ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 3/2009)
31 Ιουλίου 2009
[Κ. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155(4) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΠΟΛΑΚΗ ΣΑΡΡΗ, ΚΙΚΗ ΛΑΖΑΡΙΔΗ, ΛΟΥΚΗ ΛΟΥΚΑΪΔΗ, ΠΑΥΛΟ ΣΙΜΑΝ, ΚΙΚΗ ΛΕΥΚΑΡΙΤΗ, ΓΙΑΝΝΟ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ, ΠΕΤΡΟ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟ ΜΟΝΤΑΝΙΟ, ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΓΙΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΝΑ ΑΙΤΗΘΟΥΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ ΕΠΕΙΤΑ MANDAMUS
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ /ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΤΗΣ Ε.Δ. Ε. ΓΕΩΡΓΙΟΥ-ΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 10.11.2008, ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΠΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΑΖΕΙ ΣΤΟ ΠΑΡΑΛΙΜΝΙ) ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 3948/08
ΜΕΤΑΞΥ:
ΠΟΛΑΚΗ ΣΑΡΡΗ, ΚΙΚΗ ΛΑΖΑΡΙΔΗ, ΛΟΥΚΗ ΛΟΥΚΑΪΔΗ, ΠΑΥΛΟ ΣΙΜΑΝ, ΚΙΚΗ ΛΕΥΚΑΡΙΤΗ, ΓΙΑΝΝΟ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ, ΠΕΤΡΟ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟ ΜΟΝΤΑΝΙΟ, ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ
ΕΝΑΝΤΙΟΝ
ΤΩΝ:
1. C & R UNDERSEA ADVENTURES CO LTD
2. CHRISTINE JULIE WILKINSON
3. ROBERT WILKINSON
- - - - - - -
Λ. Λουκαϊδης, για τους Αιτητές.
Η. Στεφάνου και Α. Φράγκου, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
- - - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Οι οκτώ συνολικά αιτητές είναι ιδιοκτήτες παραθαλάσσιων εξοχικών κατοικιών στην περιοχή Πρωταρά, Παραλιμνίου, οι οποίες γειτνιάζουν με κόλπο στον οποίο οι καθ΄ων η αίτηση εγκατέστησαν και/ή κατασκεύασαν αποβάθρα προς χρήση από σκάφη, κατά ή περί τον Απρίλιο του 2008. Ισχυριζόμενοι ότι η αποβάθρα ανηγέρθηκε και/ή κατασκευάστηκε και/ή επεκτάθηκε χωρίς άδεια από την αρμόδια αρχή και ότι επιβαρύνει το φυσικό περιβάλλον και τις ανέσεις της περιοχής, οι αιτητές είχαν καταχωρήσει εναντίον των καθ΄ων η αίτηση την ιδιωτική ποινική υπόθεση αρ. 3948/2008 ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου που συνεδριάζει στο Παραλίμνι. Προσήφθηκαν εναντίον των καθ΄ων η αίτηση (ως κατηγορουμένων στην ιδιωτική ποινική υπόθεση) δύο κατηγορίες, η μία για κατ΄ ισχυρισμό παράβαση άρθρων του περί Αποβαθρών Νόμου, Κεφ. 78, και η άλλη για κατ΄ ισχυρισμό παράβαση άρθρων του περί Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96. Προτού οι κατηγορούμενοι απαντήσουν στις εναντίον τους κατηγορίες, οι συνήγοροί τους ήγειραν τρεις προδικαστικές ενστάσεις, από τις οποίες οι δύο αφορούσαν το κατηγορητήριο, ενώ η άλλη αφορούσε σε κατ΄ ισχυρισμό κατάχρηση της διαδικασίας. Οι ενστάσεις αυτές εκδικάστηκαν προδικαστικά και είχαν την εξής απόληξη:
1. Ως προς το Κατηγορητήριο, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι στην 1η κατηγορία υπήρχε πολλαπλότητα λόγω της συμπερίληψης εναλλακτικού τρόπου διάπραξης του αδικήματος, του ότι δηλαδή οι κατηγορούμενοι ανέχτηκαν την ανέγερση, παράλληλα με κατηγορία ότι ανήγειραν. Περαιτέρω, η 2η κατηγορία κρίθηκε ότι δεν μπορούσε να ευσταθήσει, καθόσον η αποβάθρα δεν εμπίπτει στον ορισμό που δίδεται από το Κεφ. 96 στον όρο "οικοδομή".
2. Ως προς την κατ΄ ισχυρισμό κατάχρηση της διαδικασίας, το Δικαστήριο έκρινε ότι ενόψει ήδη καταχωρηθείσας ποινικής δίωξης από την αρμόδια διωκτική αρχή σε σχέση με τα ίδια αδικήματα, η συνέχιση της ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης πράγματι συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας και κατάφωρη παραβίαση των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων.
Πέραν των ανωτέρω, το Δικαστήριο αυτεπάγγελτα ήγειρε και εξέτασε στην απόφασή του κατά προτεραιότητα ένα άλλο θέμα το οποίο αφορούσε στη νομιμοποίηση ή μη των εδώ αιτητών να καταχωρούσαν την εν λόγω ποινική δίωξη εναντίον των καθ΄ων η αίτηση. Το Δικαστήριο εντόπισε ότι η ευθύνη για χορήγηση αδειών εμπίπτει στον Υπουργό Εσωτερικών και θα πρέπει ένας πολίτης ο οποίος εγείρει ιδιωτική ποινική δίωξη να έχει προσωπικά πληγεί από την πράξη που συνιστά το αδίκημα για να δικαιολογείται η έναρξη εκ μέρους του δίωξης. Στην προκείμενη όμως περίπτωση, οι αιτητές - παραπονούμενοι δεν είχαν παραθέσει στις λεπτομέρειες αδικημάτων πως είχαν πληγεί τα όποια δικαιώματα ή συμφέροντα τους λόγω της ανέγερσης και επομένως, σύμφωνα με το Δικαστήριο, δεν κατέδειξαν ότι ενομιμοποιούντο στην καταχώρηση της συγκεκριμένης ποινικής δίωξης.
Για τους πιο πάνω λόγους το Δικαστήριο απέρριψε την καταχωρηθείσα από τους αιτητές ιδιωτική ποινική υπόθεση.
Μετά την εξέλιξη αυτή, οι αιτητές απευθύνθηκαν στο Ανώτατο Δικαστήριο επικαλούμενοι την εξουσία του για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων. Τους παραχωρήθηκε μονομερώς άδεια για καταχώρηση αίτησης δια κλήσεως για την έκδοση ενταλμάτων τύπου Certiorari και Mandamus, από τον αείμνηστο αδελφό Δικαστή Ρ. Γαβριηλίδη, ενώ η ακρόαση της αίτησης δια κλήσεως διεξήχθη ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, μετά τον αδόκητο θάνατο του Ρ. Γαβριηλίδη.
Οι βασικοί ισχυρισμοί των αιτητών στους οποίους και στηρίζουν το αίτημά τους, συνοψίζονται στους ακόλουθους:
(i) Ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο απέρριψε την ποινική δίωξη για το λόγο ότι οι παραπονούμενοι-αιτητές δεν είχαν παραθέσει λεπτομέρειες ως προς το πώς πλήγηκαν δικαιώματά τους, χωρίς το θέμα τούτο να είχε εγερθεί από την υπεράσπιση και χωρίς να είχε δοθεί η ευκαιρία στους αιτητές να παρέθεταν μαρτυρία από την οποία να καταδεικνύετο η σύνδεσή τους με την παρανομία των κατηγορουμένων.
(ii) Εσφαλμένα αποφάνθηκε το Δικαστήριο ότι η προαναφερθείσα ποινική δίωξη συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας ενόψει της ήδη καταχωρηθείσας ποινικής δίωξης από την αρμόδια διωκτική αρχή, χωρίς μάλιστα το Δικαστήριο να ζητούσε και να είχε άλλες λεπτομέρειες και μαρτυρία ως προς τη γενικότερη αδράνεια και κωλυσιεργία που επέδειξαν οι αρμόδιες αρχές.
(iii) Η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι η πρώτη κατηγορία έπασχε από πολλαπλότητα είναι εσφαλμένη αφού δεν παρατίθεντο διαφορετικά αδικήματα αλλά διαφορετικοί τρόποι διάπραξης ενός και του αυτού αδικήματος.
(iv) Εσφαλμένα το Δικαστήριο ερμήνευσε τον όρο "οικοδομή" ως μη περιλαμβάνοντα και αποβάθρα και απέρριψε έτσι την 2η κατηγορία.
Με την ένσταση την οποία καταχώρησαν, οι καθ΄ων η αίτηση εγείρουν διάφορους λόγους για τους οποίους εισηγούνται την απόρριψη της αίτησης. Προεξάρχον λόγος είναι ο ισχυρισμός των καθ΄ων η αίτηση ότι ουσιαστικά επιχειρείται η αναθεώρηση της ορθότητας της απόφασης του ποινικού Δικαστηρίου και όχι της νομιμότητας της, ενώ δεν παρατηρείται εδώ υπέρβαση δικαιοδοσίας ή σφάλμα εμφανές στο τηρηθέν πρακτικό, έτσι ώστε να δικαιολογείται η ακύρωση της διαδικασίας με την έκδοση προνομιακού εντάλματος. Περαιτέρω, οι καθ΄ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι για την στοιχειοθέτηση των λόγων που προβάλλουν οι αιτητές και οι οποίοι κατά την άποψή τους δικαιολογούν την έκδοση προνομιακού εντάλματος, είναι απαραίτητη η λήψη από το Ανώτατο Δικαστήριο μαρτυρίας, η οποία δεν είχε τεθεί ενώπιον του ποινικού Δικαστηρίου.
Αγορεύοντας ο κ. Λουκαϊδης για τους αιτητές, ανέπτυξε αναλυτικότερα τις θέσεις της πλευράς των αιτητών οι οποίες παρατίθενται στην αίτηση και στην ένορκη δήλωση η οποία την υποστηρίζει. Ιδιαίτερα ως προς το γεγονός ότι μέσω της αίτησης τίθενται ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου κάποια νέα γεγονότα και/ή μαρτυρία, ο κ. Λουκαϊδης εξήγησε ότι αυτό δε γίνεται για να ληφθούν τώρα και εκ των υστέρων υπόψη, αλλά για να καταδείξουν ότι ενώ υπήρχαν αυτά τα γεγονότα, δεν ζητήθηκε να τεθούν ενώπιον του ποινικού Δικαστηρίου ούτε δόθηκε στους αιτητές η ευκαιρία να τα παρουσιάσουν και έτσι δεν λήφθηκαν υπόψη στην προσβαλλόμενη απόφαση.
Στη δική του αγόρευση, ο κ. Στεφάνου επίσης ανέπτυξε λεπτομερέστερα τις θέσεις της πλευράς των καθ΄ων η αίτηση και παρέπεμψε προς υποστήριξή τους, σε σχετική νομολογία.
Όπως ορθά εντοπίζεται και στο σύγγραμμα "Προνομιακά Εντάλματα" του Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου Π. Αρτέμη, στη σελίδα 112, μέσω του διατάγματος Certiorari, το Ανώτατο Δικαστήριο επιτηρεί και ελέγχει τα κατώτερα Δικαστήρια, ακυρώνοντας οποιαδήποτε απόφαση, διαταγή ή διαδικασία ενώπιόν τους, ποινικής ή αστικής φύσεως, η οποία γίνεται καθ΄ υπέρβαση της δικαιοδοσίας τους.
Στην υπόθεση Καλλιόπη Μπάντσιου (1994) 1 ΑΑΔ 634, το Ανώτατο Δικαστήριο παρατήρησε ότι η διαδικασία για την έκδοση εντάλματος Certiorari δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας των αποφάσεων κατώτερων δικαστηρίων η οποία ελέγχεται στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Εφόσον στοιχειοθετούνται οι προϋποθέσεις για την ανάληψη και άσκηση δικαιοδοσίας από το Επαρχιακό Δικαστήριο, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην αναθεώρηση της άσκησης των δικαιοδοσιών του εκτός αν αποκαλύπτεται νομικό σφάλμα καταφανές στο πρακτικό του Δικαστηρίου.
Η σχετική επί του θέματος νομολογία αποκαλύπτει ότι η δυνατότητα έκδοσης διατάγματος Certiorari δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο της κατ΄ έφεση δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ούτε και ως όργανο εποπτείας της διαδικασίας ή της πρακτικής η οποία ακολουθείται από τα Επαρχιακά Δικαστήρια. (Γενικός Εισαγγελέας (Αρ.3) (1993) 1 ΑΑΔ 442). Ασφαλώς δε, σε καμιά περίπτωση δε νοείται η αξιοποίηση της δυνατότητας έκδοσης ενός τέτοιου προνομιακού εντάλματος ως έμμεση ή υπό μεταμφίεση άσκηση έφεσης ή επανακρόασης ενός ζητήματος που ηγέρθη και αποφασίστηκε από Επαρχιακό Δικαστήριο. (Ξάνθος Λυσιώτης & Υιός Λτδ (Αρ.3) (1996) 1 ΑΑΔ 1066). Όπως δε είχε τονισθεί και στην υπόθεση Ανθίμου (1991) 1 ΑΑΔ 41 και έκτοτε επαναλήφθηκε σε αριθμό άλλων αποφάσεων, η παροχή θεραπείας μέσω προνομιακού εντάλματος ή ακόμα η παροχή άδειας για καταχώρηση αίτησης με την οποία αυτό επιζητείται, επαφίεται πάντα στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Έστω και αν ακόμα καταδειχθεί ικανοποιητικά η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπόθεσης, εάν παρέχεται άλλο ένδικο μέσο και ιδιαίτερα δικαίωμα έφεσης, τότε το Ανώτατο Δικαστήριο σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις και υπό εξαιρετικές περιστάσεις θα παρέμβει. (R. ν. Chief Constable of Merseyside (1986) 1 All E.R. 257). Ούτε και θεωρείται το διάταγμα Certiorari κατάλληλη θεραπεία έτσι ώστε με την έκδοσή του να ακυρωθεί μια αθωωτική απόφαση ποινικού Δικαστηρίου. (R. ν. Middlesex Quarter Sessions Chairman ex parte D.P.P. (1952) 2 All E.R. 312).
Επανερχόμενος στα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης παρατηρώ τα εξής:
Αναμφίβολα και επί των τριών θεμάτων επί των οποίων αποφάνθηκε το ποινικό Δικαστήριο, οι εγερθείσες προδικαστικές ενστάσεις αφορούσαν αμιγώς νομικά σημεία και το Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να τα εξετάσει πριν από τη λήψη οποιασδήποτε μαρτυρίας και ακόμα πριν την απάντηση των κατηγορουμένων στις κατηγορίες. Επρόκειτο για ενστάσεις ως προς την ορθότητα του τρόπου πρόσαψης κατηγοριών μέσω του συγκεκριμένου κατηγορητηρίου και ως προς την κατ΄ ισχυρισμό κατάχρηση της διαδικασίας λόγω της ήδη αρξάμενης ποινικής δίωξης εναντίον των ιδίων κατηγορουμένων με τις ίδιες κατηγορίες από την αρμόδια διωκτική αρχή. Ως προς την εκδίκαση και άσκηση δικαστικής κρίσης αναφορικά με την κατ΄ ισχυρισμό πολλαπλότητα κατηγοριών ή τη δυνατότητα πρόσαψης κατηγορίας με βάση τον περί Οδών και Οικοδομών Νόμο, δεν χωρεί αμφιβολία ότι το Δικαστήριο επιλήφθηκε των θεμάτων τούτων ακολουθώντας την ορθή διαδικασία και πρακτική και ότι το παράπονο εδώ των αιτητών έγκειται στο ότι κατά την άποψή τους, η απόφαση του Δικαστηρίου επί των θεμάτων τούτων απλά ήταν νομικά εσφαλμένη.
Ένα τέτοιο όμως παράπονο αναμφίβολα μπορεί και πρέπει να προωθείται με το ένδικο μέσο της έφεσης.
Ως προς το θέμα της προβληθείσας ένστασης που αφορούσε τον ισχυρισμό περί κατάχρησης της διαδικασίας λόγω της καταχωρηθείσας ποινικής δίωξης από την αρμόδια αρχή, εδώ το παράπονο των αιτητών είναι ότι "το Δικαστήριο υπερέβη τη δικαιοδοσία του και/ή ενήργησε αναρμοδίως προβαίνοντας σε εσφαλμένες διαπιστώσεις γεγονότων χωρίς προηγουμένως να ακούσει μαρτυρία και χωρίς να δώσει την ευκαιρία στους διαδίκους ν΄ αναπτύξουν τις θέσεις τους." Ότι περαιτέρω, η απόφαση του Δικαστηρίου επί του θέματος τούτου είναι νομικά αστήρικτη. Προς επίρρωση δε της θέσης τους, οι αιτητές παραθέτουν, μέσω της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την αίτησή τους, διάφορα γεγονότα και μαρτυρία. Σε σχέση με τούτο θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι το όλο νόημα και ο σκοπός που εξυπηρετείται με την προδικαστική εκδίκαση ενός τέτοιου θέματος και οποιουδήποτε άλλου θέματος, είναι η ευχέρεια που παρέχεται στη βάση υπάρχοντος πραγματικού υποβάθρου να ασκηθεί δικαστική κρίση κατόπιν νομικής επιχειρηματολογίας. Δηλαδή, το υπόβαθρο γεγονότων στο οποίο θα βασισθεί το Δικαστήριο που καλείται να εξετάσει προδικαστικά νομικά θέματα, πρέπει ήδη να είναι είτε καταφανές από το ίδιο το κατηγορητήριο ή από γεγονότα τα οποία δηλώνονται από κοινού στο Δικαστήριο ως αναμφισβήτητα και ως επαρκή για να δοθεί η δυνατότητα άσκησης δικαστικής κρίσης. Δεν νοείται, ούτε προβλέπεται πουθενά, η διαδικασία λήψης μαρτυρίας και συνακόλουθα αξιολόγησής της προς εξεύρεση πραγματικού υποβάθρου στο οποίο το Δικαστήριο να εφαρμόσει το νόμο. Εδώ, στη βάση των διατεθέντων στοιχείων, τα οποία εμφανώς το Δικαστήριο έκρινε ως ικανοποιητικά, εξετάστηκε το γεγονός της ύπαρξης και εκκρεμότητας παράλληλης ποινικής διαδικασίας και για τους λόγους που το Δικαστήριο εξήγησε στην αιτιολογημένη απόφασή του, κατόπιν επιχειρηματολογίας των εμπλεκομένων, έκρινε ότι η ένσταση ήταν βάσιμη και έπρεπε να επιτύχει. Ανεξάρτητα από τη νομική ορθότητα μιας τέτοιας απόφασης, η οποία και πάλι θα μπορούσε να ελεγχθεί μέσω έφεσης, τίποτε δεν καταδεικνύει ότι το Δικαστήριο υπερέβη δικαιοδοσία ή διέπραξε νομικό σφάλμα καταφανές στο πρακτικό της διαδικασίας ή ότι υπάρχουν κάποιες άλλες εξαιρετικές περιστάσεις που θα δικαιολογούσαν τον έλεγχο της δικαστικής πράξης με προνομιακό ένταλμα.
Το ίδιο δε μπορεί να λεχθεί αναφορικά με το αμιγές νομικό θέμα με το οποίο ασχολήθηκε στην απόφασή του το ποινικό Δικαστήριο και αφορούσε στη μη κατάδειξη της νομιμοποίησης των αιτητών ως κατηγόρων στη διαδικασία ιδιωτικής ποινικής δίωξης, εφόσον δεν παρείχετο οποιαδήποτε λεπτομέρεια απ΄ αυτούς ότι είχαν υποστεί κάποια ζημιά ή παραβίαση δικαιωμάτων τους. Με αναφορά σε νομολογία και με ανάλυσή της, το Δικαστήριο έκρινε ότι μια τέτοια παράλειψη ήταν μοιραία για την ιδιωτική ποινική δίωξη. Το ότι το Δικαστήριο ενομιμοποιείτο βέβαια να εγείρει αυτεπάγγελτα ένα τέτοιο, καθαρά νομικό θέμα, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Και κατά την άποψή του, όπως είναι φανερό από το κείμενο της απόφασης, επρόκειτο για θέμα το οποίο μπορούσε να εγερθεί και αποφασισθεί στο στάδιο εκείνο και χωρίς στοιχεία άλλα, πέραν εκείνων που παρετίθεντο στο κατηγορητήριο. Ούτω και έπραξε. Το ουσιαστικό όμως παράπονο των αιτητών σε σχέση με τούτο είναι ότι δεν προηγήθηκε συζήτηση του θέματος και δεν δόθηκε το δικαίωμα στους παράγοντες της δίκης να ακουστούν και να επιχειρηματολογήσουν κατάλληλα. Κατά την άποψή μου, το παράπονο τούτο είναι δικαιολογημένο και έστω και αν ένα δικαστήριο κρίνει ότι μπορεί να εγείρει και εξετάσει ένα σοβαρό νομικό θέμα αυτεπάγγελτα, θα πρέπει προτού το αποφασίσει να δίδει την ευκαιρία στους εμπλεκόμενους να επιχειρηματολογήσουν επ΄ αυτού, έτσι ώστε και το ίδιο το Δικαστήριο να έχει το όφελος των επιχειρημάτων τους. Αυτή όμως η παράλειψη, διατηρουμένης πάντα της δυνατότητας ελέγχου της ορθότητας της απόφασης κατ΄ έφεση, δε νομίζω ότι θα ικανοποιούσε από μόνη της τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις και τις περιστάσεις υπό τις οποίες θα μπορούσε να εκδοθεί διάταγμα τύπου Certiorari, που δε θα αποσκοπούσε πουθενά αλλού παρά στον έλεγχο της νομικής ορθότητας και όχι της νομιμότητας του μέρους τούτου της απόφασης. Και αν ακόμα εδώ θεωρείται ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμο θέμα, δεν συντρέχουν τέτοιες εξαιρετικές περιστάσεις που θα δικαιολογούσαν την έκδοση προνομιακού εντάλματος ακυρωτικής φύσεως, αντί άλλου ένδικου μέσου.
Για τους πιο πάνω λόγους, πιστεύω ότι δε δικαιολογείται στην παρούσα περίπτωση η παρέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari και ακολούθως Mandamus για να εκδικαστεί η απορριφθείσα ποινική υπόθεση.
Επιπρόσθετα, θα ανέφερα και τα σχόλια τα οποία είχαν γίνει από το Αγγλικό Δικαστήριο στην υπόθεση R. v. Middlesex Quarter Sessions (ανωτέρω). Στην ποινική εκείνη υπόθεση ο κατηγορούμενος αθωώθηκε και απαλλάγηκε χωρίς να προσαχθεί οποιαδήποτε μαρτυρία, μετά από υπόδειξη του προεδρεύοντος του Δικαστηρίου προς τους ενόρκους, σύμφωνα με την οποία δε θα μπορούσε η υπόθεση με τα υπάρχοντα στοιχεία να οδηγήσει σε καταδίκη. Ο Γενικός Εισαγγελέας καταχώρησε αίτηση για έκδοση εντάλματος Certiorari προς ακύρωση της αθώωσης του κατηγορουμένου και εντάλματος Mandamus για να εκδικαστεί η υπόθεση αφού ακουσθεί μαρτυρία. Όπως όμως τόνισε το Αγγλικό High Court, αν και εσφαλμένα είχε ενεργήσει το ποινικό Δικαστήριο, εν τούτοις δεν υπήρχε κανένα δικαστικό προηγούμενο κατά το οποίο είχε διαταχθεί επανάληψη της δίκης μετά από αθώωση κατηγορουμένου, έστω και αν η αθώωσή του είχε επέλθει χωρίς ακρόαση με λήψη μαρτυρίας.
Η αίτηση αναπόφευκτα απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των αιτητών, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Κ. Κληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ