ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 1 ΑΑΔ 754
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 232/2007)
19 Ιουνίου, 2009
[ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
1. S.A. CONSTANTINOU LIMITED,
2. ΣΩΤΗΡΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
3. ΑΝΤΡΗ ΣΩΤΗΡΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
Εφεσείοντες/Εναγόμενοι/Ενάγοντες δια Ανταπαιτήσεως,
ν.
MARFIN POPULAR BANK PUBLIC CO. LTD.,
Εφεσίβλητων/Εναγόντων/Εναγομένων δια Ανταπαιτήσεως.
Χρ. Χριστοφόρου, για τους Εφεσείοντες.
Μ. Αγιομαμίτης με Ε. Χ" Παπά, εκ μέρους Χρ. Δημητριάδη,
για τους Εφεσίβλητους.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:
(α) Η πρωτόδικη απόφαση.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που περιέχονται στη σχετική δικογραφία η Marfin Popular Bank Public Co. Ltd. (εφεσίβλητη τράπεζα) συμφώνησε εγγράφως για τη συνέχιση παραχώρησης τραπεζικών διευκολύνσεων με τη μορφή τρεχούμενου λογαριασμού στην εταιρεία S.A. Constantinou Ltd. (α΄ εφεσείουσα εταιρεία) με την εγγύηση του Σωτήρη Κωνσταντίνου και Άντρης Σ. Κωνσταντίνου (β΄ και γ΄ εφεσείοντες). Επιπρόσθετα με τις εγγυήσεις των β΄ και γ΄ εφεσειόντων, η α΄ εφεσείουσα εταιρεία υποθήκευσε προς όφελος της εφεσίβλητης τράπεζας το τεμάχιο C 160 στην ενορία Άγιος Γεώργιος στη Λεμεσό. Ως αποτέλεσμα διαφορών που προέκυψαν μεταξύ των διαδίκων η εφεσίβλητη τράπεζα καταχώρισε εναντίον των εφεσειόντων την υπ' αρ. 101/2007 αγωγή ζητώντας, μεταξύ άλλων, την καταβολή του ποσού των £307.512,36 μετά τόκων και την εκποίηση των υποθηκευμένων προς όφελος της κτημάτων.
Στις 30/6/2004 ο Σωκράτης Σωκράτους διορίστηκε ως Διευθυντής Διαχειριστής της περιουσίας της α΄ εφεσείουσας εταιρείας στην αγωγή 2533/2004, που είχε καταχωρηθεί από τη Λαϊκή Φάκτορς Λτδ. εναντίον της α΄ εφεσείουσας εταιρείας για άλλο ισχυριζόμενο χρέος. Μέσα στα πλαίσια των καθηκόντων του ο Σωκράτης Σωκράτους προέβηκε στην πώληση και εγγραφή του υπ' αρ. 160 τεμαχίου στην εφεσίβλητη τράπεζα, έναντι του ποσού των £270.000. Επειδή οι εφεσείοντες είχαν την άποψη ότι το πιο πάνω τίμημα ήταν χαμηλό αφού το Κτηματολόγιο είχε εκτιμήσει την αξία του ακινήτου σε £300.000, καταχώρισαν αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού με την οποία ζητούσαν απαγορευτικό διάταγμα με το οποίο θα απαγορευόταν τόσο στην εφεσίβλητη τράπεζα, όσο και στην α΄ εφεσείουσα εταιρεία, η οποιαδήποτε περαιτέρω δώρηση, πώληση, αποξένωση, επιβάρυνση και/ή αξιοποίηση του πιο πάνω τεμαχίου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού εξέτασε τις προεκτάσεις των άρθρων 4 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 και 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 προέβηκε στην απόρριψη της αίτησης.
Με την παρούσα έφεση τόσο η εφεσείουσα εταιρεία όσο και οι β΄ και γ΄ εφεσείοντες ζητούν τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης, γιατί σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους το πρωτόδικο Δικαστήριο,
(i) Εφάρμοσε λανθασμένα τις πρόνοιες της Διαταγής 39, θεσμός 3 και Διαταγής 48, θεσμός 3 των Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας και γιατί
(ii) Άσκησε λανθασμένα τις πρόνοιες του άρθρου 4 του Κεφ. 6.
(β) Η εγκυρότητα της ένορκης δήλωσης.
Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η ένορκη δήλωση του Σωτήρη Χαραλάμπους εκ μέρους της εφεσίβλητης τράπεζας της 1/6/2007, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή αφού έλαβε χώρα πριν από την καταχώριση της ένστασης της εφεσίβλητης τράπεζας στις 4/6/2007. Σύμφωνα με τους εφεσείοντες η αποδοχή της πιο πάνω ένορκης δήλωσης συνιστά παραβίαση της Διαταγής 39, θεσμός 3 και της Διαταγής 48, θεσμός 4 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και δεν μπορούσε να αποτελέσει τη βάση πάνω στην οποία εκδόθηκε το σχετικό διάταγμα.
Η πιο πάνω εισήγηση είναι ανεδαφική. Κανένας από τους θεσμούς που έχουν επικληθεί δεν απαγορεύει την υπογραφή μιας ένορκης δήλωσης πριν από την καταχώριση μιας ενδιάμεσης αίτησης σε αγωγή που εκκρεμεί ενώπιον Δικαστηρίου. Η Διαταγή 39, θεσμός 3 προνοεί απλά ότι μια ένορκη δήλωση θα τιτλοφορείται με το θέμα ή για το ζήτημα στο οποίο αναφέρεται. Μια ένορκη δήλωση θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αντικανονική όταν αυτή καταχωρείται πριν από την καταχώριση της αγωγής, αν και το πρόβλημα θα μπορούσε να θεραπευθεί με την κατάθεση νέας ένορκης δήλωσης. Όπως έχει τονιστεί στην υπόθεση Αίτηση των Stavros Hotel Apartments Ltd. κ.ά. για άδεια για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, Αίτηση 70/94 της 20/5/94, μια ένορκη δήλωση θεωρείται αντικανονική και δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη όταν υπογράφηκε πριν από την καταχώριση της αγωγής, αν και σε μια τέτοια περίπτωση το Δικαστήριο μπορεί να απαιτήσει την ανάληψη υποχρέωσης επανόρκισης και κατάθεση μια νέας ένορκης δήλωσης.
Στην παρούσα περίπτωση ο τίτλος της ένορκης δήλωσης είναι αρκούντως ικανοποιητικός, αφού αναφέρεται στον τίτλο της αγωγής που ήδη εκκρεμεί και έχει επισυναφθεί στην ένσταση που έχει καταχωρηθεί, η οποία αναφέρεται "ως πρόθεση ένστασης στη συνέχιση του εκδοθέντος διατάγματος της 8/5/2007".
Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.
(γ) Λανθασμένη εφαρμογή του άρθρου 4 του Κεφ. 6.
Έχει υποβληθεί εκ μέρους των εφεσειόντων ότι υπήρξε λανθασμένη εφαρμογή του άρθρου 4 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, γιατί το απαγορευτικό διάταγμα αφορούσε το ίδιο το αντικείμενο της αγωγής, γιατί ο Διαχειριστής Παραλήπτης δεν είχε το δικαίωμα να προβεί στην πώληση του ακινήτου και γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων ότι υπήρξε συμπαιγνία μεταξύ του Διαχειριστή Παραλήπτη και της εφεσίβλητης τράπεζας.
Όλοι οι πιο πάνω ισχυρισμοί είναι ανεδαφικοί.
Το άρθρο 4 του Κεφ. 6 παρέχει στο Δικαστήριο τη διακριτική ευχέρεια να εκδώσει ή να αρνηθεί να εκδώσει ένα προσωρινό διάταγμα για ακίνητη περιουσία, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της αγωγής. (Βλ. Palestine Plantations Company Ltd. v. Olivier and Co. Ltd., 16 C.L.R. 122). Στην παρούσα περίπτωση η αίτηση βασίστηκε τόσο στο άρθρο 4 του Κεφ. 6, όσο και στο άρθρο 32 του Νόμου 14/60. Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι δεν εξαιρούνται από τις πρόνοιες του άρθρου 32 του Νόμου 14/60 τα διατάγματα που επιζητούνται σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 4 και 5 του Κεφ. 6. Όπως έχει τονιστεί από το Δικαστή Κωνσταντινίδη στην υπόθεση Παπαστράτης ν. Πετρίδης (1979) 1 Α.Α.Δ. 231,
". Με την εξαίρεση των περιπτώσεων όπου η περιουσία είναι αντικείμενο της αγωγής, σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, αίτηση για παρεμπίπτον διάταγμα δυνάμει του άρθρου 4 του Κεφ. 6, δεν μπορεί να εξεταστεί ανεξάρτητα από τις πρόνοιες του άρθρου 32 του Ν. 16/60. Το άρθρο 32 του Νόμου 14/60 έχει ευρύτερη εφαρμογή από ότι το άρθρο 4 του Κεφ. 6 και επομένως όταν εξετάζεται αίτηση δυνάμει του άρθρου αυτού, οι πρόνοιες του άρθρου 4 αυτόματα λαμβάνονται υπ' όψιν."
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αρχικά διαπίστωσε ότι τύγχανε εφαρμογής το άρθρο 4 του Κεφ. 6 (εφόσον η ακίνητη περιουσία αποτελούσε αντικείμενο της ανταπαίτησης της εφεσίβλητης τράπεζας), προχώρησε να εξετάσει κατά πόσο είχαν ικανοποιηθεί οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Νόμου 14/60, το οποίο έχει ευρύτερες διαστάσεις από το άρθρο 4 του Κεφ. 6. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού προέβηκε σε μια λεπτομερή εξέταση των προνοιών του άρθρου 32 του Νόμου 14/60, όπως επίσης και των προνοιών του άρθρου 4 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, αποφάνθηκε ότι δεν ικανοποιούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 ως προς την απαίτηση για την ακύρωση της εγγραφής και επανεγγραφή του ακινήτου, εφόσον σύμφωνα με το ομόλογο επιβάρυνσης ο διαχειριστής είχε ευρύτατο δικαίωμα να εκποιήσει οποιαδήποτε περιουσία, περιλαμβανομένης και της πιο πάνω. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ικανοποιούνταν οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του άρθρου 32 ως προς την απαίτηση για αποζημιώσεις, αλλά δεν ικανοποιείτο η τρίτη προϋπόθεση λόγω της φερεγγυότητας της εφεσίβλητης.
Με βάση τα πιο πάνω το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα απόρριψης της αίτησης, αφού δεν είχε ικανοποιηθεί ότι θα ήταν δύσκολο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο και τούτο γιατί λόγω της οικονομικής δυνατότητας της εφεσίβλητης τράπεζας δεν θα υπήρχε δυσκολία εκτέλεσης οποιασδήποτε απόφασης εναντίον της, αφού σύμφωνα με τη μαρτυρία που είχε παρουσιαστεί η εφεσίβλητη τράπεζα είχε διενεργήσει το 2006 κέρδη £80 εκατομμυρίων.
Αποδεχόμενοι τα πιο πάνω πρωτόδικα συμπεράσματα ως ορθά, έχουμε καταλήξει σε συμπέρασμα ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου μέσα στα πλαίσια της συνδυασμένης εφαρμογής των άρθρων 32 του Νόμου 14/60 και 4 του Κεφ. 6 απορρίπτουν τον ισχυρισμό των εφεσειόντων ότι το διάταγμα θα πρέπει να ακυρωθεί. Το άρθρο 32 του Νόμου 14/60 είναι ευρύτερο του άρθρου 4 του Κεφ. 6 και εξυπακούεται ότι η εξέταση μιας αίτησης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 32 του Νόμου 14/60 λαμβάνει αυτόματα υπόψη τις πρόνοιες του άρθρου 4 του Κεφ. 6. Επιπρόσθετα σημειώνουμε ότι η απαίτηση δεν περιορίζεται μόνο στην εκποίηση του τεμαχίου 160 αλλά περιλαμβάνει και απαίτηση για την καταβολή του ποσού των £307.512,36.
Η έφεση απορρίπτεται με €3.000 έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΔΓ