ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2008) 1 ΑΑΔ 1311

30 Δεκεμβρίου, 2008

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΣΤΙΚΕΣ ΠΤΥΧΕΣ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΑΠΑΓΩΓΗΣ ΠΑΙΔΙΩΝ (ΚΥΡΩΤΙΚΟΣ) ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 1994 (Ν. 11(ΙΙΙ)94) ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ 2201/2003 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ.

ΜΕΤΑΞΥ: 

ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

Εφεσείοντος,

ν.

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ

(ΩΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟ ΝΟΜΟ 11(ΙΙΙ)/1994) ΥΣΤΕΡΑ ΑΠΟ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΛΑΝΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

Εφεσιβλήτου.

(Έφεση Αρ. 22/2008)

 

Οικογενειακό Δίκαιο ― Σχέσεις γονέων και τέκνων ― Μετακίνηση ή κατακράτηση ανηλίκου τέκνου ― Έκδοση διατάγματος για επιστροφή ανηλίκου τέκνου στη μητέρα του, στη βάση των προνοιών της Σύμβασης για τις Αστικές Πτυχές της Διεθνούς Απαγωγής Παιδιών (Σύμβαση της Χάγης), η οποία κυρώθηκε με το Νόμο 11(ΙΙΙ)/94 σε συνάρτηση με τον Κανονισμό 2201/03 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ― Έφεση εναντίον σχετικού διατάγματος ― Κατά πόσο το πρωτόδικο Οικογενειακό Δικαστήριο καθοδηγήθηκε ορθά σε σχέση με τις νομικές πρόνοιες της Σύμβασης και υιοθέτησε τις ορθές αρχές της νομολογίας για να καταλήξει στην έκδοση του επιδίκου διατάγματος ― Ποίος ο πρωταρχικός σκοπός της Σύμβασης.

Λέξεις και Φράσεις ― «Παράνομη κατακράτηση», στο Άρθρο 3 της Σύμβασης για τις Αστικές Πτυχές της Διεθνούς Απαγωγής Παιδιών (Σύμβαση της Χάγης), η οποία κυρώθηκε με το Νόμο 11 (ΙΙΙ)/94 ― Ποία η έννοια της φράσης «παράνομη κατακράτηση» και ποία τα κριτήρια καθορισμού της.

Απόδειξη ― Μαρτυρία ανηλίκου η οποία δόθηκε σε συνέντευξή του στο Δικαστήριο, σε υπόθεση με την οποία εζητείτο η άμεση επιστροφή του στον τόπο της συνήθους διαμονής του, στη βάση των προνοιών της Σύμβασης για τις Αστικές Πτυχές της Διεθνούς Απαγωγής Παιδιών (Σύμβαση της Χάγης), η οποία κυρώθηκε με το Νόμο 11(ΙΙΙ)/94 ― Κατά πόσο αξιολογήθηκε ορθά ― Κατά πόσο το Δικαστήριο είχε υποχρέωση να ακούσει και τους γονείς του ανηλίκου.

Η αιτήτρια είναι η μητέρα του ανηλίκου Νικόλα Νικολάου και ο καθ' ου η αίτηση ο πατέρας του. Η αιτήτρια κατάγεται από την Ουκρανία και ο καθ' ου η αίτηση από την Κύπρο. Παντρεύτηκαν στις 23.10.1998 και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή Essex της Αγγλίας. Στις 10.1.2000 απέκτησαν ένα παιδί, τον Νικόλα, που γεννήθηκε στην Αγγλία. Περί το Δεκέμβριο του 2004 ο καθ' ου η αίτηση έφυγε από την Αγγλία και εγκαταστάθηκε στην Κύπρο. Η αιτήτρια και ο Νικόλας συνέχισαν να διαμένουν στην Αγγλία, και επισκέπτονταν περιοδικά τον καθ' ου η αίτηση στην Κύπρο. Την περίοδο των Χριστουγένων και της Πρωτοχρονιάς 2005 - 2006 επήλθε διάσταση στις σχέσεις των διαδίκων. Η αιτήτρια και ο Νικόλας συνέχισαν και μετά τη διάσταση να διαμένουν στο σπίτι που αποτελούσε το συζυγικό οίκο στην Αγγλία. Με εξ συμφώνου διάταγμα που εκδόθηκε από Δικαστήριο της Αγγλίας στις 20.10.06 διατάχθηκε όπως ο ανήλικος διαμένει με τη μητέρα του, και κατόπιν δέσμευσης του καθ' ου η αίτηση προς την αιτήτρια, για επιστροφή του ανηλίκου μετά από κάθε άσκηση του δικαιώματος του για επικοινωνία εκτός του Ηνωμένου Βασιλείου, διατάχθηκε η εύλογη επικοινωνία του πατέρα με τον ανήλικο γιό του, η οποία μπορεί να ασκείται και στην Κύπρο. Ως πρώτη περίοδος εφαρμογής του δικαιώματος επικοινωνίας του καθ' ου η αίτηση με τον ανήλικο γιό του ορίστηκε η εβδομάδα των διακοπών τον Οκτώβριο του 2006. Σύμφωνα με το διάταγμα του Αγγλικού Δικαστηρίου το παιδί, όταν θα ερχόταν στην Κύπρο, θα συνοδευόταν από τον παππού του. Τη γονική μέριμνα του ανηλίκου ασκούν και οι δύο γονείς από κοινού.

Με δεύτερο εκ συμφώνου διάταγμα της ιδίας ημερομηνίας, ο καθ' ου η αίτηση διατάχθηκε να καταβάλλει το ποσό των 300 στερλινών για τη διατροφή του Νικόλα μηνιαίως από 23.10.2006.

Στις 10.8.07 ο Νικόλας ήλθε στην Κύπρο συνοδευόμενος από τον παππού του, μέσα στα πλαίσια του δικαιώματος επικοινωνίας του καθ' ου η αίτηση με τον ανήλικο γιό του, όπως καθορίστηκε με το διάταγμα του Αγγλικού Δικαστηρίου. Στις 31.8.07 που έληγε το προαναφερθέν δικαίωμα επικοινωνίας του ανηλίκου, αυτός δεν επιβιβάστηκε στο αεροπλάνο για να αναχωρήσει στην Αγγλία.

Στις 3.9.07, η αιτήτρια ζήτησε την έκδοση διατάγματος του Αγγλικού Δικαστηρίου για την άμεση επιστροφή του ανηλίκου στην ίδια. Επίσης στις 6.9.07 υπέβαλε αίτημα στην Κεντρική Αρχή του Ηνωμένου Βασιλείου, σύμφωνα με τη Σύμβαση της Χάγης για τις Αστικές Πτυχές της Διεθνούς Απαγωγής Παιδιών, για επιστροφή του ανηλίκου στον τόπο της συνήθους διαμονής του, στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Ο ανήλικος μέχρι σήμερα βρίσκεται στην Κύπρο και φοιτά σε σχολείο.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε αίτηση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως, που ενεργούσε ως η Κεντρική Αρχή στην Κυπριακή Δημοκρατία, με βάση το Άρθρο 4 του Κυρωτικού Νόμου, κατόπιν εξουσιοδότησης της αιτήτριας, και εξέδωσε:

1.  Διάταγμα άμεσης επιστροφής του ανηλίκου στον τόπο της συνήθους διαμονής του, δηλαδή, στην Αγγλία.

2.  Διάταγμα άμεσης παράδοσης του ανηλίκου στον αιτητή (Υπουργό) και/ή σε εκπρόσωπό του και/ή σε άτομο που ενεργεί για λογαριασμό του, για σκοπούς επιστροφής του στη χώρα της συνήθους διαμονής του, στην Αγγλία.

3.  Τα έξοδα επιστροφής του ανηλίκου στην Αγγλία.

Ο καθ' ου η αίτηση πατέρας του ανηλίκου είχε φέρει ένσταση στην οποία, μεταξύ άλλων, υποστήριζε ότι:

(α)   Ο ανήλικος αυτόβουλα αντιτίθεται στην επιστροφή του στο Ηνωμένο Βασίλειο και βρίσκεται ήδη σε ηλικία και βαθμό ωριμότητας που υποδεικνύει ότι οι απόψεις του θα πρέπει να ληφθούν υπόψη. Ήταν η θέση του καθ' ου η αίτηση ότι σύμφωνα με το Άρθρο 11(2) του Κανονισμού 2201/03 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ο Κανονισμός) θα έπρεπε να δοθεί η ευκαιρία στον ανήλικο να ακουστεί.

(β)   Υφίσταται σοβαρός κίνδυνος η επιστροφή του ανηλίκου να τον εκθέσει σε φυσική ή ψυχική δοκιμασία ή και σε αφόρητη κατάσταση και γι' αυτό επίσης το λόγο θα έπρεπε να δοθεί η ευκαιρία στον ανήλικο να ακουστεί.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο συμμορφούμενο προς τον Κανονισμό, άκουσε τον ανήλικο σε συνέντευξη που είχε μαζί του, σημειώνοντας ότι αυτός εξέφρασε επιθυμία όπως μη επιστρέψει στη μητέρα του στην Αγγλία. Το Δικαστήριο, επίσης συμμορφούμενο προς το Άρθρο 13 της Σύμβασης για τις Αστικές Πτυχές της Διεθνούς Απαγωγής Παιδιών (Σύμβαση της Χάγης), η οποία κυρώθηκε με το Νόμο11(ΙΙΙ)/94 (η Σύμβαση), έλαβε υπόψη του τις πληροφορίες που περιέχονται στις δύο εκθέσεις CAFCASS.

Ο αιτητής - εφεσείων εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση. Οι λόγοι έφεσης στρέφονται εναντίον των ακόλουθων συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου:

 1)   Ότι ο ανήλικος δεν βρισκόταν σε τέτοια ηλικία και βαθμό ωριμότητας που θα έπρεπε οι απόψεις του να ληφθούν υπόψη.

 2)   Ότι «ο ανήλικος βρίσκεται σε μια κατάσταση δικαιολογημένης αγωνίας αλλά και σύγχισης», ότι «ο ανήλικος όντας με τη μητέρα του παρουσιάζεται αφοσιωμένος σ' αυτή τρέφοντας μάλιστα και αρνητικά συναισθήματα για τον πατέρα του» και ότι υπάρχει «μεταβολή συναισθημάτων».

 3)   Ότι η άρνηση του ανηλίκου να επιστρέψει στη χώρα της συνήθους διαμονής του, ήταν το αποτέλεσμα επηρεασμού του από τον καθ' ου η αίτηση και το συγγενικό του περιβάλλον στην Κύπρο, κατά το χρόνο κατακράτησής του.

 4)   Ότι με την επιστροφή του ανηλίκου στην Αγγλία δεν θα υπάρχει σοβαρός κίνδυνος έκθεσής του σε φυσική ή ψυχολογική βλάβη ή σε αφόρητη κατάσταση.

     Με άλλους λόγους έφεσης εγείρονται τα ακόλουθα θέματα:

 5)   Η, κατ' ισχυρισμόν, μετατροπή του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε εμπειρογνώμονα.

 6)   Η, κατ' ισχυρισμόν, εσφαλμένη λήψη υπόψη της μαρτυρίας της μητέρας και η λανθασμένη καθοδήγηση της εν λόγω μαρτυρίας.

 7)   Η συνέντευξη του ανηλίκου η οποία έγινε χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των δικηγόρων τους και χωρίς να επιτραπεί δημόσια ακρόαση, οδήγησε σε παραβίαση του δικαιώματος του καθ' ου η αίτηση για δίκαιη δίκη.

 8)   Η, κατ' ισχυρισμόν, συναισθηματική κακοποίηση του ανηλίκου και ο σοβαρός κίνδυνος (grave risk) αυτή να τον εκθέσει σε φυσική ή ψυχική βλάβη ή και να τον θέσει σε αφόρητη κατάσταση, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα της συνήθους διαμονής του.

9)  Η, κατ' ισχυρισμόν, λανθασμένη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου το οποίο, παρά το ότι βρήκε πως υπήρχε κάποιος κίνδυνος ψυχολογικής βλάβης στον ανήλικο, διέταξε την επιστροφή του στην Αγγλία.

10)  Η, κατ' ισχυρισμόν εσφαλμένη ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία αποφάσισε να ακούσει τον ανήλικο μετά το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας.

11)  Η, κατ' ισχυρισμόν, εσφαλμένη ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να προβεί σε αξιολόγηση της μαρτυρίας της αιτήτριας Λάνας Νικολάου.

12)  Η, κατ' ισχυρισμόν, λανθασμένη ερμηνεία του πρωτόδικου Δικαστηρίου στον όρο «παράνομη κατακράτηση». Το παράπονο του εφεσείοντος εστιάζεται στη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στον όρο «κατακράτηση» εμπεριέχεται και η έννοια της παράνομης τέλεσης πράξης και ότι δεν απαιτείται πρόθεση κατακράτησης.

13)  Η, κατ' ισχυρισμόν, εσφαλμένη μη καθοδήγηση του πρωτόδικου δικαστηρίου από το δίκαιο και τις δικαστικές αποφάσεις του κράτους της συνήθους διαμονής του παιδιού σε σχέση με τη διάγνωση του στοιχείου της παρανομίας, σύμφωνα με τη Σύμβαση και τον Κανονισμό.

14)  Η, κατ' ισχυρισμόν, εσφαλμένη κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν έγινε παρέμβαση ή καθοδήγηση στη μητέρα, από την Ανώτερη Δικηγόρο της Δημοκρατίας η οποία χειριζόταν την υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε με πολλή προσοχή όλα τα ενώπιόν του στοιχεία και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο ανήλικος όταν έλεγε κατηγορηματικά, κατά τη συνέντευξη του, ότι δεν θέλει να γυρίσει στην Αγγλία και μάλιστα για λόγους που σχετίζονται με τη μητέρα του, ήταν επηρεασμένος και οι απαντήσεις του ήταν «υποβολιμαίες». Το Δικαστήριο εφάρμοσε τις ορθές νομικές αρχές και τις αρχές που καθιερώθηκαν από τη νομολογία πριν λάβει την απόφασή του ως προς το ζήτημα των ενστάσεων και της γνώμης του παιδιού. Συγκεκριμένα καθοδηγήθηκε από το Άρθρο 13 της Σύμβασης και από τον Κανονισμό. Τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί των γεγονότων είναι ορθά, και δεν τεκμηριώθηκε οποιοσδήποτε λόγος ανατροπής τους, εφόσον μάλιστα το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να δει και να ακούσει τους μάρτυρες και ιδιαίτερα τον ανήλικο. Επίσης η νομική καθοδήγηση του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν η ενδεδειγμένη.

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκαμε αξιολόγηση του ανηλίκου και των όσων αυτός ανέφερε στο Δικαστήριο κατά τη συνέντευξή του και έδωσε εξηγήσεις γιατί αυτός βρίσκεται σε κατάσταση δικαιολογημένης αγωνίας και σύγχισης αφού προηγουμένως τον άκουσε και επίσης έλαβε υπόψη, όπως όφειλε, τις πληροφορίες των δύο εκθέσεων CAFCASS.

3.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αιτιολόγησε πλήρως το συμπέρασμά του πως η άρνηση του ανηλίκου να επιστρέψει στη χώρα της συνήθους διαμονής του ήταν αποτέλεσμα επηρεασμού του από το συγγενικό του περιβάλλον στην Κύπρο, κατά το χρόνο της κατακράτησής του.

4.  Το Άρθρο 13(β) της Σύμβασης (πρώτη υπεράσπιση) προνοεί ότι δεν διατάσσεται η επιστροφή του ανηλίκου, εάν ο ενιστάμενος σε αυτή δείξει ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η επιστροφή του να το εκθέσει σε ψυχολογική βλάβη ή να το θέσει σε αφόρητη κατάσταση. Για το σκοπό αυτό η αρμόδια δικαστική αρχή θα πρέπει να λάβει υπόψη της τις πληροφορίες αναφορικά με το κοινωνικό περιβάλλον του παιδιού, οι οποίες δίδονται από την κεντρική αρχή ή άλλη αρμόδια αρχή της χώρας της συνήθους διαμονής του παιδιού.

5.  Το Οικογενειακό Δικαστήριο δεν μετατράπηκε σε εμπειρογνώμονα όταν εξέφραζε τη θέση του σε σχέση με την τάση των παιδιών να αναγνωρίζουν και να στηρίζουν τις προσδοκίες του γονέα με τον οποίο διαβιούν και ότι δεν είναι ασυνήθιστο για τα παιδιά να λένε άλλα στον ένα γονέα και άλλα στον άλλο.

6.  Οι παρατηρήσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το τι είπε η μητέρα για τον ανήλικο, όταν αυτός βρισκόταν στην Αγγλία, ουσιαστικά συνάδουν με την έκθεση CAFCASS και δεν δημιουργείται οποιοδήποτε πρόβλημα από το γεγονός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο απέφυγε να κάμει αξιολόγηση της μαρτυρίας της μητέρας αναφορικά με άλλους γενικούς ισχυρισμούς της.

7.  Το Δικαστήριο, όταν εκδικάζει αιτήσεις όπως η παρούσα, είναι μόνο τον ανήλικο που έχει υποχρέωση να ακούσει. Η επιταγή του Κανονισμού (Άρθρο 11(2)) είναι ότι όταν εφαρμόζονται τα Άρθρα 12 και 13 της Σύμβασης, δηλαδή στις περιπτώσεις όπου ένα παιδί μετακινείται παράνομα ή κατακρατείται και υπάρχει αίτηση για επιστροφή του στη χώρα της συνήθους διαμονής του, και εγείρεται ένσταση στην επιστροφή, δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 13 της Σύμβασης, το Δικαστήριο (που θα κρίνει την αίτηση επιστροφής) θα πρέπει να βεβαιωθεί ότι θα δοθεί ευκαιρία στον ανήλικο να ακουστεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, εκτός αν αυτό αντενδείκνυται έχοντας υπόψη την ηλικία του και το βαθμό ωριμότητάς του.

8.  Σύμφωνα με το Άρθρο 13(β) της Σύμβασης το Δικαστήριο διατηρεί διακριτική ευχέρεια να μη διατάξει την επιστροφή του παιδιού, εφόσον αποδεικνύεται ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η επιστροφή του να το εκθέσει σε φυσική ή ψυχική δοκιμασία ή να το περιαγάγει με οποιοδήποτε τρόπο σε αφόρητη κατάσταση. Ο ισχυρισμός του ανηλίκου ότι η μητέρα του το κτυπούσε δεν έχει τεκμηριωθεί από την απάντηση που αυτός έδωσε σε σχετικό ερώτημα.

     Το Δικαστήριο καθοδηγήθηκε ορθά και ως προς την, κατ' ισχυρισμόν, συναισθηματική κακοποίηση του παιδιού από τη μητέρα του. Για να καλύπτεται δε η περίπτωση από το Άρθρο 13(β) της Σύμβασης πρέπει να αποδειχθεί ότι ο βαθμός της αφόρητης κατάστασης είναι πολύ ψηλός. Τα αγγλικά Δικαστήρια μόνο σε σπάνιες υποθέσεις είναι πρόθυμα να αποφασίσουν πως ικανοποιούνται οι όροι για την έγερση της πρώτης υπεράσπισης του Άρθρου 13(β).

     Το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε και ορθά εφάρμοσε την πρώτη υπεράσπιση του Άρθρου 13(β) της Σύμβασης, στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.

9.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια και κατέληξε σε ορθά συμπεράσματα.

10.  Ήταν ορθή η απόφαση του Δικαστηρίου να ακούσει τον ανήλικο όπως προνοείται και στον Κανονισμό, ήταν ορθή η θέση του Δικαστηρίου να μην επιτρέψει την είσοδο στη συνέντευξη των διαδίκων ή των συνηγόρων τους, για προφανείς λόγους μη επηρεασμού του παιδιού και δεν υπάρχει οτιδήποτε το λανθασμένο στις ερωτήσεις που υπέβαλε το δικαστήριο στον ανήλικο και τη διαδικασία που ακολούθησε.

11.  Παρά τη μη ύπαρξη ειδικής αξιολόγησης της μαρτυρίας της αιτήτριας, από το σύνολο της απόφασης φαίνεται ποια μέρη της μαρτυρίας της αποδέχτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο και ποια αγνόησε ως μη σχετικά.

12. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως η παρούσα υπόθεση ήταν υπόθεση παράνομης κατακράτησης σύμφωνα με την έννοια της Σύμβασης και του Κανονισμού. Παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση σύμφωνα με το Άρθρο 2(11) του Κανονισμού καλύπτει μετακίνηση ή κατακράτηση παιδιού, κατά παράβαση δικαιώματος επιμέλειας, σύμφωνα με το δίκαιο του Κράτους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από τη μετακίνηση ή την κατακράτηση. Προσομοιάζει δηλαδή πολύ ο ορισμός των όρων παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση, που δίδεται στο Άρθρο 2(11) του Κανονισμού και στο Άρθρο 3 της Σύμβασης.

13.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιόν του ως παραδεκτά γεγονότα, οτιδήποτε χρειαζόταν σε σχέση με το αγγλικό δίκαιο, ώστε να είναι σε θέση να κρίνει τα επίδικα ζητήματα των Άρθρων 3 και 13 της Σύμβασης.

14.  Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της υπόθεσης ουδέποτε υποβλήθηκε στη μητέρα του ανηλίκου, όταν αυτή έδιδε μαρτυρία στο Δικαστήριο, ότι κατά τις επαφές της με την Ανώτερη Δικηγόρο της Δημοκρατίας συζήτησαν οτιδήποτε σχετικό με τη μαρτυρία που η μητέρα έδωσε ή την οποία θα έδιδε κατά την αντεξέτασή της.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

S v. S [1992] 2 FLR 492,

Zaffino v. Zaffino [2006] 1 FLR 410,

Re T [2000] 2 FLR 192,

Re S [1992] 2 FLR 492,

Re C [1999] 1 FLR 1145,

Re H [1999] 1 FLR 872,

Re A (a minor) [1998] 1 FLR 365,

Re C (a minor) [1989] 1 FLR 403,

B v. B [1993] 1 FLR 238,

Re F (a minor) [1995] 2 FLR 31.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λάρνακας, (Κούσιου - Χρυσανδρέα, Δ.), (Αίτ. Αρ. 197/07), ημερομ. 30.10.08.

Χ. Κυριακίδης με Μ. Κυριακίδη, για τον Eφεσείοντα.

Λ. Χριστοδουλίδου - Ζαννέτου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝIΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση εγείρονται ουσιαστικά ζητήματα λειτουργίας και εφαρμογής της Σύμβασης για τις Αστικές Πτυχές της Διεθνούς Απαγωγής Παιδιών (Σύμβαση της Χάγης), η οποία κυρώθηκε με το Νόμο 11(ΙΙΙ)/94 (στη συνέχεια η Σύμβαση), σε συνάρτηση με τον Κανονισμό 2201/03 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στη συνέχεια ο Κανονισμός). 

Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου καταχωρήθηκε αίτηση από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, που ενεργούσε ως η Κεντρική Αρχή στην Κυπριακή Δημοκρατία, με βάση το Άρθρο 4 του Κυρωτικού Νόμου, κατόπιν εξουσιοδότησης της κας Λάνας Νικολάου, μητέρας του ανήλικου Νικόλα Νικολάου (στη συνέχεια η αιτήτρια), με την οποία ζητείτο:

Διάταγμα του δικαστηρίου που να διατάσσει την επιστροφή του ανήλικου Νικόλα Νικολάου (στη συνέχεια ο ανήλικος), γιού του καθ' ου η αίτηση-εφεσείοντα (στη συνέχεια ο καθ' ου η αίτηση), και της αιτήτριας, στον τόπο της συνήθους διαμονής του, δηλαδή στην Αγγλία, στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Διάταγμα του δικαστηρίου που να διατάσσει τον καθ' ου η αίτηση να παραδώσει αμέσως τον ανήλικο στον αιτητή (Υπουργό) και/ή σε εκπρόσωπο του και/ή σε άτομο που ενεργεί για λογαριασμό του, και/ή στη μητέρα του - αιτήτρια, για να διευθετήσει τη μεταφορά του στον τόπο της συνήθους διαμονής του.

Τα έξοδα για την επιστροφή του ανήλικου στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ο καθ' ου η αίτηση καταχώρησε ένσταση στην οποία πρόβαλε τους εξής βασικούς λόγους:

(α)   Ο ανήλικος αυτόβουλα αντιτίθεται στην επιστροφή του στο Ηνωμένο Βασίλειο και βρίσκεται ήδη σε ηλικία και βαθμό ωριμότητας που υποδεικνύει ότι οι απόψεις του θα πρέπει να ληφθούν υπόψη. Ήταν θέση του καθ' ου η αίτηση ότι σύμφωνα με το Άρθρο 11(2) του Κανονισμού θα έπρεπε να δοθεί η ευκαιρία στον ανήλικο να ακουστεί.    

(β)   Υφίσταται σοβαρός κίνδυνος η επιστροφή του ανήλικου να τον εκθέσει σε φυσική ή ψυχική δοκιμασία ή και σε αφόρητη κατάσταση και γι' αυτό επίσης το λόγο θα έπρεπε να δοθεί η ευκαιρία στον ανήλικο να ακουστεί. 

(γ)   Η ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση είναι αντικανονική και άκυρη καθότι η ενόρκως δηλούσα δεν έχει προσωπική γνώση των κατ' ισχυρισμό γεγονότων και δεν αποκαλύπτει την πηγή πληροφόρησης της. 

(δ)   Οι ισχυρισμοί που περιέχονται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση είναι ανυπόστατοι, ψευδείς και αόριστοι.

Την αίτηση του Υπουργού υποστήριζαν δύο ένορκες δηλώσεις, της κας Ιωάννας Αναστασιάδου, Διοικητικού Λειτουργού της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, η οποία είναι τοποθετημένη στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, και της αιτήτριας.  Η ένσταση υποστηριζόταν από ένορκες δηλώσεις του καθ' ου η αίτηση, της κας Μαρίας Θεοφιλίδου, Κλινικής Ψυχολόγου, του κ. Κυριάκου Βερεσιέ, Νευρολόγου-Ψυχιάτρου και της κας Ευτυχίας Ξενοφώντος, υπαλλήλου των Κυπριακών Αερογραμμών. Όλοι όσοι υπέγραψαν ένορκες δηλώσεις αντεξετάστηκαν, ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου, πάνω στο περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων τους. 

Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής βρήκε ότι τα εξής γεγονότα ήταν αδιαμφισβήτητα και παραδεκτά:

Η αιτήτρια κατάγεται από την Ουκρανία και ο καθ' ου η αίτηση από την Κύπρο.  Γνωρίστηκαν το 1997 όταν η αιτήτρια εργαζόταν στην Κύπρο ως καλλιτέχνιδα σε καμπαρέ.  Παντρεύτηκαν στις 23.10.1998 και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή Essex της Αγγλίας σε σπίτι που τους παραχώρησαν η θεία και ο εξάδελφος του καθ΄ ου η αίτηση.  Από το γάμο τους απέκτησαν ένα παιδί, τον Νικόλα Νικολάου, που γεννήθηκε στις 10.1.2000 στην Αγγλία.  Περί το Δεκέμβριο του 2004 ο καθ' ου η αίτηση έφυγε από την Αγγλία και εγκαταστάθηκε στην Κύπρο.  Η αιτήτρια και ο ανήλικος συνέχισαν να διαμένουν στο Ηνωμένο Βασίλειο και να επισκέπτονται περιοδικά τον καθ' ου η αίτηση στην Κύπρο.  Την περίοδο των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς 2005-2006 επήλθε διάσταση στις σχέσεις των διαδίκων.  Η αιτήτρια και  ο ανήλικος συνέχισαν και μετά τη διάσταση  να διαμένουν στο σπίτι που αποτελούσε τη συζυγική κατοικία στο Ηνωμένο Βασίλειο.  Μαζί τους διαμένουν και η αδελφή της αιτήτριας με το γιό της.  Ο καθ' ου  η αίτηση συνεχίζει να διαμένει στην Κύπρο.  Με εξ συμφώνου διάταγμα που εκδόθηκε από Δικαστήριο της Αγγλίας στις 20.10.06 διατάχθηκε όπως ο ανήλικος διαμένει με τη μητέρα του, και κατόπιν δέσμευσης του καθ' ου η αίτηση προς την αιτήτρια, για επιστροφή του ανηλίκου μετά από κάθε άσκηση του δικαιώματος του για επικοινωνία εκτός του Ηνωμένου Βασιλείου, διατάχθηκε η εύλογη επικοινωνία του πατέρα με τον ανήλικο γιό του, η οποία μπορεί να ασκείται και στην Κύπρο.  Ως πρώτη περίοδος εφαρμογής του δικαιώματος επικοινωνίας του καθ' ου η αίτηση με τον ανήλικο γιό του ορίστηκε η εβδομάδα των διακοπών τον Οκτώβριο του 2006.  Σύμφωνα με το διάταγμα του Αγγλικού Δικαστηρίου το παιδί, όταν θα ερχόταν στην Κύπρο, θα συνοδευόταν από τον παππού του.  Τη γονική μέριμνα του ανηλίκου ασκούν και οι δύο γονείς από κοινού. 

Με δεύτερο, εκ συμφώνου εκδοθέν διάταγμα, της ίδιας ημερομηνίας, δηλαδή της 20.10.06, ο καθ' ου η αίτηση διατάχθηκε να καταβάλλει από 23.10.06 και την αντίστοιχη ημέρα κάθε επόμενου μήνα, ως διατροφή για το ανήλικο παιδί του, το ποσό των 300 στερλινών. 

Ο καθ' ου η αίτηση άσκησε το δικαίωμα επικοινωνίας του με τον ανήλικο γιό του, στην Κύπρο, τον Οκτώβριο του 2006 και τον Απρίλιο του 2007.  Μέσα στα πλαίσια της αίτησης του πατέρα για ρύθμιση του δικαιώματος του για επικοινωνία με τον ανήλικο γιό του ετοιμάστηκαν, κατόπιν οδηγιών του Αγγλικού Δικαστηρίου, από το αρμόδιο αγγλικό κυβερνητικό τμήμα (CAFCASS), δύο εκθέσεις.  Η πρώτη έκθεση, ημερ. 6.3.07, έγινε για τη διακρίβωση των απόψεων και αισθημάτων του ανήλικου αναφορικά με το ζήτημα της επικοινωνίας του με τον πατέρα του.  Η δεύτερη, ημερ. 9.5.07, αφορούσε το ειδικότερο θέμα της παραμονής του ανηλίκου στην Κύπρο, μέσα στα πλαίσια επικοινωνίας με τον πατέρα του, το Πάσχα του 2007.  Στη συνέχεια, με διάταγμα του ίδιου Αγγλικού Δικαστηρίου, ημερ. 13.7.07, διατάχθηκε όπως η άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας του καθ' ου η αίτηση με τον ανήλικο γιό του λάβει χώραν μεταξύ 23.7.07 και 13.8.07 και όπως ο πατέρας έχει τηλεφωνική επικοινωνία με το γιό του δύο φορές την εβδομάδα σε μέρα και ώρα που θα συμφωνείτο μεταξύ των δικηγόρων των διαδίκων. Ως πρώτη εβδομάδα άσκησης του δικαιώματος της τηλεφωνικής επικοινωνίας ορίστηκε η εβδομάδα που άρχιζε στις 13.8.07.  Το δικαίωμα επικοινωνίας του καθ' ου η αίτηση με τον ανήλικο για την περίοδο 23.7.07 μέχρι 13.8.07 δεν ασκήθηκε αφού ο ανήλικος κατά την έναρξη της προαναφερόμενης περιόδου απουσίαζε στην Ουκρανία όπου ταξίδευσε με τη μητέρα του.  Το προαναφερόμενο διάταγμα, ημερ. 13.8.07, τροποποιήθηκε με νέο διάταγμα του Αγγλικού Δικαστηρίου, ημερ. 24.7.07, ώστε η επικοινωνία του πατέρα με το γιό του να λάβει χώρα μεταξύ 10.8.07 και 31.8.07. 

Ο ανήλικος, συνοδευόμενος από τον παππού του ήλθε στην Κύπρο στις 10.8.07. Στις 31.8.07, ημερομηνία αναχώρησης του για το Ηνωμένο Βασίλειο, δεν επιβιβάστηκε στο αεροπλάνο.  Η αιτήτρια αμέσως επικοινώνησε με τον εκ πατρός παππού, ο οποίος την πληροφόρησε ότι ο ανήλικος και ο ίδιος  ήταν σε κατάλογο αναμονής για να ταξιδεύσουν στις 4.9.07.

Η αιτήτρια ζήτησε και πέτυχε, στις 3.9.07, την έκδοση διατάγματος του Αγγλικού Δικαστηρίου για την άμεση επιστροφή του ανηλίκου στην ίδια.  Επίσης στις 6.9.07 υπέβαλε αίτημα στην Κεντρική Αρχή του Ηνωμένου Βασιλείου, σύμφωνα με τη Σύμβαση της Χάγης για τις Αστικές Πτυχές της Διεθνούς Απαγωγής Παιδιών, για επιστροφή του ανήλικου στον τόπο της συνήθους διαμονής του, στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Ο ανήλικος, μέχρι σήμερα βρίσκεται στην Κύπρο και φοιτά σε σχολείο.  Τον είδαν ο κ. Κυριάκος Βερεσιές, Νευρολόγος-Ψυχίατρος και η κα. Μαρία Θεοφιλίδου, Κλινική Ψυχολόγος.

Το πρωτόδικο δικαστήριο σε μια εκτενή και εμπεριστατωμένη απόφαση εξέτασε τα ενώπιον του επίδικα θέματα, προέβηκε σε συμπεράσματα ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων, είχε συνέντευξη με τον ίδιο τον ανήλικο στον οποίο το δικαστήριο υπέβαλε ερωτήσεις και πήρε απαντήσεις και αφού εφάρμοσε τις νομικές αρχές που διέπουν τα  εγειρόμενα θέματα, καθοδηγούμενο από κυπριακή και αγγλική νομολογία, κατέληξε στην απόφαση του.  Σημειώνουμε συναφώς ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, μεταξύ άλλων, έλαβε υπόψη του και το περιεχόμενο των δύο προαναφερόμενων εκθέσεων για τον ανήλικο, που ετοιμάστηκαν από το αρμόδιο αγγλικό κυβερνητικό τμήμα. 

Η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν να εκδώσει διάταγμα με το οποίο διατάσσεται η άμεση επιστροφή του ανήλικου Νικόλα Νικολάου στη χώρα της συνήθους διαμονής του, δηλαδή την Αγγλία, καθώς και διάταγμα με το οποίο διατάσσεται ο καθ΄  ου η αίτηση-εφεσείων να παραδώσει αμέσως τον ανήλικο στον αιτητή (Υπουργό) και/ή σε εκπρόσωπο του και/ή σε άτομο που ενεργεί για λογαριασμό του, για σκοπούς επιστροφής του στη χώρα της συνήθους διαμονής του, στην Αγγλία.  Επιπρόσθετα ο καθ' ου η αίτηση διατάχθηκε να καταβάλει και τα έξοδα για την επιστροφή του ανήλικου στην Αγγλία. 

Τα ζητήματα που εξέτασε το πρωτόδικο δικαστήριο με πολλή προσοχή και τα οποία αποτελούν και τη βάση των λόγων έφεσης είναι τα ακόλουθα:

(α) Απασχόλησε το πρωτόδικο δικαστήριο το κατά  πόσο καταδείχθηκε ότι ο ανήλικος αντιτίθεται στην επιστροφή του στο Ηνωμένο Βασίλειο και βρίσκεται ήδη σε ηλικία και βαθμό ωριμότητας που υποδεικνύουν ότι οι απόψεις του πρέπει να ληφθούν υπόψη.  Η απάντηση του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν αρνητική, στο προαναφερόμενο ερώτημα.  Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η ορθότητα αυτού του συμπεράσματος.  

Το Άρθρο 13 της Σύμβασης αναφέρεται στις υπερασπίσεις που  μπορούν να εγερθούν σε αίτημα για επιστροφή παιδιού με βάση τις πρόνοιες της Σύμβασης. Σύμφωνα με την πρώτη πρόνοια του Άρθρου 13(β) η δικαστική αρχή του κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση για επιστροφή παιδιού που μετακινήθηκε ή κατακρατήθηκε παράνομα, δεν δεσμεύεται να διατάξει την επιστροφή του εφόσον αποδεικνύεται είτε ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος (grave risk) η επιστροφή του παιδιού να το εκθέσει σε φυσική ή ψυχική δοκιμασία ή να το περιαγάγει με οποιοδήποτε τρόπο σε αφόρητη κατάσταση. Η δεύτερη πρόνοια του Άρθρου 13(β) εφαρμόζεται αν διαπιστωθεί ότι το παιδί αντιτίθεται στην επιστροφή του και έχει ήδη την ηλικία και την ωριμότητα που υπαγορεύουν να ληφθεί υπόψη η γνώμη του.  Κατά την εκτίμηση των περιστάσεων που αναφέρονται στο Άρθρο 13 οι δικαστικές αρχές του κράτους από το οποίο ζητείται η επιστροφή του ανήλικου, οφείλουν να λάβουν υπόψη τις πληροφορίες για την κοινωνική κατάσταση του παιδιού που παρέχονται από τις υπηρεσίες του κράτους της συνήθους διαμονής του. 

Το πρωτόδικο δικαστήριο συμμορφούμενο προς τον Κανονισμό προχώρησε και άκουσε το ίδιο το παιδί σε συνέντευξη που είχε μαζί του.  Επίσης συμμορφούμενο προς το Άρθρο 13 της Σύμβασης έλαβε υπόψη του τις πληροφορίες που περιέχονται στις δύο εκθέσεις CAFCASS.   Η πρωτόδικος Δικαστής σημείωσε ότι το ίδιο το παιδί στη συνέντευξη του είπε στο δικαστήριο  ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη μητέρα του στην Αγγλία.  Επίσης δέχτηκε και τη μαρτυρία του καθ' ου η αίτηση ο οποίος είπε ότι στις 30.8.07 ο Νικόλας, με βουρκωμένα μάτια, του είπε πως δεν θέλει να πάει πίσω στην Αγγλία. Στις 31.8.07, ημέρα επιστροφής του Νικόλα στο Ηνωμένο Βασίλειο αυτός αρνήθηκε να επιβιβαστεί στο αεροπλάνο. Τα όσα εκτυλίχθηκαν στο αεροδρόμιο την 31.8.07 περιγράφηκαν στο δικαστήριο τόσο από τον καθ' ου η αίτηση όσο και από τη μάρτυρα κα. Ξενοφώντος, υπάλληλο των Κυπριακών Αερογραμμών, των οποίων τη μαρτυρία το δικαστήριο έκρινε ως αξιόπιστη.  Σύμφωνα με αυτή τη μαρτυρία ο ανήλικος, στο αεροδρόμιο, σε κάποιο στάδιο άρχισε να μιλά έντονα και στη συνέχεια να φωνάζει ότι δεν ήθελε να επιβιβαστεί στο αεροπλάνο και να γυρίσει στην Αγγλία.  Μάλιστα έπεσε κάτω και άρχισε να κλαίει και όταν ο νονός του προσπάθησε να τον σηκώσει ο ανήλικος τσίριζε και κτυπούσε.  Μετά έτρεξε προς την έξοδο του αεροδρομίου όπου τον συγκράτησαν οι συγγενείς του και τον ηρέμησαν.  Όμως μόλις του είπαν ότι θα επέστρεφε στην ουρά αναμονής έγινε έξαλλος και τρέχοντας βγήκε από το κτίριο του αεροδρομίου.  Τον σταμάτησαν αλλά ο ίδιος έπεσε κάτω στο πεζοδρόμιο και άρχισε να κτυπιέται με μανία τσιρίζοντας και λέγοντας ότι δεν  πάει πίσω. 

Το πρωτόδικο δικαστήριο  εξέτασε με πολλή προσοχή όλα τα ενώπιον του στοιχεία και κατέληξε στο συμπέρασμα  ότι ο ανήλικος όταν έλεγε κατηγορηματικά, κατά τη συνέντευξη του, ότι δεν θέλει να γυρίσει στην Αγγλία και μάλιστα για λόγους που σχετίζονται με τη μητέρα του, ήταν επηρεασμένος και οι απαντήσεις του ήταν «υποβολιμαίες». Για τους λόγους για τους οποίους, ο ανήλικος, δεν επιθυμούσε να επιστρέψει, το δικαστήριο απεκόμισε την αίσθηση πως «το παιδί απάγγελλε ένα ποίημα που έμαθε». Επιπρόσθετα το δικαστήριο παρατήρησε πως ο Νικόλας ήταν μόλις 8 χρονών, δηλαδή σε «ηλικία που είναι πολύ εύκολο ένα παιδί να καθοδηγηθεί ή να αφεθεί να νομίζει ότι έχει συγκεκριμένες επιθυμίες που ουσιαστικά δεν το εκφράζουν».

Θεωρούμε πως η παρατήρηση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο Νικόλας είναι μόλις 8 χρόνων, δηλαδή σε ηλικία που είναι πολύ εύκολο να καθοδηγηθεί ή να αφεθεί να νομίζει ότι έχει επιθυμίες που δεν το εκφράζουν, συνιστά ουσιαστικά συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι το παιδί δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι είχε την αναγκαία ωριμότητα για να εκφράσει ανεπηρέαστα τις επιθυμίες του και αυτές να ληφθούν σοβαρά υπόψη.  Επιπρόσθετα όμως το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε και στην απόφαση στην υπόθεση S v. S [1992] 2 FLR 492 όπου τονίστηκε πως είναι απαραίτητο το δικαστήριο να ανακαλύψει το γιατί ένα παιδί ενίσταται στην επιστροφή του στη χώρα της συνήθους διαμονής του.  Αν ο μόνος λόγος για τον οποίο ενίσταται συνίσταται στο ότι επιθυμεί να παραμείνει με τον απαγωγέα γονιό, ο οποίος  μάλιστα επιβεβαιώνει ότι το παιδί δεν επιθυμεί να επιστρέψει, αυτός είναι ένας πολύ σχετικός παράγοντας τον οποίο το δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας.  Στην ίδια υπόθεση, επίσης, τονίζεται ότι αν το δικαστήριο καταλήξει σε συμπέρασμα ότι οι απόψεις του παιδιού έχουν επηρεαστεί από άλλα πρόσωπα, όπως π.χ. τον απαγωγέα γονιό ή ότι η ένσταση του να επιστρέψει οφείλεται στην επιθυμία του να παραμείνει με τον απαγωγέα γονιό, τότε πιθανόν να δοθεί πολύ λίγη ή καθόλου βαρύτητα στις απόψεις του παιδιού. Και τούτο διότι οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση θα εξουδετέρωνε τον πρωταρχικό σκοπό της Σύμβασης της Χάγης, που είναι η επιστροφή των απαχθέντων (παράνομα μετακινηθέντων ή κατακρατηθέντων) παιδιών, στη χώρα της συνήθους διαμονής τους.  

Με βάση τα προαναφερόμενα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η άρνηση του ανηλίκου να επιστρέψει στη χώρα της συνήθους διαμονής του ήταν αποτέλεσμα επηρεασμού του από τον καθ' ου η αίτηση και το συγγενικό του περιβάλλον εδώ στην Κύπρο, κατά το χρόνο της κατακράτησης του.  Γι' αυτό και καμιά βαρύτητα  δεν μπορούσε να δοθεί, από το δικαστήριο στη θέση του ανήλικου ότι ενίστατο να επιστρέψει στη χώρα της συνήθους διαμονής του.  Σαν επακόλουθο, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η σχετική (δεύτερη) υπεράσπιση του Άρθρου 13(β) της Σύμβασης δεν μπορούσε να ευσταθήσει.  

Δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε με το πρωτόδικο δικαστήριο τόσο ως προς τα συμπεράσματα του επί των γεγονότων, για τα οποία δεν μας δόθηκε οποιοσδήποτε ουσιαστικός λόγος γιατί θα πρέπει να ανατραπούν εφόσον μάλιστα το πρωτόδικο δικαστήριο είχε την ευκαιρία να δει και να ακούσει τους μάρτυρες και ιδιαίτερα τον ανήλικο, όσο και ως προς τη νομική καθοδήγηση του πρωτόδικου δικαστηρίου που μας φαίνεται ότι ήταν η ενδεδειγμένη.  Υπάρχει αρκετή νομολογία, κυπριακή και αλλοδαπή από την οποία φαίνεται πως ο πρωταρχικός σκοπός της Σύμβασης είναι η επιστροφή των απαχθέντων παιδιών στη χώρα της συνήθους διαμονής τους ώστε τα αρμόδια δικαστήρια της χώρας της συνήθους διαμονής να αποφασίζουν αναφορικά με τα απαχθέντα ανήλικα παιδιά. Αν τα δικαστήρια έδιναν ευρεία ερμηνεία στη (δεύτερη) υπεράσπιση του Άρθρου 13(β) της Σύμβασης, σε σχέση με τις επιθυμίες του ανήλικου, αυτό θα συνεπαγόταν ότι ένας απαγωγέας γονιός μπορεί να απαγάγει το παιδί του από τη χώρα της συνήθους διαμονής του και στη συνέχεια να το επηρεάσει με διάφορους τρόπους ώστε το παιδί να μην επιθυμεί την επιστροφή του στον άλλο γονέα που ζει στη χώρα της συνήθους διαμονής.  Στην υπόθεση Zaffino v. Zaffino [2006] 1 FLR 410 τονίστηκε ότι το δικαστήριο πρέπει να σταθμίζει τη φύση και την ένταση των ενστάσεων του παιδιού από τη μια και τους στόχους της Σύμβασης από την άλλη, στους οποίους περιλαμβάνεται η αβρότητα και ο σεβασμός προς τις δικαστικές διαδικασίες της αιτούσας χώρας και επίσης η γενική ευημερία του παιδιού.  Στην υπόθεση Re T [2000] 2 FLR 192 δόθηκαν κατευθυντήριες γραμμές ως προς το ζήτημα των ενστάσεων του παιδιού να επιστρέψει στη χώρα της συνήθους διαμονής του. Η εξέταση του ζητήματος αυτού περιλαμβάνει τρία στάδια. Πρώτον, κατά πόσο οι ενστάσεις του παιδιού αποδεικνύονται. Δεύτερον, κατά πόσο η ηλικία και η ωριμότητα του παιδιού είναι τέτοια που το καθιστά ορθό για το δικαστήριο να τις λάβει υπόψη. Αν τα προαναφερόμενα απαντηθούν  καταφατικά τότε το δικαστήριο προχωρεί στο τρίτο ερώτημα ως προς το πώς θα ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια. Κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας το δικαστήριο θα πρέπει να αναζητήσει τους λόγους για τους οποίους το παιδί ενίσταται και θα πρέπει να βεβαιωθεί ότι οι απόψεις του παιδιού εκφράζονται ελεύθερα.  

Ενόψει των προαναφερομένων κρίνουμε ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς το ζήτημα των ενστάσεων και της γνώμης του παιδιού, ήταν ορθή και επομένως ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται. 

(β) Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά στο κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένο συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι «ο ανήλικος βρίσκεται σε μια κατάσταση δικαιολογημένης αγωνίας αλλά και σύγχισης», ότι «ο ανήλικος όντας με τη μητέρα του παρουσιάζεται αφοσιωμένος σ' αυτή τρέφοντας μάλιστα και αρνητικά συναισθήματα για τον πατέρα του»  και ότι υπάρχει «μεταβολή συναισθημάτων».  

Το πρωτόδικο δικαστήριο άκουσε τον ίδιο τον ανήλικο και επίσης έλαβε υπόψη, όπως όφειλε, τις πληροφορίες που περιέχονται στις δύο εκθέσεις CAFCASS.  Είναι προφανές πως το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε αξιολόγηση του παιδιού και των όσων το παιδί ανέφερε στο δικαστήριο κατά τη συνέντευξη του και έδωσε εξηγήσεις γιατί θεώρησε πως αυτό βρίσκεται σε κατάσταση δικαιολογημένης αγωνίας και σύγχισης, εξηγήσεις γιατί θεώρησε πως όταν ο ανήλικος βρίσκεται με τη μητέρα του παρουσιάζεται αφοσιωμένος σ΄ αυτή και μάλιστα εκφράζει και αρνητικά αισθήματα για τον πατέρα του και εξηγήσεις γιατί αναφέρθηκε σε μεταβολή συναισθημάτων του παιδιού.  Πράγματι ο ανήλικος ανέφερε στο δικαστήριο ότι βρίσκεται σε μια δύσκολη κατάσταση εφόσον διεκδικείται και από τους δύο γονείς του και πράγματι στις εκθέσεις CAFCASS αναγράφεται πως όταν ο ανήλικος βρίσκεται στην Αγγλία με τη μητέρα του παρουσιάζεται αφοσιωμένος σ' αυτή εκφράζοντας μάλιστα και αρνητικά συναισθήματα για τον πατέρα του.  Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε και στο ζήτημα της μεταβολής των συναισθημάτων και του εμφανούς επηρεασμού του ανήλικου από τον πατέρα και το πατρικό περιβάλλον, όταν αυτός βρισκόταν στην Κύπρο μαζί με τον πατέρα του, προφανώς υπέρ του πατέρα και εναντίον της μητέρας. 

Δεν θεωρούμε ότι ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι βάσιμος καθότι κρίνουμε πως το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε ορθά, εντός των πλαισίων των αρμοδιοτήτων του και δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος ανατροπής των συμπερασμάτων του. 

(γ) Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά στην κατ' ισχυρισμό μετατροπή του πρωτόδικου δικαστηρίου σε εμπειρογνώμονα, ο οποίος μάλιστα κατέληξε αυθαίρετα σε γενικά συμπεράσματα παιδοψυχολογίας τα οποία και εφάρμοσε. Είναι η θέση του εφεσείοντα πως λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε πως η μεταβολή στα συναισθήματα και τις επιθυμίες του παιδιού δεν ήταν τίποτε άλλο από τον αντικατοπτρισμό των συναισθημάτων και  προσδοκιών του γονέα κοντά στον οποίο βρίσκεται, ότι είναι γνωστή η τάση των παιδιών να αναγνωρίζουν και να στηρίζουν τις προσδοκίες του γονέα με τον οποίο διαβιούν και ότι δεν είναι ασυνήθιστο για τα παιδιά να λένε άλλα στον ένα γονέα και άλλα στον άλλο. 

Δεν συμφωνούμε ούτε με αυτό το λόγο έφεσης.  Κρίνουμε πως η παρατήρηση του  πρωτόδικου δικαστηρίου για τη μεταβολή των αισθημάτων και των επιθυμιών του παιδιού ήταν μια εύλογη παρατήρηση την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο είχε το δικαίωμα να κάμει εφόσον μάλιστα αυτό υποστηριζόταν από την ενώπιον του μαρτυρία, σύμφωνα με την οποία το παιδί όταν βρισκόταν με τη μητέρα παρουσιαζόταν πλήρως αφοσιωμένο σ' αυτή, τρέφοντας και αρνητικά συναισθήματα για τον πατέρα, ενώ όταν βρισκόταν με τον πατέρα παρουσίαζε ακριβώς την αντίθετη εικόνα δηλώνοντας ότι δεν θέλει να επιστρέψει στη μητέρα του.  Είναι με βάση αυτά τα στοιχεία που το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε όλες τις προαναφερόμενες παρατηρήσεις για τον αντικατοπτρισμό, στο παιδί, των συναισθημάτων  και προσδοκιών του γονέα κοντά στον οποίο βρίσκεται, την  τάση των παιδιών να αναγνωρίζουν και να στηρίζουν τις προσδοκίες του γονέα με τον οποίο διαβιούν και το σύνηθες του να λένε τα παιδιά άλλα στον ένα γονέα και άλλα στον άλλο.  Δεν θεωρούμε ότι μετατράπηκε το Οικογενειακό Δικαστήριο, στην προκείμενη περίπτωση, σε πραγματογνώμονα. Είναι προφανές ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εφάρμοσε την  πείρα και τις γνώσεις του στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και δεν βρίσκουμε οτιδήποτε το μεμπτό σ' αυτό.  Εν πάση περιπτώσει τα συμπεράσματα του πρωτοδίκου δικαστηρίου αιτιολογούνται στην απόφαση του και βασίζονται στην ενώπιον του μαρτυρία και την κοινή λογική και δεν απαιτούν εξειδικευμένες, επιστημονικές γνώσεις. 

(δ) Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στη μαρτυρία της αιτήτριας και ιδιαίτερα στην ένορκη δήλωση της ημερ. 24.1.08 και είπε ότι «η αξιολόγηση της παρέλκει».  Δικαιολόγησε αυτή τη θέση επειδή το επίδικο θέμα ενώπιον του δεν ήταν το κατά πόσο το παιδί ή η μητέρα έλεγαν την αλήθεια αναφορικά με θέματα σχέσεων του ανήλικου με τη μητέρα και τον πατέρα του.  Όμως, κατά τον εφεσείοντα, το πρωτόδικο δικαστήριο, παρά το ότι δεν προέβη σε γενική αξιολόγηση της μαρτυρίας της μητέρας για να κρίνει αν είπε την αλήθεια, λανθασμένα την έλαβε υπόψη και καθοδηγήθηκε απ' αυτή.  Αυτός είναι και ο τέταρτος λόγος έφεσης. 

Δεν συμφωνούμε με τον εφεσείοντα ούτε και σ' αυτό το σημείο.  Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν θεώρησε σκόπιμο να αξιολογήσει τη μαρτυρία της αιτήτριας, κατά πόσο δηλαδή ήταν αληθινή ή όχι, αναφορικά με τις σχέσεις του ανηλίκου με τον πατέρα του και με τους δύο γονείς ευρύτερα, καθότι αυτό δεν είχε σημασία για την κατάληξη του δικαστηρίου.  Δεν ήταν το επίδικο θέμα και δεν απασχόλησε το δικαστήριο η αξιοπιστία της αιτήτριας σ' αυτό το θέμα.  Όμως οι παρατηρήσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο Νικόλας όταν ήταν στην Αγγλία δεν ενδιαφερόταν να μιλήσει με τον πατέρα του, ούτε και ήθελε να τον επισκεφθεί, επιβεβαιώνονται ουσιαστικά από την έκθεση CAFCASS, ημερ. 6.3.07, όπου αναγράφεται, μεταξύ άλλων, ότι ο ανήλικος  δεν ήθελε να πει κατά πόσο επιθυμούσε να ξαναεπισκεφθεί τον πατέρα του στην Κύπρο, μετά τον Οκτώβριο (του 2006) και ότι ένοιωθε ιδιαίτερη αφοσίωση προς τη μητέρα του και δεν ήθελε να πληγώσει τα αισθήματα της.  Είπε, ο ανήλικος, κάποια αρνητικά πράγματα για τον πατέρα του που σχετίζονταν με τη χρονική περίοδο μετά το χωρισμό του πατέρα από τη μητέρα του και σχετίζονταν με την κατάρρευση του γάμου.  

Θεωρούμε επομένως πως οι παρατηρήσεις του πρωτοδίκου δικαστηρίου ως προς το τι είπε η μητέρα για τον ανήλικο, όταν αυτός βρισκόταν στην Αγγλία, ουσιαστικά συνάδουν με την προαναφερόμενη έκθεση και δεν δημιουργείται οποιοδήποτε πρόβλημα από το γεγονός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο απέφυγε να κάμει αξιολόγηση της μαρτυρίας της μητέρας αναφορικά με άλλους γενικούς ισχυρισμούς της.

(ε) Το πρωτόδικο δικαστήριο, όπως ήδη αναφέρθηκε και σε σχέση με τον πρώτο λόγο έφεσης, αποφάσισε πως η άρνηση του ανηλίκου να επιστρέψει στη χώρα της συνήθους διαμονής του ήταν αποτέλεσμα επηρεασμού του από τον καθ' ου η αίτηση και το συγγενικό του περιβάλλον στην Κύπρο, κατά το χρόνο της κατακράτησης του.  Είναι η θέση του εφεσείοντα, στον πέμπτο λόγο έφεσης, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα, αναιτιολόγητα και αυθαίρετα κατέληξε στο προαναφερόμενο συμπέρασμα εφόσον μάλιστα το συμπέρασμα αυτό έρχεται σε αντίθεση με επιστημονική μαρτυρία που δόθηκε από την κα. Θεοφιλίδου, σύμφωνα με την οποία η θέση του ανηλίκου δεν ήταν προϊόν επηρεασμού και ο ανήλικος είχε ωριμότητα, δεδομένου μάλιστα ότι η μαρτυρία της κας Θεοφιλίδου κρίθηκε από το δικαστήριο ως αξιόπιστη.  

Δεν είναι ορθή ούτε αυτή η θέση του εφεσείοντα.  Η μαρτυρία της κας Θεοφιλίδου έγινε δεκτή από το δικαστήριο, με επιφύλαξη.  Κρίθηκε ότι η κα. Θεοφιλίδου έλεγε στο δικαστήριο τα συμπεράσματά της, μάλιστα για κρίσιμα επίδικα θέματα, χωρίς όμως να δίνει στο δικαστήριο τα στοιχεία εκείνα με βάση τα οποία το ίδιο το δικαστήριο θα μπορούσε να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα, όπως όφειλε, ως μάρτυρας εμπειρογνώμονας που ήταν.  Στην προκείμενη περίπτωση το ίδιο το δικαστήριο είχε δική του έντονη άποψη ως προς την ωριμότητα αλλά και ως προς τον επηρεασμό του ανηλίκου.  Είχε την ευκαιρία, να δει, να ακούσει, να κρίνει και να αξιολογήσει τον ανήλικο και τη μαρτυρία του, κατά τη συνέντευξη που ο ανήλικος είχε με το δικαστήριο.  Επομένως η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής ήταν σε πολύ καλή θέση να καταλήξει η ίδια στα δικά της συμπεράσματα, τα οποία και αιτιολόγησε.  Εξήγησε δηλαδή γιατί θεώρησε πως το παιδί ήταν επηρεασμένο, τόσο από τον τρόπο με τον οποίο απαντούσε, που ήταν σαν να έλεγε ποίημα, όσο και από την μεταβολή των θέσεων του όπως αυτές φαίνονται από τη σύγκριση των θέσεων του ανηλίκου, όπως εκφράζονται στις εκθέσεις CAFCASS, όταν το παιδί βρισκόταν στην Αγγλία με τη μητέρα του και όπως αυτές εκφράστηκαν, στη συνέντευξη, όταν το παιδί βρισκόταν στην Κύπρο με τον πατέρα και τα συγγενικά του πατέρα πρόσωπα.  Ως προς την ωριμότητα και το βαθμό της και πάλι θεωρούμε πως το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν σε πολύ καλή θέση να την κρίνει το ίδιο και επομένως ισχύει η επιφύλαξη ως προς το μέρος της μαρτυρίας της κας Θεοφιλίδου την οποία το δικαστήριο θεώρησε ως μη δεόντως τεκμηριωμένη επιστημονική μαρτυρία. 

Όσον αφορά τις συνθήκες υπό τις οποίες πραγματοποιήθηκε η συνέντευξη θεωρούμε πως δεν υπήρξε οτιδήποτε το μεμπτό, εφόσον η πρωτόδικος Δικαστής είδε κατ' ιδίαν τον ανήλικο στην παρουσία στενογράφου και μεταφραστού, υπέβαλε τις ερωτήσεις που θεώρησε σκόπιμο να υποβάλει και πήρε τις απαντήσεις του ανηλίκου.  Άρα και ο πέμπτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

(στ) Ο έκτος λόγος έφεσης αφορά και πάλι στη συνέντευξη, η οποία έγινε χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των δικηγόρων τους και χωρίς να επιτραπεί δημόσια ακρόαση.  Το πρωτόδικο δικαστήριο παραβίασε κατ' αυτόν τον τρόπο το δικαίωμα του καθ' ου η αίτηση σε δίκαιη δίκη, σύμφωνα με τον καθ' ου η αίτηση-εφεσείοντα, δεδομένου μάλιστα πως το δικαστήριο στηρίχθηκε και στην εντύπωση που άντλησε το ίδιο από τη συμπεριφορά του ανηλίκου κατά τη διάρκεια της συνέντευξης. 

Δεν ευσταθεί τίποτε από τα προαναφερόμενα.  Ήταν ορθό και θεμιτό το πρωτόδικο δικαστήριο να δει και να ακούσει τον ανήλικο, κατ' ιδίαν και χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των δικηγόρων τους.  Η επιταγή του Κανονισμού (Άρθρο 11(2)) είναι ότι όταν εφαρμόζονται τα Άρθρα 12 και 13 της Σύμβασης, δηλαδή στις  περιπτώσεις όπου ένα παιδί μετακινείται παράνομα ή κατακρατείται και υπάρχει αίτηση για επιστροφή του στη χώρα της συνήθους διαμονής του, και εγείρεται ένσταση στην επιστροφή, δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 13 της Σύμβασης, το δικαστήριο (που θα κρίνει την αίτηση επιστροφής) θα πρέπει να βεβαιωθεί ότι θα δοθεί ευκαιρία στον ανήλικο να ακουστεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, εκτός αν αυτό αντενδείκνυται έχοντας υπόψη την ηλικία του και το βαθμό ωριμότητας του.  Επομένως το εκδικάζον την αίτηση δικαστήριο είναι μόνο τον ανήλικο που έχει υποχρέωση να ακούσει, σε τέτοιες περιπτώσεις. 

Στην προκείμενη  περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο άκουσε τον ανήλικο και επομένως συμμορφώθηκε με την υποχρέωση του.  Το ότι το δικαστήριο άκουσε τον ανήλικο στο τέλος της ακροαματικής διαδικασίας, κρίνουμε πως ήταν ορθό εφόσον σε εκείνο το στάδιο το δικαστήριο είχε ήδη ακούσει τη μαρτυρία των δύο πλευρών και επομένως γνώριζε τα γεγονότα της υπόθεσης.  Στην υπόθεση Re S [1992] 2 FLR 492 παρατηρήθηκε, μεταξύ άλλων, ότι ο τρόπος με τον οποίο το δικαστήριο δίνει την ευκαιρία στον ανήλικο να εκφράσει τις απόψεις του θα πρέπει να συνάδει με τους δικονομικούς κανόνες της χώρας στην οποία βρίσκεται το δικαστήριο. Η βαρύτητα που δίδεται στη μαρτυρία και τις απόψεις του ανηλίκου, είναι ανάλογη με την ηλικία και το βαθμό ωριμότητας του.  Στην προκείμενη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο έδωσε την ευκαιρία στον ανήλικο να ακουστεί σε συνέντευξη, κατ΄ ιδίαν, και δεν είχαμε εισήγηση ότι αυτό παραβιάζει οποιοδήποτε δικονομικό κανόνα της χώρας μας.  Άρα και ο έκτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

(ζ) Σοβαρό θέμα, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση, αποτέλεσε το ζήτημα της κατ' ισχυρισμό συναισθηματικής κακοποίησης του ανηλίκου και του σοβαρού κινδύνου (grave risk) αυτή να τον εκθέσει σε φυσική ή ψυχική βλάβη ή και να τον θέσει σε αφόρητη κατάσταση, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα της συνήθους διαμονής του.  Το Άρθρο 13(β) της Σύμβασης (πρώτη υπεράσπιση) προνοεί ότι η δικαστική αρχή της χώρας στην οποία υποβάλλεται αίτημα επιστροφής του απαχθέντος ανηλίκου δεν υποχρεούται να διατάξει την επιστροφή του αν ο ενιστάμενος (στην παρούσα υπόθεση ο καθ' ου η αίτηση-εφεσείων) δείξει ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η επιστροφή του να εκθέσει το παιδί σε φυσική ή ψυχολογική βλάβη ή να το θέσει σε αφόρητη κατάσταση.  Για το σκοπό αυτό η αρμόδια δικαστική αρχή θα πρέπει να λάβει υπόψη της τις πληροφορίες αναφορικά με το κοινωνικό περιβάλλον του παιδιού, οι οποίες δίδονται από την κεντρική αρχή ή άλλη αρμόδια αρχή της χώρας της συνήθους διαμονής του παιδιού. 

Με τον έβδομο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένο το συμπέρασμα του πρωτοδίκου δικαστηρίου ότι με την επιστροφή του ανήλικου στη χώρα της συνήθους διαμονής του δεν θα υπάρξει σοβαρός κίνδυνος έκθεσης του σε φυσική ή ψυχολογική βλάβη ή σε αφόρητη κατάσταση. 

Επικαλείται ο εφεσείων τη μαρτυρία του γιατρού Βερεσιέ και της κας Θεοφιλίδου. Η μαρτυρία του γιατρού Βερεσιέ, η οποία έγινε δεκτή από το δικαστήριο ως αξιόπιστη, ήταν ότι το παιδί δεν ήταν σε θέση να ταξιδέψει και ότι χρειαζόταν περαιτέρω θεραπεία και χρόνο να υπερνικήσει τους φόβους του που εμφανίζονται να είναι η μητέρα του, το αεροδρόμιο, το αεροπλάνο και ο συγκεκριμένος φόβος απομάκρυνσης του από τον πατέρα του.  Οποιαδήποτε προσπάθεια εξαναγκασμού του παιδιού να ταξιδέψει ενάντια στη θέληση του μπορεί να έχει καταστρεπτικά αποτελέσματα στη ψυχολογική του κατάσταση και τη διανοητική του υγεία.  Η μαρτυρία της κας Θεοφιλίδου, η οποία επίσης έγινε δεκτή από το δικαστήριο, με την προαναφερόμενη όμως επιφύλαξη ως προς τα συμπεράσματα της που δεν ήταν υποστηριζόμενα από το αναγκαίο υπόβαθρο, ήταν ότι το παιδί υπέστη συναισθηματική κακοποίηση από τη μητέρα του και ότι η επιστροφή του ενδέχεται να στιγματίσει την ψυχοκοινωνική του ανάπτυξη και να προκαλέσει τέτοιες σοβαρές συνέπειες που θα τον κατατρέχουν σε ολόκληρη του τη ζωή.  Ο εφεσείων επικαλείται και τις αναφορές του πρωτόδικου δικαστηρίου, στις σελ. 49 και 50 της απόφασης του, για συναισθηματική κακοποίηση του ανηλίκου από τη μητέρα του και για την ύπαρξη κάποιου κινδύνου και κάποιας πιθανής ψυχολογικής βλάβης στον ανήλικο, σε περίπτωση επιστροφής του.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αφιερώνει αρκετές σελίδες της απόφασης του σ' αυτό το ζήτημα.  Συγκεκριμένα στις σελ. 45-51 εξετάζεται η πρώτη υπεράσπιση του Άρθρου 13(β) της Σύμβασης.  Ορθά παρατηρεί το πρωτόδικο δικαστήριο ότι σύμφωνα με το Άρθρο 13(β) το δικαστήριο διατηρεί διακριτική ευχέρεια να μη διατάξει την επιστροφή του παιδιού, εφόσον αποδεικνύεται ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η επιστροφή του να το εκθέσει σε φυσική ή ψυχική δοκιμασία ή να το περιαγάγει με οποιοδήποτε τρόπο σε αφόρητη κατάσταση.  Ο καθ' ου η αίτηση-εφεσείων βασίστηκε στη μαρτυρία της κας Θεοφιλίδου αλλά και σε ισχυρισμούς του ίδιου του παιδιού, κατά τη συνέντευξη του με το δικαστήριο, ότι η μητέρα του το κτυπούσε.  Το δικαστήριο συμπέρανε πως τέτοιο εύρημα δεν μπορεί να εξαχθεί από τη δήλωση του παιδιού αφού το ίδιο το παιδί, κατά τη συνέντευξη του με το δικαστήριο, όταν ρωτήθηκε ειδικά για ποιο λόγο και πότε το κτυπούσε η μητέρα του δεν έδωσε οποιαδήποτε σαφή απάντηση παρά μόνο επανέλαβε πως η μητέρα του το κτυπούσε. 

Αναφορικά με την κατ' ισχυρισμό συναισθηματική κακοποίηση του παιδιού από τη μητέρα του, το πρωτόδικο δικαστήριο καθοδηγήθηκε από σειρά αγγλικών αποφάσεων επί του θέματος.  Μεταξύ άλλων αναφέρθηκε στις υποθέσεις Re C [1999] 1 FLR 1145 και Re H [1999] 1 FLR 872 όπου τονίστηκε πως σκοπός της Σύμβασης είναι η προστασία των παιδιών από τις επιβλαβείς συνέπειες της παράνομης μετακίνησης τους από τη χώρα της συνήθους διαμονής τους σε άλλη χώρα, ή της παράνομης κατακράτησης τους σε χώρα άλλη από εκείνη της συνήθους διαμονής τους.  Αυτός ο σκοπός επιτυγχάνεται με τη δημιουργία διαδικασίας τέτοιας η οποία διασφαλίζει τη γρήγορη επιστροφή του παιδιού στη χώρα της συνήθους διαμονής του.  Στην υπόθεση Re A (a minor) [1998] 1 FLR 365 τονίστηκε πως ο κίνδυνος, στο παιδί, θα πρέπει να είναι μεγαλύτερος από το συνήθη κίνδυνο ή μεγαλύτερος απ' αυτόν που αναμένεται όταν ένα παιδί αναγκάζεται να εγκαταλείψει τον  ένα γονέα και να πάει στον άλλο.  Τα ίδια περίπου παρατηρήθηκαν και στην υπόθεση Re C (a minor) [1989] 1 FLR 403.  

Στην υπόθεση B v. B [1993] 1 FLR 238 το αγγλικό Οικογενειακό Δικαστήριο τόνισε τον πολύ ψηλό βαθμό αφόρητης κατάστασης, που πρέπει να αποδειχθεί, για να καλύπτεται μια περίπτωση από το Άρθρο 13(β) της Σύμβασης. Στην υπόθεση Re F (a minor) [1995] 2 FLR 31 το αγγλικό Εφετείο αποφάνθηκε ότι αποδείχθηκε η πρώτη υπεράσπιση του Άρθρου 13(β) σε εκείνη την υπόθεση.   Τονίστηκε όμως ότι τα αγγλικά δικαστήρια μόνο σε σπάνιες υποθέσεις είναι πρόθυμα να αποφασίσουν πως ικανοποιούνται οι όροι για την έγερση της πρώτης υπεράσπισης του Άρθρου 13(β).  Τα αγγλικά δικαστήρια, είναι προσεκτικά σ' αυτό το θέμα και εφαρμόζουν αυστηρά κριτήρια σε τέτοιες περιπτώσεις και αυτό είναι ορθό, όπως τόνισε το αγγλικό Εφετείο. 

Οι αγγλικές αυθεντίες δείχνουν πως για να επιτύχει η πρώτη υπεράσπιση του Άρθρου 13(β) της Σύμβασης θα  πρέπει να υπάρχει σαφής και καθοριστική μαρτυρία του σοβαρού κινδύνου βλάβης ή της άλλως πως αφόρητης κατάστασης στην οποία θα περιέλθει ο ανήλικος. Ο κίνδυνος αυτός πρέπει να κριθεί ως ουσιαστικός και όχι ως μηδαμινός και επίσης πρέπει να θεωρηθεί ως κίνδυνος πιο ουσιαστικός απ' αυτόν που είναι εγγενής στις περιπτώσεις της αναπόφευκτης αβεβαιότητας και του άγχους που συνοδεύουν μια μη καλοδεχούμενη επιστροφή στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων της χώρας της συνήθους διαμονής.

Αφού το πρωτόδικο δικαστήριο καθοδηγήθηκε από τις προαναφερόμενες αυθεντίες τις εφάρμοσε στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Καταρχήν σημείωσε ότι δεν ήταν διατεθειμένο να προσδώσει μεγάλη βαρύτητα στη μαρτυρία της κας Θεοφιλίδου ως προς το θέμα της συναισθηματικής κακοποίησης του παιδιού από τη μητέρα του, αφού όπως παρατήρησε το δικαστήριο ο ανήλικος εξέφρασε τα σχετικά παράπονα για συναισθηματική κακοποίηση, από τη μητέρα του, στην παρουσία άλλων προσώπων που, όπως παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο ενδεχόμενα να τον επηρέασαν.  Όμως το δικαστήριο παρατήρησε ότι υπήρχαν και σχετικές παραδοχές της ίδιας της αιτήτριας, όπως π.χ. ότι αυτή ήταν αρνητική στην επικοινωνία του ανήλικου με τον πατέρα του επειδή ο πατέρας δεν κατέβαλλε κανονικά τη διατροφή σύμφωνα με το εκδοθέν διάταγμα του δικαστηρίου.  Αυτά τα θέματα ήταν σε γνώση του ανηλίκου και επηρέασαν την τηλεφωνική επικοινωνία του με τον πατέρα του η οποία τελικά διακόπηκε.  Ακόμα το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε πως ο ανήλικος ήταν δέκτης πληροφοριών που προέρχονταν από τη μητέρα του, σε σχέση  με τον πατέρα του, όπως π.χ. ότι η μητέρα χώρισε με τον πατέρα επειδή ο πατέρας έπινε πολύ ποτό και την κτυπούσε.  Το ερώτημα που έθεσε το πρωτόδικο δικαστήριο στον εαυτό του ήταν το κατά πόσον τα γεγονότα που αφορούν την παρούσα υπόθεση είναι τέτοια που να ικανοποιούν το ψηλό επίπεδο απόδειξης της ύπαρξης σοβαρού κινδύνου πρόκλησης ψυχολογικής βλάβης στον ανήλικο, μέσα στην έννοια του Άρθρου 13(β) της Σύμβασης.  Η κατάληξη του δικαστηρίου ήταν ότι η παρούσα περίπτωση, με τα συγκεκριμένα της γεγονότα, συγκαταλέγεται στις περιπτώσεις τις οποίες η Σύμβαση σχεδιάστηκε για να αντιμετωπίσει.  Μπορεί μεν η συναισθηματική κακοποίηση να είναι όπως την χαρακτήρισαν οι μάρτυρες του καθ' ου η αίτηση-εφεσείοντα, σοβαρή κατάσταση, «αλλά τα γεγονότα της υπό εξέταση συναισθηματικής κακοποίησης σε καμιά περίπτωση δε δικαιολογούν την ύπαρξη σοβαρού κινδύνου όπως το Άρθρο 13(β) της Σύμβασης προβλέπει.  Αναγνωρίζω πως κάποιος κίνδυνος υπάρχει και κάποια ψυχολογική βλάβη είναι πιθανή, όμως όχι στο βαθμό που το πιο πάνω άρθρο απαιτεί.  Παρά την ύπαρξη κάποιου βαθμού κινδύνου θεωρώ ότι η επιστροφή του ανήλικου στον τόπο της συνήθους διαμονής του όπου γεννήθηκε και έζησε όλη του τη ζωή χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, πήγε σχολείο χωρίς να παρουσιάσει οποιοδήποτε πρόβλημα και μάλιστα αποφοίτησε απ' αυτό λίγο πριν την κατακράτησή του, με πολύ καλά αποτελέσματα, δεν πρόκειται να τον περιαγάγει σε αφόρητη κατάσταση», αποφάνθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο.

Κρίνουμε πως το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά καθοδηγήθηκε και ορθά εφάρμοσε την πρώτη υπεράσπιση του Άρθρου 13(β) της Σύμβασης, στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Συμφωνούμε πως παρά τη μαρτυρία για συναισθηματική κακοποίηση του ανήλικου από τη μητέρα του, η οποία έγινε δεκτή, δεν αποδείχτηκε στην προκείμενη περίπτωση, η ύπαρξη σοβαρού κινδύνου πρόκλησης ψυχολογικής βλάβης στον ανήλικο, στο ψηλό επίπεδο που προνοείται στο Άρθρο 13(β).  Συνεπώς και ο έβδομος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

(η) Ο όγδοος λόγος έφεσης αφορά και πάλι το σοβαρό κίνδυνο έκθεσης του ανήλικου σε φυσική ή ψυχική δοκιμασία ή και σε αφόρητη κατάσταση σε περίπτωση επιστροφής του.  Θεωρούμε πως τα όσα αναφέραμε σε σχέση με τον έβδομο λόγο έφεσης ισχύουν και για τον όγδοο λόγο ο οποίος επίσης απορρίπτεται.

(θ) Ο ένατος λόγος έφεσης αφορά στην απροθυμία του πρωτοδίκου δικαστηρίου να προσδώσει μεγάλη βαρύτητα στη μαρτυρία της κας Θεοφιλίδου ως προς το θέμα της συναισθηματικής κακοποίησης του παιδιού από τη μητέρα του.  Το πρωτόδικο δικαστήριο εξήγησε γιατί δεν ήταν διατεθειμένο να προσδώσει μεγάλη βαρύτητα στην προαναφερόμενη μαρτυρία και θεωρούμε πως οι εξηγήσεις του είναι ικανοποιητικές.  Εν πάση περιπτώσει η κα. Θεοφιλίδου δεν έθεσε το αναγκαίο υπόβαθρο ώστε το ίδιο το δικαστήριο να μπορέσει να ελέγξει την ορθότητα των συμπερασμάτων της.      

Και ο δέκατος λόγος έφεσης αφορά στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της κας Θεοφιλίδου για την οποία ήδη παρατηρήσαμε ότι παρόλο που ως εμπειρογνώμονας μπορούσε να πει και τη γνώμη της στο δικαστήριο εντούτοις, ως εμπειρογνώμονας, θα έπρεπε να είχε δώσει στο δικαστήριο όλα τα αναγκαία στοιχεία πάνω στα οποία βάσισε τη γνώμη της, ώστε το δικαστήριο να μπορέσει να τα ελέγξει, και δεν το έπραξε.  Τόσο ο ένατος όσο και ο δέκατος λόγος έφεσης  απορρίπτονται ως αβάσιμοι.

(ι) Το πρωτόδικο δικαστήριο ανέφερε στη σελ. 46 της απόφασης του πως τα συμπτώματα διαταραχής και άγχους αποχωρισμού είναι κάτι συνηθισμένο και αναμενόμενο σε περιπτώσεις μετακίνησης ή κατακράτησης παιδιού.  Αυτή η παρατήρηση προσβάλλεται με τον εντέκατο λόγο έφεσης ως εσφαλμένη καθότι, κατ' ισχυρισμό, το πρωτόδικο δικαστήριο μετατράπηκε σε εμπειρογνώμονα και κατέληξε σε αυθαίρετα συμπεράσματα. Δεν συμφωνούμε με τον εφεσείοντα. Θεωρούμε πως χρησιμοποιώντας κοινή λογική και την εμπειρία του, το πρωτόδικο δικαστήριο, είχε δικαίωμα να προβεί στην προαναφερόμενη παρατήρηση η οποία, εν πάση περιπτώσει, είναι παρατήρηση στην οποία προβαίνουν συχνά και τα αγγλικά δικαστήρια, σε παρόμοιες περιπτώσεις, όπως φαίνεται και από την αγγλική νομολογία στην οποία έκαμε εκτενή αναφορά το πρωτόδικο δικαστήριο.  Όσον αφορά τον ισχυρισμό πως η προαναφερόμενη παρατήρηση του δικαστηρίου έρχεται σε αντίθεση με τη μαρτυρία της κας Θεοφιλίδου και του γιατρού Βερεσιέ και πάλι δεν συμφωνούμε εφόσον το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε σοβαρά υπόψη τη μαρτυρία του γιατρού αλλά και της ψυχολόγου στο βαθμό και στην έκταση που το έκρινε ορθό. 

(ια)  Ο δωδέκατος λόγος έφεσης αφορά και πάλι, σε κατ' ισχυρισμό, εσφαλμένη καθοδήγηση του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με την έννοια της φράσης «σοβαρός κίνδυνος έκθεσης σε φυσική ή ψυχική δοκιμασία ή και σε αφόρητη κατάσταση σε περίπτωση επιστροφής του στο Ηνωμένο Βασίλειο».  Και αυτός ο λόγος έφεσης είναι αβάσιμος όπως εξηγήσαμε όταν εξετάσαμε τον έβδομο λόγο έφεσης.  

Ο δέκατος τρίτος λόγος έφεσης αποσύρθηκε.  

Ο δέκατος τέταρτος λόγος έφεσης αφορά στην κατ' ισχυρισμό λανθασμένη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου το οποίο, παρά το ότι βρήκε πως υπήρχε κάποιος κίνδυνος ψυχολογικής βλάβης στον ανήλικο, διέταξε την επιστροφή του στην Αγγλία.  Δεν ευσταθεί ούτε αυτός ο λόγος. Το πρωτόδικο δικαστήριο, με πολλή προσοχή και περίσκεψη και ορθά καθοδηγούμενο, στάθμισε όλα τα ενώπιον του στοιχεία και κατέληξε σε ορθά συμπεράσματα και ορθή άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, έχοντας ένα πολύ λεπτό και δύσκολο έργο να επιτελέσει. 

Η ενδιάμεση απόφαση του δικαστηρίου ημερ. 8.2.08, με την οποία αποφάσισε να ακούσει τον ανήλικο μετά το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας προσβάλλεται ως λανθασμένη με τον δέκατο πέμπτο λόγο έφεσης.  Ήδη αναφερθήκαμε σ' αυτό το ζήτημα και κρίναμε πως ήταν ορθή η απόφαση να ακούσει τον ανήλικο, το δικαστήριο, μετά το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας, οπότε και θα είχε το πλεονέκτημα του να έχει ήδη ακούσει τη  μαρτυρία των δύο πλευρών, έστω και αν με αυτό τον τρόπο ο ανήλικος έδωσε τις απόψεις του στο δικαστήριο μετά την παρέλευση κάποιου χρόνου κατά τον οποίο ο απαγωγέας γονέας και το περιβάλλον του είχαν την ευκαιρία να τον επηρεάσουν.  Αυτό το στοιχείο, όπως ήδη παρατηρήσαμε, το πρωτόδικο δικαστήριο το έλαβε σοβαρά υπόψη και το αποτίμησε, κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του ανήλικου. 

Το γεγονός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε να ακούσει τον ανήλικο το ίδιο και όχι να ακουστεί ο ανήλικος από εξειδικευμένο και ανεξάρτητο Λειτουργό Ευημερίας, προσβάλλεται ως λανθασμένη απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου με τον δέκατο έκτο λόγο έφεσης.  Με τον δέκατο έβδομο λόγο έφεσης προσβάλλεται η απόφαση του δικαστηρίου να μην επιτρέψει την είσοδο, στη συνέντευξη του παιδιού, στους διαδίκους και τους συνηγόρους τους.  Και με το δέκατο όγδοο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η υποβολή κατ' ισχυρισμό καθοδηγητικών, παραπλανητικών και σύνθετων ερωτήσεων στον ανήλικο.  Δεν συμφωνούμε με καμία απ' αυτές τις θέσεις του εφεσείοντα. Κρίνουμε πως ήταν ορθή η απόφαση του δικαστηρίου να ακούσει, το ίδιο, τον ανήλικο όπως προνοείται και στον Κανονισμό, ήταν ορθή η θέση του δικαστηρίου να μην επιτρέψει την είσοδο στη συνέντευξη των διαδίκων ή των συνηγόρων τους, για προφανείς λόγους μη επηρεασμού του παιδιού και δεν βρίσκουμε οτιδήποτε το λανθασμένο στις ερωτήσεις που υπέβαλε το δικαστήριο στον ανήλικο και τη διαδικασία που ακολούθησε. 

Ο δέκατος ένατος και εικοστός λόγος έφεσης αποσύρθηκαν.

(ιβ) Η παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου να προβεί σε αξιολόγηση της μαρτυρίας της αιτήτριας Λάνας Νικολάου είναι η βάση και του εικοστού πρώτου λόγου έφεσης.  Το πρωτόδικο δικαστήριο ανέφερε πως η αξιολόγηση της μαρτυρίας της αιτήτριας, που περιέχεται στις παραγράφους 15-21 της ένορκης δήλωσης της ημερ. 24.1.08, παρέλκει, όπως ήδη αναφέρθηκε σε σχέση με τον τέταρτο λόγο έφεσης. Η εξήγηση που δόθηκε από το δικαστήριο ήταν ότι με τη μαρτυρία εκείνη η αιτήτρια ουσιαστικά σχολιάζει τα όσα, κατά τη μάρτυρα κα. Θεοφιλίδου, απέδωσε σ' αυτήν ο ανήλικος γιός της, και για το ζήτημα αυτό δεν χρειαζόταν να αποφανθεί το πρωτόδικο δικαστήριο ως προς το ποιος έλεγε την αλήθεια, δηλαδή το παιδί ή η μητέρα του.  Σ' άλλο σημείο της απόφασης όμως το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρεται σε σχετικές παραδοχές της αιτήτριας, με τις οποίες αυτή δέχεται ότι ήταν αρνητική στην επικοινωνία του ανήλικου με τον πατέρα του και στο ότι η ίδια ανέφερε στον ανήλικο γιό της τους λόγους του χωρισμού της με τον πατέρα του, που ήταν ότι αυτός έπινε πολύ και ότι την κτυπούσε.   Συνάγεται επομένως ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αξιολόγησε μέρος της μαρτυρίας της μητέρας επειδή θεώρησε πως αυτό δεν ήταν απαραίτητο για τους σκοπούς της απόφασης, αλλά έδωσε σημασία σε άλλο μέρος της μαρτυρίας της μητέρας το οποίο θεώρησε σημαντικό για την υπόθεση και το οποίο προφανώς δέχτηκε ως αξιόπιστο, εφόσον το έλαβε και υπόψη του στην απόφασή του.  Παρά τη μη ύπαρξη ειδικής αξιολόγησης της μαρτυρίας της αιτήτριας, από το σύνολο της απόφασης φαίνεται ποια μέρη της μαρτυρίας της αποδέχτηκε το πρωτόδικο δικαστήριο και ποια αγνόησε ως μη σχετικά.  Ως εκ τούτου και αυτός ο λόγος έφεσης κρίνεται ως αβάσιμος και απορρίπτεται.

Η παράλειψη αξιολόγησης της μαρτυρίας της κας Ιωάννας Αναστασιάδου, Λειτουργού του Υπουργείου Δικαιοσύνης, από το πρωτόδικο δικαστήριο, αποτελεί τη βάση του εικοστού δεύτερου λόγου έφεσης.  Η κα. Αναστασιάδου έδωσε τυπική μαρτυρία επισυνάπτοντας  δηλαδή στην ένορκη δήλωσή της τα έγγραφα που έλαβε ο εφεσίβλητος Υπουργός από την Κεντρική Αρχή του Ηνωμένου Βασιλείου.  Δεν υπήρξε οποιαδήποτε αμφισβήτηση των εγγράφων αυτών αλλά το αντίθετο υπήρξε και επιβεβαίωση του «residence order» που εκδόθηκε από το αρμόδιο αγγλικό δικαστήριο.  Δεν θεωρούμε πως η παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου να προβεί σε αξιολόγηση της τυπικής και αδιαμφισβήτητης μαρτυρίας της κας Αναστασιάδου, έχει οποιαδήποτε σημασία για την παρούσα υπόθεση. Κατά συνέπεια και αυτός ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.

Ο εικοστός τρίτος λόγος έφεσης αποσύρθηκε.

(ιγ)  Το ζήτημα  της ερμηνείας που έδωσε το πρωτόδικο δικαστήριο στον όρο «παράνομη κατακράτηση» και το κατά πόσο απαιτείται απόδειξη πρόθεσης κατακράτησης, εκ μέρους του απαγωγέα γονέα, είναι η βάση των λόγων έφεσης 24 και 25.  Ο εφεσείων παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι στον όρο «κατακράτηση» εμπεριέχεται και η έννοια της παράνομης τέλεσης πράξης και επίσης εσφαλμένα έκρινε ότι δεν απαιτείται απόδειξη πρόθεσης κατακράτησης. 

Το Άρθρο 3 της Σύμβασης προνοεί ότι η μετακίνηση ή η κατακράτηση παιδιού θεωρείται παράνομη όταν γίνεται κατά παράβαση των δικαιωμάτων φύλαξης τα οποία έχει πρόσωπο, οργανισμός ή οποιοδήποτε άλλο Σώμα, είτε από κοινού, είτε μόνο του, σύμφωνα με το δίκαιο της χώρας στην οποία το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν τη μετακίνηση ή την κατακράτηση.   Στην προκείμενη περίπτωση, δυνάμει του προαναφερόμενου διατάγματος διαμονής (residence order) του αγγλικού δικαστηρίου, το οποίο ήταν παραδεκτό, η αιτήτρια-μητέρα είχε το δικαίωμα φύλαξης του ανήλικου γιού της όπως είχε και από κοινού με τον εφεσείοντα-πατέρα και τη γονική μέριμνα του ανηλίκου.  Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως η παρούσα υπόθεση ήταν υπόθεση παράνομης κατακράτησης σύμφωνα με την έννοια της Σύμβασης και του Κανονισμού.  Παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση σύμφωνα με το Άρθρο 2(11) του Κανονισμού καλύπτει μετακίνηση ή κατακράτηση παιδιού, κατά παράβαση δικαιώματος επιμέλειας, σύμφωνα με το δίκαιο του Κράτους στο οποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από τη μετακίνηση ή την κατακράτηση.  Προσομοιάζει δηλαδή πολύ ο ορισμός των όρων παράνομη μετακίνηση ή κατακράτηση, που δίδεται στο Άρθρο 2(11) του Κανονισμού και στο Άρθρο 3 της Σύμβασης.  Το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε εκτενή ανάλυση των θεμάτων αυτών και σημείωσε πως τα δικαιώματα φύλαξης, στα οποία γίνεται αναφορά στο Άρθρο 3 της Σύμβασης, περιλαμβάνουν δικαιώματα που αφορούν στην επιμέλεια του παιδιού και περιλαμβάνουν κυρίως το δικαίωμα καθορισμού του τόπου διαμονής του, όπως προνοεί και το Άρθρο 5 της Σύμβασης.   Όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο για να ζητήσει επιτυχώς, ένας αιτητής γονέας την επιστροφή του παιδιού του στη χώρα της συνήθους διαμονής του,σύμφωνα με το Άρθρο 12 της Σύμβασης, πρέπει να αποδείξει: (α)  ότι πριν τη μετακίνηση ή κατακράτηση ο αιτητής απολάμβανε δικαιωμάτων φύλαξης του παιδιού, (β)  ότι η ενέργεια του άλλου (γονέα) να μετακινήσει ή να κατακρατήσει το παιδί έγινε κατά παράβαση των δικαιωμάτων αυτών και (γ)  ότι κατά το χρόνο της μετακίνησης ή κατακράτησης τα δικαιώματα αυτά ασκούνταν πραγματικά, είτε από κοινού είτε από μόνο τον αιτητή-γονέα ή ότι θα ασκούνταν εάν δεν λάμβανε χώραν η μετακίνηση ή η κατακράτηση.  Με αυτά υπόψη, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ο όρος κατακράτηση εμπεριέχει πάντοτε παρανομία.   Όσον αφορά την ανάγκη απόδειξης πρόθεσης εκ μέρους του απαγωγέα γονέα, να κατακρατήσει το παιδί, το πρωτόδικο δικαστήριο είπε ότι κάτι τέτοιο δεν απαιτείται.  Αν οι εισηγήσεις του εφεσείοντα γίνονταν δεκτές ο μηχανισμός επιστροφής που προνοείται στη Σύμβαση δεν θα μπορούσε να τεθεί σε λειτουργία, με αποτέλεσμα η Σύμβαση να καταστεί κενό νομοθέτημα, παρατήρησε το δικαστήριο.  

Απλοποιώντας τελικά τα πράγματα, το πρωτόδικο δικαστήριο, θεώρησε ως παραδεκτά τα ουσιώδη γεγονότα, σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο, που είναι το δίκαιο της χώρας της συνήθους διαμονής του ανηλίκου πριν τη μετακίνηση ή την κατακράτησή του, εφόσον ήταν  παραδεκτό πως, σύμφωνα με το διάταγμα του αρμόδιου αγγλικού δικαστηρίου (επομένως σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο), η αιτήτρια ήταν συνδικαιούχος γονικής μέριμνας και απολάμβανε δικαιωμάτων φύλαξης του ανήλικου, σύμφωνα με τη Σύμβαση, και δικαιωμάτων επιμέλειας, σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό, τα οποία και ασκούσε.  Ενόψει των προαναφερομένων, έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο, πως η μη επιστροφή του παιδιού στη χώρα της συνήθους διαμονής του, κατά το χρόνο λήξης του δικαιώματος επικοινωνίας του καθ' ου η αίτηση-εφεσείοντα με το παιδί, στις 31.8.07, έγινε κατά παράβαση των προαναφερόμενων δικαιωμάτων που απολάμβανε η αιτήτρια αλλά και κατά παράβαση του ίδιου του διατάγματος του αγγλικού δικαστηρίου με το οποίο ορίστηκε ως τόπος διαμονής του ανήλικου η διεύθυνση της μητέρας του στην Αγγλία.  Άρα η μη επιστροφή του ανήλικου κατά την  προαναφερόμενη ημερομηνία συνιστούσε παράβαση των δικαιωμάτων που είχε και ασκούσε η μητέρα του, κατά το αγγλικό δίκαιο, και επομένως παράνομη κατακράτηση, σύμφωνα με το Άρθρο 3 της Σύμβασης.

Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο και απορρίπτουμε τους λόγους έφεσης 24 και 25. 

Ο εικοστός έκτος λόγος έφεσης αφορά το ζήτημα της κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένης μη καθοδήγησης του πρωτόδικου δικαστηρίου από το δίκαιο και τις δικαστικές αποφάσεις του κράτους της συνήθους διαμονής του παιδιού σε σχέση με τη διάγνωση του στοιχείου της παρανομίας, σύμφωνα με τη Σύμβαση και τον Κανονισμό. 

Ο εικοστός έβδομος λόγος έφεσης επίσης αφορά το ίδιο θέμα, του ότι δηλαδή το πρωτόδικο δικαστήριο θα έπρεπε να ζητήσει απόφαση ή άλλο πιστοποιητικό από την Αγγλία, στα οποία να φαίνεται πως η μετακίνηση ή κατακράτηση του ανήλικου ήταν  παράνομη, κατά την έννοια του Άρθρου 3 της Σύμβασης, σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο.

Κατά τον εφεσείοντα η κα. Αναστασιάδου, η οποία δεν είναι ειδική σε θέματα αγγλικού οικογενειακού δικαίου, δεν ήταν αρμόδια να διαφωτίσει το πρωτόδικο δικαστήριο ως προς το σχετικό αγγλικό δίκαιο. 

Δεν συμφωνούμε με τον εφεσείοντα και απορρίπτουμε τους προαναφερόμενους λόγους έφεσης 26 και 27.  Κατά την εκτίμηση μας το πρωτόδικο δικαστήριο είχε ενώπιον του, ως παραδεκτά γεγονότα, οτιδήποτε χρειαζόταν σε σχέση με το αγγλικό δίκαιο, ώστε να είναι σε θέση να κρίνει τα επίδικα ζητήματα των Άρθρων 3 και 13 της Σύμβασης. Δεν χρειαζόταν δηλαδή οτιδήποτε άλλο, το πρωτόδικο δικαστήριο, πέραν του ότι σύμφωνα με απόφαση και διάταγμα αρμοδίου αγγλικού δικαστηρίου η μητέρα είχε δικαιώματα φύλαξης του παιδιού και από κοινού δικαιώματα γονικής μέριμνας με τον καθ΄ ου η αίτηση-εφεσείοντα  και ότι αυτή ασκούσε τα δικαιώματα της, πριν το ταξίδι του ανήλικου στην Κύπρο τον Αύγουστο του 2007, με σκοπό να επισκεφθεί τον πατέρα του.  Επομένως είναι προφανές ότι η μη επιστροφή του ανήλικου την 31.8.07 συνιστούσε παράβαση των προαναφερόμενων δικαιωμάτων της μητέρας και επομένως παράνομη κατακράτηση, σύμφωνα με την έννοια του Άρθρου 3 της Σύμβασης, αλλά και σύμφωνα με το διάταγμα του αγγλικού δικαστηρίου, του οποίου επίσης συνιστούσε παράβαση η κατακράτηση του ανήλικου στην Κύπρο, πέραν της 31.8.07.

(ιδ) Ο εικοστός όγδοος λόγος έφεσης αφορά στην κατ' ισχυρισμό εσφαλμένη κρίση του  πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν έγινε παρέμβαση ή καθοδήγηση στη μητέρα, από την Ανώτερη Δικηγόρο  της Δημοκρατίας κα. Χριστοδουλίδου.  Δεν υπάρχει οποιαδήποτε βάση σ' αυτό το λόγο έφεσης.  Το πρωτόδικο δικαστήριο, στη σελ. 7 της απόφασης του, είπε ότι το θέμα αυτό κρίνεται ως αδόκιμο επειδή δεν συνδέεται με τις ανάγκες της υπόθεσης.  Και αυτό επειδή ουδέποτε υποβλήθηκε στη μητέρα, κα. Λάνα Νικολάου, όταν αυτή έδιδε μαρτυρία στο δικαστήριο, ότι κατά τις επαφές της με την κα. Χριστοδουλίδου συζήτησαν οτιδήποτε σχετικό με τη μαρτυρία που η μητέρα έδωσε ή την οποία θα έδιδε κατά την αντεξέτασή της.  Ανατρέξαμε στα πρακτικά της υπόθεσης και συγκεκριμένα στις σελ. 125-127 και διαπιστώσαμε πως τα όσα λέγει το πρωτόδικο δικαστήριο, γι' αυτό το θέμα, είναι ορθά. 

Ο εικοστός ένατος λόγος έφεσης αφορά και πάλι στο ζήτημα της κατ' ισχυρισμό παρέμβασης και καθοδήγησης της κας Λάνας Νικολάου από τη συνήγορο της Δημοκρατίας και επομένως απορρίπτεται και αυτός για τους ίδιους λόγους.

Για τους ίδιους λόγους απορρίπτονται και ο τριακοστός και τριακοστός πρώτος λόγος έφεσης που επίσης αναφέρονται στο προαναφερόμενο θέμα. 

Ο τριακοστός δεύτερος λόγος έφεσης αποσύρθηκε.

Ενόψει της απόρριψης όλων των λόγων έφεσης, η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο