ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 1 ΑΑΔ 1114
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ Δ/στες]
15 Σεπτεμβρίου, 2009
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155(4) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (Π0ΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
και
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ, ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑΤΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI ΚΑΙ MANDAMUS
Και
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΔΗ ΣΤΙΣ 19.12.2008 ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ.480/07
ΑΝΔΡΟΝΙΚΗ ΠΑΝΤΕΛΙΔΟΥ ΛΤΔ
Αιτήτρια
Και
1. ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ
2. ΤΑΜΕΙΟΥ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ
Καθ΄ων η αίτηση
------------
Π.Πολυβίου, για τους Εφεσείοντες.
-------- ----------- --------
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει
ο Δικαστής Κ.Παμπαλλής.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η κα.Ανδρονίκη Παντελίδου, ως μέχρι τις 31.12.1999 υπάλληλος της Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, (η Τράπεζα) και μέλος του Ταμείου Προνοίας του Προσωπικού της Τράπεζας Κύπρου Δημοσίας Εταιρείας Λτδ, (το Ταμείο), είσπραξε αφυπηρετώντας το ποσό των £170.000,00.
Στις 6.3.2008 η κα.Παντελίδου καταχώρησε την υπόθεση με αριθμό 480/07 ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, εναντίον της Τράπεζας και του Ταμείου, διεκδικώντας την είσπραξη του ποσού των £206.709,00 πλέον τόκο 8% από 31.12.1999, ως αποζημίωση. Το αγώγιμο δικαίωμα της εδράζεται σε κατ΄ισχυρισμόν συνωμοσία μεταξύ Τράπεζας και Ταμείου, που, ψευδώς και δολίως, την αποστέρησαν από του να καρπωθεί το επιπρόσθετο διεκδικούμενο ποσό, το οποίο προήλθε από τις επενδύσεις των κεφαλαίων του Ταμείου κατά την περίοδο της εργοδότησης της. Περαιτέρω, διεκδικεί ακύρωση όλων των εγγράφων που υπέγραψε κατά το στάδιο της αφυπηρέτησης της, ως προϊόν ψευδών και παραπλανητικών παραστάσεων.
Η Τράπεζα και το Ταμείο ήγειραν, υπό μορφή προδικαστικών ενστάσεων, ζήτημα δικαιοδοσίας, προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, τη παρέλευση της 12μηνης αποσβεστικής προθεσμίας, που τίθεται με βάση το άρθρο 12(10Α) του περί Ετησίων Απολαβών Νόμου 1967 (Ν8/67).
Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, αποδεχόμενο αίτημα των διαδίκων, άκουσε το θέμα που προβλήθηκε προδικαστικά και στις 19.12.2008, με σχετική απόφαση του, αναγνώρισε την ύπαρξη της αποσβεστικής προθεσμίας των 12 μηνών αλλά θεώρησε ότι η προβολή δόλου ή απάτης, ως αιτίου για ακύρωση των σχετικών συμφωνιών του 1999, ενδεχομένως να παρατείνει την προθεσμία των 12 μηνών. Περαιτέρω, θεώρησε ότι έχει δικαιοδοσία εκδίκασης της υπόθεσης επειδή η απαίτηση εδραζόταν σε δόλο και απάτη.
Αυτή η κατάληξη του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών έδωσε το έναυσμα για καταχώρηση ενώπιον Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου αίτησης για παραχώρηση αδείας ώστε να καταχωρηθεί αίτηση certiorari και mandamus.
Ο αδελφός μας Δικαστής που επιλήφθηκε της πιο πάνω αίτησης με απόφαση του ημερ. 31.12.2008, απέρριψε το αίτημα θεωρώντας ότι δεν στοιχειοθετήθηκε βάσιμος λόγος για παραχώρηση αδείας, αφού από τη μια προσφέρεται εναλλακτικό ένδικο μέσο, αυτό της «έφεσης στο τέλος της υπόθεσης» και από την άλλη ότι δεν έχουν καταδειχθεί εξαιρετικές περιστάσεις που να δικαιολογούν απόκλιση από την πάγια υφιστάμενη νομολογία επί του θέματος.
Με την παρούσα έφεση ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων ισχυρίστηκε ότι όταν παρέλθει η αποσβεστική προθεσμία των 12 μηνών, που τέθηκε με το Ν.169(Ι)/02, το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών στερείται δυνατότητας εκδίκασης οποιασδήποτε αίτησης, ως αποτέλεσμα της παραγραφής.
Η προσφερόμενη δυνατότητα άσκησης έφεσης στο τέλος της υπόθεσης, δεν μπορεί, υποστήριξε ο κ.Πολυβίου, να χαρακτηριστεί ως αποτελεσματικό και επαρκές εναλλακτικό μέτρο, αφού στο μεταξύ το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έχει, υφαρπάσει, κατά την έκφραση του, δικαιοδοσία που δεν του ανήκει. Αυτή ήταν, όπως είπε και η βασική νομική αρχή επί της οποίας στηριζόταν αίτηση για άδεια καταχώρησης certiorari. Η ανυπαρξία δικαιοδοσίας σε συνδυασμό με τη δαπάνη που θα υποστούν οι διάδικοι σε χρόνο και χρήμα αποτελεί εξαιρετική περίσταση, κατέληξε ο συνήγορος.
Η δικαιοδοτική βάση επί της οποίας στηρίζεται κάθε δικαστήριο για να ενεργήσει αποτελεί το θεμέλιο λειτουργίας της δικαστικής εξουσίας. Η έννοια της δικαιοδοσίας και πότε ένα Δικαστήριο ενεργεί εντός της δικαιοδοσίας του, έχει αποτελέσει αντικείμενο ευρυτάτης νομολογιακής ανάλυσης.
Το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση R.C.Κ. Sports Ltd (αρ.2) 1993 1 Α.Α.Δ. 618 που υιοθετήθηκε στην υπόθεση Κορέλλης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1718, είναι ενδεικτικό.
«Η λέξη 'δικαιοδοσία' έχει πολλές αποχρώσεις ερμηνείας. Μερικοί τείνουν να πουν ότι, οποτεδήποτε δικαστήριο αποφασίσει εσφαλμένα, υπερβαίνει τη δικαιοδοσία του. Η δήλωση αυτή είναι πολύ ευρεία και αποτελεί υπερβολή. Το δικαστήριο ασκεί την εξουσία του σύμφωνα με το καθορισμένο δικονομικό δίκαιο.
Δικαιοδοσία ή αρμοδιότητα σημαίνει την εξουσία την οποία έχει ένα δικαστήριο να αποφασίζει θέματα τα οποία παρουσιάζονται ενώπιον του ή να επιλαμβάνεται θεμάτων τα οποία παρουσιάζονται, σύμφωνα με Δικονομικούς Κανόνες ενώπιον του, για απόφαση. Τα όρια της δικαιοδοσίας ή αρμοδιότητας καθορίζονται από το Νόμο ο οποίος καθιδρύει το Δικαστήριο. Η δικαιοδοσία πρέπει να υπάρχει πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης».
Η ανυπαρξία δικαιοδοσίας ήταν, με βάση την αγγλική νομολογία (R v.Furnished Houses (1947) 1 All E.R. 447), το προαπαιτούμενο για την προβολή αντικανονικότητας μιας δικαστικής διαδικασίας, και ικανοποιητικό στοιχείο για την παροχή αδείας για προώθηση αδείας για certiorari. Το αν και κατά πόσο μια δικαστική ενέργεια βρίσκεται έξω ή πέραν από το δικαιοδοτικό πλαίσιο που ο εκάστοτε νόμος ρυθμίζει, ελέγχεται με το δραστικό μέτρο του certiorari, (βλ. In Re Kakos (1985) 1 A.A.Δ. 250).
Οι αρχές σύμφωνα με τις οποίες χορηγείται άδεια για καταχώρηση προνομιακού εντάλματος certiorari επιβεβαιώθηκαν στην υπόθεση Aνθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, όπου στη σελίδα 46 αναφέρεται:
«Για την υποβολή αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος είναι αναγκαία η άδεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ο λόγος είναι προφανής: Η δικαιοδοσία αυτή είναι το κατάλοιπο της εξουσίας του Δικαστηρίου και ασκείται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, για καθορισμένους λόγους που έχουν αναφερθεί πιο πάνω.
Για την χορήγηση άδειας ο αιτητής πρέπει να ικανοποιήσει το ανώτατο Δικαστήριο ότι έχει «εκ πρώτης όψεως» υπόθεση και/ή ότι υπάρχει «συζητήσιμο ζήτημα», στην έννοια που δόθηκε στις φράσεις αυτές στις Αγγλικές υποθέσεις Sidnell v. Wilson {1966} 1 All E.R. 681 και Land Securities v. Metropolitan Police {1983} 2 All E.R. 254, 258 οι οποίες υιοθετήθηκαν στην υπόθεση In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250. Η πλάνη περί το νόμο πρέπει να είναι έκδηλη στο πρακτικό. Το πρακτικό είναι ελεγχόμενη απόφαση και το πρακτικό του Δικαστηρίου χωρίς προσθήκες ή ενόρκους ομολογίες - (Rex v. Nat Bell Liquors Ltd {1922) 2 A.C. 128, στη σελ.159 Baldwin & Francis v. Patent Appeal Tribunal {1959} 2 All E.R. 433, In re Argyrides (1987) 1 C.L.R. 23). Πλάνη νόμου, (error of law), όπως ειπώθηκε στην υπόθεση R v. Preston Appeal Tribunal (1975) 2 All E.R. 807, στη σελ.810 από το Λόρδο Denning Mr., περιλαμβάνει εσφαλμένη ερμηνεία νόμου, ή εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου στα γεγονότα της υπόθεσης».
Η ύπαρξη εναλλακτικού ενδίκου μέσου δεν στερεί από μόνης τη δυνατότητα σ΄ένα διάδικο να προωθήσει επιτυχώς αίτηση για χορήγηση αδείας για καταχώρηση certiorari, όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Μαρκιτανής ν. Μουτζούρη (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 923. Απαιτείται όμως η στοιχειοθέτηση εξαιρετικών περιστάσεων (βλ.Siberia Airlines (2003) 1 (A) A.A.Δ. 422. Ως προς την αναγκαιότητα απόδειξης ύπαρξης εξαιρετικών περιστάσεων σχετικές είναι επίσης οι υποθέσεις Βase Metal Trading Ltd v. Fastact Developments κ.α. (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1535 και Διογένους ν. Φιλίππου, Πολιτική ΄Εφεση 56/07, ημερ. 11.6.2008.
Στο πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Μαρκιτανής ν. Μουτζούρη (άνω) προσδιορίζεται η δυνατότητα επέμβασης του εφετείου. Στη σελίδα 936, αναφέρεται:
"H άδεια για καταχώρηση αίτησης χορηγείται κατά διακριτική ευχέρεια (βλ.και The Supreme Court Practice 1999, σελ.908). Εφόσο πρόκειται για απόφαση που απορρέει από άσκηση διακριτικής ευχέρειας επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται:
(α) ΄Οπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το Νόμο, όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκηση της εξωγενείς παράγοντες.
(β) ΄Οπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία, όπως είναι η περίπτωση στην οποία δε θα μπορούσε να προέλθει κανένα δικαστήριο (Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988, 989, Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (1992) 1 A.A.Δ. 710).
(γ) ΄Οπου υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου, εφαρμογή λανθασμένων αρχών δικαίου, λήψη υπόψη άσχετων στοιχείων, μη λήψη υπόψη σχετικών στοιχείων (Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954, Donald Campbell & Co. Ltd ν. Pollak [1927] A.C. 732, Evans v. Bartlam [1937] A.C. 473, Young v. Thomas [1892] 2 Ch.234 και Egerton v. Jones [1939] 3 All E.R. 892).»
Η προβαλλόμενη δυνατότητα αναθεώρησης της πρωτόδικης απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, που μπορεί να επέλθει με την καταχώριση έφεσης, δεν αμφισβητείται από το συνήγορο των εφεσειόντων. Η θεωρία της εναλλακτικής θεραπείας που επιβεβαιώθηκε στην υπόθεση Hellinger Trading Ltd (2000) 1 A.Α.Δ. 1965, έχει έρεισμα όταν αυτή προσφέρεται ως εξίσου αποτελεσματικό μέτρο προστασίας. Δεν έχει με οποιοδήποτε τρόπο καταδειχθεί το αντίθετο στα προβληθέντα από τους εφεσείοντες.
Η δικαστική δαπάνη, η σπατάλη δικαστικού χρόνου και η ταλαιπωρία των διαδίκων, που επικαλείται ο κ.Πολυβίου είναι αναντίλεκτα γεγονότα, εύκολα διακριτά. Είναι τούτο όμως αρκετό έτσι ώστε να ικανοποιείται το προαπαιτούμενο στοιχειοθέτησης εξαιρετικών περιστάσεων; Ακριβής ορισμός του τι αποτελεί «εξαιρετικές περιστάσεις» δεν έχει από τη νομολογία καθοριστεί. Στη Μεστάνας (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1469, επιβεβαιώθηκε η αδυναμία προσδιορισμού του τι αποτελεί ειδικές περιστάσεις. Σημειώθηκε δε ότι η σύγκριση των προσφερομένων διαδικασιών, μπορεί να καταδείξει τη βασιμότητα του αιτήματος επιλογής της σαφώς πιο γρήγορης και επιεικώς πιο βολικής μεθόδου ήτοι της διαδικασίας του προνομιακού εντάλματος, έναντι της άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης. Μέσα από αυτή τη σύγκριση θα προσδιοριστεί και η ύπαρξη των αναγκαίων «εξαιρετικών περιστάσεων».
Εξετάζοντας τα αναντίλεκτα γεγονότα αυτής της υπόθεσης αναπόφευκτα θα πρέπει να οδηγηθούμε στη δικαιοδοτική βάση επί της οποίας στηρίζεται η εγερθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, "διαφορά".
Είναι συνειδητά που θέτουμε τα εισαγωγικά γιατί όπως χαρακτηριστικά μπορεί να λεχθεί η "ρίζα" της όποιας διαφοράς καταδεικνύει την ύπαρξη ή όχι δικαιοδοσίας.
Στην προκείμενη περίπτωση η κα Α. Παντελίδου είχε στις 03/12/1999, αφυπηρετήσει από την Τράπεζα και αποχωρώντας από την υπηρεσία υπέγραψε γραπτή συμφωνία απαλλαγής του Ταμείου, σύμφωνα με την οποία εισέπραξε το τότε συμφωνηθέν ποσό των €170.000,00.
Παρατηρούμε συνεπώς ότι η εργατική σχέση έχει τερματιστεί και η σχέση των διαδίκων έχει καταστεί συμβατική. Από τη στιγμή που η σχέση των διαδίκων εδράζεται σε γραπτή συμφωνία, αναφύεται η ανάγκη παραμερισμού μιας συμβατικής σχέσης, θέμα που βρίσκεται έξω από το πλαίσιο της εργατικής διαφοράς.
Το ζητούμενο είναι αν υπάρχει "Εργατική Διαφορά" με την έννοια του άρθρου 2 του περί Ετησίων Αδειών μετ' Απολαβών Νόμου 1967 (Ν. 8/67), το οποίο προνοεί:
««Εργατική Διαφορά» σημαίνει οιανδήποτε διαφοράν μεταξύ εργοδοτών και εργοδοτουμένων ή μεταξύ εργοδοτουμένων και εργοδοτουμένων, εν σχέσει προς την απασχόλησιν ή την μη απασχόλησιν ή τας συνθήκας απασχολήσεως ή τους όρους απασχολήσεως οιωνδήποτε προσώπων είτε εργοδοτουμένων υπό του εργοδότου μετά του οποίου εγείρεται η διαφορά είτε μη.»
Η αποκλειστική δικαιοδοσία του καθιδρυομένου με βάση το άρθρο 12(1) του Νόμου Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, έχει ως προαπαιτούμενο την ύπαρξη εργατικής διαφοράς, κάτι που στην προκείμενη περίπτωση θεωρούμε ότι δεν υφίσταται.
Με γνώμονα τα πιο πάνω βρίσκουμε ότι η έφεση θα πρέπει να επιτύχει και η προσβαλλόμενη απόφαση παραμερίζεται. Παρέχεται άδεια για την καταχώρηση αίτησης για έκδοση certiorari, η οποία να υποβληθεί εντός δεκαπέντε ημερών για να τεθεί ενώπιον του αδελφού μας Δικαστή ο οποίος θα χειριστεί την υπόθεση.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.