ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2009) 1 ΑΑΔ 339

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 99/2007)

 

9 Απριλίου 2009

 

[ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ & ΣΠΥΡΟΣ ΤΣΑΠΠΗ ΛΤΔ,

Εφεσείοντες,

-         και   -

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΠΟΛΥΒΙΟΥ,

Εφεσίβλητου.

----------------------------

Μ. Σουρουλλά (κα),  για τους Εφεσείοντες.

Μ. Δειληνός, για τον Εφεσίβλητο.

-----------------------------

 

 

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του

Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Με δεδομένη τη συνεργασία των διαδίκων ως προς την εκ μέρους του εφεσίβλητου  αγορά ζωοτροφών από τους εφεσείοντες, ηγέρθηκε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας  με  την   οποία,   σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, οι εφεσείοντες αξίωναν στη βάση συγκεκριμένων και καταγραμμένων στο δικόγραφο τους τιμολογίων, υπόλοιπο £2.422  πλέον νόμιμο τόκο από τις 10.9.03 όταν τερματίστηκε η μεταξύ τους συνεργασία, μέχρι εξόφλησης.

 

        Ο εφεσίβλητος στην υπεράσπιση του δέχθηκε ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο που περιγραφόταν στην έκθεση απαίτησης δηλαδή την περίοδο 2.3.03-10.9.03, αυτός αγόραζε πράγματι ζωοτροφές επί πιστώσει, αλλά στις ελάχιστες φορές που του δίνονταν τιμολόγια κατά ρητή απαίτηση του, αυτά περιείχαν ανακρίβειες εφόσον καταγράφονταν ποσότητες και είδη ζωοτροφών που αφορούσαν είτε άλλες ημερομηνίες ή που δεν είχε καν αγοράσει.  Ο τελικός ισχυρισμός του ήταν ότι, κατά τον ουσιώδη πάντοτε χρόνο, πλήρωσε σε διάφορες ημερομηνίες το συνολικό ποσό των £2.138,40 εξοφλώντας πλήρως τους εφεσείοντες.  Στην απάντηση τους οι εφεσείοντες αναφέρθηκαν στην ευρύτερη συνεργασία τους με τον εφεσίβλητο, η οποία είχε αρχίσει από τον Μάϊο του 2002, με ανοικτό λογαριασμό «δούναι και λαβείν», στη βάση όμως τιμολογίων άλλων, βεβαίως, από τα επίδικα, ήταν δε έναντι αυτής της ευρύτερης συνεργασίας που ο εφεσίβλητος κατέβαλε σταδιακά το ποσό των £2.622, έναντι του συνολικού ποσού των £5.044, με αποτέλεσμα να παραμείνει το αξιούμενο από την έκθεση απαίτησης ποσό. 

 

        Ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου η μοναδική μαρτυρία που προσκομίστηκε ήταν αυτή του Σπύρου Τσαππή, συνιδιοκτήτη και υπεύθυνου των εφεσειόντων, ο οποίος κατά την πορεία της μαρτυρίας του κατέθεσε περί της συνεργασίας που είχαν με τον εφεσίβλητο από τον Μάϊο του 2002, συνεργασία που βασικά αφορούσε την αγοραπωλησία ζωοτροφών επί πιστώσει, ο δε εφεσίβλητος πλήρωνε κάποτε τοις μετρητοίς, αλλά κυρίως έναντι λογαριασμού. Σε όλη την περίοδο της συνεργασίας τους εκδίδονταν από τον ίδιο ή και από υπάλληλο των εφεσειόντων τα σχετικά τιμολόγια και οι ανάλογες αποδείξεις, εκεί και όπου ο εφεσίβλητος πλήρωνε, όλα δε αυτά ήταν καταγραμμένα στη σχετική μερίδα λογαριασμού που οι εφεσείοντες διατηρούσαν στο γενικό βιβλίο δοσοληψιών, από το οποίο και παρουσίασε τη σχετική σελίδα, ως Τεκμ. 1, το οποίο και κατατέθηκε χωρίς ένσταση.  Χωρίς ένσταση κατατέθηκαν και τα 35 τιμολόγια που εξειδικεύονταν στην έκθεση απαίτησης, ως Τεκμ. 2. Οι αποδείξεις που αναφέρονταν στο Τεκμ. 1, ως πληρωμές έναντι των διαφόρων οφειλομένων σε διάφορες χρονικές στιγμές ποσών, κατατέθηκαν και πάλιν χωρίς ένσταση, ως Τεκμ. 4.  Ήταν η θέση του μάρτυρα ότι πάντοτε εκδίδονταν τιμολόγια, τα οποία όμως δεν έπαιρνε κατά ανάγκη ο εφεσίβλητος μαζί του, προφασιζόμενος ότι ήταν βιαστικός.  Αρνήθηκε ότι ο εφεσίβλητος είχε εξοφλήσει, λέγοντας πρόσθετα ότι είχε περάσει και ορισμένα τιμολόγια τα οποία όμως ήταν γραμμένα σε σελίδα του γενικού βιβλίου, η οποία όμως χάθηκε γιατί περιείχε και καταχωρήσεις που αφορούσαν άλλο άτομο που ήταν παλαιότερος πελάτης των εφεσειόντων.

 

        Ο εφεσίβλητος δεν έδωσε μαρτυρία, ούτε και παρουσίασε οποιοδήποτε μάρτυρα εκ μέρους του.

 

        Με βάση την πιο πάνω σκιαγραφηθείσα μαρτυρία, η πρωτόδικος Δικαστής απέρριψε την αγωγή για τους εξής λόγους:  Θεώρησε, εν πρώτοις, ότι με την απάντηση στην υπεράσπιση εισάχθηκε νέος ισχυρισμός για ύπαρξη λογαριασμού «δούναι και λαβείν» ο οποίος θα έπρεπε να αγνοηθεί.  Κατά δεύτερο λόγο, θεώρησε ότι τα κατατεθέντα τιμολόγια, Τεκμ. 2, εφόσον με την παραδοχή του ίδιου του μάρτυρα των εφεσειόντων δεν είχαν καταρτιστεί εξ ολοκλήρου από τον ίδιο, αποτελούσαν εξ ακοής μαρτυρία εφόσον δεν εξηγήθηκε πώς τα τιμολόγια αυτά, η πλειονότης των οποίων ήταν ανυπόγραφα, είχαν περιέλθει στην κατοχή του.  Κατά τον ίδιο λόγο και η κατάσταση λογαριασμού, Τεκμ. 1, θεωρήθηκε ως περιέχουσα εξ ακοής μαρτυρία, εφόσον δεν δόθηκε μαρτυρία σχετικά με την αλήθεια του περιεχομένου της, ούτε δόθηκε μαρτυρία εκ μέρους του γραμματέα ο οποίος, κατά το μάρτυρα, είχε μερικώς συντάξει την κατάσταση αυτή.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παραγνώρισε τις πρόνοιες του άρθρου 27 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο αρ. 32(Ι)/04, αλλά κατέληξε ότι δεν μπορούσε να δώσει οποιαδήποτε βαρύτητα στα δύο αυτά αποδεικτικά στοιχεία για τους προηγηθέντες λόγους. 

 

Περαιτέρω, έκρινε αναξιόπιστη τη μαρτυρία του μοναδικού μάρτυρα των εφεσειόντων, ο οποίος δεν «άφησε καλή εντύπωση» στο Δικαστήριο, το οποίο θεώρησε ότι η όλη παρουσία του στο εδώλιο του μάρτυρα «...  έδωσε την εντύπωση ατόμου που διακατέχετο από εχθρικά αισθήματα για τον εναγόμενο και προσπαθούσε ακριβώς γι΄ αυτό το λόγο να μην αποκαλύψει την αλήθεια προς εξυπηρέτηση της υπόθεσης του.».  Συνδέθηκε η εντύπωση που απεκόμισε το Δικαστήριο και με το γεγονός ότι κατά την αντεξέταση του, ο μάρτυρας δήλωσε άγνοια, αρνούμενος την είσπραξη ποσού £185.91, ενώ τέτοια πληρωμή έναντι, καταγραφόταν ρητά στην παρ. 5 της έκθεσης απαίτησης.  Από την άλλη, παρά το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος επέλεξε να μη δώσει κατάθεση, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η δική του εκδοχή στην υπεράσπιση ότι είχε εξοφλήσει πλήρως τους εφεσείοντες υποστηριζόταν από τη μαρτυρία που τελευταίοι προσκόμισαν, δηλαδή, το Τεκμ. 4 και τα όσα αναφέρονταν στην παρ. 5 της έκθεσης απαίτησης. 

 

        Οι εφεσείοντες βάλλουν κατά της πρωτόδικης απόφασης με πέντε λόγους έφεσης που αφορούν κυρίως στη λανθασμένη αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας, την παραγνώριση των αποδεικτικών στοιχείων που περιέχονταν στα Τεκμ. 1, 2 και 4, ενώ αναιτιολόγητα έγινε δεκτός και ο ισχυρισμός του εφεσίβλητου περί εξόφλησης.

 

        Προσεκτική ανάγνωση του σκεπτικού της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σε συνάρτηση με τα σχετικά πρακτικά, πιστοποιεί πράγματι ότι αυτό έσφαλε σε βασικά σημεία στην αξιολόγηση των ενώπιον του στοιχείων.  Λανθασμένα, κατ΄ αρχάς, θεώρησε ότι η αναφορά στην απάντηση για την ύπαρξη λογαριασμού «δούναι και λαβείν», αποτελούσε νέα αιτία αγωγής, ενώ στην πραγματικότητα δεν ήταν  παρά επεξήγηση της καταγραφείσας στην υπεράσπιση, παρ. 4(γ), θέσης του εφεσίβλητου ότι τα αντίγραφα τιμολογίων που δίνονταν σε αυτόν από τους εφεσείοντες αφορούσαν ζωοτροφές που αγοράστηκαν σε προηγούμενες ημερομηνίες ή ανέγραφαν ποσότητες και είδη που δεν είχαν στην πραγματικότητα αγοραστεί από αυτόν.  Άλλωστε, ήταν σαφές από την παρ.2(α) της απάντησης, ότι πέραν από την επίδικη περίοδο που κάλυπταν τα αναφερόμενα στην έκθεση απαίτησης τιμολόγια, η συνεργασία είχε αρχίσει από τον Μάϊο 2002, με ανοικτό λογαριασμό «δούναι και λαβείν», αλλά πάντοτε με την έκδοση τιμολογίων.  Είναι γι΄ αυτό το λόγο που στη μαρτυρία του ο μάρτυρας των εφεσειόντων έκανε αναφορά σε αυτή την αρχική συνεργασία, χωρίς οποιαδήποτε ένσταση από την πλευρά του εφεσίβλητου. Μάλιστα, η συνήγορος των εφεσειόντων εξετάζοντας το μάρτυρα της (σελ. 5 των πρακτικών), έκαμε συγκεκριμένη αναφορά στη δοσοληψία ημερ. 17.7.02 για την οποία πληρώθηκαν, έναντι του τότε υπολοίπου £237,60, £122 έναντι της αποδείξεως αρ. 6507.  Γι΄ αυτή τη μαρτυρία δεν υπήρξε καμία απολύτως ένσταση, αλλά αντίθετα επιβεβαιωνόταν από την ίδια την κατάσταση λογαριασμού Τεκμ. 1, η οποία περιέχει τόσο αυτή τη συγκεκριμένη συναλλαγή, όσο και όλες τις προηγούμενες της περιόδου που άρχιζε στις 2.3.03, συναλλαγές. 

 

        Κατά δεύτερο λόγο, το πρωτόδικο Δικαστήριο πλημμελώς αξιολόγησε και απέρριψε τη μαρτυρία του Τσαππή με την απλή αναφορά ότι εδόθη στο Δικαστήριο η εντύπωση ότι ο μάρτυρας διακατεχόταν από εχθρικά αισθήματα για τον εφεσίβλητο και ότι δεν άφησε καλή εντύπωση.  Έχει υποδειχθεί κατ΄ επανάληψη ότι είναι ανάγκη μια μαρτυρία να τίθεται στη βάσανο της αξιολόγησης από απόψεως περιεχομένου και να μην γίνεται αποδεκτή ή να απορρίπτεται με μόνο την εξωτερική εντύπωση που προκαλεί ο μάρτυρας στο Δικαστήριο.  (Σίμος Αμβροσίου Αντωνίου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 187/07, ημερ. 21.11.08 και Βούτουνος ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 244/06, ημερ. 23.1.08).  Η αξιολόγηση μιας μαρτυρίας είναι λεπτό και δύσκολο έργο και το Δικαστήριο θα πρέπει να δίνει πάντοτε επαρκείς λόγους για την αποδοχή ή απόρριψη αυτής, με γνώμονα όχι μόνο την καθ΄ αυτή εξωτερική εμφάνιση της μαρτυρίας του στο εδώλιο, αλλά και σε συσχετισμό με τα υπόλοιπα στοιχεία της δίκης, είτε αυτά προέρχονται από άλλη ζώσα μαρτυρία, είτε από τεκμήρια.  Έχει εξηγηθεί στη Χριστάκη Χρίστου ν. Αγαθοκλή Ηροδότου κ.α., Πολ. Έφ. αρ. 15/07, ημερ. 23.5.08, ότι:

 

 «... πρέπει να αποφεύγονται χαρακτηρισμοί που δυνατό να δίνουν την εντύπωση ότι το Δικαστήριο επηρεάστηκε από τη δική του καθαρά προσωπική άποψη για το χαρακτήρα του διαδίκου, έξω από κάθε μέτρο ορθής, δίκαιης και φλεγματικής αντιμετώπισης της ενώπιον του διαφοράς.  Με φειδώ πρέπει να καταγράφεται οτιδήποτε αγγίζει τον παρουσιαζόμενο στη δίκη χαρακτήρα από διάδικο ή μάρτυρα.  Η ανθρώπινη εμπειρία διδάσκει ότι ένας ευγενής και ήπιος μάρτυρας, δεν είναι κατ΄ ανάγκην και ειλικρινής.  Και το αντίθετο.  Ένας υπερβολικά διαχυτικός ή αναστατωμένος μάρτυρας μπορεί να ορμάται από μια πλειάδα αιτιών, χωρίς να είναι ανειλικρινής.»

 

        Πιο πρόσφατα ακόμη στην Ανδρέας Γιάγκου Σάντη ν. Δέσποινας Χατζηβασιλείου κ.α., Πολ. Έφ. 78/07, ημερ. 20.3.09, τονίστηκε η αναγκαιότητα ακόμη και στην περίπτωση που μάρτυρας εντυπωσιάζει θετικά το Δικαστήριο, να καταγράφονται οι λόγοι της θετικής αυτής αποκόμισης ώστε να παραμένουν κατά νουν καθ΄ όλη τη διάρκεια του έργου της αξιολόγησης της υπόθεσης, ως ασφαλιστική δικλείδα για τη σφαιρική αντιμετώπιση της αξιολόγησης των διαδίκων και των μαρτύρων τους. 

 

        Εδώ, στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, παρείσφρυσε η  εξωτερική εντύπωση που θεωρήθηκε  από το Δικαστήριο ως εχθρικής διάθεσης προς τον εφεσίβλητο, χωρίς όμως να καταγραφούν στοιχεία που να επιβεβαίωναν την κρίση του Δικαστηρίου και χωρίς να προκύπτει ο,τιδήποτε τέτοιο από τα πρακτικά της διαδικασίας.  Η απλή επομένως καταγραφή ότι ο μάρτυρας δεν άφησε καλή εντύπωση στο Δικαστήριο ορμώμενος από διάθεση να μην πει την αλήθεια, δεν είχε έρεισμα στα υπόλοιπα αντικειμενικά στοιχεία της μαρτυρίας, δηλαδή, την ύπαρξη της κατάστασης λογαριασμού, των τιμολογίων, των αποδείξεων, αλλά και της μη αμφισβητηθείσας συνεργασίας που οι διάδικοι είχαν για 1½ περίπου έτος.  Ούτε μπορούσε να εξαχθεί συμπέρασμα γενικότερης αναξιοπιστίας του μάρτυρα επειδή αρνήθηκε στη μαρτυρία του το γεγονός της πληρωμής των £185,91 όπως καταγράφηκε στην έκθεση απαίτησης. 

 

        Λόγω της πιο πάνω πλημμελούς αξιολόγησης του μάρτυρα, αλλά και της λανθασμένης θεώρησης ότι ο λογαριασμός «δούναι και λαβείν» αποτελούσε νέα αξίωση, το Δικαστήριο  έσφαλε και στην καθ΄ αυτή αξιολόγηση της μαρτυρίας θεωρώντας εξ ακοής τα αποδεικτικά στοιχεία της κατάστασης λογαριασμού και των τιμολογίων.  Όπως έχει λεχθεί προηγουμένως, τα στοιχεία αυτά κατατέθηκαν χωρίς ένσταση ενώπιον του Δικαστηρίου, το οποίο μάλιστα στη σελ. 4 των πρακτικών, παρενέβη προς τη συνήγορο των εφεσειόντων για να υποδείξει ότι «.. από τη στιγμή που κατατίθενται ως τεκμήριο και είναι εκ συμφώνου, συνιστούν αποδεικτικό υλικό εφ΄ όλης της ύλης που εμπεριέχουν.».  Από τη στιγμή που το Δικαστήριο προέβηκε σε τέτοια δήλωση, τα δε τεκμήρια κατατέθηκαν χωρίς ένσταση, δεν υπήρχε περιθώριο για το Δικαστήριο να τα θεωρήσει εκ των υστέρων ως εξ ακοής.  Ιδιαίτερα τη στιγμή που τα τεκμήρια δεν παρουσιάστηκαν από μάρτυρα που απλώς τα είχε στην κατοχή του, αλλά από μάρτυρα που συμμετείχε κατά κύριο μάλιστα λόγο στην έκδοση τους έχοντας  έτσι πρωταρχική και άμεση γνώση.  Άλλωστε, στην παρ. 4(α) της υπεράσπισης έγινε αποδεκτό από τον εφεσίβλητο ότι τις ζωοτροφές τις παραλάμβανε πάντοτε από τον μύλο των εφεσειόντων και παραδίδονταν σχεδόν πάντοτε από τον εν λόγω μάρτυρα.  Η δε αντεξέταση του μάρτυρα δεν αμφισβήτησε αυτή καθ΄ αυτή τη γνώση του Τσαππή ως προς τα δεδομένα των συναλλαγών ή ότι αυτός κατέγραψε τα τιμολόγια ή την κατάσταση λογαριασμού, αλλά αντίθετα ότι δεν είχε γράψει ορθά τα δεδομένα. 

 

        Αλλά και πρόσθετα, με βάση τη δοθείσα μαρτυρία λανθασμένα χρησιμοποιήθηκαν τα κριτήρια του άρθρου 27(2) του Κεφ. 9, εφόσον το Δικαστήριο έπρεπε να θεωρήσει δεδομένο ότι τα τιμολόγια και οι καταχωρήσεις στην κατάσταση λογαριασμού έγιναν είτε από τον ίδιο το μάρτυρα είτε από γραμματέα των εφεσειόντων, μη υπαρχούσης έτσι πέραν του πρώτου βαθμού εξ ακοής μαρτυρία και αυτή μόνο για ορισμένα στοιχεία εκ των τεκμηρίων.  Περαιτέρω, εφόσον ήταν δεδομένη η μεταξύ των διαδίκων συνεργασία, ο δε εφεσίβλητος απλώς εισηγήθηκε ότι είχε εξοφλήσει το λογαριασμό, δεν υπήρχε οποιοδήποτε κίνητρο απόκρυψης ή παραποίησης  γεγονότων, ιδιαίτερα τη στιγμή που τρία τουλάχιστον από τα τιμολόγια, ημερ. 22.1.03, 4.3.03 και 15.7.03 ήταν υπογραμμένα από τον εφεσίβλητο.

 

        Εφόσον η αγωγή βασιζόταν σε τιμολόγια, αυτά έπρεπε να θεωρηθούν σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στον Halsbury´s Laws of England, 3η Έκδ. Τόμος 34, σελ. 171, ως ο έγγραφος λογαριασμός μεταξύ των διαδίκων σε σχέση με προϊόντα παραδοθέντα στον αγοραστή με αναφορά στην τιμή ή τη χρέωση.  Περαιτέρω δεν εκτιμήθηκε σωστά η κατάσταση λογαριασμού τεκμ. 1, σε συνάρτηση με τα αντίστοιχα τιμολόγια τεκμ. 2, εφόσον αντιπαραβολή και μόνο των στοιχείων των δύο αυτών τεκμηρίων, θα έπρεπε να οδηγήσει το Δικαστήριο στο αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι τα στοιχεία ήσαν ορθά, στο ισοζύγιο πάντοτε των πιθανοτήτων, εφόσον η κατάσταση λογαριασμού άρχεται από τις 14.5.02, προχωρεί ημερολογιακά μέχρι τη λήξη σχεδόν της περιόδου της συνεργασίας, ενώ καταγράφει με ακρίβεια τους αριθμούς των αντίστοιχων τιμολογίων με τις επί μέρους χρεώσεις,  το δε τεκμ. 2 με τα              35 τιμολόγια επιβεβαιώνει την ορθότητα της κατάστασης λογαριασμού.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο επίσης εσφαλμένα δεν αξιολόγησε ορθά τη μαρτυρία του Τσαππή, ότι ο εφεσίβλητος κατά κανόνα πλήρωνε έναντι λογαριασμού και επομένως οι αποδείξεις του τεκμ. 4, που στο σύνολο τους ανέρχονταν στις £2.500, δεν αποδείκνυαν και εξόφληση του λογαριασμού ή των τιμολογίων εφόσον ακόμη και στην τελευταία των αποδείξεων ημερ. 9.10.03, καταγραφόταν υπόλοιπο £1.824.

 

 Με τα πιο πάνω δεδομένα δεν μπορεί να παραγνωριστεί και το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος δεν κατέθεσε ως μάρτυρας για να εξηγήσει οτιδήποτε αναφερόταν στην υπεράσπιση του, ούτε και στοιχειοθέτησε την ισχυριζόμενη από αυτόν στην παρ. 4(ε) της υπεράσπισης, πληρωμή του ποσού των £2.138,40 προς πλήρη εξόφληση.  Είναι ορθή η θέση της συνηγόρου των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αντέστρεψε στην ουσία το βάρος απόδειξης εφόσον στην απόφαση του κατέγραψε ότι οι εφεσείοντες δεν κατέρριψαν την προβληθείσα θέση από την υπεράσπιση ότι στα τιμολόγια που δίνονταν στον εφεσίβλητο καταγράφονταν ποσότητες και είδη ζωοτροφών που δεν αγόραζε.  Θεώρησε δε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι δεν προσπάθησαν οι εφεσείοντες να καταρρίψουν τους ισχυρισμούς της υπεράσπισης αφήνοντας ανυπέρβλητα κενά.

 

        Σαφώς η πιο πάνω προσέγγιση είναι λανθασμένη, εφόσον η δικογραφία ως γνωστό αποτελεί το μέσο καταγραφής των εκατέρωθεν ουσιωδών και κατά συνοπτικό τρόπο ισχυρισμών, αλλά δεν ισοδυναμεί βέβαια με μαρτυρικό υλικό. (Δ.19 θ.4 και Odgers´ Principles of Pleadings and Practice 21η έκδ. σελ. 77).  Ο διάδικος οφείλει να παρουσιάσει σχετική μαρτυρία για να επιβεβαιώσει τους ισχυρισμούς του.  (Λουκαΐδης ν. Εκδοτικής Εταιρείας Αλήθεια Λτδ (2003) 1 Α.Α.Δ. 22 σελ. 44). Οι εφεσείοντες εδώ είχαν προσάξει ικανή και θετική μαρτυρία με αποδεικτικά στοιχεία έχοντας έτσι ικανοποιήσει το νομικό πρωταρχικό βάρος που είχαν («legal burden of proof») και ήταν πλέον στους ώμους του εφεσίβλητου η αντίκρουση τους («evidencial burden of proof»), πράγμα που δεν έπραξε.  (δέστε O´Hare & Browne: Civil Litigation 12η έκδ. σελ. 451-2).

 

        Ως καταληκτικό σχόλιο να καταγραφεί και το εξής: για μια τόσο απλή υπόθεση όπως την παρούσα, αδικαιολόγητα το Δικαστήριο χρειάστηκε 9 μήνες για να εκδώσει την απόφαση του (επιφυλάχθηκε 4.7.06, εκδόθηκε 27.3.07).  Αποτελεί στοιχείο της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, η έγκαιρη έκδοση των αποφάσεων προς επίλυση των διαφορών για τις οποίες οι διάδικοι καταφεύγουν εξ ανάγκης στα Δικαστήρια. 

 

        Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται στο σύνολο της.  Εκδίδεται απόφαση υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον του εφεσιβλήτου, στο ποσό των £2.422 ή το αντίστοιχο σε €4.138,23 με νόμιμο τόκο από 10.9.03 ως η απαίτηση μέχρι εξόφλησης.  Ως προς τον τόκο σημειώνεται ότι ρητά τα τιμολόγια καταγράφουν ότι αυτά αν δεν εξοφληθούν εντός 30 ημερών, επιβαρύνονται με τον εκάστοτε νόμιμο τόκο.

 

Ο εφεσίβλητος θα καταβάλει επίσης ποσό εξόδων    €3.000 για την πρωτόδικη και την ενώπιον του Εφετείου διαδικασία.

 

 

 

                                        Δ.

 

 

                                        Δ.

 

 

                                         Δ.

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο