ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 1 ΑΑΔ 1208
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 33/2007)
24 Σεπτεμβρίου, 2009
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, , Δ/στές]
1. ΛΑΜΠΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΗ
2. ΙΩΑΝΝΑ ΧΡΙΣΤΟΦΗ
Εφεσείοντες/Ενάγοντες
ν.
ΓΙΑΝΝΗ ΦΕΤΟΚΑΚΗ
Εφεσίβλητου/Εναγομένου
Κ. Καλλής και Λ. Διομήδους για τους εφεσείοντες.
Α. Ντορζής για τον εφεσίβλητο.
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει
ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες αξίωσαν αποζημίωση ύψους £282.300,00 από τον εφεσίβλητο σε σχέση με σύμβασή τους για την ανακαίνιση της συνιδιόκτητης κατοικίας τους στην οδό Ηρακλέους 9, στην Έγκωμη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία όπως την προσκόμισαν οι εφεσείοντες, υπολόγισε ως αποζημίωση στην οποία θα δικαιούνταν το ποσό των £186.021,55. Απέρριψε όμως την αγωγή επειδή, όπως έκρινε, η συμφωνία των διαδίκων ήταν παράνομη και δεν ήταν επιτρεπτό, κατ' επίκληση ή δια μέσου της, να επιτύχει η αξίωση.
Η παρανομία συνίστατο στο γεγονός ότι ο εφεσίβλητος δεν ήταν εγγεγραμμένος εργολήπτης. Αφού δε η συμφωνία των μερών, στην αληθινή της φύση, συνιστούσε ανάθεση εκτέλεσης οικοδομικού ή τεχνικού έργου, ήταν άκυρη. Όπως αυτό ακριβώς προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις του περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων Νόμου του 2001 (Ν. 29(Ι)/2001) όπως τροποποιήθηκε. Ειδικά, από τις ερμηνευτικές διατάξεις σε σχέση με την έννοια του εργολήπτη[1], του οικοδομικού έργου[2] και τις συνέπειες όπως τις καθορίζει το άρθρο 30(1) του Νόμου[3], σε σχέση με τις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε και στη νομολογία και βιβλιογραφία: St John Shipping Corporation v. Joseph Rank Ltd (1957) 1 QB 267, Αγαθοκλέους κ.α. ν. Λάππα (1998) 1 ΑΑΔ 2202, Flecha Contracting Ltd v. M.C. Michael Dev. (2003) 1 AAΔ 263, Χαραλάμπους ν. Daccache (1989) 1 AAΔ (E) 269, Τreitel - The Law of Contract, 8η Εκδ. σελ. 381.
Οι εφεσείοντες δεν αμφισβητούν πως ο εφεσίβλητος, όπως ήταν άλλωστε παραδεκτό, δεν ήταν εγγεγραμμένος εργολήπτης. Ούτε πως το επίδικο οικοδομικό έργο ήταν τέτοιας φύσης και μεγέθους ώστε να εφαρμόζονται ως προς αυτό οι πρόνοιες του Νόμου αναφορικά με την ανάθεση της εκτέλεσης τους σε εγγεγραμμένο εργολήπτη. Ό,τι αμφισβητείται αφορά στη φύση της συμφωνίας που συνάφθηκε. Επαναφέρουν δε συναφώς όσα και πρωτοδίκως υποστήριξαν. Στην πραγματικότητα, συνάφθηκε συμφωνία διαχείρισης (management) όπως ακριβώς τη χαρακτήρισαν και τα ίδια τα μέρη όταν προσυπέγραψαν την επιστολή ημερομηνίας 17.6.02, στην οποία περιλαμβάνεται και η πιο κάτω παράγραφος:
«Για να συνεχίσουμε το management του έργου και να το φέρουμε σε πέρας, οργανώνοντας όλο το φάσμα των εργασιών με εργολάβους υπεργολάβους, προμηθευτές, μηχανολόγους, ηλεκτρολόγους κ.λ.π. θα πρέπει η τιμή η οποία θα δώσουμε να κυμαίνεται μεταξύ £565-570.000 Λίρες Κύπρου.».
Χαρακτηρισμό, όπως περαιτέρω εισηγούνται οι εφεσείοντες, που δεσμευτικά δέχτηκε ο εφεσίβλητος με την παράγραφο 8 της Υπεράσπισής του. Οι συμφωνίες διαχείρισης είναι συνηθισμένες διεθνώς όπως αναλύεται στο σύγγραμμα Hudson´s Building and Engineering Contracts, 11η έκδοση, τόμος 1, σελ. 260 και 261 και ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε σε αυτά και στο σύγγραμμα Keating on Building Contracts 5η έκδοση, σελ. 9, απέτυχε να κατατάξει τη συμφωνία αναλόγως, ουσιαστικά εκβάλλοντας τις συμφωνίες διαχείρισης από τις νομικά επιτρεπόμενες συμφωνίες. Αυτό δε αντίθετα και προς όσα προκύπτουν από την όμοια επί των ουσιωδών δεδομένων περίπτωση της Μυλωνά ν. Μεσαρίτη (2003) 1 ΑΑΔ 700. Ουσιαστικά ο εφεσίβλητος κατέστη αντιπρόσωπος τους και περιλαμβανόταν στο ρόλο που του ανατέθηκε, με την περιγραφή του ως «manager», ο διορισμός από τον ίδιο, μεταξύ άλλων, εργολάβων για την εκτέλεση του έργου για λογαριασμό τους. Εννοείται προσοντούχων και αδειούχων και το κατά πόσο πράγματι ο εφεσίβλητος εκπλήρωσε αυτή την υποχρέωση του, δεν επηρεάζει το κύρος της συμφωνίας, όπως αυτή συνάφθηκε. Υπήρχε όμως και μαρτυρία προερχόμενη από τον εφεσείοντα 1 πως «είδε στο εργοτάξιο στις λίγες επισκέψεις του εκεί, κάποιο κ. Τάκη που ήταν εγγεγραμμένος εργολάβος». Στην οποία κακώς δεν προσδόθηκε βαρύτητα αφού ο εφεσείων 1 αξιολογήθηκε ως γενικά αξιόπιστος. Ενώ, αν πράγματι υπήρχε ανάθεση από τον εφεσίβλητο σε αδειούχο εργολάβο, δεν θα είχαμε «οποιαδήποτε νομικώς ενστάσιμη πράξη».
Ο εφεσίβλητος υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση σε όλη της την έκταση με ειδικές επισημάνσεις σε σχέση με το κάθε ένα από τα αλληλένδετα ζητήματα που εγέρθηκαν με τους 11 λόγους έφεσης. Κυρίως, όμως, με τονισμό της ίδιας της μαρτυρίας του εφεσείοντα 1 σε σχέση με το αληθινό περιεχόμενο και στόχο της συμφωνίας που συνάφθηκε.
Μπορούμε να αρχίσουμε με όσα συζητήθηκαν ως, με κάποια έννοια, αυτοτελή, μη ακριβώς συναρτημένα προς το σύνολο. Κατ' αρχάς, με το γεγονός ότι στην επιστολή ημερομηνίας 17.6.02, τα μέρη αναφέρονται στο «management» του έργου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με παραπομπή στις Georghiades v. Georghiades (1988) 1 CLR 428 αλλά και στη Μυλωνά ν. Μεσαρίτη (ανωτέρω) την οποία, όπως είδαμε, και οι εφεσείοντες επικαλέστηκαν, εξήγησε το βασικό πως αυτής της μορφής οι χαρακτηρισμοί δεν μπορούν να δεσμεύσουν τη δικαστική κρίση όταν το ζητούμενο είναι η αληθινή φύση της συμφωνίας. Οι εφεσείοντες επαναφέρουν το θέμα και επικαλούνται τις Αλεξάνδρου ν. Κωμοδρόμου κ.α. (1997) 1 ΑΑΔ 576 και Θεόδουλου ν. Ασπíς Πρόνοια Aσφαλ. Ετ. Ζωής (1997) 1 ΑΑΔ 1551, με την εισήγηση πως «ο τίτλος σύμβασης ή το όνομα που τα μέρη δίνουν στη συναλλαγή δεν είναι στοιχείο άσχετο». Προστίθεται όμως και στις πιο πάνω υποθέσεις πως δεν είναι αποφασιστικής σημασίας και πως δεν δεσμεύει το Δικαστήριο, έργο του οποίου είναι η ερμηνεία της σύμβασης και ο προσδιορισμός της φύσης της. Ασφαλώς με αναφορά στο σύνολο των δεδομένων, όπως και οι ίδιοι οι εφεσείοντες, με παραπομπή στην Ανόρθωσις ν. Απόλλων (2002) 1 ΑΑΔ 518, στη συνέχεια εισηγούνται. Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν, συναφώς, ορθή. Όπως ορθή ήταν και σε σχέση με την εισήγηση ότι ο εφεσίβλητος αναίρεσε ή εγκατέλειψε τη ρητή προδικαστική του ένσταση πως για τον εξηγηθέντα λόγο, η συμφωνία ήταν άκυρη. Η εισήγηση όπως επαναλήφθηκε και ενώπιόν μας, ήταν η ακόλουθη: Στην παράγραφο 9 της Έκθεσης Απαίτησης οι εφεσείοντες αναφέρονταν σε «διαχείριση» και προέκυπτε δέσμευση από το γεγονός ότι στην παράγραφο 8 της Υπεράσπισης ο εφεσίβλητος παραδέχτηκε τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων όπως αυτοί περιλαμβάνονται στην παράγραφο 9 της Έκθεσης Απαίτησης. Με την παράγραφο 9 της Έκθεσης Απαίτησης οι εφεσείοντες αναφέρονταν στην επιστολή ημερομηνίας 17.6.02 και με κανένα τρόπο δεν θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί πως, ενόψει των πιο πάνω, αναίρεσε ή εγκατέλειψε τη βασική του θέση όπως την εξήγησε στην Υπεράσπισή του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε και στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. Πολιτική Έφεση 12026, ημερομηνίας 8.9.06) σε σχέση με προσωρινό διάταγμα ως ενδεικτική της διατήρησης ως ζωντανού του ζητήματος της φύσης της συναλλαγής αλλά δεν νομίζουμε πως δικαιολογείται να επεκταθούμε.
Το επόμενο, στο ίδιο πλαίσιο, αφορά στις συμφωνίες διαχείρισης, ως αναγνωρισμένης νόμιμης δυνατότητας, όπως τις επικαλέστηκαν οι εφεσείοντες. Είναι εσφαλμένη η εκτίμηση πως το πρωτόδικο Δικαστήριο απέκλεισε την ύπαρξη τέτοιας δυνατότητας. Από την αρχή εξήγησε πως «δεν θα υπήρχε νομικά οποιοδήποτε πρόβλημα να συμβάλλεται ο ιδιοκτήτης με ένα άτομο που θα αναλάμβανε τη διαχείριση του έργου». Όμως, με εκτεταμένη ανάλυση των αναφερθέντων συγγραμμάτων, εξήγησε, ορθά κατά την κρίση μας, πως δεν υπάρχει αναγνωρισμένος τύπος συμβολαίων για την προσφορά τέτοιων υπηρεσιών και συναφώς αναγνωρισμένο και στερεότυπο σχήμα τέτοιας συμβατικής σχέσης. Το κυριότερο, δεν υπάρχει τίποτε που να αποκλείει να συνιστούν τέτοιας μορφής συμφωνίες διαχείρισης, συμφωνίες μεταξύ ιδιοκτήτη και εργολήπτη. Συμφωνούμε, λοιπόν, με την εκτίμηση του πως οι θεωρητικά προσφερόμενες δυνατότητες, ανάλογα με τις ιδιαίτερες κατά περίπτωση ρυθμίσεις, δεν είναι δυνατό, αφ' εαυτών, να προωθήσουν την υπόθεση των εφεσειόντων. Ιδίως δεν μπορούν να είναι αφ' εαυτών ερμηνευτικά βοηθήματα στο έργο της αναζήτησης της φύσης της επίδικης συναλλαγής. Γνώμονας, εν προκειμένω, μπορεί να είναι τα δεδομένα της περίπτωσης, υποβαλλόμενα στις σχετικές νομοθετικές διατάξεις, όπως αυτές ισχύουν στην Κύπρο.
Θα προχωρήσουμε, επομένως, σ' αυτό το θέμα. Βρίσκεται, όπως είδαμε, στον πυρήνα των επιχειρημάτων των εφεσειόντων η άποψη πως, με την επίδικη συμφωνία, δεν ανέλαβε ο εφεσίβλητος εκτέλεση του έργου. Ανέλαβε τη διαχείρισή του και το περιεχόμενο αυτού του όρου εξειδικεύθηκε στην επιστολή της 17.6.02. Έργο του ήταν «να οργανώσει όλο το φάσμα εργασιών με εργολάβους υπεργολάβους, προμηθευτές, μηχανολόγους, ηλεκτρολόγους κλπ». Αν ο εφεσίβλητος διόριζε «προσοντούχο εργολάβο» δεν θα υπήρχε πρόβλημα. Το αν ενήργησε αντισυμβατικά δεν επηρέαζε το κύρος της συμφωνίας όπως αυτή συνάφθηκε. Αντίθετη προσέγγιση θα σήμαινε το παράλογο πως «ένας κάτοικος εξωτερικού δεν μπορεί να εξουσιοδοτήσει ένα άτομο να εξεύρει κατάλληλους και αδειούχους εργολάβους και να αναλάβει τη διαχείριση του έργου κάνοντας πληρωμές κλπ.». Ενώ το ορθό ήταν πως δημιουργήθηκε σχέση αντιπροσώπου και αντιπροσωπευομένου, παρόμοια με τη δημιουργηθείσα στην Μυλωνά ν. Μεσαρίτη (ανωτέρω) που τελούσε υπό το νομικό δεδομένο πως ο εφεσίβλητος, ως αντιπρόσωπος, θα λειτουργούσε νόμιμα.
Σε συμφωνία με τις αντίθετες εισηγήσεις του εφεσίβλητου καταλήγουμε πως η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν απολύτως ορθή. Η επιστολή της 17.6.02 δεν αποδίδει ολοκληρωμένα, ούτε καν την ουσία της συμφωνίας των μερών, στη βάση της προφορικής, όπως την εξήγησε ο ίδιος ο εφεσείων 1. Οι εφεσείοντες θα κατέβαλλαν στον εφεσίβλητο ορισμένο ποσό. Αυτό ανερχόταν αρχικά στις £400.000 αλλά στη συνέχεια αυξήθηκε. Έναντι αυτού του ποσού ο εφεσίβλητος θα παρέδιδε στους εφεσείοντες την οικία με πλήρως συμπληρωμένα τα οικοδομικά έργα, όπως αυτά είχαν συμφωνηθεί. Οι εφεσείοντες, ενόψει της συμφωνίας, δεν θα είχαν καμιά ανάμειξη στην εκτέλεση του έργου ούτε, βεβαίως, και θα συνήπταν οποιαδήποτε συμφωνία με εγγεγραμμένο εργολήπτη ή οποιονδήποτε άλλο. Οι όποιες συμφωνίες θα συνάπτονταν από τον εφεσίβλητο, θα ήταν δικές του και, περαιτέρω, δεν τους αφορούσε το ποσό που πράγματι θα εδαπανάτο από τον εφεσίβλητο, οπότε δεν ετίθετο και θέμα απόδοσης από αυτόν οποιουδήποτε λογαριασμού. Συναφώς, δεν είχε συμφωνηθεί να του καταβληθεί κάποιο ποσό για υπηρεσία που θα πρόσφερε. Θα του καταβαλλόταν το συγκεκριμένο ποσό που συμφωνήθηκε και αυτό θα κάλυπτε και ό,τι θα προέκυπτε ως κέρδος του εφεσίβλητου, ως είδος εσωτερικού θέματος των δικών του υπολογισμών.
Θεωρούμε πως ορθά, ενόψει των δεδομένων, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως, εν προκειμένω, έχουμε ανάθεση της εκτέλεσης του οικοδομικού έργου στον εφεσίβλητο, που ήταν ο μόνος που θα γνώριζαν οι εφεσείοντες. Το κατά πόσο ο εφεσίβλητος διόρισε εγγεγραμμένο εργολήπτη στη συνέχεια, που και αυτό, εν πάση περιπτώσει, δεν αποδείχθηκε όπως ορθά εξήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν θα διαφοροποιούσε την ουσία του πράγματος. Υπό συζήτηση ήταν η ανάθεση που έγινε και ανάθεση με τέτοιο περιεχόμενο ασφαλώς καλυπτόταν από το Νόμο, ως αφορώσα στην εκτέλεση οικοδομικού έργου για το οποίο χρειαζόταν εγγεγραμμένος εργολήπτης που δεν ήταν ο εφεσίβλητος, ο οποίος την ανέλαβε. Σ' αυτό το πλαίσιο, η χρήση του όρου «management» στην επιστολή ημερομηνίας 17.6.02, με τις περαιτέρω αναφορές σ' αυτή δεν μπορούσε να οδηγήσει οπουδήποτε και δεν μπορούσε να γίνει δεκτή η καταστρατήγηση του νόμου στην οποία, ενόψει των δεδομένων, θα οδηγούσε.
Τελικά, δεν δικαιολογείται και συσχετισμός της παρούσας με την περίπτωση στην Μυλωνά ν. Μεσαρίτη (ανωτέρω). Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου αρχίζει με τη βασική εισαγωγική αναφορά στο ότι ο εφεσείων διόρισε τον εφεσίβλητο ως αντιπρόσωπό του ο οποίος, εκ μέρους του, εφόσον ο ίδιος απουσίαζε στο εξωτερικό, θα συντόνιζε τους τεχνίτες στην οικοδομή, θα αγόραζε τα αναγκαία υλικά και θα έκαμνε τις αναγκαίες πληρωμές «χρησιμοποιώντας τον τραπεζικό λογαριασμό του εφεσείοντα». Έναντι αυτών των υπηρεσιών συμφωνήθηκε ορισμένη αμοιβή και είναι κάτω από αυτά τα δεδομένα που αποφασίστηκε πως «σε καμιά περίπτωση οι πιο πάνω εργασίες δεν συνιστούν την εκτέλεση οικοδομικού έργου ή καθ' οιονδήποτε τρόπο άσκηση της εργασίας του εργολήπτη». Επρόκειτο «απλά για εργασίες που ο κάθε ιδιοκτήτης οφείλει να προβεί προκειμένου να κτίσει το σπίτι του» και η κατάσταση δεν άλλαζε επειδή «ανέθεσε την εκτέλεσή τους σε κάποιο τρίτο». Ούτε από το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος τις αποκάλεσε ως «εργασίες εργολάβου» θέμα που κρίνεται αντικειμενικά. Απέχει πολύ και ριζικά η πιο πάνω από την εδώ περίπτωση. Τις βασικές παραμέτρους τις έχουμε ήδη καταγράψει και δεν χρειάζεται να τις επαναλάβουμε. Τονίζουμε μόνο πως εδώ δεν έχουμε συμφωνία αντιπροσωπείας στο πλαίσιο της οποίας ο εφεσίβλητος θα προέβαινε σε εργασίες εκ μέρους των εφεσειόντων, αλλά ανάθεση και ανάληψη της εκτέλεσης συνολικού έργου έναντι συνολικού ποσού που θα περιλάμβανε και το κέρδος, όχι ορισμένη αμοιβή, με τον ανάλογο, βεβαίως, επιχειρηματικό κίνδυνο.
Η έφεση απορρίπτεται με €1.700 έξοδα, πλέον ΦΠΑ.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.
ΜΣι.
[1] «εργολήπτης» σημαίνει οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο αναλαμβάνει κατ' επάγγελμα την εκτέλεση ή εκτελεί οικοδομικό ή τεχνικό έργο (περιλαμβανομένης της ανάληψης μόνο των εργατικών) έναντι καθορισμένου ποσού ή ποσοστιαίας αμοιβής ή έναντι οποιουδήποτε άλλου νόμιμου ανταλλάγματος πλην μισθού ή για δική του εκμετάλλευση ή για άλλης μορφής χρήση ή σκοπό.
[2]«οικοδομικό έργο» σημαίνει -
(α) την κατασκευή, αναδόμηση, ανέγερση, επανέγερση, αναπαλαίωση οικοδομής.
[3] Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2)* κάθε συμφωνία, γραπτή ή προφορική, η οποία αφορά σε ανάθεση της εκτέλεσης οικοδομικού ή τεχνικού έργου σε μη εγγεγραμμένο εργολήπτη ή εγγεγραμμένο αλλά μη κάτοχο ισχύουσας ετήσιας άδειας ή εγγεγραμμένο αλλά μη κάτοχο ετήσιας άδειας αντίστοιχης της τάξης του τεχνικού ή οικοδομικού, ανάλογα με την περίπτωση, έργου είναι άκυρη.
*το οποίο δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση.