ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2009) 1 ΑΑΔ 1524

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                Πολιτική Έφεση Αρ. 166/2007

 

16 Δεκεμβρίου, 2009

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΉΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

 

Μεταξύ:

ΑΝΔΡΕΑ ΛΟΥΚΑ,

                                                                   Εφεσείοντα-Ενάγοντα,

και

EUROLIFE LTD,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

― ― ― ―

 

Μ. Βορκάς,  για εφεσείοντα

Στ. Πολυβίου  (κα) με Μ. Ναθαναήλ (κα), για εφεσίβλητους

 

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον

Π. Αρτέμη, Π.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:  Οι εφεσίβλητοι-εναγόμενοι εξέδωσαν ασφαλιστικό συμβόλαιο τιτλοφορούμενο "Mortgage Plan" προς όφελος του εφεσείοντα-ενάγοντα.

 

Όπως αναφέρεται σε δήλωση του Μ.Υ.2 και που αποτελεί κοινό έδαφος, το ασφαλιστικό συμβόλαιο εκδόθηκε «σε συνδυασμό με παροχή σχετικού στεγαστικού δανείου με σκοπό την αποπληρωμή του δανείου στη λήξη του.  Το Mortgage Plan εκδίδεται για προκαθορισμένη διάρκεια, στη λήξη της οποίας καταβάλλεται η αξία εξαγοράς.  Παρέχεται επίσης ασφαλιστική προστασία από τον κίνδυνο του θανάτου και τον κίνδυνο της Ολικής Ανικανότητας για οποιαδήποτε εργασία έναντι αμοιβής ή κέρδους . . . .».

 

Τα ωφελήματα του ασφαλιστικού συμβολαίου εκχωρήθηκαν απολύτως στην Τράπεζα Κύπρου Λτδ, που παρέσχε το στεγαστικό δάνειο στον εφεσείοντα.

 

Είναι επίσης παραδεκτό, ότι, μετά την έκδοση του πιο πάνω ασφαλιστηρίου εγγράφου και εκκρεμούσας της οφειλής του εφεσείοντα για αποπληρωμή του στεγαστικού δανείου, αυτός υπέστη ατύχημα, ως αποτέλεσμα του οποίου έχασε το ένα του μάτι.

 

Υπήρξε διαφωνία κατά πόσο η ανικανότητα που προέκυψε καλυπτόταν από το ασφαλιστικό συμβόλαιο και οι εφεσίβλητοι-εναγόμενοι αρνήθηκαν την πληρωμή οποιουδήποτε ωφελήματος.

 

Αγωγή σε σχέση με την πιο πάνω διαφορά καταχωρήθηκε από τον εφεσείοντα εναντίον των εφεσίβλητων, η οποία στο τέλος αποσύρθηκε, αφού δηλώθηκε συμβιβασμός ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Με την επίδικη αγωγή του ο εφεσείων επανήλθε με παρόμοια αιτήματα.  Πρωτόδικα, οι εφεσίβλητοι ήγειραν δύο προδικαστικές ενστάσεις και, περαιτέρω, αμφισβήτησαν και πάλι την υποχρέωσή τους να πληρώσουν οποιοδήποτε ωφέλημα.

 

Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής αποδέχθηκε ως βάσιμη την πρώτη προδικαστική ένσταση, θεωρώντας ότι εμποδίζονταν οι εφεσίβλητοι να απαιτούν οτιδήποτε με βάση το ασφαλιστικό συμβόλαιο, αφού τούτο αποτέλεσε αντικείμενο της προηγούμενης αγωγής, συνιστώντας  έτσι δεδικασμένο. 

 

Περαιτέρω, προχώρησε και εξέτασε και τη δεύτερη προδικαστική ένσταση, την οποία και πάλι αποδέχθηκε. Η δεύτερη αυτή προδικαστική ένσταση αφορούσε την εισήγηση πως ο εφεσείων-ενάγων εστερείτο του δικαιώματος να εγείρει προσωπικά την υπό κρίση αγωγή, αφού εκχώρησε ο ίδιος όλα τα δικαιώματά του, που προέκυπταν από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο, προς την Τράπεζα Κύπρου Λτδ, για το σκοπό εξασφάλισης του δανείου που είχε πάρει, που ανερχόταν σε ποσό Λ.Κ80.000.

 

Τέλος, ακολουθώντας τη συνήθη πρακτική, ο πρωτόδικος Δικαστής προχώρησε και εξέτασε και την ουσία της υπόθεσης,  καταλήγοντας και πάλι πως δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις που απαιτούνταν με βάση το ασφαλιστικό συμβόλαιο για πληρωμή οποιουδήποτε ωφελήματος, για μόνιμη  ολική ανικανότητα εργασίας.

 

Με την παρούσα του έφεση ο εφεσείων-ενάγων αμφισβητεί την ορθότητα όλων των πιο πάνω συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε πρώτα την ορθότητα της κατάληξης αναφορικά με τη δεύτερη προδικαστική ένσταση, που όπως υποδείξαμε, αφορά το δικαίωμα του εφεσείοντα να εγείρει ο ίδιος την αγωγή.

 

Το έγγραφο που περιέχει την εκχώρηση των ωφελημάτων που δυνατόν να προκύψουν από το ασφαλιστικό συμβόλαιο προς όφελος του εφεσείοντα, είναι το τεκμήριο 2 και συγκεκριμένα ο όρος 6 του συμβολαίου, όπου, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι «με το έγγραφο αυτό εκχωρώ προς την τράπεζα προς το σκοπό συνεχούς εξασφάλισης οποιοδήποτε ποσό χρημάτων συμπεριλαμβανομένων κερδών και/ή φιλοδωρημάτων (BONUSES) που δυνατόν να καταστούν πληρωτέα σε μένα δυνάμει συμβολαίου ασφάλειας ζωής με την ασφαλιστική εταιρεία EUROLIFE LTD . . .».

 

Τίθεται έτσι, βασικά, θέμα αναφορικά με τις αρχές που διέπουν την εκχώρηση (assignment).  Το δίκαιο που εφαρμόζεται επί του προκειμένου στην Κύπρο εξηγήθηκε  πολύ περιεκτικά στην απόφαση του Πλήρους Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, στην υπόθεση Χριστοπούλου ν. Γενικού Εισαγγελέα, Αρ. Αγωγής 2617/73, ημερομηνία 16.6.90, όπου στη σελ. 8 της απόφασης, ο Κωνσταντινίδης, Π.Ε.Δ. (όπως ήταν τότε), αναφέρει τα ακόλουθα, τα οποία υιοθετούμε πλήρως:

 

«Για να αποφύγουμε να επιβαρύνουμε αυτή την απόφαση με υπερβολική αναφορά στις επιμέρους υποθέσεις, θα συνοψίσουμε εκείνα που είναι χρήσιμο να λεχθούν για τις ανάγκες της υπόθεσης αυτής όπως τα αντιλαμβανόμαστε από τη μελέτη της νομολογίας και την ανάλυση των σχετικών αρχών από τη βιβλιογραφία.  (Βλ. σχετικά Halsbury´s Laws of England, 4η Εκδ., τόμος 6, σελ. 7, παρ. 9 κ.ε.π., Cheshire and Fifoot´s Law of Contract, 9η Εκδ. σελ. 493 κ.ε.π., Chitty on Contracts, 25η Εκδ., τόμος 1, σελ. 692 κ.ε.π. και Hanbury on Modern Equity, 6η Εκδ., σελ. 81 κ.ε.π.).  Είναι ορθό ότι η ρίζα της εκχώρησης βρίσκεται στις αρχές του δικαίου της επιείκειας.  Το δίκαιο της επιείκειας παράκαμψε την άκαμπτη ρύθμιση του θέματος της δυνατότητας εκχώρησης από το Κοινοδίκαιο σύμφωνα με το οποίο, με ορισμένες εξαιρέσεις που δεν μας αφορούν, δεν ήταν επιτρεπτή η εκχώρηση δικαιωμάτων.  Στην Αγγλία, πρώτα με το άρθρο 25(6) του Supreme Court of Judicature Act 1873 και στη συνέχεια με το άρθρο 136(1) του Law of Property Act του 1925, υπό τον όρο της τήρησης ορισμένων προϋποθέσεων αναγνωρίστηκε νομοθετικά η δυνατότητα εκχώρησης «αντικειμένων αγωγής» (choses in action).  Είναι νομολογιακά θεμελιωμένο όμως ότι η νομοθετική ρύθμιση ούτε περιόρισε ούτε διεύρυνε τις δυνατότητες εκχώρησης όπως τις αναγνωρίζει το δίκαιο της επιείκειας.  Η νομοθετική ρύθμιση δεν διαφοροποίησε την ουσία αλλά πρόσφερε μηχανισμό για άμεση διεκδίκηση δικαιωμάτων από την εκχώρηση χωρίς την ανάγκη σύμπραξης του εκχωρητή.

 

Κατά το δίκαιο της επιείκειας εκτός αν η εκχώρηση ήταν απόλυτη και όχι μερική και εκτός αν αφορούσε αντικείμενο αγωγής αναγνωρισμένο όχι από το νόμο (legal choses in action) αλλά από το ίδιο το δίκαιο της επιείκειας (equitable choses in action), ο εκδοχέας δεν ενομιμοποιείτο να διεκδικήσει από την αγωγή δικαιώματα από την εκχώρηση, στο δικό του όνομα.  Οφειλε να συνενώσει και τον εκχωρητή ως διάδικο.  Τώρα, εφόσον τηρηθούν οι προϋποθέσεις του Νόμου, (Η εκχώρηση να είναι απόλυτη, να είναι έγγραφη και γι΄αυτή να έχει δοθεί γραπτή ειδοποίηση στον οφειλέτη.) ο εκδοχέας νομιμοποιείται να καταχωρίσει την αγωγή στο όνομα του και να διεκδικήσει αυτοδίκαια τα δικαιώματα από την εκχώρηση χωρίς να χρειάζεται να συνενώσει τον εκχωρητή.  Ο Αγγλικός νόμος δεν ισχύει, βέβαια, εδώ και είναι ορθό ότι στην Κύπρο η εκχώρηση διέπεται από τις αρχές του δικαίου της επιείκειας.  (Βλ. Chrysostomou v. Chalkousi & Sons (1978) 1 C.L.R. 10 και Markidou v. Kiliaris and Another (1983) 1 C.L.R. 392).  Προσθέτουμε ότι και στην Αγγλία εξακολουθεί να ισχύει το δίκαιο της επιείκειας παράλληλα με τη νομοθετική ρύθμιση του θέματος.  Είναι θεμελιωμένο πως εκχώρηση που δεν πληροί τις προϋποθέσεις του νόμου μπορεί κάλλιστα να είναι έγκυρη κατά το δίκαιο της επιείκειας.»

 

Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε από το Εφετείο στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Χριστοπούλου (1994) 1 Α.Α.Δ. . 479, όπου λέχθηκαν και τα ακόλουθα στη σελ. 487:

 

«Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αποφάσισε ότι ο εκδοχέας νομιμοποιείται να καταχωρίσει την αγωγή στο όνομα του και να διεκδικήσει αυτοδίκαια τα δικαιώματα από την εκχώρηση, χωρίς να χρειάζεται να συνενώσει τον εκχωρητή - [βλ. Chrysostomou v. Chalkousi & sons  (1978) 1 C.L.R. 10 και Markidou v. Kiliaris and Another  (1983) 1 C.L.R. 392].

 

Στην υπόθεση Weddell v. J.A.Pearce & Major  (1987) 3 All E.R. 624, αποφασίστηκε ότι ο εκδοχέας έχει locus standi ως ενάγοντας και η μη συνένωση του εκχωρητή δεν καθιστούσε την αγωγή άκυρη.  Εν πάση περιπτώσει, παρόλο ότι η συνένωση του εκχωρητή είναι επιθυμητή, η μη συνένωση του δεν καθιστά τη διαδικασία άκυρη.  Αν το Δικαστήριο κρίνει ότι η παρουσία του είναι αναγκαία, μπορεί να συνενωθεί με βάση τη Διαταγή 9, Θεσμό 10.»

 

Προκύπτει από τα πιο πάνω πως σε τέτοια περίπτωση δικαίωμα αγωγής έχει απευθείας ο εκδοχέας ως ενάγοντας, το ακριβές όμως ερώτημα που μας απασχολεί εδώ είναι κατά πόσο τέτοιο δικαίωμα έχει παράλληλα και από μόνος του ο εκχωρητής.  Οι έρευνες μας, μας οδήγησαν στην υπόθεση Three Rivers DC v. Bank of England (1995) 4 All E.R. 312, όπου κρίθηκε το θέμα σε περίπτωση όπου ο εκχωρητής ήγειρε την αγωγή χωρίς συνένωση σε αυτή και χωρίς τη ρητή συγκατάθεση του εκδοχέα.  Στην υπόθεση εκείνη αποφασίστηκαν τα πιο κάτω:

 

 «Where there was an agreement to assign a legal chose, in equity the assignee became the owner and controller of the legal chose and was entitled to sue for the recovery of the chose, although as a matter of practice he was normally required by the court to join the assignor either as plaintiff or, if he refused to give his consent, as defendant.  However (Staughton LJ dissenting), where the assignor whished to sue and it was known that there had been an assignment the court required the assignee to be joined and would not permit the assignor to maintain the action in the absence of the assignee.  The assignor was entitled to sue as trustee for the assignee if the assignee so wished, but in that event he was required to reveal his representative capacity . . ."

 

Σε ελεύθερη μετάφραση:

 

«Όπου υπάρχει συμφωνία εκχώρησης νομικού δικαιώματος αγωγής, σύμφωνα με το δίκαιο της επιείκειας ο εκδοχέας καθίσταται ο δικαιούχος και ελέγχων του δικαιώματος αγωγής και δικαιούται να ενάγει με βάση το δικαίωμα αυτό, παρόλο ότι, ως θέμα πρακτικής, κανονικά θα απαιτηθεί από το Δικαστήριο να συνενώσει τον εκχωρητή είτε ως ενάγοντα είτε, εάν αρνείται να δώσει την συγκατάθεσή του, ως εναγόμενο.  Εντούτοις, όπου ο εκχωρητής επιθυμεί να καταχωρήσει αγωγή, όπου είναι γνωστό ότι υπήρξε εκχώρηση, το Δικαστήριο ζητά όπως ο εκδοχέας συνενωθεί και δεν επιτρέπει στον εκχωρητή να συντηρεί την αγωγή στην απουσία του εκδοχέα.  Ο εκχωρητής δικαιούται να ενάγει ως εμπιστευματοδόχος του εκδοχέα εάν τούτο επιθυμεί ο εκδοχέας, αλλά σε τέτοια περίπτωση πρέπει να αποκαλύπτει την εκπροσωπευτική του ιδιότητα .. .»

 

Όλα τα πιο πάνω είναι καθοδηγητικά και στην υπό κρίση υπόθεση, αφού και εδώ το θέμα αφορούσε «νομικό αντικείμενο αγωγής» (legal chose in action).

 

Ο εφεσείων εκχωρητής ενήγαγε προσωπικά, χωρίς να έχει συνενώσει και τον εκδοχέα ως διάδικο, που, φυσιολογικά και νομικά είχε τον πρώτο λόγο στη διαδικασία λόγω της εκχώρησης.  Πουθενά δε δεν φαίνεται να τον είχε εξουσιοδοτήσει ο εκδοχέας να τον εκπροσωπεί ως εμπιστευματοδόχος του.

Mε βάση τις πιο πάνω αρχές, καταλήγουμε πως ο εφεσείων-ενάγων δεν είχε δικαίωμα αγωγής προσωπικά εναντίον των εφεσίβλητων-εναγομένων εκτός αν συνένωνε και τον εκδοχέα ή αν ενεργούσε κατ΄εντολήν του  και ως εκ τούτου η αγωγή του θα έπρεπε να είχε απορριφθεί γι΄αυτό το λόγο. 

 

Εν όψει της κατάληξής μας, δεν χρειάζεται να εξετάσουμε ούτε την πρώτη προδικαστική ένσταση, αλλά ούτε και την ουσία της υπόθεσης, που αφορά το κατά πόσο υπήρξε, λόγω του ατυχήματος, μόνιμη ολική ανικανότητα, με βάση την οποία θα υποχρεωνόταν η ασφαλιστική εταιρεία να καταβάλει τα προνοούμενα ωφελήματα. 

 

Η έφεση απορρίπτεται με  €2.000 έξοδα εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ των εφεσίβλητων.

 

 

 

Π.                                       Δ.                                            Δ.

 

Χ.Π.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο