου, θα θεωρείται καλή επίδοση.
Δεν θα συμφωνήσουμε με την πιο πάνω επιχειρηματολογία. Σαφώς η Δ.5 ισχύει όπως ρητά αναφέρει, αν δεν υπάρχει οποιαδήποτε νομοθετική πρόνοια ρυθμίζουσα την επίδοση δικαστικής κλήσης κλπ. σε νομικό πρόσωπο. Στην παρούσα περίπτωση υπάρχει σαφής νομοθετική πρόνοια και αυτή είναι το Αρθρο 212 (α) το οποίο προνοεί ρητά ότι η απαίτηση θα πρέπει να επιδοθεί στην εταιρεία με παράδοση στο εγγεγραμμένο γραφείο της εταιρείας. Έτσι, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο δέχτηκε ότι η επίδοση στο διευθυντή της εταιρείας, χωρίς να αναφέρεται ότι αυτή έγινε στο εγγεγραμμένο γραφείο της, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως η δέουσα και η προβλεπόμενη από το Αρθρο 212 (α).
Ως προς δε το παράπονο των εφεσειόντων ότι το θέμα δεν έχει εγερθεί από τους εφεσίβλητους στην ένστασή τους, συμφωνούμε με τη θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η διαπίστωση κατά πόσο τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις του Αρθρου 212, μεταξύ των οποίων και η επίδοση της απαίτησης στο εγγεγραμμένο γραφείο της εταιρείας, τηρήθηκαν ή όχι, ήταν καθήκον του δικαστηρίου, έστω κι αν το σημείο δεν ηγέρθη στην ένσταση.
Περαιτέρω, δεν συμφωνούμε με τους εφεσείοντες ότι η επίδοση με παράδοση στο εγγεγραμμένο γραφείο της εταιρείας της απαίτησης δεν είναι ο μοναδικός τρόπος επίδοσης, αλλά ένας από τους τρόπους που αναφέρονται στη Δ.5, θ.7. Όπως είπαμε και πιο πάνω, το Αρθρο 212 (α) σαφώς αναφέρει ως μόνο τρόπο δημιουργίας των προϋποθέσεων για καταχώρηση αίτησης διάλυσης μιας εταιρείας, την επίδοση της απαίτησης στο εγγεγραμμένο της γραφείο.
Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ακόμα ότι το συμπέρασμα του δικαστηρίου ότι η απορριφθείσα αίτηση δεν μπορούσε να εξεταστεί στο πλαίσιο του Αρθρου 211 (ε) σε συνάρτηση με το Αρθρο 212 (γ) λόγω του ότι στη νομική βάση της απαίτησης δεν γινόταν σχετική αναφορά, είναι λανθασμένη. Οι εφεσείοντες στηρίζουν την επιχειρηματολογία τους στον ισχυρισμό ότι η αίτηση διάλυσης είναι πρωτογενής διαδικασία προσδιοριστική των επίδικων θεμάτων που τίθενται προς εξέταση και η μη παράθεση της νομικής βάσης δεν καθιστά την αίτηση άκυρη.
Η αντιμετώπιση του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι απόλυτα ορθή. Μετά την απόρριψη της αίτησης με βάση το 212 (α) λόγω της μη προβλεπόμενης από το άρθρο επίδοσης της απαίτησης, στο εγγεγραμμένο γραφείο της εταιρείας, το δικαστήριο εξέτασε το Αρθρο 212 (β) επί του οποίου επίσης στηριζόταν η αίτηση. Το άρθρο προβλέπει ότι εταιρεία λογίζεται ότι είναι ανίκανη να πληρώσει το χρέος της αν εκτέλεση ή άλλη διαδικασία που ελήφθη με δικαστική απόφαση, εντολή ή διάταγμα οποιουδήποτε δικαστηρίου προς όφελος πιστωτή της εταιρείας, επιστρέφεται ολικώς ή μερικώς ανικανοποίητη. Πολύ ορθά το δικαστήριο κατέληξε ότι είναι προφανές ότι μια τέτοια μαρτυρία ελλείπει παντελώς στο πλαίσιο της αίτησης και συνεπώς οι δύο εξειδικευμένες διατάξεις του Αρθρου 212, τις οποίες οι εφεσείοντες επικαλέστηκαν για να στηρίξουν την αίτησή τους, δεν ικανοποιούνταν.
Στη συνέχεια το δικαστήριο προχώρησε και εξέτασε το επιχείρημα του δικηγόρου των εφεσειόντων όπως το δικαστήριο εξετάσει την αίτηση στο γενικότερο πλαίσιο του Αρθρου 211 (ε) ή και με βάση το Αρθρο 212 (γ), γιατί η παράλειψη αναφοράς του στην αίτηση ήταν απλή παρατυπία.
Στην υπόθεση Pan-Aman Hotels Ltd v. Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (2002) 1 Α.Α.Δ. 1796, όπου η μόνη αναφορά που υπήρχε στην αίτηση για έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης ήταν ότι η εταιρεία αδυνατούσε να πληρώσει το χρέος της, κρίθηκε ότι τούτο δεν ήταν επαρκές εφ' όσον θα έπρεπε να προσδιορίζεται για ποια από τις τρεις περιπτώσεις που προνοούνται στο Αρθρο 212 επρόκειτο. Ήταν λοιπόν σφάλμα να θεωρηθεί ότι η αίτηση μπορούσε να εξεταστεί στα πλαίσια του Αρθρου 211(ε) γενικά, ουσιαστικά δηλαδή στη βάση του Αρθρου 212(γ), εφ' όσον, ούτε επαρκής αναφορά έγινε στην αίτηση, ούτε σχετική μαρτυρία δόθηκε. Σφάλμα ήταν επίσης και κατ' ακολουθία να αποφασιστεί η επιτυχία της αίτησης στη βάση αυτή, με μόνο δεδομένο την παράλειψη πληρωμής του συγκεκριμένου χρέους. Αν επιδιώκεται όπως η αίτηση βασιστεί γενικά στην ανικανότητα εταιρείας να πληρώσει τα χρέη της, τούτο μόνο σε συνάρτηση με το Αρθρο 212 (γ) μπορεί να γίνει, οπότε βέβαια δεν αρκεί αναφορά στην παράλειψη της εταιρείας να πληρώσει χρέος της, αλλά επιβάλλεται, στα πλαίσια στάθμισης της γενικότερης φερεγγυότητάς της, αναφορά στη συνολική κατάσταση της εταιρείας λαμβανομένων υπ' όψιν όλων των υποχρεώσεών της, περιλαμβανομένων ενδεχομένων και μελλοντικών.
Είχε προηγηθεί η υπόθεση G.I.P. Constructions Ltd v. Διευθυντή Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1991) 1 Α.Α.Δ. 14, όπου αποφασίστηκε ότι μαρτυρία μπορούσε να γίνει αποδεκτή μέσα στα πλαίσια της γενικότερης εξέτασης του κατά πόσο η εταιρεία αδυνατούσε να πληρώσει τα χρέη της, δυνάμει του Αρθρου 211 του Κεφ. 113, έστω κι' αν η μαρτυρία κάλυπτε και μια από τις εξειδικευμένες περιπτώσεις του Αρθρου 212 του Νόμου που δεν είχε εγερθεί στην αίτηση διάλυσης. Η διαφορά μεταξύ των δύο προνοιών, τόνισε το δικαστήριο, συνίσταται στο ότι η απόδειξη μιας των εξειδικευμένων περιπτώσεων του Αρθρου 212 δημιουργεί τεκμήριο αδυναμίας πληρωμής χρεών, ενώ στην εξέταση με βάση το γενικό ισχυρισμό του Αρθρου 211, το θέμα κρίνεται ανάλογα με το πως θα αξιοποιηθούν τα ενώπιον του δικαστηρίου στοιχεία, περιλαμβανομένων και εκείνων που τυχόν θα προβάλει η εταιρεία.
Στην Αγγλία, από όπου έλκουν την καταγωγή τα Αρθρα 211 και 212 του δικού μας νόμου, τα οποία είναι ουσιαστικά αντιγραφή των αντίστοιχων αγγλικών, έχει αποφασιστεί ότι η εξειδίκευση των περιστάσεων στο Αρθρο 212 δεν περιορίζει τη γενικότητα του Αρθρου 211 αναφορικά με την αδυναμία πληρωμής των χρεών μιας εταιρείας. Δηλαδή, εξειδικευμένοι λόγοι συνιστούν ορισμένες περιστάσεις που εγείρουν νομοθετικό τεκμήριο ύπαρξης αδυναμίας πληρωμής χρεών, αλλά δεν εξαντλούν το πεδίο για προσκόμιση οποιασδήποτε άλλης μαρτυρίας που θα μπορούσε να κατατείνει στο ίδιο αποτέλεσμα.
Παραδείγματα από την αγγλική νομολογία παρατίθενται στην απόφαση G.I.P. Constructions Ltd v. Διευθυντή Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ανωτέρω, η οποία υιοθετήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο και στην υπόθεση M. Moulettaris Machinery Co. Ltd v. Μιχάλη Ζήνωνος (2001) 1 Α.Α.Δ. 1649.
Ορθά λοιπόν το δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούσε να εξετάσει κατά πόσο οι πρόνοιες του Αρθρου 212 (γ) εφαρμόζονται στην παρούσα υπόθεση, εφ' όσον δεν γίνεται ρητή επίκληση του άρθρου και δεν αναφέρεται στη νομική βάση της αίτησης.
Τελικά το δικαστήριο έκρινε ότι η απλή δήλωση ότι η εφεσίβλητη εταιρεία δεν κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό στους εφεσείοντες και ότι αδυνατεί να πληρώσει τα χρέη της, δεν είναι επαρκής για να αποδειχθούν στο δικαστήριο τα δεδομένα εκείνα αναφορικά με την κατάσταση της εταιρείας που θα βοηθούσαν το δικαστήριο ενδεχομένως να καταλήξει κατά πόσο η εφεσίβλητη αδυνατούσε να πληρώσει τα χρέη της. Ορθά το δικαστήριο κατέληξε ότι εκτός από τη νομική βάση ελλείπει παντελώς και το πραγματικό υπόβαθρο και μαρτυρία που θα διαφώτιζαν το δικαστήριο για την κατάσταση της εταιρείας.
Η έφεση απορρίπτεται, με €1.600 έξοδα εναντίον των εφεσειόντων, πλέον Φ.Π.Α..
Η έφεση απορρίπτεται με €1.600 έξοδα εναντίον των εφεσειόντων, πλέον Φ.Π.Α..