ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 1 ΑΑΔ 113
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 200/2005)
28 Ιανουαρίου, 2009
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
IACOVOU BROTHERS (CONSTRUCTIONS) LTD,
Εφεσείουσα,
ΚΑΙ
ΕΥΡΙΔΙΚΗ ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΙΧΑΗΛ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΙΧΑΗΛ,
Εφεσίβλητη.
_________________________
Ε. Ανδρέου (κα.), για τους Εφεσείοντες.
Μ. Κυπριανού, για την Εφεσίβλητη.
__________________________
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει
ο Δικαστής Νικολάτος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Ο Παντελής Μιχαήλ εργοδοτείτο από την εναγόμενη-εφεσείουσα εταιρεία ως αποθηκάριος σε υπαίθρια αποθήκη οικοδομικών υλικών, κατά το πλείστον σωλήνων, που η εταιρεία διατηρούσε στη Γεροσκήπου. Στις 8.3.2000 τραυματίστηκε σοβαρά στο χώρο της υπαίθριας αποθήκης, εν ώρα εργασίας, όταν κτυπήθηκε από μεγάλο και βαρύ πλαστικό σωλήνα. Απεβίωσε μετά από τέσσερα περίπου χρόνια, στις 18.6.2004, διαρκούσης της πρωτόδικης δίκης και η αγωγή του προωθήθηκε στη συνέχεια από τη σύζυγο και διαχειρίστρια της περιουσίας του, εφεσίβλητη. Αρχικός ισχυρισμός ότι ο θάνατος του οφειλόταν στον τραυματισμό που υπέστη στις 28.3.2000, τελικά αποσύρθηκε.
Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής άκουσε τη μαρτυρία των δύο πλευρών και δέχθηκε την εκδοχή του Παντελή Μιχαήλ και των μαρτύρων του. Διέγνωσε ότι η αξίωση του είχε διπλή βάση. Το πρώτο σκέλος αφορούσε σε παράβαση συμβατικού ή και εκ του νόμου απορρέοντος καθήκοντος που η εναγόμενη εταιρεία όφειλε στον Παντελή Μιχαήλ σαν εργοδότρια. Το σκέλος αυτό περιλάμβανε το καθήκον του εργοδότη να εξασφαλίσει ασφαλές σύστημα εργασίας και ασφαλές μέρος εργασίας για του εργοδοτουμένους του. Το δεύτερο σκέλος αφορoύσε στην εκ προστήσεως ευθύνη της εναγομένης εταιρείας για τις αμελείς ή κατά παράβαση νομικού καθήκοντος πράξεις ή παραλείψεις υπαλλήλων ή αντιπροσώπων της.
Το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες τραυματίστηκε σοβαρά ο Παντελής Μιχαήλ ήταν οι εξής: Στο χώρο της αποθήκης της εφεσείουσας εταιρείας υπήρχε εκσκαφέας ο οποίος έπαιρνε σωλήνες από το χώρο στον οποίο υπήρχαν τέσσερις στιβάδες σωλήνων και τις τοποθετούσε σε ένα φορτηγό. Ο ασφαλής τρόπος φόρτωσης και μετακίνησης των σωλήνων θα ήταν με τη χρήση δύο «σιαμπανιών» ή ενός «σιαμπανιού» και «μπρακέττων». Δεν ακολουθήθηκε όμως αυτό το σύστημα φόρτωσης και μετακίνησης των σωλήνων αλλά το σύστημα μετακίνησης των σωλήνων προς το φορτηγό σπρώχνοντάς τους με τη «χούφτα» του εκσκαφέα. Σε κάποια στιγμή, είτε επειδή ο σωλήνας σπρωχνόταν με τη «χούφτα» του εκσκαφέα, είτε γιατί κάπου σκάλωσε, έπρεπε να σπρωχθεί από κάτω ή να ανυψωθεί με σπρώξιμο ή «αγκάλιασμα» με τη «χούφτα» του εκσκαφέα. Επειδή η μετακίνηση του σωλήνα κατ΄ αυτό τον τρόπο θα ήταν δύσκολη, ο οδηγός-χειριστής του εκσκαφέα ζήτησε από τον Παντελή Μιχαήλ, ο οποίος βρισκόταν στο χώρο όπου διεξαγόταν η προαναφερόμενη εργασία, εκτελώντας τα καθήκοντά του, να πάει στον οδηγό του φορτηγού και να του ζητήσει να μετακινήσει το φορτηγό ώστε να μπορέσει ο εκσκαφέας να συνεχίσει τη μετακίνηση του σωλήνα. Ο Παντελής Μιχαήλ υπάκουσε στον οδηγό του εκσκαφέα και πήγε στον οδηγό του φορτηγού για να του ζητήσει να μετακινήσει το όχημα του, όμως ο οδηγός εκείνη τη στιγμή έτρωγε και αρνήθηκε να μετακινήσει το όχημα του. Στη συνέχεια ο Παντελής Μιχαήλ προχώρησε προς τον εκσκαφέα, για να αναφέρει στον οδηγό του την άρνηση του οδηγού του φορτηγού να μετακινήσει το όχημα του. Όταν ο αποβιώσας πλησίασε τον οδηγό του εκσκαφέα αντιλήφθηκε ότι αυτός προσπαθούσε να πιάσει ή να ανυψώσει το σωλήνα «αγκαλιάζοντάς τον» με τη «χούφτα» του εκσκαφέα οπότε συνειδητοποίησε εκείνη τη στιγμή, ότι η ενέργεια του χειριστή του εκσκαφέα ήταν λανθασμένη και προφανώς επικίνδυνη. Προσπάθησε τότε να στρίψει και να απομακρυνθεί από το χώρο που βρισκόταν αλλά αμέσως κτυπήθηκε βίαια από το σωλήνα, τον οποίο ο χειριστής του εκσκαφέα προσπαθούσε να μετακινήσει.
Το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε πως το όλο σύστημα εργασίας που εφάρμοζε η εφεσείουσα, κατά τον ουσιώδη χρόνο, φορτώνοντας και μετακινώντας τους σωλήνες χωρίς τη χρήση δύο «σιαμπανιών» ή ενός «σιαμπανιού» και «μπρακέττων», ήταν ανασφαλές. Βρήκε ακόμα ότι η προσπάθεια του χειριστή του εκσκαφέα να πιάσει ή να ανυψώσει το σωλήνα «αγκαλιάζοντάς τον» με τη «χούφτα» του εκσκαφέα δεν έγινε κατά την ορθή εφαρμογή του συστήματος εργασίας, όμως η προαναφερόμενη ενέργεια του χειριστή του εκσκαφέα «δεν εκφεύγει αλλά συνιστά μέρος του ανασφαλούς και επικίνδυνου συστήματος εργασίας που εφαρμόζετο». Βρήκε επίσης, το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι η προαναφερόμενη ενέργεια του οδηγού του εκσκαφέα ήταν από μόνη της μια αυτοτελής αμελής ενέργεια, ιδιαίτερα από τη στιγμή που ο οδηγός του εκσκαφέα ζήτησε από τον Π. Μιχαήλ να κινηθεί προς τον οδηγό του φορτηγού. Η αμελής αυτή ενέργεια του οδηγού του εκσκαφέα ήταν μέσα στα πλαίσια της εργοδότησής του κατά τρόπο που η εναγόμενη εταιρεία κατέστη εκ προστήσεως υπεύθυνη για την πράξη του, όπως αποφάνθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η εφεσείουσα εταιρεία είχε αστική ευθύνη έναντι του αποβιώσαντος αναφορικά και με τα προαναφερόμενα δύο σκέλη της αξίωσής του. Ο Π. Μιχαήλ, κατά το χρόνο του τραυματισμού του, ενεργούσε εντός των πλαισίων των αρμοδιοτήτων του ως υπάλληλος της εφεσείουσας. Περαιτέρω, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν μεταξύ των καθηκόντων του και η εξυπηρέτηση άλλων υπαλλήλων της εταιρείας. Ο Π. Μιχαήλ όφειλε να υπακούσει στις οδηγίες του οδηγού του εκσκαφέα, όπως ο ίδιος ανέφερε στο δικαστήριο και το δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία του ως αξιόπιστη.
Αφού βρήκε, το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι η εφεσείουσα είχε αστική ευθύνη έναντι του Π. Μιχαήλ, εξέτασε και το ενδεχόμενο ύπαρξης συντρέχουσας αμέλειας εκ μέρους του. Κατέληξε, αφού αναφέρθηκε σε σχετική νομολογία, πως δεν υπήρχε συντρέχουσα αμέλεια. Όταν ο οδηγός του εκσκαφέα ζήτησε από τον Π. Μιχαήλ να πάει στον οδηγό του φορτηγού και να του ζητήσει τη μετακίνησή του, ο οδηγός του εκσκαφέα βρισκόταν σε αδράνεια, αναμένοντας προφανώς τον οδηγό του φορτηγού να το μετακινήσει. Είναι κατά την επιστροφή του Π. Μιχαήλ, στον οδηγό του εκσκαφέα, που ο Π. Μιχαήλ αντελήφθη ότι ο χειριστής του εκσκαφέα ανέπτυξε πρωτοβουλία και προσπάθησε να βάλει το σωλήνα στην «κάσια» του φορτηγού, κατά τον προαναφερόμενο επικίνδυνο τρόπο, πριν ο Μιχαήλ του διαβιβάσει την άρνηση του οδηγού του φορτηγού να το μετακινήσει.
Συντρέχουσα αμέλεια υπάρχει όταν ο ενάγοντας όφειλε εύλογα να είχε προβλέψει ότι θα μπορούσε να ζημιωθεί αν δεν ενεργούσε όπως ένας λογικός άνθρωπος. Όμως ένας ενάγοντας δεν είναι συνήθως υπόχρεος να προβλέψει ότι ένα άλλο πρόσωπο μπορεί να είναι αμελές, εκτός αν η πείρα δείχνει ότι μια συγκεκριμένη αμέλεια είναι συνηθισμένη κάτω από τις περιστάσεις (Δέστε: Χαριλάου ν. Νικολάου (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1460 και Βλάσιος ν. Αντωνίου (1990) 1 Α.Α.Δ. 815).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο, η αμέλεια που επέδειξε ο οδηγός του εκσκαφέα, ενεργώντας με δική του πρωτοβουλία κατά τον προαναφερόμενο επικίνδυνο τρόπο και μάλιστα έχοντας ζητήσει από τον Π. Μιχαήλ να ενεργήσει ώστε να μετακινηθεί το φορτηγό, δεν ήταν συνηθισμένη αμέλεια την οποία ο Π. Μιχαήλ όφειλε εύλογα, και υπό τις περιστάσεις, να είχε προβλέψει και να είχε λάβει προστατευτικά μέτρα έναντι του κινδύνου εκείνου. Επομένως δεν είχε συντρέχουσα αμέλεια ο Π. Μιχαήλ.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης, που είναι και ο σημαντικότερος, ως προς το ζήτημα της ευθύνης, προσβάλλεται η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο Παντελής Μιχαήλ δεν είχε συντρέχουσα αμέλεια. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προσβάλλεται το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα έφερε πλήρη ευθύνη για το επίδικο ατύχημα. Κρίνουμε πως και τα δύο συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν ορθά. Από τη μαρτυρία που έδωσε ο Παντελής Μιχαήλ, και την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη, φαίνεται καθαρά ότι όταν ο χειριστής του εκσκαφέα ζήτησε από τον αποβιώσαντα να πάει στον οδηγό του φορτηγού και να του ζητήσει να το μετακινήσει, ο χειριστής του εκσκαφέα δεν είχε ακόμα αρχίσει να προσπαθεί να μετακινήσει τον σωλήνα με τον προαναφερόμενο επικίνδυνο τρόπο αλλά αυτό άρχισε να το κάμνει όταν ο αποβιώσας επέστρεφε προς το μέρος του χειριστή του εκσκαφέα για να του διαβιβάσει την άρνηση του οδηγού του φορτηγού να το μετακινήσει. Λόγω του θορύβου που υπήρχε, ο αποβιώσας όφειλε να προσεγγίσει το χειριστή του εκσκαφέα και μόλις αντελήφθηκε ότι ο χειριστής του εκσκαφέα έκανε κάτι το επικίνδυνο, ο αποβιώσας προσπάθησε να στρίψει και να απομακρυνθεί αλλά εκείνη τη στιγμή κτυπήθηκε από το σωλήνα τον οποίο κρατούσε η «χούφτα» του εκσκαφέα.
Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά στο κατ΄ ισχυρισμό λανθασμένο συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την επακριβή θέση του εκσκαφέα και την εκ μέρους του πρωτόδικου δικαστηρίου λανθασμένη αποδοχή της θέσης του εκσκαφέα, όπως την υπέδειξε ο Παντελής Μιχαήλ. Είναι γεγονός ότι όταν αρχικά υπεδείχθη το σχεδιάγραμμα (τεκμήριο 1) που ετοίμασε ο Μ.Ε. 2, στον Παντελή Μιχαήλ, αυτός συμφώνησε με αυτό. Στη συνέχεια όμως όταν είδε το σχεδιάγραμμα-τεκμήριο 1, προσεκτικά, ο Παντελής Μιχαήλ υπέδειξε ότι το σημείο στο οποίο κτυπήθηκε από το σωλήνα δεν ήταν πολύ κοντά στο εκσκαφέα, όπως υποδεικνύεται στο τεκμήριο 1 αλλά νοτιότερα και σε κάποια απόσταση από τον εκσκαφέα. Από τα πρακτικά φαίνεται ότι ο Μ.Ε. 2, Γιώργος Κατσονούρης, του Τμήματος Επιθεώρησης Εργασίας Πάφου, ο οποίος ετοίμασε το τεκμήριο 1, τοποθέτησε το σημείο επαφής του σωλήνα με τον αποβιώσαντα στο σημείο 1 του τεκμηρίου 1 επειδή εκεί είχαν βρεθεί κηλίδες αίματος. Όμως όταν ρωτήθηκε ο Μ.Ε. 2 κατά πόσον του είχε λεχθεί, από αυτόπτες μάρτυρες, ότι σ΄ εκείνο το σημείο κτυπήθηκε ο αποβιώσας, αυτός απάντησε ότι εκεί, απλά, βρήκε τις κηλίδες αίματος και ότι ο ίδιος δεν ήταν παρών και δεν μπορούσε να πεί με σιγουριά ποια ήταν η θέση του Π. Μιχαήλ, σε σχέση με τον εκσκαφέα, κατά τη στιγμή του ατυχήματος. Δεν βρίσκουμε οτιδήποτε το μεμπτό στα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου. Ο Παντελής Μιχαήλ ήταν αξιόπιστος μάρτυρας. Οι θέσεις του αναφορικά με το πώς και υπό ποιές συνθήκες συνέβηκε το ατύχημα ήταν σαφείς και η μαρτυρία του δεν έρχεται σε σύγκρουση με τη μαρτυρία του Μ.Ε. 2 ο οποίος δεν ήταν παρών και δεν μπορούσε να πει ο ίδιος πώς έγινε το ατύχημα και πού ακριβώς βρισκόταν ο αποβιώσας σε σχέση με τον εκσκαφέα. Το ότι ο αποβιώσας αρχικά είχε πει ότι συμφωνούσε με το τεκμήριο 1 δεν σημαίνει ότι αργότερα, όταν είχε την ευκαιρία να δει καλύτερα το τεκμήριο και να εξηγήσει ακριβώς πού βρισκόταν ο ίδιος, κατά το χρόνο του ατυχήματος, σε σχέση με τον εκσκαφέα, δεν έλεγε την αλήθεια. Κατά την κρίση μας τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν απόλυτα επιτρεπτά και δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης σ΄ αυτά.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο Παντελής Μιχαήλ ενήργησε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, στα πλαίσια της εργοδότησης του ως αποθηκάριος. Ούτε αυτό το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι λανθασμένο. Ο Παντελής Μιχαήλ ήταν αποθηκάριος και υπεύθυνος για την καταγραφή των σωλήνων, όμως στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του ήταν και η εξυπηρέτηση άλλων υπαλλήλων της εργοδότριας εταιρείας και επομένως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η ενέργειά του να υπακούσει και να εκτελέσει τις οδηγίες που του είχε δώσει ο χειριστής του εκσκαφέα, ο οποίος ήταν επίσης υπάλληλος της εφεσείουσας εταιρείας και εκτελούσε τα καθήκοντά του, μεταφέροντας τους σωλήνες από το μέρος που ήταν στιβαγμένοι, στο φορτηγό, ήταν εκτός του πλαισίου της εργοδότησής του.
Ο πέμπτος και έκτος λόγος έφεσης αφορούν στις γενικές αποζημιώσεις των Λ.Κ. 18.000.- που επεδίκασε το πρωτόδικο δικαστήριο και στη αποδοχή, εκ μέρους του πρωτόδικου δικαστηρίου, της μαρτυρίας του Δρα. Καραβία αναφορικά με την ανικανότητα του Παντελή Μιχαήλ για εργασία μετά το ατύχημα. Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία του Δρα. Καραβία, Νευρολόγου-Ψυχιάτρου, ότι ο αποβιώσας είχε γνωστική δυσλειτουργία, δηλαδή αδυναμία συγκέντρωσης και προσοχής. Είχε επίσης επιλησμοσύνη των προσφάτων γεγονότων, επομένως δεν μπορούσε να κάμει απλές ή περίπλοκες πράξεις. Ο Παντελής Μιχαήλ, εκτός από γνωστική δυσλειτουργία, είχε πιθανότητα μετατραυματικής επιληψίας και σοβαρή κατάθλιψη, σοβαρό αίσθημα ανασφάλειας και φοβίες. Το συναίσθημα του ήταν καταθλιπτικό με πεσιμιστικές ιδέες, έβλεπε το μέλλον του μαύρο και ο γιατρός Καραβίας είπε ότι είναι πολύ καταθλιπτικό περιβάλλον να εργάζεται κανείς ακίνητος σε μια αποθήκη, για 4 με 6 ώρες. Το περιβάλλον δεν θα ήταν καλό σαν τόπος εργασίας, πριν βελτιωθεί η κατάθλιψη. Αναφορικά με τα καθήκοντα του αποθηκάριου και σε σχέση με την επιλησμοσύνη πρόσφατων γεγονότων ο γιατρός Καραβίας είπε ότι ο αποβιώσας δεν θα μπορούσε να εκτελεί χρέη αποθηκαρίου και να γνωρίζει ποιά αντικείμενα περιείχε η αποθήκη, εξαιτίας του προαναφερόμενου προβλήματος επιλησμοσύνης και της αδυναμίας συγκέντρωσης και προσοχής που είχε. Με αυτή τη μαρτυρία, που θεωρήθηκε ως αξιόπιστη, κρίνουμε πως ήταν λογικό και επιτρεπτό για το πρωτόδικο δικαστήριο να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο αποβιώσας ήταν ανίκανος για την εκτέλεση της εργασίας του.
Όσον αφορά τις γενικές αποζημιώσεις των Λ.Κ.18.000.- παρατηρούμε τα εξής: Ο αποβιώσας ήταν 49 ετών και ήταν απόλυτα υγιής όταν του συνέβηκε το ατύχημα. Μετά από 4 χρόνια και 3 μήνες απεβίωσε από άλλη αιτία. Εξαιτίας του ατυχήματος είχε πόνο και ταλαιπωρία και το πρόσωπο του είχε παραμορφωθεί κατά τρόπο που προκαλούσε στον ίδιο μεγάλη πικρία. Ήταν ανίκανος να εργαστεί και να προσφέρει στην οικογένεια του, κατά τα τελευταία 4 χρόνια της ζωής του, πράγμα που του δημιουργούσε άγχος και αγωνία για το μέλλον της οικογένειας του. Η στενοχώρια που διακατέχει ένα άτομο που αντιλαμβάνεται πως οι εξαρτώμενοι του πρόκειται να παραμείνουν χωρίς τη φροντίδα και την υποστήριξή του, είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη κατά την αποτίμηση της αποζημίωσης (Δέστε: Pickett v. British Rail Engineering Ltd (1977) 121 Sol. Jo 814, CA). Το δυστύχημα στέρησε από τον αποβιώσαντα, ουσιαστικά τη χαρά της ζωής των 4 τελευταίων περίπου χρόνων, τα οποία διαβίωσε με θλίψη, απόγνωση, πόνο, ταλαιπωρία και περιθωριοποίηση, στοιχεία που επίσης συνυπολογίζονται κατά την αποτίμηση της αποζημίωσης.
Με αυτά τα δεδομένα κρίνουμε πως οι γενικές αποζημιώσεις ύψους Λ.Κ.18.000.- που επιδικάστηκαν υπέρ του αποβιώσαντα δεν ήταν ποσό υπερβολικό ή εκτός των ορθών πλαισίων κάτω από τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης.
Για τους προαναφερόμενους λόγους θεωρούμε όλους τους λόγους έφεσης ως αβάσιμους και τους απορρίπτουμε. Η έφεση απορρίπτεται, με €2.500.- έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., εις βάρος της εφεσείουσας.
Π.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.