ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 1 ΑΑΔ 953
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 44/2009)
15 Ιουλίου, 2009
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 33/64,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΣ MERYEM KAYA, ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI KAI/H MANDAMUS,
ΚΑΙ
AΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΚΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 14/04/2008 ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΚΑΙ/Η ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ ΤΟΥ ΟΤΙ ΤΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΔΙΑΠΡΑΧΤΗΚΑΝ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΣ MERYEM KAYA ΕΙΝΑΙ «ΜΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΥΠΟΘΕΣΗ» ΚΑΙ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΩΞΗΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ
Τ. Κατρί, για την Αιτήτρια.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η Αιτήτρια με μονομερή αίτηση ζητά άδεια για να καταχωρήσει δια κλήσεως αίτηση για έκδοση: (α) Προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari για να ακυρωθεί απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 14.4.2008 ότι το παράπονο που υπέβαλε η Αιτήτρια στην Αστυνομία Λευκωσίας, είναι «μη αστυνομικής φύσεως». Σύμφωνα με την Αιτήτρια, η απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα λήφθηκε κατόπιν πλάνης και/ή αναρμοδιότητας και/ή είναι αντίθετη στους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης. (β) Προνομιακού εντάλματος της φύσεως Mandamus, ώστε να υποχρεωθεί ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας να ασκήσει την εξουσία του και/ή να εκτελέσει το δημόσιο καθήκον που του δίδεται από το Άρθρο 113.2 του Συντάγματος, προβαίνοντας στην απαραίτητη δίωξη.
Η αίτηση συνοδεύεται από Έκθεση και Ένορκο Δήλωση της Αιτήτριας Meryem Kaya. Όπως προκύπτει, η Αιτήτρια, σήμερα κατοικεί στην περιοχή της κατεχόμενης Μόρφου. Έχει τρεις αδελφούς και ένα ετεροθαλή αδελφό, ο οποίος δεν είναι εν ζωή. Στο Προδρόμι της Επαρχίας Πάφου, υπάρχει ακίνητη περιουσία η οποία είναι εγγεγραμμένη στο όνομα της και στο όνομα του πατέρα της Fahri Mentesh Kaya, ο οποίος απεβίωσε. Η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι επειδή κατοικεί μόνιμα στο κατεχόμενο μέρος της Κύπρου, η συγκεκριμένη περιουσία θα έπρεπε να ήταν υπό την προστασία και διαχείριση του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών.
Παρά το πιο πάνω και παρά το γεγονός ότι η ίδια βρίσκεται εν ζωή, η ξαδέλφη της, Tomris Reshad, η οποία διαμένει στο Ηνωμένο Βασίλειο, παρουσίασε ψευδές Πιστοποιητικό ότι η Αιτήτρια έχει αποβιώσει και ότι η ξαδέλφη της είναι η μόνη κληρονόμος της. Στη βάση του συγκεκριμένου Πιστοποιητικού, ο Κοινοτάρχης Προδρομίου, κ. Ανδρέας Ταραμουντάς, εξέδωσε Πιστοποιητικό Θανάτου και Κληρονόμων, το οποίο παρουσίαζε την Αιτήτρια ως νεκρή από το 1998 και ως μόνη κληρονόμο της, την πιο πάνω Tomris Reshad. Επίσης, η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι οι δικηγόροι της ξαδέλφης της, με βάση τα πιο πάνω ψευδή κατά τον ισχυρισμό της, έγγραφα, υπέβαλαν αίτηση στις αρχές της Δημοκρατίας και εξασφάλισαν διάταγμα διαχείρισης, με το οποίο διοριζόταν διαχειριστής της περιουσίας της, ο Φανούριος Πολυβίου (Διαχ. Αρ. 578/06). Με τον ίδιο τρόπο, εξασφάλισαν διάταγμα διαχείρισης και για την περιουσία του αποβιώσαντος πατέρα της, με το οποίο διοριζόταν το ίδιο πρόσωπο ως διαχειριστής (Προσφ. Αρ. 581/06). Στην περίπτωση του πατέρα της, οι δικηγόροι της ξαδέλφης της, απέκρυψαν από το Δικαστήριο ότι ο πατέρας της είχε παιδιά, παρουσιάζοντας και πάλι την Tomris Reshad ως τη μόνη κληρονόμο.
Η Αιτήτρια, αφού συνέλεξε όλα τα απαιτούμενα έγγραφα, προέβη σε παράπονο στην Αστυνομία, ώστε να διερευνηθεί η υπόθεση και να τιμωρηθούν οι υπαίτιοι. Μετά από αρκετό καιρό, πληροφορήθηκε ότι ο φάκελος της υπόθεσης τέθηκε ενώπιον του Γενικού Εισαγγελέα για οδηγίες και δικηγόρος στο γραφείο του αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να διωχθεί οποιοσδήποτε, εφόσον η υπόθεση είναι «μη αστυνομικής φύσεως». Η Αιτήτρια ζήτησε να της δοθεί αντίγραφο της απόφασης του Γενικού Εισαγγελέα, αλλά υπήρξε άρνηση εκ μέρους της Αστυνομίας. Για να εξασφαλίσει αντίγραφο, η Αιτήτρια στις 19.8.2008 αναγκάστηκε να καταχωρήσει στο Ανώτατο Δικαστήριο, την Αίτηση με αρ. 61/2008, με την οποία ζητούσε την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari και Mandamus. Η αίτηση της απορρίφθηκε, με αποτέλεσμα να καταχωρήσει στη συνέχεια την προσφυγή με αριθμό 1477/08. Μετά από αρκετές αναβολές, στις 14.4.2009, τελικά της παραδόθηκε αντίγραφο της απόφασης του Γενικού Εισαγγελέα. Όλα αυτά, βέβαια, η Αιτήτρια τα ανέφερε για να δικαιολογήσει το χρόνο που διέρρευσε, μέχρι την καταχώρηση της παρούσας αίτησης.
Η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η απόφαση εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα ημερομηνίας 14.4.08 να μην διώξει τους ενόχους, είναι άδικη και αδικαιολόγητη και είχε ως αποτέλεσμα να κλονιστεί η εμπιστοσύνη της προς τη δικαιοσύνη.
Επί της νομικής πτυχής του θέματος, ο δικηγόρος της Αιτήτριας εισηγείται ότι η απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα δεν λήφθηκε για λόγους δημοσίου συμφέροντος, όπως προβλέπει το Άρθρο 113.2 του Συντάγματος, αλλά κατόπιν έκδηλης πλάνης ως προς την ορθή ταξινόμηση του παραπόνου της Αιτήτριας. Διαζευκτικά, επικαλείται το άρθρο 13 του περί Κυρώσεως της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Κυρωτικού Νόμου 39/1962, το οποίο κατοχυρώνει άνευ όρων το δικαίωμα της Αιτήτριας να έχει απρόσκοπτη πρόσβαση στα δικαστήρια για παραβιάσεις που απορρέουν από τη Σύμβαση. Οι πρόνοιες της Σύμβασης, ανέφερε ο κ. Kadri, έχουν σύμφωνα με το Άρθρο 169 του Συντάγματος, αυξημένη ισχύ και ως εκ τούτου οι περιορισμοί που τίθενται από το Άρθρο 113.2 του Συντάγματος και τη σχετική νομολογία, στο βαθμό που εμποδίζουν το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής στο Δικαστήριο, θα πρέπει να αγνοηθούν. Περαιτέρω, κατά την προφορική αγόρευση του, ο ευπαίδευτος δικηγόρος για την Αιτήτρια αναφέρθηκε και στο Άρθρο 35 του Συντάγματος για να τονίσει την υποχρέωση των αρχών της Δημοκρατίας να διασφαλίζουν την αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών.
Η αίτηση δεν μπορεί να πετύχει.
Το προνομιακό ένταλμα της φύσης Certiorari, απευθύνεται στα κατώτερα δικαστήρια για σκοπούς εποπτικού ελέγχου και ακύρωση αποφάσεων τους, όπου διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας ή νομική πλάνη η οποία είναι πρόδηλη από το πρακτικό.
Στην προκειμένη περίπτωση, η απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα δεν αποτελεί δικαστική πράξη. Ακόμα και αν θεωρηθεί οιωνεί δικαστική πράξη, δεν σημαίνει αυτόματα ότι μπορεί να ελεγχθεί δυνάμει του Άρθρου 155.4. Όμως και τέτοια να ήταν, δεν τίθεται θέμα έλλειψης ή υπέρβασης εξουσίας ή έκδηλης νομικής πλάνης, αφού ο Γενικός Εισαγγελέας ενεργούσε εντός των εξουσιών που του χορηγούνται από το Άρθρο 113.2 του Συντάγματος. Όπως εξηγήθηκε στη Re Ttooulias (1984) 1 CLR 885, ο Γενικός Εισαγγελέας όταν ασκεί τη διακριτική ευχέρεια δυνάμει του Άρθρου 113.2, μπορεί να ενεργεί οιωνεί δικαστικά, αλλά δεν ενεργεί ως δικαστικό όργανο και συνεπώς δεν μπορεί να ελεγχθεί δικαστικά με προνομιακό ένταλμα της φύσης Certiorari (βλ. επίσης Xenophontos v. Republic 2 RSCC 89, Kyriakídes v. Republic 1 RSCC 66 και Νικολαΐδης (2002) 1 ΑΑΔ 599). Γι' αυτό ούτε και η εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα να τερματίζει ποινικές διώξεις με την καταχώρηση «nolle prosequi», μπορεί να ελεγχθεί δικαστικά (βλ. Police v. Athienitis (1983) 2 CLR 194 και Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2006) 2 ΑΑΔ 388, 398). Ούτε διαπιστώνεται οποιαδήποτε έκδηλη πλάνη ως προς τα γεγονότα ή το νόμο που να χρήζει παρέμβασης με τη μέθοδο του προνομιακού εντάλματος.
Έρχομαι τώρα στο ένταλμα Mandamus, το οποίο δεν αποσκοπεί στο να ελέγξει μόνο κατώτερα δικαστήρια που αρνούνται να εκτελέσουν ένα καθήκον που τους επιβάλλει ο Νόμος, αλλά και άλλες αρχές ή πρόσωπα για να υποχρεωθούν να εκτελέσουν δημόσιο καθήκον. Όμως και σε τέτοια περίπτωση το κατώτερο δικαστήριο ή άλλη αρχή, μπορεί μόνο να διαταχθεί να εκτελέσει το καθήκον του. Δεν μπορεί να του υπαγορευθεί συγκεκριμένη απόφαση ή συγκεκριμένος τρόπος άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο Γενικός Εισαγγελέας δεν αρνήθηκε να εκτελέσει το καθήκον του. Αντίθετα, άσκησε το καθήκον του δυνάμει του Άρθρου 113.2 του Συντάγματος και ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, αποφάσισε να μην διώξει άλλα να ταξινομήσει την υπόθεση ως «μη ποινικής φύσεως». Ο τρόπος άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας δεν μπορεί να ελεγχθεί δικαστικά. Ούτως ή άλλως, ο έλεγχος με προνομιακά εντάλματα, αφορά στη νομιμότητα της απόφασης και όχι στην ορθότητα της.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Αιτήτρια ήγειρε επίσης θέμα παραβίασης του δικαιώματος της Αιτήτριας για πρόσβαση στο Δικαστήριο. Δεν βλέπω πως μπορεί να ευσταθήσει η εισήγηση αυτή. Από τη στιγμή που είναι δεχτό από τον συνήγορο της, ότι η Αιτήτρια είχε την δυνατότητα να προσφύγει δύο φορές στο Ανώτατο Δικαστήριο και περαιτέρω να κινηθεί νομικά εναντίον του ατόμου το οποίο ανέλαβε ως διαχειριστής, δεν βλέπω πως μπορεί να ευσταθεί η εισήγηση του κ. Kατρί. Η Αιτήτρια είχε ελεύθερη πρόσβαση στα αστικά δικαστήρια, στα οποία μάλιστα προσέφυγε. Όμως η ποινική δίωξη και η τιμωρία ατόμων είναι ένα εντελώς διαφορετικό θέμα, που αφορά την Πολιτεία, εξ' ου και το έντονο δημόσιο συμφέρον. Γι' αυτό και το Σύνταγμα με το Άρθρο 113.2 έδωσε την απόλυτη εξουσία στον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, να ελέγχει όλες τις ποινικές διώξεις.
Το τελευταίο επιχείρημα του ευπαίδευτου δικηγόρου της Αιτήτριας, είναι ότι η αιτούμενη άδεια θα πρέπει να εγκριθεί ώστε το Δικαστήριο ως δικαστική αρχή να εξασφαλίσει την αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν στα δικαιώματα που διασφαλίζονται από το Μέρος ΙΙ του Συντάγματος και τα οποία αφορούν σε θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες. Όμως δεν επεξηγήθηκε ποιο συγκεκριμένο δικαίωμα της Αιτήτριας θα πρέπει να διασφαλιστεί. Εν πάση περιπτώσει, όπως έχω εξηγήσει το δικαίωμα της, δυνάμει του Άρθρου 30 του Συντάγματος για ελεύθερη πρόσβαση στα Δικαστήρια, δεν τέθηκε υπό περιορισμό και η Αιτήτρια προσέφυγε με αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας εναντίον του Φανούριου Πολυβίου. Δεν έχω ικανοποιηθεί από τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου, ότι η Αιτήτρια έχει τεκμηριώσει τον ισχυρισμό της περί ύπαρξης θεμελιώδους δικαιώματος «για δίωξη του παραπόνου της.».
Στο παρόν στάδιο δεν έχει αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση, ώστε να μπορώ να παραχωρήσω την αιτούμενη άδεια.
Η αίτηση απορρίπτεται.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠς