ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(2009) 1 ΑΑΔ 271
20 Μαρτίου, 2009
[ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ,
Εφεσείων-Ενάγων,
v.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΚΤΙΝΟΣ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητης-Εναγόμενης.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 158/2007)
Πολιτική Δικονομία ― Επανεκδίκαση ― Επανεκδίκαση υπόθεσης από άλλο Δικαστή του θέματος των αποζημιώσεων τις οποίες αξίωνε ο ενάγων για δυσφήμιση ― Κατά πόσο ήταν απαραίτητο να παρουσιάζετο μαρτυρία ενώπιον του επανεκδικάζοντος Δικαστηρίου για καθορισμό του ύψους των αποζημιώσεων ― Κατά πόσο ήταν ορθή η επιδίκαση μόνο ονομαστικών αποζημιώσεων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή του εφεσείοντος - ενάγοντος για δυσφήμιση εναντίον του από την εφεσίβλητη εκδότρια εταιρεία με το σκεπτικό ότι, αν και τα δημοσιεύματα ήταν δυσφημιστικά, η εφεσίβλητη απέδειξε την αλήθεια τους ώστε να μπορούσε να επικαλεστεί την ανάλογη υπεράσπιση.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση και το Εφετείο αποδέχθηκε την έφεση, αφού έκρινε ότι δεν μπορούσε να επιτύγχανε η υπεράσπιση της αλήθειας. Διέταξε δε επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή εναντίον των πρώτων εφεσιβλήτων, μόνον αναφορικά με την αποτίμηση του ύψους της αποζημίωσης που εδικαιούτο ο εφεσείων ενόψει των εναντίον των δυσφημιστικών δημοσιευμάτων.
Κατά την επανεκδίκαση δεν προσεφέρθη μαρτυρία από οποιαδήποτε πλευρά, και οι συνήγοροι περιορίσθηκαν σε αγορεύσεις, με παραπομπή και σε μαρτυρία που είχε παρουσιαστεί στην πρώτη δίκη. Το επανεκδικάζον Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι αγορεύσεις των συνηγόρων και τα όποια επιχειρήματα τέθηκαν δεν αντικαθιστούσαν τη μαρτυρία και δεν μπορούσαν να αποτελέσουν υπόβαθρο για καθορισμό των αποζημιώσεων. Αποτέλεσμα δε αυτού ήταν να μην αφήνεται άλλη επιλογή από την επιδίκαση ονομαστικών αποζημιώσεων, τις οποίες και καθόρισε στις £10 και δεν εξέδωσε οποιαδήποτε διαταγή εξόδων.
Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της προσέγγισης του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Οι συνήγοροι επέρριψαν ευθύνη στο Δικαστήριο κατά το ότι αφέθηκαν με την εντύπωση ότι τα γεγονότα ήσαν ενώπιόν του από την προηγούμενη δίκη και ότι η επανεκδίκαση θα εγίνετο μόνο με αγορεύσεις, εξ ου και αυτοί κατά τις αγορεύσεις τους παρέπεμψαν στη μαρτυρία της πρώτης δίκης χωρίς αρνητική παρατήρηση του Δικαστηρίου. Υποστήριξαν περαιτέρω οι συνήγοροι ότι ουσιαστικά υιοθέτησαν τη μαρτυρία που είχε δοθεί στην πρώτη δίκη.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Αν η απόφαση του Εφετείου για επανεκδίκαση αφορούσε το ίδιο Δικαστή, ούτως ώστε αυτός να φέρει εις πέρας την υπόθεση καθορίζοντας την αποζημίωση επί του συνόλου της μαρτυρίας που είχε παρουσιασθεί ενώπιόν του, όσο επαρκής ή ανεπαρκής και αν ήταν αυτή, η πορεία της υπόθεσης θα ήταν διαφορετική.
2. Στο αντιπαραθετικό σύστημα, ο τρόπος διεξαγωγής της δίκης κατά την επανεκδίκαση δεν ήταν ευθύνη του Δικαστή αλλά των διαδίκων, οι οποίοι είχαν πλήρη αντίληψη της διαταγής του Εφετείου. Η εισήγηση του συνηγόρου του εφεσείοντος ότι το Δικαστήριο, αν θεωρούσε ότι δεν υπήρχε ενώπιόν του οποιαδήποτε μαρτυρία όφειλε να αρνηθεί τον περιορισμό της ακρόασης σε αγορεύσεις, αντιστρέφει τα πράγματα και παρερμηνεύει το ρόλο του Δικαστή.
3. Όμως, κατά την επανεκδίκαση, το Δικαστήριο είχε ενώπιόν του - ως στοιχεία της νέας δίκης η οποία διεξήχθη στη βάση της διαπίστωσης του Εφετείου ότι τα δημοσιεύματα ήταν δυσφημιστικά και ότι η υπεράσπιση της αλήθειας δεν είχε έρεισμα στη βάση των υφισταμένων δικογράφων - τα δυσφημιστικά δημοσιεύματα, την έκταση και το περιεχόμενό τους και την επαγγελματική υπόσταση του εφεσείοντος που ήταν μέρος του δικογράφου του και παραδεκτό. Θα μπορούσε δε το επανεκδικάζον Δικαστήριο, εφ' όσον η δεύτερη δίκη διεξήχθη ακριβώς ως προς τον καθορισμό της αποζημίωσης και δεν εδόθη μαρτυρία, να περιορίζετο σε αυτά τα στοιχεία και μόνο, όσο ανεπαρκή και αν ήσαν, για να καθορίσει την αποζημίωση επιδικάζοντας ανάλογα μικρό ποσό αντί μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις.
4. Η έφεση επιτυγχάνει ως προς αυτό το μέρος και το ποσό της αποζημίωσης καθορίζεται σε €1.500.
Η έφεση επιτράπηκε με €2.000 έξοδα, πρωτοδίκως και κατ' έφεση, υπέρ του εφεσείοντος.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Φιλίππου v. Εκδόσεις Αρκτίνος κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 1124.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Σταύρου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 12160/95), ημερομ. 15.5.2007.
Κ. Μιχαηλίδης, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Μηλιώτου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Χατζηχαμπής.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η απόφαση εναντίον της οποίας στρέφεται η έφεση προέκυψε μετά από επανεκδίκαση. Αγωγή του Εφεσείοντος εναντίον της Εφεσίβλητης, εκδότριας εφημερίδας, για δυσφήμιση περιεχόμενη σε τρία εύματα της, απερρίφθη πρωτοδίκως εφ' όσον διεπιστώθη ότι, αν και τα δημοσιεύματα ήσαν δυσφημιστικά, η Εφεσίβλητη απέδειξε την αλήθεια τους ώστε να μπορούσε να επικαλεσθεί την ανάλογη υπεράσπιση. Έφεση του Εφεσείοντα κατά της απόφασης εκείνης (Φιλίππου v. Εκδόσεις Αρκτίνος κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 1124) ήταν επιτυχής, εφ' όσον το Εφετείο έκρινε ότι δεν μπορούσε να επετύγχανε η υπεράσπιση της αλήθειας. Καθ' όσον το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είχε ασχοληθεί με τον υπολογισμό της αποζημίωσης, το Εφετείο είχε να αποφασίσει ως προς τα περαιτέρω. Το Εφετείο έκρινε ότι το ίδιο δεν μπορούσε να αποφανθεί επί της αποζημίωσης διότι (σ. 1132):
«. ενώπιον του Εφετείου δεν υπάρχουν όλα τα απαραίτητα στοιχεία, όπως π.χ. για την κυκλοφορία της εφημερίδας 'ΠΟΛΙΤΗΣ' στις 20.9.99 αλλά και αναφορικά με τη φήμη του εφεσείοντα και την έκταση της ζημιάς που υπέστηκε σ'αυτή εξαιτίας των δυσφημιστικών δημοσιευμάτων.»
Η κατάληξη ήταν η ακόλουθη (σ.1132):
«Κατά συνέπεια κρίνουμε ότι η μόνη ενδεδειγμένη διαδικασία, υπό τις περιστάσεις, είναι η διαταγή για επανεκδίκαση της υπόθεσης εναντίον των πρώτων εφεσιβλήτων, μόνον αναφορικά με την αποτίμηση του ύψους της αποζημίωσης που ο εφεσείων δικαιούται ενόψει των εναντίον του δυσφημιστικών δημοσιευμάτων. Ως εκ τούτου διατάσσομε την επανεκδίκαση της αγωγής του εφεσείοντα-ενάγοντα εναντίον των πρώτων εφεσιβλήτων-εναγομένων 1, από άλλο Δικαστή, μόνον ως προς το ζήτημα της αποτίμησης του ύψους της αποζημίωσης που ο εφεσείων δικαιούται εναντίον των πρώτων εφεσιβλήτων αναφορικά με τα επίδικα δυσφημιστικά δημοσιεύματα εναντίον του. Το δικαστήριο που θα εκδικάσει την υπόθεση, μόνον ως προς το ζήτημα της αποζημίωσης, θα πρέπει να πάρει ως δεδομένο πως τα δυσφημιστικά δημοσιεύματα είχαν την έννοια που απέδωσε σ' αυτά το πρωτόδικο δικαστήριο στην απόφασή του ημερ. 6.8.2004 και ότι οι προβληθείσες υπερασπίσεις απέτυχαν.»
Στη βάση της διαταγής αυτής, η υπόθεση ετέθη ενώπιον άλλου δικαστή. Κατά την ούτω διαταχθείσα επανεκδίκαση δεν προσεφέρθη μαρτυρία από οποιαδήποτε πλευρά παρά μόνο οι ευπαίδευτοι συνήγοροι περιορίσθησαν σε αγορεύσεις, με παραπομπή και σε μαρτυρία που είχε παρουσιασθεί στην πρώτη δίκη. Ο ευπαίδευτος Δικαστής, με σταθερό σημείο αναφοράς ότι η ενώπιον του διαδικασία ήταν επανεκδίκαση, δηλαδή δίκη de novo, έστω και επί του θέματος της αποζημίωσης μόνο, και όχι συνέχιση της πρώτης δίκης, απεφάσισε ότι ήταν απαραίτητο να επαρουσιάζετο μαρτυρία ενώπιόν του για να μπορούσε να προσδιορίζετο η αποζημίωση. Όπως υπέδειξε, η νομολογία δείχνει ότι (σ. 5):
«. είναι πολλοί οι παράγοντες που επηρεάζουν το ύψος των αποζημιώσεων είτε προς τα πάνω είτε προς τα κάτω. Οι παράγοντες αυτοί συναρτώνται με τη θέση του Ενάγοντος στην κοινωνία, τη φύση και έκταση του λιβελογραφήματος, τη γενικότερη συμπεριφορά του Εναγομένου πριν και μετά τη δυσφήμιση, τον τρόπο διεξαγωγής της υπεράσπισης, την τυχόν απολογία, την πρόκληση ειδικής ζημιάς, την αποτυχία υπεράσπισης της αλήθειας και την επανάληψη της δυσφήμισης (βλ. I.C.P. (Cyprus) Ltd v. Times Newspapers Ltd and Another [1972] 4 J.S.C. 455 και Εταιρεία Δημοσιογραφική Χ.Λ.Σ. Λτδ v. Φαλκονέττι (1988) 1 Α.Α.Δ. 958). Επιπλέον παράγοντες που ενδέχεται να οδηγήσουν σε μείωση της αποζημίωσης παρατίθενται στα Άρθρα 17(2) και 23 του Κεφ. 148 ενώ τέλος επιβαρυντικά μπορεί να επενεργήσει μαρτυρία που να καταδεικνύει μεγάλη κυκλοφορία της εφημερίδας (βλ. Gatley on Libel & Slander (7η έκδοση) παρ. 1235 υπό τον τίτλο "Mode and extent of publication")».
Παρατήρησε δε περαιτέρω, με αναφορά και στη νομολογία, τα ακόλουθα (σ. 5-6):
«Στην προκειμένη περίπτωση πλην των δεδομένων που αναφύονται από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ότι δηλαδή τα δημοσιεύματα είναι δυσφημιστικά, έχοντας την έννοια που απέδωσε σ' αυτά το πρωτόδικο Δικαστήριο και ότι οι προβληθείσες υπερασπίσεις της Εναγόμενης 1 απέτυχαν, δεν υπάρχουν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, στοιχεία και δεδομένα για καθορισμό του ύψους των αποζημιώσεων. Οι διάδικοι, με προεξάρχουσα την πλευρά του Ενάγοντος επέλεξαν να μην προσκομίσουν μαρτυρία, περιοριζόμενοι μόνο σε αγορεύσεις. Οι αγορεύσεις όμως και τα όποια επιχειρήματα ετέθησαν δεν αντικαθιστούν τη μαρτυρία και δεν μπορεί να αποτελέσουν υπόβαθρο για καθορισμό των αποζημιώσεων. Ο Ενάγων, ως θα όφειλε αν η δίκη διεξαγόταν για πρώτη φορά, έπρεπε απαραιτήτως να προσκομίσει μαρτυρία και στοιχεία που να σχετίζονται με τους παράγοντες που επιδρούν στον καθορισμό των αποζημιώσεων. Πράττοντας τούτο, θα μπορούσε και η πλευρά της Εναγόμενης 1 να προσκόμιζε μαρτυρία και στοιχεία που θα συνηγορούσαν προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Κατά τις αγορεύσεις, αμφότεροι οι δικηγόροι στηρίχθηκαν και σε κάποιες περιπτώσεις παρέπεμψαν το Δικαστήριο στα τεκταινόμενα της προηγούμενης δίκης. Αναφέρθηκαν σε μαρτυρία (προφορική και γραπτή) που παρουσιάστηκε, σε διαπιστώσεις και ευρήματα του προηγούμενου δικαστηρίου ακόμα και σε αξιολόγηση στην οποία προέβη. Ακόμα έγινε αναφορά στην τακτική και στάση που τήρησε η πλευρά των Εναγομένων κατά την προηγούμενη πρωτόδικη διαδικασία. Το παρόν Δικαστήριο όμως δεν νομιμοποιείται να ανατρέξει στα τεκταινόμενα της προηγούμενης δίκης. Να υπενθυμίσω απλώς ότι ήταν άλλο Δικαστήριο που εκδίκασε την υπόθεση την πρώτη φορά και όχι το παρόν Δικαστήριο και ότι η εδώ διεξαχθείσα δίκη ήταν επανεκδίκαση. Νέα εξ υπαρχής δίκη δηλαδή, έστω και για τον περιορισμένο σκοπό για τον οποίο διεξήχθη.»
Τόνισε μάλιστα και μια άλλη διάσταση (σ. 8):
«Πέραν των λόγων που ανέφερα πιο πάνω, το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγω είναι πιστεύω και αναπόφευκτο από τα όσα υπέδειξε και το Εφετείο στην απόφασή του. Απασχόλησε, υπενθυμίζω, το Εφετείο το θέμα των αποζημιώσεων και συγκεκριμένα κατά πόσο θα μπορούσε να προχωρήσει το ίδιο στον καθορισμό του ύψους των αποζημιώσεων. Έκρινε δε πως κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο αφού δεν υπήρχαν ενώπιον του όλα τα αναγκαία στοιχεία. Αν λοιπόν το Εφετείο κατά την ενάσκηση της δευτεροβάθμιας του εξουσίας, όπου είχε πλήρη και απρόσκοπτη πρόσβαση τόσο στα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας όσο και των κατατεθέντων τεκμηρίων, αποφάνθηκε πως δεν μπορούσε να καθορίσει το ύψος των αποζημιώσεων, πως είναι δυνατό να ζητείται απ' αυτό το Δικαστήριο στα πλαίσια μιας καινούργιας δίκης επί του επίμαχου θέματος και χωρίς να προσκομιστεί ίχνος μαρτυρίας, να το πράξει.»
Μόνη επιλογή της υπό τις συνθήκες, κατέληξε ο ευπαίδευτος Δικαστής, ήταν η επιδίκαση ονομαστικών αποζημιώσεων £10 και η μη έκδοση διαταγής ως προς τα έξοδα.
Η έφεση αμφισβητεί την ορθότητα της προσέγγισης αυτής. Επιρρίπτεται ευθύνη στο Δικαστήριο κατά το ότι άφησε τους συνηγόρους με την εντύπωση ότι τα γεγονότα ήσαν ενώπιόν του από την προηγούμενη δίκη και ότι η επανεκδίκαση θα εγίνετο μόνο με αγορεύσεις, εξ ου και οι συνήγοροι κατά τις αγορεύσεις τους παρέπεμψαν στη μαρτυρία της πρώτης δίκης χωρίς αρνητική παρατήρηση του Δικαστηρίου. Μάλιστα, λέγεται περαιτέρω, οι συνήγοροι ουσιαστικά υιοθέτησαν τη μαρτυρία που είχε δοθεί στην πρώτη δίκη.
Ως θέμα αρχής, ορθώς βεβαίως ο ευπαίδευτος Δικαστής έλαβε ως αφετηρία του σκεπτικού του την απόφαση του Εφετείου, το οποίο διέταξε την επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο δικαστή ως προς το ύψος της αποζημίωσης και μόνο, με δεδομένο το δυσφημιστικό των δημοσιευμάτων. Η σημασία της διαταγής αυτής ήταν καθοριστική αφού εξυπάκουε όχι συνέχιση της δίκης αλλά νέα δίκη επί των αποζημιώσεων. Αν το Εφετείο είχε διατάξει, εφ' όσον υπήρξε πλήρης ακρόαση, όπως η υπόθεση επανέλθει στο Δικαστή ο οποίος είχε εκδικάσει την αγωγή ώστε αυτός να την περατώσει καθορίζοντας, με δεδομένη τώρα την απόρριψη της υπεράσπισης της αλήθειας, την αποζημίωση επί της όλης μαρτυρίας που είχε παρουσιασθεί ενώπιόν του, όσο επαρκής ή ανεπαρκής και αν ήταν αυτή, η πορεία της υπόθεσης θα ήταν διαφορετική αφού τότε ο Δικαστής εκείνος θα εβασίζετο όντως στην ήδη δοθείσα μαρτυρία. Δεν έγινε όμως αυτό. Εν όψει λοιπόν της απόφασης του Εφετείου, και στην απουσία οποιασδήποτε δεδηλωμένης συμφωνίας των μερών ως προς την από κοινού υιοθέτηση μαρτυρίας από την πρώτη δίκη, ο ευπαίδευτος Δικαστής αντελήφθη το δικό του ρόλο όπως καταγράφηκε στα παρατεθέντα αποσπάσματα. Ούτε είναι βεβαίως επιτρεπτό για αυτό το Εφετείο είτε να σχολιάσει τη σοφία της πορείας που επέλεξε να διατάξει το προηγούμενο Εφετείο είτε να την αναδιαμορφώσει. Εκλαμβάνουμε τη διαταγή ως δεδομένη και ανάλογη είναι η αντίκριση που ακολούθησε.
Δεν είναι επομένως δίκαιη η απόδοση ευθύνης στον ευπαίδευτο Δικαστή για την κατάληξη της υπόθεσης. Στο αντιπαραθετικό σύστημα, ο τρόπος διεξαγωγής της δίκης κατά την επανεκδίκαση δεν ήταν δική του ευθύνη αλλά των διαδίκων, οι οποίοι είχαν πλήρη αντίληψη της διαταγής του Εφετείου. Ουδόλως έχουμε παραπεμφθεί στα πρακτικά σε οτιδήποτε θα μπορούσε να εκληφθεί ως εκ μέρους του Δικαστηρίου καθορισμός της εμβέλειας της δίκης, η δε μη παρέμβαση στην πορεία που οι συνήγοροι επέλεξαν δεν μπορούσε να ερμηνευθεί άλλως παρά ως ορθή αποχή του διαιτητή από την αρένα και μάλιστα σε μια θερμά πολεμηθείσα υπόθεση που απέληξε σε επανεκδίκαση. Η εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου για τον Εφεσείοντα ότι το δικαστήριο, αν θεωρούσε ότι δεν υπήρχε ενώπιόν του οποιαδήποτε μαρτυρία όφειλε να αρνηθεί να περιοριστεί η ακρόαση σε αγορεύσεις, αντιστρέφει τα πράγματα και παρερμηνεύει το ρόλο του δικαστή. Η δε εισήγηση ότι το δικαστήριο κατά τις αγορεύσεις δεν απέτρεψε την αναφορά που έγινε στα τεκμήρια της πρώτης δίκης, δεν παίρνει μακριά τα πράγματα. Το δικαστήριο μπορούσε να αναφερόταν στα ίδια τα δημοσιεύματα εφ' όσον η δυσφήμιση ήταν δεδομένη και τα δημοσιεύματα περιείχοντο στα δικόγραφα. Δεν μπορούσε όμως να εβασίζετο στη μαρτυρία που εδόθη στην πρώτη δίκη ως προς την κυκλοφορία της εφημερίδας εκτός αν οι συνήγοροι με κοινή και σαφή δήλωσή τους καθιστούσαν τη μαρτυρία που είχε δοθεί στην πρώτη δίκη μαρτυρία και κατά την επανεκδίκαση. Ιδιαίτερα εν όψει του ότι ο ίδιος ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντος, αγορεύοντας κατά την επανεκδίκαση, διατύπωσε τη διαφωνία του σε οποιαδήποτε αναφορά στα ευρήματα του δικαστηρίου κατά την πρώτη δίκη, λέγοντας ότι το δικαστήριο δεν μπορούσε να τα ελάμβανε υπ' όψη καθ' όσον «εκείνη η απόφαση είναι όλη που απερρίφθη, δεν απερρίφθη ένα απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, είναι τα θεμέλια της αποφάσεως που κατέρρευσαν».
Φρονούμε όμως ότι ο ευπαίδευτος Δικαστής επλανήθη στη συνέχεια. Μπορεί κατά την επανεκδίκαση να μην εδόθη μαρτυρία, υπήρχαν όμως ενώπιον του τα δυσφημιστικά δημοσιεύματα, η έκταση και το περιεχόμενό τους, και η επαγγελματική υπόσταση του Εφεσείοντος ως Διευθυντή του Λογιστηρίου της Αρχιεπισκοπής που ήταν μέρος του δικογράφου του και παραδεκτό. Αυτά ήσαν ενώπιον του ως στοιχεία της νέας δίκης η οποία διεξήχθη στη βάση της διαπίστωσης του Εφετείου ότι τα δημοσιεύματα ήσαν δυσφημιστικά και ότι η υπεράσπιση της αλήθειας δεν είχε έρεισμα και στη βάση των υφιστάμενων δικογράφων. Έστω και αν το προηγούμενο Εφετείο δεν θεώρησε τα στοιχεία αυτά, που ήσαν επίσης ενώπιον του στα πλαίσια της πρώτης δίκης, επαρκή για να μπορούσε να καθόριζε το ίδιο την αποζημίωση, ο ευπαίδευτος Δικαστής κατά την επανεκδίκαση μπορούσε, εφ' όσον η δεύτερη δίκη διεξήχθη ακριβώς ως προς τον καθορισμό της αποζημίωσης και δεν εδόθη μαρτυρία, να περιορίζετο σε αυτά τα στοιχεία και μόνο, όσο ανεπαρκή και αν ήσαν, για να καθορίσει την αποζημίωση επιδικάζοντας ανάλογα μικρό ποσό αντί μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις.
Επιτυγχάνει λοιπόν ως προς τούτο η έφεση και παραμερίζονται η πρωτόδικη απόφαση και διαταγή για έξοδα. Καθορίζουμε το ποσό της αποζημίωσης σε €1.500. Η αντέφεση δεν θα μας απασχολήσει εν όψει του περιορισμού του υπολογισμού της αποζημίωσης στα ως άνω στοιχεία και ως εκ του ότι η ίδια έχει ως βάση το μετριασμό των αποζημιώσεων. Επιδικάζονται €2.000 έξοδα πρωτοδίκως και κατ' έφεση στον Εφεσείοντα.
Η έφεση επιτρέπεται με €2.000 έξοδα, πρωτοδίκως και κατ' έφεση, υπέρ του εφεσείοντος.