ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 1 ΑΑΔ 242
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 88/2006)
13 Μαρτίου, 2009
[ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
ΦΥΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Εφεσείοντας/Αιτητής,
ν.
ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΠΟΛΕΜΙΟΥ,
Εφεσίβλητης,
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΝΟΜΟ,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ ΝΟΜΟ, ΚΕΦ. 4
Αλ. Τσιρίδης, για τον Εφεσείοντα.
Χρ. Λουκά, για την Εφεσίβλητη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση ο Φύτος Χριστοδούλου (εφεσείων) αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία είχε διαταχθεί η αναστολή της διαδικασίας της διαιτησίας μεταξύ του πιο πάνω και της Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Πολεμίου (ΣΠΕ), αντί να διαταχθεί η ακύρωση της.
(α) Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση.
Μέσα στο 2000 ο εφεσείων κατέθεσε διάφορα ποσά στη Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Πολεμίου, συμποσούμενα σε £126.395,86. Αργότερα ο εφεσείων απέσυρε τα πιο πάνω μαζί με τους σχετικούς τόκους και οι συναλλαγές μεταξύ του και της εφεσίβλητης είχαν κλείσει χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε απαίτηση ή ανταπαίτηση. Σε κάποιο στάδιο μέσα στους πρώτους μήνες του 2004 ο εφεσείων πληροφορήθηκε ότι η ΣΠΕ διεκδικούσε από τον ίδιο ένα ποσό £140.000 με βάση κατ' ισχυρισμό δάνειο. Τον Ιούλιο του 2004 η διαφορά παραπέμφθηκε σε διαιτησία. Στα πλαίσια της διαδικασίας της διαιτησίας ο εφεσείων ζήτησε και του δόθηκε αντίγραφο του εγγράφου του κατ' ισχυρισμού δανείου, το οποίο σύμφωνα με τον εφεσείοντα ήταν πλαστογραφημένο. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ο εφεσείων πληροφορήθηκε ότι ο γραμματέας της ΣΠΕ τέθηκε σε διαθεσιμότητα και ότι είχε αρχίσει η εξέταση υποθέσεων εναντίον του που αφορούσαν θέματα πλαστογραφίας και κατάχρησης. Όταν ο εφεσείων πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι το έγγραφο πάνω στο οποίο η ΣΠΕ είχε βασίσει την απαίτηση της ήταν πλαστογραφημένο, η ΣΠΕ απέσυρε τη διαδικασία της διαιτησίας. Ο εφεσείων προέβηκε σε καταγγελία στην Αστυνομία εναντίον της ΣΠΕ και του γραμματέα της για την πιο πάνω πλαστογραφία και μέχρι την εξέταση της παρούσας αίτησης του από το Δικαστήριο, οι ανακρίσεις της Αστυνομίας συνεχίζονταν. Σύμφωνα με την Αστυνομία οι ανακρίσεις είχαν καθυστερήσει γιατί διεξαγόταν οικονομικός έλεγχος που αφορούσε άλλες 150 παρόμοιες υποθέσεις πλαστογραφίας και κατάχρησης.
Όμως η ΣΠΕ επανήλθε μετά την απόσυρση της διαδικασίας της διαιτησίας αφού ο Έφορος Συνεργατικών Εταιρειών πληροφόρησε την ΣΠΕ ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 52(1)(α)(β)(γ)(δ) του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου αποφάσισε όπως παραπέμψει εκ νέου το θέμα σε διαιτησία και ότι προς τούτο είχε διοριστεί ο κ. Μιχαλάκης Σεραφίδης ως διαιτητής. Προς τούτο πληροφορήθηκε σχετικά ο εφεσείων, ο οποίος μετά τη λήψη της πιο πάνω ειδοποίησης καταχώρισε αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου ζητώντας την κήρυξη της παραπομπής της διαφοράς ως άκυρης, όπως επίσης και διάταγμα ότι η διαφορά θα έπρεπε να παραπεμφθεί στο Δικαστήριο, γιατί το επίδικο θέμα που αφορούσε απάτη και/ή πλαστογραφία θα έπρεπε να εκδικαστεί από Επαρχιακό Δικαστήριο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο εφεσείων είχε αποδείξει ότι υπήρχε εκ πρώτης όψεως μαρτυρία για την ύπαρξη δόλου και απάτης και ότι η διαφορά θα έπρεπε να εκδικαστεί από Επαρχιακό Δικαστήριο. Όμως, αφού σημείωσε ότι τόσο η έναρξη της διαιτησίας και ο διορισμός του διαιτητή είχαν γίνει νομότυπα, έκρινε ότι "η θεραπεία που μπορεί να δοθεί στον αιτητή είναι η αναστολή της διαιτησίας και όχι η ακύρωση της", θέτοντας ως όρο όπως οποιοσδήποτε των διαδίκων αποταθεί στο Δικαστήριο εντός τριών μηνών για επίλυση της διαφοράς.
Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ισχυριζόμενος ότι από τη σχετική φρασεολογία του άρθρου 9(2) του περί Διαιτησίας Νόμου το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να διατάξει την ακύρωση και όχι την αναστολή της διαδικασίας.
(β) Η νομική πλευρά.
Το άρθρο 52 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου 1985-2001 προνοεί ότι,
"52.-(1) Οσάκις εγείρεται οιαδήποτε διαφορά αφορώσα τας εργασίας εγγεγραμμένης εταιρείας -
(α) μεταξύ μελών, πρώην μελών, και προσώπων αξιούντων μέσω μελών ή
(β) μεταξύ μέλους, πρώην μέλους ή προσώπου αξιούντος μέσω μέλους, πρώην μέλους ή αποβιώσαντος μέλους και της εταιρείας, της επιτροπείας ή του συμβουλίου αυτής ή οιουδήποτε αξιωματούχου, αντιπροσώπου ή υπαλλήλου της εταιρείας
.......................
(2) Ο Έφορος δύναται, επί τη λήψει της δυνάμει του εδαφίου (1) παραπομπής:
(α) να επιχειρήσει συνδιαλλαγήν της διαφοράς ή
(β) να παραπέμψη την διαφοράν προς επίλυσιν εις διαιτησία ήτις διεξάγεται συμφώνως προς τας διατάξεις της εκάστοτε ισχυούσης νομοθεσίας περί διαιτησίας.
........................"
Σύμφωνα δε με τις πρόνοιες του άρθρου 52(2)(β) η διαιτησία "διεξάγεται συμφώνως προς τας διατάξεις της εκάστοτε ισχυούσης νομοθεσίας περί διαιτησίας".
Το σχετικό άρθρο 9(2) του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4, προνοεί ότι,
"Where an agreement between any parties provides that disputes which may arise in the future between them shall be referred and a dispute which so arises involves the question whether any such party has been guilty of fraud, the Court shall, so far as may be necessary to enable that question to be determined by the Court, have power to order that the agreement shall cease to have effect and power to give leave to revoke any arbitration agreement made thereunder."
Σε ελεύθερη μετάφραση,
"Όταν συμφωνία μεταξύ συμβαλλομένων προβλέπει ότι τυχόν διαφορές που δυνατόν να προκύψουν μεταξύ τους στο μέλλον παραπέμπονται σε διαιτησία και σε κάποια διαφορά που αναφύεται στην συνέχεια εγείρεται το ζήτημα κατά πόσο οποιοσδήποτε από τους συμβαλλόμενους έχει καταστεί ένοχος δόλου, το Δικαστήριο έχει εξουσία, στην έκταση που είναι αναγκαίο όπως το ζήτημα αυτό αποφασιστεί από το Δικαστήριο, να διατάξει όπως η συμφωνία παύσει να ισχύει και να παραχωρήσει άδεια για ακύρωση οποιουδήποτε συνυποσχετικού που έγινε βάσει της συμφωνίας αυτής."
Οι πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου εξετάστηκαν στην υπόθεση Ψιλογένης και άλλοι ν. Νέας Συνεργατικής Πάνω Πλατρών (2004) 1 Α.Α.Δ. 243, στην οποία κρίθηκε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να αποτρέπει και/ή να εμποδίζει τη διεξαγωγή διαιτησίας σε υποθέσεις στις οποίες εγείρονται θέματα δόλου.
Η έφεση είναι βάσιμη. Από το περιεχόμενο της πιο πάνω νομοθετικής πρόνοιας προκύπτει καθαρά ότι τα δικαστήρια δεν έχουν διακριτική ευχέρεια να αναστείλουν μια διαιτητική διαδικασία που βασίζεται στα άρθρα 52(1)(α),(β), 52(2)(β) του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου και στο άρθρο 9(2) του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4, αλλά εφόσον υπάρχει ισχυρισμός ότι ένας από τους συμβαλλόμενους είναι ένοχος δόλου, έχουν την υποχρέωση να ακυρώσουν τη συμφωνία παραπομπής της διαφοράς σε διαιτησία.
Στην παρούσα περίπτωση, έχοντας υπόψη τον ισχυρισμό του εφεσείοντος για την ύπαρξη δόλου, η διαφορά που προέκυψε θα πρέπει να εκδικαστεί από τα Δικαστήρια. Η ύπαρξη κατ' ισχυρισμού δόλου δεν παρέχει στο Δικαστήριο διακριτική ευχέρεια να αναστείλει, αλλά αντίθετα υποχρέωση να ακυρώσει τη συμφωνία παραπομπής σε διαιτησία και τη διαδικασία που ακολουθεί. Η αναστολή δεν θεραπεύει το πρόβλημα αλλά αντίθετα το διαιωνίζει. Τούτο φαίνεται και από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, αφού η τρίμηνη αναστολή που έχει δοθεί για τη λήψη μέτρων από οποιοδήποτε των διαδίκων έχει εκπνεύσει και η διαφορά εξακολουθεί να παραμένει. Αυτός δεν ήταν ο σκοπός του νομοθέτη.
Η έφεση γίνεται αποδεκτή. Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται και εκδίδεται διάταγμα ακύρωσης της συμφωνίας παραπομπής σε διαιτησία και της διαδικασίας της διαιτησίας. Οι εφεσίβλητοι καταδικάζονται όπως καταβάλουν τα έξοδα της έφεσης που ανέρχονται σε €2.000, πλέον ΦΠΑ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΔΓ