ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
GLAMOR DEVELOPMENT ν. CHRISTODOULOU (1984) 1 CLR 444
PLATRITIS & CO. ν. COMPUTER PATENT (1988) 1 CLR 135
Δρουσιώτης ν. Ιερωνυμίδη (1990) 1 ΑΑΔ 1026
Γενικός Eισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Muazzez Edhem Bahchecioglou κ.ά. (1998) 1 ΑΑΔ 426
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Shakir Ismail Mehmet και άλλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 4 ΑΑΔ 403
ΠΟΛΥΞΕΝΗ ΑΡΚΑΔΙΟΥ ν. PORTO LARA ESTATES LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. 177/2007, 21 Δεκεμβρίου 2010
Μοlivo Ltd και Άλλοι ν. Ηudaverdi Mustafa Hudaverdi και Άλλων (2013) 1 ΑΑΔ 278
FEZILE AHMET ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1482/2010, 24/9/2012
(2008) 1 ΑΑΔ 905
11 Σεπτεμβρίου, 2008
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
PERIHAN MUSTAFA KORKUT Ή EYIAM PERIHAN,
Εφεσείουσα,
ν.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΥ
ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ X. ΖΟΠΠΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 303/2006)
Τουρκοκυπριακές περιουσίες ― Κατά πόσο το δικαίωμα διάθεσης ακίνητης περιουσίας Τουρκοκύπριου στις ελεύθερες περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας εμπίπτει στις πρόνοιες του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1991 (Ν.139/91) και συνεπώς συγκαταλέγεται στις εξουσίες οι οποίες παρέχονται στον Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών δυνάμει του προαναφερθέντος νόμου ― Ποία η νομική θέση Τουρκοκύπριου ιδιοκτήτη σε σχέση με την ακίνητη περιουσία του στις ελεύθερες περιοχές.
Τουρκοκυπριακές περιουσίες ― Εξουσίες και αρμοδιότητες Υπουργού Εσωτερικών ως Κηδεμόνα των Τουρκοκυπριακών περιουσιών σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1991 (Ν.139/91).
Λέξεις και Φράσεις ― «Εγκαταληφθείσας περιουσίας» στο Νόμο 139/91 ― Σημαίνει περιουσία Τουρκοκύπριου που δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές.
Λέξεις και Φράσεις ― «Τουρκοκυπριακή περιουσία» και «Τουρκοκύπριος» στο Νόμο 139/91.
Συμβάσεις ― Παράνομη σύμβαση ― Σύμβαση η οποία παραβιάζει συγκεκριμένο νόμο ― Είναι εξ υπαρχής άκυρη ― Η πρόθεση των μερών είναι άνευ σημασίας ― Ο περί Συμβάσεων Νόμος, Κεφ.149, Άρθρο 23 ― Διαφορά μεταξύ Κυπριακού και Αγγλικού Νόμου.
Η εφεσείουσα είναι Τουρκοκύπρια η οποία είχε μεταναστεύσει στην Αυστραλία στις 10.10.1956 όπου και έκτοτε εγκαταστάθηκε μόνιμα. Μεταξύ αυτής και του εφεσίβλητου, Ελληνοκύπριου επίσης μόνιμου κάτοικου Αυστραλίας, υπεγράφη στις 8.1.2003 πωλητήριο έγγραφο για την πώληση προς αυτόν δύο κτημάτων της εφεσείουσας στην Πόλη της Χρυσοχούς. Σε κάποιο στάδιο όταν η εφεσείουσα και ο σύζυγός της πληροφορήθηκαν την πραγματική αξία των ακινήτων άλλαξαν γνώμη και αποφάσισαν να μην τα πωλήσουν.
Τα επίδικα κτήματα είχαν χαρακτηριστεί ως «τουρκοκυπριακή περιουσία» και περιήλθαν υπό την κηδεμονία του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, βάσει των προνοιών του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1991, Νόμος 139/1991.
Ο εφεσίβλητος πλήρωσε σαν προκαταβολή το ποσό των $150.000 (Δολλαρίων Αυστραλίας) προς την εφεσείουσα ενώ το πωλητήριο έγγραφο κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο Πάφου για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης. Η εφεσείουσα αρνήθηκε να υλοποιήσει τη συμφωνία και τη μεταβίβαση των δύο τεμαχίων επ' ονόματι του εφεσίβλητου. Ο τελευταίος καταχώρησε αγωγή αξιώνοντας τη μεταβίβαση επ' ονόματί του και η πρώτη με ανταπαίτηση επιδιώκει την ακύρωση της συμφωνίας.
Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι η προσφερόμενη στον Κηδεμόνα εξουσία περιορίζεται στις εξουσίες του Άρθρου 6 του Νόμου και άμεσα ή ακόμη και έμμεσα πηγάζουν από αυτές, με γνώμονα πάντοτε τη διαχείριση «τουρκοκυπριακής περιουσίας» όταν λείπει ή δεν εμφανίζεται ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης της. Το δικαίωμα της ιδιοκτησίας βρίσκεται εκτός των πλαισίων και των προνοιών του Νόμου και συνεπώς δεν συγκαταλέγεται στις εξουσίες του Κηδεμόνα, αφού δεν σχετίζεται με τη διαχείριση της περιουσίας Τουρκοκύπριου.
Το Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα ειδικής εκτέλεσης της συμφωνίας με μεταβίβαση των κτημάτων επ' ονόματι του εφεσίβλητου, αφού προηγουμένως καταβληθεί το τίμημα πώλησης.
Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση υποστηρίζοντας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, ερμηνεύοντας λανθασμένα το Νόμο 139/91, δέκτηκε ότι το ιδιοκτησιακό καθεστώς ακίνητης περιουσίας Τουρκοκύπριου δεν εμπίπτει στο γράμμα του Νόμου, με το σκεπτικό ότι δεν μπορεί με κανένα τρόπο να περιοριστεί το ιδιοκτησιακό καθεστώς, παρά μόνο όπως το Σύνταγμα ορίζει. Ο εφεσίβλητος υποστήριξε ότι το δικαίωμα της ιδιοκτησίας προστατεύεται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος, από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και από το Κοινοτικό Δίκαιο.
Ο Γενικός Εισαγγελέας, ως φίλος του Δικαστηρίου, υποστήριξε πως η πρωτόδικη απόφαση όχι μόνο δεν έχει νομικό έρεισμα αλλά είναι και αντίθετη με τις ρητές πρόνοιες του Άρθρου 5 του Νόμου, οι οποίες παραχωρούν όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των Τουρκοκυπρίων ιδιοκτητών στον Κηδεμόνα.
Το ερώτημα το οποίο χρήζει απαντήσεως είναι κατά πόσο ο Νόμος 139/91, περιορίζει, καθ' οιονδήποτε τρόπο, το δικαίωμα του Τουρκοκύπριου ιδιοκτήτη να πωλεί και να μεταβιβάζει την ακίνητή του περιουσία.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ο Κηδεμόνας, στη βάση του Άρθρου 7 του Νόμου, κατά τη διαχείριση των τουρκοκυπριακών περιουσιών και την άσκηση των αρμοδιοτήτων του, μεριμνά για την εξυπηρέτηση των αναγκών των προσφύγων, παράλληλα με την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των ιδιοκτητών. Μόνο τουρκοκυπριακές περιουσίες που δεν είναι αναγκαίες ή είναι πέραν των αναγκών ή κρίνονται ακατάλληλες για τις στεγαστικές ή επαγγελματικές ή γεωργικές ανάγκες ή ανάγκες δραστηριοποίησης των προσφύγων, μπορούν σε εξαιρετικές περιπτώσεις να ενοικιάζονται σε εκτοπισμένους δήμους ή κοινότητες ή σε κατοίκους ακριτικών κοινοτήτων που δεν είναι πρόσφυγες, αλλά των οποίων σημαντικό μέρος της γεωργικής τους γης έχει καταληφθεί ή είναι απροσπέλαστη λόγω της τουρκικής εισβολής ή σε πρόσωπα που έχουν τον ένα γονιό πρόσφυγα.
Περιουσία Τουρκοκύπριου που κείται στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές και ο ιδιοκτήτης της οποίας δεν είχε τη συνήθη διαμονή του στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές κατά την 1.7.1991, θεωρείται ως εγκαταλελειμμένη σύμφωνα με το Νόμο. Και θεωρείται έτσι μέχρι τη λήξη της έκρυθμης κατάστασης η οποία θα αποφασιστεί σύμφωνα με το Άρθρο 2, από το Υπουργικό Συμβούλιο.
2. Σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 6, ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης δεν αποστερείται της περιουσίας του της οποίας εξακολουθεί να είναι κύριος. Η διαχείριση όμως της περιουσίας αυτής ανατίθεται κατά τη διάρκεια της έκρυθμης κατάστασης στο Κηδεμόνα. Το δικαίωμα κατοχής, διαχείρισης και ελέγχου της περιουσίας υπόκειται σε απόλυτα αναγκαίους περιορισμούς που συνάδουν με το Άρθρο 23.3 του Συντάγματος.
3. Η οποιαδήποτε δικαιοπραξία που αφορά την κυριότητα τουρκοκυπριακής περιουσίας μπορεί να γίνει μόνο ύστερα από σχετική άδεια και πάντοτε μέσω του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών. Ωσαύτως, κάθε δικαστική διαδικασία, όπως η παρούσα, θα πρέπει να εγείρεται όχι εναντίον του ιδιοκτήτη Τουρκοκύπριου, αλλά εναντίον του Κηδεμόνα, ο οποίος σύμφωνα με το Άρθρο 6(β) εγείρει ή υπερασπίζεται οποιαδήποτε αγωγή ή λαμβάνει μέρος σε οποιαδήποτε διαδικασία που αφορά τουρκοκυπριακή περιουσία.
4. Στην προκείμενη περίπτωση, η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση για την πώληση και μεταβίβαση της συγκεκριμένης ακίνητης περιουσίας έγινε κατά παράβαση των προνοιών του Νόμου 139/91 και συνεπώς είναι παράνομη.
5. Σύμφωνα με το Άρθρο 23 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149, κάθε συμφωνία με παράνομο σκοπό ή αντιπαροχή είναι άκυρη.
6. Η ανάληψη της φυσικής κατοχής από τον Κηδεμόνα δεν αποτελεί προϋπόθεση για την άσκηση των αρμοδιοτήτων του βάσει του Άρθρου 6. Αντίθετη ερμηνεία θα οδηγούσε σε παράλογα αποτελέσματα.
7. Με βάση το Ν.139/91 τόσο η μεταβίβαση όσο και η σύμβαση πώλησης ακινήτου μεταξύ των διαδίκων είναι παράνομη. Η ακίνητη περιουσία κάθε Τουρκοκύπριου ο οποίος τον Ιούλιο του 1991 δεν βρισκόταν στις ελεύθερες περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, περιήλθε στη διαχείριση και κατοχή του Κηδεμόνα με αποτέλεσμα τα δικαιώματα των Τουρκοκύπριων ιδιοκτητών να περιοριστούν ανάλογα. Ο Κηδεμόνας όπως προβλέπεται από το Άρθρο 6 έχει ευρείες αρμοδιότητες κα εξουσίες οι οποίες θα καταστρατηγούνταν αν η σύμβαση πώλησης τουρκοκυπριακής περιουσίας μπορούσε να θεωρηθεί ως νόμιμη.
8. Περαιτέρω η σύμβαση είναι αντίθετη και με τη δημόσια πολιτική, αφού επεμβαίνει στις ρυθμίσεις που έγιναν με το Ν.139/91 για αντιμετώπιση του χάους που προκάλεσε η τουρκική εισβολή του 1974. Σκοπός του νόμου ήταν η προστασία, μέσα στις δεδομένες περιστάσεις, των συμφερόντων μεγάλης μερίδας του πληθυσμού.
9. Ο Ν.139/91 δεν έχει σκοπό να θεσπίσει μόνιμους περιορισμούς ή να επιβάλει στέρηση των δικαιωμάτων των νόμιμων ιδιοκτητών. Τα μέτρα που λήφθηκαν ήταν απολύτως αναγκαία και ανάλογα με την κατάσταση που έπρεπε να αντιμετωπιστεί.
10. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η αγωγή απορρίπτεται με έξοδα, τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ' έφεση, υπέρ της εφεσείουσας.
Εκδίδεται διάταγμα με το οποίο ακυρώνεται η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση, αλλά και το εκδοθέν διάταγμα μεταβίβασης του συγκεκριμένου ακινήτου λόγω ειδικής εκτέλεσης.
11. Ενόψει της κατάληξης ότι η σύμβαση είναι παράνομη, η αντέφεση παραμένει άνευ αντικειμένου και απορρίπτεται, χωρίς έξοδα.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα πρωτοδίκως και κατ' έφεση υπέρ της εφεσείουσας. Η αντέφεση απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Γενικός Εισαγγελέας v. Bahchecioglou κ.ά. (1998) 1Α.Α.Δ. 426,
Αντωνάκης Χρ. Σολομωνίδης Λτδ κ.ά. v. Γενικού Εισαγγελέα κ.ά. (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1275,
Suleyman v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 99/2005, ημερ. 21.5.2007,
Glamor Development v. Christodoulou (1984) 1 C.L.R. 444,
St. John Shipping Corporation v. Joseph Rank Ltd [1956] 3 All E.R. 683,
Alam v. Τουμαζίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 968,
Platritis & Co. v. Computer Patent (1988) 1 C.L.R. 135,
Δρουσιώτης v. Ιερωνυμίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 1026,
Κίτση v. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1 Α.Α.Δ. 1077,
Ocean Estates Ltd. v. Norman Pinder [1969] 1 AC 19,
Υπουργός Εσωτερικών v. Μυλωνά (2002) 1 Α.Α.Δ. 120,
In Re Mahmoud a.o. [1921] 2 K.B. 716.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, (Παμπαλλής, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 3344/03), ημερομ. 4.9.06.
Λ. Γ. Γεωργίου, με Ελ. Κονναρή, για την Εφεσείουσα.
Επ. Κορακίδης, για τον Εφεσίβλητο.
Γ. Κορφιώτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, υπό την ιδιότητά της ως φίλος του Δικαστηρίου.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστήριου απαγγέλλεται από τον Δικαστή Νικολαΐδη.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα είναι Τουρκοκύπρια και γεννήθηκε το 1932 στην Πόλη Χρυσοχούς. Στις 10.10.1956 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αυστραλία, όπου το 1957 παντρεύτηκε με Τουρκοκύπριο που επίσης είχε γεννηθεί στην Πάφο και μεταναστεύσει στην Αυστραλία. Το 1970 επέστρεψε στην Κύπρο οπότε και της μεταβιβάστηκαν από τη μητέρα της δύο κτήματα στην Πόλη της Χρυσοχούς. Ο εφεσίβλητος είναι Ελληνοκύπριος, μόνιμα εγκαταστημένος στην Αυστραλία.
Σε κάποιο χρόνο ο σύζυγος της εφεσείουσας πληροφορήθηκε από κοινό φίλο ότι ο εφεσίβλητος επιθυμούσε να αγοράσει τα συγκεκριμένα ακίνητα της εφεσείουσας.
Ύστερα από κάποιες διαπραγματεύσεις τελικά υπογράφτηκε χειρόγραφη συμφωνία. Σε κάποιο στάδιο, όταν η εφεσείουσα και ο σύζυγός της πληροφορήθηκαν την πραγματική αξία των ακινήτων άλλαξαν γνώμη και αποφάσισαν να μην τα πωλήσουν.
Θα πρέπει να λεχθεί ότι τα δύο επίδικα κτήματα είχαν χαρακτηριστεί ως «τουρκοκυπριακή περιουσία» και περιήλθαν υπό την κηδεμονία του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, βάσει των προνοιών του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1991, Νόμος 139/1991. Τα δύο τεμάχια παραχωρήθηκαν σε δύο Ελληνοκύπριους εκτοπισθέντες οι οποίοι τα χρησιμοποιούν για γεωργικούς σκοπούς.
Το υπογραφέν μεταξύ των διαδίκων πωλητήριο έγγραφο ημερομηνίας 8.1.2003 κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο Πάφου για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης, ενώ καταβλήθηκε προς την εφεσείουσα, ως προκαταβολή, το ποσό των $150.000 (Δολλαρίων Αυστραλίας). Η εφεσείουσα αρνήθηκε την υλοποίηση της συμφωνίας και τη μεταβίβαση των δύο τεμαχίων επ' ονόματι του εφεσίβλητου, με αποτέλεσμα ο εφεσίβλητος να εγείρει αγωγή αξιώνοντας τη μεταβίβαση επ΄ονόματί του. Η εφεσείουσα με ανταπαίτηση επιδιώκει την ακύρωση της συμφωνίας.
Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι, άνκαι η περιουσία της εφεσείουσας εμπίπτει μέσα στα πλαίσια του ορισμού «τουρκοκυπριακή περιουσία» του Άρθρου 2 του Νόμου 139/91 και ότι περιήλθε στα χέρια του Κηδεμόνα, προχώρησε και ανέλυσε κατά πόσο ο Νόμος 139/91 αναστέλλει, περιορίζει ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο εμποδίζει το νόμιμο ιδιοκτήτη ακίνητης περιουσίας να την πωλήσει.
Το δικαστήριο αποφάσισε ότι η προσφερόμενη στον Κηδεμόνα εξουσία περιορίζεται στις εξουσίες που αναφέρονται στο Άρθρο 6 του Νόμου και άμεσα ή ακόμη και έμμεσα πηγάζουν από αυτές, πάντοτε με γνώμονα τη διαχείριση μιας περιουσίας όταν λείπει ή δεν εμφανίζεται ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης της. Το ιδιοκτησιακό καθεστώς, σύμφωνα πάντα με το πρωτόδικο δικαστήριο, ουδόλως μεταβάλλεται, ούτε επιδέχεται έκπτωσης ή περιορισμού. Αναφερόμενο στη συνέχεια στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Bahchecioglou κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 426, δέκτηκε ότι το δικαίωμα της ιδιοκτησίας βρίσκεται εκτός των πλαισίων και των προνοιών του Νόμου και συνεπώς δεν συγκαταλέγεται στις εξουσίες του Κηδεμόνα, αφού δεν σχετίζεται με τη διαχείριση της περιουσίας Τουρκοκύπριου.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού αποδέχτηκε ότι η εφεσείουσα γνωστοποίησε μέσω επιστολής του δικηγόρου της στον εφεσίβλητο από τις 16.5.2003 ότι δεν θα προχωρούσε στη μεταβίβαση, εξέδωσε διάταγμα ειδικής εκτέλεσης της συμφωνίας ημερ. 8.1.2003 με μεταβίβαση των κτημάτων επ' ονόματι του εφεσίβλητου, αφού καταβληθεί προηγουμένως το τίμημα της πώλησης.
Η πιο πάνω απόφαση εφεσιβλήθηκε. Η εφεσείουσα υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, ερμηνεύοντας λανθασμένα το Νόμο 139/91, δέκτηκε ότι το ιδιοκτησιακό καθεστώς ακίνητης περιουσίας Τουρκοκύπριου δεν εμπίπτει στο γράμμα του Νόμου, με το σκεπτικό ότι δεν μπορεί με κανένα τρόπο να περιοριστεί το ιδιοκτησιακό καθεστώς, παρά μόνο όπως το Σύνταγμα ορίζει. Από τη δική του πλευρά ο εφεσίβλητος υποστηρίζει ότι το δικαίωμα της ιδιοκτησίας προστατεύεται τόσο από το Άρθρο 23 του Συντάγματος, όσο και από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, αλλά και το Κοινοτικό Δίκαιο. Επικαλείται ακόμα το Άρθρο 28 του Συντάγματος ότι πάντες είναι ίσοι ενώπιον του Νόμου και δικαιούνται ίσης προστασίας και μεταχείρισης.
Ο Γενικός Εισαγγελέας στο δικό του περίγραμμα αγόρευσης, το οποίο κατέθεσε, ύστερα από σχετική άδεια, υπό την ιδιότητά του ως φίλος του δικαστηρίου, προβαίνει σε ανάλυση των Άρθρων 5 και 6 του Νόμου και σε παράθεση της σχετικής νομολογίας πριν καταλήξει ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι το δικαίωμα διάθεσης της περιουσίας βρίσκεται εκτός των πλαισίων του Νόμου, όχι μόνο δεν έχει νομικό έρεισμα αλλά είναι και αντίθετη με τις ρητές πρόνοιες του Άρθρου 5, οι οποίες παραχωρούν όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των Τουρκοκυπρίων ιδιοκτητών στον Κηδεμόνα.
«Κηδεμόνας των τουρκοκυπριακών περιουσιών» σύμφωνα με το Άρθρο 3, διορίζεται ο Υπουργός Εσωτερικών, ο οποίος ασκεί τις αρμοδιότητές του διαρκούσης της έκρυθμης κατάστασης και μέχρις ότου επιτευχθεί τελική διευθέτηση του θέματος. «Έκρυθμη κατάσταση» είναι η συνεπεία της τουρκικής εισβολής δημιουργηθείσα κατάσταση η οποία σύμφωνα με το Άρθρο 2 εξακολουθεί να υπάρχει μέχρις ότου το Υπουργικό Συμβούλιο, με γνωστοποίησή του, δημοσιευόμενη στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ορίσει ημερομηνία λήξης της. «Τουρκοκυπριακή περιουσία», σύμφωνα πάντα με το Νόμο, περιλαμβάνει κάθε ιδιοκτησία κινητή ή ακίνητη που ανήκει σε Τουρκοκύπριο και βρίσκεται στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, περιλαμβάνει δε και τη βακουφική περιουσία. «Τουρκοκύπριος» είναι ο Τουρκοκύπριος ο οποίος δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές την 1.7.1991 και περιλαμβάνει εταιρεία ή άλλο νομικό πρόσωπο που ελέγχεται από Τουρκοκύπριο, καθώς και το Εβκάφ.
Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Bahchecioglou κ.ά, ανωτέρω, επιβεβαιώθηκε ότι ο νομοθέτης καθόρισε την έννοια της «εγκαταλειφθείσας περιουσίας» ως την περιουσία Τουρκοκύπριου που δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές. Έτσι η εφεσίβλητη στην πιο πάνω υπόθεση, η οποία είχε μεταναστεύσει με το σύζυγό της στην Αγγλία από το 1962, κρίθηκε ότι δεν είχε τη συνήθη διαμονή της στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές.
Είναι προφανές ότι και τα επίδικα τεμάχια ιδιοκτησίας της εφεσείουσας η οποία δεν διαμένει στις ελεύθερες περιοχές, εμπίπτουν μέσα στα πλαίσια του Νόμου 139/91.
Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Bahchecioglou κ.ά., ανωτέρω, μέρος της περιουσίας μεταβιβάστηκε το 1990 στα παιδιά της εφεσίβλητης, ενώ το δικαστήριο επιδίκασε αποζημιώσεις για παράνομη κατοχή της περιουσίας των εφεσιβλήτων από τη Δημοκρατία για την περίοδο πριν την 1.7.1991. Το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα ερμηνεύοντας την υπόθεση Bahchecioglou, κατέληξε ότι η Δημοκρατία, αναγνωρίζουσα το συνταγματικό δικαίωμα της ιδιοκτησίας, όχι μόνο αποδέχτηκε την εφεσίβλητη ως ιδιοκτήτρια, αλλά της επέτρεψε να διαθέσει την ακίνητή της περιουσία μεταβιβάζοντας το 1990 μέρος της στα παιδιά της. Το πρωτόδικο δικαστήριο επισημαίνει ότι αφού επιδικάστηκε στην εφεσίβλητη αποζημίωση για παράνομη κατοχή της περιουσίας της από τη Δημοκρατία προ της 1.7.1991, καταδεικνύεται ότι το δικαίωμα της ιδιοκτησίας βρίσκεται εκτός του πλαισίου και των προνοιών του Νόμου και συνεπώς δεν συγκαταλέγεται στις εξουσίες του Κηδεμόνα, αφού δεν σχετίζεται με τη διαχείριση της περιουσίας.
Η υπόθεση Bahchecioglou αποφάσισε ακριβώς το αντίθετο. Το γεγονός ότι επιδικάστηκαν στην εφεσίβλητη αποζημιώσεις για την προ της ημερομηνίας ισχύος του Νόμου παράνομη κατοχή της περιουσίας της από τη Δημοκρατία, αποδεικνύει περίτρανα, θα λέγαμε, το ότι μετά τη θέσπιση του Νόμου, δεν εγειρόταν θέμα αποζημιώσεων, αφού η κατοχή της συγκεκριμένης περιουσίας από τη Δημοκρατία περιέρχεται νομίμως στα χέρια του Κηδεμόνα και συνεπώς η κατοχή της έπαψε να είναι παράνομη. Από την άλλη, το πρωτόδικο δικαστήριο παραγνώρισε ότι η μεταβίβαση του μέρους της περιουσίας της εφεσίβλητης στα παιδιά της έγινε το 1990, πριν δηλαδή τεθεί σε ισχύ ο Νόμος 139/91 και συνεπώς το συγκεκριμένο περιστατικό καμιά σημασία δεν έχει και σε κανένα ερώτημα της παρούσας υπόθεσης δεν απαντά.
Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ορθά ότι η περιουσία της εφεσείουσας εμπίπτει μέσα στον ορισμό «τουρκοκυπριακή περιουσία» ενώ είναι παραδεκτό ότι αφού περιήλθε στον Κηδεμόνα, ο τελευταίος παραχώρησε τα δύο τεμάχια σε Ελληνοκύπριους εκτοπισθέντες που τα κατέχουν μέχρι σήμερα.
Το βασικό ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί είναι κατά πόσο ο Νόμος 139/91 περιορίζει, καθ΄ οιονδήποτε τρόπο, το δικαίωμα του Τουρκοκύπριου ιδιοκτήτη να πωλεί και να μεταβιβάζει την ακίνητή του περιουσία.
Θα πρέπει κατ' αρχάς να εξετάσουμε τις αρμοδιότητες και εξουσίες που διαθέτει ο Κηδεμόνας Τουρκοκυπριακών Περιουσιών. Σύμφωνα με το Άρθρο 5 κατά τη διαχείριση των τουρκοκυπριακών περιουσιών και την άσκηση των αρμοδιοτήτων που του χορηγούνται με το Νόμο, ο Κηδεμόνας έχει όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που είχε ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης τους. Το Άρθρο 6 εξειδικεύει κάποιες από αυτές τις αρμοδιότητες χωρίς, όπως τονίζεται, να επηρεάζεται η γενικότητα του Άρθρου 5. Έτσι ο Κηδεμόνας διαχειρίζεται κάθε τουρκοκυπριακή περιουσία και για το σκοπό αυτό εισπράττει κάθε ποσό που οφείλεται, συλλέγει κάθε προϊόν της περιουσίας, φροντίζει για τις αναγκαίες επιδιορθώσεις, βελτιώσεις, αναπτύξεις και μετατροπές της περιουσίας που θα ήταν επωφελείς για τον ιδιοκτήτη, προβαίνει σε διευθετήσεις, συνάπτει, τερματίζει, ακυρώνει συμβάσεις ή αναλαμβάνει υποχρεώσεις ή επιβαρύνσεις σε σχέση με την περιουσία, όπως είναι για παράδειγμα η εκμίσθωσή της. Ακόμα, εγείρει ή υπερασπίζεται οποιανδήποτε αγωγή ή παραπομπή ή λαμβάνει μέρος σε οποιανδήποτε διαδικασία που αφορά τουρκοκυπριακή περιουσία ή προβαίνει σε συμβιβασμό σε αγωγή ή παραπομπή η οποία θα ήταν επωφελής για την περιουσία του ιδιοκτήτη. Αντιπροσωπεύει και δεσμεύει τον ιδιοκτήτη της περιουσίας ενώπιον οποιασδήποτε δικαστικής, διοικητικής ή άλλης αρχής στη Δημοκρατία και ασκεί όλα τα δικαιώματα και εκτελεί όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από οποιανδήποτε νόμιμη σύμβαση στην οποία Τουρκοκύπριος είναι συμβαλλόμενο μέρος αντί αυτού. Γενικά παίρνει τέτοια μέτρα ή προβαίνει σε οποιαδήποτε ενέργεια η οποία θα ήταν αναγκαία ή σκόπιμη για την άσκηση των αρμοδιοτήτων που του χορηγούνται με το Άρθρο 6. Τονίζεται ότι σύμφωνα με την πρώτη επιφύλαξη του Άρθρου 6 ο Κηδεμόνας δεν μπορεί να προβαίνει σε ενέργειες οι οποίες θα έχουν ως αποτέλεσμα μετά τη λήξη της ισχύος του Νόμου, ιδιοκτήτης να είναι άλλος από τον ιδιοκτήτη κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου, εκτός σε εξαιρετικές περιπτώσεις κατά τις οποίες αυτό θα ήταν επωφελές για τον ιδιοκτήτη ή αναγκαίο για το δημόσιο συμφέρον. Επίσης, ενέργειες του Κηδεμόνα δεν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα, μετά τη λήξη της ισχύος του Νόμου, το δικαίωμα του ιδιοκτήτη αναφορικά με την περιουσία να έχει με οποιονδήποτε τρόπο περιοριστεί ή δεσμευτεί περισσότερο από ό,τι θα ήταν απόλυτα αναγκαίο ή επωφελές για την περιουσία ή τον ιδιοκτήτη ή αναγκαίο για το δημόσιο συμφέρον.
Ένα σημαντικό, κατά τη γνώμη μας, άρθρο, για να γίνει αντιληπτή η φύση των αρμοδιοτήτων του Κηδεμόνα, αλλά και ο σκοπός του Νόμου, είναι το Άρθρο 7 σύμφωνα με το οποίο ο Κηδεμόνας κατά τη διαχείριση των τουρκοκυπριακών περιουσιών και την άσκηση των αρμοδιοτήτων του, μεριμνά για την εξυπηρέτηση των αναγκών των προσφύγων, παράλληλα με την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των ιδιοκτητών. Μόνο τουρκοκυπριακές περιουσίες που δεν είναι αναγκαίες ή είναι πέραν των αναγκών ή κρίνονται ακατάλληλες για τις στεγαστικές ή επαγγελματικές ή γεωργικές ανάγκες ή ανάγκες δραστηριοποίησης των προσφύγων, μπορούν σε εξαιρετικές περιπτώσεις να ενοικιάζονται σε εκτοπισμένους δήμους ή κοινότητες ή σε κατοίκους ακριτικών κοινοτήτων που δεν είναι πρόσφυγες, αλλά των οποίων σημαντικό μέρος της γεωργικής τους γης έχει καταληφθεί ή είναι απροσπέλαστη λόγω της τουρκικής εισβολής ή σε πρόσωπα που έχουν τον ένα γονιό πρόσφυγα.
Περιουσία Τουρκοκύπριου που κείται στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές και ο ιδιοκτήτης της οποίας δεν είχε τη συνήθη διαμονή του στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές κατά την 1.7.1991, θεωρείται ως εγκαταλελειμμένη σύμφωνα με το Νόμο. Και θεωρείται έτσι μέχρι τη λήξη της έκρυθμης κατάστασης η οποία θα αποφασιστεί σύμφωνα με το Άρθρο 2, από το Υπουργικό Συμβούλιο.
Στην υπόθεση Αντωνάκης Χρ. Σολομωνίδης Λτδ κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα κ.ά. (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1275, εξετάστηκε η συνταγματικότητα του Νόμου εν όψει του γεγονότος ότι η υπό συζήτηση εκεί περιουσία ήταν βακουφική και συνεπώς αναπαλλοτρίωτη, σύμφωνα με το Σύνταγμα. Κρίθηκε ότι η διαχείριση ακόμα και των βακουφικών κτημάτων από τον Κηδεμόνα μπορούσε να δικαιολογηθεί με βάση το δίκαιο της ανάγκης. Το δικαστήριο κατέληξε ότι η πολιτεία, κάτω από τις συνθήκες που δημιουργήθηκαν από την τουρκική εισβολή, είχε καθήκον να αναλάβει τα αναγκαία μέτρα για τη διαχείριση και προστασία των εγκαταλειφθεισών τουρκοκυπριακών περιουσιών προς το συμφέρον της κοινωνικής τάξης. Τα μέτρα αυτά σκοπό δεν είχαν τη θέσπιση μόνιμων περιορισμών ή στέρηση των δικαιωμάτων των νόμιμων ιδιοκτητών, αλλά την προσωρινή και για όσο χρόνο χρειαζόταν, προστασία και διαχείριση της περιουσίας.
Οι διατάξεις του Άρθρου 6 δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνείας. Ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης δεν αποστερείται της περιουσίας του της οποίας εξακολουθεί να είναι κύριος. Η διαχείριση όμως της περιουσίας αυτής ανατίθεται κατά τη διάρκεια της έκρυθμης κατάστασης στον Κηδεμόνα. Το δικαίωμα κατοχής, διαχείρισης και ελέγχου της περιουσίας υπόκειται σε απόλυτα αναγκαίους περιορισμούς που συνάδουν με το Άρθρο 23.3 του Συντάγματος (Suleyman ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 99/2005, ημερ. 21.5.2007).
Η έκρυθμη κατάσταση δεν έχει βέβαια φτάσει στη λήξη της ενώ, παρά την κάποια χαλάρωση στην προηγούμενη απόλυτη απαγόρευση στη διακίνηση μεταξύ των κατεχομένων και των ελεγχομένων από τη Δημοκρατία περιοχών, τίποτε δεν έχει αλλάξει. Όπως και προηγουμένως, μεγάλο μέρος του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας εξακολουθεί να τελεί υπό κατοχή και η έκρυθμη κατάσταση συνεχίζεται (βλέπε Suleyman ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω). Από την άλλη, το γεγονός ότι η εφεσείουσα διέμενε κατά τον ουσιώδη χρόνο στην Αυστραλία, δεν μεταβάλλει τα πράγματα, αφού, όπως είδαμε και προηγουμένως, τουρκοκυπριακή περιουσία θεωρείται κάθε περιουσία της οποίας ο ιδιοκτήτης δεν βρισκόταν στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές κατά το χρόνο ισχύος του Νόμου, δηλαδή την 1.7.1991.
Σημαντική είναι επίσης και η τροποποίηση του Άρθρου 6(η) η οποία έγινε με τον περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) (Τροποποιητικό) Νόμο του 1998, Ν.33(Ι)/98, σύμφωνα με την οποία δεν θεωρείται επωφελές για τον ιδιοκτήτη ή την περιουσία του ή αναγκαίο για το δημόσιο συμφέρον η με οποιονδήποτε τρόπο αποξένωση τουρκοκυπριακής περιουσίας προς το σκοπό έκδοσης τίτλου ιδιοκτησίας υπέρ οποιουδήποτε προσώπου σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Εγγραφή, Διακατοχή και Εκτίμησις) Νόμου ή του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου. Θα πρέπει βέβαια να επισημανθεί ότι η πιο πάνω τροποποίηση καταργήθηκε με τον περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) (Τροποποιητικό) Νόμο του 2006, Ν.56(Ι)/2006.
Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε ότι μετά τη θέσπιση του Νόμου 139/91 κάθε ακίνητη περιουσία Τουρκοκύπριου, ο οποίος τον Ιούλιο του 1991 δεν κατοικούσε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, περιήλθε υπό την κατοχή και διαχείριση του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών και καμιά δικαιοπραξία δεν μπορεί νόμιμα να συναφθεί αναφορικά με αυτή, εκτός από τον ίδιο τον Κηδεμόνα. Η κυριότητα της ακίνητης περιουσίας παραμένει βέβαια στους ιδιοκτήτες της, οι οποίοι περιορίζονται προσωρινά, κατά τη διάρκεια της έκρυθμης κατάστασης, από του να μπορούν να την αποξενώσουν, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Δεν αποκλείεται βέβαια, κάτω από προϋποθέσεις, είτε η μεταβίβαση και εγγραφή της περιουσίας επ' ονόματι των τέκνων των ιδιοκτητών, είτε η, μετά το θάνατο του νόμιμου ιδιοκτήτη, μεταβίβαση του τίτλου στους νόμιμους κληρονόμους. Η οποιαδήποτε δικαιοπραξία που αφορά την κυριότητα τουρκοκυπριακής περιουσίας μπορεί να γίνει μόνο ύστερα από σχετική άδεια και πάντοτε μέσω του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών. Ωσαύτως, κάθε δικαστική διαδικασία, όπως η παρούσα, θα πρέπει να εγείρεται όχι εναντίον του ιδιοκτήτη Τουρκοκύπριου, αλλά εναντίον του Κηδεμόνα, ο οποίος σύμφωνα με το Άρθρο 6(β) εγείρει ή υπερασπίζεται οποιαδήποτε αγωγή ή λαμβάνει μέρος σε οποιαδήποτε διαδικασία που αφορά τουρκοκυπριακή περιουσία.
Εν όψει όλων των πιο πάνω, είναι φανερό ότι η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση για την πώληση και μεταβίβαση της συγκεκριμένης ακίνητης περιουσίας έγινε κατά παράβαση των προνοιών του Νόμου 139/91 και συνεπώς είναι παράνομη.
Σύμφωνα με το Άρθρο 23 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, αν η αντιπαροχή ή ο σκοπός της συμφωνίας είναι απαγορευμένος από νόμο ή είναι τέτοιας φύσης ώστε αν επιτρεπόταν θα καταστρατηγούσε τις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου ή αν το δικαστήριο κρίνει ότι αυτός αντίκειται στα χρηστά ήθη ή τη δημόσια πολιτική, θεωρείται παράνομος. Κάθε συμφωνία με παράνομο σκοπό ή αντιπαροχή είναι άκυρη.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας, σε μια πράγματι εμπεριστατωμένη ανάλυση, έδωσε ιδιαίτερη σημασία στις συνέπειες της παρανομίας της σύμβασης. Το δικαστήριο δεν θα εφαρμόσει σύμβαση η οποία ρητά ή εξυπακουόμενα απαγορεύεται από το νόμο. Σε τέτοια περίπτωση η πρόθεση των συμβαλλομένων είναι στοιχείο που δεν λαμβάνεται υπ' όψιν. Αν νόμος απαγορεύει τη σύμβαση, η σύμβαση δεν είναι εφαρμοστέα ασχέτως από το αν οι συμβαλλόμενοι είχαν την πρόθεση να παραβούν το νόμο ή όχι (βλέπε Glamor Development v. Christodoulou (1984) 1 C.L.R. 444 και St. John Shipping Corporation v. Joseph Rank Ltd [1956] 3 All E.R. 683, 687). Αποφασίστηκε ακόμα ότι συμφωνία η οποία συνομολογείται κατά παράβαση νόμου, είναι παράνομη ανεξαρτήτως της έκτασης συμμετοχής εκατέρου των συμβαλλομένων στην επίτευξή της (Αlam v. Τουμαζίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 968).
Όπως ορθά επισημάνθηκε και στην υπόθεση Platritis & Co. v. Computer Patent (1988) 1 C.L.R. 135, το Άρθρο 23 του Κεφ. 149 έχει ως πρότυπο τις διατάξεις του Άρθρου 23 του Ινδικού περί Συμβάσεων Νόμου και η απαγόρευση που θέτει είναι ευρύτερη από την απαγόρευση παράνομων συμφωνιών βάσει του Αγγλικού Δικαίου.
Όπως αποφασίστηκε στη Δρουσιώτης ν. Ιερωνυμίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 1026 και επιβεβαιώθηκε στην Αlam v. Τουμαζίδη, ανωτέρω, συμφωνία η οποία απαγορεύεται από το νόμο ή οδηγεί στην καταστρατήγησή του συνιστά παράνομη και επομένως άκυρη σύμβαση βάσει των εδαφίων (α) και (β) αντιστοίχως του Άρθρου 23 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.
Η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία καταστρατηγεί τις πρόνοιες του Νόμου 139/91. Ο νόμος αυτός είναι αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής και συνιστά μια προσπάθεια η περιουσία των μελών της τουρκοκυπριακής κοινότητας να προστατευτεί και να τύχει σωστής διαχείρισης. Όπως επισημαίνεται και στην υπόθεση Κίτση ν. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1 Α.Α.Δ. 1077, με βάση τις πρόνοιες του Ν.139/91 ο Κηδεμόνας έχει εξουσία να αξιώσει άμεση κατοχή όλων των τουρκοκυπριακών περιουσιών οι οποίες περιέρχονται σ' αυτόν. Δικαιούται σε είσοδο στο επίδικο ακίνητο, δικαιούται δε να εγείρει και απαίτηση η οποία έχει τις ίδιες επιπτώσεις όπως η φυσική είσοδος (βλέπε επίσης Clerk and Lindsell on Torts, 16η έκδοση, παραγρ. 23-20 και Ocean Estates Ltd. v. Norman Pinder [1969] 1 AC 19.) Σημειώνουμε ότι στην υπόθεση Κίτση ν. Γενικού Εισαγγελέα, ανωτέρω, απορρίφθηκε επιχειρηματολογία για αντισυνταγματικότητα του Ν.139/91 ως συνόλου.
Η ανάληψη της φυσικής κατοχής από τον Κηδεμόνα δεν αποτελεί προϋπόθεση για την άσκηση των αρμοδιοτήτων του βάσει του Άρθρου 6. Αντίθετη ερμηνεία θα οδηγούσε σε παράλογα αποτελέσματα. Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Υπουργός Εσωτερικών ν. Μυλωνά (2002) 1 Α.Α.Δ. 120, θα ήταν παράλογο να αποδεικνύει ο Κηδεμόνας σε κάθε περίπτωση αγωγής με αντικείμενο τουρκοκυπριακή περιουσία ότι ανέλαβε προηγουμένως τη φυσική κατοχή της συγκεκριμένης περιουσίας.
Μας απασχόλησε κατά πόσο από το Ν.139/91 απαγορεύεται μόνο η μεταβίβαση του ακινήτου, ενώ η σύμβαση πώλησης παραμένει έγκυρη. Σε μια τέτοια περίπτωση, αν ο νόμος απαγόρευε απλώς τη μεταβίβαση χωρίς την άδεια του αρμόδιου οργάνου, όπως ισχύει στην περίπτωση αγοράς ακίνητης περιουσίας από αλλοδαπό (υπήκοο κράτους μη μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης), όπου απαιτείται σχετική άδεια από το Υπουργικό Συμβούλιο, η σύμβαση εν τη γενέσει της θα ήταν νόμιμη.
Καταλήξαμε στο αντίθετο αποτέλεσμα. Η σύμβαση μεταξύ των διαδίκων είναι παράνομη. Η ακίνητη περιουσία κάθε Τουρκοκύπριου ο οποίος τον Ιούλιο του 1991 δεν βρισκόταν στις ελεύθερες περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, περιήλθε στη διαχείριση και κατοχή του Κηδεμόνα με αποτέλεσμα τα δικαιώματα των Τουρκοκύπριων ιδιοκτητών να περιοριστούν ανάλογα. Ο Κηδεμόνας όπως προβλέπεται από το Άρθρο 6 έχει ευρείες αρμοδιότητες και εξουσίες οι οποίες θα καταστρατηγούνταν αν η σύμβαση πώλησης τουρκοκυπριακής περιουσίας μπορούσε να θεωρηθεί ως νόμιμη. Η κατοχή για παράδειγμα των τουρκοκυπριακών περιουσιών η οποία έχει αποδοθεί στον Κηδεμόνα έχει στη συνέχεια παραδοθεί σε πρόσφυγες Ελληνοκύπριους οι οποίοι έχασαν τη δική τους περιουσία ύστερα από την τουρκική εισβολή. Αν επιτρεπόταν η σύμβαση πώλησης των τουρκοκυπριακών κτημάτων θα καταστρατηγείτο, εκ θεμελίων, ο Νόμος 139/91. Στην περίπτωση των τουρκοκυπριακών περιουσιών δεν απαιτείται απλώς άδεια μεταβίβασης, όπως στην περίπτωση των αλλοδαπών. Κάθε δικαιοπραξία θα πρέπει να γίνεται μόνο μέσω του Κηδεμόνα. Η ρύθμιση που έγινε με το Νόμο 139/91 είναι ένα αναγκαίο, προσωρινό μέτρο το οποίο έπρεπε να ληφθεί κάτω από τις τραγικές συνθήκες που δημιούργησε η τουρκική εισβολή, οι οποίες εξακολουθούν να υφίστανται.
Περαιτέρω, όμως, η σύμβαση είναι αντίθετη και με τη δημόσια πολιτική (Άρθρο 23(ε) του Κεφ. 149). Ο Ν.139/91 περιέχει πρόνοιες δημόσιας τάξης. Ο Κηδεμόνας έχει εκ του νόμου καθήκον να ασκεί ελεύθερα και ανεμπόδιστα τις εξουσίες και αρμοδιότητες που ο νόμος του παρέχει προς αντιμετώπιση της έκτακτης κατάστασης που δημιουργήθηκε λόγω των γεγονότων του 1974 (Υπουργός Εσωτερικών ν. Μυλωνά (ανωτέρω). Το κράτος, μετά το χάος που προκάλεσε η τουρκική εισβολή, προσπάθησε να προστατέψει τις περιουσίες των Τουρκοκυπρίων, αλλά και κατά τη διαχείρισή τους να ικανοποιήσει, σε κάποιο βαθμό τις πιεστικές ανάγκες των χιλιάδων προσφύγων που είχαν απωλέσει τις δικές τους. Σύμβαση η οποία επεμβαίνει στις ρυθμίσεις που έγιναν, κάτω από τις περιστάσεις, αντιβαίνει στη δημόσια πολιτική. Σκοπός του νόμου ήταν η προστασία, μέσα στις δεδομένες περιστάσεις, των συμφερόντων μεγάλης μερίδας του πληθυσμού.
Το πρωτόδικο δικαστήριο επεσήμανε και σχολίασε με κάποια επιμονή ότι την ύπαρξη του Κηδεμόνα και συνεπώς την προκύπτουσα παρανομία της σύμβασης επικαλείται η Τουρκοκύπρια εφεσείουσα. Όπως επανειλημμένα έχει επισημανθεί, οιοσδήποτε συμβαλλόμενος σε παράνομη σύμβαση μπορεί να επικαλεστεί τη δική του παρανομία με σκοπό να υπερασπιστεί εναντίον αξίωσης που προκύπτει από τη σύμβαση (βλέπε In Re Mahmoud and Ispahani [1921] 2 K.B. 716. Βλέπε ακόμα Glanville Williams, The Legal Effects of Illegal Contracts [1942] 8 C.L.J. 51).
Το γεγονός ότι η έκρυθμη κατάσταση συνεχίζει να διαρκεί για τόσα πολλά χρόνια δεν μεταβάλλει το χαρακτήρα της ρύθμισης του Κηδεμόνα ως προσωρινού μέτρου, αφού ισχύει όσο καιρό υπάρχει η κατοχή και η εξ αυτής προκύπτουσα έκρυθμη κατάσταση. Ο Ν.139/91 δεν έχει σκοπό να θεσπίσει μόνιμους περιορισμούς ή να επιβάλει στέρηση των δικαιωμάτων των νόμιμων ιδιοκτητών (Suleyman ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω). Τα μέτρα που λήφθηκαν ήταν απολύτως αναγκαία και ανάλογα με την κατάσταση που έπρεπε να αντιμετωπιστεί (Α. Χρ. Σολομωνίδης Λτδ κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα κ.ά., ανωτέρω).
Πριν καταλήξουμε θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ο εφεσίβλητος, στο δικό του περίγραμμα, απλώς αναφέρεται στην προστασία του δικαιώματος ιδιοκτησίας από το Σύνταγμα, στην προστασία από δυσμενή διάκριση, καθώς και στην υπεροχή του Συντάγματος και του κοινοτικού δικαίου. Δεν απαντά, ουσιαστικά, στα διάφορα σημεία που εγείρονται.
Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η αγωγή απορρίπτεται με έξοδα, τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ' έφεση, υπέρ της εφεσείουσας. Εκδίδεται διάταγμα με το οποίο ακυρώνεται η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση, αλλά και το εκδοθέν διάταγμα μεταβίβασης του συγκεκριμένου ακινήτου λόγω ειδικής εκτέλεσης.
Εν όψει του γεγονότος ότι έχουμε καταλήξει ότι η σύμβαση είναι παράνομη, η αντέφεση του εφεσίβλητου παραμένει άνευ αντικειμένου και απορρίπτεται, χωρίς έξοδα.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα πρωτοδίκως και κατ' έφεση υπέρ της εφεσείουσας. Η αντέφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.