ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 1 ΑΑΔ 844
15 Ιουλίου, 2008
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α. ΣΚΟΡΔΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
1. ΚΩΣΤΑ Α. ΛΑΝΤΟΥ,
2. ΑΝΔΡΟΥΛΛΑΣ ΛΑΝΤΟΥ,
3. ΑΝΤΩΝΙΑΣ ΛΑΝΤΟΥ,
4. ΝΙΚΟΛΑ ΛΑΝΤΟΥ,
5. ΔΗΜΗΤΡΗ ΛΑΝΤΟΥ,
6. ΧΡΥΣΤΑΛΛΑΣ ΛΑΝΤΟΥ,
7. ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΛΑΝΤΟΥ,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 79/2007)
Αποφάσεις και Διατάγματα ― Απαγορευτικό διάταγμα για παρεμπόδιση αποξένωσης ακίνητης ιδιοκτησίας ― Άρνηση εκδόσεώς του πρωτοδίκως λόγω αδικαιολόγητης καθυστέρησης στην προώθηση της σχετικής αίτησης του ενάγοντος, και μη ικανοποίησης της δεύτερης προϋπόθεσης του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60), ότι δηλαδή ο ενάγων έχει ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας στην αγωγή του εναντίον των εναγομένων ― Κρίθηκε κατ' έφεση ότι η διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου ασκήθηκε εντός των ορθών πλαισίων.
Δίκαιο της Επιείκειας ― Καταπίστευμα ― Κατά πόσο είχε δημιουργηθεί οποιοδήποτε καταπίστευμα προς όφελος του ενάγοντος και εις βάρος των εναγομένων σε σχέση με συμφωνία πώλησης κτήματος του πρώτου προς τους δεύτερους.
Το 1973, ο ενάγων αγόρασε, με γραπτή συμφωνία, ένα κτήμα στην περιοχή Κάππαρης του Δήμου Παραλιμνίου, από τον πρώτο εναγόμενο αντί του τιμήματος των Λ.Κ.60.000. Μετά την τουρκική εισβολή του 1974, ο ενάγων εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου διέμενε μόνιμα.
Στις 3.10.06 ο ενάγων καταχώρησε αίτηση για έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος με το οποίο θα απαγορευόταν στον τότε μοναδικό εναγόμενο (εναγόμενο 1) να αποξενώσει ή επιβαρύνει το πιο πάνω ακίνητο. Στις 6.10.06 εκδόθηκε το ζητούμενο παρεμπίπτον διάταγμα. Το επίδικο ακίνητο όμως είχε μεταβιβαστεί στις 4.10.06 από τον πρώτο εναγόμενο στα παιδιά του, τους εναγόμενους - εφεσίβλητους 2-7.
Ο ενάγων υπέβαλε δεύτερη αίτηση ημερ.10.10.06 για έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος αυτή τη φορά όμως εναντίον των εναγομένων 2-7 εφεσιβλήτων, οι οποίοι στο μεταξύ είχαν προστεθεί στην αγωγή ως διάδικοι. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση επειδή δεν ικανοποιείτο η δεύτερη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60 σε σχέση με τους εναγόμενους 2 -7, όπως ούτε και οι προϋποθέσεις εφαρμογής του Άρθρου 9 του Κεφ.6, καθώς και για το ότι υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην προώθηση της αίτησης του ενάγοντος.
Ο ενάγων υποστήριξε πως η συμφωνία κατατέθηκε στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Αμμοχώστου για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης, ισχυρισμό τον οποίο αρνήθηκε ο πρώτος εναγόμενος. Επίσης ότι με την προαναφερόμενη συμφωνία προνοείτο η καταβολή του ποσού των Λ.Κ.10.000.- με την υπογραφή της συμφωνίας, Λ.Κ.10.000.- τον Ιούνιο του 1974 πλέον τόκους και η εξόφληση του υπολοίπου στα επόμενα 6 χρόνια με ισόποσες δόσεις, πλέον τόκους. Ήταν η θέση του ενάγοντα ότι αυτός είχε καταβάλει στον εναγόμενο 1 το συνολικό ποσό των Λ.Κ.24.500.-, πριν την τουρκική εισβολή του 1974. Η τουρκική εισβολή είχε ως αποτέλεσμα την παγοποίηση όλων των ενεργειών και διαδικασιών που σχετίζονταν με την αγοραπωλησία του επίδικου ακινήτου.
Ο πρώτος εναγόμενος δεν συμφώνησε με τον ισχυρισμό του ενάγοντος σε σχέση με τον τρόπο πληρωμής του υπολοίπου τιμήματος πώλησης, πλην της προκαταβολής. Υπέβαλε ότι ο ενάγων κατέβαλε μόνο την προκαταβολή και το ποσό των Λ.Κ.5.000 πλέον τόκους κατά τις 6 και 26.3.74 αντίστοιχα. Ο εναγόμενος 1 θεώρησε, από το 1974-75, ότι η συμφωνία πωλήσεως είχε τερματιστεί με υπαιτιότητα του ενάγοντος και αργότερα αποφάσισε να δωρίσει το επίδικο κτήμα στα έξι παιδιά του (εναγόμενους 2-7) στα οποία και το μεταβίβασε, στις 4.10.06.
Ο ενάγων εφεσίβαλε την απόφαση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά θεώρησε πως εφόσον και οι δύο αιτήσεις (ημερ.3.10.06 και 10.10.06) απέβλεπαν στην αποτροπή του ίδιου υπαρκτού κινδύνου, δηλαδή την αποξένωση του επίδικου ακινήτου, οι δύο αιτήσεις είχαν την ίδια βάση και ήταν αλληλένδετες και ως εκ τούτου η καθυστέρηση στην υποβολή της αρχικής αίτησης, συμπαρέσυρε μοιραία και τη δεύτερη αίτηση.
2. Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως δεν ικανοποιούντο εν προκειμένω οι προϋποθέσεις που τίθενται από τον περί Πωλήσεως Γαιών (Ειδική Εκτέλεση) Νόμο, Κεφ. 232 και κατά συνέπεια η επίδικη συμφωνία δεν είναι δεκτική ειδικής εκτελέσεως, είναι ορθή.
3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά κατέληξε πως δεν υπήρχαν ενώπιόν του οποιαδήποτε γεγονότα ή στοιχεία που θα μπορούσαν, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, να δικαιολογήσουν συμπέρασμα ύπαρξης πρόθεσης εκ μέρους των εναγομένων 2-7-εφεσιβλήτων να αποφύγουν την εκτέλεση οποιασδήποτε τυχόν απόφασης του Δικαστηρίου σε σχέση με το επίδικο ακίνητο αλλά ούτε και οποιασδήποτε γνώσης για την καταχώρηση της αγωγής, την αίτηση για έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος της ίδιας ημερομηνίας ή για το πωλητήριο έγγραφο του 1973.
4. Η αγωγή του ενάγοντος εναντίον των εναγομένων 2-7 εφεσιβλήτων, δεν είχε ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας και ως εκ τούτου δεν ικανοποιείτο η δεύτερη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Ν.14/60. Ούτε και υπήρχε δυνατότητα επιτυχίας της αγωγής στη βάση της δημιουργίας οποιουδήποτε καταπιστεύματος προς όφελος του ενάγοντος, αφού εξέλιπε το πραγματικό υπόβαθρο για κάτι τέτοιο.
5. Η πρωτόδικη απόφαση είναι αποτέλεσμα άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 32 του Ν. 14/60 εντός των δικαστικών, ορθών και δίκαιων πλαισίων της.
Η έφεση απορρίφθηκε με €2.000.-, συν Φ.Π.Α., έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου, (Παναγή, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 600/06), ημερομ. 6.3.07.
Τ. Μυλωνάς με Γ. Γεωργιάδη, για τον Εφεσείοντα.
Αχ. Αιμιλιανίδης, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής Νικολάτος.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και συγκεκριμένα προβάλλονται οι θέσεις ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε νομικώς και/ή περιέπεσε σε πλάνη περί το Νόμο, ότι παρέλειψε να λάβει υπόψιν τους αναγκαίους παράγοντες, όπως καθορίζονται από τη νομολογία, σχετικά με τις προϋποθέσεις εφαρμογής του Άρθρου 32 του Ν. 14/60, ότι λανθασμένα αποφάσισε πως δεν ικανοποιείται η δεύτερη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Ν. 14/60, σε σχέση με τους εναγομένους 2-7 και ότι λανθασμένα αποφάσισε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του Άρθρου 9 του Κεφ. 6 καθώς και ότι υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην προώθηση της αίτησης του ενάγοντα-εφεσείοντα.
Με την υπό έφεση πρωτόδικη απόφαση απορρίφθηκε αίτηση ημερ. 10.10.06, του ενάγοντα-εφεσείοντα, για παρεμπίπτον διάταγμα εναντίον των εναγομένων 2-7-εφεσιβλήτων.
Τα ουσιώδη γεγονότα, όπως τα κατέγραψε το πρωτόδικο δικαστήριο, έχουν ως εξής:
Στις 3.10.06 ο ενάγοντας-εφεσείοντας καταχώρισε αίτηση με την οποία ζητούσε παρεμπίπτον διάταγμα με το οποίο θα απαγορευόταν στον τότε μοναδικό εναγόμενο (εναγόμενο 1) να αποξενώσει ή επιβαρύνει συγκεκριμένο ακίνητο του στην περιοχή Κάππαρης του Δήμου Παραλιμνίου. Η αίτηση ορίστηκε από το Πρωτοκολλητείο στις 4.10.06. Μετά από την καταχώριση συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων, στις 5 και 6.10.06, στις 6.10.06 εκδόθηκε το ζητούμενο παρεμπίπτον διάταγμα. Το επίδικο ακίνητο όμως είχε μεταβιβαστεί στις 4.10.06 από τον πρώτο εναγόμενο στα παιδιά του, τους εναγόμενους-εφεσίβλητους 2-7.
Ακολούθησε δεύτερη αίτηση, εκ μέρους του εφεσείοντα, ημερ. 10.10.06, στα πλαίσια της οποίας ο εφεσείων εξασφάλισε παρόμοιο παρεμπίπτον διάταγμα όπως εκείνο της 6.10.06, αυτή τη φορά όμως εναντίον των εναγομένων 2-7-εφεσιβλήτων, οι οποίοι στο μεταξύ είχαν προστεθεί στην αγωγή ως διάδικοι.
Για το επίδικο ακίνητο καταρτίστηκε γραπτή συμφωνία, το 1973, με την οποία συμφωνήθηκε η πώληση του κτήματος από τον πρώτο εναγόμενο στον ενάγοντα αντί του τιμήματος των Λ.Κ.60.000.- Ήταν η θέση του ενάγοντα πως η συμφωνία κατατέθηκε στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Αμμοχώστου για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης. Αυτόν τον ισχυρισμό τον αρνήθηκε ο πρώτος εναγόμενος. Με την προαναφερόμενη συμφωνία, όπως λέγει ο ενάγων-εφεσείων, προνοείτο η καταβολή του ποσού των Λ.Κ.10.000.- με την υπογραφή της συμφωνίας, Λ.Κ.10.000.- τον Ιούνιο του 1974 πλέον τόκους και η εξόφληση του υπολοίπου στα επόμενα 6 χρόνια, με ισόποσες δόσεις, πλέον τόκους. Ήταν η θέση του ενάγοντα ότι αυτός είχε καταβάλει στον εναγόμενο 1 το συνολικό ποσό των Λ.Κ.24.500.-, πριν την τουρκική εισβολή του 1974. Η τουρκική εισβολή είχε ως αποτέλεσμα την παγοποίηση όλων των ενεργειών και διαδικασιών που σχετίζονταν με την αγοραπωλησία του επίδικου ακινήτου.
Μετά την εισβολή ο ενάγοντας μαζί με την οικογένειά του εγκαταστάθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο όπου διέμενε μόνιμα.
Το επίδικο ακίνητο, μετά το τέλος της εισβολής και την αποκατάσταση της τάξης, αρχικά εντάχθηκε στο καθεστώς της πράσινης γραμμής και ήταν αδύνατη η πρόσβαση σ' αυτό. Ήταν ο ισχυρισμός του ενάγοντα ότι αυτός κατά καιρούς επικοινωνούσε με τον εναγόμενο 1, τον οποίον ενημέρωσε ότι ήταν έτοιμος και πρόθυμος να καταβάλει το υπόλοιπο του τιμήματος πωλήσεως εκ Λ.Κ.40.000.- πλέον τους οποιουσδήποτε τόκους, βάσει της συμφωνίας. Αυτόν τον ισχυρισμό επίσης τον αρνήθηκε ο πρώτος εναγόμενος.
Στις 24.9.03 οι τότε δικηγόροι του ενάγοντα απέστειλαν επιστολή στον εναγόμενο 1 καλώντας τον να τους πληροφορήσει πότε θα ήταν έτοιμος για να παρουσιαστούν στο Κτηματολόγιο για την μεταβίβαση του ακινήτου, αφού ταυτόχρονα ο ενάγοντας θα κατέβαλλε στον εναγόμενο 1 το υπόλοιπο του τιμήματος πωλήσεως πλέον τους τόκους. Σε μεταγενέστερη παρόμοια επιστολή των δικηγόρων του ενάγοντα ημερ. 16.9.04 ο εναγόμενος 1 ισχυρίστηκε ότι η συμφωνία πωλήσεως ήταν άκυρη. Πρόσφατα το επίδικο ακίνητο απαλλάχθηκε από την ένταξη του στο καθεστώς της πράσινης γραμμής και απέκτησε προφανώς μεγάλη οικονομική αξία.
Η θέση του πρώτου εναγομένου ήταν ότι το τίμημα αγοράς των Λ.Κ.60.000.- θα πληρωνόταν με την προκαταβολή ποσού Λ.Κ.10.000.-με την υπογραφή της συμφωνίας, και το υπόλοιπο ποσό των Λ.Κ.50.000.- θα καταβαλλόταν με έξι δόσεις, Λ.Κ.5.000.- στις 28.2.74, Λ.Κ.5.000.- στις 30.8.74 και τέσσερις δόσεις εκ Λ.Κ.10.000.- η κάθε μια πληρωτέες ετησίως από 30.8.75 μέχρι 30.8.78 πλέον οι αναλογούντες τόκοι. Η μεταβίβαση θα γινόταν ευθύς μετά την πληρωμή της τρίτης δόσης στις 30.8.74, μαζί με τους αναλογούντες τόκους, με παράλληλη υποχρέωση του ενάγοντα να υποθηκεύσει το πωληθέν κτήμα επ' ονόματι του πρώτου εναγομένου για το υπόλοιπο του τιμήματος πωλήσεως πλέον τόκους. Ο ενάγοντας κατέβαλε μόνον την προκαταβολή των Λ.Κ.10.000.- και το ποσό των Λ.Κ.5.000.- πλέον τόκους, κατά τις 6 και 26.3.74, αντίστοιχα. Ο εναγόμενος 1 θεώρησε, από το 1974-75, ότι η συμφωνία πωλήσεως είχε τερματιστεί με υπαιτιότητα του ενάγοντα και αργότερα αποφάσισε να δωρίσει το επίδικο κτήμα στα έξι παιδιά του (εναγόμενους 2-7) στα οποία και το μεταβίβασε, στις 4.10.06.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, στην εμπεριστατωμένη απόφασή της, εξέτασε διάφορα θέματα, μεταξύ των οποίων και το ζήτημα της καθυστέρησης και των προϋποθέσεων έκδοσης παρεμπίπτοντος διατάγματος δυνάμει του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60. Ως προς το ζήτημα της καθυστέρησης το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε αναφορά σε κυπριακή και αγγλική νομολογία και αυθεντίες και σημείωσε ότι, σε αιτήσεις για παρεμπίπτοντα διατάγματα, ο παράγοντας του χρόνου είναι σημαντικός και ότι αδικαιολόγητη καθυστέρηση, εκ μέρους του ενάγοντα, μπορεί να του στερήσει το δικαίωμα για παρεμπίπτον διάταγμα. Στην προκείμενη περίπτωση, το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε, ότι με την επιστολή των δικηγόρων του πρώτου εναγομένου, ημερ. 12.10.04, αυτός είχε καταστήσει σαφές στον εφεσείοντα-ενάγοντα ότι δεν θεωρούσε την επίδικη συμφωνία δεσμευτική για τον ίδιο. Αυτό το γεγονός, κατά την κρίση του πρωτοδίκου δικαστηρίου, καθιστούσε υπαρκτό και ορατό τον κίνδυνο αποξένωσης του ακινήτου, τουλάχιστον από τις 12.10.04. Παρά ταύτα ο ενάγων-εφεσείων αναζήτησε ενδιάμεση θεραπεία, περίπου 2 χρόνια αργότερα, στις 3.10.06, όταν καταχώρισε την αγωγή και την αρχική του αίτηση. Το ιδιοκτησιακό καθεστώς του επιδίκου κτήματος άλλαξε, στις 4.10.06, με τη μεταβίβαση του κτήματος στους εναγόμενους 2-7-εφεσίβλητους. Το πρωτόδικο δικαστήριο, ορθά κατά την κρίση μας, θεώρησε πως εφόσον και οι δύο αιτήσεις (ημερ. 3.10.06 και 10.10.06) απέβλεπαν στην αποτροπή του ίδιου υπαρκτού κινδύνου, δηλαδή την αποξένωση του επίδικου ακινήτου, οι δύο αιτήσεις είχαν την ίδια βάση και ήταν αλληλένδετες και ως εκ τούτου η καθυστέρηση στην υποβολή της αρχικής αίτησης, ημερ. 3.10.06, συμπαρέσυρε μοιραία και τη δεύτερη αίτηση, ημερ. 10.10.06. Όπως σημείωσε το πρωτόδικο δικαστήριο, ορθά κατά την εκτίμησή μας, υπήρξε αναιτιολόγητη καθυστέρηση στην αναζήτηση ενδιάμεσης θεραπείας προς διαφύλαξη των όποιων δικαιωμάτων του ενάγοντα δυνάμει της συμφωνίας και σε σχέση με το ακίνητο, τέτοια που δικαιολογούσε την απόρριψη και της δεύτερης αίτησης.
Παρά την προαναφερόμενη κατάληξη το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε και εξέτασε και την ουσία της αίτησης με βάση το Άρθρο 32 του Ν. 14/60. Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε συναφώς και τις προϋποθέσεις που τίθενται από τον περί Πώλησης Γαιών (Ειδική Εκτέλεση) Νόμο, Κεφ. 232, αναφορικά με την ειδική εκτέλεση συμφωνιών πώλησης γης και κατέληξε στο ότι, στην προκείμενη περίπτωση, οι προϋποθέσεις εκείνες δεν ικανοποιούνται και η επίδικη συμφωνία δεν είναι δεκτική ειδικής εκτελέσεως. Μεταξύ άλλων σημείωσε πως η αγωγή δεν καταχωρήθηκε εντός 6 μηνών από την ημερομηνία που ήταν πληρωτέα η τρίτη δόση, αλλά ούτε και εντός 6 μηνών από τις 16.9.04 που ήταν η τελευταία ημερομηνία κατά την οποίαν ο ενάγοντας κάλεσε τον εναγόμενο 1 να παρουσιαστεί στο Κτηματολόγιο για τη μεταβίβαση του κτήματος.
Αναφορικά με τους ισχυρισμούς του ενάγοντα-εφεσείοντα ότι οι εναγόμενοι 2-7-εφεσίβλητοι γνώριζαν ότι ο εφεσείων είχε αγοράσει το επίδικο ακίνητο από τον εναγόμενο 1, το 1973, και ότι ήταν πρόθεση των εφεσιβλήτων 2-7 να αποφύγουν την εκτέλεση οποιασδήποτε τυχόν απόφασης του δικαστηρίου σε σχέση με το εν λόγω ακίνητο, το πρωτόδικο δικαστήριο σημείωσε πως το διάταγμα μη αποξένωσης, ημερ. 6.10.06, εκδόθηκε μετά τη μεταβίβαση του κτήματος από τον πρώτο εναγόμενο στους εναγόμενους 2-7, στις 4.10.06. Ήταν η κατάληξη του πρωτοδίκου δικαστηρίου πως δεν υπήρχαν ενώπιον του οποιαδήποτε γεγονότα ή στοιχεία που θα μπορούσαν, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, να δικαιολογήσουν συμπέρασμα ύπαρξης τέτοιας πρόθεσης και τέτοιας γνώσης εκ μέρους των εναγομένων 2-7-εφεσιβλήτων. Συμφωνούμε με τις παρατηρήσεις και την κατάληξη του πρωτοδίκου δικαστηρίου, καθώς και με το ότι δεν υπήρχε οτιδήποτε ενώπιόν του που να υποδηλώνει πως οι εναγόμενοι 2-7-εφεσίβλητοι γνώριζαν για την καταχώριση της αγωγής του ενάγοντα στις 3.10.06 και την αίτησή του για παρεμπίπτον διάταγμα της ίδιας ημερομηνίας, ή για το πωλητήριο έγγραφο του 1973.
Ήταν η τελική κατάληξη του πρωτοδίκου δικαστηρίου ότι, υπό το φως όλων των σχετικών γεγονότων, παρόλο που φαινόταν να υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, ώστε να ικανοποιείται η πρώτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Ν. 14/60, εντούτοις δεν ικανοποιείτο η δεύτερη προϋπόθεση του ιδίου άρθρου, ότι δηλαδή ο ενάγων-εφεσείων είχε ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας, στην αγωγή του, εναντίον των εναγομένων 2-7-εφεσιβλήτων. Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε επίσης στο ότι τα γεγονότα που είχε ενώπιόν του δεν μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για τη δημιουργία οποιουδήποτε καταπιστεύματος προς όφελος του ενάγοντα και ότι και αυτός ήταν ένας σημαντικός παράγοντας που συνηγορούσε υπέρ της θέσης πως η δεύτερη προϋπόθεση του Άρθρου 32 δεν ικανοποιείτο. Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο σε όλες τις διαπιστώσεις και την κατάληξή του. Από τη στιγμή που δεν στοιχειοθετείτο η γνώση των εναγομένων 2-7-εφεσιβλήτων ως προς την ύπαρξη της συμφωνίας πωλήσεως του επίδικου κτήματος, του 1973, και δεν στοιχειοθετείτο και η γνώση τους για την καταχώριση της αγωγής και της αρχικής αίτησης του ενάγοντα, δεν μπορούσε να στοιχειοθετηθεί και η οποιαδήποτε πρόθεση τους να αποφύγουν την εκτέλεση οποιασδήποτε τυχόν απόφασης του δικαστηρίου σε σχέση με το εν λόγω ακίνητο και επομένως δεν υπήρχε το πραγματικό υπόβαθρο το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για τη δημιουργία οποιουδήποτε καταπιστεύματος, προς όφελος του εφεσείοντα και εις βάρος των εφεσιβλήτων 2-7.
Για τους προαναφερόμενους λόγους θεωρούμε την πρωτόδικη απόφαση ως ορθή και αιτιολογημένη και όλους τους λόγους εφέσεως ως αβάσιμους. Η πρωτόδικη απόφαση είναι απόφαση που εκδόθηκε στα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτοδίκου δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 32 του Ν. 14/60, και είμαστε ικανοποιημένοι πως η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου ασκήθηκε, δικαστικά, ορθά και δίκαια.
Κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται με €2.000.-, συν Φ.Π.Α., έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.
Η έφεση απορρίπτεται με €2.000.-, συν Φ.Π.Α., έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.