ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 1 ΑΑΔ 974
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 128/2006)
16 Ιουλίου, 2009
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ, ΦΩΤΙΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΣΙΑΤΤΕΣ,
Εφεσείοντας/Ενάγοντας,
- και -
KOKIS SOLOMONIDES (CARTRIDGES INDUSTRIES) LIMITED,
Εφεσίβλητης/Εναγόμενης.
Λ. Ιωαννίδης, για τον Εφεσείοντα.
Π. Χριστοδουλίδης για Α. Ενταφιανό, για την Εφεσίβλητη.
ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου.
_____________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν κυνηγός, Πρόεδρος του Κυνηγετικού Συλλόγου Λακατάμιας και μέλος της Κεντρικής Επαρχιακής Επιτροπής Κυνηγών Λευκωσίας. Η Εφεσίβλητη εταιρεία, διατηρεί εργοστάσιο κατασκευής φυσιγγίων και κατάστημα λιανικής πώλησης τους.
Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης, ο Εφεσείων αγόρασε αριθμό φυσιγγίων 29 γραμμαρίων, από την Εφεσίβλητη εταιρεία. Σε μια από τις κυνηγετικές εξορμήσεις του τον Σεπτέμβριο του 1998, κυνηγούσε με άλλους κυνηγούς στην περιοχή Αγ. Θεοδώρου στη Λάρνακα. Μετά που πυροβόλησε αριθμό φυσιγγίων από αυτά που αγόρασε από την Εφεσίβλητη, προσπάθησε να πυροβολήσει εκ νέου, με αποτέλεσμα η δεξιά κάννη του κυνηγετικού του όπλου να εκραγεί, το όπλο να καταστραφεί και να του προκαλέσει τραύματα από τα οποία το κύριο ήταν ο επηρεασμός της ακοής του. Ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι γενεσιουργός αιτία του ατυχήματος ήταν η ελαττωματικότητα του φυσιγγίου. Γι' αυτό καταλογίζει αμέλεια στην Εφεσίβλητη και συγκεκριμένα ότι το φυσίγγιο ήταν ελαττωματικό, λόγω υπερβολικής γόμωσης και/ή λανθασμένης τοποθέτησης του πιστονιού του, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα την υπερβολική και/ή πέραν της ενδεικνυόμενης πίεσης του φυσιγγίου επί της κάννης του όπλου. Πέραν της αμέλειας, ισχυρίζεται επίσης και παράβαση των νομίμων καθηκόντων της Εφεσίβλητης και ειδικότερα του περί Ασφάλειας Καταναλωτικών Προϊόντων Νόμου του 1994 (Ν. 74(Ι)/94), του περί Ελαττωματικών Προϊόντων (Αστική Ευθύνη) Νόμου του 1995 (Ν. 105(Ι)/95) και του περί Πώλησης Αγαθών Νόμου του 1994 (Ν. 10(Ι)/94), όπως τροποποιήθηκε. Τέλος, ο Εφεσείων επικαλείται τη νομική αρχή res ipsa loquitur.
Η Εφεσίβλητη εταιρεία αρνείται ότι τα φυσίγγια που πωλούσε ήταν ελαττωματικά και ισχυρίζεται ότι η κατασκευή τους γινόταν με συγκεκριμένες προδιαγραφές και προϋποθέσεις και ότι είναι πολύ δύσκολο να εκραγεί η κάννη κυνηγετικού όπλου από υπερβολική πίεση και/ή γόμωση φυσιγγίου, όπως ισχυρίζεται ο Εφεσείων. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, το ατύχημα επεσυνέβη λόγω της μη λήψης των αναγκαίων μέτρων προφύλαξης εκ μέρους του Εφεσείοντος και/ή λόγω της ύπαρξης κάποιου αντικειμένου εντός της κάννης του όπλου.
Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, προσφέρθηκε μαρτυρία από τον Εφεσείοντα και ένα φίλο του (M.E.1) ο οποίος ήταν παρών, αναφορικά με τις συνθήκες του ατυχήματος. Επίσης κατάθεσε ο Γ. Μουζούρης, Μ.Ε.5, ο οποίος πώλησε στον Εφεσείοντα προς £1200, το συγκεκριμένο όπλο, το οποίο ήταν Ισπανικό μάρκας Aya o Γ. Πρίγκιπας, Μ.Ε.2, διπλωματούχος οπλουργός, ο οποίος εξέτασε το όπλο και ο J. Bishop, Μ.Ε.6, μεταλλουργός, ο οποίος επίσης το εξέτασε. Για τον Εφεσείοντα έδωσε επίσης μαρτυρία ο Ξ. Πουαγκαρέ, Μ.Ε.4, Ωτορινολαρυγγολόγος, ο οποίος κατάθεσε σχετικά με τα τραύματα του Εφεσείοντος.
Μετά το ατύχημα, ο Εφεσείων προσέγγισε τον πωλητή του όπλου, Μ.Ε.5, ο οποίος έστειλε το όπλο στην κατασκευάστρια εταιρεία στην Ισπανία, εφόσον ίσχυε ακόμη η διετής εγγύηση που δόθηκε για το όπλο. Σύμφωνα με την κατασκευάστρια εταιρεία, δύο ήταν οι πιθανές αιτίες για το ατύχημα: (α) η ύπαρξη ξένου αντικειμένου στην κάννη ή (β) οι πολύ ψηλές πιέσεις του φυσιγγίου. Η κατασκευάστρια εταιρεία εισηγήθηκε όπως το όπλο σταλεί σε ειδικό «Gun Barrel Ρroof Ηouse» στην Ισπανία, τα συμπεράσματα του οποίου δήλωνε ότι θα αποδεχόταν.
Ο Εφεσείων για δικούς του λόγους προτίμησε να στείλει το όπλο για περαιτέρω εξειδικευμένη εξέταση στο «Birmingham Gun Barrel Proof House», το οποίο σύμφωνα με τη μαρτυρία του Μ.Ε.5, είναι οργανισμός ισάξιος με αυτόν της Ισπανίας. Με οδηγίες του πιο πάνω οργανισμού, διενεργήθηκε στο όπλο μεταλλουργική εξέταση από την εταιρεία Scientifics και συγκεκριμένα από τον Μ.Ε.6 ο οποίος κατέληξε ότι δεν υπήρχε ένδειξη ότι το όπλο ήταν αρχικά ελαττωματικό, ως αποτέλεσμα κάποιου κατασκευαστικού ελαττώματος ή ότι η κάννη του υπέστη προηγουμένως ρωγμές ως αποτέλεσμα παρατεταμένης χρήσης. Κατά την άποψη του, η έκρηξη προκλήθηκε από την εφαρμογή μεγάλης πίεσης στην κάννη, χωρίς βέβαια ο μάρτυρας να είναι σε θέση να προσδιορίσει ότι αυτή οφειλόταν στο φυσίγγιο ή στην ύπαρξη άλλου αντικειμένου στην κάννη ή σε άλλη αιτία.
Για την υπεράσπιση, κατέθεσαν δύο μάρτυρες. Οι ιδιοκτήτες της Εφεσίβλητης εταιρείας, πατέρας και υιός. Η μαρτυρία τους επικεντρώθηκε στο να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να κατασκευάστηκε ελαττωματικό φυσίγγιο από το εργοστάσιο τους, αφού για την κατασκευή του συγκεκριμένου φυσιγγίου χρησιμοποιήθηκε η μηχανή Vazini η οποία είναι μία από τις πιο σύγχρονες μηχανές κατασκευής φυσιγγίων. Αναφέρουν ότι τα φυσίγγια που παρασκευάζονταν στο εργοστάσιο τους είναι από τα καλύτερα της Ευρώπης με ISO 9002 και η πυρίτιδα που χρησιμοποιούν είναι η καλύτερη και πιο ακριβή στον κόσμο.
Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ήταν διατεθειμένο να δεχθεί τη μαρτυρία του Εφεσείοντος και των μαρτύρων του. Τον οπλουργό Γ. Μυλωνά, Μ.Ε.5 δεν τον θεώρησε ειδικό σε φυσίγγια ή όπλα, θεωρώντας ότι τα όσα είπε για την αιτία του ατυχήματος ήταν απλές εικασίες. Τα ίδια ισχύουν και για τον μεταλλουργό J. Bishop, Μ.Ε.6, αναφορικά με το φυσίγγιο και το όπλο. Όμως η θέση του αναφορικά με τα συμπεράσματα της μεταλλουργικής εξέτασης, που ήταν εντός της ειδικότητας του, έγινε δεχτή. Αντίθετα, το δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστους τους δύο μάρτυρες για την υπεράσπιση, ιδιοκτήτες της Εφεσίβλητης, θεωρώντας τους ως ειδικούς στην κατασκευή φυσιγγίων, λόγω της πολυετούς τους πείρας.
Η έκθεση του Birmingham Proof House κατατέθηκε αλλά δεν λήφθηκε υπόψη, εφόσον δεν ήταν παρών στο Δικαστήριο ο συντάκτης της έκθεσης. Θεωρήθηκε ότι αποτελούσε εξ ακοής μαρτυρία, σύμφωνα με το τότε ισχύον δίκαιο. Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε ότι ζητήθηκε αναβολή για να παρουσιαστεί ο συντάκτης της έκθεσης, αλλά το δικαστήριο δεν ήταν διατεθειμένο να δώσει άλλη αναβολή, εφόσον είχαν δοθεί προηγουμένως δύο ευκαιρίες για να παρουσιαστεί ο μάρτυρας.
Η ευπαίδευτη πρωτόδικη δικαστής, βρήκε ότι: (α) δεν εφαρμόζεται η αρχή του res ipsa loquitur, (β) ελλείπει η αιτιώδης σχέση μεταξύ του συμβάντος και της ζημιάς, (γ) δεν αποδείχθηκε ότι το συμβάν προκλήθηκε από ελαττωματικότητα του φυσιγγίου, (δ) δεν αποδείχθηκε ότι η Εφεσίβλητη ήταν αμελής, και (ε) δεν αποδείχθηκε οποιαδήποτε παράβαση νομικού καθήκοντος που απορρέει από τους Νόμους 74(Ι)/94, 10(Ι)/94 και 105(Ι)/95. Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω καταλήξεων του, το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή με έξοδα εις βάρος του Εφεσείοντος.
Ο Εφεσείων με 6 λόγους παραπονείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο: -
(1) Εφάρμοσε λανθασμένα τις αρχές δικαίου που διέπουν το βάρος και επίπεδο απόδειξης.
(2) Αξιολόγησε τους μάρτυρες του Εφεσείοντος, κατά τρόπο εσφαλμένο και μη αντικειμενικό.
(3) Σε σχέση με την αξιολόγηση των μαρτύρων υπεράσπισης, κατέληξε σε συμπεράσματα τα οποία δεν ήταν ευλόγως επιτρεπτά, αφού οι μάρτυρες περιέπεσαν σε αντιφάσεις.
(4) Εσφαλμένα δεν επιδίκασε αποζημιώσεις.
(5) Παρέλειψε να προβεί σε ευρήματα σε σχέση με τις ειδικές αποζημιώσεις, και
(6) Εξέδωσε την απόφαση του με μεγάλη καθυστέρηση κατά παράβαση των Συνταγματικών προνοιών (Άρθρο 30.2).
Θα αρχίσουμε με τους δύο λόγους που αφορούν την αξιολόγηση της μαρτυρίας (λόγοι έφεσης 2 και 3). Το έργο της αξιολόγησης των μαρτύρων, όπως έχει επανειλημμένα τονιστεί, αποτελεί πρωταρχικό καθήκον του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο είναι στην πλεονεκτική θέση να παρακολουθεί τους μάρτυρες προτού τους αξιολογήσει. Βέβαια, το Εφετείο πάντοτε διατηρεί την ευχέρεια επέμβασης όταν τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων ή για τα πραγματικά γεγονότα δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά, αντιστρατεύονται την κοινή λογική, δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν διαπιστώνονται αντιφάσεις ουσιαστικής μορφής (Βλ. Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου κ.α. (2006) 1(Α) ΑΑΔ 236).
Στην προκειμένη περίπτωση, η αξιολόγηση της μαρτυρίας του Εφεσείοντος και του Μ.Ε.1 Χρ. Καραολή, αυτόπτη μάρτυρα, στηρίχθηκε σε γεγονότα που δεν είχαν ουσιαστική σημασία στην υπόθεση και τελικά δεν ήταν υπό αμφισβήτηση. Και οι δύο κατάθεσαν για τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες έγινε η έκρηξη. Επ' αυτού δεν υπήρχε άλλη μαρτυρία. Θέμα αξιοπιστίας εγείρεται όταν υπάρχουν δύο διιστάμενες εκδοχές και το Δικαστήριο είναι αναγκασμένο να επιλέξει μία από τις δύο.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν υπήρχε αμφισβήτηση ότι:-
(α) το ατύχημα συνέβη στις 6.9.98,
(β) πλην του Εφεσείοντος, παρών μεταξύ άλλων, ήταν και ο Μ.Ε.1 Χρ. Καραολής,
(γ) ο Εφεσείων πυροβόλησε αριθμό φυσιγγίων (3-4) και όταν προσπάθησε να πυροβολήσει το επόμενο, υπήρξε έκρηξη με αποτέλεσμα να διαρραγεί η κάννη,
(δ) το όπλο που χρησιμοποίησε ο Εφεσείων ήταν Ισπανικής προέλευσης, μάρκας Aya και ότι αγοράστηκε για £1.200,
(ε) το φυσίγγιο που χρησιμοποιήθηκε όταν προκλήθηκε η έκρηξη, κατασκευάστηκε από την Εφεσίβλητη εταιρεία και ήταν του τύπου «extra mini» των 29 γραμμαρίων, αρ. 8,
(στ) το όπλο, το οποίο αγοράστηκε στις 5.10.96, ακόμη ήταν υπό εγγύηση, ότι αυτό μετά το συμβάν, εξετάστηκε μεταλλουργικώς από ειδικό και έδειχνε ότι δεν ήταν ελαττωματικό, ούτε είχε υποστεί ρωγμές λόγω παρατεταμένης χρήσης, και
(η) η έκρηξη προκλήθηκε είτε από άσκηση μεγαλύτερης πίεσης από αυτή που μπορούσε να αντέξει η κάννη, είτε από συμπαγές αντικείμενο το οποίο να απόφρασσε την κάννη του όπλου.
Όλα τα πιο πάνω, θα λέγαμε ότι ήταν αποδεχτά και από την υπεράσπιση. Παρά ταύτα, το δικαστήριο έκρινε αρνητικά την αξιοπιστία του Εφεσείοντος, χωρίς να λάβει υπόψη ότι στα κρίσιμα σημεία η μαρτυρία του για το θέμα της έκρηξης, δεν παρουσίαζε προβλήματα. Τα σημεία στα οποία στηρίχθηκε το δικαστήριο για να κηρύξει τον Εφεσείοντα και τον Μ.Ε.1 αναξιόπιστους, ήταν επουσιώδη και χωρίς ουσιαστική σημασία. Όπως είναι νομολογημένο, η αξιολόγηση της μαρτυρίας γίνεται κατά κύριο λόγο στη βάση της μαρτυρίας που σχετίζεται με τα επίδικα θέματα (Βλ. Al Ittihad Al Watani κ.α. ν. Παπαδόπουλου (2000) 1(Γ) ΑΑΔ 1924 στη σελ. 1937).
Παρά την κήρυξη της μαρτυρίας του Εφεσείοντος και του Μ.Ε.1 ως αναξιόπιστης, το Δικαστήριο στη συνέχεια υιοθετεί ένα μεγάλο μέρος της, για να καταλήξει στα ευρήματα που κατέληξε και τα οποία στο τέλος της ημέρας δεν φαίνεται να αμφισβητούνται ούτε από την υπεράσπιση. Επίσης, το Δικαστήριο δεν δέχθηκε ότι ο Εφεσείων κατά τον ουσιώδη χρόνο έλεγξε την κάννη ότι ήταν απόλυτα καθαρή προτού πυροβολήσει. Όμως η απόρριψη αυτής της πτυχής της μαρτυρίας του Εφεσείοντος, ήταν αυθαίρετη, εφόσον αποτελείται από γενικά σχόλια και δεν λέχθηκε οτιδήποτε το συγκεκριμένο που να αιτιολογεί μια τέτοια κατάληξη.
Μπορεί ο τρόπος που αξιολογήθηκε η μαρτυρία του Εφεσείοντος να μην ήταν ο καλύτερος υπό τις περιστάσεις και το παράπονο του Εφεσείοντος τυπικά να ευσταθεί. Παρά ταύτα όμως, το δικαστήριο εξήξε συμπεράσματα για τα πραγματικά γεγονότα τα οποία ήταν εύλογα και δικαιολογούνταν απόλυτα από την ενώπιον του μαρτυρία, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν περιθώρια επέμβασης.
Τυπικές αδυναμίες παρουσιάζει και η αξιολόγηση της μαρτυρίας των δύο μαρτύρων υπεράσπισης, οι οποίοι στην ουσία ήταν ιδιοκτήτες της οικογενειακής επιχείρησης κατασκευής φυσιγγίων. Το δικαστήριο κατά την άποψη μας δεν θα έπρεπε να δώσει σημασία στα όσα κατάθεσε ο Μ.Υ.1 για όπλα και για τον τρόπο που έγινε η έκρηξη, αφού δεν κατείχε οποιοδήποτε ακαδημαϊκό προσόν είτε σε σχέση με την οπλουργία, είτε σε σχέση με την μεταλλουργία, ειδικότητες που ήταν απόλυτα συναφείς για να είναι σε θέση να εκφέρει άποψη και να αποφανθεί για τον τρόπο που έγινε η έκρηξη. Ο μόνος τομέας που οι δύο μάρτυρες υπεράσπισης θα μπορούσαν να εκφέρουν άποψη ήταν, λόγω της πείρας τους, η κατασκευή φυσιγγίων. Εξάλλου, σ' αυτόν τον τομέα επικεντρώθηκε και το μεγαλύτερο μέρος της μαρτυρίας τους. Το δικαστήριο κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας τους, μπορεί να έδωσε σημασία σε στοιχεία της μαρτυρίας τους που εμείς δεν θα δίναμε, αλλά αυτό δεν καθιστά την αξιολόγηση της μαρτυρίας τους λανθασμένη. Ούτε εντοπίσαμε οποιεσδήποτε αντιφάσεις τις οποίες θα χαρακτηρίζαμε ουσιαστικές ή άξιες λόγου, ώστε να ανατρέπουν τα ευρήματα αξιοπιστίας. Όμως και διαφορετική να ήταν η κατάληξη μας, τίποτε δεν προκύπτει που θα μπορούσε να βοηθήσει την υπόθεση του Εφεσείοντος, αφού το νομικό βάρος απόδειξης παρέμεινε στους ώμους του Εφεσείοντος.
Κατά την άποψή μας, οι λόγοι έφεσης 2 και 3, παρά τις διαπιστώσεις μας, δεν ευσταθούν, αφού τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου σε ό,τι αφορά τα φυσίγγια που ήταν το κεντρικό σημείο της υπόθεσης του Εφεσειόντος, ήταν ευλόγως επιτρεπτά και δικαιολογούνται απόλυτα από την ενώπιον του μαρτυρία.
Κατά την άποψη μας, η όλη υπόθεση περιστρέφεται γύρω από το λόγο έφεσης 1, ο οποίος αφορά στο βάρος και επίπεδο απόδειξης.
Ενώπιον του δικαστηρίου υπήρχε αξιόπιστη μαρτυρία η οποία προερχόταν από τον εμπειρογνώμονα J. Bishop, Μ.Ε.6, ότι το όπλο δεν είχε οποιοδήποτε μεταλλουργικό ελάττωμα, το οποίο να συνέτεινε στην έκρηξη. Σύμφωνα με τη γνώμη του, η κάννη του όπλου κατά την στιγμή της έκρηξης, υπέστη μεγαλύτερη πίεση από αυτή που μπορούσαν να αντέξουν τα τοιχώματα της κάννης, με αποτέλεσμα να εκραγεί.
Ενώπιον του δικαστηρίου υπήρχε επίσης μαρτυρία από τον Μ.Ε.6, ότι η πίεση στην κάννη θα μπορούσε να προκληθεί από απόφραξη της κάννης από συμπαγές αντικείμενο ή από υπεργόμωση των φυσιγγίων. Ο Εφεσείων κατάθεσε ότι ήλεγξε την κάννη προτού πυροβολήσει. Όμως το δικαστήριο δεν ήταν διατεθειμένο να αποδεχθεί τη μαρτυρία του. Όμως, το πρωτόδικο δικαστήριο ακόμα και αν δεν ήθελε να προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα σ' αυτή την πτυχή της μαρτυρίας του Εφεσείοντος, αυτό δεν αποδεικνύει ότι η κάννη είχε μέσα οτιδήποτε. Ακόμα και αν είχε, αυτό θα έπρεπε να ήταν κάτι συμπαγές για να αποφράξει την κάννη και να προκαλέσει την έκρηξη, όπως εξήγησε ο Μ.Ε.6. Δεν υπήρξε ενώπιον του δικαστηρίου τέτοια μαρτυρία. Η μαρτυρία του Μ.Υ.1 περί πιθανότητας ύπαρξης λάσπης, είναι απλή εικασία.
Λογικά η υποψία για την έκρηξη εστιάζεται στο φυσίγγιο. Το βάρος απόδειξης ήταν στον Εφεσείοντα να αποδείξει την ελαττωματικότητα του. Κατά την άποψή μας, δεν απέσεισε το βάρος. Κατ' αρχάς ο Εφεσείων παρέλειψε να διαφυλάξει τα υπολείμματα του τελευταίου φυσιγγίου που πυροβόλησε, ώστε αυτό να εξεταστεί από ειδικούς. Καμία μαρτυρία δεν προσφέρθηκε από τον Εφεσείοντα σχετικά με το φυσίγγιο. Διάφοροι μάρτυρες μη ειδικοί, εξέφρασαν διάφορες εικασίες. Όμως οι πιθανολογήσεις δεν είναι αρκετές, ιδιαίτερα όταν προέρχονται από μη ειδικούς. Απουσίαζε μαρτυρία ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων για φυσίγγια, οι οποίοι θα διαφώτιζαν το Δικαστήριο για τους ακριβείς τρόπους και τις αναγκαίες παραμέτρους που ένα φυσίγγιο θα μπορούσε να προκαλέσει μια τέτοια υπερβολική πίεση, ώστε να εκραγεί η κάννη. Ο Εφεσείων δεν προσκόμισε τέτοια μαρτυρία, με αποτέλεσμα η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων απέτυχε να αποδείξει την αιτιώδη σχέση μεταξύ του συμβάντος και του φυσιγγίου που χρησιμοποιήθηκε, να είναι ορθή. Το πρωτόδικο δικαστήριο, όχι μόνο δεν είχε ενώπιον του οποιαδήποτε μαρτυρία από πλευράς Εφεσείοντος, αλλά αντίθετα είχε μαρτυρία από τους παρασκευαστές του φυσιγγίου για τον ακριβή τρόπο παρασκευής του, η οποία στην ουσία παρέμεινε αναντίλεκτη. Με βάση τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν μπορούσε εύλογα να συμπεράνει ότι η εφεσίβλητη ήταν αμελής. Θα μπορούσε βέβαια να προβεί σε πολλές εικασίες, αλλά μια τέτοια πιθανολόγηση δεν έχει την αξία της νομικής απόδειξης. Από την προσαχθείσα μαρτυρία, πράγματι η υποψία στρέφεται προς το φυσίγγιο. Όμως αυτό από μόνο του δεν ήταν αρκετό.
Επομένως, η τελική κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν αποδείχθηκε από τον Εφεσείοντα, ο οποίος είχε και το νομικό βάρος απόδειξης, αμέλεια εναντίον της Εφεσίβλητης, είναι ορθή.
Ως αποτέλεσμα, ο λόγος έφεσης 1 κρίνεται ανεδαφικός.
Ενόψει του ότι δεν αποδείχθηκε η ελαττωματικότητα του φυσιγγίου, δεν τίθεται θέμα εφαρμογής των Νόμων 10(Ι)/94, 74(Ι)/94 και 105(Ι)/95, οι οποίοι για την απόδοση ευθύνης προϋποθέτουν την ύπαρξη ελαττωματικότητας του προϊόντος.
Με τον έκτο λόγο έφεσης, ο Εφεσείων παραπονείται ότι παραβιάστηκαν τα συνταγματικά του δικαιώματα εξαιτίας της μεγάλης καθυστέρησης που παρατηρήθηκε στην εκδίκαση της υπόθεσης. Πέραν τούτου, παραπονείται ότι η απόφαση εκδόθηκε 15 περίπου μήνες μετά που επιφυλάχθηκε στις 10.11.06, γεγονός που όχι μόνο παραβιάζει τον Καν. 3(α) του Διαδικαστικού Κανονισμού για την Έγκαιρη Έκδοση Αποφάσεων των Δικαστηρίων, του 1986, αλλά καθιστά και την ίδια την απόφαση ακροσφαλή, γιατί η πρωτόδικη δικαστής μετά από τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν ήταν δυνατό να θυμάται τις εντυπώσεις που αποκόμισε για τους μάρτυρες κατά την ακροαματική διαδικασία.
Κατ' αρχάς δεν συμφωνούμε με την εισήγηση του δικηγόρου του Εφεσείοντος, ότι εξαιτίας της καθυστέρησης στην έκδοση της απόφασης, αυτή θα πρέπει να ανατραπεί, εξαιτίας αυτού και μόνο του γεγονότος. Η σχετική επί του θέματος νομολογία, επιβεβαιώνει πως «δεν υπάρχει αρχή δικαίου ότι η καθυστέρηση από μόνη της, οδηγεί στην ακυρότητα της εκδοθείσας απόφασης.» Σχετική είναι η απόφαση Αντρέας Σταύρου Μακρή κ.α. ν. Μέγα Χατζηευαγγέλου (1993) 1 ΑΑΔ 203, η οποία επεξηγεί με πληρότητα τη σχετική αρχή. Οι λόγοι για τους οποίους μπορεί μια υπόθεση αν οδηγηθεί σε επανεκδίκαση ένεκα της καθυστέρησης, επεξηγήθηκαν στην Επίσημος Παραλήπτης ως εκκαθαριστής της εταιρείας Αpak Agro Industries Ltd. κ.α. ν. Κυπριακής Τράπεζας Αναπτύξεως Λτδ., Π.E. 11698 κ.α., ημερ. 24.3.08. Αυτοί σχετίζονται με τον φόβο που εύλογα μπορεί να δημιουργηθεί ότι εξαιτίας της καθυστέρησης το δικαστήριο δεν ήταν σε θέση να αξιολογήσει την ενώπιον του μαρτυρία ή να φανεί ότι, η καθυστέρηση, θα πρέπει να είχε δυσμενή αποτελέσματα στην ετοιμασία της απόφασης.
Στην προκειμένη περίπτωση δεν συμφωνούμε με την εισήγηση, ότι ως αποτέλεσμα της καθυστέρησης που παρατηρήθηκε στην έκδοση της απόφασης, επηρεάστηκε η κρίση του δικαστηρίου. Δεν έχουμε εντοπίσει οτιδήποτε που να δείχνει ότι έχουν αγνοηθεί σημαντικές πτυχές της μαρτυρίας, όπως εισηγείται ο κ. Ιωαννίδης. Αντίθετα στις 78 σελίδες της απόφασης γίνεται μια υπέρμετρη ανάλυση όλων των επίδικων θεμάτων. Οι διαπιστώσεις μας αναφορικά με κάποιες αδυναμίες στην αξιολόγηση της μαρτυρίας των μαρτύρων υπεράσπισης, δεν έχουν σχέση με την καθυστέρηση, αλλά με τη σημασία που το δικαστήριο έδωσε σε ορισμένες επουσιώδεις πτυχές της μαρτυρίας τους. Όμως αυτό, όπως έχουμε ήδη υποδείξει, δεν επηρέασε ούτε τα ευρήματα του δικαστηρίου επί των γεγονότων, ούτε και τα συμπεράσματα που άντλησε από αυτά. Τα γεγονότα της υπόθεσης Βίκτωρος ν. Χριστοδούλου (1992) 1 ΑΑΔ 512, στην οποία έκαμε αναφορά ο κ. Ιωαννίδης, είναι εντελώς διαφορετικά εφόσον εκεί ο χρόνος καθυστέρησης στην έκδοση της απόφασης μετά την επιφύλαξη της, ήταν 5 χρόνια, 3 μήνες και 9 ημέρες, που αναμφίβολα αποτελεί ακραία περίπτωση γι' αυτό και το Ανώτατο Δικαστήριο σ' εκείνη την περίπτωση διέταξε την επανεκδίκαση της.
Πριν αφήσουμε την υπόθεση, θα θέλαμε να σημειώσουμε ότι η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία αποτελείται από 78 σελίδες, ήταν αδικαιολόγητα μεγάλη. Χωρίς να θέλουμε να θέσουμε απόλυτους κανόνες για τη συγγραφή αποφάσεων, πολλές φορές έχουμε επισημάνει ότι ο δικαστικός λόγος βοηθείται τα μέγιστα τόσο με την καθαρότητα και ακρίβεια του, όσο και με την λακωνικότητα του. (Βλ. Στασή ν. Παπασάββα κ.α. (1996) 1 ΑΑΔ 1048, Ζαχαριάδης ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 472 και Ευθυμίου ν. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 1, σελ. 6-7) Στην προκειμένη περίπτωση οι μάρτυρες ήταν λίγοι και η υπόθεση σχετικά απλή. Η βραχυλογία στο δικαστικό λόγο πρέπει πλέον να θεωρείται αρετή και όχι ελάττωμα.
Ενόψει του προδιαγραφόμενου αποτελέσματος της έφεσης, καθίσταται αχρείαστο να εξετάσουμε τους λόγους έφεσης 4 και 5 οι οποίοι αφορούν στο θέμα των γενικών και ειδικών αποζημιώσεων.
Η έφεση απορρίπτεται με €2000 έξοδα υπέρ της Εφεσίβλητης.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΠσ