ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 1 ΑΑΔ 1601
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 187/2007)
17 Δεκεμβρίου, 2009
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
SIGMA RADIO TV LTD,
Εφεσείοντες,
v.
ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητης.
― ― ― ― ―
Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες.
Θ. Ραφτοπούλου για Αλ. Ευαγγέλου, για την Εφεσίβλητη.
― ― ― ― ―
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη, Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, επέβαλε στους εφεσείοντες Sigma Radio TV Public Ltd διοικητικό πρόστιμο ΛΚ15.300, την είσπραξη του οποίου, επιδίωξε με αγωγή που καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Η εφεσίβλητη υπέβαλε αίτηση για συνοπτική απόφαση και οι εφεσείοντες καταχώρησαν ένσταση. Κατόπιν δίκης, το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης για το ποσό της απαίτησης πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα.
Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Προβάλλονται έξι λόγοι έφεσης η εξέταση των οποίων θα γίνει με την ίδια σειρά που αντιστοίχως αναπτύσσονται στο περίγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου των εφεσειόντων.
Λόγος έφεσης 4
Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί της αίτησης της εφεσίβλητης - ενάγουσας για έκδοση συνοπτικής απόφασης αφού δεν είχαν ικανοποιηθεί οι προϋποθέσεις της Δ.18 θ.1 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών.
Στη Δημητρίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1997) 1(Β) ΑΑΔ 782 γίνεται αναφορά στις δικονομικές προϋποθέσεις που θέτει η Δ.18 θ. 1 και πρέπει να πληρούνται ώστε το δικαστήριο να έχει δικαιοδοσία για να εκδώσει συνοπτική απόφαση. Μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι σε περίπτωση που ο ενάγων/αιτητής είναι εταιρεία, κάποιο φυσικό πρόσωπο που έχει γνώση των γεγονότων που αφορούν την υπόθεση, ορκίζεται εκ μέρους του νομικού προσώπου και ότι, σε κάθε περίπτωση το ζήτημα της γνώσης των γεγονότων κλπ από τον ομνύοντα, κρίνεται με βάση τα περιστατικά της υπόθεσης σε συνάρτηση προς το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης ενώ σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η φύση της αξίωσης.
Στην προκείμενη περίπτωση, οι εφεσείοντες υποβάλλουν ότι ο κ. Μάριος Λιώνας του οποίου η ένορκη δήλωση συνόδευσε την αίτηση για συνοπτική απόφαση, δεν μπορούσε να ορκιστεί θετικά για τους λόγους που ο δικηγόρος των εφεσειόντων εκθέτει στο περίγραμμα της αγόρευσής του. Προκύπτει από τα γεγονότα ότι ο κ. Λιώνας είναι ο λογιστής της εφεσίβλητης και όπως ορθά σημειώνεται στην εκκαλούμενη απόφαση λόγω της ιδιότητάς του και της εμπλοκής του στα γεγονότα της υπόθεσης, προκύπτει ότι γνώριζε τα ουσιώδη γεγονότα και ότι μπορούσε να ορκιστεί θετικά σχετικά με αυτά. Με βάση τη μαρτυρία, ο κ. Λιώνας είχε στην κατοχή του τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία και έγγραφα που αφορούσαν το χρέος η δε μαρτυρία του, παρέμεινε αναντίλεκτη αφού δεν αντεξετάστηκε. Συνεκτιμώντας το υλικό που έχουμε ενώπιόν μας και σε συμφωνία με το πρωτόδικο δικαστήριο, διαπιστώνουμε ότι ο κ. Λιώνας ήταν υπό τις περιστάσεις πρόσωπο που είχε θετική γνώση των γεγονότων για τα οποία ορκίστηκε και συνεπώς θεωρούμε ότι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των εφεσειόντων είναι αβάσιμοι.
Καθόσον αφορά την αιτιολογία του υπό εξέταση λόγου έφεσης υπό στοιχεία (α), (β), (γ), (δ), (ε), (στ) και (η) και τη σχετική επιχειρηματολογία των εφεσειόντων, θεωρούμε ότι πρόκειται για λόγους που άπτονται του θέματος της νομιμότητας της απόφασης της εφεσίβλητης για την επιβολή του διοικητικού προστίμου και συνεπώς άσχετοι προς ό,τι αφορά στη διαδικασία της Δ.18 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών.
Λόγος έφεσης 5
Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε επί της ουσίας της αξίωσης της εφεσίβλητης και εξέδωσε απόφαση για το αξιούμενο ποσό χωρίς να εξετάσει, ως η Δ.18 προβλέπει, αν οι εφεσείοντες διαθέτουν καλή υπεράσπιση στην αγωγή επί της ουσίας ή αν αποκάλυψαν γεγονότα που μπορούν να θεωρηθούν ικανά να τους επιτρέψουν να υπερασπιστούν και/ή εσφαλμένα έκρινε ότι οι εφεσείοντες δεν διαθέτουν καλή υπεράσπιση στην αγωγή επί της ουσίας και δεν αποκάλυψαν γεγονότα που μπορούν να θεωρηθούν ικανά να τους επιτρέψουν να υπερασπιστούν.
Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε τους λόγους ένστασης ανάμεσα στους οποίους περιλαμβάνεται και η εισήγηση περί ύπαρξης καλής υπεράσπισης. Οι λόγοι οι οποίο συνθέτουν το σύνολο της επιχειρηματολογίας προς υποστήριξη της εισήγησης, άπτονται του θέματος της νομιμότητας της απόφασης για επιβολή του διοικητικού προστίμου, αντικειμένου της αίτησης, και αφορούν ζητήματα τα οποία ξεκάθαρα εμπίπτουν στη σφαίρα του διοικητικού δικαίου. Η εξέταση τέτοιων θεμάτων βρίσκεται εκτός της αρμοδιότητας του πρωτόδικου δικαστηρίου και η διοικητική απόφαση παραμένει ισχυρή παράγουσα έννομες συνέπειες μέχρι την ακύρωσή της από το Ανώτατο Δικαστήριο. Βλ. Sigma Radio TV Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 1 ΑΑΔ 408, Sigma Radio TV Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλ. Κύπρου (Αρ. 1) (2006) 1 ΑΑΔ 155, Sigma Radio TV Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλ. Κύπρου (Αρ. 2) (2006) 1 ΑΑΔ 572, Sigma Radio TV Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλ. Κύπρου (2007) 1 ΑΑΔ 909. Εξάλλου, ο κανονισμός 47 των Περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών (ΚΔΠ 10/2000) προβλέπει,
«Τα τέλη ή διοικητικά πρόστιμα ή οποιεσδήποτε άλλες οφειλές καταβάλλονται στην αρχή ανεξάρτητα από οποιαδήποτε ένσταση ή προσφυγή.»
Το δικαίωμα της εφεσίβλητης να εγείρει αγωγή για την είσπραξη του επιβληθέντος προστίμου ερείδεται στον περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμο, Ν. 7(1)/1998, άρθρα 3(3)(α)(β) και 41Β(3).
Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά αποφάσισε ότι οι λόγοι ένστασης δεν αποκαλύπτουν γεγονότα τα οποία να θεωρούνται ικανοποιητικά για να δοθεί στους εφεσείοντες δικαίωμα προβολής της υπεράσπισής τους. Σημειώνουμε ότι οι εφεσείοντες ουδέποτε αρνήθηκαν την ύπαρξη της διοικητικής απόφασης ούτε ισχυρίστηκαν ότι έχουν εξοφλήσει το πρόστιμο.
Λόγοι έφεσης 1, 2 και 3.
(1) Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα των Εφεσειόντων για παραπομπή στο Ανώτατο Δικαστήριο ενός πρωτο-εγειρόμενου θέματος συνταγματικότητας του άρθρου 3(3)(α) του Νόμου 7(1)/98 και των Καν. 48(1) και 47 των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000, που σχετίζετο με την ύπαρξη αμφισβήτησης με Προσφυγή (129/07) κατά το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος της διοικητικής πράξης του χρηματικού προστίμου.
(2) Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε και/ή απέρριψε τον ισχυρισμό των Εφεσειόντων ότι το άρθρο 3(3)(α) του Νόμου 7(1)/98 και οι Καν. 48 και 47 των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000, είναι αντισυνταγματικοί αφού τελεσίδικος κριτής της νομιμότητας μιας διοικητικής πράξης ως εν προκειμένω το χρηματικό πρόστιμο είναι το Ανώτατο Δικαστήριο κατά το Αρθρο 146 του Συντάγματος.
(3) Το άρθρο 3(3)(α) του Νόμου 7(1)/98 και οι Καν. 48(1) και 47, στα οποία στηρίχθηκε η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, είναι αντισυνταγματικά γιατί με αυτά κατά σαφή διάκριση των εξουσιών ο Νομοθέτης, αντίθετα στο Σύνταγμα και στο Νόμο 14/60, η Νομοθετική Εξουσία επεμβαίνει και αποφασίζει επί της αστικής διαφοράς μεταξύ του σταθμού και της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης και/ή την έκβαση της υπόθεσης και/ή αφαιρεί εξουσίες από την Δικαστική εξουσία και τις αναθέτει στην Διοίκηση.
Οι πιο πάνω λόγοι έφεσης αναπτύχθηκαν σωρευτικά στο περίγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου των εφεσειόντων. Η εξέτασή τους θα γίνει κατά τον ίδιο τρόπο.
Στην Sigma Radio TV Ltd κα ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 ΑΑΔ 134 εξετάστηκαν παρόμοιοι λόγοι με αυτούς οι οποίοι εγείρονται εδώ ξανά από τους εφεσείοντες. Υιοθετούμε το σκεπτικό της προαναφερόμενης απόφασης και επαναλαμβάνουμε ότι οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης δεν έχουν παραβιαστεί καθότι η απόφαση της εφεσίβλητης υπόκειται στον αναθεωρητικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου μέσω του οποίου διασφαλίζεται επαρκώς η τήρηση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης σύμφωνα με το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας και το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Η συνταγματικότητα ενός νόμου, ως ζήτημα νομικό, εξετάζεται από το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εγείρεται. Στην προκείμενη περίπτωση, αυτό έπρεπε να είχε δικογραφηθεί δεόντως και να υποστηριχθεί από τις αναγκαίες λεπτομέρειες. Οι εφεσείοντες δεν ήγειραν, σύμφωνα με τα ανωτέρω, θέμα αντισυνταγματικότητας των άρθρων του νόμου και των κανονισμών που αυτοί εξειδικεύουν στους πιο πάνω λόγους έφεσης και συνεπώς, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εξέτασε αυτά τα θέματα. Εξάλλου αναφορικά με όλα τα θέματα που θίγουν οι εφεσείοντες, υπάρχει πλούσια νομολογία και πρέπει να θεωρούνται πλέον ως λελυμένα. Συνεπώς αχρείαστα και φορτικά επαναφέρονται προς συζήτηση.
Λόγος έφεσης αρ. 6
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχθηκε ως επιτρεπτή μαρτυρία ή ως μαρτυρία που από μόνη της ήταν δυνατό να επιτρέψει και ή οδηγούσε στην έκδοση της Δικαστικής απόφασης, την απλή παρουσίαση των πρακτικών δύο διοικητικών αποφάσεων της Εφεσίβλητης ημερ. Τεκμ. 1 και 2 τα οποία μάλιστα φέρουν την υπογραφή μόνον του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου, στα οποία αναφέρετο ότι αποφάσισαν και καταδίκασαν τους Εφεσείοντες σε διοικητικό πρόστιμο, ΛΚ15.300.
Εσφαλμένα έγιναν αποδεκτά τα εν λόγω πρακτικά (τεκμ. 1 και 2) ως μαρτυρία προς τον σκοπό απόδειξης χρηματικής δήθεν οφειλής και εσφαλμένα ή αντισυνταγματικά ή αντίθετα στις αρχές της δίκαιης δίκης δεν εξέτασε ως όφειλε ή και δεν κάλεσε την Εφεσίβλητη να αποδείξει τα γεγονότα που αναφέρονται στα τεκμήρια 1 και 2 και/ή τη νόμιμη λήψη των εν λόγω αποφάσεων τους ή να αποδείξει ότι αυτά τα τεκμήρια αποτελούσαν απόδειξη νόμιμης οφειλής από πλευράς των Εφεσειόντων ως παραβίαση παρ΄ αυτών του Νόμου και Κανονισμών της Αρχής ή/και δεν έδωσε το δικαίωμα στους Εφεσείοντες να αποδείξουν ότι δεν υπάρχει νόμιμη αιτία αγωγής.
Όπως έχει ειπωθεί, οι εφεσείοντες δεν προσκόμισαν οποιαδήποτε στοιχεία προς απόδειξη καλόπιστης υπεράσπισης. Η διοικητική πράξη επιβολής του προστίμου από την οποία απορρέει η απαίτηση φέρει το τεκμήριο της νομιμότητας μέχρι την ακύρωσή της από το Ανώτατο Δικαστήριο. Οι ισχυρισμοί περί αντισυνταγματικότητας του νόμου, δίκαιης δίκης, νομιμότητας της απόφασης επιβολής του προστίμου κλπ συνιστούν επαναλήψεις και δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε τις επί του προκειμένου παρατηρήσεις μας και ό,τι άλλο έχει ειπωθεί.
Η έφεση απορρίπτεται με €2000 έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
Κ. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.
ΣΦ.