ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2009) 1 ΑΑΔ 407

10 Απριλίου, 2009

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ

ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ

ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ MANDAMUS,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ

ΣΤΙΣ 16.03.09 ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 4934/03:

ΛΑΪΚΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΛΤΔ,

Ενάγοντες,

v.

1. ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

2. ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

3. ΛΕΩΝΙΔΑ ΛΕΩΝΙΔΟΥ,

Εναγομένων.

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 21/2009)

 

Προνομιακά εντάλματα ― Mandamus ― Αίτηση για άδεια καταχώρησης αίτησης Mandamus με το οποίο να διατάσσεται το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας να εκδώσει ενδιάμεση απόφαση σε ένσταση που υπέβαλαν οι ενάγοντες κατά τη διαδικασία εξέτασης μάρτυρος και επίσης να αναστείλει τη διαδικασία της αγωγής εκκρεμούσης της αίτησης ― Άρνηση άδειας, υπήρχε δυνατότητα άσκησης άλλου ένδικου μέσου και δεν στοιχειοθετήθηκαν εξαιρετικές περιστάσεις ώστε το Δικαστήριο να επέμβει σ' αυτό το ζήτημα με το ένδικο μέσο που χρησιμοποιήθηκε.

Κατά την ακρόαση της αγωγής υπ' αρ. 4934/2003 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, την οποία ήγειρε η Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ εναντίον του εναγομένου - αιτητή στην παρούσα διαδικασία, κατέθεσε μάρτυρας η οποία ανέφερε ότι οι πληροφορίες που κατέχει ως Λειτουργός στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είναι εμπιστευτικές, σύμφωνα με το Άρθρο 3 του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου του 2001, (Ν.64(Ι)/2001), και, ως εκ τούτου, έχει υποχρέωση να μην τις αποκαλύψει, εκτός εάν διαταχθεί από το Δικαστήριο. Το Δικαστήριο αφού άκουσε τα επιχειρήματα των συνηγόρων, απευθύνθηκε προς τη μάρτυρα αναφέροντας, μεταξύ άλλων ότι: «....... δεν θα σας πω αν θα απαντήσετε ούτε αν δεν θα απαντήσετε στις ερωτήσεις που θα σας υποβάλει ο κ. Καντούνας. Είναι δικαίωμα του οποιουδήποτε μάρτυρα είναι εκεί, όχι μόνο για τους λόγους που επικαλείστε εσείς, αλλά και για δικούς του άλλους λόγους, άσχετους με τα απόρρητα, να μην απαντά ερωτήσεις.»

Ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα αίτηση επιδιώκοντας άδεια για καταχώρηση αίτησης Mandamus με το οποίο να διατάσσεται το Δικαστήριο να εκδώσει ενδιάμεση απόφαση στην ένσταση την οποία υπέβαλαν οι ενάγοντες κατά την διαδικασία εξέτασης της μάρτυρος και περαιτέρω για αναστολή της διαδικασίας της αγωγής εκκρεμούσης της παρούσας αίτησης. Υποστηρίχθηκε συναφώς ότι το Δικαστήριο είχε υποχρέωση να αποφασίσει το ζήτημα για το οποίο είχε εγερθεί ένσταση και η απόφασή του να μην το πράξει ισοδυναμούσε με άρνηση απονομής της δικαιοσύνης.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε και ανέλυσε τα κριτήρια και τους λόγους για τους οποίους εκδίδονται τα προνομιακά εντάλματα, απέρριψε την αίτηση για τον λόγο ότι ο αιτητής είχε τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει το εναλλακτικό ένδικο μέσο της έφεσης και ότι απουσίαζαν οι εξαιρετικές περιστάσεις, ώστε το Δικαστήριο να επέμβει σ' αυτό το ζήτημα με το ένδικο μέσο που χρησιμοποιήθηκε.

Η αίτηση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Κωνσταντινίδης (2003) 1 Α.Α.Δ.1298,

Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535,

Γενικός Εισαγγελέας (2004) 1 Α.Α.Δ. 1516.

Αίτηση.

Κ. Καντούνας, για τον Αιτητή.

Cur. adv. vult.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση, ο αιτητής - εναγόμενος στην Αγωγή Αρ. 4934/2003, η οποία καταχωρήθηκε από τη Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ. στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, ζητά την άδεια του Δικαστηρίου για να καταχωρίσει αίτηση για έκδοση εντάλματος Mandamus, με το οποίο να διατάσσεται το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας να εκδώσει ενδιάμεση απόφαση σε ένσταση που υπέβαλαν οι ενάγοντες κατά τη διαδικασία εξέτασης μάρτυρος. Περαιτέρω, ζητά αναστολή κάθε διαδικασίας στην ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου αγωγή, εκκρεμούσης της παρούσας αίτησης.

Τα γεγονότα, στα οποία στηρίζεται η αίτηση, αναφέρονται στην ένορκη δήλωση του αιτητή και έχουν, σε συντομία, ως εξής:-

Κατά την ακρόαση της αγωγής, η οποία αφορά απαίτηση της Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ. εναντίον του - ο ίδιος έχει ανταπαίτηση - και, συγκεκριμένα, στις 26/2/2009, μάρτυρας, η οποία κατέθετε, ανέφερε ότι οι πληροφορίες που κατέχει ως Λειτουργός στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είναι εμπιστευτικές, σύμφωνα με το Άρθρο 3 του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου του 2001, (Ν. 64(Ι)/2001), και, ως εκ τούτου, έχει υποχρέωση να μην τις αποκαλύψει, εκτός εάν διαταχθεί από το Δικαστήριο. Οι συνήγοροι επιχειρηματολόγησαν επί του ζητήματος και, στις 16/3/2009, το Δικαστήριο, απευθυνόμενο προς τη μάρτυρα, ανέφερε, μεταξύ άλλων, τα εξής:-

«... δεν θα σας πω ούτε αν θα απαντήσετε ούτε αν δεν θα απαντήσετε στις ερωτήσεις που θα σας υποβάλει ο κ. Καντούνας.  Είναι δικαίωμα του οποιουδήποτε μάρτυρα είναι εκεί, όχι μόνο για τους λόγους που επικαλείστε εσείς, αλλά και για δικούς του άλλους λόγους, άσχετους με τα απόρρητα, να μην απαντά ερωτήσεις.»

Με τα πιο πάνω, αναφέρει ο ενόρκως δηλών, το Δικαστήριο, ουσιαστικά, δεν αποφάσισε ως είχε υποχρέωση το ζήτημα για το οποίο είχε εγερθεί ένσταση, γεγονός που ισοδυναμεί με άρνηση απονομής δικαιοσύνης. Με βάση νομική συμβουλή, καταλήγει, πιστεύει ότι ο τρόπος με τον οποίο ενήργησε το Δικαστήριο είναι εσφαλμένος, καταχρηστικός και πεπλανημένος.

Ο συνήγορος του αιτητή, υποστηρίζοντας την αίτηση ενώπιόν μου, δεν αρνήθηκε ότι, στην προκείμενη περίπτωση, στον αιτητή παρέχεται άλλο ένδικο μέσο - της έφεσης στο τέλος της διαδικασίας - η συνέχιση, όμως, της υπόθεσης, ανέφερε, στο παρόν στάδιο, χωρίς να αποφασιστεί το συγκεκριμένο ζήτημα, κατά πόσο δηλαδή η μάρτυς θα έπρεπε να απαντήσει συγκεκριμένες ερωτήσεις, ισοδυναμεί με αδυναμία απονομής της δικαιοσύνης.

Τα κριτήρια, που πρέπει να ικανοποιούνται για τη χορήγηση άδειας για καταχώριση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος, έχουν, κατ' επανάληψη, αναλυθεί από τη νομολογία.

Στην Κωνσταντινίδης (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298, αναφέρεται:- (σελ. 1303-1304)

«Στο παρόν στάδιο το δικαστήριο κατά την ενάσκηση της διακριτικής του εξουσίας εξετάζει κατά πόσον υπάρχει συζητήσιμη εκ πρώτης όψεως υπόθεση που να δικαιολογεί επαρκώς την παραχώρηση της αιτούμενης άδειας. Δεν χρειάζεται να εμβαθύνει περισσότερο στην υπόθεση. Είναι αρκετό σε αυτό το στάδιο με βάση το υλικό που βρίσκεται ενώπιον του δικαστηρίου να δικαιολογείται η παραχώρηση τέτοιας άδειας: Γενικός Εισαγγελέας v. Χρίστου (1962) C.L.R. 129, Εξ πάρτε Νίνα Παναρέτου (1972) 1 C.L.R. 165, Κακος (1985) 1 C.L.R. 250, Αργυρίδης (1987) 1 C.L.R. 23, A.L.S. Aircraft Leasing System Ltd. (2000) 1 Α.Δ.Δ. 51.

Οι λόγοι για τους οποίους εκδίδονται προνομιακά εντάλματα περιλαμβάνουν:

(α)   Έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας.

(β)   Έκδηλη πλάνη Νόμου.

(γ)   Προκατάληψη ή συμφέρον από τα πρόσωπα που λαμβάνουν την απόφαση.

(δ)   Δόλο ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης.

(ε) Παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.

(Βλ. μεταξύ άλλων, Αναφορικά με τον Τζεννάρο Περρέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692).»

Στην απόφαση της Ολομέλειας Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535, αναφέρονται σχετικά τα εξής:- (σελ. 1541-1542)

«Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα και, περαιτέρω, στην περίπτωση όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα. (Βλ., μεταξύ άλλων, R. v. Secretary of State [1986] 1 All ER 717, Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Στ. Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469 και Χρ. Μιχαήλ και Στ. Μιχαηλίδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 247). Στη Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, διευκρινίστηκε, ορθά, ότι η αρχή αυτή 'ισχύει γενικά, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα'. Έστω, δηλαδή, και αν ο προβαλλόμενος λόγος είναι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. (Βλ., επίσης, Σ. Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552). Αν δε, παρά τη μη ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για certiorari, η μη ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων συνιστά, a fortiori, λόγο απόρριψης της αίτησης.»

Στη Γενικός Εισαγγελέας (2004) 1 Α.Α.Δ. 1516, γίνεται αναφορά σε απόσπασμα από τους Halsbury's Laws of England, 3rd Edition, Volume 11, σελ. 62, § 119, σε σχέση με το νομικό σφάλμα:- (σελ. 1523)

«'Where the proceedings are regular upon their face and the inferior tribunal had jurisdiction, the superior court will not grant the order of certiorari on the ground that the inferior tribunal had misconceived a point of law. When the inferior tribunal has jurisdiction to decide a matter, it cannot (merely because it incidentally misconstrues a statute, or admits illegal evidence, or rejects legal evidence, or misdirects itself as to the weight of the evidence, or convicts without evidence) be deemed to exceed or abuse its jurisdiction.'

Σε μετάφραση:

'Όπου η διαδικασία είναι στην όψη της κανονική και το κατώτερο δικαστήριο είχε δικαιοδοσία, το ανώτερο δικαστήριο δεν θα εκδώσει ένταλμα certiorari για το λόγο ότι το κατώτερο δικαστήριο πλανήθηκε επί νομικού σημείου. Όταν το κατώτερο δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να αποφασίσει ένα θέμα, δεν μπορεί (απλώς επειδή παρεμπιπτόντως παρερμηνεύει ένα νόμο ή επιτρέπει την εισαγωγή παράνομης μαρτυρίας, ή απορρίπτει νόμιμη μαρτυρία, ή καθοδηγεί εσφαλμένα τον εαυτό του αναφορικά με το βάρος της μαρτυρίας, ή καταδικάζει χωρίς μαρτυρία) να θεωρηθεί ότι υπερβαίνει ή καταχράται τη δικαιοδοσία του.'»

Από τα πιο πάνω, είναι φανερό ότι, εκεί που προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο, δε δικαιολογείται αίτηση αυτής της φύσεως, εκτός εάν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις.

Δεν έχουν, στην παρούσα περίπτωση, με την ένορκη δήλωση του αιτητή, αναφερθεί οποιεσδήποτε εξαιρετικές περιστάσεις. Τα όσα ο συνήγορος του αιτητή επικαλέστηκε, δε συνιστούν εξαιρετικές περιστάσεις, ώστε, παρά την ύπαρξη του ένδικου μέσου της έφεσης, να δικαιολογείται η παραχώρηση της αιτούμενης άδειας.

Η αίτηση απορρίπτεται.

H αίτηση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο