ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 1 ΑΑΔ 11
13 Ιανουαρίου, 2009
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
FADIL IZZET,
Εφεσείων-Ενάγων,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΠΟΘΗΚΕΥΣΗΣ
ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΕΙΔΩΝ ΛTΔ,
Εφεσίβλητης-Εναγoμένης.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 219/2006)
Συμβάσεις ― Ματαίωση (frustration) σύμβασης εργοδότησης ― Αξίωση Τουρκοκύπριου ενάγοντος για αποζημιώσεις για ισχυριζόμενο παράνομο τερματισμό της σύμβασης εργοδότησής του με την εναγόμενη εταιρεία ― Κατά πόσο η σύμβαση ματαιώθηκε λόγω των γεγονότων του 1974, οπόταν δεν εγειρόταν θέμα αποζημίωσής του ― Κατά πόσο έχει οποιαδήποτε σημασία το γεγονός ότι ο εργοδότης θεωρεί τον ενάγοντα ως εργοδοτούμενό του μετά την ήδη τελεσθείσα εκ των πραγμάτων ματαίωση της σύμβασης.
Ανθρώπινα δικαιώματα και ελευθερίες ― Δίκαιη δίκη ― Επιλογή διαδίκου να μην παρουσιάσει μαρτυρία ― Κατά πόσο οδήγησε σε παραβίαση του δικαιώματος αντιδίκου του να τύχει δίκαιης δίκης ― Κατά πόσο υπάρχει δικαίωμα αντεξέτασης ως ανθρώπινο δικαίωμα.
Ο εφεσείων είναι Τουρκοκύπριος, ο οποίος στις 23.9.1974 μεταφέρθηκε με την οικογένειά του στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, όπου έκτοτε διαμένει. Από την 1.2.1971 εργοδοτείτο από την εφεσίβλητη ως τεχνικός με μισθό £50, πλέον συνταξιοδοτικά και άλλα ωφελήματα. Έλαβε τελευταία φορά μισθό το Σεπτέμβριο του 1974. Στις 6.8.2003, όταν έγινε κατορθωτή η πρόσβαση από τις κατεχόμενες περιοχές στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία με το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, ο εφεσείων ζήτησε πίσω την εργασία του. Το αίτημά του δεν ικανοποιήθηκε και τότε καταχώρησε αγωγή στο Ε.Δ. Λάρνακας εναντίον της εφεσίβλητης, αξιώνοντας αποζημιώσεις για παράνομο τερματισμό εργοδότησης και/ή παράνομη μη συνέχιση της σχέσης εργοδότη - εργοδοτούμενου και/ή παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων εκ μέρους της εφεσίβλητης. Με την υπεράσπιση, η εφεσίβλητη πρόβαλε τη θέση ότι η σύμβαση εργασίας μεταξύ του εφεσείοντος και της εφεσίβλητης κατέστη αδύνατη και/ή ματαιώθηκε ως αποτέλεσμα των γεγονότων του 1974.
Κατά την ακρόαση έδωσε μαρτυρία μόνο ο εφεσείων. Η εφεσίβλητη δεν κάλεσε μαρτυρία. Αριθμός εγγράφων κατατέθηκαν ως τεκμήρια εκ συμφώνου.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντος υπέβαλε ότι η επιλογή της εφεσίβλητης να μην καλέσει μαρτυρία, στέρησε τον εφεσείοντα του δικαιώματος να τύχει δίκαιης δίκης. Επί της ουσίας ο δικηγόρος υπόβαλε ότι ο πελάτης του είχε πάντα την πρόθεση και την ετοιμότητα να επιστρέψει στην εργασία του, είχε τη δυνατότητα να εξασφαλίσει την αναγκαία άδεια από τη διοίκηση των κατεχομένων εάν η εφεσίβλητη συναινούσε και ότι η συμπεριφορά της εφεσίβλητης ήταν αντισυμβατική, αλλά και κατά παράβαση του περί της Συμβάσεως περί του Τερματισμού της Απασχολήσεως (Κυρωτικού) Νόμου 45 του 1985, οι πρόνοιες του οποίου (Άρθρο 5(δ)) δεν αναγνωρίζουν ως βάσιμους λόγους τερματισμού της απασχόλησης παράγοντες όπως η φυλή, το χρώμα, η θρησκεία, οι πολιτικές πεποιθήσεις, η εθνική προέλευση ή η κοινωνική καταγωγή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή, παραπέμποντας στις πρόνοιες του Άρθρου 56(2) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, όπου προβλέπεται ότι επιγενόμενη αδυναμία εκπληρώσεως, ως αποτέλεσμα συνθηκών εκτός του ελέγχου των μερών, καθιστά τη σύμβαση άκυρη ως αδύνατη.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους:
1. Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, ως εκ των γεγονότων του 1974, η σύμβαση εργασίας μεταξύ εφεσείοντος και εφεσίβλητης ματαιώθηκε και, ως εκ τούτου, δεν εγειρόταν θέμα αποζημίωσης του εφεσείοντος.
2. Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι μπορούσε να λάβει υπόψη του έγγραφα που κατατέθηκαν εκ συμφώνου, αλλά με την επιφύλαξη της αντεξέτασης και ενώ η εφεσίβλητη επέλεξε να μην καλέσει μαρτυρία.
3. Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την παραδοχή της εφεσίβλητης ότι άλλος Τουρκοκύπριος εργοδοτούμενος από την εφεσίβλητη, θεωρείτο, τουλάχιστον μέχρι το 1987, ως εργοδοτούμενός της.
4. Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο πριν διαπιστώσει τη ματαίωση της επίδικης σύμβασης, δεν έλαβε υπόψη ότι ο εφεσείων περί το τέλος του 1974 εξέφρασε τη διάθεση να συνεχίσει την εργοδότησή του και να εγκατασταθεί στην Πύλα για γρήγορη πρόσβαση στην εργασία του ενώ, ταυτόχρονα, δεν ήταν αδύνατο για την εφεσίβλητη να έκανε διευθετήσεις ασφαλούς μεταφοράς του από την Πύλα στον τόπο της εργασίας του για συνέχισή της.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα γεγονότα του 1974 οδήγησαν στη ματαίωση της σύμβασης η οποία και έκτοτε κατέστη αυτομάτως άκυρη, είναι ορθή.
2. Οι εφεσίβλητοι είχαν ευχέρεια να καλέσουν ή όχι μαρτυρία. Δεν υπάρχει δικαίωμα αντεξέτασης ως ανθρώπινο δικαίωμα και μάλιστα προς δημιουργία υποχρέωσης στον αντίδικο να προσφέρει μαρτυρία.
3. Δεν ενέχει οποιαδήποτε σημασία το γεγονός ότι η εφεσίβλητη θεωρούσε τον εφεσείοντα ως εργοδοτούμενό της μετά τη ματαίωση της σύμβασης.
4. Τα εξ αντικειμένου δεδομένα της παρούσας υπόθεσης εμπίπτουν στην πρακτική έννοια που η νομολογία έδωσε στον όρο «αδυναμία εκπλήρωσης». Συνεπώς, η τυχόν προοπτική μέσα από τη διερεύνηση του εφεσείοντος του ενδεχομένου επιστροφής στην εργασία του, δεν διαφοροποιεί τα πράγματα.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Οικονόμου, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 2248/04), ημερομ. 25.5.2006.
Α. Δημητριάδης, για τον Εφεσείοντα.
Π. Πολυβίου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων είναι Κύπριος πολίτης μέλος της Τουρκοκυπριακής κοινότητας. Την 1.2.1971 εργοδοτήθηκε από την εφεσίβλητη στη θέση Τεχνικού, με μηνιαίο μισθό £50, πλέον συνταξιοδοτικά και άλλα ωφελήματα. Στις 15.7.1974, μέρα του πραξικοπήματος, ο τότε Γενικός Διευθυντής της εφεσίβλητης κάλεσε όλους τους Τουρκοκύπριους εργαζομένους να επιστρέψουν στα σπίτια τους μέχρι νεότερης ειδοποίησης. Ο εφεσείων συμμορφώθηκε. Ακολούθησε, στις 20.7.1974, η Τουρκική εισβολή. Την επομένη, ο εφεσείων συνελήφθη από το στρατό και κρατήθηκε μέχρι τις 23.9.1974, οπότε και μεταφέρθηκε με την οικογένειά του στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, όπου έκτοτε διαμένει. Έλαβε για τελευταία φορά μισθό το Σεπτέμβριο του 1974. Περί το τέλος του 1974 συναντήθηκε, μαζί με έναν άλλο Τουρκοκύπριο συνάδελφό του, με τον υπεύθυνο προσωπικού της εφεσίβλητης, με αίτημά τους να επανεργοδοτηθούν. Ο υπεύθυνος προσωπικού επιφυλάχθηκε να απαντήσει, χωρίς όμως να υπάρξει συνέχεια. Αργότερα, περί τις 20.6.2002, ο εφεσείων ήταν ένας από τους Τουρκοκύπριους που ζήτησαν συνάντηση με εκπρόσωπο της εφεσίβλητης για να συζητηθεί το θέμα της πιθανής επιστροφής στην εργασία τους. Τέτοια συνάντηση δεν έγινε. Το επόμενο βήμα έγινε μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, συγκεκριμένα στις 23.4.2003, όταν ο εφεσείων μπόρεσε να περάσει στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές. Στις 6.8.2003 επισκέφθηκε τον κ. Χριστοφίδη, αρμόδιο πρόσωπο της εφεσίβλητης, ζητώντας πίσω την εργασία του. Το αίτημά του έμεινε χωρίς απάντηση. Ακολούθησαν συναφείς επιστολές του δικηγόρου του χωρίς, όμως, το αίτημα να ικανοποιηθεί. Συνακόλουθα, ο εφεσείων καταχώρησε στο Ε.Δ. Λάρνακας την υπ' αριθμό 2248/2004 αγωγή εναντίον της εφεσίβλητης, αξιώνοντας αποζημιώσεις για παράνομο τερματισμό εργοδότησης και ή παράνομη μη συνέχιση της σχέσης εργοδότη-εργοδοτούμενου και ή παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων εκ μέρους της εφεσίβλητης. Με την υπεράσπιση, η εφεσίβλητη πρόβαλε τη θέση ότι, μετά το καλοκαίρι του 1974, ο εφεσείων δεν επέστρεψε στην εργασία του ως αποτέλεσμα γεγονότων εκτός του ελέγχου της εφεσίβλητης και για τα οποία αυτή δεν έφερε οποιαδήποτε ευθύνη. Ως αποτέλεσμα αυτών των γεγονότων, ήτοι των γεγονότων του 1974, και όσων από τότε προέκυψαν με το βίαιο διαχωρισμό της Τουρκοκυπριακής από την Ελληνοκυπριακή κοινότητα, η σύμβαση εργασίας μεταξύ του εφεσείοντος και της εφεσίβλητης κατέστη αδύνατη και ή ματαιώθηκε έκτοτε.
Κατά την ακρόαση έδωσε μαρτυρία μόνο ο εφεσείων. Η εφεσίβλητη δεν κάλεσε μαρτυρία. Αριθμός εγγράφων κατατέθηκαν ως τεκμήρια εκ συμφώνου.
Αγορεύοντας, ο δικηγόρος του εφεσείοντος έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην επιλογή της εφεσίβλητης να μην καλέσει μαρτυρία. Η επιλογή αυτή είχε ως συνέπεια, εισηγήθηκε, να στερηθεί ο εφεσείων από το δικαίωμα δίκαιης δίκης καθότι, ενώ κατατέθηκαν εκ συμφώνου έγγραφα επί των οποίων ο δικηγόρος της εφεσίβλητης αντεξέτασε, ο δικηγόρος του εφεσείοντος στερήθηκε της δυνατότητας να αντεξετάσει μάρτυρες της εφεσίβλητης επί των ίδιων εγγράφων. Επί της ουσίας, ο δικηγόρος του εφεσείοντος εισηγήθηκε ότι ο πελάτης του είχε πάντοτε την πρόθεση και την ετοιμότητα να επιστρέψει στην εργασία του. Εάν η εφεσίβλητη συναινούσε προς τούτο, ο εφεσείων μπορούσε να εξασφαλίσει την αναγκαία άδεια από τη διοίκηση των κατεχομένων. Η εφεσίβλητη, συνέχισε, ουδέποτε τερμάτισε τη σχέση εργοδότη-εργοδοτούμενου. Δέχθηκε, την παραίτησή του σε πολύ μεταγενέστερο χρόνο. Καταληκτικά, ο δικηγόρος του εφεσείοντος υποστήριξε ότι η συμπεριφορά της εφεσίβλητης ήταν αντισυμβατική, αλλά και κατά παράβαση του περί της Συμβάσεως περί του Τερματισμού της Απασχολήσεως (Κυρωτικού) Νόμου 45 του 1985, οι πρόνοιες του οποίου (Άρθρο 5(δ)) δεν αναγνωρίζουν ως βάσιμους λόγους τερματισμού της απασχόλησης παράγοντες όπως η φυλή, το χρώμα, η θρησκεία, οι πολιτικές πεποιθήσεις, η εθνική προέλευση ή η κοινωνική καταγωγή.
Εις απάντηση, ο δικηγόρος της εφεσίβλητης, αφού διευκρίνισε ότι δεν θεωρούσε τον εφεσείοντα αναξιόπιστο μάρτυρα, χαρακτηρίζοντάς τον ως ένα από τα πολλά θύματα της Τουρκικής εισβολής, εισηγήθηκε, με παραπομπή στη μαρτυρία του, αλλά και σε πασίδηλα γεγονότα, ότι, ενόψει της κατάστασης που δημιουργήθηκε στην Κύπρο με τα γεγονότα του 1974, η συνέχιση της σύμβασης μεταξύ των μερών κατέστη αδύνατη και ή ματαιώθηκε. Παρέπεμψε, συναφώς, στις πρόνοιες του Άρθρου 56(2) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, όπου προβλέπεται ότι επιγενόμενη αδυναμία εκπληρώσεως, ως αποτέλεσμα συνθηκών εκτός του ελέγχου των μερών, καθιστά τη σύμβαση άκυρη ως αδύνατη.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή. Για τους λόγους που εξήγησε, έκρινε ότι ο εφεσείων δεν είχε στερηθεί το δικαίωμα δίκαιης δίκης ως εκ της επιλογής της εφεσίβλητης να μην καλέσει μαρτυρία. Περαιτέρω, για τους λόγους τους οποίους επίσης εξήγησε, έκρινε ότι η συνέχιση της σύμβασης κατέστη, ως εκ των γεγονότων του 1974, αδύνατη και, επομένως, άκυρη ως ματαιωθείσα, με αποτέλεσμα να μην εγείρεται θέμα αποζημίωσής του.
Με την ενώπιόν μας έφεση ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, ως εκ των γεγονότων του 1974, η σύμβαση εργασίας μεταξύ εφεσείοντος και εφεσίβλητης ματαιώθηκε και, ως εκ τούτου, δεν εγειρόταν θέμα αποζημίωσης του εφεσείοντος. Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, το οποίο και υιοθετούμε πλήρως:
"Πηγή προέλευσης του Αρθρου 56(2) του Νόμου είναι το αντίστοιχο άρθρο του Ινδικού Νόμου υπό το οποίο η έννοια της «ματαίωσης» (frustration) διαφέρει από την αντίστοιχη έννοια όπως διαμορφώθηκε στο Αγγλικό δίκαιο [βλ. Xenophontos v. Tyrimou (1984) 1 C.L.R. 23, Maison Jenny Limited v. Krashias Footwear Industry Limited (2002) 1 Α.Α.Δ. 1156]. Σχετικό είναι το παρακάτω απόσπασμα από το σύγγραμμα Pollock and Mulla Indian Contract and Specific Relief Acts, 9η έκδοση, σελ. 402, που υιοθετήθηκε στην KIER (Cyprus) Ltd v. Trenco Construction Ltd (1981) 1 C.L.R. 30.
«The doctrine of frustration comes into play when a contract becomes impossible of performance, after it is made, on account of circumstances beyond the control of parties or the change in circumstances makes the performance of the contract impossible.»
Στην υπόθεση KIER, ο δια της κατοχής de facto διαμελισμός της Κύπρου από το 1974 κρίθηκε ως τέτοιος παράγοντας, πέραν του ελέγχου των μερών, που κατέστησε την εκτέλεση της επίδικης σύμβασης αδύνατη. Όπως δε, έχει λεχθεί στην A.N. Stasis Estates Co. Ltd. v. Waldner κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 250 «η ματαίωση τερματίζει τη σύμβαση αυτομάτως κατά το χρόνο επέλευσης του γεγονότος που την επιφέρει και δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα δικαιώματος των συμβαλλομένων για επιλογή» ........................................................................
Το κριτήριο, ως άνω, είναι αντικειμενικό και αφορά στο κατά πόσο το επιγενόμενο γεγονός καταλύει το θεμέλιο της σύμβασης υπό την παρακάτω πρακτική έννοια όπως έχει αναλυθεί στην απόφαση Satyabrata Ghose v. Mugneeram Bangur and Co [1954] S.C.R. 310, του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Ινδίας, απόσπασμα της οποίας υιοθετήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο Κύπρου στην υπόθεση Xenophontos, ανωτέρω:
«This much is clear that the word "impossible" has not been used here in the sense of physical or literal impossibility. The performance of an act may not be literally impossible but it may be impracticable and useless from the point of view of the object and purpose which the parties had in view, and if an untoward event or change of circumstances totally upsets the very foundation upon which the parties rested their bargain, it can very well be said that the promisor found it impossible to do the act which he promised to do.»
Η σύμβαση εργασίας συνίσταται στην υποχρέωση του εργοδοτούμενου να παρέχει εργασία έναντι αμοιβής υπό τον έλεγχο του εργοδότη (Muscat v. Cable and Wireless plc, The Times, 10.4.2006). Ο ενάγοντας ως εκ των γεγονότων που επήλθαν, ανεξάρτητα από ευθύνη των μερών, έξω από ό,τι θα μπορούσαν να έχουν προβλέψει και πέρα από τον έλεγχο τους, βρέθηκε σε αντικειμενική αδυναμία να εκπληρώσει τη θεμελιακή του συμβατική υποχρέωση από τις 15.7.1974. Από τον Ιούλιο του 1974 επήλθε βίαιος διαχωρισμός μεταξύ των δύο Κοινοτήτων. Οι τουρκοκύπριοι, περιλαμβανομένου του ενάγοντα, μεταφέρθηκαν στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου αφήνοντας τις περιουσίες και τις εργασίες τους. ........................................................
Η συνέχιση της σύμβασης ήταν πλέον αδύνατη, η σύμβαση ματαιώθηκε και ως εκ τούτου κατέστη άκυρη αυτομάτως από τα γεγονότα του 1974. Υπό περιστάσεις δε, που δεν έχουν να κάμουν με οποιαδήποτε διάκριση στα πλαίσια του Νόμου 45/85."
Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι μπορούσε να λάβει υπόψη του έγγραφα που κατατέθηκαν εκ συμφώνου, αλλά με την επιφύλαξη της αντεξέτασης και ενώ η εφεσίβλητη επέλεξε να μην καλέσει μαρτυρία. Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Η ορθή απάντηση περιέχεται στο ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, το οποίο και παραθέτουμε:
"Ο κ. Δημητριάδης έδωσε σημασία στην επιλογή των εναγομένων να μην παρουσιάσουν μαρτυρία. Αυτή η επιλογή είχε ως συνέπεια, εισηγήθηκε, να στερηθεί ο ενάγοντας από το δικαίωμα δίκαιης δίκης. Αυτό δε, διότι κατατέθηκαν εκ συμφώνου έγγραφα επί των οποίων οι εναγόμενοι αντεξέτασαν ενώ ο ενάγοντας στερήθηκε της δυνατότητας να αντεξετάσει. Ως παράδειγμα έφερε λ.χ. μία αναφορά στο προαναφερθέν Τεκμήριο 22 στο οποίο οι εναγόμενοι χαρακτηρίζουν τον ενάγοντα ως «πρώην εργοδοτούμενο» τους. Τώρα ο ενάγοντας, λέγει ο κ. Δημητριάδης, δεν μπορεί να αντεξετάσει επί αυτής της θέσης των εναγομένων. Ο κ. Πολυβίου απάντησε ότι οι εναγόμενοι είχαν ευχέρεια και ήταν δική τους επιλογή να καλέσουν ή όχι μαρτυρία. Δεν υπάρχει δικαίωμα αντεξέτασης, είπε, ως ανθρώπινο δικαίωμα και μάλιστα προς δημιουργία υποχρέωσης στον αντίδικο να προσφέρει μαρτυρία. Επί αυτού του θέματος, με τον δέοντα σεβασμό, αποδέχομαι την εισήγηση του κ. Πολυβίου. Άλλωστε επί του συγκεκριμένου παραδείγματος που έφερε ο κ. Δημητριάδης, ασφαλώς η εν λόγω αναφορά αποτελεί θέση και μόνο των εναγομένων και δεν μπορεί να δεσμεύσει τον ενάγοντα επειδή δεν είχε την ευκαιρία να αντεξετάσει."
Άλλος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την παραδοχή της εφεσίβλητης ότι ο κ. Ahmet Ali, άλλος Τουρκοκύπριος εργοδοτούμενος από την εφεσίβλητη, θεωρείτο, τουλάχιστον μέχρι το 1987, ως εργοδοτούμενός της. Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Το ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση δίδει, και πάλι, την ορθή απάντηση:
"Η σύμβαση εργοδότησης στην υπόθεση Morgan v. Manser [1948] 1 K.B. 184 κρίθηκε ως ματαιωθείσα όταν ο εργοδοτούμενος είχε κληθεί για στρατιωτική υπηρεσία, παρά το ότι τα μέρη, στο βαθμό που ήταν δυνατό, θεωρούσαν ότι η σύμβαση διαρκούσε κατά τη διάρκεια του πολέμου. Τούτο δίδει απάντηση και στο επιχείρημα του ενάγοντα σε σχέση με τον κ. Ahmet Ali. Έστω και αν θα μπορούσε να λεχθεί ότι οι εναγόμενοι θεωρούσαν τον ενάγοντα και τους άλλους τουρκοκύπριους ως εργοδοτούμενους τους χρόνια μετά την ήδη τελεσθείσα εκ των πραγμάτων ματαίωση της σύμβασης, αυτό δεν θα είχε σημασία. Εν πάση περιπτώσει το τι ελέχθη σε μία άλλη περίπτωση δεν αποτελεί γενική παραδοχή."
Προβάλλεται, τέλος, ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο, προτού καταλήξει ότι η σύμβαση ματαιώθηκε, παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι ο εφεσείων περί το τέλος του 1974 εξέφρασε τη διάθεση να συνεχίσει την εργοδότησή του και να εγκατασταθεί στην Πύλα για γρήγορη πρόσβαση στην εργασία του ενώ, ταυτόχρονα, δεν ήταν αδύνατο για την εφεσίβλητη να έκανε διευθετήσεις ασφαλούς μεταφοράς του από την Πύλα στον τόπο της εργασίας του για συνέχισή της. Θα παραπέμψουμε και πάλι στην πρωτόδικη απόφαση, το ακόλουθο απόσπασμα από την οποία και υιοθετούμε:
"Η διερεύνηση που έκαμε ο ενάγοντας του ενδεχομένου να επέστρεφε στην εργασία του περί το τέλος του 1974, ανεξάρτητα από την υποκειμενική του διάθεση, αποκαλύπτει τα εξ αντικειμένου δεδομένα. Όπως ο ίδιος έθεσε τα πράγματα, θα απαιτείτο μεταφορά του υπό συνοδεία αλλά και με άδεια από την υποτελή διοίκηση της κατεχόμενης Κύπρου. Η πρώτη προϋπόθεση θα απαιτούσε εμπλοκή των δυνάμεων ασφαλείας της Δημοκρατίας και η δεύτερη, της κατοχικής διοίκησης. Καταστάσεις που βρίσκονταν, βέβαια, εκτός του ελέγχου των διαδίκων και ειδικά των εναγομένων. Ενώ η δεύτερη βρίσκεται και εκτός νομιμότητας. Συνεπώς, η τυχόν προοπτική μέσα από τέτοια διερεύνηση δεν διαφοροποιεί τα πράγματα αν έχουμε κατά νου την πρακτική έννοια που η νομολογία έδωσε, ως άνω, στον όρο «αδυναμία εκπλήρωσης»."
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.