ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 1 ΑΑΔ 1024
17 Οκτωβρίου, 2008
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
ΧΑΡΗΣ ΦΑΣΑΡΙΑΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ
(ΩΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟ ΝΟΜΟ 11(ΙΙΙ)/1994) ΥΣΤΕΡΑ ΑΠΟ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ULRIKA PALMQVIST,
Εφεσιβλήτου.
(Έφεση Αρ. 18/2008)
Οικογενειακό Δίκαιο ― Σχέσεις γονέων και τέκνων ― Μετακίνηση ή κατακράτηση ανηλίκων τέκνων ― Έκδοση διατάγματος για επιστροφή ανηλίκων τέκνων στη μητέρα τους, στη βάση των προνοιών της Σύμβασης για τις Αστικές Πτυχές της Διεθνούς Απαγωγής Παιδιών, η οποία κυρώθηκε με το Νόμο 11(ΙΙΙ)/94 ― Έφεση εναντίον σχετικού διατάγματος ― Ποίος είναι ο παράγων ο οποίος διεδραμάτισε ουσιαστικό ρόλο για την επιτυχία της έφεσης ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης, κατά πλειοψηφία.
Λέξεις και Φράσεις ― «Habitual residence» στα ελληνικά «συνήθης διαμονή», στο Άρθρο 3 της Σύμβασης για τις Αστικές Πτυχές της Διεθνούς Απαγωγής Παιδιών, η οποία κυρώθηκε με το Νόμο 11(ΙΙΙ)/94 ― Ποία η έννοια της φράσης «συνήθης διαμονή» στη σχετική νομολογία και ποία τα κριτήρια καθορισμού της.
Το Οικογενειακό Δικαστήριο Λάρνακας αποδέχθηκε την αίτηση της μητέρας (εφεξής η Ulrika) Σουηδής πολίτιδας, με την οποία ζητούσε, την έκδοση διατάγματος επιστροφής των δύο ανηλίκων τέκνων της στο συνήθη τόπο διαμονής τους, δηλαδή, τη Σουηδία. Η αίτηση εστηρίζετο στη Σύμβαση για τις Αστικές Πτυχές της Διεθνούς Απαγωγής Παιδιών (εφεξής η Σύμβαση) η οποία κυρώθηκε στην Κύπρο με το Νόμο 11(ΙΙΙ)/94. Ο πατέρας των παιδιών (εφεξής ο εφεσείων) είναι Κύπριος πολίτης, νυμφεύθηκε με την Ulrika το Μάρτιο του 1999 και απέκτησαν τα δύο παιδιά τους στις 16.10.2000 και 6.10.2002 αντίστοιχα. Και τα δύο παιδιά γεννήθηκαν στην Κύπρο. Το ζεύγος πήρε διαζύγιο στις 7.7.04. Ο εφεσείων και η Ulrika συνέχισαν να διαμένουν στην Κύπρο χωριστά μετά το διαζύγιο, ασκώντας από κοινού γονική μέριμνα στα τέκνα. Εκκρεμούσαν όμως στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λάρνακας αιτήσεις της Ulrika για φύλαξη, επιμέλεια και διατροφή. Στην πρώτη αίτηση εκδόθηκε ενδιάμεσο διάταγμα αποκλειστικής φύλαξης προς όφελος της Ulrika στις 29.7.05.
Οι θέσεις των διαδίκων κατά την πρωτόδικη διαδικασία διΐσταντο. Η Ulrika τόσο εγγράφως όσο και ενόρκως υποστήριξε πως το Σεπτέμβριο του 2006 έγινε συζήτηση μεταξύ τους για να μετακομίσουν στη Σουηδία με στόχο ο εφεσείων να εξεύρει εργασία και η ίδια να συνεχίσει τις πανεπιστημιακές της σπουδές. Με βάση τη συζήτηση αυτή ο εφεσείων εισηγήθηκε στην Ulrika να διακόψει την αίτηση για επιμέλεια, όπως και έγινε. Η Ulrika άφησε το διαμέρισμα το οποίο ενοικίαζε, χάρισε το αυτοκίνητο και τα έπιπλά της και άφησε και την εργασία της. Το Νοέμβριο του 2006 μετακόμισαν στη Σουηδία. Τα παιδιά γράφτηκαν σε σχολείο, οι ίδιοι γράφτηκαν στη Σουηδική φορολογική αρχή και στη συνέχεια στα αρχεία πληθυσμού, στην οποία εγγράφεται κάποιος όταν σκοπεύει να γίνει μόνιμος κάτοικος της Σουηδίας. Η ίδια υπέβαλε αιτήσεις σε διάφορα πανεπιστήμια, αναμένοντας δε την απάντηση άρχισε να εργάζεται.
Δημιουργήθηκε πρόβλημα όμως στις σχέσεις του εφεσείοντος και της Ulrika, με αποτέλεσμα στις 3.5.07 ο εφεσείων να πάρει τα ανήλικα τέκνα χωρίς να ειδοποιήσει τη μητέρα τους και να επιστρέψει στην Κύπρο στις 7.5.07, όπου το μεγαλύτερο παιδί επέστρεψε στην πρώτη τάξη του δημοτικού, όπου φοιτούσε πριν την αναχώρησή τους στη Σουηδία.
Ο εφεσείων υποστήριξε ότι ο ίδιος δεν ήταν διατεθειμένος να εγκατασταθεί μόνιμα στη Σουηδία αφού δεν γνώριζε τις συνθήκες, ούτε τη γλώσσα και έτσι συμφώνησε απλά να μεταβούν αρχικά για δύο εβδομάδες στο χωριό της Ulrika και στη συνέχεια σε μια από τις μεγαλύτερες πόλεις. Η Ulrika δεν είχε πρόθεση να τηρήσει τα συμφωνηθέντα και με διάφορες προφάσεις ανέβαλλε τη μετακίνησή τους σε μεγάλη πόλη. Ο ίδιος θα είχε πολλές δυσκολίες εργοδότησης στη Σουηδία και ανεύρεσης διαμερίσματος σε μεγάλη πόλη. Όταν αντιλήφθηκε ότι η Ulrika τον είχε ξεγελάσει για να πάρει τα παιδιά στη Σουηδία, έκαμε διευθετήσεις για επιστροφή στην Κύπρο.
Το Δικαστήριο αποδέχθηκε τις θέσεις της Ulrika ως πλέον ειλικρινείς και λογικές από αυτές του εφεσείοντος. Θεώρησε ότι οι ενέργειες του ζεύγους παρέπεμπαν σε κοινή προφορική συμφωνία που έγινε το Σεπτέμβριο του 2006 για να μεταβεί με τα ανήλικα παιδιά του στη Σουηδία και ότι αυτή η μετακίνηση που έγινε το Νοέμβριο του ιδίου έτους, πραγματοποιήθηκε στη βάση του συμφωνηθέντος σκοπού με πρόθεση τη μόνιμη εκεί εγκατάσταση.
Με το εκδοθέν διάταγμα, ο εφεσείων διατάσσετο άμεσα να επιστρέψει τα παιδιά στη Σουηδία, να τα παραδώσει αμέσως στην Ulrika ή σε εξουσιοδοτημένο από αυτή πρόσωπο προς υλοποίηση του διατάγματος και να καταβάλει τα έξοδα επιστροφής τους.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση, προσβάλλοντας τόσο τη νομική όσο και την πραγματική κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Η επιχειρηματολογία των συνηγόρων επικεντρώθηκε στην ορθή υπαγωγή των γεγονότων της υπόθεσης στο νομικό πλαίσιο που διέπει την απαγωγή παιδιών. Ο συνήγορος του εφεσείοντος υπέβαλε ταυτόχρονα ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν εσφαλμένα διότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας τους εφεσείοντος έγινε στη βάση της μαρτυρίας της Ulrika, χωρίς να τύχει η δική του μαρτυρία χωριστής αξιολόγησης, ως έπρεπε, το δε Δικαστήριο δεν σύγκρινε τις διαφορετικές εκδοχές των διαδίκων για να εξαχθούν τα ορθά συμπεράσματα.
Αποφασίστηκε ότι:
Α. Υπό Ναθαναήλ, Δ., συμφωνούντος και του Νικολαΐδη, Δ.:
1. Η νομική βάση της υπόθεσης είναι το Άρθρο 3 της Σύμβασης το οποίο καθορίζει πότε θεωρείται παράνομη η μετακίνηση ή κατακράτηση παιδιού.
Σχετικά είναι επίσης τα Άρθρα 4 και 5, τα οποία καθορίζουν την εφαρμογή της Σύμβασης σε κάθε παιδί που είχε αμέσως πριν την παραβίαση των δικαιωμάτων φύλαξης ή κηδεμονίας, τη συνήθη διαμονή του σε συμβαλλόμενο κράτος, καθώς επίσης και ότι δικαιώματα φύλαξης και δικαιώματα επικοινωνίας περιλαμβάνουν τα δικαιώματα που αφορούν στην επιμέλεια του προσώπου του παιδιού και ιδιαίτερα το δικαίωμα ορισμού του τόπου διαμονής του.
2. Η Σύμβαση έχει ως υπόβαθρο την ιδέα ότι το καλύτερο συμφέρον των παιδιών απαιτεί όπως αυτά δεν μετακινούνται ή κατακρατούνται μονομερώς από τον ένα γονέα. Η αυστηρή εφαρμογή της επιστροφής των παιδιών συντείνει στην αποφυγή και πρόληψη των απαγωγών, βοηθά στην προώθηση της οικειοθελούς επιστροφής των παιδιών από τον γονέα, ενώ δίνει και τη δυνατότητα στα οικεία Δικαστήρια να αποφασίζουν τις διαφορές κατά τρόπο ώστε τα διατάγματά τους να γίνονται σεβαστά από άλλα συμβαλλόμενα κράτη μέλη.
3. Ουσιαστικό ρόλο για την επιτυχία ή αποτυχία της έφεσης διαδραματίζει η συνήθης διαμονή των παιδιών αμέσως πριν την μετακίνηση ή την κατακράτησή τους. Το ερώτημα, στην προκείμενη περίπτωση, είναι κατά πόσο τα παιδιά είχαν αποκτήσει τη συνήθη διαμονή τους στη Σουηδία αμέσως πριν τη μεταφορά τους από τον εφεσείοντα πίσω στην Κύπρο και κατά πόσο οι γονείς είχαν ή όχι τη συνήθη διαμονή τους επίσης στη Σουηδία. Εάν το ερώτημα απαντηθεί θετικά, τότε η μετακίνηση των παιδιών από τον πατέρα ήταν παράνομη και θα ήταν δυνατό να γίνεται λόγος για απαγωγή εντός της εννοίας της Σύμβασης.
4. Το Αγγλικό κείμενο της Σύμβασης (που είναι και το πρωτότυπο και υπερισχύει με βάση το Άρθρο 2 του Κυρωτικού Νόμου) χρησιμοποιεί τη φράση «habitual residence», φράση η οποία στα ελληνικά εξομοιώνεται με τον όρο «συνήθης διαμονή». Η συνήθης διαμονή καθορίζεται ως θέμα γεγονότων, ενώ θα πρέπει να της αποδοθεί η συνήθης γραμματική ερμηνεία. Δεν είναι τεχνικός όρος, εφόσον η φράση «habitual residence» στο Άρθρο 3 της Σύμβασης δεν ορίζεται οπουδήποτε.
5. Η συνήθης διαμονή μπορεί να θεμελιωθεί όταν υπάρχει κοινή πρόθεση ενός ζεύγους να ζήσει σε μια χώρα έχοντας ικανοποιητικό βαθμό συνέχειας, ήτοι, όταν υπάρχει κατασταλαγμένος σκοπός («a settled purpose»), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κάποιος πρέπει να έχει πρόθεση να μείνει στη νέα χώρα επ' αόριστον. Ο σκοπός της διαμονής μπορεί να έχει περιορισμένη χρονική διάρκεια, αλλά και πάλι να υπάρχει η αναγκαία πρόθεση διαμονής. Η νομολογία αναφέρει ότι δεν χρειάζεται για τη θεμελίωση της συνήθους διαμονής, η ύπαρξη μονίμου διαμονής.
6. Η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή τόσο σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας όσο και σε σχέση με την εφαρμογή των προνοιών της Σύμβασης.
Β. Υπό Νικολάτου, Δ.:
Η πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη λόγω του ότι το Δικαστήριο:
(α) Κατέληξε σε συμπεράσματα αναφορικά με την πρόθεση του εφεσείοντος όταν έφευγε από την Κύπρο τον Νοέμβριο του 2006 μαζί με τα παιδιά του (που είναι ο ουσιώδης χρόνος αμέσως πριν από τη μετακίνηση της οικογένειας στη Σουηδία), από ενέργειες που έκαμε αργότερα όταν αυτός ήταν στη Σουηδία. Η πρόθεση του εφεσείοντος κατά τον προαναφερθέντα ουσιώδη χρόνο, δεν θα έπρεπε να εκτιμηθεί με βάση τις μεταγενέστερες ενέργειές του όταν αυτός ήταν ήδη στη Σουηδία.
(β) Δεν κατέληξε σε οποιοδήποτε συμπέρασμα ως προς τη συνήθη διαμονή, ενός εκάστου των γονέων, ξεχωριστά, πριν και μετά την αναχώρησή τους από την Κύπρο.
(γ) Δεν ερεύνησε τα ακόλουθα δύο στοιχεία σε σχέση με την πρόθεση του εφεσείοντος, ήτοι, (i) κατά πόσο είχε πρόθεση να μην επιστρέψει ξανά στην Κύπρο όταν έφευγε από αυτή, γεγονός που θα συνηγορούσε υπέρ του ότι αυτός απώλεσε, σε εκείνο το στάδιο, τη συνήθη διαμονή του στην Κύπρο και (ii) την πρόθεσή του και κατά την περίοδο της εξάμηνης παραμονής του στη Σουηδία, ώστε να φανεί κατά πόσο είχε αποκρυσταλλωμένο ή κατασταλαγμένο σκοπό (settled purpose) να εγκατασταθεί εκεί και κατά πόσο η παραμονή του εκεί είχε τον απαραίτητο βαθμό συνέχειας, για να θεωρηθεί επαρκής για την απόκτηση συνήθους διαμονής στη Σουηδία.
Η έφεση απορρίφθηκε, κατά πλειοψηφία, με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
In re J. (A Minor) (Abduction: Custody Rights) [1992] AC 562,
In re P (Abduction: Declaration) [1995] 1 FLR 831,
In re B (Minors: Abduction) (No.2) [1993] 1 FLR 993,
In re F (A minor) (Child Abduction) [1992] 1 FLR 548,
In re N (Abduction: Habitual (Residence) [2000] 2 FLR 899,
Κόρακα v. Γεωργίου (2004) 1 Α.Α.Δ. 1935,
Αντωνίου v. Θεοδώρου (2004) 1 Α.Α.Δ. 1944,
Razis v. Republic (1979) 1 C.L.R. 127,
Rossides v. Republic (1984) 1 C.L.R. 1482,
D. v. D. (Custody: Jurisdiction) [1996] 1 FLR 574.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Αίτ. Αρ. 123/07), (Χ"Δημητρίου, Π.), ημερομ. 31.7.08.
Λ. Βραχίμης, για τον Εφεσείοντα.
Λ. Χριστοδουλίδου - Ζαννέτου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Δεν έχουμε καταλήξει σε ομόφωνο αποτέλεσμα. Την απόφαση της πλειοψηφίας, που αποτελείται από εμένα και τον Ναθαναήλ, Δ., θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ. Ο Δικαστής Νικολάτος θα δώσει διϊστάμενη απόφαση.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο εφεσείων είναι Κύπριος πολίτης, νυμφεύθηκε δε την Ulrika Palmqvist, (εφεξής «η Ulrika»), Σουηδή πολίτιδα, το Μάρτιο του 1999, μαζί δε απέκτησαν δύο ανήλικα τέκνα τον Alex Cornelis Palmqvist και Vilgot Mio (Lefteris) Palmqvist που γεννήθηκαν στην Κύπρο στις 16.10.2000 και 6.10.2002 αντίστοιχα. Λόγω προβλημάτων στη σχέση του ζεύγους, ο γάμος κατέρρευσε με αποτέλεσμα να εκδοθεί διαζύγιο στις 7.7.04. Ο εφεσείων και η Ulrika συνέχισαν να διαμένουν στην Κύπρο αλλά χωριστά, ασκώντας από κοινού γονική μέριμνα στα τέκνα. Εκκρεμούσαν όμως στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λάρνακας οι αιτήσεις της μητέρας υπ' αρ. 120/05 για φύλαξη και επιμέλεια και υπ' αρ. 38/04 για διατροφή. Στην πρώτη αίτηση εκδόθηκε ενδιάμεσο διάταγμα αποκλειστικής φύλαξης προς όφελος της Ulrika στις 29.7.05.
Το Σεπτέμβριο του 2006 έγινε συζήτηση μεταξύ τους για να μετακομίσουν στη Σουηδία για την εξεύρεση εργασίας από τον εφεσείοντα και για συνέχιση των πανεπιστημιακών σπουδών της Ulrika. Τα παιδιά θα ήταν μαζί τους και θα εγγράφονταν σε σχολείο στη Σουηδία. Σκοπός ήταν η από κοινού προσπάθεια για μια καλύτερη ζωή με στόχο να μείνουν μόνιμα στη Σουηδία, με ανοικτό όμως το ενδεχόμενο, εάν μετά από δύο ή τρία χρόνια δεν έρχονταν τα πράγματα όπως τα υπολόγιζαν, να επέστρεφαν στην Κύπρο. Επί τη βάσει της συζήτησης αυτής ο εφεσείων εισηγήθηκε στην Ulrika να διακόψει την αίτηση για επιμέλεια, όπως και έγινε, θα ταξίδευαν δε στη Σουηδία όπου θα έμεναν αρχικά στη μητέρα της σε ένα μικρό χωριό στο Mellerud για να μετακομίσουν μετέπειτα σε μεγαλύτερη πόλη, όπου ο εφεσείων θα μπορούσε να εργαστεί ή να ανοίξει επιχείρηση και η ίδια να συνεχίσει τις πανεπιστημιακές της σπουδές, ανάλογα με το πανεπιστήμιο που θα την δεχόταν. Προς το σκοπό αυτό η Ulrika άφησε το διαμέρισμα το οποίο ενοικίαζε, χάρισε το αυτοκίνητο και τα έπιπλα της (λόγω του ότι δεν υπήρχε πολύς χρόνος) και άφησε και την εργασία της. Τοποθέτησαν όλα τα υπάρχοντα τους σε 13 βαλίτσες και ένα αυτοκίνητο γεμάτο με διάφορα ηλεκτρικά και άλλα είδη και μετεκόμισαν στη Σουηδία το Νοέμβριο του 2006. Τα παιδιά γράφτηκαν σε σχολείο, οι ίδιοι δε γράφτηκαν στη Σουηδική φορολογική αρχή και στη συνέχεια στα αρχεία πληθυσμού, στα οποία εγγράφεται κάποιος όταν σκοπεύει να γίνει μόνιμος κάτοικος Σουηδίας. Η ίδια υπέβαλε αιτήσεις σε διάφορα πανεπιστήμια, αναμένοντας δε την απάντηση άρχισε να εργάζεται.
Δημιουργήθηκε πρόβλημα όμως στις σχέσεις του εφεσείοντα και της Ulrika, με αποτέλεσμα στις 3.5.07 ο εφεσείων να πάρει τα ανήλικα τέκνα χωρίς να ειδοποιήσει τη μητέρα τους και να επιστρέψει στην Κύπρο στις 7.5.07, όπου το μεγαλύτερο παιδί ο Alex επέστρεψε στην πρώτη τάξη του δημοτικού, όπου φοιτούσε πριν την αναχώρηση τους στη Σουηδία.
Τα ανωτέρω απετέλεσαν την ουσία των θέσεων της Ulrika και εγγράφως και ενόρκως κατά την πρωτόδικη διαδικασία. Η θέση του εφεσείοντα ήταν διαφορετική. Απέδωσε στην Ulrika ότι αυτή αντιλαμβανόμενη ότι είχε ο ίδιος διαλύσει δεσμό που είχε με άλλη γυναίκα, του πρότεινε να μεταβούν στη Σουηδία για να επιτύχουν καλύτερες συνθήκες για εργασία. Ο ίδιος όμως δεν ήταν διατεθειμένος να εγκατασταθεί μόνιμα εκεί αφού δεν γνώριζε τις συνθήκες, ούτε τη γλώσσα και έτσι συμφώνησε απλά να μεταβούν αρχικά για δύο εβδομάδες στο Mellerud, το χωριό της Ulrika, και στη συνέχεια να μεταβούν σε μια από τις μεγάλες πόλεις. Όταν έφθασαν στη Σουηδία αντιλήφθηκε ότι η Ulrika δεν είχε πρόθεση να τηρήσει τα συμφωνηθέντα και με διάφορες προφάσεις ανέβαλλε τη μετακίνηση τους σε μεγάλη πόλη. Συνειδητοποιώντας και ο ίδιος ότι η εργοδότηση στη Σουηδία και η εξεύρεση διαμερίσματος σε μεγάλη πόλη ήταν δύσκολη, με αφορμή την ανακάλυψη από τον ίδιο ενός ηλεκτρονικού μηνύματος ημερ. 22.4.07, που είχε αποστείλει η Ulrika σε μια φίλη της και αντιληφθείς ότι τον είχε ξεγελάσει για να πάρει τα παιδιά στη Σουηδία, έκαμε διευθετήσεις για επιστροφή στην Κύπρο.
Η Ulrika ήγειρε τη διαδικασία που προνοείται από τη Σύμβαση που συνομολογήθηκε στη Χάγη στις 25.10.80, για τις Αστικές Πτυχές της Διεθνούς Απαγωγής Παιδιών, η οποία κυρώθηκε στην Κύπρο με το Νόμο 11(ΙΙΙ)/94 (εφεξής «η Σύμβαση»). Χρησιμοποιήθηκε προς τούτο ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης ως η κεντρική αρχή για την έγερση διαδικασίας ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λάρνακας, μετά από εξουσιοδότηση της Ulrika, μητέρας των ανηλίκων, επιδιώκοντας την έκδοση από το Δικαστήριο διατάγματος επιστροφής των ανηλίκων στο συνήθη τόπο διαμονής τους, δηλαδή, τη Σουηδία.
Ο Πρόεδρος του Οικογενειακού Δικαστηρίου με απόφαση του ημερ. 31.7.08, αφού άκουσε τα εκατέρωθεν επιχειρήματα του εφεσείοντα και της Ulrika, τους οποίους είχε επίσης την ευκαιρία να δει και να παρατηρήσει κατά την εκατέρωθεν αντεξέταση τους και έχοντας υπόψη ταυτόχρονα τις αντίστοιχες ένορκες δηλώσεις τους που καταχωρήθηκαν στις οποίες καταγράφηκαν οι θέσεις τους, εξέδωσε διάταγμα άμεσης επιστροφής των ανηλίκων στη Σουηδία. Ο εφεσείων διατάχθηκε επίσης να παραδώσει αμέσως στην Ulrika ή σε εξουσιοδοτημένο από αυτή πρόσωπο, τα ανήλικα προς υλοποίηση του διατάγματος και διέταξε όπως καταβάλει τα έξοδα για την επιστροφή τους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε την πιο πάνω διαταγή δεχόμενος ότι την αλήθεια σε σχέση με τα γεγονότα που περιέβαλλαν την υπό κρίση μετακίνηση της οικογένειας στη Σουηδία, είχε αναφέρει η Ulrika τις θέσεις της οποίας αποδέχθηκε ως πλέον ειλικρινείς και λογικές από αυτές του εφεσείοντα. Θεώρησε ότι οι ενέργειες του ζεύγους παρέπεμπαν σε κοινή προφορική συμφωνία που έγινε το Σεπτέμβριο του 2006 για να μεταβεί με τα ανήλικα παιδιά του στη Σουηδία και ότι αυτή η μετακίνηση που έγινε το Νοέμβριο του ιδίου έτους, πραγματοποιήθηκε στη βάση του συμφωνηθέντος σκοπού με πρόθεση τη μόνιμη εκεί εγκατάσταση.
Καταλυτικές προς την απόφαση του, ο Πρόεδρος θεώρησε σειρά ενεργειών του ζεύγους ως πιστοποιούσες την πιο πάνω πρόθεση. Αυτές ήταν η απόσυρση από την Ulrika όλων των εκκρεμουσών υποθέσεων στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λάρνακας, η παραίτηση της από την εν Κύπρω εργασία της (σημειώνεται ότι ο εφεσείων δεν είχε σταθερή εργασία στην Κύπρο), η εγκατάλειψη του διαμερίσματος που αυτή ενοικίαζε, η οικειοθελής αποξένωση διαφόρων προσωπικών αντικειμένων της που είχε στο διαμέρισμα της σε φίλους και γνωστούς και η συναποκόμιση 13 αποσκευών και ενός αυτοκινήτου γεμάτο από διάφορα ηλεκτρικά και άλλα είδη για να πάρουν στη Σουηδία. Αυτά αφορούσαν τις ενέργειες του ζεύγους πριν την αναχώρηση του για τη Σουηδία. Θεωρήθηκαν όμως και οι ενέργειες που έγιναν από την Ulrika, άμα τη αφίξει της οικογένειας στη Σουηδία, ως εξ ίσου ενδεικτικές και υποστηρικτικές της πρόθεσης για μόνιμη εγκατάσταση. Αυτές ήταν η εξεύρεση διαμερίσματος στο χωριό Mellerud, μετά την αρχική συγκατοίκηση της οικογένειας στο σπίτι της μητέρας της, η παραγγελία επίπλων και η εξόπλιση του διαμερίσματος, η εγγραφή του εφεσείοντος και της ίδιας στις φορολογικές αρχές της Σουηδίας, η εγγραφή των ανηλίκων σε σχολεία, η εξεύρεση εργασίας από την Ulrika και οι ταυτόχρονες αιτήσεις της σε πανεπιστήμια σε μεγάλες πόλεις στη γνώση και του εφεσείοντα.
Κατά τη θέση του Προέδρου που καταγράφεται διεξοδικά στις σελ. 46-49 της απόφασης του, οι ενέργειες και οι πράξεις της Ulrika στη βάση των πιο πάνω, έδειχναν ότι η μετάβαση των διαδίκων στη Σουηδία δεν μπορούσε να ήταν δοκιμαστική και προσωρινή, ως ο ισχυρισμός του εφεσείοντος, θεωρώντας ότι θα ήταν παράλογο για την ίδια να δεχθεί να μεταβεί στη Σουηδία αποκόπτοντας όλους τους επαγγελματικούς και άλλους δεσμούς της με την Κύπρο, χωρίς να είχε συμφωνήσει προς τούτο και ο ίδιος ο εφεσείων. Δεν θα ήταν λογικό, κατά τον Πρόεδρο, να εμπιστευθεί τις τύχες της ιδίας και των παιδιών στον εφεσείοντα, ο οποίος δεν ήταν ούτε καν σύζυγος της τότε, χωρίς τη συναντίληψη και την πρόθεση για μόνιμη διαμονή στη Σουηδία, ενώ θεωρήθηκε και αδόκιμο να βασιζόταν αποκλειστικά στις επιθυμίες του εφεσείοντα και στη θέση του ότι θα πήγαινε μαζί της για λίγους μόνο μήνες και αν δεν του άρεσε θα επέστρεφαν πίσω. Κρίθηκε λογική η δική της θέση ότι είχε πει στον εφεσείοντα και έτσι είχε συμφωνηθεί, ότι η μετάβαση τους στη Σουηδία θα έπρεπε να ήταν για τουλάχιστον 2-3 χρόνια, ώστε να αποδώσουν καρπούς οι προσπάθειες τους και ότι σε περίπτωση ιδιαίτερων δυσκολιών, υπήρχε πάντοτε το ενδεχόμενο επιστροφής στην Κύπρο. Οι ενέργειες επίσης που έγιναν, της εγγραφής των παιδιών στην προδημοτική και στο νηπιαγωγείο μια με δύο εβδομάδες από την άφιξη τους, η προσπάθεια εκμάθησης κατ΄ απαίτηση του ιδίου του εφεσείοντα της Σουηδικής γλώσσας, η ενοικίαση διαμερίσματος και η τοποθέτηση σ' αυτό σταθερού τηλεφώνου στο όνομα του τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο του 2007, η εγγραφή στο αρχείο πληθυσμού και η εγγραφή στις φορολογικές αρχές, ήταν στοιχεία που πιστοποιούσαν αυτή την κοινή πρόθεση και όχι την προς το αντίθετο θέση του εφεσείοντα.
Τη θέση του εφεσείοντα την απέρριψε για διάφορους λόγους μεταξύ των οποίων και λόγω αντιφάσεων που κατέγραψε στις σελ. 49-51 της απόφασης του, θεωρώντας ότι υπήρχε αντίφαση στις παρ. 18 και 20 της ένορκης δήλωσης του, όπου είχε αναφέρει ότι είχε συμφωνηθεί η μετάβαση στη Σουηδία για έξι μήνες, ενώ στην αντεξέταση του ανέφερε ότι πήγαν μόνο για 3-6 μήνες, ότι στην Αίτηση αρ. 123/07, την οποία ο εφεσείων καταχώρησε με την επιστροφή του στην Κύπρο για να εξασφαλίσει την επιμέλεια των ανηλίκων παιδιών, δεν είχε αναφέρει ότι η μετάβαση στη Σουηδία είχε συμφωνηθεί να γίνει μόνο δοκιμαστικά και για περίοδο έξι μηνών και ότι οι θέσεις του ότι φεύγοντας από την Κύπρο πήραν μαζί τους μόνο τα ρούχα τους και είδη πρώτης ανάγκης, ενώ ο οικιακός εξοπλισμός της Ulrika παρέμενε φυλαγμένος στο χώρο στάθμευσης της μητέρας του, δεν ενισχυόταν από τη μαρτυρία της τελευταίας ή του αδελφού του, το δε μόνο που είχε φυλαχθεί στην οικία της μητέρας του, όπως είχε αναφέρει και η Ulrika, ήταν δύο παλιοί και χωρίς αξία καναπέδες, δύο καρέκλες και ένα τραπέζι. Το Δικαστήριο απέρριψε επίσης και τη μαρτυρία των τριών μαρτύρων υπεράσπισης που είχε προσάξει ο εφεσείων στην πρωτόδικη διαδικασία, που ήταν αυτή της μητέρας του, του αδελφού του και του τότε δικηγόρου του Χριστόφορου Λάρκου, ως ανεδαφική και χωρίς ουσία.
Ο εφεσείων με την παρούσα έφεση προσβάλλει με εννέα λόγους έφεσης τόσο τη νομική όσο και την πραγματική κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Δέκατος λόγος που αφορούσε την κατ' ισχυρισμό μόλυνση της πρωτόδικης διαδικασίας διότι το Δικαστήριο επέτρεψε σε λειτουργούς της πρεσβείας της Σουηδίας, καθώς και στον ίδιο τον Πρέσβη, να έχουν κατ' ιδίαν συνάντηση μαζί του στο ιδιαίτερο του γραφείο και ότι δεχόταν συνεχώς μηνύματα και πιέσεις από λειτουργούς της πρεσβείας, αποσύρθηκε κατά τη διαδικασία της έφεσης στη βάση της δήλωσης του κ. Βραχίμη ότι δεν ανέκυπταν τέτοια στοιχεία από τα πρακτικά της διαδικασίας. Να λεχθεί επίσης ότι άλλος Πρόεδρος του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λάρνακας κατά τη διάρκεια των θερινών διακοπών, εξέδωσε στις 29.8.08 διάταγμα αναστολής της εκτέλεσης της υπό έφεση απόφασης μετά από σχετική προς τούτο αίτηση του εφεσείοντος και η οποία απόφαση επίσης εφεσιβλήθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα. Και οι δύο εφέσεις ήχθησαν ενώπιον του Εφετείου ταυτόχρονα, αλλά η δικηγόρος της Δημοκρατίας, ορθά πράττουσα, απέσυρε την έφεση υπ΄ αρ. 20/08 κατά της αναστολής της απόφασης, ενόψει του ότι το αποτέλεσμα της απόφασης στην παρούσα έφεση επί της ουσίας, θα τερμάτιζε ενδεχομένως οποιαδήποτε άλλη διαδικασία.
Η επιχειρηματολογία των συνηγόρων επικεντρώθηκε, με αναφορά σε πληθώρα νομολογίας εκατέρωθεν, στην ορθή υπαγωγή των γεγονότων της υπόθεσης στο νομικό πλαίσιο που διέπει την απαγωγή παιδιών. Βεβαίως, ο κ. Βραχίμης υπέβαλε ταυτόχρονα ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν εσφαλμένα διότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα έγινε στη βάση της μαρτυρίας της Ulrika, χωρίς να τύχει η δική του μαρτυρία χωριστής αξιολόγησης, ως έπρεπε, το δε Δικαστήριο δεν σύγκρινε τις διαφορετικές εκδοχές των διαδίκων για να εξαχθούν τα ορθά συμπεράσματα.
Η νομική βάση της υπόθεσης είναι το Άρθρο 3 της Σύμβασης το οποίο έχει ως εξής:
«Η μετακίνηση ή κατακράτηση παιδιού θεωρείται παράνομη εφόσον -
α. γίνεται κατά παράβαση των δικαιωμάτων φύλαξης που απονέμονται σε φυσικό πρόσωπο, ίδρυμα ή οποιαδήποτε άλλη οργάνωση, είτε από κοινού είτε αποκλειστικά, δυνάμει του δικαίου του Κράτους στο οποίο το παιδί έχει τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από τη μετακίνηση ή κατακράτηση· και
β. κατά το χρόνο της μετακίνησης ή κατακράτησης τα δικαιώματα αυτά ασκούνταν, στην πραγματικότητα, είτε από κοινού είτε αποκλειστικά, ή θα είχαν ασκηθεί με τον τρόπο αυτό, αν δεν είχε συμβεί η μετακίνηση ή κατακράτηση.
Τα δικαιώματα φύλαξης που αναφέρονται στην υποπαράγραφο α πιο πάνω, δύνανται να απορρέουν ιδίως είτε απευθείας από το νόμο είτε από δικαστική ή διοικητική απόφαση είτε από συμφωνία που ισχύει σύμφωνα με το δίκαιο του Κράτους αυτού.»
Σχετικά είναι επίσης τα Άρθρα 4 και 5 της Σύμβασης, τα οποία καθορίζουν την εφαρμογή της Σύμβασης σε κάθε παιδί που είχε αμέσως πριν την παραβίαση των δικαιωμάτων φύλαξης ή κηδεμονίας, τη συνήθη διαμονή του σε συμβαλλόμενο κράτος, καθώς επίσης και ότι δικαιώματα φύλαξης και δικαιώματα επικοινωνίας περιλαμβάνουν τα δικαιώματα που αφορούν στην επιμέλεια του προσώπου του παιδιού και ιδιαίτερα το δικαίωμα ορισμού του τόπου διαμονής του.
Αναφέρεται στο σύγγραμμα των Cretney, Masson και Bailey-Harris: Prinicples of Family Law, 7η έκδ., 2003, στη σελ. 678, παρ. 21-013, ότι η Σύμβαση έχει ως υπόβαθρο την ιδέα ότι το καλύτερο συμφέρον των παιδιών απαιτεί όπως αυτά δεν μετακινούνται ή κατακρατούνται μονομερώς από τον ένα γονέα. Και ότι η αυστηρή εφαρμογή της επιστροφής των παιδιών συντείνει στην αποφυγή και πρόληψη των απαγωγών, βοηθά στην προώθηση της οικειοθελούς επιστροφής των παιδιών από τον γονέα, ενώ δίνει και τη δυνατότητα στα οικεία Δικαστήρια να αποφασίζουν τις διαφορές κατά τρόπο ώστε τα διατάγματα τους να γίνονται σεβαστά από άλλα συμβαλλόμενα στη Σύμβαση κράτη μέλη. Αναφέρεται επίσης στο σύγγραμμα της Rebecca Probert: Cretney's Family Law, 5η έκδ., 2003, στη σελ. 255 παρ. 12-040, ότι ο σκοπός της Σύμβασης είναι η εξασφάλιση της επιστροφής των απαχθέντων παιδιών πίσω στη χώρα όπου έχουν τη συνήθη διαμονή τους, με όσο το δυνατόν ταχύτερους ρυθμούς. Και προστίθεται ότι:
«The welfare of the individual child is given little consideration: the Convention is premised on the assumptions that child abduction is harmful to children and should be discouraged, and that when it has occurred, it is in the best interests of children for questions about their future to be determined by the courts in the country where they are habitually resident.»
Ουσία έχει για την επιτυχία ή αποτυχία της έφεσης, η συνήθης διαμονή των παιδιών αμέσως πριν την μετακίνηση ή την κατακράτηση τους. Το ερώτημα εδώ είναι κατά πόσο τα παιδιά είχαν αποκτήσει τη συνήθη διαμονή τους στη Σουηδία αμέσως πριν τη μεταφορά τους από τον εφεσείοντα πίσω στην Κύπρο και κατά πόσο οι γονείς είχαν ή όχι τη συνήθη διαμονή τους επίσης στη Σουηδία. Εάν κριθεί ότι ο εφεσείων δεν είχε τη συνήθη διαμονή του στη Σουηδία, αλλά στην Κύπρο, τα δε ανήλικα ουδέποτε άλλαξαν τη συνήθη διαμονή τους, παρά τη μετακίνηση τους στη Σουηδία, τότε αυτό θα συνεπάγεται και την κατάληξη ότι η μετακίνηση των παιδιών από τον πατέρα δεν ήταν παράνομη, ούτε και θα ήταν δυνατό να γίνεται λόγος για απαγωγή εντός της εννοίας της Σύμβασης. Προστίθεται εδώ ότι στη βάση της ενώπιον του μαρτυρίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι τη γονική μέριμνα καθ΄ ον χρόνο οι διάδικοι ήσαν στην Κύπρο είχαν από κοινού, ενώ όταν μετέβησαν στη Σουηδία συγκατοικούσαν, αλλά και είχαν από κοινού τη φύλαξη των ανηλίκων. Είχε επίσης υπόψη του τη Σουηδική και Κυπριακή νομοθεσία στη βάση των οποίων οι γονείς ασκούσαν από κοινού γονική μέριμνα. Προς τούτο κατέτεινε και η συνημμένη στην πρωτόδικη διαδικασία ένορκη δήλωση ημερ. 26.6.07 της Ιωάννας Αναστασιάδου, Διοικητικού Λειτουργού στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, αρμόδια για το χειρισμό των υποθέσεων απαγωγής, η οποία επισύναψε ως τεκμήριο πιστοποιητικό του Υπουργείου Εξωτερικών της Σουηδίας με αναφορά στα σχετικά άρθρα του Σουηδικού Νόμου που σχετίζονται με τη γονική μέριμνα, κλπ, των ανηλίκων.
Η Σύμβαση χρησιμοποιεί στο Αγγλικό κείμενο (που είναι και το πρωτότυπο και υπερισχύει με βάση το Άρθρο 2 του Κυρωτικού Νόμου), τη φράση «habitual residence», η οποία έχει κριθεί ότι εξομοιώνεται με τον όρο «ordinary residence» ή στα Ελληνικά τον όρο «συνήθη διαμονή». Η συνήθης διαμονή καθορίζεται, μέσα από τις διάφορες αποφάσεις που λαμβάνονται στο ζήτημα, ως θέμα γεγονότων, ενώ θα πρέπει να της αποδοθεί η συνήθης γραμματική ερμηνεία. Δεν είναι τεχνικός όρος, εφόσον η φράση «habitual residence» στο Άρθρο 3 της Σύμβασης δεν ορίζεται οπουδήποτε. Στην υπόθεση In re J. (A Minor) (Abduction: Custody Rights) [1992] AC 562, απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων, λέχθηκαν τα εξής στη σελ. 578, από τον Lord Brandon of Oakbrook:
«In considering this issue it seems to me to be helpful to deal with a number of preliminary points. The first point is that the expression "habitually resident", as used in article 3 of the Convention, is nowhere defined. It follows, I think, that the expression is not to be treated as a term of art with some special meaning, but is rather to be understood according to the ordinary and natural meaning of the two words which it contains. The second point is that the question whether a person is or is not habitually resident in a specified country is a question of fact to be decided by reference to all the circumstances of any particular case. The third point is that there is a significant difference between a person ceasing to be habitually resident in country A, and his subsequently becoming habitually resident in country B. A person may cease to be habitually resident in country A in a single day if he or she leaves it with a settled intention not to return to it but to take up long-term residence in country B instead. Such a person cannot, however, become habitually resident in country B in a single day. An appreciable period of time and a settled intention will be necessary to enable him or her to become so.»
Στην υπόθεση Re P (Abduction: Declaration) [1995] 1 FLR 831, απόφαση του Αγγλικού Εφετείου, λέχθηκε από τον Millet L.J. στη σελ. 838:
«The question whether the child was habitually resident in the requesting State within the meaning of Art. 3 of the Convention immediately before removal is exclusively a matter for the requested State. If disputed it will have to be resolved by that court on the evidence available to it, and by applying its own understanding of the meaning of 'habitual residence' in the Convention.»
Στις υποθέσεις που ανέφερε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, In Re B (minors: abduction) (Νο 2) [1993] 1 FLR 993 και In Re F (A minor) (Child Abduction) [1992] 1 FLR 548, λέχθηκε ότι η φράση «habitual residence» έχει αναφορά, τουλάχιστον για νυμφευμένα ζευγάρια που ζουν μαζί, το μέρος εκείνο που οικειοθελώς επέλεξαν να ζήσουν ως μέρος της συνήθους πορείας της ζωής τους για το συγκεκριμένο χρόνο, είτε μικρής, είτε μεγάλης διάρκειας. Εκείνο που χρειάζεται είναι η ύπαρξη κοινής πρόθεσης να ζήσουν σε μια χώρα έχοντας ικανοποιητικό βαθμό συνέχειας. Ακόμη και η πάροδος ενός μηνός σε νέα χώρα μπορεί να θεωρηθεί ως ικανοποιητική για να υπάρξει εύρημα για απόκτηση νέας συνήθους διαμονής. Περαιτέρω, η απόκτηση της νέας κατοικίας θα πρέπει να είναι οικειοθελής και θα πρέπει να συνοδεύεται από συγκεκριμένο σκοπό, που μπορεί να είναι είτε εξειδικευμένος, είτε γενικός. Πρέπει, με άλλα λόγια, να υπάρχει κατασταλαγμένος σκοπός («a settled purpose»), αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι κάποιος πρέπει να έχει και την πρόθεση να μείνει εκεί επ' αόριστον. Ο σκοπός της διαμονής μπορεί να έχει περιορισμένη χρονική διάρκεια, αλλά και πάλι να υπάρχει η αναγκαία πρόθεση διαμονής. Στο κατά πόσο υιοθετήθηκε από ένα πρόσωπο μια νέα συνήθης διαμονή, μπορούν να ληφθούν υπόψη παράγοντες όπως η μόρφωση, η εργασία ή επιτήδευμα, η υγεία, άλλοι οικογενειακοί δεσμοί, ακόμη και η απλή αγάπη για το μέρος το οποίο επιλέγεται για κατοικία.
Στην υπόθεση που αναφέρει και το πρωτόδικο Δικαστήριο DeHaan v. Gracia [2004] AJ N: 94 (QL), υιοθετήθηκε η θέση ότι το χρονικό σημείο για τη διαπίστωση της πρόθεσης των μερών να υιοθετήσουν ένα νέο τρόπο ζωής και να αποκτήσουν μια νέα συνήθη διαμονή, είναι ο αμέσως προηγούμενος χρόνος της φυσικής μετάβασης τους στη νέα χώρα. Η πρόθεση αποκαλύπτεται τόσο από τα λόγια που χρησιμοποιήθηκαν όσο και από τη συμπεριφορά των μερών. Το χρονικό σημείο πριν την αναχώρηση στη νέα χώρα είναι βεβαίως μια μόνο παράμετρος. Άλλη, εξίσου ουσιώδης, είναι και οι ενέργειες και πράξεις των διαδίκων μετά την άφιξη τους στη νέα χώρα. Το πώς οι διάδικοι μεταφράζουν στην πράξη την αρχική πρόθεση τους είναι ενδεικτικό της ύπαρξης ή μη κατασταλαγμένου σκοπού. (δέστε Re N (Abduction: Habitual (Residence) (2000) 2 FLR 899, 907).
Έχουν γίνει κατ' έφεση, αλλά και πρωτόδικα, αναφορές και σε Κυπριακές αποφάσεις που σχετίζονται με την έννοια της συνήθους διαμονής, όπως οι υποθέσεις Κόρακα ν. Γεωργίου (2004) 1 Α.Α.Δ. 1935, Αντωνίου ν. Θεοδώρου (2004) 1 Α.Α.Δ. 1944, Razis v. Republic (1979) 1 C.L.R. 127 και Rossides v. Republic (1984) 1 C.L.R. 1482. Αυτές οι αποφάσεις αφορούν την ερμηνεία της πιο πάνω φράσης και παρόλον που αφορούν εκλογικές αιτήσεις και σχετίζονται με τη διαμονή υποψηφίων σε εκλογικές περιφέρειες και όχι με αναφορά στις πρόνοιες της Σύμβασης, εν τούτοις δίνουν βοηθητικά το στίγμα εκείνων των χαρακτηριστικών ή δεδομένων που μπορούν να συνυπολογιστούν στον καθορισμό της συνήθους διαμονής, σε αντιδιαστολή με την έκτακτη ή προσωρινή. Ως τέτοια δεδομένα μπορούν να θεωρηθούν η επαγγελματική απασχόληση, η συμμετοχή σε πολιτιστικές ή κοινωνικές εκδηλώσεις, η ύπαρξη μόνιμης ή συνήθους κατοικίας, οι οικογενειακοί και άλλοι δεσμοί και η συμπερίληψη σε τηλεφωνικούς καταλόγους, στα μητρώα και αρχεία των υπηρεσιών φόρου εισοδήματος, της αρχής ηλεκτρισμού κλπ.
Έχοντας εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης κρίνεται ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή τόσο σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας όσο και σε σχέση με την εφαρμογή των προνοιών της Σύμβασης. Δεν έχει βάση η θέση που προώθησε ο κ. Βραχίμης ότι η μαρτυρία του εφεσείοντα απορρίφθηκε με αναφορά στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της Ulrika και μόνο. Το Δικαστήριο, ως όφειλε, εξέτασε την κάθε μαρτυρία χωριστά και κατέληξε σε λογικά ευρήματα, έχοντας ενδιατρίψει στην εκδοχή του εφεσείοντα και της Ulrika χωριστά. Το σχετικό μέρος της απόφασης του από τη σελ. 45 κ.επ. αποκαλύπτει, αφού καταγράφει τη διαφωνία των μερών ως προς το περιεχόμενο της συμφωνίας, αλλά και τον τρόπο υλοποίησης της, ότι οι ενέργειες της Ulrika έδειχναν ότι η δική της εκδοχή ήταν πιο πειστική και φυσιολογική και επομένως η μετάβαση του ζεύγους στη Σουηδία δεν θα μπορούσε να ήταν προσωρινής φύσεως. Έχει καταγραφεί και προηγουμένως ότι ο Πρόεδρος θεώρησε την παραίτηση από την εργασία της Ulrika, την εγκατάλειψη του διαμερίσματος που ενοικίαζε, την παροχή δωρεάν σε φίλους του αυτοκινήτου και της επίπλωσης του διαμερίσματος, εκτός από ελάχιστα άνευ αξίας αντικείμενα και τη μεταφορά σε 13 βαλίτσες όλων των υπολοίπων αντικειμένων καθώς και ενός οχήματος γεμάτο κιβώτια και ηλεκτρικές συσκευές, ως ενέργειες θεμελιωτικές της εκδοχής της Ulrika για τη συμφωνία να μετακομίσουν στη Σουηδία επί μονίμου βάσεως.
Η νομολογία αναφέρει ότι δεν χρειάζεται για τη θεμελίωση της συνήθους διαμονής, η ύπαρξη μονίμου διαμονής. Στην Re F (A minor) (Child Abduction) - πιο πάνω - θεωρήθηκε ότι οι γονείς είχαν αποκτήσει συνήθη διαμονή στην Αυστραλία όταν απέστειλαν 19 κιβώτια από αντικείμενα παρόλον που διατηρούσαν εισιτήρια επιστροφής στη χώρα τους. Επίσης στην ίδια υπόθεση θεωρήθηκε ότι η περίοδος των τριών μηνών ήταν επαρκής χρόνος για την απόκτηση συνήθους διαμονής. Εδώ οι διάδικοι είχαν παραμείνει στη Σουηδία πριν την επιστροφή του εφεσείοντα στην Κύπρο, από τον Νοέμβριο του 2006 μέχρι τις αρχές Μαΐου του 2007, δηλαδή για περίοδο έξι μηνών. Περαιτέρω αναφέρεται στο σύγγραμμα Principles of Family Law - πιο πάνω - σελ. 679, παρ. 21-014, ότι ένα παιδί μπορεί να έχει ελάχιστη πραγματική σύνδεση με τη δικαιοδοσία όπου θα ακουστεί ενδεχομένως μια διαφορά. Εδώ, βεβαίως, η μαρτυρία και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αποκάλυψαν ότι τα παιδιά είχαν εγγραφεί σε αντίστοιχα σχολεία στη Σουηδία, άρχισαν να μαθαίνουν τη Σουηδική γλώσσα και αυτό έγινε μόλις δύο εβδομάδες μετά την εκεί άφιξη της οικογένειας. Στην υπόθεση D. v. D. (Custody: Jurisdiction) [1996] 1 FLR 574, η ενοικίαση διαμερίσματος, η απόκτηση εξοπλισμού και επίπλων και η αγορά σχολικών ρούχων, υποστήριζαν τη θέση ότι οι διάδικοι είχαν αποκτήσει συνήθη διαμονή στη νέα χώρα. Εδώ, η μαρτυρία κατέδειξε, χωρίς αμφισβήτηση στην ουσία από τον εφεσείοντα, ότι μετά την προσωρινή διαμονή στη μητέρα της Ulrika, ενοικιάστηκε διαμέρισμα από αυτή στο Mellerud, αποκτήθηκε οικιακός εξοπλισμός και έπιπλα από ένα φίλο του πατριού της Ulrika, ενώ στη συνέχεια εξευρέθη άλλο διαμέρισμα για τον εφεσείοντα στη Στοκκόλμη. Το ότι οι ενέργειες αυτές έγιναν από την Ulrika, κατά κύριο λόγο, ήταν και φυσικό και αναμενόμενο εφόσον η Σουηδία ήταν η χώρα της, τα Σουηδικά η μητρική της γλώσσα και ήταν σε θέση να βοηθήσει πολύ πιο αποτελεσματικά την εγκατάσταση της οικογένειας στη Σουηδία. Οι περαιτέρω ενέργειες της Ulrika να εργοδοτηθεί αρχικά ως νοσοκόμα και να βοηθά σε οίκο ηλικιωμένων, αλλά και η ταυτόχρονη αποστολή εκ μέρους της αιτήσεων σε πανεπιστήμια για να συνεχίσει τη μόρφωση της, έδειχναν πρόσθετα την πρόθεση για διαμονή στη Σουηδία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε χωριστά τις θέσεις του εφεσείοντα τις οποίες και απέρριψε στις σελ. 49-51, θεωρώντας τις θέσεις του ανεδαφικές. Θεώρησε επίσης και ορθά, ότι το γεγονός ότι πήραν μαζί τους τα βιβλία του Axel που σχετίζονταν με τα μαθήματα της πρώτης τάξης του δημοτικού συνήδε και με τη θέση ότι αυτό έγινε για να μην ξεχάσει ο Axel τα Ελληνικά του, όπως επίσης και με τη θέση ότι ο Axel δεν θα έχανε τη σχολική χρονιά σε περίπτωση επιστροφής στην Κύπρο και άρα δεν εξαγόταν κάποιο ιδιαίτερο προς όφελος της εκδοχής του εφεσείοντα στοιχείο. Θεώρησε επίσης, και πάλι ορθά, ότι η έλλειψη προγραμματισμού και προετοιμασίας για τη μετάβαση των διαδίκων στη Σουηδία δεν βεβαίωνε την εκδοχή του εφεσείοντα, ότι η μετάβαση αυτή θα ήταν δοκιμαστική, ενόψει ιδιαίτερα της αντίθετης λογικής θέσης της Ulrika ότι η συμφωνία μεταξύ τους ήταν να προσπαθήσουν να εργοδοτηθούν και οι δύο και ότι η διαμονή τους σε μια μεγάλη πόλη θα αποφασιζόταν στην πορεία του χρόνου και, βεβαίως, μετά την άφιξη τους στη Σουηδία.
Εν τέλει έγινε δεκτή ως πολύ πιο λογική και αξιόπιστη η θέση της Ulrika, όπως την είχε διατυπώσει στη μαρτυρία της, ότι για να αφήσει πίσω της οτιδήποτε είχε στην Κύπρο και να διακόψει τις αιτήσεις διατροφής και γονικής μέριμνας, είχε τη συμφωνία του εφεσείοντα ότι θα μετέβαιναν στη Σουηδία για εγκατάσταση. Όπως ανέφερε και στη μαρτυρία της, σελ. 29 των πρακτικών, αυτή η εγκατάσταση δεν μπορούσε βεβαίως να γίνει με μαγικό τρόπο, αλλά θα χρειαζόταν μια περίοδος 2-3 χρόνων μέχρι την τελική διευθέτηση όλων των αναγκαίων. Σε αυτή τη λογική τοποθέτηση της Ulrika ο εφεσείων συμφώνησε. Η συμφωνία του αυτή φανερώνεται και από τη δική του μαρτυρία που σχετίζεται με το γεγονός ότι είχε φροντίσει να αρχίσει την εκμάθηση της Σουηδικής γλώσσας, είχε παραμείνει στη Σουηδία παρά το γεγονός ότι κατά τη θέση του πρωτόδικα, που απορρίφθηκε, αντιλήφθηκε από ενωρίς ότι η Ulrika δεν είχε σκοπό να μεταβεί σε μεγάλη πόλη σε σύντομο χρόνο, ενώ δέχθηκε, σελ. 86 των πρακτικών, ότι θα έμενε μαζί με την Ulrika σε κάποια μεγαλύτερη πόλη μετά το Mellerud και όταν θα «έβρισκαν τα πόδια τους», θα ακολουθούσε ο καθένας τη ζωή του, εννοείται στη Σουηδία. Άλλωστε, δέχθηκε παρά την ύπαρξη κατά τον ίδιο από ενωρίς προβλημάτων στη Σουηδία, ότι μετά από ένα με δύο μήνες επέστρεψε στην Κύπρο, όπου έμεινε για μια εβδομάδα, για να πάρει περισσότερα χρήματα για να βοηθήσει οικονομικά την οικογένεια κατά τη διαμονή της στη Σουηδία.
Έγινε πολύς λόγος για ένα ηλεκτρονικό μήνυμα το οποίο η Ulrika απέστειλε στις 22.4.07 σε κάποια Diane Pelekanos το περιεχόμενο του οποίου κατά τον εφεσείοντα απετέλεσε και το έναυσμα γι' αυτόν για να πάρει τα παιδιά και να φύγει από τη Σουηδία. Κατά την άποψη του κ. Βραχίμη αυτό το μήνυμα έδινε τη σαφή εικόνα ότι η Ulrika ήθελε να προχωρήσει με τις δικές της πανεπιστημιακές σπουδές και δεν την ενδιέφερε να προσπαθήσουν ως οικογένεια να φτιάξουν νέα ζωή στη Σουηδία, αλλά αντίθετα ήθελε να απαλλαγεί από τον εφεσείοντα το συντομότερο βρίσκοντας του διαμέρισμα στη Στοκχόλμη και ότι θα ήταν όλα ευκολότερα όταν αυτός απομακρυνόνταν από την ίδια και τα παιδιά. Έχοντας εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή το ζήτημα, κρίνεται ότι το ηλεκτρονικό αυτό μήνυμα δεν είχε την έννοια που απέδωσε σ' αυτό ο εφεσείων και τα πρακτικά της διαδικασίας αποκαλύπτουν ότι η Ulrika αντεξεταζόμενη είχε τη εύλογη θέση, ότι ο εφεσείων με τη συμπεριφορά του δεν ήταν βοηθητικός στην εγκατάσταση της οικογένειας στη Σουηδία και γι΄ αυτό η ίδια αναζητούσε βοήθεια και από οργανώσεις και άτομα που ενδεχομένως μπορούσαν να τη βοηθήσουν. Το ηλεκτρονικό αυτό μήνυμα εν πάση περιπτώσει δεν έχει τέτοιο περιεχόμενο που δικαιολογούσε τον εφεσείοντα να αντιδράσει με τον τρόπο που αντέδρασε.
Η αξιολόγηση της μαρτυρίας αφορούσε πρώτιστα το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης να ακούσει τις διαφορετικές εκδοχές των μερών και να παρακολουθήσει την όλη συμπεριφορά και τον τρόπο αντίδρασης τους. Όπως έχει λεχθεί και πριν, η προσεκτική ανάγνωση των πρακτικών της διαδικασίας και ιδιαίτερα τη μαρτυρίας του εφεσείοντα και της Ulrika, δεν πιστοποιεί τη θέση του εφεσείοντα ότι έγινε λανθασμένη αξιολόγηση. Αντίθετα τα συμπεράσματα του Προέδρου ήταν εύλογα και έδωσε για την προτίμηση της εκδοχής της Ulrika πολύ ικανοποιητικές εξηγήσεις. Τέλος, όπως έχει ήδη κατά κόρον αναφερθεί στη νομική ανάλυση, ο Πρόεδρος εφάρμοσε σωστά τις πρόνοιες της Σύμβασης έχοντας υπόψη του τα γεγονότα στα οποία κατέληξε και πολύ ορθά κατέγραψε στη σελ. 46 της απόφασης του, ότι η αποδοχή της μιας ή της άλλης εκδοχής, θα είχε ως λογική κατάληξη και την σφράγιση της τύχης της ενώπιον του αίτησης.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, κρίνεται ότι κανένας από τους λόγους που προωθήθηκαν στην έφεση δεν μπορεί να επιτύχει.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος και υπέρ της εφεσίβλητης, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λάρνακας καταχωρήθηκε αίτηση από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, ως την Κεντρική Αρχή στην Κυπριακή Δημοκρατία, με βάση το Άρθρο 4 της Σύμβασης για τις Αστικές Πτυχές της Διεθνούς Απαγωγής Παιδιών, η οποία κυρώθηκε με το Νόμο 11(ΙΙΙ) του 1994 και ύστερα από εξουσιοδότηση της Ulrika Palmqvist, μητέρας των ανηλίκων Axel Cornelis Palmqvist και Vilgot Mio (Lefteris) Palmqvist (στο εξής τα παιδιά).
Με την αίτηση επιδιωκόταν η έκδοση διατάγματος του Δικαστηρίου με την οποίαν να διατάσσεται η επιστροφή των παιδιών, που γεννήθηκαν στις 16.10.2000 και 6.10.2002, αντίστοιχα, στον τόπο της συνήθους διαμονής τους, δηλαδή τη Σουηδία.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού άκουσε τη μαρτυρία της μητέρας και του πατέρα των παιδιών, καθώς και των μαρτύρων τους, δέχθηκε την εκδοχή της μητέρας και απέρριψε εκείνη του πατέρα. Ως αποτέλεσμα το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα με το οποίο διατάχθηκε η άμεση επιστροφή των ανηλίκων παιδιών των διαδίκων, στη Σουηδία και επίσης διέταξε τον πατέρα να παραδώσει αμέσως στη μητέρα ή σε εξουσιοδοτημένο πρόσωπο εκ μέρους της, τα παιδιά, με σκοπό την υλοποίηση του διατάγματος επιστροφής.
Είναι μη αμφισβητούμενο γεγονός ότι οι γονείς των παιδιών (οι γονείς) παντρεύτηκαν το Μάρτη του 1999 και απέκτησαν τα δύο παιδιά τους στις προαναφερόμενες ημερομηνίες. Οι προσωπικές σχέσεις των γονέων ήταν προβληματικές και ο γάμος τους κατέρρευσε και λύθηκε στις 7.7.2004. Τη γονική μέριμνα των παιδιών ασκούσαν και οι δύο γονείς από κοινού. Δεν ήταν επίδικο θέμα, στη διαδικασία ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ότι μέχρι το Σεπτέμβριο του 2006 γονείς και παιδιά κατοικούσαν και είχαν τη συνήθη διαμονή τους στην Κύπρο. Ο πατέρας είναι Κύπριος, η μητέρα είναι Σουηδή και τα παιδιά έχουν διπλή ιθαγένεια, Κυπριακή και Σουηδική.
Το Σεπτέμβριο του 2006 και ενώ οι γονείς είχαν εκκρεμούσες δικαστικές διαδικασίες για τα δύο ανήλικα παιδιά τους (υπήρχε προσωρινό διάταγμα φύλαξης υπέρ της μητέρας) αυτοί συμφώνησαν και αποφάσισαν από κοινού να μετακομίσουν στη Σουηδία μαζί με τα παιδιά. Το Νοέμβριο του 2006 οι γονείς μαζί με τα παιδιά πήγαν στη Σουηδία. Στις 3.5.2007 ο πατέρας, χωρίς να το αναφέρει στη μητέρα, πήρε τα παιδιά και έφυγε από τη Σουηδία, επιστρέφοντας στην Κύπρο.
Καίριο ζήτημα στην πρωτόδικη διαδικασία αποτέλεσε το πού οι γονείς και τα παιδιά είχαν τη συνήθη διαμονή τους κατά τον ουσιώδη χρόνο. Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού καθοδηγήθηκε από σχετική κυπριακή, αγγλική αλλά και άλλη νομολογία και αφού δέχθηκε την εκδοχή της μητέρας, κατέληξε στα εξής συμπεράσματα (σελ. 53 και 54 της πρωτόδικης απόφασης):
(α) Υπήρξε κοινή συμφωνία το Σεπτέμβριο του 2006 για μετάβαση των διαδίκων με τα παιδιά στη Σουηδία.
(β) Η μετακίνηση τους στη Σουηδία, το Νοέμβριο του 2006, έγινε με συμφωνηθέντα σκοπό τη μόνιμη εγκατάσταση τους εκεί.
(γ) Οι διάδικοι, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, ασκούσαν από κοινού τη γονική μέριμνα των ανηλίκων και κατά την παραμονή τους στη Σουηδία, όπου συγκατοικούσαν, είχαν και οι δύο τους τη φύλαξη των ανηλίκων.
(δ) Το αν ο πατέρας, μετά την εγκατάσταση τους στη Σουηδία, άλλαξε γνώμη και δεν ήθελε να παραμείνουν εκεί, αυτό δεν έχει οποιαδήποτε σημασία ούτε και μεταβάλλει τον κοινό σκοπό «settled purpose» της μετακίνησης τους στη Σουηδία.
(ε) Η μονομερής μετακίνηση των παιδιών από τον πατέρα έγινε χωρίς να το αναφέρει στη μητέρα και κατ΄ επέκταση η μητέρα δεν συναίνεσε στη μετακίνηση των παιδιών.
(στ) Η μετακίνηση των παιδιών, υπό τις περιστάσεις, ήταν παράνομη με βάση τις πρόνοιες του περί τη Σύμβαση για τις Αστικές Πτυχές της Διεθνούς Απαγωγής Παιδιών (Κυρωτικού) Νόμου του 1994.
Όπως ανέφερε, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, στην απόφαση του έλαβε υπόψη την ερμηνεία του όρου «συνήθης διαμονή», όπως προκύπτει από τις αποφάσεις στις οποίες γίνεται αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση, καθώς και τη νομολογιακή αρχή, που επίσης συνάγεται από τη νομολογία στην οποία αναφέρθηκε, ότι ουσιώδης χρόνος για να διακριβωθεί η πρόθεση των μερών είναι ο χρόνος ακριβώς πριν από τη φυσική μετακίνησή τους.
Με την υπό εξέταση έφεση αμφισβητείται, μεταξύ άλλων, η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ως προς το ότι τα ανήλικα παιδιά είχαν πράγματι αποκτήσει συνήθη διαμονή στη Σουηδία, όταν ο πατέρας τους τα μετακίνησε από τη Σουηδία και τα έφερε στην Κύπρο (πρώτος λόγος έφεσης). Αμφισβητείται επίσης ότι, έστω και αν ο πατέρας μετέβη στη Σουηδία με αποκρυσταλλωμένη πρόθεση μόνιμης εγκατάστασης εκεί, η εγκατάσταση των παιδιών στη Σουηδία είχε λάβει, ποτέ, τέτοια χαρακτηριστικά μονιμότητας που να συνιστά απόκτηση συνήθους διαμονής στη χώρα εκείνη, (τρίτος λόγος έφεσης). Ακόμα αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ως προς το να μην εξετάσει, χωριστά, τις προθέσεις πατέρα και μητέρας, κατά τον ουσιώδη χρόνο, αλλά να τις εξετάσει μαζί σαν να επρόκειτο για το ίδιο άτομο (τέταρτος λόγος έφεσης). Με τον πέμπτο λόγο έφεσης αμφισβητείται και το συμπέρασμα του πρωτοδίκου δικαστηρίου ότι όταν η οικογένεια μετέβη στη Σουηδία τον Νοέμβριο του 2006 αυτό έγινε με συμφωνηθέντα σκοπό τη μόνιμη εγκατάσταση τους εκεί.
Το πρωτόδικο δικαστήριο καθοδηγήθηκε και από τις εξής αυθεντίες και αρχές:
1. Όταν δύο γονείς έχουν από κοινού τη γονική μέριμνα των ανήλικων παιδιών τους ο ένας από τους δύο γονείς δεν μπορεί να αλλάξει μονομερώς τη συνήθη διαμονή των παιδιών. Η αλλαγή της συνήθους διαμονής των παιδιών μπορεί να αλλάξει μόνον όταν οι γονείς έχουν κοινή πρόθεση να αλλάξουν τη δική τους συνήθη διαμονή. Είναι θεμελιωμένο επίσης ότι τα ανήλικα παιδιά έχουν την ίδια συνήθη διαμονή με τους γονείς τους ή με το γονέα με τον οποίο διαμένουν (Δέστε: Re N (Abduction: Habitual Residence) [2000] 2 FLR 899 και Re B (minors:abduction) (No 2) [1993] 1 FLR 993).
2. Για να διαγνωστεί η συνήθης διαμονή κάποιου προσώπου λαμβάνονται υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία. Ένα πρόσωπο μπορεί να χάσει τη συνήθη διαμονή του σε μια χώρα, ακόμα και σε μια μέρα, αν εγκαταλείψει τη χώρα αυτή με κατασταλαγμένη ή αποκρυσταλλωμένη πρόθεση (settled intention) να μην επιστρέψει σ' αυτήν, αλλά να εγκατασταθεί μακροπρόθεσμα σε μια άλλη χώρα. Όμως, το πρόσωπο αυτό δεν μπορεί να αποκτήσει συνήθη διαμονή, στη δεύτερη χώρα, σε μια μέρα. Γι' αυτό το σκοπό είναι απαραίτητη μια ουσιαστική χρονική περίοδος (appreciable period of time) και μια αποκρυσταλλωμένη πρόθεση (Δέστε: Re A and Others (minors) Abduction: Habitual Residence [1996] All E.R. 24).
3. Το τι συνιστά αποκρυσταλλωμένο σκοπό ή αποκρυσταλλωμένη πρόθεση επεξηγείται στην υπόθεση Re B (minors), ανωτέρω. Δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει πρόθεση ένας να παραμείνει στη δεύτερη χώρα, επ' αόριστον. Μπορεί η πρόθεση του να είναι να παραμείνει και για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Εκείνο όμως που είναι απαραίτητο είναι ο σκοπός για τον οποίο διαβιεί στη δεύτερη χώρα να έχει επαρκή βαθμό συνέχειας ώστε να μπορεί να χαρακτηριστεί ως κατασταλαγμένος (settled).
4. Στην αμερικανική υπόθεση Feder v. Evans Feder, 8.8.1995, 63 Fed. 217 (3rd Cir 1995) τονίστηκε ότι για την απόκτηση συνήθους διαμονής ενός παιδιού χρειάζεται η φυσική του παρουσία για ένα χρονικό διάστημα αρκετό για τον εγκλιματισμό του, η οποία συνοδεύεται από ένα αποκρυσταλλωμένο σκοπό παραμονής εκεί.
5. Στην καναδική υπόθεση Dehaam v. Gracia (2004) Aj N. 94 02 (2004) ABQDY, αποφασίστηκε ότι ο ουσιώδης χρόνος για τη διαπίστωση της πρόθεσης των μερών είναι ο χρόνος πριν από την μετακίνηση τους από τη μια χώρα στην άλλη.
Στην προκείμενη περίπτωση θεωρώ ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε σε διάφορα σημεία της απόφασης του παρά το ότι καθοδηγήθηκε από τις προαναφερόμενες αυθεντίες.
Τα σφάλματα που διέκρινα, στην πρωτόδικη απόφαση, είναι τα εξής:
(α) Έβγαλε συμπεράσματα αναφορικά με την πρόθεση του πατέρα, όταν έφευγε από την Κύπρο τον Νοέμβριο του 2006 μαζί με τα παιδιά του (που είναι ο ουσιώδης χρόνος αμέσως πριν από τη μετακίνηση της οικογένειας στη Σουηδία), από ενέργειες που έκαμε αργότερα ο πατέρας, όταν ήταν στη Σουηδία, όπως π.χ. η εγγραφή των παιδιών σε προδημοτική και νηπιαγωγείο, η παρακολούθηση μαθημάτων σουηδικής γλώσσας από τον ίδιο, η ενοικίαση διαμερίσματος κλπ. (Δέστε σελ. 47 της πρωτόδικης απόφασης). Κατά την κρίση μου η πρόθεση του πατέρα κατά τον ουσιώδη χρόνο που έφευγε από την Κύπρο, τον Νοέμβριο του 2006, δεν θα έπρεπε να εκτιμηθεί με βάση τις μεταγενέστερες ενέργειες του όταν ήταν ήδη στη Σουηδία. Αν ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής περιοριζόταν στις πράξεις, ενέργειες και δηλώσεις του ίδιου του πατέρα κατά το χρόνο αμέσως πριν τη μετάβαση του από την Κύπρο στη Σουηδία, δηλαδή τον Νοέμβριο του 2006, κατά την εκτίμησή μου, πιθανόν να κατέληγε στο συμπέρασμα ότι όταν ο πατέρας έφευγε τότε από την Κύπρο δεν είχε οποιαδήποτε πρόθεση να μην ξαναεπιστρέψει ποτέ στην Κύπρο και ως εκ τούτου, τουλάχιστον σε εκείνο το στάδιο, δεν έχασε τη συνήθη διαμονή του στην Κύπρο. Συναφώς παρατηρώ ότι και η ίδια η μητέρα, της οποίας η εκδοχή έγινε πιστευτή, είπε στη μαρτυρία της ότι η Κύπρος «θα ήταν πάντα εκεί» και αν τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά σε 2-3 χρόνια θα μπορούσαν να επιστρέψουν ξανά στην Κύπρο, στοιχείο που δείχνει πως δεν υπήρχε οριστική πρόθεση να μην επιστρέψει ξανά η «οικογένεια» στην Κύπρο. Εάν λοιπόν ο πατέρας δεν έχασε τότε τη συνήθη διαμονή του στην Κύπρο ούτε και τα ανήλικα τέκνα του έχασαν τότε τη συνήθη διαμονή τους στην Κύπρο, δεδομένου ότι τα ανήλικα τέκνα έχουν την ίδια συνήθη διαμονή με τους γονείς τους που ασκούν από κοινού τη γονική μέριμνα.
(β) Το πρωτόδικο δικαστήριο, κατά την κρίση μου, έσφαλε και κατά το ότι δεν κατέληξε σε οποιοδήποτε συμπέρασμα ως προς τη συνήθη διαμονή, ενός εκάστου των γονέων, ξεχωριστά, πριν φύγουν από την Κύπρο και μετά που έφυγαν από την Κύπρο. Δεν αναφέρεται δηλαδή στην απόφαση πουθενά πού ήταν η συνήθης διαμονή της μητέρας και του πατέρα μέχρι τον Νοέμβριο του 2006, πού ήταν η συνήθης διαμονή τους μετά τον Νοέμβριο του 2006 μέχρι τον Μάιο του 2007 και αν η συνήθης διαμονή, οποιουδήποτε απ΄ αυτούς, άλλαξε από τον Νοέμβριο του 2006 μέχρι τον Μάιο του 2007, πότε άλλαξε και τί έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό. Αντί τούτου το πρωτόδικο δικαστήριο στις σελ. 46 και 47 της απόφασης, αφού αναφέρεται ευρέως στις πράξεις και ενέργειες της μητέρας μεταξύ Σεπτεμβρίου και Νοεμβρίου του 2006, οι οποίες έδειχναν ότι η μητέρα προετοιμαζόταν για να μεταβεί ή να επαναπατριστεί στη Σουηδία, δεν αναφέρεται σε οποιαδήποτε πράξη ή ενέργεια του πατέρα που έγινε κατά την προαναφερόμενη περίοδο Σεπτεμβρίου-Νοεμβρίου του 2006, που να δείχνει ότι και εκείνος ετοιμαζόταν να μεταβεί στη Σουηδία μεταναστεύοντας εκεί και με πρόθεση να μην επιστρέψει ποτέ στην πατρίδα του, πράγμα που θα ήταν απαραίτητο για να θεωρηθεί ότι η συνήθης διαμονή του άλλαξε «εν μια νυκτί» με την μετάβαση του στη Σουηδία τον Νοέμβριο του 2006. Αντίθετα το πρωτόδικο δικαστήριο, συγχύζοντας, κατά την κρίση μου, τον ουσιώδη χρόνο κατά τον οποίο θα έπρεπε να διαγνώσει την πρόθεση του πατέρα, αναφέρεται στη σελ. 47 σε ενέργειες του πατέρα ενόσω ήταν στη Σουηδία, ενέργειες, που όπως ήδη αναφέρθηκε, μπορεί να έδειχναν την πρόθεση του πατέρα να παραμείνει στη Σουηδία, όπως το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε, αλλά δεν μπορούσαν να είναι σχετικές με την πρόθεση του πατέρα, όταν έφευγε από την Κύπρο.
(γ) Τα δύο στοιχεία που θα έπρεπε να αναζητήσει το πρωτόδικο δικαστήριο και κατά την κρίση μου δεν τα αναζήτησε ήταν: (ι) το κατά πόσον ο πατέρας, όταν έφευγε από την Κύπρο, είχε πρόθεση να μην επιστρέψει ξανά στην Κύπρο, γεγονός που θα συνηγορούσε υπέρ του ότι αυτός απώλεσε, σε εκείνο το στάδιο, τη συνήθη διαμονή του στην Κύπρο και (ιι) την πρόθεση του πατέρα, και κατά την περίοδο της εξάμηνης παραμονής του στη Σουηδία, ώστε να φανεί κατά πόσον αυτός είχε αποκρυσταλλωμένο ή κατασταλαγμένο σκοπό (settled purpose) να εγκατασταθεί εκεί και κατά πόσον η παραμονή του εκεί είχε τον απαραίτητο βαθμό συνέχειας, για να θεωρηθεί επαρκής για την απόκτηση συνήθους διαμονής στη Σουηδία (ειδικά ο πατέρας). Κατά την εκτίμηση μου αν ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής έστρεφε την προσοχή του στα προαναφερόμενα θέματα θα είχε να σταθμίσει διάφορους παράγοντες. Από τη μια το ότι ο πατέρας συγκατατέθηκε στο να ενοικιάσει η «οικογένεια» διαμέρισμα και να το επιπλώσει, να εγγραφούν τα παιδιά σε νηπιαγωγείο και σχολείο, να εγγραφεί ο ίδιος στις φορολογικές αρχές και να αρχίσει να μαθαίνει τη σουηδική γλώσσα, και από την άλλη ότι ο πατέρας δεν είχε σταθερή δουλειά στη Σουηδία, δεν γνώριζε τη σουηδική γλώσσα, τα παιδιά δεν γνώριζαν επίσης τη σουηδική γλώσσα και ο σκοπός τουλάχιστον του πατέρα ήταν να μεταβεί η «οικογένεια» σε κάποια μεγάλη πόλη της Σουηδίας και όχι να παραμείνει στο χωριό της μητέρας όπου αρχικά είχε πάει, προφανώς ελλείψει οποιουδήποτε άλλου μέρους διαμονής.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω και ειδικά για το ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε σε ουσιώδη σημεία, όπως τη μη διάγνωση της χώρας συνήθους διαμονής, ενός εκάστου των γονέων, μέχρι τον Νοέμβριο του 2006 και μετά μέχρι τον Μάιο του 2007, δεν διέγνωσε το κατά πόσο υπήρχε αλλαγή στη χώρα συνήθους διαμονής οποιουδήποτε απ' αυτούς, κατά το προαναφερόμενο διάστημα και δεν αιτιολόγησε τη θέση (που προφανώς υιοθέτησε) ότι υπήρξε αλλαγή της συνήθους διαμονής ενός εκάστου των γονέων (από την Κύπρο στη Σουηδία) για λόγους που συναρτώνται τόσο με τη φυσική τους διαβίωση όσο και με την αποκρυσταλλωμένη ή κατασταλαγμένη πρόθεσή τους να συνεχίσουν να παραμένουν στη συγκεκριμένη χώρα, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ελλιπής και εσφαλμένη και ως εκ τούτου θα την παραμέριζα. Υπό τις περιστάσεις θα διέτασσα την επανεκδίκαση της αίτησης από άλλο Δικαστήριο, με έξοδα δίκης, ώστε να δοθεί η ευκαιρία να κατευθύνει το πρωτόδικο δικαστήριο την προσοχή του στα προαναφερόμενα καίρια θέματα και να σταθμίσει ορθά όλα τα ενώπιον του στοιχεία.
Η έφεση απορρίπτεται, κατά πλειοψηφία, με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος.