ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 1 ΑΑΔ 549
18 Μαΐου, 2009
[ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ
ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
(ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤOY SHADY AL KARAZZA
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ
HABEAS CORPUS,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΥΠΟΥΡΓΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
ΚΑΙ/ Ή ΤΟΝ ΑΡΧΗΓΟ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ.
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 28/2009)
Προνομιακά εντάλματα ― Habeas Corpus ― Αίτηση για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus για απελευθέρωση του αιτητή ο οποίος εκρατείτο για σκοπούς απέλασης ― Απόρριψη αίτησης λόγω του ότι: (α) η κράτηση συνιστούσε διοικητική πράξη στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου ελεγχόμενη μόνο στο πλαίσιο της Αναθεωρητικής Δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, (β) σημειώθηκε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας και (γ) υπήρχε δυνατότητα άσκησης εναλλακτικού ένδικου μέσου.
Διοικητικό Δίκαιο ― Διοικητικές πράξεις οι οποίες δεν εξωτερικεύονται ― Δεν αποκτούν νομική οντότητα.
Κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας ― Χρήση διαφορετικών ένδικων μέσων για επιδίωξη του ιδίου σκοπού ― Καταχώρηση προσφυγής για ακύρωση απόφασης κράτησης του αιτητή για σκοπούς απέλασης και καταχώρηση αίτησης Habeas Corpus για απελευθέρωση του αιτητή από νόμιμη κράτηση για σκοπούς απέλασης.
Προνομιακά εντάλματα ― Habeas Corpus ― Διάταγμα κράτησης και απέλασης ― Παρατεταμένη κράτηση ― Δεν επενεργεί προς όφελος του υπό κράτηση ατόμου, εάν προκλήθηκε από τον ίδιο.
Ο αιτητής ο οποίος είναι Σύριος, υπόβαλε την παρούσα αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus, ώστε να αφεθεί εντελώς από αστυνομική κράτηση στην οποία βρίσκεται από 6.1.2009.
Οι καθ' ων η αίτηση ήγειραν προδικαστική ένσταση, προβάλλοντας ισχυρισμό ότι το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας όπως επιληφθεί και εκδικάσει την υπόθεση λόγω της ύπαρξης των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης η νομιμότητα ή εγκυρότητα των οποίων δεν μπορεί να ελεγχθεί με ένταλμα habeas corpus.
Ο αιτητής έφθασε νόμιμα στην Κύπρο στις 15.5.2004 και απέκτησε προσωρινή άδεια παραμονής μέχρι τις 15.5.2005 για να εργαστεί σε συγκεκριμένο εργοδότη στο Ακάκι. Έκτοτε ανανεωνόταν η άδεια παραμονής του, μέχρι που του παραχωρήθηκε προσωρινή άδεια παραμονής τελική και μη ανανεώσιμη μέχρι την 12.2.2009. Ο αιτητής εγκατέλειψε το χώρο εργασίας του στις 31.10.2008 και ανεζητείτο από τις Αρχές. Στις 6.1.2009 συνελήφθηκε και εκδόθηκαν αυθημερόν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης. Ο αιτητής καταχώρησε στο Ανώτατο Δικαστήριο προσφυγή εναντίον των προαναφερθέντων διαταγμάτων, η οποία και εκκρεμεί από τον Ιανουάριο 2009.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η κράτηση του αιτητή με σκοπό την απέλασή του συνιστά διοικητική πράξη, η οποία εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο αποκλειστικά και μόνο μέσω της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
2. Η απουσία γνωστοποίησης των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης στον αιτητή, συνιστά προϋπόθεση εκδόσεως εντάλματος Habeas Corpus στη βάση του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος, αφού σε τέτοια περίπτωση δεν υπάρχει έρεισμα για την κράτησή του.
3. Τα σχετικά στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, οδηγούν αναποφεύκτως στο συμπέρασμα ότι ο αιτητής έλαβε γνώση όλων των ουσιωδών γεγονότων έκτοτε. Εξ άλλου τέτοια γνώση αποδεικνύεται και από την καταχώρηση της προσφυγής του αιτητή. Για να προβεί στην προσβολή διοικητικής πράξης ο αιτητής, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, την οποία προωθεί, αυτό σημαίνει ότι ο ίδιος πιστεύει ότι είχε τελειοποιηθεί η διοικητική πράξη με την απόφαση για κράτηση και απέλασή του και ασφαλώς δέχεται ότι είχε γνώση της ύπαρξής της. Ο αιτητής όφειλε να αναφέρει στην αίτησή του όλα τα ουσιώδη γεγονότα τα οποία και έτειναν να αποδείξουν την γνώση του αναφορικά με τα επίδικα διατάγματα, όμως δεν το έπραξε.
4. Οι ενέργειες του αιτητή υποδηλούν ότι αξιοποίησε το εναλλακτικό ένδικο μέτρο της προσφυγής με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος, αποστερώντας έτσι το παρόν Δικαστήριο να επιληφθεί της αίτησής του δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος αλλά και προκαλώντας αναπόφευκτα κώλυμα κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας.
5. Η θέση του αιτητή, σε σχέση με το παρατεταμένο του χρόνου κράτησής του χωρίς να εκτελεσθεί το διάταγμα απέλασης, δεν ευσταθεί, αφού κατά κύριο λόγο οφείλεται στην παράλειψη του ιδίου να παραδώσει οποιοδήποτε διαβατήριο το οποίο ακόμα δεν έχει εντοπισθεί από τις Αρχές.
Η αίτηση απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Annander v. Annander (1982) 1 C.L.R. 479,
Dogan v. Αστυνομίας (1995) 1 Α.Α.Δ. 301,
Vassiliou a.ο. v. Police Disciplinary Committee (1979) 1 C.L.R. 46,
Popa v. Δημοκρατίας, Αίτηση Αρ. 7/2000, ημερ. 14.1.2000,
Hadjiyiorki v. Republic (1977) 3 C.L.R. 144,
Rana Wahed Ali v. Δημοκρατίας (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1791,
Kashir Saleemi, Αίτηση Αρ. 153/2004, ημερ. 7.10.2004,
Constantinides v. Vima (1983) 1 C.L.R. 348,
Καλφοπούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 55,
Khlaief v. Δημοκρατίας (Αρ.1) (2003) 1 Α.Α.Δ. 1402.
Αίτηση.
Α. Μάγος με Χρ. Μάγο, για τον Αιτητή.
Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Την άμεση απελευθέρωσή του από αστυνομική κράτηση στην οποία έχει τεθεί από την 6.1.2009 επιζητεί ο αλλοδαπός αιτητής, μέσω της παρούσας αίτησής του για έκδοση προνομιακού εντάλματος τύπου habeas corpus. Όπως ισχυρίζεται, ενώ βρισκόταν νόμιμα στη Δημοκρατία, ήταν κάτοχος άδειας παραμονής (alien card) και εργαζόταν καταβάλλοντας εισφορές κοινωνικών ασφαλίσεων, κατά την ως άνω ημερομηνία και χωρίς αποχρώντα λόγο, συνελήφθη και τέθηκε έκτοτε υπό κράτηση στα κρατητήρια των Κεντρικών Φυλακών, χωρίς να του προσαχθεί οποιαδήποτε κατηγορία.
Μια διαφορετική εικόνα από εκείνη που έδωσε ο αιτητής δίδουν οι καθ' ων η αίτηση, με την Ένσταση την οποία καταχώρησαν, η οποία υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση Διοικητικής Λειτουργού στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης. Σύμφωνα με αυτήν, ο Σύρος αιτητής, ο οποίος αφίχθηκε νόμιμα στην Κύπρο στις 15.5.2004, αποτάθηκε και του παραχωρήθηκε προσωρινή άδεια παραμονής μέχρι τις 15.5.2005 για να εργαστεί σε συγκεκριμένο εργοδότη στο Ακάκι. Έκτοτε η άδεια παραμονής του ανανεωνόταν, μέχρι που του παραχωρήθηκε προσωρινή άδεια παραμονής τελική και μη ανανεώσιμη μέχρι την 12.2.2009. Όμως, ο αιτητής εγκατέλειψε το χώρο εργασίας του στις 31.10.2008 και εξαφανίστηκε, οπότε ανεζητείτο από τις Αρχές. Εντοπίστηκε στις 6.1.2009 από αστυνομικούς και συνελήφθη, ενώ την ίδια ημέρα εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης. Εναντίον της κράτησης και προτιθέμενης απέλασής του, ο αιτητής καταχώρησε στο Ανώτατο Δικαστήριο την Προσφυγή Αρ. 65/2009, η οποία και εκκρεμεί από τον Ιανουάριο 2009.
Βασιζόμενοι σ' αυτά τα στοιχεία, οι καθ' ων η αίτηση με την Ένστασή τους εγείρουν κατ' αρχή ένα προδικαστικής φύσεως λόγο ένστασης και, ανεξάρτητα από τούτο, πέντε άλλους λόγους ουσίας.
Σύμφωνα με την προδικαστική ένσταση των καθ' ων η αίτηση, το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας όπως επιληφθεί και εκδικάσει την υπόθεση λόγω της ύπαρξης των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης η νομιμότητα ή εγκυρότητα των οποίων δεν μπορεί να ελεγχθεί με ένταλμα habeas corpus.
Αγορεύοντας, ο συνήγορος του αιτητή παρέπεμψε σε νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου που σχετίζεται κυρίως με την αναγκαιότητα γνωστοποίησης της έκδοσης διαταγμάτων κράτησης και απέλασης και με το ανεπίτρεπτο της παρατεταμένης για μεγάλο χρονικό διάστημα κράτησης, χωρίς την εκτέλεση διατάγματος απέλασης. Ο ίδιος συνήγορος πρόσθεσε πως σύμφωνα με τον αιτητή, ουδέποτε του επιδόθηκαν οποιαδήποτε διατάγματα κράτησης ή απέλασης όπως ισχυρίζονται οι καθ' ων η αίτηση, ούτε και ενημερωτική επιστολή. Επομένως, οποιοδήποτε έρεισμα μπορούσε να υπάρξει στην εισήγηση ότι επρόκειτο περί απόφασης που εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου, εδώ δεν στοιχειοθετείται. Εξάλλου, η παρατεταμένη κράτηση του αιτητή για διάστημα που υπερβαίνει τους πέντε μήνες, χωρίς ικανοποιητική δικαιολογία, συνιστά αφ' εαυτής λόγο έκδοσης του αιτουμένου εντάλματος.
Στη δική της αγόρευση η συνήγορος των καθ' ων η αίτηση ανέπτυξε τη θέση της επί της προδικαστικής ένστασης ως προς τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου με παραπομπή στη νομολογία. Ανέπτυξε επίσης το λόγο ένστασης ως προς την ύπαρξη εναλλακτικής θεραπείας, την οποία εδώ ο αιτητής άσκησε εν πάση περιπτώσει, καταχωρώντας προσφυγή η οποία και εκκρεμεί. Αυτό το γεγονός, σύμφωνα με τη συνήγορο, ισοδυναμεί με κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Ο αιτητής συνελήφθη και κρατείται νόμιμα, δυνάμει διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, τα οποία του κοινοποιήθηκαν δεόντως. Ως προς την παρατηρηθείσα καθυστέρηση στην απέλαση του αιτητή, αυτή θα πρέπει να ειδωθεί μέσα στο πλέγμα των δυσκολιών τις οποίες αντιμετωπίζουν οι αρχές και οι οποίες εν πολλοίς οφείλονται στο γεγονός ότι δεν έχει ανευρεθεί το διαβατήριο του αιτητή.
Η προδικαστική ένσταση περί αναρμοδιότητας/έλλειψης δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.
Είναι καλά νομολογημένη η αρχή σύμφωνα με την οποία κάθε απόφαση/διάταγμα που εκδίδεται από το αρμόδιο όργανο για την κράτηση και απέλαση ενός αλλοδαπού, συνιστά διοικητική πράξη και ως τέτοια υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο αποκλειστικά και μόνο μέσω της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Από την άλλη, το ένταλμα habeas corpus είναι ένα προνομιακό ένταλμα που έχει το χαρακτήρα μιας ασυνήθιστης θεραπείας, το οποίο εκδίδεται δικαιωματικά και με βάση το Άρθρο 155.4 του Συντάγματος, αφ' ης στιγμής αποδειχθεί η παρανομία στην κράτηση ενός προσώπου. (Βλ. Annander v. Annander (1982) 1 C.L.R. 479, Dogan v. Αστυνομίας (1995) 1 Α.Α.Δ. 301, Vassiliou a.ο. v. Police Disciplinary Committee (1979) 1 C.L.R. 46).
Επομένως, όπως τονίστηκε μεταξύ άλλων και στην υπόθεση Valentina Popa v. Δημοκρατίας, Αίτηση Αρ. 7/2000, ημερ. 14.1.2000, εφόσον η νομιμότητα των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, εμπίπτει εντός της δικαιοδοσίας που αποδίδεται από το Σύνταγμα με το Άρθρο 146.1, άλλο Δικαστήριο δεν κατέχει εξουσία να προβεί σε δικαστικό έλεγχο της νομιμότητας ή εγκυρότητας τέτοιων διαταγμάτων, παρά μόνο έχει τέτοια δικαιοδοσία Δικαστήριο αναθεωρητικής δικαιοδοσίας.
Για να μπορεί όμως να ενεργοποιηθεί η αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος και παράλληλα να αποκλείεται η άσκηση δικαιοδοσίας ελέγχου μέσω προνομιακού εντάλματος με βάση το Άρθρο 155.4, έχει επίσης καθιερωθεί από τη νομολογία η αναγκαιότητα για γνωστοποίηση της ύπαρξης των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης προς τον κρατούμενο, πριν από την καταχώρηση του ένδικου μέσου του. Όπως είχε λεχθεί και στην υπόθεση Hadjiyiorki v. Republic (1977) 3 C.L.R. 144, εφόσον η έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης συνιστούν διοικητικές πράξεις, αυτές για να είναι έγκυρες και να μπορούν να προσβληθούν, θα πρέπει να εξωτερικευθούν ή να τελειοποιηθούν μέσα από την κοινοποίησή τους προς τον αιτητή. Όπως επιβεβαιώθηκε και στην υπόθεση Rana Wahed Ali v. Δημοκρατίας (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1791, σε περίπτωση κατά την οποία αποδεικνύεται ότι ο αιτητής σε αίτηση για έκδοση εντάλματος habeas corpus είχε λάβει γνώση της ύπαρξης των εναντίον του διαταγμάτων, τότε το Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί και εκδώσει τέτοιο ένταλμα. Στην απουσία όμως γνωστοποίησης των διαταγμάτων στον αιτητή, τότε δεν υπάρχει έρεισμα για την κράτησή του και μπορεί να εκδοθεί ένταλμα στη βάση του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος. (Βλ. επίσης Kashir Saleemi, Αίτηση Αρ. 153/2004, ημερ. 7.10.2004).
Εφαρμοζομένων των ανωτέρω αρχών στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης παρατηρώ τα εξής:
Μετά τον ισχυρισμό του αιτητή στην αίτησή του ότι νόμιμα βρισκόταν στην Κύπρο και ότι η σύλληψή του έγινε χωρίς αποχρώντα λόγο, οι καθ' ων η αίτηση, με την ένορκη δήλωση της προαναφερθείσας Λειτουργού, παρουσίασαν τα εκδοθέντα διατάγματα κράτησης και απέλασης του ημερομηνίας 6.1.2009 (Τεκμήρια 14(α) και (β) αντίστοιχα στην ένορκη δήλωση). Περαιτέρω, παρουσίασαν ως Τεκμήριο 15, επιστολή ίδιας ημερομηνίας η οποία απευθύνεται προς τον αιτητή και με την οποία αυτός επληροφορείτο ότι είχε κηρυχθεί παράνομος μετανάστης και ότι είχαν εκδοθεί εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασής του. Όπως προστίθεται στην παράγραφο 15 της ένορκης δήλωσης προς υποστήριξη της Ένστασης, παρά το ότι ο αιτητής γνωρίζει και την Αγγλική γλώσσα, εν τούτοις η επιστολή-Τεκμήριο 15 συνοδευόταν και από την επιστολή-Τεκμήριο 17 η οποία περιείχε το ίδιο περιεχόμενο στην Αραβική. Όμως, ο αιτητής αρνήθηκε να παραλάβει και να υπογράψει τις επιστολές οπότε ο Αν. Λοχίας 504 και ο Αστυφύλακας 1153, οι οποίοι του είχαν ζητήσει να τις παραλάβει και να υπογράψει για την παραλαβή τους, προέβηκαν σε ιδιόχειρη καταχώρηση του γεγονότος τούτου. Πράγματι δε, στην επιστολή-Τεκμήριο 15 υπάρχει ιδιόχειρη σημείωση ως προς το γεγονός τούτο.
Λαμβανομένων υπόψη των πιο πάνω στοιχείων τα οποία τέθηκαν ενόρκως ενώπιον του Δικαστηρίου και λαμβανομένου περαιτέρω υπόψη του γεγονότος ότι η ενόρκως δηλούσα δεν διαψεύσθηκε ή αμφισβητήθηκε με οποιανδήποτε συμπληρωματική ένορκη δήλωση, ή με αντεξέταση η οποία δεν επιχειρήθηκε, ή με προφορική μαρτυρία, εκλαμβάνω τα όσα αναφέρονται στα επίμαχα σημεία της ένορκης δήλωσης και υποστηρίζονται από τα κατατεθέντα έγγραφα, ως αληθινά. Οδηγούμαι δε στο συμπέρασμα ότι πράγματι ο αιτητής είχε λάβει γνώση των ουσιωδών γεγονότων έκτοτε. Μια τέτοια γνώση αποδεικνύεται εξάλλου και από το ίδιο το γεγονός ότι ο αιτητής μέσω του δικηγόρου του προέβη στην καταχώρηση της Προσφυγής Αρ. 65/2009 κατά την 20.1.2009. Για να προβεί στην προσβολή διοικητικής πράξης ο αιτητής, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, την οποία και προωθεί, αυτό σημαίνει ότι ο ίδιος πιστεύει ότι είχε τελειοποιηθεί η διοικητική πράξη με την απόφαση για κράτηση και απέλασή του και ασφαλώς δέχεται ότι είχε γνώση της ύπαρξής της. Σχετική προς τούτο είναι και η επιστολή του δικηγόρου του αιτητή ημερομηνίας 22.1.2009 (Τεκμήριο 16 στην Ένσταση), η οποία απευθύνθηκε προς το Διευθυντή Τμήματος Μετανάστευσης πληροφορώντας τον για την καταχώρηση της προσφυγής και διαμαρτυρόμενος για παράνομη κράτηση του αιτητή. Σημειώνεται δε ότι τα ουσιώδη αυτά γεγονότα, ούτε κάν τα ανάφερε στην αίτησή του ο αιτητής, όπως ώφειλε.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους δεν μπορώ παρά να αποδεχτώ την εισήγηση που προωθήθηκε στην Ένσταση περί έλλειψης δικαιοδοσίας όπως επιληφθώ της παρούσας διαδικασίας.
Συντρέχει βέβαια εδώ και ο περαιτέρω λόγος γι' απόρριψη της αίτησης, ο οποίος σχετίζεται με την εισήγηση για κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Αυτός ο λόγος εκπηγάζει ακριβώς από το γεγονός της καταχώρησης και εκκρεμότητας της Προσφυγής Αρ. 65/2009 από τον ίδιο αιτητή. Με την προσφυγή ο αιτητής ανακινεί την αναθεωρητική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, με βάση το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος, για τον έλεγχο της νομιμότητας της κράτησής του προς το σκοπό απέλασής του.
Είναι καλά καθιερωμένη αρχή στη νομολογία, σύμφωνα με την οποία η λήψη μέτρων γι' αποφυγή κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας (abuse of the process of the court) εδράζεται στην εγγενή εξουσία και το καθήκον του Δικαστηρίου να ελέγχει την ενώπιόν του διαδικασία, αποτρεπομένης της αξιοποίησης παράλληλων ή πολλαπλών ένδικων μέσων. (Constantinides v. Vima (1983) 1 C.L.R. 348, Καλφοπούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 55).
Στην παρούσα περίπτωση, ο ίδιος ο αιτητής με τις ενέργειές του δέχεται ότι υπήρξε προς αυτόν διαθέσιμο υπαλλακτικό ένδικο μέσο, αυτό της προσφυγής με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος το οποίο και αξιοποίησε. Με τη χρησιμοποίηση δε εκείνου του ένδικου μέσου, πέραν της αποστέρησης δικαιοδοσίας από το παρόν Δικαστήριο να επιληφθεί της Αίτησής του δυνάμει του Άρθρου 155.4, προκάλεσε αναπόφευκτα και/ή επιπρόσθετα και κώλυμα κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας με τη λήψη του δεύτερου τούτου ένδικου μέσου παράλληλα με το πρώτο.
Τελειώνοντας θα πρόσθετα ότι και στο θέμα της εισήγησης για παρατεταμένη για μεγάλο χρονικό διάστημα κράτησης του αιτητή χωρίς να εκτελεσθεί το διάταγμα απέλασης και πάλι δίδεται ικανοποιητική δικαιολογία στην ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της Ένστασης, η οποία κατά κύριο λόγο οφείλεται στο ότι ο αιτητής δεν παρέδωσε οποιοδήποτε διαβατήριο το οποίο δεν έχει ακόμα εντοπισθεί από τις Αρχές. (Βλ. Khlaief v. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2003) 1 Α.Α.Δ. 1402).
Η αίτηση αναπόφευκτα απορρίπτεται. Υπό τις περιστάσεις όμως δεν εκδίδεται καμιά διαταγή εξόδων.
Η αίτηση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.