ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2009) 1 ΑΑΔ 1124

15 Σεπτεμβρίου, 2009

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

AKRITAS INSURANCE COMPANY LTD,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

v.

ΑΝΤΩΝΗ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ TREVOR ARTHUR JAMES NORRIS,

Eφεσιβλήτου-Ενάγοντος.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 369/2006)

 

Ασφάλιση ― Ασφαλιστικό συμβόλαιο ― Αγωγή εναντίον ασφαλιστικής εταιρείας για ανάκτηση του ποσού της ασφάλισης το οποίο ήταν πληρωτέο κατά το θάνατο του ασφαλισμένου - αποβιώσαντος ― Κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε την ορθή ερμηνεία στο ασφαλιστικό συμβόλαιο.

Απόδειξη ― Μάρτυρες ― Αντεξέταση μαρτύρων ― Εξ ακοής μαρτυρία ― Διακριτική ευχέρεια εκδικάζοντος Δικαστηρίου ― Άρθρο 26 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 (όπως τροποποιήθηκε με το Ν.32(I)/2004).

Aξιοπιστία μαρτύρων ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων ― Αποτελεί κατ' εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Προϋποθέσεις επέμβασης Eφετείου.

Ο εφεσίβλητος, διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος Trevor Arthur James Norris, καταχώρησε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού αξιώνοντας από τους εφεσείοντες - εναγόμενους το ποσό των Λ.Κ.150.000 δυνάμει ασφαλιστηρίου εγγράφου συναφθέντος μεταξύ του ιδίου με τους εφεσείοντες και/ή αποζημιώσεις για παράβαση του εν λόγω συμβολαίου, πλέον νόμιμους τόκους από 20.9.01, ημερομηνία θανάτου, μέχρι εξόφλησης.

Οι εφεσείοντες αρνήθηκαν όλους τους ουσιώδεις ισχυρισμούς του εφεσίβλητου και υποστήριξαν ότι το ασφαλιστικό συμβόλαιο ήταν άκυρο λόγω ψευδών και/ή ανακριβών δηλώσεων (α) ως προς τον τόπο διαμονής του αποβιώσαντος και (β) το επάγγελμα του. Ισχυρίζονταν περαιτέρω ότι «ο κατ' ισχυρισμόν θάνατος» δεν προήλθε αποκλειστικά από ατύχημα και συνεπώς δεν έχουν ευθύνη.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τη θέση του εφεσίβλητου ότι ο αποβιώσας απεβίωσε στις 20.9.01, στην Αγγλία λόγω ατυχήματος, δηλαδή από δηλητηρίαση από μονοξείδιο του άνθρακα με πηγή παραγωγής τη θερμάστρα γκαζιού που βρισκόταν στο καθιστικό εξοχικού τροχόσπιτου, και ότι ο θάνατός του καλύπτετο από το ασφαλιστικό συμβόλαιο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου για το ποσό των Λ.Κ.150.000 με νόμιμο τόκο από ημερομηνία θανάτου, πλέον έξοδα.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση. Οι λόγοι έφεσης αφορούν στην ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 17.7.06 με την οποία το Δικαστήριο δεν τους επέτρεψε να κλητεύσουν και αντεξετάσουν μάρτυρες του εφεσίβλητου σχετικά με εξ ακοής μαρτυρία, στην κατ' ισχυρισμόν εσφαλμένη καθοδήγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την θέση του ότι οι εφεσείοντες - εναγόμενοι δεν παρουσίασαν καμιά μαρτυρία για στήριξη των θέσεών τους, στην κατάληξη του Δικαστηρίου ότι ο θάνατος του εφεσίβλητου καλύπτετο από το συμβόλαιο ασφάλισης και στην κατ' ισχυρισμόν εσφαλμένη απόρριψη του ισχυρισμού τους ότι ο αποβιώσας προέβη σε ψευδείς και ανακριβείς δηλώσεις και έδωσε ψευδείς απαντήσεις στην πρόταση ασφάλειας σχετικά με το επάγγελμα και την κατοικία του.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Από τη στιγμή που η μαρτυρία των προσώπων για τα οποία ζητήθηκε η κλήτευση είχε ενσωματωθεί στο πόρισμα του Θανατικού Ανακριτή, η κλήτευσή τους για αντεξέταση δεν ήταν αναγκαία. Είναι ορθή η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου όπως εκφράστηκε στην ενδιάμεση απόφασή του, ότι για την αιτία θανάτου ήταν αρκετό το πόρισμα του Θανατικού Ανακριτή. Το θέμα που εξετάζεται εδώ διέπεται από τις ρητές πρόνοιες του Άρθρου 26 του Κεφ. 9, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 32(I)/2004, το οποίο παρέχει διακριτική ευχέρεια στο δικαστήριο να διατάξει ή όχι την αντεξέταση. Εν πάση περιπτώσει και αν ακόμα εξετάζετο το θέμα υπό το φως της υπόθεσης A. Panayides Constructions Ltd v. Χαραλάμπους (2004) 1 Α.Α.Δ. 416, τότε σύμφωνα με την απόφαση της πλειοψηφίας, που ουσιαστικά αποφάσισε ότι το Άρθρο 4  του Κεφ.9 επέζησε του Συντάγματος, ανατρέποντας έτσι τη Λιασίδης κ.ά. v. Αστυνομίας κ.ά. (2002) 2 Α.Α.Δ. 434, η κατάληξη του Εφετείου θα ήταν ότι οι εφεσείοντες δεν στερήθηκαν της δίκαιης δίκης.

        Η έκθεση του Άγγλου Θανατικού Ανακριτή μπορούσε να παρουσιαστεί και σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Συμβάσεως περί Καταργήσεως της Υποχρεώσεως προς Νομιμοποίησιν Αλλοδαπών Δημοσίων Εγγράφων (Κυρωτικού) Νόμου του 1972 (Ν.50/72 ως έχει τροποποιηθεί). Τόσο η έκθεση του Θανατικού Ανακριτή, όσο και το πιστοποιητικό του πρωτοκολλητή που πιστοποιούν το θάνατο και την αιτία θανάτου, που είναι μεταξύ των ουσιαστικών εγγράφων που έχουν παρουσιαστεί, εμπίπτουν στην έννοια του όρου «δημόσια έγγραφα» για τα οποία εφαρμόζεται η πιο πάνω Σύμβαση.

2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία που παρουσίασε ο εφεσίβλητος, την οποία έκρινε, για τους λόγους που αναφέρει, αξιόπιστη. Ενόψει δε απουσίας αντίθετης μαρτυρίας από πλευράς των εφεσειόντων, το έργο του Δικαστηρίου ήταν ευκολότερο. Με κανένα τρόπο δεν μπορεί να γίνεται λόγος για σύγχιση του βάρους αποδείξεως από μέρους του Δικαστηρίου.

3. Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και η τελική του κατάληξη, ότι ο θάνατος του αποθανόντος καλύπτεται από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο, είναι ορθή. Ορθή είναι και η προσέγγισή του για εφαρμογή του κανόνα contra preferendum. Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στις λέξεις «εξωτερικόν, βίαιον και ορατόν μέσον» πρέπει να δίδεται ευρεία ερμηνεία υποστηρίζεται έμμεσα και από την υπόθεση Hamlyn v. The Crown Accidental Insurance Co. Ltd [1893] Q.B.D. 750, που επικαλέστηκε ο συνήγορος του εφεσίβλητου, αλλά και από το σύγγραμμα The Law Of Insurance του Raoul Colinvaux, 5η έκδοση, σελ. 375-376, παραγρ. 17-15 και 17-16, όπου ερμηνεύονται οι όροι "violence", "external" και "visible".

4. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αποφάνθηκε πως δεν υπήρξαν οι κατ' ισχυρισμόν ψευδείς δηλώσεις εκ μέρους του αποβιώσαντος που να επηρεάζουν την εγκυρότητα του συμβολαίου.

Η έφεση απορρίφθηκε με €2.800 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον των εφεσειόντων.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Λιασίδης κ.ά. v. Αστυνομίας κ.ά. (2002) 2 Α.Α.Δ. 434,

A. Panayides Constructions Ltd v. Χαραλάμπους (2004) 1 Α.Α.Δ. 416,

Hamlyn v. The Crown Accidental Insurance Company Ltd [1893] Q.B.D. 750,

Re United London & Scottish Insurance Brown's Claim [1915] 2 Ch. D. 167.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Σταυρινίδης, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 8587/02), ημερομ. 17.7.2006.

Φ. Τσαγγαρίδης, για τους Εφεσείοντες-Εναγόμενους.

Α. Χαραλάμπους για Χρ. Δημητριάδη & Σία, για τον Εφεσίβλητο-Ενάγοντα.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου.

ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσίβλητος, ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος Trevor Arthur James Norris, με την αγωγή του αρ. 8587/2002 που καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, αξίωσε από τους εφεσείοντες/εναγόμενους το ποσό των Λ.Κ. 150.000 δυνάμει ασφαλιστηρίου συμβολαίου και/ή εγγράφου και/ή πιστοποιητικού ασφάλισης με αρ. 51000008 που ο αποβιώσας είχε συνάψει με τους εφεσείοντες και/ή αποζημιώσεις για παράβαση του εν λόγω συμβολαίου, πλέον νόμιμους τόκους από 20/9/01 (ημερομηνία θανάτου) μέχρι εξόφλησης.

Ήταν πρωτόδικα η θέση του εφεσίβλητου ότι ο αποβιώσας συνήψε με τους εφεσείοντες το εν λόγω ασφαλιστικό συμβόλαιο το οποίο μεταξύ άλλων κάλυπτε και θάνατο ή μόνιμη ανικανότητα συνεπεία ατυχήματος. Ο εν λόγω Trevor Arthur James Norris απεβίωσε στις 20/9/01, στην Αγγλία, λόγω ατυχήματος, δηλαδή από δηλητηρίαση από μονοξείδιο του άνθρακα με πηγή παραγωγής τη θερμάστρα γκαζιού που βρισκόταν στο καθιστικό εξοχικού τροχόσπιτου.

Οι εφεσείοντες με την έκθεση υπεράσπισής τους, πέραν του γεγονότος ότι είναι ασφαλιστική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης δεόντως εγγεγραμμένη στην Κύπρο και ασχολούνται με ασφαλιστικές εργασίες, ουσιαστικά αρνούνται όλους τους ουσιώδεις ισχυρισμούς του εφεσίβλητου. Χαρακτηριστικός είναι ο ισχυρισμός της παραγράφου 4 της έκθεσης υπεράσπισης όπου αναφέρεται ότι:  «οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι ο Trevor Νorris δεν πέθανε». Στη συνέχεια ενώ παραδέχονται ότι ο εν λόγω αποβιώσας είχε συνάψει ασφαλιστικό συμβόλαιο, ισχυρίζονται ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο αυτό ήταν άκυρο λόγω ψευδών και/ή ανακριβών δηλώσεων (α) ως προς τον τόπο διαμονής του και (β) το επάγγελμα του. Ισχυρίζονται περαιτέρω ότι «ο κατ' ισχυρισμόν θάνατος» δεν προήλθε αποκλειστικά από ατύχημα και συνεπώς δεν έχουν ευθύνη.

Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου κατέθεσαν για την πλευρά του εφεσίβλητου η σύζυγος του αποβιώσαντος Monica Norris (Μ.Ε.1), η Έλλη Παπαϊωάννου (Μ.Ε.2) ασκούμενη δικηγόρος και ο Παύλος Κυριακίδης (Μ.Ε.3) ασκούμενος δικηγόρος. Επίσης, προ της έναρξης της ακροαματικής διαδικασίας, οι συνήγοροι των διαδίκων κατέθεσαν εκ συμφώνου πέντε έγγραφα, που σημειώθηκαν ως τεκμήρια 1 έως 5, δηλαδή τα έγγραφα διαχείρισης, (Τεκμ. 1) το ασφαλιστικό συμβόλαιο ημερ. 14/10/98 (Τεκμ. 2), πρόταση για ασφάλεια ημερ. 5/10/92 (Τεκμ. 3), έντυπο απαίτησης (Τεκμ. 4) και επιστολή των εφεσειόντων προς τη σύζυγο του αποβιώσαντος ημερ. 7/1/02 (Τεκμ. 5). Από πλευράς εφεσειόντων δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού δέχθηκε τη θέση του εφεσίβλητου, απέρριψε τις υπερασπίσεις των εφεσειόντων και εξέδωσε απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου για το ποσό των Λ.Κ.150.000 με νόμιμο τόκο από ημερομηνία θανάτου, πλέον έξοδα.

Οι εφεσείοντες, με την παρούσα έφεση που βασίζεται σε 5 λόγους, προσβάλλουν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.  Προχωρούμε στην εξέταση των λόγων έφεσης με την ίδια σειρά που τους παρουσίασαν οι εφεσείοντες.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο, με την ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 17/7/06, δεν τους επέτρεψε να κλητεύσουν και αντεξετάσουν μάρτυρες του εφεσίβλητου σχετικά με εξ ακοής μαρτυρία που προσήγαγε. Είναι ο ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι ενώ το πρωτόδικο δικαστήριο είχε εξουσία με βάση τον περί Αποδείξεως Νόμο Κεφ. 9, ως έχει τροποποιηθεί από το Νόμο 32 (I)/2004 να δεχθεί εξ ακοής μαρτυρία, πράγμα που έπραξε αφού δέχθηκε τις δηλώσεις, Τεκμήρια 12, 13 και 14, άσκησε εσφαλμένα και ενάντια του Αρθρου 26 του Νόμου, τη διακριτική του ευχέρεια και δεν επέτρεψε αντεξέταση των προσώπων που είχαν προβεί στις δηλώσεις που είχαν παρουσιάσει με τα εν λόγω τεκμήρια.

Το Άρθρο 26 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 (ως έχει τροποποιηθεί με το Ν. 32(I)/2004) διαλαμβάνει τα ακόλουθα:

«26(1) Σε περίπτωση κατά την οποία οποιοσδήποτε διάδικος προσάγει εξ ακοής μαρτυρία και δεν κλητεύει ως μάρτυρα στη διαδικασία το πρόσωπο, το οποίο είχε προβεί στην αρχική δήλωση, τότε οποιοσδήποτε άλλος διάδικος δύναται, με την άδεια του Δικαστηρίου, πριν ο διάδικος που έχει προσάξει την εξ ακοής μαρτυρία κλείσει την υπόθεσή του, να κλητεύει το εν λόγω πρόσωπο για να το αντεξετάσει σε σχέση με την αρχική του δήλωση:

Νοείται ότι το Δικαστήριο δύναται να μην επιτρέψει την κλήτευση, αν κρίνει ότι η κλήτευση του εν λόγω προσώπου δεν είναι, υπό τις περιστάσεις, εύλογη και εφικτή ή ότι δεν είναι αναγκαία για σκοπούς ορθής απονομής της δικαιοσύνης.»

Το πρωτόδικο δικαστήριο, με την ενδιάμεσή του απόφαση ημερ. 16/5/06, έκρινε ότι η κλήτευση των εν λόγω προσώπων δεν ήταν αναγκαία. Συγκεκριμένα ανάφερε τα ακόλουθα:

«.. Το Δικαστήριο βασιζόμενο στις πρόνοιες του Αρθρου 26 κρίνει ότι η κλήτευση όλων των πιο πάνω προσώπων κάτω από το φως των προαναφερθέντων γεγονότων και ευρημάτων του Δικαστηρίου δεν είναι αναγκαία ούτε εύλογη για σκοπούς ορθής απονομής της δικαιοσύνης γιατί οι αιτητές δεν κατόρθωσαν να ικανοποιήσουν το Δικαστήριο ότι το αίτημα τους ήτο υπό τας περιστάσεις εύλογο και δικαιολογημένο και ότι αποσκοπούσε να εξυπηρετήσει την ορθή απονομή της δικαιοσύνης αλλά αντίθετα να την καθυστερήσει.»

Πρέπει λοιπόν να δούμε τη φύση της μαρτυρίας που είχε προσαχθεί ως εξ ακοής. Με την αίτηση των εφεσειόντων ημερ. 5/4/06 ζητήθηκε η κλήτευση για αντεξέταση των πιο κάτω προσώπων σε σχέση με δήλωση τους που παρουσιάστηκε με τα τεκμ. 12, 13 και 14.

Το τεκμ. 12 είναι ένορκη δήλωση από την Έλλη Παπαϊωάννου, ασκούμενη δικηγόρο στο Δικηγορικό Γραφείο Χρύση Δημητριάδη και Σία, με δίπλωμα νομικής του University of Warwick. Η ουσία της δήλωσής της είναι ότι γνωρίζει καλά την ελληνική και αγγλική γλώσσα και μετάφρασε από τα αγγλικά στα ελληνικά σχετική επιστολή του Θανατικού Ανακριτή N.G. Gardiner, H.M. Coroner for Oxfordshire, στην οποία επισυνάπτει και έγγραφα σχετικά με τη Θανατική Ανάκριση π.χ. μαρτυρία προσώπων που κατέθεσαν σ' αυτή.

Το τεκμ. 13 είναι επίσης ένορκη δήλωση της Έλλης Παπαϊωάννου και αφορά μετάφραση διαφόρων εγγράφων από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα. Μεταξύ αυτών είναι και πιστό αντίγραφο καταχώρησης θανάτου, σύμφωνα με τον Births and Deaths Registration Act 1953.

Το τεκμ. 14 είναι ένορκη δήλωση του Παύλου Κυριακίδη, ασκούμενου δικηγόρου στο Δικηγορικό Γραφείο Χρύση Δημητριάδη με δίπλωμα νομικής του Πανεπιστημίου Leeds Metropolitan και ότι μετάφρασε κι' αυτός από τα αγγλικά στα ελληνικά διάφορα πιστοποιητικά από τους Jeff Gibson Police Constable 1564, Thames Valley Police και του Shaun Matthews σύμφωνα με τα οποία αδυνατούν να έλθουν στην Κύπρο για να δώσουν μαρτυρία.

Τα πρόσωπα των οποίων ζητήθηκε η κλήτευση για αντεξέταση είναι τα ακόλουθα:

 (1)    N.G. Gardiner, Sourthern House, 1 Cambridge Terrace, Oxford, OX1 1 RR, United Kingdom.

 (2)    Dr. David Davids, Cellular Pathology, John Radcliffe, Oxford Radcliffe Trust, Oxford, United Kingdom.

 (3)    Shaun Spencer Matthews, Thames Valley Police United Kingdom.

 (4)    Keith Terence Matthews, Thames Valley Police United Kingdom.

 (5)    Dr. S. Emma Thomas, The Surgery, Monksland Road, Sculrage, Swansea SA3 1 AY, United Kingdom.

 (6)    Dr. John Mc Vittie Clinical Biochemistry, The John Radcliffe, Oxford United Kingdom.

 (7)    Σόφη Ριαλά, οδός Μανώλη Καλομοίρη 10, Λεμεσός.

 (8)    Ceri Richards 13 Lunnon Close, Parkmill, Swansea, 5A3 2 EL United Kingdom.

 (9)    Μαρίνα Λουκαΐδου, Οδός Μανώλη Καλομοίρη 20, Λεμεσός.

(10)    Julia Barnes Southern House, 1 Cambridge Terrace, Oxford, OX1 1RR, United Kingdom.

(11)    Jeffrey Givson, Domestic Violence Unit, Wallington Police Station, Reading Road, Wallinford, Oxon OX10 9DW, United Kingdom.

Ο υπ' αρ. (1) πιο πάνω N.G. Gardiner είναι ο Θανατικός Ανακριτής ο οποίος κατέληξε ότι η αιτία θανάτου του αποβιώσαντος Trevor Arthur J. Norris «είναι η δηλητηρίαση από μονοξείδιο του άνθρακα με πηγή παραγωγής άνθρακα της θερμάστρας γκαζιού που βρίσκεται στο καθιστικό του τροχόσπιτου» «The cause of fatality is likely to be carbon monoxide poisoning with the source of Co production being the gas fire sited in the living area of the Park-Home».

Οι υπ' αρ. (2), (3), (4), (5), (6), (8) και (11) ήταν μάρτυρες στη θανατική ανάκριση. Ο (2) είναι ο παθολογοανατόμος και κατέθεσε για την αιτία θανάτου. Ο (3) ότι λίγες μέρες προηγουμένως, ο αποβιώσας του έδειξε μια βαλβίδα γκαζιού που είχε κάποιο πρόβλημα. Ο (4) ότι βρήκε το νεκρό στο τροχόσπιτο απέναντι από το τζάκι και ο χώρος να μυρίζει έντονα γκάζι, η (5) για το ιατρικό ιστορικό του αποβιώσαντος, ο (6) σχετικά με αναλύσεις αίματος και ούρων του αποβιώσαντος από δείγματα που λήφθηκαν κατά τη νεκροψία, η (10) είναι πρωτοκολλητής και υπέγραψε το πιστοποιητικό θανάτου, και ο (11) είναι αστυνομικός.

Είμαστε της άποψης ότι από τη στιγμή που η μαρτυρία των πιο πάνω προσώπων είχε ενσωματωθεί στο πόρισμα του Θανατικού Ανακριτή, η κλήτευσή τους για αντεξέταση δεν ήταν αναγκαία. Το πρωτόδικο δικαστήριο, όπως ορθά, υπό τις περιστάσεις, έκρινε στην ενδιάμεση απόφασή του, για την αιτία θανάτου ήταν αρκετό, το πόρισμα του Θανατικού Ανακριτή. Τα γεγονότα της υπόθεσης είναι τέτοια που διαφοροποιούν την παρούσα από την υπόθεση Λιασίδης κ.ά. v. Αστυνομίας κ.ά. (2002) 2 Α.Α.Δ. 434, που επικαλέστηκαν οι εφεσείοντες για να ισχυρισθούν ότι δεν υπήρξε δίκαιη δίκη. Η επίκληση της απόφασης της μειοψηφίας στην υπόθεση της Πλήρους Ολομέλειας A. Panayides Constructions Ltd. v. Χαραλάμπους (2004) 1 Α.Α.Δ. 416, επίσης δεν βοηθά τους εφεσείοντες (α) διότι η απόφαση της πλειοψηφίας, στην ίδια υπόθεση, υποστηρίζει το αντίθετο από ότι εισηγούνται οι εφεσείοντες και (β) η εν λόγω απόφαση είχε αποφασιστεί πριν την τροποποίηση του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, με το Ν. 32(I)/2004. Το θέμα εδώ διέπεται από τις ρητές πρόνοιες του Άρθρου 26 του Κεφ. 9, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 32(I)/2004, το οποίο παρέχει διακριτική ευχέρεια στο δικαστήριο να διατάξει ή όχι την αντεξέταση. Εν πάση περιπτώσει και αν ακόμα θα εξετάζαμε το θέμα υπό το φως της υπόθεσης Α. Panayides Constructions Ltd. v. Χαραλάμπους, τότε σύμφωνα με την απόφαση της πλειοψηφίας, που ουσιαστικά αποφάσισε ότι το Αρθρο 4 του Κεφ. 9 επέζησε του Συντάγματος, ανατρέποντας έτσι τη Λιασίδης, η κατάληξή μας θα ήταν ότι οι εφεσείοντες δεν στερήθηκαν της δίκαιης δίκης.

Αν η θέση των εφεσειόντων ήταν ότι το δικαίωμα αντεξέτασης ήταν απόλυτο σε όλες τις περιπτώσεις, ώφειλαν να προσβάλουν ως αντισυνταγματικές τις πρόνοιες της επιφύλαξης του Αρθρου 26 οι οποίες παρέχουν το δικαίωμα στο δικαστήριο να μην επιτρέψει αντεξέταση στις περιπτώσεις που εκεί περιγράφονται. Όμως περιορίστηκαν να ισχυριστούν απλώς ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια, ισχυρισμός που δεν ευσταθεί.

Συμφωνούμε με τη θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσίβλητου ότι η έκθεση του Άγγλου Θανατικού Ανακριτή μπορούσε να παρουσιαστεί και σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί της Συμβάσεως περί Καταργήσεως της Υποχρεώσεως προς Νομιμοποίησιν Αλλοδαπών Δημοσίων Εγγράφων (Κυρωτικού) Νόμου του 1972 (Ν. 50/72 ως έχει τροποποιηθεί). Τόσο η έκθεση του Θανατικού Ανακριτή, όσο και το πιστοποιητικό του πρωτοκολλητή που πιστοποιούν το θάνατο και την αιτία θανάτου, που είναι μεταξύ των ουσιαστικών εγγράφων που έχουν παρουσιαστεί, εμπίπτουν στην έννοια του όρου «δημόσια έγγραφα» για τα οποία εφαρμόζεται η πιο πάνω Σύμβαση.

Ενόψει όλων των πιο πάνω ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

Με τους δεύτερο και τρίτο λόγους, οι εφεσείοντες διατείνονται ότι εσφαλμένα και αδικαιολόγητα το πρωτόδικο δικαστήριο καθοδήγησε τον εαυτό του και/ή αποφάσισε ότι «οι εναγόμενοι δεν παρουσίασαν καμιά μαρτυρία για να στηρίξουν τις θέσεις τους και οι ισχυρισμοί που περιέχονται στην έκθεση υπεράσπισης τους παραμένουν μόνο ισχυρισμοί και δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το δικαστήριο και η μαρτυρία που παρουσιάστηκε από πλευράς του ενάγοντα παραμένει αναντίλεκτη και η αξιολόγηση της μαρτυρίας θα γίνει βάσει των γεγονότων που έχουν παρουσιαστεί ενώπιον του δικαστηρίου και ως εκ τούτου η υπόθεση θα αποφασιστεί βάσει της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε από πλευράς του ενάγοντα», αφού αγνόησε ότι το βάρος βρισκόταν στους ώμους του ενάγοντα. Ώφειλε το δικαστήριο να αξιολογήσει τη μαρτυρία, που εδώ ήταν εξ ακοής, σύμφωνα με τον περί Αποδείξεως Νόμο, Κεφ. 9, και όχι να υιοθετήσει αβίαστα και αναιτιολόγητα  τη μαρτυρία του ενάγοντα.

Το σχετικό απόσπασμα της τελικής απόφασης έχει ως ακολούθως:

«Η πλευρά των Εναγομένων δεν παρουσίασε καμιά μαρτυρία για να υποστηρίξει τη θέση της και από τη στιγμή που δεν παρουσιάστηκε εκ μέρους των Εναγομένων μαρτυρία οι ισχυρισμοί που περιέχονται στην έκθεση υπεράσπισης των παραμένουν μόνο ισχυρισμοί και δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο και η μαρτυρία που παρουσιάστηκε από πλευράς του Ενάγοντα παραμένει αναντίλεκτη και η αξιολόγηση της μαρτυρίας θα γίνει βάσει των γεγονότων που έχουν παρουσιαστεί ενώπιον του Δικαστηρίου και όχι από ισχυρισμούς, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση για την πλευρά των Εναγομένων και ως εκ τούτου η υπόθεση θα αποφασιστεί βάσει της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε από πλευράς των Εναγόντων.

Με τη συμπλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας οι συνήγοροι των διαδίκων αγόρευσαν σχετικά υποστηρίζοντας τη δική τους εκδοχή και αυτή φαίνεται στα πρακτικά της διαδικασίας.  Το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να δει τους μάρτυρες να καταθέτουν ενώπιον του και αξιολόγησε τη μαρτυρία τους και χωρίς δισταγμό δέχεται τη μαρτυρία τους εξ ολοκλήρου ως αληθινή γιατί έδωσαν την εντύπωση στο Δικαστήριο σαν πρόσωπα που αγαπούσαν την αλήθεια και παρά την αντεξέταση τους δεν ταλαντεύθηκαν.»

Είναι φανερό από τα πιο πάνω, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία που παρουσίασε ο εφεσίβλητος, την οποία έκρινε, για τους λόγους που αναφέρει, αξιόπιστη. Σίγουρα το έργο του Δικαστηρίου ήταν πιο εύκολο ενόψει του ότι δεν υπήρχε αντίθετη μαρτυρία από πλευράς εφεσειόντων. Με κανένα τρόπο δεν μπορεί να λεχθεί ότι ο πρωτόδικος δικαστής σύγχισε το βάρος απόδειξης. Οι αυθεντίες που αναφέρουν οι εφεσείοντες για τις συνέπειες παράλειψης αντεξέτασης, δεν έχουν εδώ θέση, γιατί πουθενά δε φαίνεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο βασίστηκε σ' αυτό το γεγονός για να καταλήξει στα συμπεράσματα του. Αντίθετα το δικαστήριο ανέφερε ότι παρά την αντεξέταση τους, οι μάρτυρες δεν ταλαντεύθηκαν. Αυτό που τόνισε και ορθά κατά την άποψή μας, ήταν η παράλειψη των εφεσειόντων να παρουσιάσουν μαρτυρία με αποτέλεσμα να μείνει μόνο με τη μαρτυρία του εφεσίβλητου, την οποία και έκρινε αξιόπιστη. Βεβαίως αρκετό μέρος της μαρτυρίας προέκυπτε από έγγραφα. Επομένως απορρίπτονται και αυτοί οι λόγοι.

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ουσιαστικά προσβάλλουν την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο θάνατος του εφεσίβλητου καλύπτεται από το συμβόλαιο ασφάλισης. Το δικαστήριο κατέληξε ότι «η πρόκληση του θανάτου προήλθε από εισπνοή υγραερίου το οποίο είναι κατά την άποψη του δικαστηρίου, βίαιο και ορατό μέσο στην αιτιολογία του θανάτου». Διατείνονται οι εφεσείοντες ότι το δικαστήριο αυθαίρετα αλλοίωσε και διαστρέβλωσε λέξεις του συμβολαίου, όπως για παράδειγμα τη λέξη «μέσο» με τη λέξη «αντικείμενο» ώστε να θεωρήσει τη συσκευή υγραερίου ως αντικείμενο και με το αέριο να αποτελούν ενιαίο σύνολο, που ήταν ορατό. Εισηγήθηκαν περαιτέρω ότι, ακόμα και με τη μαρτυρία, όπως την έχει αποδεχθεί το δικαστήριο, η περίπτωση του εφεσίβλητου δεν καλυπτόταν από το συμβόλαιο.

Στο συμβόλαιο ασφάλισης (τεκμ. 2) το οποίο έχει τίτλο Ασφαλιστήριον Συμβόλαιον Προσωπικών Ατυχημάτων προνοούνται τα ακόλουθα:

«ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΗΡΙΟΝ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΝ ΜΑΡΤΥΡΕΙ ΟΤΙ εάν ο «Ησφαλισμένος υποστεί κατά την Περίοδον Ασφαλίσεως Σωματικήν Βλάβην προκύπτουσαν αποκλειστικώς και αμέσως από ατύχημα προκληθέν από εξωτερικόν, βίαιον και ορατόν μέσον η οποία εντός δώδεκα μηνών αμέσως και ανεξαρτήτως οιασδήποτε άλλης αιτίας θα έχει ως αποτέλεσμα Θάνατον ή Ανικανότητα ή Ιατρικά Έξοδα τότε η Εταιρεία, υπό την αίρεσιν των Προνοιών Εξαιρέσεων και Όρων περιεχομένων εν τω παρόντι ή οπισθογραφηθέντων εν αυτώ (συλλογικώς καλουμένων «Πρόνοιαι του παρόντος Ασφαλιστηρίου»), θα πληρώσει εις τον Συμβαλλόμενον ή εις τους νομίμους αυτού αντιπροσώπους τα εις τον Πίνακα του παρόντος καθοριζόμενα Ωφελήματα.»

Οι εφεσείοντες επικαλέστηκαν σχετικά συγγράμματα και λεξικά της ελληνικής γλώσσας και υποστήριξαν ότι θάνατος που προέρχεται από εισπνοή αερίων, δεν θεωρείται ότι είναι από «ορατά μέσα».

Αντίθετα με τα πιο πάνω, η θέση του συνηγόρου του εφεσίβλητου είναι ότι ο θάνατος του αποβιώσαντος, που προήλθε από δηλητηρίαση από μονοξείδιο του άνθρακα που περιείχετο και διέφυγε από ελαττωματική συσκευή θέρμανσης, καλύπτεται από το συμβόλαιο. Επικαλέστηκε την υπόθεση Hamlyn v. The Crown Accidental Insurance Company Ltd. [1893] Q.B.D. 750.  Έτσι και με εφαρμογή του κανόνα contra proferendem rule, οιαδήποτε τυχόν ασάφεια ή αμφιβολία του συμβολαίου, θα πρέπει να επενεργεί εναντίον των συντακτών του συμβολαίου, δηλαδή των εφεσειόντων.

Εξετάσαμε τους αντίστοιχους ισχυρισμούς και τα όσα αναφέρει το πρωτόδικο δικαστήριο στις σελ. 14-17 της απόφασής του. Έχουμε καταλήξει ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου και η τελική του κατάληξη, ότι ο θάνατος του αποθανόντος καλύπτεται από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο, είναι ορθή. Ορθή είναι και η προσέγγιση του για εφαρμογή του contra proferendem rule. Η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι στις λέξεις «εξωτερικόν, βίαιον και ορατόν μέσον» πρέπει να δίδεται ευρεία ερμηνεία υποστηρίζεται έμμεσα και από την υπόθεση Ηamlyn, πιο πάνω, που επικαλέστηκε ο συνήγορος του εφεσίβλητου, αλλά και από το σύγγραμμα The Law Of Insurance του Raoul Colinvaux, 5η έκδοση, σελ. 375-376, παραγρ. 17-15 και 17-16, όπου ερμηνεύονται οι όροι "violent", "external" και "visible".

Στην παράγραφο 17-15 του πιο πάνω συγγράμματος διαβάζουμε τα εξής:

«Violent»

In most of the above cases the policies insured against bodily injury caused "by violent, accidental, external and visible means only," but the decisions turned mainly on the question whether or not the particular injury was caused by accidental means. That was because such words as "violent", "external" and "visible" have been given wide meanings, practically co-extensive with "accidental".

Thus "violent" does not necessarily imply actual violence, as where the assured is bitten by a dog. "Violent means" include any external, impersonal cause, such as drowning, or the inhalation of gas, or even undue exertion on the part of the assured. The word "violent" is merely used in antithesis to "without any violence at all."

(oι υπογραμμίσεις είναι δικές μας)

Σε δική μας ελεύθερη μετάφραση.

«Βίαια».

Στις περισσότερες από τις πιο πάνω υποθέσεις τα ασφαλιστικά συμβόλαια κάλυπταν σωματική βλάβη η οποία προκαλείτο «από βίαια, τυχαία, εξωτερικά και ορατά μέσα μόνο», αλλά οι αποφάσεις περιεστράφηκαν κυρίως στο ερώτημα κατά πόσο η συγκεκριμένη βλάβη προκλήθηκε ή όχι από τυχαία μέσα. Κι' αυτό γιατί σε τέτοιες λέξεις όπως «βίαια», «εξωτερικά» και «ορατά» έχουν δοθεί ευρείες ερμηνείες, που στην πράξη συνάδουν με το «τυχαία».

Έτσι, «βίαια» δε σημαίνει κατ' ανάγκη πραγματική βία, όπως εκεί που ο ασφαλιζόμενος έχει δαγκωθεί από ένα σκύλο. Η φράση «Βίαια μέσα» περιλαμβάνει οποιαδήποτε εξωτερική, απρόσωπη αιτία, όπως πνιγμό ή εισπνοή υγραερίου γκαζιού ή ακόμη και από υπερβολική προσπάθεια από πλευράς του ασφαλιζόμενου. Η λέξη «βίαια» απλώς χρησιμοποιείται σε αντίθεση με το «χωρίς οποιαδήποτε απολύτως βία».

(Η υπογράμμιση είναι δική μας)

Και στην παράγραφο 17-16 διαβάζουμε τα ακόλουθα:

«External» and «visible»

Similarly «external» is used to express anything which is not «internal», and any cause which is «external» in this sense is also «visible» within the meaning of an accident policy. These words refer to the accident, not the injury, and are used to distinguish injuries covered by the policy from those due simply to such causes as disease or senility which arise in the body of the assured.

Thus the words «by violent, external and visible means» add little, if anything, to an accident policy and have been adversely criticized by the Court of Appeal."

«Εξωτερικά» και «εμφανή»

Παρομοίως «εξωτερικά» χρησιμοποιείται για να εκφράσει οτιδήποτε το οποίο δεν είναι «εσωτερικό» και οποιαδήποτε αιτία η οποία είναι «εξωτερική» μ' αυτή την έννοια, είναι επίσης «ορατή» με την έννοια που προσδιορίζεται σε ένα συμβόλαιο ατυχημάτων. Οι λέξεις αυτές αναφέρονται στο ατύχημα, όχι στην βλάβη, και χρησιμοποιούνται για να διακρίνουν βλάβες που καλύπτονται από το συμβόλαιο από αυτές που απλώς αποδίδονται σε τέτοιες αιτίες, όπως ασθένεια ή γήρας που εμφανίζονται στον ασφαλισμένο.

Έτσι οι λέξεις «με βίαια, εξωτερικά και ορατά μέσα», προσθέτουν λίγα, ή και καθόλου, σε ένα συμβόλαιο ατυχημάτων και έχουν δυσμενώς επικριθεί από το Εφετείο.»

Στην υπόθεση Re United London & Scottish Insurance Brown's Claim [1915] 2 Ch. D 167, που αναφέρεται στην υποσημείωση 45 του πιο πάνω συγγράμματος, ο ασφαλισμένος απεβίωσε λόγω δηλητηρίασης από εισπνοή υγραερίου (suffocation from gas poisoning). Βρέθηκε νεκρός στο αποχωρητήριο του σπιτιού του με το γκάζι ανοικτό, αλλ' όχι αναμμένο. Η ασφαλιστική εταιρεία, που ήταν επίσης υπό εκκαθάριση, αμφισβήτησε την απαίτηση, ως μη καλυπτόμενη από το συμβόλαιο. Παρόλο που υπήρχε στο συμβόλαιο εξαίρεση για οτιδήποτε εισπνέετο (anything inhaled), ο πρωτόδικος δικαστής ερμήνευσε τον όρο αυτό ότι ίσχυε σε εθελούσια εισπνοή και όχι μη εθελούσια. Σε έφεση, το Εφετείο κατ' αρχή επέκρινε το λεκτικό του συμβολαίου και τόνισε ότι ο κόσμος πρέπει να προειδοποιείται ώστε να μην ασφαλίζονται με συμβόλαια αυτού του λεκτικού, τελικά ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση διότι υπήρχε όρος που εξαιρούσε θάνατο από «medical or surgical treatment or fighting, ballooning, racing, self-injury or suicide or anything swallowed or administered or inhaled".

Ενόψει των πιο πάνω καταλήγουμε ότι οι συνθήκες θανάτου του αποβιώσαντος ήταν τέτοιες που καλύπτονταν από το ασφαλιστήριο έγγραφο και επομένως η πρωτόδικη απόφαση και επί του σημείου αυτού είναι ορθή.

Τέλος ερχόμαστε στον πέμπτο λόγο έφεσης με τον οποίο οι εφεσείοντες διατείνονται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έκανε δεκτό τον ισχυρισμό τους ότι ο αποβιώσας προέβηκε σε ψευδείς και ανακριβείς δηλώσεις και έδωσε ψευδείς απαντήσεις  στην πρόταση ασφάλειας σχετικά με το επάγγελμα και την κατοικία του. Ενώ στην πρόταση ασφάλειας (τεκμ. 3) ο αποβιώσας δήλωσε ότι ήταν ιπτάμενος μηχανικός στον πίνακα του τεκμ. 2 δήλωσε «επιχειρηματίας» ενώ στο τεκμ. 4 (απαίτηση για αποζημιώσεις) η σύζυγος του τον δήλωσε ως «συνταξιούχο».

Εξετάσαμε τα όσα ανέφερε ο πρωτόδικος δικαστής και επί αυτού του ισχυρισμού και συμφωνούμε με την κατάληξη του, ότι δηλαδή δεν υπήρξαν ψευδείς δηλώσεις εκ μέρους του αποβιώσαντος που να επηρεάζουν την εγκυρότητα του συμβολαίου.

Τα ίδια ισχύουν και για τον ισχυρισμό των εφεσειόντων ότι υπήρχε ψευδής δήλωση για τη διαμονή του αποβιώσαντος. Δεχόμαστε δηλαδή το σκεπτικό και την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ως ορθή.

Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με €2.800 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον των εφεσειόντων.

Η έφεση απορρίπτεται με €2.800 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εναντίον των εφεσειόντων.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο