ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2009) 1 ΑΑΔ 1481

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

                                                          ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 381/2006

 

 

 

23 Noεμβρίου, 2009

 

[ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

1.       MUSKITA ALUMINIUM INDUSTRIES LTD.

2.       MUSKITA ALUMINIUM COMPANY LTD.

3.       ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ  

       ΤΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ

       ΓΕΩΡΓΙΟΥ  ΜΟΥΣΚΗ

Εφεσείοντες/εναγόμενοι

 

-         ΚΑΙ -

 

1.                ALSAKO ALUMINIUM LTD

2.                ALSAKO (LARNAKA) LTD.

3.                ALSAKO (LIMASSOL) LTD

4.                ΑΝΔΡΕΑ ΙΑΚΩΒΟΥ

5.                ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ

6.                ΚΑΙΤΗΣ ΜΙΧΑΗΛ

7.                ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ

8.                ΚΥΠΡΟΥΛΑΣ ΙΑΚΩΒΟΥ

Εφεσιβλήτων/εναγόντων

 

......

Αλ. Μαρκίδης με Δ. Αραούζο, για τους εφεσείοντες

Χρ. Μ. Τριανταφυλλίδης με Α. Μυλωνά, για τους εφεσίβλητους

.........

 

ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου.

..........

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ:  Οι εφεσίβλητες/ενάγουσες 1, 2, 3 είναι εταιρείες περιορισμένης ευθύνης εγγεγραμμένες στη Δημοκρατία και κατά τον ουσιώδη χρόνο ασχολούνταν με την εμπορία και/ή εισαγωγή και/ή διανομή αλουμινίου και προϊόντων αλουμινίου σε πρατήρια διανομής στη Λευκωσία, Λάρνακα και Λεμεσό.  Οι εφεσίβλητοι/ενάγοντες 4, 5, 6, 7 και 8 ήταν μέτοχοι και/ή Διοικητικοί Σύμβουλοι των εφεσιβλήτων εταιρειών 1, 2 και 3.

 

Η εφεσείουσα/εναγόμενη 1 ήταν και εξακολουθεί να είναι δημόσια εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, η δε εφεσείουσα/εναγόμενη 2 επίσης εταιρεία, μέτοχος της 1ης ανήκουσα στο ίδιο συγκρότημα εταιρειών.  Ο Γεώργιος Μουσκής (3ος εφεσείων) αποβιώσας από τις 20/8/02, κατά τον ουσιώδη χρόνο αντιπροσώπευε τις εν λόγω εταιρείες για σκοπούς των επίδικων θεμάτων.

 

Με γραπτή συμφωνία ημερ. 26/5/00 (Τεκμ. 2 και 2 Α) οι εφεσίβλητοι συμφώνησαν με την εφεσείουσα 2,  Muskita Aluminium Company Ltd.,  όπως η τελευταία αγοράσει από τους πρώτους την πελατεία και καλή φήμη της μαζί με τα εμπορεύσιμα αποθέματα σε προφίλ αλουμινίου κυπριακών σειρών και μέρος του εξοπλισμού τους, που η εφεσείουσα 2 θα θεωρούσε κατάλληλο.  Το αντάλλαγμα θα ήταν η μεταβίβαση από την εφεσείουσα/εναγόμενη 2,  597.015 μετοχών της εφεσείουσας/εναγόμενης 1 Muskita Aluminium Industries Ltd. σε κάποιο Μάρκο Δράκο, συνέταιρο στον Ελεγκτικό Οίκο DELOITTE & TOUCHE ως καταπιστευματοδόχος των εφεσιβλήτων/εναγόντων 1, 2, και 3 στην τιμή των £0,67 η κάθε μετοχή.  Η συνολική αξία των μετοχών της εφεσείουσας/εναγόμενης 1, δηλαδή £400.000, «θα συμψηφιζόταν» με το ποσό που θα προέκυπτε από την αξία του εξοπλισμού και αποθεμάτων που αγόρασε η εφεσείουσα/εναγόμενη 2.  Συμφωνήθηκε επίσης μεταξύ εφεσβλήτων και εφεσείουσας 2 ότι η αξία της εμπορικής εύνοιας των πρώτων ήταν £1.400.000.

 

Ήταν ο ισχυρισμός των εφεσιβλήτων/εναγόντων ότι συνήψαν την πιο πάνω συμφωνία λόγω αναληθών και/ή ψευδών παραστάσεων των εφεσειόντων/εναγομένων, τις οποίες ανακάλυψαν μεταγενέστερα.  Διαζευκτικά ισχυρίστηκαν ότι κατά την υπογραφή της συμφωνίας έγινε παράπλευρη προφορική συμφωνία (collateral agreement) και ότι κατά παράβαση της εν λόγω προφορικής συμφωνίας οι εφεσίβλητοι/εναγόμενοι έχουν υποστεί ζημιά που ανέρχεται σε £1.391.045.  Διαζευκτικά ισχυρίστηκαν οι εφεσίβλητοι ότι μεταβίβασαν και/ή εκχώρησαν στην εφεσείουσα/εναγόμενη 2 την εμπορική τους εύνοια χωρίς αυτή να δώσει οποιοδήποτε αντάλλαγμα, με αποτέλεσμα τον άδικο πλουτισμό της εφεσείουσας 2 κατά £1.400.000. 

 

Αποτέλεσμα των πιο πάνω ισχυρισμών των εφεσιβλήτων/εναγόντων ήταν να εγείρουν εναντίον των εφεσειόντων/εναγομένων την αγωγή αρ. 10752/2001 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας σε κλητήριο ένταλμα της Δ.2 Κ.1.   Με την έκθεση απαίτησης που ακολούθησε την αγωγή, όπως αυτή τροποποιήθηκε στις 26/10/04, οι εφεσίβλητοι/ενάγοντες αξίωσαν από τους εφεσείοντες/εναγόμενους το προαναφερθέν ποσό των £1.391.045 ως αποζημιώσεις για ψευδείς παραστάσεις και/ή δόλο και/ή απάτη και διαζευκτικά το ίδιο ποσό για παράβαση συμφωνίας.  Διαζευκτικά του πιο πάνω ποσού αξίωναν το ποσό των £1.400.000 ως αξία εμπορικής εύνοιας των εναγόντων 1, 2 και 3 την οποία επωφελήθηκε αδίκως η εναγόμενη 2 χωρίς να καταβάλει οιονδήποτε αντάλλαγμα.  Τέλος αξίωσαν τόκο προς 8% επί του ποσού των £1.391.045 από 26/5/00 μέχρι εξοφλήσεως. 

 

Οι εφεσείοντες/εναγόμενοι πέραν της προδικαστικής ένστασης ότι η αγωγή δεν μπορούσε να προχωρήσει εναντίον του εφεσείοντα αρ. 3 εφόσον δεν του επιδόθηκε το τροποποιημένο κλητήριο ένταλμα, επί της ουσίας της αγωγής, με την υπεράσπιση τους απέρριψαν όλους τους ισχυρισμούς των εφεσιβλήτων για ψευδείς παραστάσεις και/ή παράβαση συμφωνίας ή ότι έγινε παράπλευρη συμφωνία και/ή ότι οι εφεσίβλητοι υπέστησαν οποιαδήποτε ζημιά.  Ήταν η θέση τους ότι όλα όσα συμφωνήθηκαν μεταξύ των διαδίκων περιλήφθηκαν αρχικά στη συμφωνία ημερ. 26/5/00 (Τεκμ. 2 και 2 Α) μεταξύ των εναγόντων και εναγόμενης 2 (Muskita Aluminium Company Ltd.) και αργότερα στη συμφωνία ημερ. 27/7/00 (Τεκμ. 8 και 8 Α) μεταξύ εναγόντων και εναγομένης 1 (Muskita Aluminium Industries Ltd.).  Τέλος ισχυρίζονται ότι οι ενάγοντες κωλύονται (are estopped) να επικαλούνται άλλες συμφωνίες από αυτές της 26/5/00 και 27/7/00. 

 

Επισημαίνουμε ότι η συμφωνία της 26/5/00 (τεκμ. 2 και 2 Α) είναι η πρώτη συμφωνία η οποία είχε υπογραφεί μεταξύ της Muskita Aluminium Co. Ltd. εκπροσωπούμενη από τον Γεώργιο Μουσκή και τις ενάγουσες εταιρείες Alsako Aluminium Limited, Alsaco (Limassol) Limited και Alsako (Larnaca) Limited.  Η πρώτη εκπροσωπούμενη από τον  Ανδρέα Ιακώβου (ενάγοντα 4) και οι δυο άλλες από τον Νεόφυτο Μιχαήλ (ενάγοντα 5).  Διαλαμβανόταν με τον όρο 2 της εν λόγω συμφωνίας τα εξής:

«Το αντάλλαγμα για την πώληση, μεταβίβαση και/ή εκχώρηση προς την Muskita της Επιχείρησης συμφωνείται να γίνει με τη μορφή μη χρηματικού ανταλλάγματος και συγκεκριμένα ως ακολούθως:

Να μεταβιβάσει η Muskita από το σύνολο των μετοχών που κατέχει σήμερα στην εταιρεία MUSKITA ALUMINIUM INDUSTRIES LIMITED μετοχές στην τιμή των £0,67 σεντ η κάθε μία στον κ. Μάρκο Δράκο, συνέταιρο στον ελεγχτικό οίκο DELOITTE & TOUCHE και/ή σε οποιαδήποτε άλλη εταιρεία η οποία ελέγχεται άμεσα από τον εν λόγω οίκο ως καταπιστευματοδόχος των Πωλητών.

 

Περαιτέρω συμφωνείται ότι η συνολική αξία των μετοχών που θα μεταβιβαστούν από τους Αγοραστές (£400,000) θα συμψηφιστεί με το ποσό που θα προκύψει από την αξία των αποθεμάτων και εξοπλισμού που οι Αγοραστές με την παρούσα συμφωνούν να αγοράσουν.»

 

Επιπρόσθετα από το πιο πάνω αντάλλαγμα η Muskita αναλάμβανε έναντι των πωλητών και επιπρόσθετες υποχρεώσεις:  (α)  να εξαγοράσει όλα τα εμπορεύσιμα αποθέματα σε προφίλ αλουμινίου (κυπριακές σειρές μόνο), (β) να συνάψει ειδικές συμφωνίες με τους υπαλλήλους των πωλητών για εργοδότηση τους στην Muskita αν το επιθυμούν, και (γ) να προσφερθεί συμβόλαιο εργοδοσίας στους κκ Νεόφυτο Μιχαήλ και Χριστόφορο Ιακώβου διάρκειας ενός έτους με όρους που θα συμφωνηθούν.  Στη συμφωνία γίνεται αναφορά και σε άλλους όρους για τους οποίους στο παρόν στάδιο δεν χρειάζεται να γίνει αναφορά.

 

Η συμφωνία της 27/7/00 (τεκμ. 8 και 8 Α) ήταν μεταξύ της εταιρείας Muskita Aluminium Industries Limited, η οποία εκπροσωπείτο από τον πρόεδρο της Γεώργιο Μουσκή και τις ενάγουσες εταιρείες, εκπροσωπούμενες από τους Ανδρέα Ιακώβου και Νεόφυτο Μιχαήλ όπως και στην πρώτη συμφωνία της 26/5/00.  Σύμφωνα με τον όρο 2 της παρούσας συμφωνίας «το αντάλλαγμα για την πώληση, μεταβίβαση και/ή εκχώρηση προς την Muskita της Επιχείρησης συμφωνείται στο ποσό των £20.000, ποσό το οποίο θα καταβληθεί σε μετρητά με την υπογραφή της παρούσας.»  Οι υπόλοιποι όροι παρέμειναν ουσιαστικά οι ίδιοι όπως και στην πρώτη συμφωνία.

 

Για την υπόθεση των εφεσιβλήτων/εναγόντων κατέθεσαν 6 μάρτυρες οι εξής:  Νεόφυτος Μιχαήλ (Μ.Ε.1) ενάγων 5, Γιάννης Θεοδώρου (Μ.Ε.2), εμπορευόμενος μεταξύ άλλων και στον τομέα αλουμινίου, συνεργάτης των διαδίκων, Κατερίνα ή Καίτη Μιχαήλ (Μ.Ε.3) ενάγουσα 6, Ανδρέας Ιακώβου (Μ.Ε.4) ενάγων 4, Μάρκος Δράκος (Μ.Ε.5) λογιστής και συνεταίρος στον ελεγκτικό οίκο DELLOITE & TOUCHE, και Γιώργος Στροβολίδης (Μ.Ε.6) εμπειρογνώμονας μάρτυρας (chartered accountant) για την αξία της Επιχείρησης.  Για τους εφεσείοντες/εναγόμενους κατέθεσαν οι Δήμος Μουσκής (Μ.Υ.1) γιός του αποβιώσαντα Γιώργου Μουσκή και Διευθύνων Σύμβουλος των εφεσειουσών εταιρειών και Πανίκος Λοϊζου (Μ.Υ.2) εμπειρογνώμονας, δηλαδή εγκεκριμένος ελεγκτής συνεταίρος στον οίκο KP MG Metaxas, Loizides and Syrimis.

 

Ο πρωτόδικος δικαστής μετά που άκουσε τους πιο πάνω μάρτυρες  και αφού έλαβε υπόψη και το περιεχόμενο των διαφόρων εγγράφων που κατατέθηκαν ως τεκμήρια ενώπιον του, κατέληξε ότι οι εφεσίβλητοι απέδειξαν την απαίτηση τους και εξέδωσε απόφαση ως ακολούθως:

 

"Eνόψει όλων των πιο πάνω, εκδίδεται απόφαση υπέρ των εναγόντων, συνυπογράφοντες όλοι στο Τεκμ. «2», και εναντίον των εναγομένων αλληλέγγυα και κεχωρισμένα για το ποσό των £1.391.045.  Οι ενάγοντες δικαιούνται επίσης σε τόκο 8%, αλλά η περίοδος πρέπει να λογιστεί με βάση τους περιορισμούς που ενυπάρχουν στην παρ. 8 του Τεκμ. «2».  Οι μετοχές μπορούσαν να πωληθούν από τους ενάγοντες κατά το 30% μετά από 3 μήνες από την εισαγωγή της μετοχής της Muskita στο Χ.Α.Κ., κατά άλλο 30% μετά από 12 μήνες, και το υπόλοιπο 40% μετά από 18 μήνες.  Η μετοχή της Muskita άνοιξε στο Χ.Α.Κ. στις 12.7.00 όταν θα άρχιζε και η διαπραγμάτευση της μετοχής (Τεκμ. «4»).  Λαμβάνοντας το μέσο όρο της περιόδου 12.10.00-12.4.02 (αρχή με λήξη της περιόδου των 18 μηνών) είναι λογικό ο τόκος να λογίζεται και επιδικάζεται από τις 12.7.01, δηλαδή στους 9 μήνες επί του ποσού των £1.391.045.»

 

Με την παράθεση 23 λόγων έφεσης, οι εναγόμενοι/εφεσείοντες προσβάλλουν την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης.  Προτιμούμε να αρχίσουμε την εξέταση της έφεσης από τον 15 λόγο έφεσης με τον οποίο προβάλλεται η θέση ότι ο πρωτόδικος δικαστής αξιολόγησε λανθασμένα τη μαρτυρία, σύγχισε τα γεγονότα και κατέληξε σε αυθαίρετα συμπεράσματα. 

 

Είναι κατάλληλο το στάδιο να υπενθυμίσουμε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι έργο που αποτελεί κατ' εξοχήν έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου το οποίο έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης ούτως ώστε να είναι σε καλύτερη θέση να κρίνει την αξιοπιστία ενός μάρτυρα και ότι το εφετείο σπάνια επεμβαίνει.  Το πράττει μόνο όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή όταν τα συμπεράσματα του είναι εξ αντικειμένου παράλογα ή αυθαίρετα.  (βλ. μεταξύ άλλων Αθανασίου ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614, Πισιάρας κ.α. ν. Μιχαηλίδη κ.α. (2000) 1 Α.Α.Δ. 817 ,  R.K.B. Leathergoods Ltd. v. Αγγελίδη (2004) 1 Α.Α.Δ. 1071, Zevkas Bros (Fig Tree Bay) Restaurant Ltd. ν. Αναστασίου κ.α. (2007) 1 Α.Α.Δ. 822 και Liberty Med. Cruis. Mouss Ltd v. Charis Zacharia Eng. Co. Ltd. κ.α. (2007) 1 Α.Α.Δ. 916). 

 

Ήταν η εισήγηση των ευπαιδεύτων συνηγόρων των εφεσειόντων ότι η παρούσα είναι κλασσική περίπτωση όπου χρειάζεται να επέμβει το Εφετείο.  Ισχυρίζονται ότι η μαρτυρία του Μάρκου Δράκου (Μ.Ε.5) λογιστή,  συγκρούεται κάθετα με όλες τις σημαντικές πτυχές της μαρτυρίας των εφεσιβλήτων.  Παραθέτουν στο περίγραμμα τους (σελ. 70-74) παραδείγματα αντιφάσεων που περιληπτικά έχουν ως εξής:

(α)  Ότι ενώ ο Μάρκος Δράκος είχε πει ότι είχε επεξηγήσει στους εφεσίβλητους τους όρους του τεκμ. 2, οι εφεσίβλητοι, πλην του τέταρτου που είπε ότι είχε διαβάσει τη συμφωνία, ισχυρίστηκαν ότι δεν γνώριζαν τι διαλάμβανε, γιατί δεν την διάβασαν.

(β)  Ενώ είχαν εκφραστεί επιφυλάξεις από όλη την οικογένεια αν θα έπρεπε να προχωρήσουν με τη συμφωνία τεκμ. 2, επιφυλάξεις που είχε και ο Μάρκος Δράκος, το πρωτόδικο δικαστήριο αγνόησε παντελώς αυτή τη μαρτυρία και/ή δεν την αξιολόγησε.  Αν πράγματι υπήρχε παράλληλη συμφωνία από όλους τους εναγομένους ή τον Γεώργιο Μουσκή σε σχέση με την εγγυημένη αξία της μετοχής για £3.00 σεντ τη μια, δεν έπρεπε να υπάρχουν οι πιο πάνω επιφυλάξεις. 

(γ)  Ενώ η όλη ουσία της επιχειρηματολογίας των εφεσιβλήτων εδραζόταν στο ότι η εμπορική εύνοια των εφεσιβλήτων 1-3 είχε αποτιμηθεί από τον Μάρκο Δράκο σε £1.400.000 και με βάση αυτή θα διαπραγματεύονταν στα γραφεία των εναγομένων, αυτό διαψεύστηκε από τον Μάρκο Δράκο.

(δ)  Το συμπέρασμα στη σελ. 14 της απόφασης ότι ο Μάρκος Δράκος εν μέρει επιβεβαίωσε τη θέση του εναγοντα 4 ότι αυτός είχε προτρέψει 2 φορές το γιο του (δηλαδή τον ενάγοντα 7) να υπογράψει το τεκμ. 2 και το τεκμ. 8 δεν ευσταθεί και δεν υποστηρίζεται από οποιαδήποτε μαρτυρία. 

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο σχετικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας των εφεσιβλήτων/εναγόντων ανάφερε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

 

«(ivΟι αντιφάσεις στη μαρτυρία των εναγόντων

 

      Είναι γεγονός ότι στη μαρτυρία των εναγόντων υπήρξαν διάφορες αντιφάσεις σε ό,τι αφορά κάποια δεδομένα και γεγονότα που κατά τον κ. Αραούζο καθιστούσε τη γενικότερη αξιοπιστία των μαρτύρων τους μη αποδεκτή.  Το Δικαστήριο δεν συμμερίζεται αυτή τη θέση θεωρώντας ότι η βασική μαρτυρία από πλευράς των εναγόντων σε σχέση με τα πρωτογενή γεγονότα προήλθε κατά κύριο λόγο, όπως αναφέρθηκε και προηγούμενα στην αρχή της ανάλυσης, από τον Α. Ιακώβου, ο οποίος έζησε τα γεγονότα από πρώτο χέρι.  Η μαρτυρία Ιακώβου, για τους λόγους που εξηγήθηκαν ήδη, είναι απόλυτα δεκτή από το Δικαστήριο, και ορισμένες ενέργειες του που μπορεί να παρουσιάζονται παράξενες, όπως η συνυπογραφή του στο Τεκμ. «25», και η αποστολή του Τεκμ. «23» έχουν ήδη επεξηγηθεί.  Δευτερεύουσες σε σημασία από πλευράς άμεσης γνώσης των γεγονότων, ήταν οι καταθέσεις του Ν. Μιχαήλ και της συζύγου του Καίτης Μιχαήλ, οι οποίοι ήταν τα άλλα τα δύο άτομα που κατέθεσαν και είχαν άμεση εμπλοκή με τους ενάγοντες, είτε ως Διοικητικοί Σύμβουλοι είτε ως μέτοχοι αυτών.  Στο βαθμό που ο Νεόφυτος Μιχαήλ έζησε γεγονότα, αυτά έχουν ήδη καταγραφεί πιο πάνω και είναι στη βάση τους αποδεκτά ως προερχόμενα από μια ειλικρινή τοποθέτηση επί των ουσιωδών γεγονότων.  Η Καίτη Μιχαήλ δεν παρέστη ουσιαστικά στις συναντήσεις όπου διαπραγματεύετο η εγγύηση ή αξία και το ποσό των μετοχών και ό,τι ανέφερε στο Δικαστήριο για τα θέματα αυτά προερχόταν από το τι της ελέχθη από τον πατέρα της και τον σύζυγο της.  Παρά ταύτα, δεν υπήρξαν ουσιώδεις διαφορές στη μαρτυρία της με τους υπόλοιπους.  Αντίθετα στη μοναδική μαρτυρία που πρόβαλε, έχοντας ζήσει τα γεγονότα, σε σχέση με τις συνθήκες υπογραφής, ιδιαίτερα του Τεκμ. 2, η θέση της συνάδει με τους υπόλοιπους και είναι αποδεκτή.  Κατά τα άλλα, η Καίτη Μιχαήλ κατέθεσε κυρίως επί των λογιστικών θεμάτων, για τα οποία λόγος και ανάλυση θα γίνει πιο κάτω.

 

Εκείνος ο οποίος κατέθεσε εκ μέρους των εναγόντων και είχε όντως εμφανείς διαφοροποιήσεις από τους υπόλοιπους ενάγοντες ήταν ο ελεγκτής τους Μάρκος Δράκος, Μ.Ε.5.  Ορθά εντόπισε διάφορα σημεία ο κ. Αραούζος τα οποία έρχονται σε φαινομενική αντίθεση με τη μαρτυρία των Ιακώβου και Ν. Μιχαήλ.  Το κύριο ζήτημα ήταν ότι ο Μ. Δράκος δεν επιβεβαίωσε τον Ιακώβου και τους λοιπούς ενάγοντες ότι είχε ο ίδιος προβεί σε εκτίμηση της αξίας των εταιρειών των εναγόντων καθορίζοντας το ποσό του £1.8 εκατομ. ως ορθό.  Μάλιστα είχε αναφέρει κατά την αντεξέταση του ότι όχι μόνο δεν έκαμε αποτίμηση των εναγόντων, αλλά ούτε στις διαβουλεύσεις του με τον Ιακώβου που ήταν πελάτης του ελεγκτικού του γραφείου, είχε αναφέρει το ποσό του £1.4 εκατομ. ως αξία για τη φήμη των εναγόντων, πλέον £400.000 για αποθέματα.  Παρά την αντίφαση αυτή με τη θέση Ιακώβου, το όλο ζήτημα δεν προβάλλει να είναι εν τέλει τόσο σοβαρό ώστε να αμαυρώνεται η αξιοπιστία του Ιακώβου και των άλλων μελών της οικογένειας που κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου, διότι ο Δράκος δέχθηκε ότι είχε γίνει συζήτηση με την οικογένεια Ιακώβου ότι σε περίπτωση εξαγοράς των εναγόντων όντως θα υπήρχε λογικά θέμα καλής φήμης («goodwill"), που έστω και αν ο ίδιος ανέφερε ότι δεν καθορίστηκε με κάποια ειδική επιστημονική μελετη του γραφείου του, εντούτοις, όπως εξήγησε στην κύρια εξέταση του, είχε βασικά συμφωνήσει με τα ποσά που του έλεγαν οι ίδιοι οι ενάγοντες, τα οποία ήταν σημαντικά (πέραν του £1.000.000), έχοντας υπόψη του ότι οι ενάγοντες, μέσω του Ιακώβου, ήταν από τις πιο παλαιές εταιρείες στο χώρο του αλουμινίου, είχαν παρουσία σε τρεις πόλεις με «σημαντικό», όπως ανέφερε κύκλο εργασιών, και με αποθηκευτικούς χώρους, όλα αυτά δε προσέδιδαν στον ίδιο μια λογική αντιστοιχία στα ποσά που ανέφεραν οι ίδιοι οι ενάγοντες Η σημασία επίσης αυτού του θέματος και της διαφοροποίησης του Μ. Δράκου με τους ενάγοντες, δεν είναι τόσο σημαντική ενόψει και της μαρτυρίας του Γιώργου Στροβολίδη, Μ.Ε.6, ο οποίος έκαμε ουσιαστική έκθεση για την αξία των εναγόντων, η οποία και θα αναλυθεί κατωτέρω.»

 

Προχωρεί το πρωτόδικο δικαστήριο στις σελ. 37-39 της απόφασης του και εξετάζει με λεπτομέρεια κάθε ένα από τους πιο πάνω ισχυρισμούς των εφεσειόντων (που σημειώνουμε ότι είχαν εγερθεί και πρωτόδικα) γιατί ο Μ.Ε.5 Μάρκος Δράκος δεν ήταν αξιόπιστος μάρτυρας και καταλήγει (σελ. 39) ως εξής:

 

«Από όλα τα πιο πάνω συνάγεται ότι η μαρτυρία του Μάρκου Δράκου, παρά τις αδυναμίες της σε σχέση με τη μαρτυρία των υπολοίπων μαρτύρων των εναγόντων, δεν την αναιρεί, αλλά αντίθετα την επιβεβαιώνει σε αρκετά σημεία, όπως τις συζητήσεις και επιφυλάξεις πριν την υπογραφή, το ότι υπήρχε θέμα εγγύησης, και ότι η αξία των εταιρειών ήταν περίπου στα πλαίσια του ποσού που ζήτησαν οι ενάγοντες και, εν πάση περιπτώσει, δεν εξαντλείτο στην αγορά των αποθεμάτων.»

 

Στην προαναφερθείσα υπόθεση R.K.B. Leathergoods Ltd v. Αγγελίδη, σελ. 1080, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Αναφορικά με τις αντιφάσεις παρέχεται πεδίο επέμβασης του Εφετείου μόνο όπου αυτές είναι τέτοιες που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση.  Πρέπει να είναι ουσιαστικής μορφής δηλαδή να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή να φανερώνουν τη διάθεση του να ψευσθεί.  Πρέπει να είναι τέτοιας φύσης και περιεχομένου που να μολύνουν τη μαρτυρία στο βαθμό που να καθίσταται επικίνδυνη η αποδοχή της από το δικαστήριο (Βλ. Ομήρου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 98, Ανθία ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 558, Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 449 και Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 390, Στρατής ν. Πεντέλη - Εταιρεία Μωσαϊκών Λτδ. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1708, Ηλία κ.α. ν. Σταυρινίδη (2000) 1 Α.Α.Δ. 874 και Οράτη ν. Παστού (2000) 1 Α.Α.Δ. 1787).»

 

 

Εξετάσαμε με προσοχή όλους τους λόγους για τους οποίους οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσειόντων εισηγήθηκαν ότι εσφαλμένα κρίθηκε αξιόπιστος μάρτυρας ο Μάρκος Δράκος, αλλά δεν έχουμε πεισθεί ότι υπάρχει λόγος επέμβασης μας.  Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού έστρεψε το μυαλό του και στις κάποιες αντιφάσεις και αδυναμίες της μαρτυρίας, τελικά για τους λόγους που εξήγησε, και αφού έλαβε υπόψη και τη μαρτυρία άλλων προσώπων που έκρινε αξιόπιστους (όπως για παράδειγμα του Μ.Ε.4 Ανδρέα Ιακώβου), κατέληξε να δεχθεί τη μαρτυρία του Μάρκου Δράκου.

 

Με τον ίδιο τρόπο στην εμπεριστατωμένη απόφαση του ο πρωτόδικος δικαστής εξηγεί γιατί έχει δεχθεί ως αξιόπιστη τη μαρτυρία άλλου μάρτυρα των εναγόντων/εφεσιβλήτων που μάλιστα περιγράφει ότι ήταν από τους σημαντικότερους, δηλαδή του προαναφερθέντος μάρτυρα Ανδρέα Ιακώβου (Μ.Ε.4).  Για το μάρτυρα αυτό το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάνθηκε ως εξής: 

 

«Ο βασικός μάρτυρας των εναγόντων Ανδρέας Ιακώβου, Μ.Ε.4, η μαρτυρία του οποίου ήταν άμεση ως προς τα καίρια γεγονότα εντυπωσίασε ευνοϊκά το δικαστήριο, με την απλότητα και ειλικρίνεια των απαντήσεων του και την αμεσότητα των δηλώσεων του.  Απορρέει από τη μαρτυρία αυτή, γεγονός που δέχθηκε και ο Δήμος Μουσκής στη δική του κατάθεση, ότι ο αποβιώσας Γιώργος Μουσκής ήταν αναγνωρισμένος ανά το παγκύπριο στον κλάδο της Βιομηχανίας Αλουμινίου, τόσο για την ειδημοσύνη του στο ζήτημα, όσο και για τον τίμιο, αξιοπρεπή και ευθύ χαρακτήρα του.  Γενικά μπορούσε κάποιος να βασιστεί στο λόγο του κατά τις δοσοληψίες του με τρίτους, όπως κατέθεσε και ο άλλος μάρτυρας των εναγομένων, Πανίκος Λοϊζου, Μ.Υ.2.  Ως πρωτεργάτης στον τομέα του αλουμινίου, με όραμα που στη συνέχεια έκαμε πραγματικότητα, τη διείσδυση του αλουμινίου στην Κυπριακή αγορά με αποτέλεσμα να καταστεί η Muskita η μοναδική βιομηχανία στην Κύπρο διάθεσης αλουμινίου, δηλαδή κατασκευής του, έχαιρε της εκτίμησης των υπολοίπων εμπόρων και επομένως η σχέση που δήλωσε ο Ιακώβου ότι αναπτύχθηκε και υφίστατο μεταξύ του ιδίου και του αποβιώσαντος που έφθασε να είναι πέραν από την επαγγελματική και οικογενειακή, είναι αποδεκτή.»

 

Με την κατάληξη μας αυτή ότι δηλαδή το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία προκύπτει ότι και οι ισχυρισμοί περί εσφαλμένης αξιολόγησης που εγείρονται αποσπασματικά και με άλλους λόγους έφεσης (π.χ. λόγο 17), επίσης απορρίπτονται.

 

Από την όλη επιχειρηματολογία των ευπαιδεύτων συνηγόρων των εφεσειόντων, όπως την αναπτύσσουν στο μακροσκελές και εμπεριστατωμένο περίγραμμα αγόρευσής τους, προκύπτει ότι το θέμα της εγγύησης εκ μέρους του αποβιώσαντος Γεώργιου Μουσκή, το είχαν αναφέρει όλοι οι μάρτυρες.  Οι διαφορές στη μαρτυρία τους ήταν αν θα ήταν γραπτή ή όχι.  Ουσιώδεις αντιφάσεις θα θεωρούνταν αν ο ένας μάρτυρας έλεγε ότι δεν είχε τεθεί θέμα εγγύησης και ο άλλος ότι είχε τεθεί, που δεν είναι η περίπτωση.  Το πρωτόδικο δικαστήριο, μη αγνοώντας την κάπως διαφορετική διατύπωση από τον κάθε μάρτυρα, κατάληξε να δεχθεί τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων και δεν έχουμε πειστεί ότι πρέπει να επέμβουμε.

 

Παρόμοιοι ισχυρισμοί (λόγος έφεσης 22) προβάλλονται και για την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου να δεχθεί τη μαρτυρία του εκτιμητή των εφεσιβλήτων, Γιώργου Στροβολίδη (Μ.Ε.6) σχετικά με την εκτίμηση της αξίας της επιχείρησης και να απορρίψει αυτή του εμπειρογνώμονα μάρτυρα των εφεσειόντων Πανίκου Λοϊζου (Μ.Υ.2).

 

Είναι σαφώς νομολογημένο ότι η  μαρτυρία εμπειρογνωμόνων δεν δεσμεύει το δικαστήριο αλλά απλώς το βοηθά, αφού λάβει υπόψη και την υπόλοιπη μαρτυρία, να καταλήξει στα δικά του ανεξάρτητα συμπεράσματα. (βλ. μεταξύ άλλων Cross on Evidence 5η έκδοση, σελ. 446, Phipson on Evidence 11η έκδοση σελ. 510, παραγρ. 1286, Kouppis v. Republic (1977) 2 C.L.R. 361, Anastassiades .v. Republic (1977) 2 C.L.R. 97, Khadar v. Republic (1977) 2 C.L.R. 132 και Vasilico Cement Works Ltd. v. Stavrou (1976) 1 C.L.R. 389).   Το Δικαστήριο δικαιούται να διαφοροποιήσει τη θέση του και να μη δεχθεί τη μαρτυρία ενός εμπειρογνώμονα, νοουμένου ότι υπάρχουν οι συνθήκες εκείνες που να δικαιολογούν τέτοια κατάληξη (βλ. R. v. Matheson (1958) 2 All E.R. 87).

 

Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε με πολλή επιμέλεια τη μαρτυρία των πιο πάνω προσώπων αφιερώνοντας προς τούτο 9 ολόκληρες σελίδες (40-49).  Αφού είδε αυτή και κάτω από το φως της μαρτυρίας άλλων προσώπων που έκρινε αξιόπιστους, όπως για παράδειγμα της Καίτης Μιχαήλ (Μ.Ε.3), κατάληξε να δεχθεί ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του κ. Στροβολίδη ο οποίος έκανε την εκτίμηση του με δυο διαφορετικούς τρόπους εκτίμησης, δηλαδή εκτίμηση με βάση τις πωλήσεις (sales related valuation), και με βάση την κερδοφορία (earnings related valuation).  Έλαβε το πρωτόδικο δικαστήριο υπόψη ότι η Muskita είχε από τις αρχές του 2000 (όπως το δέχθηκε και ο Δήμος Μουσκής) εξαγοράσει τις δραστηριότητες όλων σχεδόν των εταιρειών αλουμινίου στην Κύπρο και ότι οι εφεσίβλητοι/ενάγοντες ως συγκρότημα ήταν ουσιαστικά ο τελευταίος ανταγωνιστής ο οποίος επιπρόσθετα σχεδίαζε συνεργασία με μια μεγάλη ελληνική εταιρεία στον τομέα παραγωγής και μεταποίησης αλουμινίων, την Alsako.  Δέχθηκε το δικαστήριο ότι στην εκτίμηση του κ. Στροβολίδη (Τεκμ. 45) δίνονται σαφείς εξηγήσεις, έτσι που να τη καθιστούν αξιόπιστη μελέτη.  Δεν παράβλεψε το γεγονός ότι μεταξύ των δυο μεθόδων που χρησιμοποίησε ο κ. Στροβολίδης υπήρχε μια διαφορά όσον αφορά το αποτέλεσμα κάπου £300.000 αλλά έκρινε ότι το γεγονός αυτό έδειχνε ότι ο μάρτυρας προσπάθησε, με αντικειμενικό και επιστημονικό τρόπο, να εξεύρει την αξία των εταιρειών.  Αντίθετα, αναφορικά με τη μαρτυρία του Πανίκου Λοϊζου, έκρινε ότι αυτή δεν έχει ανατρέψει τη μεθοδολογία του κ. Στροβολίδη και απέρριψε την κατάληξη του κ. Λοίζου ότι δεν έχει καμιά πρακτική αξία για τη Muskita η καλή φήμη και πελατεία των εναγόντων, όπως καταλήγει στην έκθεση του Τεκμ. 49.  Εξηγεί ο πρωτόδικος δικαστής ότι η έκθεση του κ. Λοϊζου έρχεται σε αντίφαση με τη δική του παραδοχή, κατά τη μαρτυρία του, ότι η δήλωση της ίδιας της Muskita στο Τεκμ. 10, (ανακοίνωση στην ιστοσελίδα) ότι η Muskita θα αναπτύξει τον κύκλο εργασιών της εκμεταλλευόμενη το δίκτυο διάθεσης αλουμινίου και εκτεταμένη πελατεία και φήμη των εναγόντων, καθιστώντας την όλη εξαγορά «ως πολύ συμφέρουσα.»

 

Όπως ήδη αναφέραμε το πρωτόδικο δικαστήριο κατά την απόφαση του να δεχθεί τη μαρτυρία του κ. Στροβολίδη και να απορρίψει αυτή του κ. Λοϊζου βασίστηκε και στη μαρτυρία της Καίτης Μιχαήλ.  Μεταξύ άλλων, το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρει τα ακόλουθα:

 

«Ποια ήταν αυτή η αξία δόθηκε από την Καίτη Μιχαήλ, η οποία εξήγησε, κατά τον ορθό τρόπο, κατά το Δικαστήριο, τη λογιστική και συλλογιστική πίσω από την απόκτηση των 597.015 μετοχών στην ΜΑ1.  Η Μιχαήλ εξήγησε, και αυτό έμεινε ουσιαστικά αναντίλεκτο, ότι ως ενάγοντες είχαν ζητήσει, εκτός από τα αποθέματα, και £1.4 εκατομ., ποσό που αντιστοιχεί με τις 597.015 μετοχές, πολλαπλασιαζόμενο επί £2.33, δηλαδή τη διαφορά της εγγυημένης αξίας των £3 ανά μετοχή με τα 0.67 σεντ που δηλώθηκαν υπό τύπο ιδιωτικής τοποθέτησης ως η αξία της μετοχής, στο Τεκμ. «2».  Με άλλα λόγια, οι 597.015 μετοχές επί τα 0,67 σεντ αντιστοιχούν ακριβώς με £400.000, αυτές δε οι ίδιες μετοχές επί £2.33 αντιστοιχούν με £1.391.044 ήτοι £1.4 εκατομ.  Όπως περαιτέρω εξήγησε η Μιχαήλ, μετά την καταμέτρηση των αποθεμάτων, περιλαμβανομένων των παγίων στοιχείων, δηλαδή αυτοκίνητα, ράφια, κλπ, το ακριβές ποσό ήταν £420.154,09.  Απ' αυτό, το ποσό των £400.000 μεταφέρθηκε στον τρεχούμενο λογαριασμό των εναγόντων με την Τράπεζα Κύπρου, το δε υπόλοιπο των £10.154,09, συν ένα ποσό £3.600 για ενοίκια, πληρώθηκαν με επιταγή της Muskita εν μέρει, το δε υπόλοιπο συμψηφίστηκε με υπόλοιπα που χρωστούσαν οι ενάγοντες στη Muskita από εμπορικές συναλλαγές.

 

Η Μιχαήλ επίσης εξήγησε αναλυτικά και το θέμα της πληρωμής των £400.000 λέγοντας ότι στις 4.7.00 τους είχε επισκεφθεί ο Γιώργος Μουσκής λέγοντας τους ότι οι μετοχές που είχαν πάρει με τη συμφωνία έπρεπε να πληρωθούν και επειδή οι ενάγοντες δεν είχαν το ποσό των £400.000 στο λογαριασμό τους για να εκδώσουν επιταγή, εξέδωσε με τη συνδρομή του Γιώργου Μουσκή εγγυητική η ΜΑΙ προς την Τράπεζα Κύπρου εγγυούμενη το ποσό των £400.000 και έτσι εκδόθηκε η επιταγή από τους ενάγοντες.  Μετά την καταμέτρηση των αποθεμάτων στις 7.8.00, η Μuskita μετέφερε το ποσό των £400.000 στον λογαριασμό τους με δύο μεταφορές, μία για £391.794,04 που αντιπροσώπευε την ακριβή αξία των αποθεμάτων μετά την καταμέτρηση και μία για £8.205.096, που αντιπροσώπευε τα πάγια στοιχεία, αυτοκίνητα, ζυγαριές, ράφια, κλπ, που είχε αγοράσει η Muskita και που έκρινε ότι ήταν χρήσιμα γι' αυτήν.  Με αυτές τις δικαιοπραξίες, όπως ανέφερε η Καίτη Μιχαήλ, και χωρίς τελικά να καταβληθεί η διαφορά στην αξία της μετοχής με βάση την εγγύηση των £3, ουσιαστικά οι ενάγοντες δεν πήραν τίποτε από τη Muskita για τη φήμη και πελατεία.»

 

Αναφορικά με την εκτίμηση του Μ.Υ.2 Πανίκου Λοϊζου, δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον μας που να δείχνει ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο την απέρριψε.  Ο ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι εφόσον η μαρτυρία του κ. Στροβολίδη αποδείκνυε ότι η εμπορική εύνοια ήταν πέραν των £1.400.000 που ισχυρίζονταν με την έκθεση απαίτησης οι εφεσίβλητοι αυτή δεν έπρεπε να γίνει αποδεκτή, δεν μας βρίσκει σύμφωνους.  Πρόβλημα για τους εφεσίβλητους θα υπήρχε αν ο κ. Στροβολίδης αποδείκνυε ποσό χαμηλότερο των £1.400.000.

 

Από τα πιο πάνω, αλλά και από τα όσα αναφέρει με περισσότερη λεπτομέρεια το πρωτόδικο δικαστήριο στις σελ. 40-49 της απόφασης του, προκύπτει ότι μπορούσε νομικά να δεχθεί ως ορθή τη μαρτυρία του κ. Στροβολίδη και να απορρίψει αυτή του κ. Λοϊζου και τα όσα ισχυρίζονται οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσειόντων δεν είναι αρκετα για να δικαιολογήσουν τη δική μας επέμβαση.  Επομένως τα όσα προβάλλονται με τον 22ο λόγο έφεσης απορρίπτονται.

 

Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι αναφορικά με τις συνθήκες σύναψης των επιδίκων συμφωνιών, από πλευράς των εφεσειόντων υπήρχε μόνο η μαρτυρία του Δήμου Μουσκή (Μ.Υ.1) την οποία όμως το πρωτόδικο δικαστήριο, στην έκταση που αυτή ήταν διαφορετική από την εκδοχή των εφεσιβλήτων, την απέρριψε ως αναξιόπιστη.  Δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον μας που να δείχνει ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του Δήμου Μουσκή.

 

Από τη στιγμή που δεν έχουμε πειστεί ότι πρέπει να επέμβουμε στην αξιοπιστία των μαρτύρων, αυτό που μένει για εξέταση είναι κατά πόσο με βάση την ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία, όπως την έχει αποδεχθεί, ήταν ορθά και/ή λογικά τα ευρήματα του.

 

Ήταν η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι είχε δοθεί εγγύηση από το Γιώργο Μουσκή προς τους ενάγοντες κατά τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης που κατάληξαν στο Τεκμ. 2 και ότι αυτή η εγγύηση ήταν της τάξης των £3.00 ανά μετοχή φέρνοντας έτσι το ποσό της εξαγοράς στο £1,8.  Καταλήγει επίσης το Δικαστήριο ότι ο Γιώργος Μουσκής δέσμευσε και τις εταιρείες  ΜΑΙ (Muskita Aluminium Industries) και ΜΑCO (Muskita Aluminium Company Ltd) διότι ήταν «πρόδηλο και έτσι αναφέρθηκε και στη μαρτυρία, ότι η εγγύηση δινόταν για και προς όφελος των εταιρειών της Muskita οι οποίες ήταν οι υπογράφουσες στις συμφωνίες, η δε εγγύηση δεν μπορούσε να δοθεί ή να γραφτεί στις συμφωνίες λόγω ΧΑΚ».

 

Εφόσον καταλήξαμε ότι ορθά κρίθηκαν αξιόπιστοι οι μάρτυρες των εφεσιβλήτων, τότε με βάση τη μαρτυρία τους ήταν ορθά και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα.

 

Με τους λόγους έφεσης 6-14 προσβάλλεται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι πέραν των δυο γραπτών συμφωνιών υπήρξε και παράλληλη προφορική συμφωνία (collateral agreement), όπως την επικαλέσθηκαν οι εφεσίβλητοι και με τις παραγράφους 17-19 της τροποποιημένης έκθεσης απαίτησης τους, όπου βέβαια την περιγράφουν ως «παράπλευρη» συμφωνία.

 

Είναι ο ισχυρισμός των ευπαιδεύτων συνηγόρων των εφεσειόντων ότι όταν καταχωρήθηκε η αγωγή ή ακόμα και η αρχική έκθεση απαίτησης (ημερ. 14/11/02) δεν είχε εγερθεί οποιαδήποτε απαίτηση εναντίον του 3ου εφεσείοντα.  Τέτοια απαίτηση ηγέρθηκε για πρώτη φορά μετά τις 20/8/02 που απεβίωσε ο Γιώργος Μουσκής (εφεσείων 3) και συγκεκριμένα στην αίτηση για τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης που είχε καταχωρηθεί στις 3/6/03, κάτι που δείχνει ότι οι ισχυρισμοί περί εγγύησης από τον Γεώργιο Μουσκή είναι σκέψεις εκ των υστέρων.  Γιαυτό και έφεραν ένσταση στην τροποποίηση για προσθήκη του 3ου εφεσείοντα ως εναγόμενου και με τους λόγους έφεσης 18-20 προσβάλλουν την ορθότητα της ενδιάμεσης απόφασης ημερ. 26/10/04 για έγκριση της εν λόγω αίτησης.

 

Από τα πιο πάνω καθίσταται αναγκαίο να εξετάσουμε κατά πόσο η ενδιάμεση απόφαση για έγκριση της τροποποίησης (που εκδόθηκε από δικαστή άλλο από αυτόν που εξέδωσε την τελική απόφαση), είναι ορθή.

 

Το Δικαστήριο που επέτρεψε την τροποποίηση έλαβε, μεταξύ άλλων, υπόψη και το γεγονός ότι ο ισχυρισμός για εμπλοκή του εφεσείοντα 3 ήταν ήδη γνωστός στους υπόλοιπους εφεσείοντες (εναγόμενους 1 και 2) αφού στην πρώτη έκθεση απαίτησης, παράγραφο 13(γ) προβλήθηκε ο ισχυρισμός αυτός.  Σημειώνει το Δικαστήριο ότι, παρόλο που η εν λόγω έκθεση απαίτησης φέρει ημερ. καταχώρησης 14/11/02, ταυτόχρονα φαίνεται ότι ετοιμάστηκε και δόθηκε αντίγραφο στην άλλη πλευρά από τις 23/3/02, δηλαδή πριν το θάνατο του Γεώργιου Μουσκή.  Στην εν λόγω έκθεση απαίτησης που φέρει ημερ. 22/3/02 και χειρόγραφη σημειωση ότι λήφθηκε από το Πρωτοκολλητείο στις 14/11/02, στην παράγραφο 13 παρατίθενται οι διάφορες ενέργειες των εναγομένων 1 και 2 για να εξωθήσουν τους ενάγοντες στη σύναψη της συμφωνίας.  Με την υποπαράγραφο (γ) αναφέρουν τα εξής:

 

«Ότι οι εναγόμενοι και/ή οιοσδήποτε απ' αυτούς και/ή ο Γεώργιος Μουσκής διοικητικός σύμβουλος των εναγομένων εγγυόντο ότι η αξία της μετοχής της εναγόμενης 1 κατά το χρόνο εισδοχής της στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου θα ήταν πάνω από £3 η κάθε μια μετοχή.»

 

Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι ο ισχυρισμός των εφεσειόντων όπως προβάλλεται στη σελ. 101 του περιγράμματος αγόρευσης ότι «όπως δε αρχικά καταχωρήθηκε η έκθεση απαίτησης την 14/11/02 δεν υπήρχε ισχυρισμός περί προσωπικής εγγύησης του Γιώργου Μουσκή», δεν ευσταθεί.  Υπάρχει γενικός ισχυρισμός περί εγγύησης από όλους, περιλαμβανομένου και του Γεώργιου Μουσκή και η απουσία της λέξης «προσωπική» από την αρχική έκθεση απαίτησης, δεν άλλαζε ουσιωδώς τον ισχυρισμό που η ουσία του ήταν ότι οι εναγόμενοι, μεταξύ άλλων, δήλωσαν και/ή εγγυήθηκαν ότι η τιμή της μετοχής θα ήταν τουλάχιστον £3- η καθεμιά.  Ο ισχυρισμός αυτός περιείχετο και στις υποπαραγράφους (α) και (β) της παραγράφου 13 της αρχικής έκθεσης απαίτησης.  Στην ένσταση των εφεσειόντων για έγκριση της τροποποίησης, προβλήθηκαν διάφοροι ισχυρισμοί, όπως καθυστέρηση, εσφαλμένη νομική βάση, ότι θα επηρεάζονταν δυσμενώς, αλλά πουθενά δεν ανάφεραν ότι ο ισχυρισμός περί εγγύησης από το Γεώργιο Μουσκή είναι σκέψη εκ των υστέρων, όπως ισχυρίζονται σήμερα.  Επομένως, στην έκταση που ο ισχυρισμός των εφεσειόντων είναι ότι το γεγονός της εμπλοκής του Γεώργιου Μουσκή ήταν σκέψη εκ των υστέρων και δεν έπρεπε να επιτραπεί η τροποποίηση, αυτός απορρίπτεται. 

 

Άλλος ισχυρισμός, που σύμφωνα με τους εφεσείοντες, έπρεπε να επενεργήσει ενάντια της τροποποίησης είναι ότι με την προσθήκη του Γεώργιου Μουσκή (μέσω του διαχειριστή της περιουσίας του) ως εναγόμενου 3, τίθενται σε δυσμενή θέση, αφού ο αποβιώσας δε θα μπορεί να αντικρούσει ισχυρισμούς που του αποδίδονται με την τροποποιημένη έκθεση απαίτησης.  Εμπλέκουν στο θέμα αυτό και τον 18ο λόγο έφεσης με τον οποίο προσβάλλεται η απόφαση του δικαστηρίου που εξέδωσε την τελική απόφαση (σελ. 382-384 των πρακτικών) να μην επιτρέψει την παρουσίαση ενός γραπτού χειρόγραφου σημειώματος που ζήτησαν οι εφεσείοντες να παρουσιαστεί ως τεκμήριο. 

 

Είμαστε της άποψης ότι το θέμα τροποποίησης της έκθεσης απαίτησης, που αποφασίστηκε πολύ πριν την απόφαση να μην επιτραπεί η προσαγωγή του γραπτού σημειώματος που αφορά ο λόγος έφεσης 18, είναι δυο ανεξάρτητα θέματα.  Με τα γεγονότα όπως ήταν ενώπιον του δικαστηρίου που επέτρεψε την τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης, κρίνουμε ότι ο πρωτόδικος δικαστής εφάρμοσε ορθά τις γενικές αρχές που διέπουν το θέμα σύμφωνα με τις οποίες κατά κανόνα επιτρέπεται μια τροποποίηση και δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι είναι περίπτωση που δικαιολογεί την επέμβαση μας στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας.

 

Στο στάδιο αυτό υπενθυμίζουμε ότι οι εφεσείοντες, στα πλαίσια αυτής της έφεσης, είχαν καταχωρήσει αίτηση για τροποποίηση των λόγων έφεσης για να προβάλουν. μεταξύ άλλων, και τον ισχυρισμό ότι, παρά την έκδοση διατάγματος τροποποίησης, ο τρίτος εφεσείων ουδέποτε κατέστη νομότυπα διάδικος γιατί δεν του επιδόθηκε τροποποιημένο δικόγραφο, η οποία όμως αίτηση απορρίφθηκε (βλ. Muskita Aluminium Ltd. κα ν. Alsako Aluminium Ltd. κα Πολ. Έφεση 381/06 ημερ. 22/1/09).

 

Επανερχόμαστε στους λόγους έφεσης (6ος - 14ος) που ασχολούνται με την παράλληλη προφορική συμφωνία.  Προβάλλονται διάφοροι ισχυρισμοί ως εξής:  (α)  ότι δεν έγινε παράλληλη προφορική συμφωνία και ότι οι μόνες συμφωνίες είναι οι γραπτές, τεκμ. 2 και 8. (β) Ότι και αν ακόμα έγινε τέτοια συμφωνία, αυτή είναι παράνομη, αφού αντιβαίνει τους περί Χρηματιστηρίου Νόμου και/ή άκυρη και ανεφάρμοστη λόγω αοριστίας.  (γ)  Ότι αυτή τελούσε υπό αίρεση που δεν έχει ικανοποιηθεί, και (δ) ότι και αν ακόμα υπήρξε νόμιμη παράλληλη συμφωνία, αυτή δέσμευε μόνο τον αποβιώσαντα Γεώργιο Μουσκή προσωπικά και όχι τις εφεσείουσες 1 και 2 εταιρείες. 

 

Αναφορικά με τον (α) ισχυρισμό, ότι δηλαδή δεν έγινε παράλληλη προφορική συμφωνία, ενόψει της κατάληξης μας στο θέμα αξιοπιστίας των μαρτύρων των εφεσιβλήτων (λόγοι έφεσης 15 και 17) κρίνουμε ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου περί ύπαρξης παράλληλης προφορικής συμφωνίας είναι ορθή.  Το πρωτόδικο δικαστήριο ασχολήθηκε εκτεταμένα με τις νομικές αρχές που διέπουν την εξαίρεση στον κανόνα ότι όταν υπάρχει γραπτή σύμβαση δεν επιτρέπεται η προσαγωγή άλλης μαρτυρίας και εφάρμοσε ορθά τις αρχές αυτές στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.  Υιοθετούμε το σκεπτικό του δικαστηρίου όπως φαίνεται στις σελ. 54-59 της απόφασης χωρίς την ανάγκη να το επαναλάβουμε.  Πέραν των αυθεντιών που εκεί αναφέρονται, σχετική είναι και η υπόθεση Μarketventures Ltd v. Ουράνιου Δικωμίτη, Πολ. Έφ. Αρ. 127/07 ημερ. 10/4/09, όπου εφαρμόστηκε η πιο πάνω αρχή.  Θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε το εξής απόσπασμα από την εν λόγω υπόθεση, που τυγχάνει πλήρους εφαρμογής και στην παρούσα.  Στις σελ. 26-27 το Εφετείο ανάφερε τα εξής:

 

«Ο μηχανισμός της παράλληλης συμφωνίας, χρησιμοποιείται συχνά από τα δικαστήρια, ώστε να αποδοθεί δικαιοσύνη.  Δεν χρειάζεται να αναφερθούμε στις πολλές υποθέσεις που υπάρχουν επί του θέματος στο κοινοδίκαιο, απ' όπου και αντλείται η αρχή.  Περιοριζόμαστε να σημειώσουμε την υπόθεση J. Evans & Son (Portsmouth) Ltd. v. Andrea Merzario Ltd., ανωτέρω, στην οποία οι εναγόμενοι διαβεβαίωσαν τους ενάγοντες ότι τα εμπορευματοκιβώτια τους τα οποία περιείχαν μηχανήματα, θα μεταφέρονταν μέσα στο αμπάρι του πλοίου.  Με βάση την παράσταση αυτή, οι ενάγοντες υπέγραψαν συμφωνία μεταφοράς των εμπορευμάτων.  Όμως, εκ παραδρομής, τα εμπορεύματα μεταφέρθηκαν πάνω στο κατάστρωμα του πλοίου, με αποτέλεσμα να πέσουν στη θάλασσα κατά τη διάρκεια θαλασσοταραχής.  Συνήθης όρος που ήταν διατυπωμένος στη σύμβαση μεταφοράς, απάλλασσε τους εναγομένους από οποιαδήποτε ευθύνη.  Οι ενάγοντες αξίωσαν αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας.  Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν δέχτηκε την εισήγηση για ύπαρξη παράλληλης συμφωνίας και απέρριψε την αγωγή τους.  Στην έφεση που καταχώρησαν οι ενάγοντες, το Αγγλικό Εφετείο θεώρησε ότι η προφορική διαβεβαίωση των εναγομένων ότι τα εμπορεύματα θα μεταφέρονταν στο αμπάρι του πλοίου, ισοδυναμούσε με συμβατική υπόσχεση η οποία μπορούσε να εφαρμοστεί ως παράλληλη συμφωνία, εφόσον δόθηκε με πρόθεση να πειστούν οι ενάγοντες να μεταφέρουν τα εμπορεύματα τους με το πλοίο των εναγομένων.  Το δικαστήριο βρήκε επίσης ότι οι εναγόμενοι δεν δικαιούνταν να επικαλεστούν τον όρο της γραπτής συμφωνίας με βάση τον οποίο απαλλάσσονταν από οποιαδήποτε ευθύνη, εφόσον κρίθηκε ότι ο όρος ήταν αντίθετος με την προφορική διαβεβαίωση που έδωσαν οι εναγόμενοι και εάν εφαρμοζόταν θα καθιστούσε μάταιη τη συμφωνία.  Ως αποτέλεσμα, η προφορική διαβεβαίωση θεωρήθηκε ότι υπερείχε των όρων της γραπτής σύμβασης.  Εξηγώντας το σκεπτικό του δικαστηρίου, ο δικαστής Geoffrey Lane L.J. στη σελίδα 936, αναφέρει τα εξής: ............................»

 

Επομένως η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου για την ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας η οποία δεν επηρεαζόταν από την ύπαρξη των γραπτών συμφωνιών, τεκμ. 2 και 8, κρίνεται ορθή, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι οι εν λόγω συμφωνίες στο θέμα του ανταλλάγματος για την πώληση των εταιρειών των εφεσιβλήτων, ήταν συγκρουόμενες μεταξύ τους.  Το πρωτόδικο δικαστήριο κατάληξε ότι η βασική συμφωνία ήταν αυτή της 26/5/00 (τεκμ. 2) και ότι το τεκμ. 8 (συμφωνία ημερ. 27/7/00) και το τεκμ. 9 (επιστολή που οι εφεσείοντες περιέγραψαν ως τρίτη συμφωνία) «έγιναν για σκοπούς ΧΑΚ και μόνο και ήταν ένα κατασκεύασμα εκ των υστέρων προωθούμενο από την Muskita, έστω με τη συμβουλή των νομικών της, για να καλύψει την απόκρυψη στο ενημερωτικό δελτίο του γεγονότος ότι είχε ήδη εξαγορασθεί η επιχείρηση των εναγόντων..»

 

Η πιο πάνω κατάληξη μας φέρνει στο λόγο έφεσης ότι η εν λόγω παράλληλη προφορική συμφωνία είναι παράνομη.  Ο ισχυρισμός της πλευράς των εφεσειόντων (βλ. λόγο έφεσης 6) είναι ότι αυτή παραβιάζει τις πρόνοιες του άρθρου 68 του Ν. 14(1)/93 και του άρθρου 189 του Ν. 115(1)/05.  Βασίζουν οι συνήγοροι την προβολή του ισχυρισμού αυτού στο γεγονός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο στη σελ. 51 της απόφασης, αφού κατάληξε για την ύπαρξη της παράλληλης προφορικής συμφωνίας εκ μέρους του Γεώργιου Μουσκή η οποία δινόταν «για και προς όφελος των εταιρειών της Muskita οι οποίες ήταν οι υπογράφουσες στις συμφωνίες», προχώρησε να πει ότι «η δε εγγύηση δεν μπορούσε να δοθεί ή να γραφτεί στις συμφωνίες λόγω ΧΑΚ».

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων στη δική του αγόρευση εισηγείται ότι τέτοιος ισχυρισμός δεν μπορεί να εξεταστεί αφού (α) αυτός δεν έχει εγερθεί στην έκθεση υπεράσπισης και (β) ούτε κατά την πρωτόδικη διαδικασία.  Γι' αυτό άλλωστε και το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εξέτασε τέτοιο θέμα.  Εισηγείται περαιτέρω, ότι εν πάση περιπτώσει δεν υπήρξε καμιά παρανομία που να επηρεάζει την παράλληλη προφορική συμφωνία.

 

Οι πιο πάνω παρατηρήσεις του συνηγόρου των εφεσιβλήτων ότι δηλαδή (α) το θέμα αυτό δεν είχε δικογραφηθεί πρωτόδικα και (β) ότι δεν πρέπει να εξεταστεί στο παρόν στάδιο, είναι ορθές.  Με την έκθεση υπεράσπισης τους οι εφεσείοντες αρνήθηκαν την ύπαρξη παράλληλης προφορικής συμφωνίας με την απλή κατάληξη ότι αυτή «εν πάση περιπτώσει δε θα μπορούσε να αποτελέσει λόγω παρανομίας βάση για αξίωση» χωρίς οποιαδήποτε εξήγηση γιατί.  Επομένως ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να εξεταστεί απλώς και μόνο διότι το πρωτόδικο δικαστήριο ανάφερε στην απόφαση του ότι η εγγύηση «δεν μπορούσε να δοθεί ή να γραφτεί στις συμφωνίες λόγω ΧΑΚ» χωρίς να αποτελέσει επίδικο θέμα και χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω αναφορά κατά την πρωτόδικη διαδικασία, είτε από την πλευρά των εφεσειόντων, είτε από το Δικαστήριο.  Με την κατάληξη μας αυτή και οι υπόλοιποι ισχυρισμοί περί άκυρης και/ή ανεφάρμοστης παράλληλης προφορικής συμφωνίας, απορρίπτονται.

 

Στρεφόμαστε τώρα στον προαναφερθέντα ισχυρισμό των εφεσειόντων, που προωθήθηκε με το λόγο έφεσης 18, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε αίτημα για παρουσίαση ενός χειρογράφου σημειώματος το οποίο θα παρουσίαζε ο Μ.Υ.1 Δήμος Μουσκής και το οποίο σημείωμα, σύμφωνα με το μάρτυρα, είχε γραφεί από τον πατέρα του, αποβιώσαντα Γεώργιο Μουσκή.  Ήταν ο ισχυρισμός του μάρτυρα ότι η σημείωση αυτή ήταν πάνω στο Τεκμ. 25 (επιστολή από τους Μάμα Σταύρου, Κυριάκο Θεοδώρου, Ανδρέα Ιακώβου, Νεόφυτο Μιχαήλ, Σέργη Παναγιώτου, Δημήτρη Παναγιώτου και Θεόδωρο Έλληνα που απευθύνετο προς το Γεώργιο Μουσκή), που δείχνει ότι γινόταν λόγος για £2.00 τη μετοχή.

 

Εξετάσαμε τους λόγους για τους οποίους το πρωτόδικο δικαστήριο δεν επέτρεψε την κατάθεση του εν λόγω χειρόγραφου σημειώματος και για τους λόγους που εξηγούμε στη συνέχεια κρίνουμε ότι η απόφαση του είναι ορθή.  Έκρινε δηλαδή ότι η περίπτωση δεν καλυπτόταν από τον περί Αποδείξεως Νόμο Κεφ. 9 όπως αυτός τροποποιήθηκε με το Ν. 32(1)/04 που επέτρεψε την αποδοχή εξ ακοής μαρτυρίας, για το λόγο ότι ο Νόμος αυτός δεν καλύπτει δηλώσεις από πρόσωπα που στο μεταξύ έχουν αποβιώσει.  Έκρινε επίσης το δικαστήριο ότι δεν εμπίπτει η περίπτωση στις εξαιρέσεις που μπορεί να γίνει αποδεκτή η δήλωση ως επιθανάτια.

 

Από τις πρόνοιες του άρθρου 26 του Κεφ. 9, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 32(1)/04, καθίσταται σαφές ότι η εξ ακοής μαρτυρία που θα παρουσιαστεί υπό μορφή δήλωσης προϋποθέτει και την ύπαρξη του προσώπου που είχε προβεί στη δήλωση, ούτως ώστε να είναι δυνατή η κλήτευση του για αντεξέταση, αν η άλλη πλευρά επιθυμεί τούτο.  Επομένως ορθά έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η χειρόγραφη σημείωση που αποδιδόταν στον αποβιώσαντα Γεώργιο Μουσκή δεν μπορούσε να παρουσιαστεί ως μαρτυρία για το αληθές του περιεχομένου της.  Το άρθρο 4 του Κεφ. 9, όπως αυτό ίσχυε πριν την τροποποίηση με το Ν. 32(1)/04, που επέτρεπε την παρουσίαση εγγράφων χωρίς την ανάγκη να κληθεί το πρόσωπο που το σύνταξε όταν αυτό ήταν εκτός της Δημοκρατίας ή αποβιώσας, καταργήθηκε με το Ν. 32(1)/04.  Επομένως ορθά το δικαστήριο δεν επέτρεψε την εν λόγω μαρτυρία.

 

Άλλος λόγος έφεσης (21ος) είναι ότι εσφαλμένα αξιολόγησε το πρωτόδικο δικαστήριο τη σημασία του Τεκμ. 25 που εστάλη στις 4/12/00 ότι προκύπτει εγγύηση και διαβεβαίωση ως προς την αξία της μετοχής.  Αντίθετα, ισχυρίζονται οι εφεσείοντες, τούτο έδειχνε ότι υπήρχαν απλώς διαβεβαιώσεις ότι η τιμή της μετοχής θα ήταν τουλάχιστον £2.00.  Το πρωτόδικο δικαστήριο ασχολείται με το θέμα αυτό στις σελ. 19 και 20 της απόφασης.  Ορθά επισημαίνει ότι σε ένα μέρος του τεκμ. 25 γίνεται αναφορά σε «δυο λίρες και άνω» και σε άλλο μέρος ότι «η μετοχή θα ήταν το λιγότερον 3 και 4 φορές πέραν της ιδιωτικής τοποθέτησης», κάτι που ανέβαζε την τιμή στις £2,68, δηλαδή περίπου £3.00.  Εξετάσαμε το τεκμ. 25 και το όλο σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου και δε συμφωνούμε ότι αξιολόγησε εσφαλμένα το τεκμήριο τούτο, το οποίο πρέπει να πούμε ότι εξετάστηκε και υπό το φως της υπόλοιπης μαρτυρίας.

 

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης μας το επόμενο θέμα που πρέπει να εξεταστεί είναι οι λόγοι έφεσης 1-5 η ουσία των οποίων είναι ότι δεν υπήρχε μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου για να επιδικάσει το ποσό των £1.391.045, αλλά έπρεπε να περιοριστεί, νοουμένου πάντοτε ότι αποδεικνυόταν η αγωγή, σε επιδίκαση ονομαστικών αποζημιώσεων.  Διατείνονται περαιτέρω οι εφεσείοντες ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αιτιολόγησε την κατάληξη του για την επιδίκαση του πιο πάνω ποσού.

 

Πρέπει εδώ να διευκρινιστεί ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού κατέληξε να δεχθεί τη βάση αγωγής που στηριζόταν στην παράλληλη προφορική συμφωνία, απέρριψε τις αιτίες αγωγής που αναφέρονται σε δόλο και ψευδείς παραστάσεις.  Καταλήγει ότι αυτό που ώθησε τους εφεσίβλητους  να υπογράψουν τη σχετική σύμβαση, ήταν η εγγυημένη αξία της μετοχής στις £3.- εκάστη.

 

Εξετάσαμε τους λόγους για τους οποίους οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσειόντων ισχυρίζονται ότι δεν αποδείχθηκαν οι επιδικασθείσες αποζημιώσεις και/ή ότι δεν αιτιολογούνται, και για τους λόγους που εξηγούμε αμέσως μετά, κρίνουμε ότι επίσης δεν ευσταθούν.

 

Κατ' αρχάς είναι γεγονός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο στην τελική του κατάληξη για επιδίκαση του εν λόγω ποσού (βλ. σελ. 63 της Απόφασης) αναφέρεται στο ποσό των £1.391.045, χωρίς επεξήγηση.  Θα μπορούσε και ήταν καλύτερα να προέβαινε σε κάποια αναφορά για το πώς κατέληξε στο ποσό αυτό.  Όμως θα πρέπει να εξετάσουμε την απόφαση ως σύνολο και όχι απομονώνοντας την κατάληξη του δικαστηρίου.

 

Με την έκθεση απαίτησης, παράγραφο 21 εζητείτο το ποσό των £1.391.045 κάτω από δύο διαφορετικές βάσεις αγωγής:  (α) για δόλο και/ή ψευδείς παραστάσεις και (β) για παράβαση συμφωνίας και συγκεκριμένα της παράλληλης προφορικής.  Διαζευκτικά του πιο πάνω ποσού, εζητείτο (βλ. παραγρ. 21(γ) της έκθεσης απαίτησης) το ποσό των £1.400.000 ως αξία εμπορικής εύνοιας.    Κατέληξε το δικαστήριο να δεχθεί την ύπαρξη της παράλληλης προφορικής συμφωνίας, απόφαση που κρίναμε ήδη ότι είναι ορθή.  Αναφέρει σχετικά η πρωτόδικη απόφαση:

 

«Εκείνο το οποίο έχει αποδειχθεί είναι οι λεπτομέρειες της παρ. 17, που αφορούν την ύπαρξη της παράλληλης συμφωνίας, και που είναι διαφορετικές από τις ψευδείς ή δόλιες παραστάσεις.  Οι λεπτομέρειες (α) και (γ) απαντούν και τη θέση του κ. Αραούζου στην αγόρευση του ότι δεν υπάρχει οτιδήποτε στην Έκθεση Απαίτησης σχετικά με την υπεραξία που προέρχεται ουσιαστικά από την εγγύηση που έδωσε ο Γιώργος Μουσκής και στην οποία υπεραξία αναφέρθηκαν οι μάρτυρες των εναγόντων, και ιδιαίτερα, όπως αναλύθηκε ήδη, η Καίτη Μιχαήλ.  Υπενθυμίζεται εδώ ότι η μαρτυρία έχει καταδείξει ότι κατά τη δεύτερη συνάντηση, στη Λεμεσό, παρά την εγγύηση που προθυμοποιήθηκε ο Γιώργος Μουσκής να δώσει γράφοντας σε ένα κομμάτι χαρτί το ποσό των £3, εντούτοις, δεν υπήρξε συμφωνία διότι οι ενάγοντες, μέσω του Ανδρέα Ιακώβου, θεώρησαν τις 400.000 μετοχές που τους δόθηκαν τότε ως λίγες, ακριβώς διότι το συνολικό ποσό θα ανερχόταν μόλις στο £1.2 εκατομ.  Είναι αργότερα που συμφωνήθηκαν οι 597.015 μετοχές, μετά την επανάληψη και επιβεβαίωση της εγγύησης από τον Γιώργο Μουσκή κατά τη συνάντηση στο Hilton που συμφωνήθηκε ο ακριβής αριθμός μετοχών.  Αριθμός που δεν είναι τυχαίος (από μόνος του είναι και παράξενος ως αριθμός), διότι με αυτό τον αριθμό μετοχών καλύπτονταν οι ενάγοντες σε αυτό που είχαν ζητήσει, δηλαδή το £1.4 εκατομ., πλέον τα αποθέματα που παρέμεναν να εξακριβωθούν κατά την καταμέτρηση.»

(Η υπογράμμιση είναι δική μας)

 

Επομένως, εξετάζοντας την απόφαση ως σύνολο και ιδιαίτερα τα όσα αναφέρονται στις σελ. 7-8 και 48-49, προκύπτει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο υπολόγισε τις 597,015 μετοχές Χ £2.33 (διαφορά μεταξύ ποσού εγγύησης και αρχικής αξίας της μετοχής £0.67) οπότε έχουμε το ποσό των £1.391.045 στρογγύλο αριθμό.  Λαμβανομένου υπόψη και του ποσού των £400.000 που είχαν πληρωθεί στην Καίτη Μιχαήλ μας δίνει το ποσό του £1.800.000 περίπου που είχε αρχικά υπολογιστεί η αξία των εφεσιβλήτων εταιρειών.    Αποτυγχάνουν λοιπόν και αυτοί οι λόγοι έφεσης.

 

Με άλλους λόγους έφεσης (5ος και 16ος) οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι, κι' αν ακόμα υπήρχε παράλληλη προφορική συμφωνία, αυτή δέσμευε μόνο τον αποβιώσαντα Γεώργιο Μουσκή και επομένως δεν έπρεπε να εκδοθεί απόφαση και εναντίον των εφεσειόντων/εναγομένων 1 και 2 εταιρειών.  Η πλευρά των εφεσιβλήτων απαντά τους λόγους αυτούς με τον ισχυρισμό ότι δεν πρέπει να εξετασθούν από το παρόν δικαστήριο, αφού ούτε δικογραφήθηκαν, ούτε και αναπτύχθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου.  Εν πάση περιπτώσει, εισηγούνται οι εφεσίβλητοι, η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή, αφού ο Γεώργιος Μουσκής όταν έδιδε την υπό κρίση εγγύηση, την έδιδε υπό τη διευθυντική του ιδιότητα που είχε στις εφεσείουσες εταιρείες.

 

Εξετάσαμε τις αντίστοιχες θέσεις.  Έχουμε καταλήξει να συμφωνήσουμε και εδώ με τη θέση των εφεσιβλήτων ότι το θέμα που τώρα εγείρεται ενώπιον μας, δεν έχει εγερθεί πρωτόδικα.  Στην έκθεση υπεράσπισης απλά υπήρχε άρνηση ότι υπήρξε παράλληλη προφορική συμφωνία και ότι εν πάση περιπτώσει αυτή ήταν παράνομη, θέμα που απαντήσαμε ήδη πιο πάνω.  Πουθενά δεν ισχυρίστηκαν οι εφεσείοντες ότι υπήρχε τέτοια συμφωνία η οποία όμως δέσμευε μόνο τον εφεσείοντα 3, Γεώργιο Μουσκή.  Επομένως αυτός ο ισχυρισμός δεν πρέπει να εξεταστεί.  Όμως κι' αν ακόμα έπρεπε να εξεταστεί ο ισχυρισμός αυτός, από το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης (βλ. ιδιαίτερα σελ. 50-51) προκύπτει ότι η κατάληξη του δικαστηρίου ότι η εγγυητική επεκτεινόταν και στις εφεσείουσες εταιρείες, ήταν εύλογα επιτρεπτή.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με €5.000 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων.

 

                                                               Φρ. Νικολαϊδης, Δ.

 

                                                               Μ. Φωτίου, Δ.

 

                                                               Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

/ΚΑς


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο