ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2009) 1 ΑΑΔ 91

23 Ιανουαρίου, 2009

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

1. ΝΙΚΗΤΑΣ ΝΙΚΗΤΑ,

2. ΑΝΤΡΕΑΣ ΝΙΚΗΤΑ,

3. ΕΥΡΟΥΛΑ ΝΙΚΗΤΑ,

4. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΝΙΚΗΤΑ,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

v.

ΛΑΪΚΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ (ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΙΣ) ΛΤΔ.,

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 365/2005)

 

Συμβάσεις ― Παρανομία ― Άρθρο 23 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 ― Σύμβαση ενοικιαγοράς αυτοκινήτου ― Κατά πόσο η σύμβαση ήταν παράνομη λόγω αλλοιώσεων τις οποίες υπέστη το αυτοκίνητο και οι οποίες αντίκειντο στο Άρθρο 17(α) του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972 (Ν. 86/1972), όπως τροποποιήθηκε ― Ποίο ρόλο διαδραματίζει το στοιχείο της γνώσης για να καθίσταται η διάθεση του αυτοκινήτου παράνομη ― Διαφοροποίηση της παρούσας υπόθεσης από την υπόθεση Glamor Development v. Christodoulou (1984) 1 C.L.R. 444.

Συμβάσεις ― Σύμβαση ενοικιαγοράς ― Φύση και τρόπος λειτουργίας σύμβασης ενοικιαγοράς εμπορευμάτων.

Οι εφεσίβλητοι - ενάγοντες (οι εφεσίβλητοι), χρηματοδοτικός οργανισμός, τερμάτισαν τη σύμβαση ενοικιαγοράς την οποία συνήψαν με τον εφεσείοντα 1 για το συνολικό ποσό των £9.170. Αντικείμενο της σύμβασης ήταν η χρηματοδότηση του εφεσείοντα 1 να ενοικιάσει αυτοκίνητο με δικαίωμα αγοράς του αυτοκινήτου στο τέλος της σύμβασης. Ο τερματισμός της σύμβασης έγινε επειδή ο εφεσείων 1 σταμάτησε να καταβάλλει τις μηνιαίες δόσεις του οι οποίες μέχρι τις 20.9.2002, ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των £1917.36.

Οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν αγωγή αξιώνοντας εναντίον του εφεσείοντος 1, ως πρωτοφειλέτη, και των εγγυητών του, το υπόλοιπο του τιμήματος, πλέον τόκους. Επιπρόσθετα, αξίωσαν εναντίον του εφεσείοντος διάταγμα για παράδοση σ' αυτούς  του αυτοκινήτου και περαιτέρω διάταγμα για πώλησή του με δημόσιο πλειστηριασμό.

Ο εφεσείων και οι εγγυητές του με κοινή έκθεση υπεράσπισης ενώ παραδέχονταν τη σύναψη της σύμβασης, ισχυρίζονταν ότι το αντικείμενο της ενοικιαγοράς ήταν παράνομο και ως εκ τούτου δεν είχαν καμιά υποχρέωση να εξοφλήσουν το υπόλοιπο. Αξίωναν δε ανταπαιτητικά την επιστροφή του ποσού που είχαν καταβάλει.

Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι η παρανομία συνίστατο στο ότι το περιγραφόμενο στη σύμβαση αυτοκίνητο είναι διαφορετικό από αυτό που κατέχει, αναφορικά με τον αριθμό πλαισίου, τον κυβισμό και το χρώμα. Γι' αυτό και ο ίδιος, με επιστολή του ημερ. 5.6.2002 τερμάτισε τη σύμβαση, θεωρώντας την άκυρη.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ως ορθή τη θέση του εφεσείοντος αναφορικά με τις διαφορές που εντοπίζονταν μεταξύ των στοιχείων του τίτλου και του αυτοκινήτου όπως είναι στην πραγματικότητα. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι για να διαπράξει κάποιος αδίκημα κάτω από το Άρθρο 17(α) του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972, όπως τροποποιήθηκε, πρέπει απαραιτήτως να έχει γνώση όλων των αλλαγών οι οποίες απαγορεύονται από το Νόμο αυτό, στοιχείο που ελλείπει όμως από τις ενέργειες των εφεσιβλήτων.

Τελικά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσείων δεν είχε δικαίωμα να τερματίσει τη σύμβαση. Θεώρησε τον τερματισμό των εφεσιβλήτων νόμιμο, ένεκα της διακοπής στην πληρωμή των υπολοίπων δόσεων η οποία συνιστούσε παράβαση της σύμβασης. Ως αποτέλεσμα, εξέδωσε απόφαση εναντίον του εφεσείοντος και των εγγυητών του.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση. Υποστήριξε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώ διαπίστωσε ότι ήταν παράνομο το αντικείμενο της σύμβασης, εν τούτοις εσφαλμένα κατέληξε ότι η σύμβαση ήταν έγκυρη.

Ο συνήγορος του εφεσείοντος υποστήριξε με αναφορά στο Άρθρο 23 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 και στην υπόθεση Joseph El Alam κ.ά. v. Τουμαζίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 968, ότι αν η σύμβαση είναι παράνομη, η πρόθεση των συμβαλλομένων είναι αδιάφορο στοιχείο. Εάν ο Νόμος, είπε, απαγορεύει τη σύμβαση, η σύμβαση δεν είναι εφαρμοστέα, ανεξάρτητα από το αν αποδείχθηκε πρόθεση των μερών να παραβούν το Νόμο ή όχι. Κατά την άποψη του, η πρωτόδικη Δικαστής ερμήνευσε λανθασμένα τη σχετική νομολογία.

Αντίθετα, οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν ότι η σύμβαση είναι έγκυρη και ότι το γεγονός ότι το αυτοκίνητο έτυχε κατοπινών επεμβάσεων χωρίς αυτοί να έχουν γνώση, δεν καθιστά τη σύμβαση παράνομη.

Αποφασίστηκε ότι:

Απαιτούμενο συστατικό στοιχείο του αδικήματος ότι παραποιήθηκαν τα στοιχεία του αυτοκινήτου είναι η ύπαρξη γνώσης. Αφ' ης στιγμής δεν αποδειχτεί το στοιχείο αυτό, δεν τίθεται θέμα διάπραξης του αδικήματος και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατό η σύμβαση να χαρακτηριστεί ως παράνομη. Εκείνο που μπορεί να συμβεί, σε περίπτωση που διαπιστωθεί από τον Έφορο Μηχανοκινήτων Οχημάτων ότι έγινε οποιαδήποτε αλλαγή, προσαρμογή ή μετατροπή του οχήματος, κατά παράβαση του Κανονισμού 55 των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Tροχαίας Kινήσεως Κανονισμών, είναι η ακύρωση της εγγραφής του οχήματος. Όμως, στην περίπτωση αυτή, το όχημα δύναται, δυνάμει του Άρθρου 23 Α να επανεγγραφεί, εφόσον δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις που είναι αδύνατη η επανεγγραφή. Όμως, παρά τη δυνατότητα ακύρωσης της εγγραφής, δεν φαίνεται να προκύπτει θέμα άλλης παρανομίας.

Η έφεση απορρίφθηκε με €2.000         έξοδα, υπέρ των εφεσιβλήτων.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Alam v. Τουμαζίδη (1998) 1(B) Α.Α.Δ. 968,

Glamor Development v. Christodoulou (1984) 1 C.L.R. 444.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Σωκράτους, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 3482/02), ημερομ. 4.11.2005.

Α. Αλεξάνδρου, για τους Εφεσείοντες.

Χ. Λαπέρτας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου.

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Οι Εφεσίβλητοι-Ενάγοντες είναι χρηματοδοτικός οργανισμός. Στις 20/9/2000 συνήψαν σύμβαση ενοικιαγοράς με τον Εφεσείοντα 1 για το συνολικό ποσό των £9.170.  Αντικείμενο της Σύμβασης ήταν η χρηματοδότηση του Εφεσείοντα 1, να ενοικιάσει αυτοκίνητο με δικαίωμα αγοράς του αυτοκινήτου στο τέλος της Σύμβασης.

Ο Εφεσείων-εναγόμενος 1, ανέλαβε να εξοφλήσει το τίμημα διά 48 μηνιαίων δόσεων των £191.04 η καθεμιά από 20.10.01. Οι Εναγόμενοι 2-4, οι οποίοι δεν εμπλέκονται στην παρούσα έφεση, εγγυήθηκαν τον πρώτο για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του.

Ο Εφεσείων κατέβαλε μέχρι της 8.3.2002, το συνολικό ποσό των £2667.00 και σταμάτησε να καταβάλλει δόσεις οι οποίες μέχρι τις 20.9.2002, ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των £1917.36. Ως αποτέλεσμα οι Εφεσίβλητοι στις 27.9.02, με επιστολή τους (Τεκμήριο 4) τερμάτισαν τη Σύμβαση και στη συνέχεια με αγωγή αξίωσαν εναντίον του πρωτοφειλέτη και των εγγυητών του, το υπόλοιπο του τιμήματος, πλέον τόκους. Επιπρόσθετα, αξίωσαν εναντίον του Εφεσείοντα διάταγμα για παράδοση σ' αυτούς του αυτοκινήτου και περαιτέρω διάταγμα για πώλησή του με δημόσιο πλειστηριασμό.

Ο Εφεσείων και οι εγγυητές του, με κοινή Έκθεση Υπεράσπισης, ενώ παραδέχονταν τη σύναψη της σύμβασης, τους όρους πληρωμής και το ήδη καταβληθέν σ' αυτούς ποσό, ισχυρίστηκαν ότι το αντικείμενο της ενοικιαγοράς ήταν παράνομο και ως εκ τούτου όχι μόνο δεν έχουν καμιά υποχρέωση να εξοφλήσουν το υπόλοιπο, αλλά ανταπαιτητικά αξιώνουν και επιστροφή του ποσού των £2667.00 που έχουν ήδη καταβάλει.

Οι λόγοι της κατ' ισχυρισμό παρανομίας, συνίστανται στο ότι το περιγραφόμενο στη σύμβαση αυτοκίνητο είναι διαφορετικό από αυτό που κατέχει ο Εφεσείων, αφού:-

(α)   φέρει διαφορετικό αριθμό πλαισίου από αυτό που αναγράφεται στον τίτλο ιδιοκτησίας,

(β)   είναι διαφορετικού κυβισμού μηχανής, δηλαδή ενώ αναγράφεται στον τίτλο ιδιοκτησίας ότι είναι 13.92 αλόγων, στην πραγματικότητα είναι 20 αλόγων, και

(γ)   είναι χρώματος μαύρου αντί γκρίζου, όπως αναγράφεται στον τίτλο ιδιοκτησίας.

Ο Εφεσείων ισχυρίστηκε ότι ένεκα της πιο πάνω παρανομίας, με επιστολή του ημερ. 5.6.2002 τερμάτισε τη σύμβαση, θεωρώντας την άκυρη. Οι εφεσίβλητοι, με τη μαρτυρία που παρουσίασαν, αρνήθηκαν ότι παρέλαβαν ποτέ τέτοια επιστολή και εν πάση περιπτώσει, ισχυρίστηκαν ότι ουδέποτε επιθεώρησαν το αυτοκίνητο που ο Εφεσείων ήθελε να αγοράσει, θεωρώντας ότι ήταν της αρεσκείας του. Επίσης, ισχυρίστηκαν ότι ουδέποτε γνώριζαν ότι υπήρχαν τέτοιες μετατροπές στο αυτοκίνητο.

Ο Εφεσείων στη μαρτυρία του ανέφερε ότι είδε το επίδικο αυτοκίνητο, του άρεσε, μίλησε με τον ιδιοκτήτη και αφού το οδήγησε για να αντιληφθεί εάν είναι καλό, συμφώνησε να το αγοράσει. Επειδή όμως δεν είχε τα αναγκαία χρήματα, προσέφυγε στους Εφεσίβλητους με τους οποίους συνήψε την επίδικη σύμβαση ενοικιαγοράς. Γύρω στον Μάιο του 2002 αποφάσισε να πωλήσει το αυτοκίνητο στο μηχανικό Δημήτρη Θεοδώρου (Μ.Υ.2), ο οποίος ζήτησε τον τίτλο ιδιοκτησίας, προτού προχωρήσει. Μετά που αυτός επιθεώρησε τον τίτλο, διαπίστωσε τις παρανομίες με αποτέλεσμα να μην υλοποιηθεί η πώληση. Ισχυρίστηκε ότι αμέσως μετά επισκέφτηκε το δικηγόρο του, κ. Αλέξανδρο Αλεξάνδρου (Μ.Υ.3), ο οποίος με οδηγίες του απέστειλε προς τους εφεσίβλητους την επιστολή ημερ. 5.6.02 (Τεκμήριο 7). Η σχετική επιστολή στάληκε με φαξ σε αριθμό τον οποίο βρήκε στον τηλεφωνικό κατάλογο και ο οποίος ήταν ο ίδιος με αυτόν που αναγραφόταν σε έγγραφα που ελάμβανε από τους Εφεσίβλητους. Στο Τεκμήριο 7 υπάρχει επισυνημμένη έκθεση ότι το φαξ στάληκε σε συγκεκριμένο αριθμό στη Λευκωσία. Επειδή οι εφεσίβλητοι παρέλειψαν να παραλάβουν το αυτοκίνητο, όπως τους ζητούσε στην επιστολή τερματισμού, το ακινητοποίησε στο χωριό Τίμη.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι Εφεσίβλητοι, για να καταγράψουν τα στοιχεία του τίτλου στη σύμβαση, θα πρέπει να είχαν γνώση του περιεχομένου του τίτλου ιδιοκτησίας. Επίσης, δέχτηκε ως ορθή τη θέση του Εφεσείοντα αναφορικά με τις διαφορές που εντοπίζονται, μεταξύ των στοιχείων του τίτλου και του αυτοκινήτου όπως είναι στην πραγματικότητα. Στη συνέχεια, εξετάζοντας τις συνέπειες των αλλαγών, ανέφερε ότι:-

«Το Άρθρο 17(α) του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972 μέχρι (αρ. 3) του 2000 απαγορεύει την αφαίρεση, παραποίηση, κάλυψη, καταστροφή, αλλοίωση, πλαστογραφία ή αντικατάσταση των διακριτικών σημείων μηχανοκινήτου οχήματος ή το διακριτική αριθμό του πλαισίου ή μηχανής με σκοπό την απόκρυψη ή παραποίηση της ταυτότητας του οχήματος του πλαισίου ή της μηχανής. Όποιος δε, εκουσίως προβαίνει στις ανωτέρω ενέργειες διαπράττει αδίκημα.

Το ίδιο κολάσιμες ενέργειες συνιστώσες αδικήματα αποτελούν η αγορά, λήψη, κατοχή, πώληση και διάθεση μηχανοκινήτου οχήματος επί του οποίου έγιναν οι ανωτέρω αλλαγές και παραποιήσεις. Πλην όμως, για να διαπράττει κάποιος αδίκημα, απαραίτητη είναι η γνώση των ανωτέρω αλλαγών.

Η συνύπαρξη των ανωτέρω στοιχείων καθιστά τη συνομολόγηση σύμβασης όντως παράνομη, αφού η συναλλαγή γίνεται κατά παράβαση Νόμου (Άρθρο 23, Κεφ. 149). Όπως επανειλημμένα έχει λεχθεί, θεωρείται παράνομη κάθε συμφωνία της οποίας είτε ο σκοπός, είτε η αντιπαροχή απαγορεύεται από το Νόμο ή είναι τέτοιας φύσης ώστε να καταστρατηγεί τις διατάξεις ενός ή περισσοτέρων νόμων [Alam v. Τουμαζίδη (1998) 1(B) Α.Α.Δ. 968, Glamor Development v. Christodoulou (1984) 1 C.L.R. 444].

Η κρινόμενη περίπτωση ωστόσο διαφοροποιείται. Υπάρχουν μεν οι απαγορεύσεις στα σχετικά άρθρα του ανωτέρω Νόμου, αλλά απαιτείται τόσον η εκούσια συμμετοχή κάποιου στις παράνομες ενέργειες, όσο και η γνώση των αλλαγών και παρανομιών. Στοιχείο που ελλείπει από τις ενέργειες των εναγόντων, αφού οι ίδιοι ούτε έλεγξαν, ούτε επιθεώρησαν, ούτε είδαν το όχημα.  Εξάλλου, ούτε ο εναγόμενος 1 επικαλέσθηκε κάτι τέτοιο, ούτε βέβαια «χρέωσε» τους ενάγοντες με τις αλλαγές αυτές.

Πέραν δε τούτου, στην κρινόμενη περίπτωση υπάρχει περαιτέρω διαφορά από τις άλλες απλές συμβάσεις όπου δύο άτομα συνομολογούν και συνάπτουν συμφωνία αγοραπωλησίας ενός αντικειμένου.»

Τελικά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο Εφεσείων δεν είχε δικαίωμα να τερματίσει τη σύμβαση. Θεώρησε τον τερματισμό των Εφεσιβλήτων νόμιμο, ένεκα της διακοπής στην πληρωμή των υπολοίπων δόσεων η οποία συνιστούσε παράβαση της σύμβασης.  Ως αποτέλεσμα, εξέδωσε απόφαση εναντίον του Εφεσείοντα και των εγγυητών του.

Το βασικό παράπονο του Εφεσείοντα είναι ότι το Δικαστήριο, ενώ διαπιστώνει ότι το αντικείμενο της σύμβασης ήταν παράνομο, εντούτοις εσφαλμένα καταλήγει ότι η σύμβαση ήταν έγκυρη.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα υποστήριξε με αναφορά στο Αρθρο 23 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 και στην υπόθεση Joseph El Alam v. Τουμαζίδη, ανωτέρω, ότι αν η σύμβαση είναι παράνομη, η πρόθεση των συμβαλλομένων είναι αδιάφορο στοιχείο. Εάν ο Νόμος, είπε, απαγορεύει τη σύμβαση, η σύμβαση δεν είναι εφαρμοστέα, ανεξάρτητα από το αν αποδείχθηκε πρόθεση των μερών να παραβούν το Νόμο ή όχι. Κατά την άποψή της, η πρωτόδικη Δικαστής ερμήνευσε λανθασμένα τη σχετική νομολογία.

Από την άλλη οι Εφεσίβλητοι υποστηρίζουν ότι η απόφαση είναι ορθή, ότι η σύμβαση είναι έγκυρη, ότι το γεγονός ότι το αυτοκίνητο έτυχε κατοπινών επεμβάσεων χωρίς οι Εφεσίβλητοι να έχουν γνώση, δεν καθιστά τη σύμβαση παράνομη. Αν υπάρχει ευθύνη για τις μετατροπές αυτές θα πρέπει, εισηγήθηκε ο δικηγόρος τους, να επιλυθεί μεταξύ του Εφεσείοντα και του πωλητή του αυτοκινήτου. Οι Εφεσίβλητοι ως χρηματοδοτικός οργανισμός που ενεργεί καλόπιστα, δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε ευθύνη. Πέραν τούτου, με βάση τους όρους της Σύμβασης, ο Εφεσείων αποδέχτηκε ότι ήλεγξε τα αγαθά, ότι αυτά ευρίσκονταν σε καλή και εργάσιμη κατάσταση και ότι ήταν απόλυτα ικανοποιημένος για την κατάσταση τους. Υπό αυτές τις συνθήκες οι Εφεσίβλητοι, οι οποίοι ουδέποτε είδαν το αυτοκίνητο, δεν μπορούν να έχουν οποιαδήποτε ευθύνη.

Όπως ορθά επισημαίνεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο, μια συμφωνία ενοικιαγοράς, είναι τριμερής. Με την πρώτη συμφωνία, τα εμπορεύματα πωλούνται από τον έμπορο έναντι ανταλλάγματος στον χρηματοδοτικό οργανισμό στον οποίο μεταβιβάζεται και η κυριότητα τους, με αποτέλεσμα ο οργανισμός να καθίσταται ο νέος ιδιοκτήτης των εμπορευμάτων. Σ' αυτή την πρώτη συμφωνία, δεν εμπλέκεται ο ενοικιαγοραστής. Η δεύτερη συμφωνία, συνομολογείται μεταξύ του χρηματοδοτικού οργανισμού, ως νέου πλέον ιδιοκτήτη των εμπορευμάτων, και του ενοικιαγοραστή. Με τη συμφωνία αυτή, παραχωρείται η κατοχή της χρήσης των εμπορευμάτων στον ενοικιαγοραστή, ο οποίος στην ουσία τα ενοικιάζει, με δικαίωμα να τα αγοράσει, αν επιθυμεί, κατά τη λήξη της σύμβασης, αφού βέβαια καταβάλει το σχετικό δικαίωμα αγοράς.

Στην προκειμένη περίπτωση το Τεκμήριο 1 περιέχει και τις δύο συμβάσεις, οι οποίες αν και περιλαμβάνονται σ' ένα έγγραφο, στην ουσία είναι ανεξάρτητες η μία από την άλλη. Στην πρώτη, ο έμπορος προβαίνει σε δήλωση σε σχέση με τα εμπορεύματα που αναφέρονται στη Σύμβαση. Η περιγραφή των εμπορευμάτων (για την οποία έδωσε διαβεβαιώσεις ο έμπορος) φαίνεται στην πρώτη σελίδα της σύμβασης και έχει ως εξής:-

«ΤΑ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΑ

Περιγραφή: ...........................................

Αρ. Εγγραφής: ΕΑΑ372 Μάρκα: Νissan Μοντέλο:......

Τύπος: SALOON, Μεταχειρισμένο. Ημερ. Α΄ Εγγραφής: 3.1.95.

Αρ. μηχανής: 0000571501. Κυλινδρισμός: 1392. Αρ. Σκελετού: N14U494336

Αρ. Τιμολογίου: 36341. Ημερομηνία: 20.9.2000.»

Με τους όρους 3 και 4 των «Διαβεβαιώσεων και Εγγυήσεων» ο έμπορος αναφέρει ότι:-

«3) Δηλώνω ότι τα αγαθά αυτά είναι αποκλειστική μου ιδιοκτησία και έχω το δικαίωμα να πουλήσω τα αγαθά αυτά ελεύθερα από οποιοδήποτε δικαίωμα επίσχεσης και ότι η περιγραφή τους είναι ορθή από κάθε άποψη και ότι αυτά είναι κατάλληλα για το σκοπό για τον οποίο χρειάζονται και απαλλαγμένα από οποιοδήποτε ελάττωμα. Εάν για οποιοδήποτε λόγο δεν ολοκληρωθεί η μεταβίβαση της κυριότητας των αγαθών σε σας τότε υποχρεούμαι να σας επιστρέψω οποιοδήποτε ποσό μου έχετε καταβάλει μαζί με τόκους και έξοδα που πιθανόν να υποστείτε.

4) Δηλώνω ότι έχω επισύρει την προσοχή του μισθωτή στον όρο 8 της Συμφωνίας και του επεξήγησα το αποτέλεσμα της και ειδικά (επεξήγησα) ότι αποκλείει τους σιωπηρούς θεμελιώδεις όρους αναφορικά (Α) με την εμπορεύσιμη κατάσταση μεταχειρισμένων αγαθών και (Β) με την καταλληλότητα των αγαθών για οποιοδήποτε ειδικό σκοπό.»

Με βάση τις δηλώσεις και εγγυήσεις του Εμπόρου, οι Εφεσίβλητοι ενοικίασαν τα εμπορεύματα στον Εφεσείοντα. Με τον όρο 8 της Συμφωνίας συμφωνήθηκε ότι:-

«8. Οι ιδιοκτήτες δεν προμηθεύουν τα εμπορεύματα μαζί ή κάτω από οποιοδήποτε όρο, θεμελιώδη ή όχι, ρητό ή που εξυπακούεται σιωπηρά από γραπτό νόμο και τη νομολογία σχετικά με την ικανότητα, ηλικία, ποιότητα, περιγραφή, κατάσταση ή καταλληλότητα για οποιοδήποτε σκοπό ή με άλλο τρόπο για οτιδήποτε με εξαίρεση όμως των όρων, θεμελιωδών ή όχι, που εξυπακούονται σύμφωνα με το Νόμο για την Πώληση Αγαθών. Αλλά και οι όροι αυτοί, θεμελιώδεις ή όχι, που εξυπακούονται σύμφωνα με το νόμο αυτό, αποκλείονται και δεν ισχύουν εξαιτίας των παρακάτω:

(α) Αν ο μισθωτής αναγνωρίσει ότι εξέτασε με προσοχή και δοκίμασε τα αγαθά πριν από την υπογραφή της Συμφωνίας αυτής και ότι τα αγαθά δεν έχουν ελαττώματα και ότι αυτά είναι εμπορεύσιμης κατάστασης και ότι είναι κατάλληλα κατά το χρόνο της παραλαβής τους και/ή για οποιοδήποτε μεταγενέστερο χρόνο.

(β) Όταν τα αγαθά δείχνονται στο παράρτημα «Τα Εμπορεύματα» ως μεταχειρισμένα, ο θεμελιώδης όρος σε σχέση με την εμπορεύσιμη κατάσταση τους δε θα ισχύει σε σχέση με αυτά τα μεταχειρισμένα αγαθά.

(γ) Αν ο μισθωτής παραπέρα αναγνωρίσει ότι έφερε σε γνώση των ιδιοκτητών ή οποιουδήποτε προσώπου με το οποίο έγιναν οποιεσδήποτε διαπραγματεύσεις που προηγήθηκαν ρητά ή σιωπηρά τον ειδικό σκοπό για τον οποίο χρειάζεται τα αγαθά και ότι ο θεμελιώδης όρος ότι τα αγαθά είναι κατάλληλα για οποιοδήποτε ειδικό σκοπό δεν ισχύει και αποκλείεται.»

Δεν αμφισβητείται ότι ο «κυλινδρισμός» της μηχανής και ο αριθμός σκελετού του αυτοκινήτου είναι διαφορετικοί από αυτά στον τίτλο, γεγονός που υποδηλοί ότι το αυτοκίνητο υπέστη αλλοιώσεις και μετατροπές.

Το Άρθρο 17 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κίνησης Νόμου του 1972 (Ν. 86/1972), όπως τροποποιήθηκε, προβλέπει ότι:-

«17. Πας όστις-

(α) εκουσίως αφαιρεί, παραποιεί, καλύπτει, καταστρέφει, αλλοιοί, πλαστογραφεί, ή αντικαθιστά τα διακριτικά σημεία μηχανοκινήτου οχήματος ή την άδειας ή τον διακριτικόν αριθμόν του πλαισίου ή μηχανής ή αποκρύπτει ταύτα επί των σκοπώ όπως αποκρύψη ή παραποιήση την ταυτότητα του οχήματος, του πλαισίου ή της μηχανής αυτού·

(β) αγοράζει, λαμβάνει, κατέχει ή διαθέτει μηχανοκίνητον όχημα, εν γνώσει αυτού ότι, επί τω τέλει αποκρύψεως της ταυτότητος του τοιούτου οχήματος, αφηρέθησαν, παρεποιήθησαν, εκαλύφθησαν, κατεστράφησαν, ηλλοιώθησαν, επλαστογραφήθησαν ή αντικατεστάθησαν τα διακριτικά αυτού σημεία ή η άδεια ή ο διακριτικός αριθμός του πλαισίου ή της μηχανής αυτού·

(γ) έχων την πρόθεσιν να παραστήση ψευδώς την ταυτότητα μηχανοκινήτου οχήματος εκθέτει διακριτικά σημεία ή άδειαν μη παραχωρηθέντα αυτώ υπό του Εφόρου ή παραλείπει να εκθέση τα παραχωρηθέντα υπό του Εφόρου διακριτικά σημεία του τοιούτου οχήματος ή την άδειαν αυτού,

είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται εις φυλάκισιν διά διάστημα μη υπερβαίνον τα τρία έτη ή εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας τριακοσίας λίρας ή εις αμφοτέρας τας ποινάς της φυλακίσεως και της χρηματικής τοιαύτης.»

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχτηκε ότι οι πιο πάνω αλλαγές αντίκεινται στο Άρθρο 17(α) του Νόμου 86/72 και ότι η συνομολόγηση της σύμβασης θα μπορούσε να ήταν παράνομη, δυνάμει του Άρθρου 17(β) του Νόμου. Πλην όμως κατέληξε ότι η επίδικη σύμβαση δεν είναι παράνομη, αφού ελλείπει το πρόσθετο στοιχείο του Άρθρου 17(β) του Νόμου 86/72, το οποίο καθιστά αδίκημα τη διάθεση του οχήματος «εν γνώσει» του προσώπου που το διαθέτει ότι το όχημα υπέστη αλλοιώσεις. Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο βρήκε ότι το στοιχείο της γνώσης ελλείπει, αφού οι Εφεσίβλητοι σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, ούτε ήλεγξαν, ούτε επιθεώρησαν, ούτε είδαν το όχημα κατά τη διάθεση του στον Εφεσείοντα με τη μορφή της ενοικιαγοράς.

Η κατάληξη της πρωτόδικης Δικαστού κατά την άποψή μας είναι ορθή. Η ύπαρξη γνώσης ότι τα στοιχεία του αυτοκινήτου παραποιήθηκαν, είναι απαιτούμενο συστατικό στοιχείο του αδικήματος και χωρίς αυτό δεν είναι δυνατή η διάπραξή του. Από τη στιγμή που δεν αποδειχτεί η απαιτούμενη γνώση, δεν τίθεται θέμα διάπραξης του αδικήματος και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατό η σύμβαση να χαρακτηριστεί ως παράνομη. Εκείνο που μπορεί να συμβεί, σε περίπτωση που διαπιστωθεί από τον Έφορο Μηχανοκινήτων Οχημάτων ότι έγινε οποιαδήποτε αλλαγή, προσαρμογή ή μετατροπή του οχήματος, κατά παράβαση του Κανονισμού 55 των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Tροχαίας Kινήσεως Κανονισμών, είναι η ακύρωση της εγγραφής του οχήματος. Όμως, στην περίπτωση αυτή, το όχημα δύναται, δυνάμει του Άρθρου 23Α να επανεγγραφεί, εφόσον δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις που είναι αδύνατη η επανεγγραφή.   Όμως, παρά τη δυνατότητα ακύρωσης της εγγραφής, δεν φαίνεται να προκύπτει θέμα άλλης παρανομίας.

Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να ευσταθεί η αντίθετη εισήγηση του δικηγόρου του Εφεσείοντα, ότι το Δικαστήριο βρήκε ότι η σύμβαση ήταν παράνομη και ότι στην προκειμένη περίπτωση η γνώση και η πρόθεση των μερών είναι στοιχεία άσχετα. Κατ' αρχάς, η πρωτόδικη Δικαστής δεν βρήκε ότι η σύμβαση ήταν παράνομη, αλλά ότι θα μπορούσε να ήταν αν συνυπήρχαν όλες οι προϋποθέσεις που απαιτούνταν από το Άρθρο 17(α) του Νόμου 86/72. Στην προκειμένη όμως περίπτωση, έκρινε ότι δεν ικανοποιείτο η προϋπόθεση της γνώσης, με αποτέλεσμα να καταλήξει ότι η συνομολόγηση της σύμβασης δεν ήταν παράνομη. Τα όσα λέχθηκαν στην υπόθεση Glamor Development v. Christodoulou (1984) 1 C.L.R. 444, αφορούν παρανομίες στις οποίες το στοιχείο της γνώσης δεν καθίσταται από το νόμο ως προαπαιτούμενο. Εδώ όμως το ίδιο το άρθρο προϋποθέτει την ύπαρξη γνώσης για να είναι η διάθεση παράνομη, σύμφωνα με το Άρθρο 17(β) του Νόμου 86/1972.

Με την κατάρρευση του κεντρικού άξονα της έφεσης, αυτού της παρανομίας, δεν απομένει οτιδήποτε άλλο να εξεταστεί, αφού ο Εφεσείων με την ανταπαίτηση του δεν ισχυρίστηκε, πέραν της παρανομίας και παράβαση οποιουδήποτε όρου της σύμβασης εκ μέρους των Εφεσιβλήτων. Ως εκ τούτου, δεν προτιθέμεθα να εξετάσουμε ένα τέτοιο θέμα, εφόσον κατά την άποψή μας δεν αποτελεί επίδικο ζήτημα της έφεσης.

Ενόψει της κατάληξης ότι δεν αποδείχθηκε ότι η σύμβαση ήταν παράνομη, για τους λόγους που επικαλέστηκε ο Εφεσείων, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €2.000 έξοδα υπέρ των Εφεσιβλήτων.

Η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο