ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 1 ΑΑΔ 107
27 Ιανουαρίου, 2009
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
CYPRIO SUN HOLIDAYS LTD,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,
v.
A. PAPOUIS HOTELS LTD,
Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 83/2006)
Συναλλαγματική ― Αγωγή στη βάση μεταχρονολογημένης επιταγής η οποία δεν εξαργυρώθηκε κατά την παρουσίασή της στην τράπεζα από τους δικαιούχους, μετά από οδηγίες των εκδοτών της επιταγής ― Κατά πόσο οι εκδότες της επιταγής είχαν δικαίωμα να σταματήσουν την εξαργύρωσή της, επικαλούμενοι λόγους έλλειψης αντιπαροχής ― Ο περί Συναλλαγματικών Νόμος, Κεφ. 262.
Οι εφεσείοντες - εναγόμενοι (οι εφεσείοντες) εξέδωσαν μεταχρονολογημένη επιταγή επ' ονόματι των εφεσιβλήτων - εναγόντων (οι εφεσίβλητοι) για ποσό Λ.Κ.4.000, στα πλαίσια της μεταξύ τους συμφωνίας ημερομηνίας 12.6.2002, με την οποία οι εφεσίβλητοι αναλάμβαναν να έχουν στη διάθεση των εφεσειόντων, για εξυπηρέτηση πελατών τους από την Πολωνία, αριθμό δωματίων στο ξενοδοχείο τους Avenida Beach Hotel, στη Λεμεσό. Η πιο πάνω επιταγή δεν εξαργυρώθηκε από την τράπεζα, αφού είχαν δοθεί προς τούτο οδηγίες από τους εφεσείοντες.
Οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν αγωγή εναντίον των εφεσειόντων αξιώνοντας το ποσό των Λ.Κ.4.000, αξία της επιταγής. Το Δικαστήριο, αφού παρέθεσε τις σχετικές με το εγειρόμενο ζήτημα διατάξεις του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262, κατέληξε ότι η αξία της επίδικης επιταγής συνίσταται στο αντικείμενο της συμφωνίας της 12.6.2002, δηλαδή την παροχή δωματίων σε πελάτες των εφεσειόντων, και ότι οι εφεσίβλητοι κατέστησαν κάτοχοι της επιταγής κατά τον προσήκοντα τρόπο.
Το Δικαστήριο απέρριψε τη θέση των εφεσειόντων περί πλήρους ανυπαρξίας ή αποτυχίας του ανταλλάγματος για το οποίο είχε εκδοθεί η επιταγή και εξέδωσε απόφαση εναντίον τους και υπέρ των εφεσειόντων για το ποσό των Λ.Κ.4.000.
Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση. Οι λόγοι έφεσης είναι συναφείς μεταξύ τους και με αυτούς οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα προσέγγισε και αξιολόγησε τη μαρτυρία, λανθασμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε στα γεγονότα, στα οποία κατέληξε, το νόμο, με αποτέλεσμα την κατάληξη ότι αυτοί απέτυχαν να αποδείξουν την έλλειψη αντιπαροχής και επίσης ότι οι οδηγίες τους προς την τράπεζα για τη μη πληρωμή της επίδικης επιταγής ήσαν δικαιολογημένες.
Αποφασίστηκε ότι:
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εξέταση και αξιολόγηση όλων όσων τέθηκαν ενώπιόν του, τα οποία και υπήχθησαν ορθά στο νομικό πλαίσιο που διέπει το ζήτημα. Τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα, σε συνάρτηση με τα γεγονότα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, κάθε άλλο παρά δικαιολογούσαν συμπέρασμα απουσίας αντιπαροχής. Τα ενίοτε υπάρχοντα προβλήματα και παράπονα πελατών των εφεσειόντων, στα οποία και οι δύο πλευρές αναφέρθηκαν, δεν εξειδικεύθηκαν από τους εφεσείοντες, οι οποίοι είχαν και το βάρος απόδειξης, εάν και σε ποια αξία αντιστοιχούσαν, ώστε να μπορεί να γίνεται λόγος για έλλειψη αντιπαροχής. Και υποθετικά, έστω να γίνει δεκτό ότι υπήρξε παράβαση της συμφωνίας, αυτό, από μόνο του, δεν αποδεικνύει την έλλειψη αντιπαροχής, σε σχέση με την επίδικη επιταγή. Το ότι η αξία της επιταγής είχε ως αντικείμενο τη συμφωνία της 12.6.2002 δεν οδηγεί, άνευ ετέρου, σε έλλειψη αντιπαροχής για το σύνολο της αξίας της. Ενδεχομένως, εάν οι εφεσείοντες συνεπεία του περιστατικού, υπέστησαν ζημιά, να δικαιούνται σε αποζημιώσεις, οι οποίες, όμως, είναι ζήτημα ανεξάρτητο της πληρωμής της επίδικης επιταγής, για την οποία υπήρξε αντάλλαγμα. Οι εφεσείοντες δεν εξειδίκευσαν την αξία των υπηρεσιών που δεν προσφέρθηκαν.
Η έφεση απορρίφθηκε με €1.300 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ των εφεσιβλήτων.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Kίτσιος, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 223/03), ημερομ. 25.1.2006.
Α. Φυλαχτού, για Ν. Νεοκλέους, για τους Εφεσείοντες.
Δ. Μιχαηλίδης, για Χρ. Τριανταφυλλίδη, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η υπόθεση αφορά έφεση εναντίον απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού στην Αγωγή υπ' Αρ. 223/03, με την οποία επιδικάστηκε υπέρ των εφεσιβλήτων - (εναγόντων) και εναντίον των εφεσειόντων - (εναγομένων) ποσό Λ.Κ.4.000. Αυτό αποτελούσε αξία μιας επιταγής, η οποία, κατά την παρουσίασή της στην τράπεζα από τους εφεσίβλητους, επ' ονόματι των οποίων αυτή είχε εκδοθεί, δεν εξαργυρώθηκε, αφού είχαν δοθεί προς τούτο οδηγίες από τους εφεσείοντες.
Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου αποτελούσε κοινό έδαφος ότι πέντε επιταγές, μεταξύ των οποίων και η επίδικη, είχαν εκδοθεί μεταχρονολογημένες επ' ονόματι των εφεσιβλήτων, στα πλαίσια συμφωνίας, με την οποία αυτοί αναλάμβαναν να έχουν στη διάθεση των εφεσειόντων, για εξυπηρέτηση πελατών τους από την Πολωνία, αριθμό δωματίων στο ξενοδοχείο τους Avenida Beach Hotel, στη Λεμεσό. Με την υπογραφή της συμφωνίας και την παράδοση των επιταγών, οι εφεσίβλητοι υπέγραψαν δήλωση ότι η εξαργύρωσή τους θα γινόταν μόνο, εάν δεν υπήρχαν προβλήματα με πελάτες των εφεσειόντων.
Οι τέσσερις επιταγές εξαργυρώθηκαν, όχι, όμως, και η τελευταία, αφού, καθώς πρόβαλαν οι εφεσείοντες, οι εφεσίβλητοι παρέβησαν τη συμφωνία τους, για δύο λόγους:-
(α) Δέχθηκαν στο ξενοδοχείο τους πελάτες ανταγωνιστών τους από την Πολωνία.
(β) Υπήρχαν παράπονα από πελάτες που παρέμειναν στο ξενοδοχείο τους, σε σχέση με τις υπηρεσίες που προσφέρθηκαν.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση των μη αμφισβητούμενων στα δικόγραφα ισχυρισμών, της μαρτυρίας που έγινε αποδεκτή, προερχόμενης και από τις δύο πλευρές - στην ουσία αυτή δεν αλληλοσυγκρουόταν - διαπίστωσε τα γεγονότα της υπόθεσης ως εξής:-
«Οι Ενάγοντες είναι δεόντως εγγεγραμμένη εταιρεία στην Κύπρο και ασχολείται με τη διαχείριση ξενοδοχείων μεταξύ αυτών και το ξενοδοχείο Avenida στη Λεμεσό. Η εναγόμενη είναι επίσης εταιρεία δεόντως εγγεγραμμένη στην Κύπρο και ασχολείται με τουριστικές υπηρεσίες, προωθεί δε πελάτες από ξένες χώρες στην κυπριακή αγορά. Στις 12.06.2002 οι ενάγοντες συνήψαν συμφωνία με τους εναγόμενους όπως οι πρώτοι παρέχουν υπηρεσίες διαμονής και συναφείς άλλες υπηρεσίες σε πελάτες που θα τους έστελλαν στο ξενοδοχείο Avenida στη Λεμεσό και για την περίοδο από Ιούνιο 2002 μέχρι Οκτώβριο 2002. Για τις πιο πάνω υπηρεσίες εκδόθηκαν και παραδόθηκαν από την εναγόμενη προς την ενάγουσα πέντε επιταγές μεταχρονολογημένες μεταξύ αυτών και η επίδικη επιταγή η οποία ήταν για το ποσό των Λ.Κ.4.000 και πληρωτέα στις 15.10.2002. Η επίδικη επιταγή παρουσιάστηκε σε Τράπεζα για πληρωμή ωστόσο αυτή δεν πληρώθηκε με την ένδειξη 'STOP PAYMENT'. Είναι κοινώς αποδεκτό, ότι δυνάμει της συμφωνίας οι ενάγοντες είχαν την υποχρέωση να μη δέχονται Πολωνούς πελάτες από οποιαδήποτε άλλη εταιρεία πλην της εναγομένης.
Η συνεργασία των διαδίκων προχωρούσε με μικροπροβλήματα που σύμφωνα με την Μ.Ε.2 λύνονταν ενόσω ήταν μέσα στο ξενοδοχείο οι πελάτες των εναγομένων και είχαν ήδη πληρωθεί 4 επιταγές. Περί τον Οκτώβριο 2002 οι εναγόμενοι είχαν ζητήσει από τους ενάγοντες όπως παρέχουν υπηρεσίες διαμονής σε κάποια εκπαιδευτική ομάδα Πολωνών όμως οι εναγόμενοι απέστειλαν ως φαίνεται εκ παραδρομής κατάσταση με άλλους Πολωνούς που βρίσκονταν στο ξενοδοχείο τους και οι οποίοι όμως δεν είχαν σταλεί από τους εναγομένους. Μετά το γεγονός αυτό οι εναγόμενοι έπαυσαν την πληρωμή της τελευταίας επιταγής που είναι η επίδικη, καθ' ότι υπήρχαν πολλά παράπονα από πελάτες τους καθώς και άλλα προβλήματα στη συνεργασία τους, και λόγω μη παροχής διαμονής σε πελάτες τους ενώ είχαν προσφέρει τα δωμάτια σε πελάτες από την Πολωνία όχι όμως σε πελάτες των εναγομένων.»
Στη συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού παρέθεσε τις σχετικές με το εγειρόμενο ζήτημα διατάξεις του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262, κατέληξε ότι η αξία της επίδικης επιταγής συνίσταται στο αντικείμενο της συμφωνίας της 12/6/2002, δηλαδή την παροχή δωματίων σε πελάτες των εφεσειόντων, και ότι οι εφεσίβλητοι κατέστησαν κάτοχοι της επιταγής κατά τον προσήκοντα τρόπο.
Απέρριψε τη θέση των εφεσειόντων περί πλήρους ανυπαρξίας ή αποτυχίας του ανταλλάγματος, για το λόγο ότι αυτοί δεν παρουσίασαν, ως είχαν καθήκον, στοιχεία για τον αριθμό των πελατών που δεν διέμειναν στο ξενοδοχείο, χρεώσεις, τιμολόγια κ.ά. Απέρριψε, επίσης, τα όσα αναφέρθηκαν από τη μάρτυρα των εφεσειόντων - (αναφέρονται και στο Τεκμήριο 6) - «... περί προβλημάτων και παραπόνων από πελάτες των εναγομένων, οι οποίοι διέμεναν στο ξενοδοχείο ...», γιατί:-
«..., δεν ήταν προϊόν άμεσα δικής της γνώσης αλλά υπαλλήλων άλλων της εναγομένης και περαιτέρω δεν συνοδεύονταν από πειστικά στοιχεία είτε γραπτώς, είτε με λεπτομερείς αναφορές, ...»
Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με τρεις λόγους έφεσης, τους οποίους θα εξετάσουμε ταυτόχρονα, λόγω της συνάφειάς τους. Διατείνονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα προσέγγισε και αξιολόγησε τη μαρτυρία, όπως λανθασμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε στα γεγονότα, στα οποία κατέληξε, το νόμο, με αποτέλεσμα την κατάληξη ότι αυτοί απέτυχαν να αποδείξουν την έλλειψη αντιπαροχής και το δικαιολογημένο των οδηγιών προς την τράπεζα για τη μη πληρωμή της επίδικης επιταγής. Η παραδοχή, υπέβαλαν, από τους εφεσίβλητους ότι δέχθηκαν Πολωνούς τουρίστες συνιστά παραβίαση της συμφωνίας, στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε η επιταγή, και καταδεικνύει ότι δεν υπήρχε καλό και νόμιμο αντάλλαγμα γι' αυτή.
Οι προβαλλόμενοι λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν. Όλα όσα τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου εξετάστηκαν, αξιολογήθηκαν και υπήχθησαν ορθά στο νομικό πλαίσιο που διέπει το ζήτημα. Τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα, σε συνάρτηση με τα γεγονότα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, κάθε άλλο παρά δικαιολογούσαν συμπέρασμα απουσίας αντιπαροχής. Τα ενίοτε υπάρχοντα προβλήματα και παράπονα πελατών των εφεσειόντων, στα οποία και οι δύο πλευρές αναφέρθηκαν, δεν εξειδικεύθηκαν από τους εφεσείοντες, οι οποίοι είχαν και το βάρος απόδειξης, εάν και σε ποια αξία αντιστοιχούσαν, ώστε να μπορεί να γίνεται λόγος για έλλειψη αντιπαροχής. Τα όποια προβλήματα δημιουργούνταν κατά την παραμονή πελατών των εφεσειόντων στο ξενοδοχείο των εφεσιβλήτων δεν αμφισβητήθηκε ότι αντιμετωπίζονταν και επιλύονταν στα πλαίσια της συνεργασίας τους. Τούτο, άλλωστε, συνάγεται και από το γεγονός ότι οι εφεσείοντες, πριν από τις 20/11/2002, ημερομηνία που οι εφεσίβλητοι, με επιστολή τους, ζήτησαν πληρωμή του ποσού της επίδικης επιταγής, δε διαμαρτυρήθηκαν για παράπονα. Στην επιστολή τους προς τους εφεσίβλητους, ημερομηνίας 15/10/2002 - Τεκμήριο 9 - με την οποία τους πληροφόρησαν ότι σταμάτησαν την επιταγή, δεν ανέφεραν οτιδήποτε για παράπονα πελατών. Το περιστατικό με άλλους Πολωνούς πελάτες που διέμειναν στο ξενοδοχείο των εφεσιβλήτων, επίσης, αξιολογήθηκε ορθά, υπό το φως του συνόλου των περιστατικών της υπόθεσης. Και υποθετικά, έστω, να γίνει δεκτό ότι υπήρξε παράβαση της συμφωνίας, αυτό, από μόνο του, δεν αποδεικνύει την έλλειψη αντιπαροχής, σε σχέση με την επίδικη επιταγή. Το ότι η αξία της επίδικης επιταγής είχε ως αντικείμενο τη συμφωνία της 12/6/2002 δεν οδηγεί, άνευ ετέρου, σε έλλειψη αντιπαροχής για το σύνολο της αξίας της επιταγής. Ενδεχόμενα, εάν οι εφεσείοντες, συνεπεία του περιστατικού, υπέστησαν ζημιά, να δικαιούνται σε αποζημιώσεις, οι οποίες, όμως, είναι ζήτημα ανεξάρτητο της πληρωμής της επίδικης επιταγής, για την οποία υπήρξε αντάλλαγμα. Οι εφεσείοντες δεν εξειδίκευσαν την αξία των υπηρεσιών που δεν προσφέρθηκαν.
Η έφεση απορρίπτεται με €1.300 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ των εφεσιβλήτων.
Η έφεση απορρίπτεται με €1.300 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ των εφεσιβλήτων.