ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 1 ΑΑΔ 587
29 Μαΐου, 2009
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΜΑΡΟΥΛΛΑ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
ΣΥΖΥΓΟΣ ΣΩΤΗΡΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ,
Εφεσείουσα-Ενάγουσα,
v.
1. ΑΡΙΣΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ,
2. ΜΥΡΙΑΝΘΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ,
3. ΤΑΚΗ ΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,
Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.
ΚΑΙ ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 9/6/2001:
ΜΑΡΟΥΛΛΑ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
ΣΥΖΥΓΟΣ ΣΩΤΗΡΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ,
Εφεσείουσα-Ενάγουσα,
v.
1. ΑΡΙΣΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ,
2. ΜΥΡΙΑΝΘΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ,
3. ΤΑΚΗ ΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,
4. ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΛΙΜΝΑΤΙΟΥ,
Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 389/2006)
Αστικά αδικήματα ― Παράνομη επέμβαση ― Αγωγή για αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση σε ακίνητη ιδιοκτησία από τη διαπλάτυνση δημόσιας διάβασης και πρόκληση ζημιάς στα κτήματα της ενάγουσας ― Κατά πόσο η ενάγουσα απέδειξε την υπόθεσή της.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Παράλειψη αξιολόγησης μαρτυρίας σε αγωγή για αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση σε ακίνητη ιδιοκτησία ― Οδήγησε σε παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης και σε διαταγή επανεκδίκασης της αγωγής.
Η εφεσείουσα - ενάγουσα, ιδιοκτήτρια δύο όμορων κτημάτων στο χωριό Λιμνάτι της Επαρχίας Λεμεσού κίνησε αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων - εναγομένων αξιώνοντας αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση στα κτήματά της, η οποία, όπως ισχυρίζετο, προκλήθηκε περί το Μάρτιο - Απρίλιο του 2000, από τη διαπλάτυνση , με εκσκαφέα, δημόσιας διάβασης η οποία ευρίσκεται μεταξύ των κτημάτων της και κτήματος της εφεσίβλητης 2, (η «διάβαση»). Αποτέλεσμα της επέμβασης αυτής ήταν, μεταξύ άλλων, η αλλοίωση του επιπέδου των κτημάτων της σε σχέση με τη διάβαση, με αποτέλεσμα τα χώματα να υποχωρούν, η δημιουργία όχθου μεταξύ των κτημάτων και της διάβασης και η κατακράτηση για τη διάβαση λωρίδας γης μήκους δέκα και πλάτους ενάμισυ μέτρων, περίπου. Η επέμβαση διαπράχθηκε από τον εφεσίβλητο 3, κατ' εντολή και/ή με την προτροπή των εφεσιβλήτων 1, 2 και 4 και η ζημιά που προκλήθηκε ανέρχεται σε £4.970,00.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η εφεσείουσα - ενάγουσα απέτυχε να αποδείξει την επέμβαση στην ιδιοκτησία της.
Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση, αμφισβητώντας στην ουσία την ορθότητα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και των ευρημάτων που στηρίχθηκαν σ' αυτή, την επάρκεια της αιτιολογίας της απόφασης, την ορθότητα της ερμηνείας του Άρθρου 43(1) (2) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148 και την ορθότητα της διαδικασίας που ακολούθησε η δίκη.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου προκύπτει η μη ενασχόληση και η μη αξιολόγηση της μαρτυρίας της εφεσείουσας και του συζύγου της. Το Δικαστήριο, προφανώς, έχοντας υπόψη μόνο τον πρώτο τρόπο διάπραξης της επέμβασης, θεώρησε, ότι οι μόνοι που θα μπορούσαν να αποδείξουν το γεγονός και τον τρόπο διάπραξής της ήταν οι Μ.Ε.1, 2 και 3, οι οποίοι, όμως, δε γνώριζαν την επί τόπου κατάσταση πριν από τις ενέργειες των εφεσιβλήτων, καίτοι διαπίστωσαν επί τόπου υψομετρική διαφορά. Η προσέγγιση αυτή δεν είναι ορθή. Λαμβάνοντας υπόψη τη δικογραφημένη θέση της εφεσείουσας, τους διαζευκτικούς τρόπους με τους οποίους είναι δυνατό να διαπραχθεί παράνομη επέμβαση και την έλλειψη αξιολόγησης της μαρτυρίας, τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί των γεγονότων είναι επισφαλή. Η παράλειψη του Δικαστηρίου να αξιολογήσει τη μαρτυρία και να προσδιορίσει με σαφήνεια τι αποδέχεται, δημιουργεί κενό στη βάση των διαπιστώσεών του. Είχε καθήκον το Δικαστήριο να εξετάσει και τους τρεις τρόπους διάπραξης της επέμβασης και να αποφασίσει.
2. Οι προαναφερθείσες παραλείψεις στερούν την πρωτόδικη απόφαση από την απαραίτητη δικαστική κρίση επί των επιδίκων θεμάτων και καθιστούν ελλιπή τα ευρήματα του Δικαστηρίου. Το κενό που υπάρχει σ' αυτά είναι, εξ αντικειμένου, αδύνατο να πληρωθεί κατ' εφαρμογή των εξουσιών του Εφετείου.
Η έφεση επιτράπηκε με €1.600 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ της εφεσείουσας. Διατάχθηκε επανεκδίκαση της αγωγής από άλλο Δικαστή. Τα έξοδα της πρώτης δίκης θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της δεύτερης.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Παπαχριστοφόρου v. Καπνίση κ.ά. (2005) 1 Α.Α.Δ. 244.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Λυκούργου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 2371/01), ημερομ. 7.9.2006.
Α. Ευτυχίου, για την Εφεσείουσα.
Μ. Παναγιώτου, για Αναστασίου, για τους Εφεσίβλητους 1, 2 και 3.
Κ. Ορφανίδης, για Ντ. Μιχαηλίδη, για τον Εφεσίβλητο 4.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα - ενάγουσα, με αγωγή που καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, αξίωνε αποζημιώσεις για ζημιές που αυτή υπέστη ως αποτέλεσμα παράνομης επέμβασης σε ακίνητη ιδιοκτησία της, ως και διατάγματα άρσης της επέμβασης και μη επανάληψής της. Η αγωγή απορρίφθηκε, με αποτέλεσμα την καταχώριση της παρούσας έφεσης.
Η εφεσείουσα, με την Έκθεση Απαίτησής της, ισχυρίζεται ότι, περί το Μάρτιο - Απρίλιο του 2000, ο εφεσίβλητος 3, κατ' εντολή και/ή με την προτροπή των εφεσιβλήτων 1, 2 και 4, επενέβη παράνομα στα κτήματά της με Αρ. Εγγραφής 18301, Φ.Σχ. XLVII, Σχ. 55, τεμ. 17 και με Αρ. Εγγραφής 19092, Φ.Σχ. XLVII/55, τεμ. 16, τα οποία βρίσκονται στο χωριό Λιμνάτι της επαρχίας Λεμεσού, και προκάλεσε ζημιές ύψους £4.970,00. Συγκεκριμένα, ο εφεσίβλητος 3, με εκσκαφέα, διαπλάτυνε δημόσια διάβαση, πλάτους οκτώ ποδών, η οποία ευρίσκεται μεταξύ των κτημάτων της και κτήματος της εφεσίβλητης 2, (η «διάβαση»), με αποτέλεσμα να επέμβει σ' αυτά. Τα κτήματά της, ισχυρίζεται, πριν από την παράνομη επέμβαση, βρίσκονταν στο ίδιο υψόμετρο με τη διάβαση, από την οποία είχε πλήρη πρόσβαση σ' αυτά, ενώ, μετά τις εργασίες που εκτέλεσε ο εφεσίβλητος 3, το επίπεδό τους σε σχέση με τη διάβαση αλλοιώθηκε, με αποτέλεσμα τα χώματα να υποχωρούν, δημιουργήθηκε μεταξύ της διάβασης και των κτημάτων της όχθος, δεν υπάρχει πρόσβαση σ' αυτά από τη διάβαση, η νότια περίφραξή τους κατέστη ετοιμόρροπη και, τέλος, κατακρατήθηκε για τη διάβαση λωρίδα γης μήκους δέκα και πλάτους ενάμισι μέτρων, περίπου.
Οι εφεσίβλητοι, με χωριστές υπερασπίσεις, αρνούνται όσα η εφεσείουσα τους καταλογίζει. Ειδικότερα, οι εφεσίβλητοι 1 και 2 αρνούνται ότι έδωσαν εντολή στον εφεσίβλητο 3, ή, καθ' οιονδήποτε τρόπο, συγκατατέθηκαν στη διαπλάτυνση της διάβασης, για εργασίες στην οποία αποκλειστική αρμοδιότητα έχει ο εφεσίβλητος 4, δηλαδή το Κοινοτικό Συμβούλιο Λιμνατίου.
Ο εφεσίβλητος 3, ενώ αποδέχεται ότι με εντολή του εφεσίβλητου 4 προέβη σε διαπλάτυνση της διάβασης, αρνείται ότι, καθ' οιονδήποτε τρόπο, επενέβη στα κτήματα της εφεσείουσας και προκάλεσε τις αξιούμενες ή οποιεσδήποτε ζημιές.
Ο εφεσίβλητος 4 ισχυρίζεται ότι την εντολή στον εφεσίβλητο 3 έδωσαν οι εφεσίβλητοι 1 και 2. Διαζευκτικά, ισχυρίζεται ότι, από τις εργασίες που εκτέλεσε ο εφεσίβλητος 3, δεν έχει προκληθεί ζημιά στα κτήματα της εφεσείουσας, ούτε αποκόπηκε η πρόσβαση σ' αυτά και, εν πάση περιπτώσει, τα έργα στη διάβαση δεν επηρέασαν τα ακίνητά της, αλλά παρακείμενο ακίνητο.
Για απόδειξη της υπόθεσης κατέθεσαν, εκτός από την εφεσείουσα και το σύζυγό της, ακόμη τέσσερις μάρτυρες - ο Αντρέας Ιωσήφ, Λειτουργός του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, ο οποίος, στη βάση σχετικού δικαστικού διατάγματος, διενήργησε επιτόπια εξέταση - (Μ.Ε.1), ο Νίκος Λοϊζίδης, εξ επαγγέλματος εκτιμητής ακινήτων και τεχνικός οικοδομών - (Μ.Ε.2), ο Κυριάκος Γεωργίου, πολιτικός μηχανικός - (Μ.Ε.3) και ο Μαρίνος Παναγιωτίδης, επιμετρητής ποσοτήτων - (Μ.Ε.4). Από πλευράς εφεσίβλητου 4, κατέθεσαν δύο μάρτυρες - ένας γεωπόνος και ένας πολιτικός μηχανικός, ενώ οι εφεσίβλητοι 1 - 3 δεν παρουσίασαν οποιαδήποτε μαρτυρία.
Πρωτόδικα έγινε παραδεκτό ότι η εφεσείουσα είναι ιδιοκτήτρια των δύο όμορων ακινήτων για τα οποία υπήρχε ο ισχυρισμός για παράνομη επέμβαση, όπως και ότι η περίφραξη σε ένα από αυτά, το τεμάχιο 16, έγινε σύμφωνα με σχετική άδεια οικοδομής, η οποία, ως υλικά κατασκευής της, όριζε μεταλλικούς στύλους και τέλι πακλαβωτό, ύψους τεσσάρων μέτρων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού παρέθεσε συνοπτικά τα όσα οι μάρτυρες κατέθεσαν και αφού παρέπεμψε σε νομολογία σε σχέση με τη νομική πτυχή της παράνομης επέμβασης και πότε αυτή συντελείται, κατέληξε ως εξής:-
«Έχω διεξέλθει την ενώπιόν μου προσαχθείσα μαρτυρία, υπό το πρίσμα των όσων δικογραφούνται, των σχετικών νομοθετικών διατάξεων, της σχετικής νομολογίας και της εκατέρωθεν επιχειρηματολογίας. Καταλήγω δε ότι η ενάγουσα απέτυχε να αποδείξει την επέμβαση στην ιδιοκτησία της, όπως η ίδια την περιγράφει στην έκθεση απαίτησης. Συμμερίζομαι, στο σημείο αυτό, τη θέση του κου Αναστασίου.
Υπενθυμίζω ότι, με το δικόγραφό της, η ενάγουσα προσδιορίζει, ως πράξη γενεσιουργό της παράνομης επέμβασης των εναγομένων στα κτήματά της, τη διαπλάτυνση, με εκσκαφέα, της δημόσιας διάβασης, η οποία, αρχικώς, βρισκόταν στο ίδιο ύψος με τα κτήματά της. Τα όσα οι Μ.Ε.1, Μ.Ε.2 και Μ.Ε.3 ανέφεραν, οι οποίοι προφανώς κλήθηκαν προς το σκοπό απόδειξης των ουσιωδών αυτών ισχυρισμών υπήρξαν ανεπαρκή. Σημειώνω ότι οι μάρτυρες αυτοί, είτε ως λειτουργοί του αρμοδίου κυβερνητικού τμήματος (ο Μ.Ε.1) είτε ως εμπειρογνώμονες (οι Μ.Ε.2 και Μ.Ε.3) ήσαν και οι μόνοι που θα εδύναντο να αποδείξουν τους ουσιώδεις ισχυρισμούς της ενάγουσας περί του γεγονότος και του τρόπου της επέμβασης. (Δημητρίου v. Εγγλέζου (ανωτέρω)).
... να επισημάνω ότι και οι τρεις επεσκέφθηκαν τα κτήματα της ενάγουσας πολύ μεταγενέστερα του ουσιώδους χρόνου, δηλ. πολύ μεταγενέστερα του Μαρτίου ή Απριλίου του έτους 2000, και ότι ουδείς από αυτούς παρουσίασε στοιχεία είτε όσον αφορά στο πλάτος της δημόσιας διάβασης πριν και μετά τον ουσιώδη χρόνο, είτε όσον αφορά στο υψόμετρό της. Και ούτε παρουσίασαν στοιχεία όσον αφορά στο υψόμετρο των κτημάτων της ενάγουσας πριν και μετά τον ουσιώδη χρόνο. Είναι, βεβαίως, γεγονός ότι τόσον ο Μ.Ε.2 όσον και ο Μ.Ε.3 διεπίστωσαν, κατά τις επί τόπου επισκέψεις τους, την ύπαρξη υψομετρικής διαφοράς μεταξύ των κτημάτων της ενάγουσας και της δημόσιας διάβασης, όμως, αφ' εαυτής τέτοια διαπίστωση δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η υψομετρική διαφορά δημιουργήθηκε ως αποτέλεσμα της παράνομης επέμβασης των εναγομένων. Άλλωστε, ο Μ.Ε.3 διευκρίνισε ότι δεν γνωρίζει ποία ήταν η κατάσταση των κτημάτων της ενάγουσας πριν από την εκεί επίσκεψή του, στις 22.6.05. Και ούτε γνωρίζει εάν ο τοίχος αντιστήριξης, τον οποίον τώρα προτείνει, χρειαζόταν από προηγουμένως. Ούτε γνωρίζει κατά πόσον η περί ης ο λόγος υψομετρική διαφορά προϋπήρχε των εκσκαφών στη δημόσια διάβαση ή αποτελεί συνέπεια αυτών.
Παρατηρώ, ακόμη, ότι ο Μ.Ε.1 περιέγραψε τις εργασίες στη δημόσια διάβαση ως εργασίες ομαλοποίησής της και όχι ως εργασίες διαπλάτυνσής της. Στο δε Τεκμήριο 1 καταγράφεται, ως εύρημα του Μ.Ε.1, το οποίον αυτός υιοθέτησε και επανέλαβε εξεταζόμενος, ότι το Φεβρουάριο του έτους 2004 το πλάτος της δημόσιας διάβασης ήταν 8 πόδια, όσον δηλαδή και το πλάτος της πριν από την, κατ' ισχυρισμόν, επέμβαση, σύμφωνα με τα όσα η ενάγουσα δικογραφεί.
...................................................................................................
Προτού ολοκληρώσω, και αναφερόμενη στη θέση του κου Αναστασίου ότι η ενάγουσα παρέλειψε να δικογραφήσει και να αποδείξει την ευθύνη καθ' ενός των εναγομένων, θα ήθελα να υποδείξω τη δυνατότητα που παρέχουν το Αρθρο 64 του Κεφ. 148 καθώς και η Δ.10, θ.12 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Ο καταμερισμός της ευθύνης μεταξύ των συναδικοπραγησάντων καθώς και ο καθορισμός του ποσοστού συνεισφοράς ή αποζημίωσης μεταξύ τους γίνεται εφ' όσον επιδοθούν σχετικές ειδοποιήσεις επί τη βάσει των νομοθετικών αυτών διατάξεων (Επίσημος Παραλήπτης κ.ά. v. Δημητρίου κ.ά. (1997) 336, στη σελ. 355, Σπύρου κ.ά v. Ανδρέου - Λανίτου κ.ά (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1538, στις σελ. 1563-4). Τέτοιες ειδοποιήσεις δεν επεδόθηκαν στην προκείμενη αγωγή.»
Η εφεσείουσα, με πέντε λόγους έφεσης, αμφισβητεί τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν απέδειξε την υπόθεσή της. Στην ουσία, αμφισβητεί την ορθότητα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και των ευρημάτων που στηρίχθηκαν σ' αυτή, ως και την επάρκεια της αιτιολογίας της απόφασης - (λόγοι έφεσης 2, 3, 4) - την ορθότητα της ερμηνείας του Άρθρου 43(1)(2) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 - (λόγος έφεσης 1) - και, τέλος, την ορθότητα της διαδικασίας που ακολούθησε η δίκη - (λόγος έφεσης 5).
Θα εξετάσουμε τους λόγους έφεσης 2, 3 και 4 ταυτόχρονα, αφού, με αυτούς, ουσιαστικά, ένα είναι το παράπονο της εφεσείουσας - ότι δεν αξιολογήθηκε ορθά η μαρτυρία η οποία υπήρχε και η οποία καταδείκνυε την παράνομη επέμβαση.
Ο συνήγορος της εφεσείουσας, για να καταδείξει το εσφαλμένο και αντινομικό της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, μας παρέπεμψε σε σημεία της μαρτυρίας της, του συζύγου της αλλά και των μαρτύρων 1, 2 και 3, τα οποία, υπέβαλε, δεν αξιολογήθηκαν. Ειδικότερα, ανέφερε ότι η μαρτυρία της εφεσείουσας και του συζύγου της παραγνωρίστηκε εντελώς. Η έλλειψη αυτή, κατέληξε, καθιστά τη διαπίστωση - ότι τα όσα οι Μ.Ε.1, 2 και 3 ανέφεραν «υπήρξαν ανεπαρκή» για απόδειξη της υπόθεσης - εσφαλμένη. Εάν, υπέβαλε, η μαρτυρία τους εξεταζόταν στο σύνολό της και υπό το φως των όσων η εφεσείουσα και ο σύζυγός της κατέθεσαν, η διαπίστωση θα ήταν διαφορετική.
Στην υπόθεση Παπαχριστοφόρου v. Καπνίση κ.ά. (2005) 1 Α.Α.Δ. 244, στην οποία και το πρωτόδικο Δικαστήριο παραπέμπει σε σχέση με το ζήτημα της παράνομης επέμβασης, αναφέρονται τα εξής:- (σελ. 250-251)
«Στο σύγγραμμα Hallsbury's Laws of England, 3η έκδοση, τόμος 38, σελ. 740 παραγρ. 1205, διαβάζουμε τα εξής:
'Where there is no act of direct intrusion on another person's property, liability in trespass does not arise though liability may arise in nuisance or negligence.'
Σε δική μας μετάφραση:
'Όπου δεν υπάρχει άμεση παρείσδυση στην περιουσία του άλλου, τότε δεν υπάρχει ευθύνη για παράνομη επέμβαση αλλά μπορεί να υπάρξει ευθύνη για οχληρία ή αμέλεια.'
Στο σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Torts, 16η έκδοση σελ. 230 παραγ. 3-38, φαίνεται ότι σε περιπτώσεις όπως τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης που ο ισχυρισμός της εφεσείουσας είναι ότι η διαπλάτυνση του μονοπατιού έγινε με τρόπο που οδήγησε στην μελλοντική υποχώρηση της δόμης, στοιχειοθετείται μάλλον αμέλεια και όχι παράνομη επέμβαση. Βέβαια με βάση το Άρθρο 43 του δικού μας περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, η παράνομη επέμβαση μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους ως εξής: (1) Με οποιαδήποτε παράνομη είσοδο στην περιουσία ή (2) οποιαδήποτε παράνομη πρόκληση ζημίας ή (3) με παράνομη παρέμβαση σε τέτοια περιουσία από οποιοδήποτε πρόσωπο. Στην παρούσα περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο με το να αναφέρει ότι δεν έχει ικανοποιηθεί ότι η αιτία της πτώσης της δόμης που έγινε σε αργότερο στάδιο ήταν η διαπλάτυνση του μονοπατιού, δείχνει ότι εξέτασε την υπόθεση και με βάση τη (2) από τις πιο πάνω πτυχές της παράνομης επέμβασης, δηλαδή με το κριτήριο της παράνομης πρόκλησης ζημιάς και όχι μόνο κατά πόσο εισήλθαν οι εφεσίβλητοι στα κτήματα της εφεσείουσας.»
Προκύπτει, από την απόφαση, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε και ούτε αξιολόγησε τη μαρτυρία της εφεσείουσας και του συζύγου της. Θεώρησε, προφανώς έχοντας υπόψη μόνο τον πρώτο τρόπο διάπραξης της παράνομης επέμβασης, ότι οι μόνοι που θα μπορούσαν να αποδείξουν το γεγονός και τον τρόπο διάπραξής της ήταν οι Μ.Ε.1, 2 και 3, οι οποίοι, όμως, δε γνώριζαν την επί τόπου κατάσταση πριν από τις ενέργειες των εφεσιβλήτων, καίτοι διαπίστωσαν επί τόπου υψομετρική διαφορά. Η προσέγγιση αυτή δεν είναι ορθή. Λαμβάνοντας υπόψη τη δικογραφημένη θέση της εφεσείουσας, τους διαζευκτικούς τρόπους με τους οποίους είναι δυνατό να διαπραχθεί παράνομη επέμβαση και την έλλειψη αξιολόγησης της μαρτυρίας, τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί των γεγονότων είναι επισφαλή. Η παράλειψή του να αξιολογήσει τη μαρτυρία και να προσδιορίσει με σαφήνεια τι αποδέχεται δημιουργεί κενό στη βάση των διαπιστώσεών του. Είχε καθήκον να εξετάσει και τους τρεις τρόπους διάπραξης της επέμβασης και να αποφασίσει. Αναφέροντας ότι το πλάτος της διάβασης ήταν οκτώ πόδια όσο, δηλαδή, αυτό ήταν και πριν από την, κατ' ισχυρισμό, επέμβαση, φανερώνει ότι εξέτασε την υπόθεση με βάση τον τρόπο 1 - δηλαδή εάν υπήρξε παράνομη είσοδος στα κτήματα της εφεσείουσας - χωρίς να στρέψει την προσοχή του σε λεπτομέρειες της μαρτυρίας του Μ.Ε.1, σε σχέση με σημεία του κτήματος της εφεσείουσας που βρίσκονται εκτός της περίφραξης, και στους διαζευκτικούς τρόπους διάπραξης παράνομης επέμβασης.
Οι πιο πάνω παραλείψεις στερούν την πρωτόδικη απόφαση από την απαραίτητη δικαστική κρίση επί των επιδίκων θεμάτων και καθιστούν τα ευρήματα του Δικαστηρίου ελλιπή. Το κενό που υπάρχει σ' αυτά είναι, εξ αντικειμένου, αδύνατο να πληρωθεί κατ' εφαρμογή των εξουσιών του Εφετείου. Υπό τις περιστάσεις, αναπόφευκτα, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και εκδίδεται διάταγμα επανεκδίκασης της αγωγής.
Με την κατάληξή μας αυτή, θεωρούμε αχρείαστη την ενασχόλησή μας με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης.
Η έφεση επιτυγχάνει, με €1.600 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ της εφεσείουσας.
Εκδίδεται διάταγμα επανεκδίκασης της αγωγής από άλλο Δικαστή.
Τα έξοδα της πρώτης δίκης θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της δεύτερης.
Η έφεση επιτρέπεται με €1.600 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ της εφεσείουσας. Διατάσσεται επανεκδίκαση της αγωγής από άλλο Δικαστή. Τα έξοδα της πρώτης δίκης θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της δεύτερης.