ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2009) 1 ΑΑΔ 203

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                (Πολιτική Έφεση Αρ. 268/2006)

 

27 Φεβρουαρίου, 2009

 

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

                                               

1.    ΜΙΧΑΗΛ ΣΑΒΒΑ ΣΑΟΥΡΟΥ,

2.    ΚΩΣΤΑΣ ΣΑΒΒΑ ΣΑΟΥΡΟΥ,

                                                          Εφεσείοντες/Εναγόμενοι,

- και -

 

ΜΑΡΙΑΣ ΚΩΣΤΑ ΦΙΛΙΠΠΟΥ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΚΩΣΤΗ ΛΟΙΖΟΥ (ΜΕΝΟΥ),

                                                          Εφεσίβλητης/Ενάγουσας.

 

 

Δ. Ζαβαλλής προσωπικά και για Α. Γεωργιάδη, για τους Εφεσείοντες.

Α. Πετουφάς, για την Εφεσίβλητη.

 

 

ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου.

_____________________________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:  Οι διάδικοι είναι κληρονόμοι του Κωστή Λοΐζου, ο οποίος απεβίωσε το 1926, δηλαδή πριν από 82 χρόνια.  Κληρονόμοι του ήταν 8 άτομα, οι Ανέττα, Κιμοδίκης, Λοΐζος, Ανδρέας, Ελένη, Κυριάκος, Ανδριανή και Καλομοίρα Κωστή Λοΐζου και κατ' ακολουθία οι απόγονοι των προσώπων αυτών.  Ο αποβιώσας ήταν ιδιοκτήτης του κτήματος με αρ. εγγραφής 1240, τεμ. 1255 του Φ/Σχ. 40/10 στο χωριό Λύμπια, το οποίο ενεγράφη στο όνομα του το 1935, ήτοι μετά το θάνατο του.

 

Οι σημερινοί κληρονόμοι του, φιλονικούν ως προς την κυριότητα του κτήματος.

 

Το ιστορικό της διαφοράς συνοψίζεται στα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, τα οποία παραθέτουμε αυτούσια:-

 

«Το προαναφερθέν κτήμα από περίπου το 1945 μέχρι και το 1974 κατέχετο και καλλιεργείτο αρχικά από τη θυγατέρα του Κωστή Λοΐζου, Ανδριανή και το σύζυγο της και στη συνέχεια (από περίπου το 1960) και από τον Εναγόμενο 2.  Από το 1974 μέχρι το 2000, μέρος του εν λόγω κτήματος ήταν ναρκοθετημένο με αποτέλεσμα κατά την περίοδο αυτή η κατοχή και καλλιέργεια να περιοριστεί στο μη ναρκοθετημένο μέρος.  Σε χρόνο που δεν προσδιορίστηκε η Ανδριανή ανέφερε στους γιους της Εναγομένους 1 και 2, ότι το εν λόγω κτήμα της το είχε δωρίσει ο πατέρας της ενόσω ζούσε.

 

Το 1987 η Ανδριανή εν αγνοία των υπόλοιπων κληρονόμων υπέβαλε αίτηση εις το κτηματολόγιο δια την εγγραφή του εν λόγω κτήματος επ' ονόματι της, ισχυριζόμενη ότι το απέκτησε δυνάμει δωρεάς από τον πατέρα της ενόσω ζούσε και/ή δυνάμει κατοχής για περίοδο πέραν των 30 ετών.  Η αίτηση συνοδευόταν από πιστοποιητικό της Χωρητικής Αρχής Λυμπιών (ερυθρό 1 του τεκμηρίου 3) που επιβεβαίωνε τους ισχυρισμούς της.  Παράλληλα η Ανδριανή αιτήθηκε όπως της επιτραπεί αντί της προσκόμισης συγκατάθεσης από τους συγκληρονόμους να προχωρήσει με δημοσίευση καθ' ότι, ως ισχυρίστηκε, δεν γνώριζε τους κληρονόμους των αδελφών της στην Αγγλία και αδυνατούσε να προσκομίσει έγγραφη συγκατάθεση τους (ερυθρό 4 του τεκμηρίου 3).  Το τελευταίο αυτό αίτημα της Ανδριανής έγινε δεκτό από το Διευθυντή του Κτηματολογίου στη βάση του άρθρου 49 του Κεφ. 224 και η αίτηση δημοσιεύτηκε στην έκδοση της εφημερίδας «Η Σημερινή» ημερ. 9.2.1989.  Κατόπιν τούτου και αφού παράλληλα είχαν εκπληρωθεί και οι άλλες τεθείσες προϋποθέσεις (επιτόπια εξέταση και επιβεβαιωτικό πιστοποιητικό της νέας Χωρητικής Αρχής - ερυθρά 5 και 6 του τεκμηρίου 3) ο Διευθυντής του Κτηματολογίου μετά την εκπνοή της προβλεπόμενης προθεσμίας για την υποβολή ένστασης και συγκεκριμένα στις 12.4.1989 προχώρησε στην εγγραφή του κτήματος επ' ονόματι της Ανδριανής.  Τον αμέσως επόμενο χρόνο (1990) η Ανδριανή δυνάμει δωρεάς μεταβίβασε κατά ½ μερίδιο το εν λόγω κτήμα στους γιους της, Εναγομένους 1 και 2 (βλ. τεκμήρια 2Α και Β).

 

Κατά τον χρόνο υποβολής της αρχικής αίτησης το 1987 αλλά και μεταγενέστερα, όλοι οι ζώντες κληρονόμοι του Κωστή Λοΐζου, πλην της Ενάγουσας Μαρίας Φιλίππου, όντως κατοικούσαν στην Αγγλία.  Η Ενάγουσα όμως από το 1985, εν γνώσει τουλάχιστον των Εναγομένων κατοικούσε στην Λάρνακα.  Παρόλα ταύτα δεν ενημερώθηκε για τις δρομολογηθείσες, μέσω του κτηματολογίου διαδικασίες εγγραφής του κτήματος.

 

Οι Εναγόμενοι, χωρίς να μπορεί να προσδιοριστεί επακριβώς ο βαθμός συμμετοχής του καθενός, δεν παρέμειναν αμέτοχοι στις προαναφερθείσες διαδικασίες.»

 

Η Εφεσίβλητη διορίστηκε διαχειρίστρια της περιουσίας του αποβιώσαντος Κωστή Λοΐζου και υπό αυτή την ιδιότητα ενήγαγε τους Εφεσείοντες 1 και 2 οι οποίοι είναι εγγονοί του αποβιώσαντος και γιοι της θυγατέρας του Ανδριανής Κωστή Λοΐζου, επίσης αποβιώσασας.

Με την Έκθεση Απαίτησης της, η Εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι ο Διευθυντής του Κτηματολογίου επιτρέποντας την αρχική εγγραφή επ' ονόματι της Ανδριανής και τη μετέπειτα μεταβίβαση του κτήματος στους δύο γιους της - Εφεσείοντες 1 και 2 - ενήργησε παράτυπα και κατά παράβαση της σχετικής νομοθεσίας.  Επίσης, ισχυρίζεται ότι η Ανδριανή πέτυχε την εγγραφή του κτήματος στο όνομα της με δόλο, απάτη και με ψευδείς παραστάσεις, αφού το κτήμα ουδέποτε της δωρήθηκε από τον πατέρα της, αλλά και ούτε το κατείχε αδιάλειπτα για περίοδο 30 ετών.  Η Εφεσίβλητη ισχυρίστηκε επίσης ότι οι δύο Εφεσείοντες αποδεχόμενοι την εγγραφή του κτήματος στο όνομα τους, ενήργησαν με τον ίδιο τρόπο.  Τέλος, ζήτησε την επαναφορά της εγγραφής στο όνομα του αποβιώσαντος Κωστή Λοΐζου, ώστε να διαφυλαχθούν τα κληρονομικά δικαιώματα των υπόλοιπων κληρονόμων.

 

Οι Εφεσείοντες με την Υπεράσπιση του, αρνούνται τους πιο πάνω ισχυρισμούς της Εφεσίβλητης και θεωρούν την όλη διαδικασία εγγραφής του κτήματος στο όνομα της μητέρας τους ως καθ' όλα νόμιμη.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι:-

 

(α) Δεν έχει αποδειχθεί απάτη εκ μέρους είτε της Ανδριανής είτε των Εφεσειόντων.  Θεώρησε ότι οι όποιες παραστάσεις έγιναν, δεν απευθύνονται προς την Εφεσίβλητη, είτε άμεσα είτε έμμεσα, αλλά προς τρίτα πρόσωπα.  Επίσης, ότι η Εφεσίβλητη όχι μόνο δεν στηρίχθηκε στις παραστάσεις, αλλά ούτε και εξαπατήθηκε, ώστε να υποστεί οποιαδήποτε ζημιά.

 

(β)  Ο Διευθυντής δεν είχε νομικό δικαίωμα, βάσει του άρθρου 49 του Κεφ. 224, να εγγράψει το επίδικο κτήμα στην Ανδριανή, αφού το συγκεκριμένο άρθρο δεν του παρείχε εξουσία να αποφασίζει ως προς την ιδιοκτησία ακινήτου, αφού αυτή η εξουσία, δυνάμει του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος, ανήκει αποκλειστικά στα Δικαστήρια.

 

(γ)  Δεν αποδείχθηκε η κατ' ισχυρισμό δωρεά του κτήματος στην Ανδριανή από τον πατέρα της.  Το Δικαστήριο συναφώς απέρριψε το πιστοποιητικό της Χωρητικής Αρχής, για τους λόγους που εξηγεί στην απόφαση του.

 

(δ)  Η κατοχή του κτήματος από την Ανδριανή και μετέπειτα από τους Εφεσείοντες, δεν ήταν «εχθρική» και ότι εν πάση περιπτώσει δεν χωρεί εχθρική κατοχή εναντίον συγκληρονόμων.

 

Ως αποτέλεσμα κατέληξε ότι η αποβιώσασα Ανδριανή και στη συνέχεια οι Εφεσείοντες, δεν απέκτησαν δικαίωμα όπως εγγράψουν το επίδικο κτήμα στο όνομα τους και εξέδωσε διατάγματα για ακύρωση της εγγραφής και δήλωση ότι το κτήμα εξακολουθεί να αποτελεί μέρος της περιουσίας του αποβιώσαντος Κωστή Λοΐζου.

 

Οι Εφεσείοντες με 4 λόγους έφεσης προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση. 

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης, ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο επελήφθη της νομιμότητας και εγκυρότητας της απόφασης του Διευθυντή του Κτηματολογίου.  Θεωρούν ότι κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, δεν τέθηκε τέτοιο θέμα και ως εκ τούτου και αν υπήρχε, θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι είχε εγκαταλειφθεί.

 

Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.  Βασικός σκοπός των δικογράφων, είναι ο προσδιορισμός των επίδικων θεμάτων, με απώτερο στόχο την επίλυση της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων.  Η ορθή δικογράφηση των επίδικων θεμάτων, ρυθμίζεται από τους θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας και τη νομολογία που δημιουργήθηκε.  Πολλοί από τους κανόνες αποσκοπούν στο να ικανοποιήσουν την ανάγκη για δίκαιη δίκη και τους βασικούς κανόνες φυσικής δικαιοσύνης, ιδιαίτερα τον κανόνα ότι ο κάθε διάδικος δικαιούται να γνωρίζει τι θα έχει να αντιμετωπίσει κατά τη δίκη, ώστε να μην βρεθεί προ εκπλήξεως.  Το Εφετείο έχει πάντοτε την ευχέρεια να παράσχει οποιαδήποτε θεραπεία, η οποία μπορεί να στηριχθεί σε δικογραφημένους ισχυρισμούς και γεγονότα που αποδείχθηκαν κατά τη δίκη.  Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Kennedy Hotels Ltd. v. Indjirdjian (1992) 1 ΑΑΔ 400:-

 

«Στη Stylianou v. Papacleovoulou (1982) 1 C.L.R 542, κρίθηκε ότι οι κυπριακοί δικονομικοί θεσμοί προσαρμοσμένοι στους παλιούς δικονομικούς θεσμούς του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας δεν καθιστούν απαραίτητο, επιθυμητό όσο και αν είναι, τον επακριβή προσδιορισμό της θεραπείας η οποία επιδιώκεται, ούτε αποκλείουν την παροχή θεραπείας άλλης από εκείνη η οποία επιζητείται.  Εφόσον στοιχειοθετούνται τα γεγονότα στο σώμα της έκθεσης απαιτήσεως για την παροχή θεραπείας, αυτή μπορεί ν' αποδοθεί χωρίς να έχει επιζητηθεί (βλ. επίσης Re Vandervell´s Trusts (No.2) (1974) 3 All E.R. 205 και Drane v. Evangelou (1978) 2 All E.R. 437).  Η θέση αυτή επαναβεβαιώθηκε από το Εφετείο στην Αριστοδήμου ω. Χαραλάμπους, Πολ. Έφεση 6831, αποφασίστηκε στις 11/5/90 και θα δημοσιευθεί στους τόμους (1990) 1 Α.Α.Δ..  Όπως επισημαίνεται στην τελευταία απόφαση, η υποχρέωση για αποκάλυψη περιορίζεται από τις πρόνοιες της Δ.19 θ.4 στα ουσιώδη γεγονότα, και δεν επεκτείνεται στη μαρτυρία η οποία τα υποστηρίζει ή τις νομικές συνέπειες που συνεπάγεται η ύπαρξη τους.  Το Εφετείο επαναβεβαίωσε ότι μπορεί να παρασχεθεί οποιαδήποτε θεραπεία η οποία στοιχειοθετείται από τα γεγονότα που περιέχονται στην έκθεση απαιτήσεως, εφόσον αποδεικνύονται κατά τη δίκη.»

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η Έκθεση Απαίτησης της Εφεσίβλητης μπορεί να μην είναι συνταγμένη με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, αλλά κατά την άποψή μας διατυπώνει, έστω και με φλύαρο τρόπο, τα αναγκαία γεγονότα, προσδιορίζει τα επίδικα θέματα και νομικά σημεία και καταλήγει στην αξίωση συγκεκριμένων θεραπειών.  Από αυτά, προκύπτει με σαφήνεια ότι η Εφεσίβλητη έθεσε θέμα κυριότητας του κτήματος αμφισβητώντας τόσο την εγγραφή του στην Ανδριανή, όσο και την μετέπειτα μεταβίβαση του στους δύο Εφεσείοντες.  Ισχυρίστηκε σαφώς την ύπαρξη δόλου, απάτης και ψευδών παραστάσεων, παραθέτοντας τις απαιτούμενες λεπτομέρειες σύμφωνα με τη Δ.19 θ.5.  Από ανάγνωση της Έκθεσης Απαίτησης, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ισχυρισμοί για δόλο αφορούσαν την έκδοση του πιστοποιητικού της Χωρητικής Αρχής, τόσο για το θέμα της δωρεάς, όσο και γι' αυτό της χρησικτησίας.

 

Συγκεκριμένα, το θέμα της νομιμότητας και εγκυρότητας της απόφασης του Διευθυντή του Κτηματολογίου, εγείρεται ρητά τόσο στην παράγραφο 6, όσο και στην παράγραφο 10 της Έκθεσης Απαίτησης.  Στην παράγραφο 10 αναφέρεται ότι η εγγραφή του κτήματος από το Διευθυντή του Κτηματολογίου Λευκωσίας, ήταν παράτυπη, παράνομη και έγινε «καθ' υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας και κατά παράβαση του Νόμου και της σχετικής νομολογίας».  Οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται περαιτέρω ότι εν πάση περιπτώσει, οι πιο πάνω ισχυρισμοί εγκαταλείφθηκαν επειδή δεν τέθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία.

 

Το ζήτημα είναι νομικό και νοουμένου ότι τα σχετικά γεγονότα τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, το Δικαστήριο είχε υποχρέωση να το εξετάσει, εφόσον ήταν ένα από τα επίδικα ζητήματα.  Δεν έχουμε εντοπίσει οτιδήποτε στα πρακτικά, που να συνηγορεί υπέρ της θέσης των Εφεσειόντων, ότι οι δικογραφημένοι ισχυρισμοί και οι θέσεις της Εφεσίβλητης είχαν εγκαταλειφθεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.

 

Σε περίπτωση απόρριψης του πρώτου λόγου έφεσης, οι Εφεσείοντες με τον λόγο έφεσης 2, ισχυρίζονται διαζευκτικά, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ο Διευθυντής του Κτηματολογίου δεν είχε νομικό δικαίωμα βάσει του προσαρμοσμένου άρθρου 49, του Κεφ. 224, να προχωρήσει στην εγγραφή του κτήματος στο όνομα της Ανδριανής και αργότερα στο όνομα τους.

 

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί, για τους λόγους που θα εξηγήσουμε.  Το άρθρο 49 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224 προβλέπει ότι:-

 

«49.(1) Όταν υποβάλλεται αίτηση για την εγγραφή ακίνητης ιδιοκτησίας στο όνομα προσώπου το οποίο αξιώνει ότι δικαιούται σε αυτή και η ιδιοκτησία αυτή είναι εγγεγραμμένη στο όνομα προσώπου που απεβίωσε, ο Διευθυντής δύναται να εγγράψει την ιδιοκτησία στο όνομα προσώπου που δικαιούται με τον τρόπο αυτό, με την προσαγωγή έγγραφης συναίνεσης των κληρονόμων του προσώπου στο όνομα του οποίου είναι εγγεγραμμένη η ιδιοκτησία δεόντως πιστοποιημένης.

 

Νοείται ότι κατά τη γνώμη του Διευθυντή η συναίνεση αυτή παράλογα δεν παρέχεται ή είναι αδύνατο ή μη πρακτικό να εξασφαλιστεί, ο Διευθυντής δύναται, με δαπάνη του αιτητή, αντί της συναίνεσης αυτής να δημοσιεύσει σε τέτοια εφημερίδα ως ήθελε θεωρήσει σκόπιμο και να αναρτήσει επίσης ειδοποίηση που περιλαμβάνει:

 

α.  Περιγραφή της ιδιοκτησίας

β.  Το όνομα του προσώπου το οποίο είναι εγγεγραμμένο

γ.  Το όνομα του προσώπου που σκοπεύεται να εγγραφεί,

 

και να καλεί οποιοδήποτε πρόσωπο που έχει συμφέρον επί της ιδιοκτησίας όπως εντός εξήντα ημερών από την ημερομηνία της δημοσίευσης της ειδοποίησης αυτής δείξει λόγο γιατί η εγγραφή που σκοπεύεται δεν πρέπει να διενεργηθεί.

 

(2)  Αν εντός της προαναφερόμενης περιόδου δεν υποβληθεί ένσταση κατά της σκοπούμενης εγγραφής, ο Διευθυντής δύναται, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4), να προχωρήσει στην εγγραφή της ιδιοκτησίας ανάλογα.

 

(3)  Αν εντός της προαναφερόμενης περιόδου υποβληθεί οποιαδήποτε ένσταση αλλά ο Διευθυντής έχει την γνώμη ότι παρόλα αυτά η εγγραφή πρέπει να διενεργηθεί, αυτός δίνει ειδοποίηση για αυτό στον ενιστάμενο οποίος δύναται, εντός τριάντα ημερών από την ημερομηνία της ειδοποίησης αυτής να ζητήσει από το Δικαστήριο δήλωση ότι αυτός είναι το πρόσωπο που δικαιούται σε εγγραφή αντί του προσώπου που σκοπεύεται να εγγραφεί και δίνει στο Διευθυντή ειδοποίηση για την αίτηση του.  Αν ο ενιστάμενος δεν ζητήσει με τον τρόπο αυτό, ο Διευθυντής δύναται να εγγράψει την ιδιοκτησία στο όνομα του προσώπου που δικαιούται σε αυτή.

 

(4)  Όταν κληρονόμος του προσώπου στο όνομα του οποίου είναι εγγεγραμμένη η ιδιοκτησία απουσιάζει από την Κύπρο, καμιά εγγραφή την οποία ο Διευθυντής θεωρεί ως δυσμενή για τα συμφέροντα του απόντα δεν διενεργείται δυνάμει του άρθρου αυτού, εκτός αν παρήλθαν τριάντα έτη από την ημερομηνία του θανάτου του εγγεγραμμένου προσώπου.»

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο στηρίχθηκε στις υποθέσεις Κραμβιάς κ.α. ν. Θεοδοσίου (2000) 1 ΑΑΔ 267 και Αλκιβιάδου κ.α. ν. Κωνσταντίνου κ.α. (2001) 1 ΑΑΔ 2133, για να στηρίξει την κατάληξη του ότι ο Διευθυντής δεν είχε νομικό έρεισμα βάσει του άρθρου 49 να προχωρήσει στην εγγραφή του κτήματος στην Ανδριανή και στη συνέχεια στους Εφεσείοντες.  Στην Κραμβιάς κ.α. ν. Θεοδοσίου, ανωτέρω, αναφέρθηκαν στις σελίδες 273-274, τα εξής, αναφορικά με την αναρμοδιότητα των κτηματολογικών αρχών να επιλύουν περιουσιακές διαφορές:-

 

«Κρίνουμε, όμως, ορθό, πριν περατώσουμε την απόφαση αυτή, να σχολιάσουμε το γεγονός ότι οι κτηματολογικές αρχές, παρά τις διαπιστώσεις που έγιναν από το 1970 στην Abraham Hassidoff v. Paul Antonie-Aristide Santi and Others (1970) 1 C.L.R. 220 - ότι οι κτηματολογικές αρχές είναι αναρμόδιες να επιλύουν περιουσιακές διαφορές, κάτω από οποιαδήποτε διάταξη του νόμου - συνεχίζουν να το πράττουν.  Σε πρόσφατη απόφαση μας στη Φανή ν. Διευθυντή του Κτηματολογικού και Χωρομετρικού Τμήματος κ.α. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1760, υποδείξαμε ότι:

         «Τα περιουσιακά δικαιώματα αποτελούν μέρος των αστικών δικαιωμάτων του ατόμου, η διάγνωση των οποίων ανάγεται αποκλειστικά στη δικαιοδοσία αρμόδιου δικαστηρίου - (βλ. Άρθρο 30.2 του Συντάγματος).»»

 

Επίσης, στην υπόθεση Αλκιβιάδου κ.α. ν. Κωνσταντίνου, ανωτέρω, επιβεβαιώθηκαν τα πιο πάνω με ακόμη πιο σαφή τρόπο:-

 

«Αναντίλεκτο είναι το συμπέρασμα ότι, από την ανακήρυξη της Δημοκρατίας, οι εξουσίες του Διευθυντή βάσει του Νόμου, ως ήταν διαμορφωμένος κατά το χρόνο εκείνο, περιορίστηκαν προς εναρμόνιση με το Σύνταγμα.  Προσαρμόστηκαν οι διατάξεις του Κεφ. 224, ώστε να αποκλείεται η επίλυση διαφορών, αναγομένων στην ιδιοκτησία ακίνητης περιουσίας, από τον Διευθυντή.  Τέτοιες διαφορές εντάσσονται αποκλειστικά στην πολιτική δικαιοδοσία αρμόδιου δικαστηρίου, ως ορίζει το Σύνταγμα - (βλ. Άρθρο 30.2 του Συντάγματος).»

 

Κατά την κρίση μας, το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά προσδιόρισε το νομικό καθεστώς με βάση το οποίο θα έπρεπε να κριθεί η απόφαση του Διευθυντή και ορθά κατέληξε ότι ο Διευθυντής δεν είχε δικαίωμα να επιληφθεί και να επιλύσει την κτηματική διαφορά που προέκυψε μεταξύ των διαδίκων, αφού το θέμα ξέφευγε των αρμοδιοτήτων του.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης, οι Εφεσείοντες θεωρούν ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε θέμα χρησικτησίας, αφού τέτοιο θέμα, κατά τον ισχυρισμό της, δεν ηγέρθη και εν πάση περιπτώσει η Εφεσίβλητη δεν ζήτησε τέτοια θεραπεία.

 

Όπως υποδείξαμε κατά την εξέταση του δεύτερου λόγου έφεσης, η αγωγή αφορούσε δόλο και ψευδείς παραστάσεις σε σχέση όχι μόνο με τον ισχυρισμό για δωρεά του κτήματος από τον πατέρα στην Ανδριανή, αλλά και για το διαζευκτικό ισχυρισμό σε σχέση με το δικαίωμα των Εφεσειόντων να εγγραφούν ως ιδιοκτήτες του κτήματος δυνάμει κατοχής αυτού, για περίοδο πέραν των 30 ετών.  Σχετικές είναι οι παράγραφοι 4-7 της Έκθεσης Απαίτησης.  Πέραν τούτου, οι ίδιοι οι Εφεσίβλητοι στις παραγράφους 14-15 και 21 της Έκθεσης Υπεράσπισης τους, αρνούμενοι την παράγραφο 5 της Έκθεσης Απαίτησης, ισχυρίζονται ότι το πιστοποιητικό κατοχής της Χωρητικής Αρχής Λυμπιών, αποκτήθηκε νόμιμα και ότι το κτήμα κατείχετο και καλλιεργείτο από 30 ετών από την Ανδριανή, δυνάμει δωρεάς παρά του πατρός της.  Πέραν τούτου, η όλη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου διεξήχθη με φόντο το διαζευκτικό ισχυρισμό για χρησικτησία ο οποίος σαφώς εγειρόταν από τα δικόγραφα, ως αποτέλεσμα του πιστοποιητικού κατοχής της Χωρητικής Αρχής.  Όπως ορθά αναφέρει ο πρωτόδικος δικαστής, οι Εφεσείοντες-Εναγόμενοι «προώθησαν δύο αλληλοσυναρτημένους και εν πολλοίς αλληλοεξαρτώμενους ισχυρισμούς.  Ο πρώτος ήταν ότι το κτήμα δωρήθηκε στην Ανδριανή ενόσω ζούσε ο πατέρας της και ο δεύτερος ότι το κτήμα κατείχετο αδιαλείπτως για περίοδο πέραν των 30 ετών.».  Επομένως, οι Εφεσείοντες δεν μπορούν τώρα να ισχυρίζονται ότι δεν εγείρεται ένας τέτοιος ισχυρισμός ή ότι η εξέταση του ισχυρισμού, τους κατέβαλε εξ απροόπτου.

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, οι Εφεσείοντες θεωρούν εσφαλμένη την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν αποδείχθηκε η κατ' ισχυρισμό δωρεά προς την Ανδριανή και η εχθρική κατοχή του κτήματος από αυτή.

 

Ο λόγος έφεσης στηρίζεται στον ισχυρισμό των Εφεσειόντων, ότι το Δικαστήριο δεν έπρεπε να θέσει υπό αμφισβήτηση τα πιστοποιητικά της Χωρητικής Αρχής, αλλά θα έπρεπε να δεχθεί το περιεχόμενο τους ως αποδεικτικό στοιχείο των όσων αναφέρονταν σ' αυτά.  Το πρωτόδικο δικαστήριο στη βάση των αποφασισθέντων στην Γιάλλουρου κ.α. ν. Μιχαηλίδη κ.α. (1998) 1 ΑΑΔ 31, έκρινε ότι το περιεχόμενο του πιστοποιητικού της Χωρητικής Αρχής αποτελούσε εξ ακοής μαρτυρία και στην απουσία οποιασδήποτε άλλης μαρτυρίας που να επιβεβαιώνει το περιεχόμενο του, δεν ήταν διατεθειμένο να του προσδώσει αποδειχτική βαρύτητα.  Παρόλο που η Γιάλλουρου κ.α. ν. Μιχαηλίδη κ.α., ανωτέρω, αποφασίστηκε πριν την τροποποίηση του περί Αποδείξεως Νόμου και την κατάργηση του κανόνα αποκλεισμού εξ ακοής μαρτυρίας, ο λόγος της παραμένει ισχυρός, εφόσον η έμφαση τώρα, όπως ορθά υποδεικνύει και το πρωτόδικο δικαστήριο, είναι στην αποδεικτική αξία του περιεχομένου του πιστοποιητικού, αντί στο αποδεκτό της.

 

Κατά την άποψή μας, ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.  Η πρωτόδικη προσέγγιση και κατάληξη ήταν καθ' όλα ορθή, τόσο σε σχέση με το επίδικο θέμα της δωρεάς, όσο και με αυτό της εχθρικής κατοχής.

 

Με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο έφεσης, προβάλλεται η θέση ότι η αγωγή στην ουσία στρεφόταν εναντίον της αποβιώσασας μητέρας των Εφεσειόντων και ότι το Δικαστήριο δεν είχε εξουσία να αποφασίσει επίδικα θέματα που αφορούσαν την αποβιώσασα, χωρίς ο διαχειριστής της περιουσίας της να καταστεί διάδικος.  Όπως μας ανέφερε ο συνήγορος των Εφεσειόντων, σύμφωνα με το άρθρο 34 του περί Διαχείρισης Κληρονομιών Νόμου, Κεφ. 189, κατά τον θάνατο προσώπου, όλες οι αιτίες αγωγής οι οποίες υφίστανται εναντίον του, επιβιώνουν ενάντια στην περιουσία του.  Δεν προτιθέμεθα να εξετάσουμε τον πιο πάνω λόγο έφεσης, αφού το συγκεκριμένο σημείο όπως και άλλα ζητήματα που ενδεχομένως θα μπορούσαν να εγερθούν, ηγέρθησαν  για πρώτη φορά ενώπιον μας, χωρίς προηγουμένως να έχουν εγερθεί πρωτοδίκως.  (Βλ. Φακοντή ν. Βρυώνη (2003) 1 ΑΑΔ 1714, στη σελ. 1720).

 

Με βάση όλα τα πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται.  Επιδικάζονται υπέρ της Εφεσίβλητης τα έξοδα έφεσης, τα οποία υπολογίζονται στο ποσό των €2000, πλέον ΦΠΑ.

 

 

 

 

    Δ.                                              Δ.                                            Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο