ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2008) 1 ΑΑΔ 830

15 Ιουλίου, 2008

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

ΑΔΕΛΦΟΙ ΘΡΑΣΟΥ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

(ΟΜΟΡPΥΘΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ),

Εφεσείοντες,

ν.

1.     ΑΒΙΒΟΥ ΒΑΣΙΛΑΡΑ,

2.     ΟΥΡΑΝΙΑΣ ΒΑΣΙΛΑΡΑ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 260/2006)

 

Πολιτική Δικονομία ― Εκτέλεση δικαστικής απόφασης ― Αίτηση για κατάσχεση χρημάτων στα χέρια τρίτου (writ of attachment) εναντίον των εναγομένων - εξ αποφάσεως χρεωστών, οι οποίοι είχαν διαταχθεί προηγουμένως να πληρώσουν το εξ αποφάσεως χρέος τους με μηνιαίες δόσεις και οι οποίοι βρίσκονταν σε πλήρη συμμόρφωση με το διάταγμα της καταβολής των μηνιαίων δόσεων ― Κατά πόσο η παράλληλη προώθηση δύο διαφορετικών μέτρων εκτέλεσης ήταν δικονομικά εσφαλμένη, αναιτιολόγητη και, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, καταπιεστική.

Οι εφεσείοντες - ενάγοντες (οι εφεσείοντες) εξασφάλισαν εναντίον των εφεσιβλήτων - εναγομένων (οι εφεσίβλητοι) διάταγμα μηνιαίων δόσεων εκ Λ.Κ.200.- για κάθε ένα από αυτούς, η ισχύς του οποίου θα άρχιζε από 1.3.2004. Μέχρι το Μάιο του 2004 οι εφεσίβλητοι είχαν καταβάλει και τις τρεις πληρωτέες δόσεις τους. Οι εφεσείοντες εντόπισαν δύο τραπεζικούς λογαριασμούς επ' ονόματι ενός εκάστου των εφεσιβλήτων 1 και 2 στην Τράπεζα Κύπρου και καταχώρησαν αίτηση για έκδοση εντάλματος δέσμευσης (writ of attachment) σε σχέση με τους λογαριασμούς αυτούς. Οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν ένσταση με την οποία ισχυρίζονταν πως η διαδικασία επίσχεσης είναι καταχρηστική, ότι προωθούνταν παράλληλα δύο μέτρα εκτέλεσης, ότι πληρώνονταν κανονικά οι μηνιαίες δόσεις δυνάμει του σχετικού διατάγματος και ότι υπό τις περιστάσεις η αίτηση επίσχεσης ήταν απορριπτέα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού παρατήρησε πως το κατά πόσο θα επιτραπεί η ταυτόχρονη προώθηση δύο μέτρων εκτέλεσης, εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου η οποία ασκείται δικαστικά, και επίσης πως ως θέμα πρακτικής, δεν θα πρέπει να υποβάλλεται οποιαδήποτε αίτηση για λήψη μέτρων εκτέλεσης, ενόσω διάταγμα μηνιαίων δόσεων βρίσκεται σε ισχύ και γίνεται σεβαστό, απέρριψε την αίτηση θεωρώντας πως η παράλληλη προώθηση και άλλου μέτρου εκτέλεσης ήταν αναιτιολόγητη, και υπό τις περιστάσεις, καταπιεστική.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Επειδή οι εξ αποφάσεως οφειλέτες - εφεσίβλητοι κατέβαλλαν κανονικά τις μηνιαίες δόσεις τους, το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε πως η παράλληλη προώθηση και άλλου μέτρου εκτέλεσης ήταν αναιτιολόγητη, και υπό τις περιστάσεις, καταπιεστική.

2.  Το Άρθρο 14 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, δεν περιέχει οποιαδήποτε ρητή απαγόρευση αναφορικά με τη λήψη, ταυτόχρονα, περισσοτέρων του ενός μέσου εκτέλεσης δικαστικής απόφασης.

3.  Η εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων είναι στοιχείο που συναρτάται άμεσα με το κύρος της δικαστικής διαδικασίας. Η αξιοπιστία της δικαιοσύνης εξαρτάται και από την αποτελεσματικότητά της.

4.  Το εκδικάζον Δικαστήριο προφανώς έχει επηρεαστεί από αγγλικές και κυπριακές αποφάσεις οι οποίες αφορούν σε πτωχευτική διαδικασία στην οποία τυγχάνουν εφαρμογής διαφορετικά κριτήρια.

5.  Στην προκείμενη περίπτωση οι εφεσείοντες δεν ενήργησαν καθ' οιονδήποτε αντινομικό, αθέμιτο ή καταπιεστικό τρόπο.

6.  Η γενική πρακτική ότι δεν θα πρέπει να καταχωρούνται αιτήσεις εκτέλεσης αποφάσεων, ενόσω βρίσκονται σε ισχύ διατάγματα μηνιαίων δόσεων τα οποία γίνονται σεβαστά, δεν αντικατοπτρίζει ορθά το σημερινό κυπριακό δίκαιο επί του προκειμένου.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα υπέρ των εφεσειόντων. Διατάχθηκε επανεκδίκαση της αίτησης από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Εκδόθηκε διαταγή όπως τα πρωτόδικα έξοδα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της νέας διαδικασίας.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Hayter v. Beall [1881] 44 L.T. 131,

Woodham Smith v. Edwards [1908] 2 K.B. 899,

Οικονομίδης v. Λαϊκής Τράπεζας (1997) 1 Α.Α.Δ. 1255,

Αρέστης v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2002) 1 Α.Α.Δ. 1258,

Panaou v. Hajichristofi (1962) 2 C.L.R.19,

Christodoulou v. Andreou, XVI C.L.R. 95,

Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας v. Κωνσταντίνου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1034.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, (Παντελή, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 3023/97), ημερομ. 9.8.06.

Γ. Λοΐζου για Α. Ευαγγέλου, για τους Εφεσείοντες.

Γ. Μιλτιάδου για Χρ. Κληρίδη, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής Νικολάτος.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την υπό κρίση έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της απόφασης του πρωτοδίκου δικαστηρίου με την οποίαν απορρίφθηκε αίτηση των εφεσειόντων-εναγόντων-αιτητών για έκδοση εντάλματος δέσμευσης (writ of attachment) δύο τραπεζικών λογαριασμών στην Τράπεζα Κύπρου, οι οποίοι αποδίδονταν στους δύο εφεσίβλητους-εναγόμενους-καθ' ων η αίτηση. 

Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής στην προσεχτική του απόφαση έκαμε αναφορά στην αίτηση έρευνας που είχαν καταχωρήσει οι εφεσείοντες ως προς την ικανότητα των εφεσιβλήτων να αποπληρώσουν το εξ αποφάσεως χρέος τους, υπέρ των εφεσειόντων, δια μηνιαίων δόσεων. Στις 24.2.2004 εκδόθηκε εναντίον των εφεσιβλήτων 1 και 2 διάταγμα μηνιαίων δόσεων εκ Λ.Κ.200.- για κάθε ένα από τους εφεσίβλητους, η ισχύς του οποίου άρχιζε από 1.3.2004.  Μέχρι τον Μάιο του 2004 οι εφεσίβλητοι είχαν καταβάλει και τις τρεις πληρωτέες δόσεις τους, όταν οι εφεσείοντες εντόπισαν τραπεζικούς λογαριασμούς επ' ονόματι ενός εκάστου των εφεσιβλήτων 1 και 2.  Αυτούς τους λογαριασμούς είναι που οι εφεσείοντες ζήτησαν να δεσμεύσουν με την απορριφθείσα, από το πρωτόδικο δικαστήριο, αίτηση τους. 

Οι εφεσίβλητοι είχαν καταχωρήσει ένσταση στην προαναφερόμενη αίτηση των εφεσειόντων με την οποίαν ισχυρίζονταν πως η διαδικασία επίσχεσης είναι καταχρηστική, ότι προωθούνταν παράλληλα δύο μέτρα εκτέλεσης, ότι πληρώνονταν κανονικά οι μηνιαίες δόσεις δυνάμει του σχετικού διατάγματος και ότι υπό τις περιστάσεις η αίτηση επίσχεσης ήταν απορριπτέα. 

Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής εξέτασε με προσοχή τα ενώπιον του στοιχεία. Αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στην παλιά Αγγλική Διαταγή 45 και στην επεξήγηση της στην Ετήσια Πρακτική του 1961 (Annual Practice 1961), στις σελ. 1091-1111. Στη σελ. 1092 του προαναφερόμενου συγγράμματος, υπό τον τίτλο Right to Concurrent Remedies, μνημονεύονται διάφορες αγγλικές σχετικές αποφάσεις.  Μια απ' αυτές είναι η Hayter v. Beall [1881] 44 L.T. 131 που είναι απόφαση του Αγγλικού Εφετείου. Στην υπόθεση εκείνη ο εξ αποφάσεως πιστωτής εξασφάλισε διάταγμα μηνιαίων δόσεων εναντίον του εξ αποφάσεως οφειλέτη. Στη συνέχεια αποτάθηκε στο δικαστήριο και ζήτησε την κλήτευση του εξ αποφάσεων οφειλέτη με σκοπό την ένορκη εξέταση του αναφορικά με χρήματα που τυχόν να οφείλονταν στον ίδιο, από τρίτους.  Ο εξ αποφάσεως οφειλέτης αρνήθηκε να παρουσιαστεί στο δικαστήριο, το οποίο απέρριψε αίτημα του εξ αποφάσεως πιστωτή για έκδοση εντάλματος σύλληψης του οφειλέτη. Η απόφαση εφεσιβλήθηκε και ενώπιον του Εφετείου ο εξ αποφάσεως οφειλέτης ισχυρίστηκε ότι δεν παρουσιάστηκε στο δικαστήριο επειδή θεώρησε την παράλληλη προώθηση δύο μέτρων εκτέλεσης, ως εσφαλμένη. Η πλειοψηφία του Αγγλικού Εφετείου τόνισε πως δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ο πιστωτής είχε δικαίωμα να προωθήσει και τις δύο θεραπείες, δηλαδή και τα δύο μέτρα εκτέλεσης.  Δεν υπάρχουν οποιεσδήποτε απαγορευτικές λέξεις στο νόμο (της Αγγλίας, όπως και της Κύπρου), και το Εφετείο θεώρησε ότι ήταν πολύ λογικό ο πιστωτής να έχει στη διάθεση του και τα δύο μέτρα εκτέλεσης.  Δεν μπορούσε να δει οποιοδήποτε λόγο γιατί οι δύο θεραπείες δεν θα  μπορούσαν να είναι ταυτόχρονες ενώ αντίθετα θεώρησε πολύ λογικό να είναι ταυτόχρονες, δεδομένου ότι είναι σημαντικό ένας χρεώστης να υποχρεώνεται να πληρώνει τα χρέη του. 

Το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε πως στην προαναφερόμενη απόφαση πλειοψηφίας του Αγγλικού Εφετείου τονίστηκε ότι το όλο ζήτημα, του κατά πόσον δηλαδή θα επιτραπεί η ταυτόχρονη προώθηση δύο μέτρων εκτέλεσης, εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος δικαστηρίου η οποία, βέβαια, θα πρέπει να ασκείται, όπως πάντοτε, δικαστικά.  

Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε επίσης στην αγγλική απόφαση Woodham Smith v. Edwards [1908] 2 K.B. 899, την οποία θεώρησε ως σχετική, η οποία όμως αφορούσε σε πτωχευτική διαδικασία.  Τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψιν στην πτωχευτική διαδικασία είναι κάπως διαφορετικά απ' εκείνα που λαμβάνονται υπόψιν στις υπόλοιπες διαδικασίες.  Κατά τον ίδιο τρόπο παρατηρούμε πως και οι περισσότερες από τις κυπριακές αποφάσεις, στις οποίες αναφέρθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, αφορούν σε πτωχευτική διαδικασία.  Τέτοιες αποφάσεις είναι η Οικονομίδης ν. Λαϊκής Τράπεζας (1997) 1 Α.Α.Δ. 1255 και Αρέστης ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2002) 1 Α.Α.Δ. 1258.

Στην υπόθεση Panaou v. Hajichristofi (1962) 2 C.L.R. 19 τονίστηκε πως η εκτέλεση μιας απόφασης βρίσκεται υπό τον έλεγχο και την επιτήρηση του δικαστηρίου και ότι δεν μπορεί να επιτραπεί, η χρήση της διαδικασίας εκτέλεσης, να γίνεται κατά τρόπον αχρείαστα καταπιεστικό.   Η εκτέλεση θα πρέπει να γίνεται με σκοπό την ορθή ικανοποίηση της απόφασης του δικαστηρίου, κάτω από τον έλεγχο του δικαστηρίου. 

Το πρωτόδικο δικαστήριο βασίστηκε και στην πολύ παλιά κυπριακή απόφαση στην υπόθεση Polyxeni Christodoulou v. Lefteri Andreou, XVI C.L.R. 95.  Στην υπόθεση εκείνη παρατηρήθηκε ότι ανκαι στο κυπριακό δίκαιο δεν υπάρχει οποιοσδήποτε συγκεκριμένος κανόνας που απαγορεύει την προώθηση της διαδικασίας εκτέλεσης μετά από την έκδοση διατάγματος μηνιαίων δόσεων, εντούτοις, ως θέμα πρακτικής, δεν θα πρέπει να υποβάλλεται οποιαδήποτε αίτηση για λήψη μέτρων εκτέλεσης, ενόσω διάταγμα  μηνιαίων δόσεων βρίσκεται σε ισχύ και γίνεται σεβαστό. 

Έχοντας τα προαναφερόμενα υπόψιν του, το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε πως σύμφωνα με το Άρθρο 14 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, δεν απαγορεύεται η παράλληλη προώθηση διαφορετικών μέτρων εκτέλεσης. Παρά ταύτα η επιλογή και προώθηση παράλληλων και διαφορετικών διαδικασιών εκτέλεσης δεν μπορεί να είναι ανεξέλεγκτη αλλά υπόκειται στον έλεγχο του δικαστηρίου, το οποίον έχει διακριτική εξουσία, εφόσον θεωρήσει την παράλληλη προώθηση κάποιου μέτρου εκτέλεσης ως καταπιεστική, να την ανακόψει.  Συμφωνούμε με τις προαναφερόμενες παρατηρήσεις του πρωτοδίκου δικαστηρίου.  Εκεί που διαφωνούμε όμως με το πρωτόδικο δικαστήριο είναι στα όσα παρατήρησε σε σχέση με την άσκηση της προαναφερόμενης διακριτικής εξουσίας και του ελέγχου που ασκεί το δικαστήριο στις περιπτώσεις εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων. Συναφώς το πρωτόδικο δικαστήριο είπε ότι εφόσον ο εξ αποφάσεως οφειλέτης υπακούει και συμμορφώνεται με το υφιστάμενο μέτρο, η όποια άλλη μέθοδος εκτέλεσης κρίνεται ότι δεν είναι «εξυπηρετική» της απόφασης, αλλά «καταπιεστική». Οι όποιες προσδοκίες του εξ αποφάσεως πιστωτή αναφορικά με το χρόνο πλήρους εκτέλεσης της απόφασης ή αναφορικά με την εξασφάλιση της εκτέλεσης της απόφασης δεν είναι από τους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο, τουλάχιστον εφόσον βρίσκεται σε ισχύ ικανοποιητικό μέτρο εκτέλεσης της απόφασης. 

Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τις προαναφερόμενες παρατηρήσεις του πρωτοδίκου δικαστηρίου, το οποίο προφανώς επηρεάστηκε από αγγλικές και κυπριακές αποφάσεις οι οποίες αφορούν σε πτωχευτική διαδικασία στην οποία, όπως παρατηρήσαμε, εφαρμόζονται διαφορετικά κριτήρια. 

Επειδή οι εξ αποφάσεως οφειλέτες-εφεσίβλητοι κατέβαλλαν κανονικά τις μηνιαίες δόσεις που είχαν διαταχθεί να καταβάλλουν, το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα, κατά την κρίση μας, θεώρησε πως η παράλληλη προώθηση και άλλου μέτρου εκτέλεσης ήταν αναιτιολόγητη, και υπό τις περιστάσεις καταπιεστική. 

Στο Άρθρο 14 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, προνοείται ρητά πως κάθε δικαστική απόφαση ή διάταγμα του δικαστηρίου που διατάσσει πληρωμή χρημάτων, μπορεί να εκτελεστεί με όλα ή με οποιοδήποτε από τα μέσα που αναφέρονται στο εδάφιο 1 του Άρθρου 14 και τα οποία περιλαμβάνουν κατάσχεση ιδιοκτησίας στα χέρια τρίτου και εξέταση του εξ αποφάσεως οφειλέτη δυνάμει του Μέρους VIII και έκδοση σχετικού διατάγματος δυνάμει του Μέρους ΙΧ του Νόμου. Δεν υπάρχει οποιαδήποτε ρητή απαγόρευση στο Νόμο αναφορικά με τη λήψη, ταυτόχρονα, περισσοτέρων του ενός μέσου εκτέλεσης δικαστικής απόφασης. Αυτό ενισχύεται και από το Άρθρο 87 του Κεφ. 6, το οποίον προνοεί ότι το δικαστήριο, μετά την εξέταση του οφειλέτη, μπορεί να εκδώσει ένα ή και περισσότερα από τα διατάγματα που αναφέρονται στο Άρθρο 87, μεταξύ των οποίων είναι το διάταγμα πληρωμής του χρέους με μηνιαίες δόσεις και το ένταλμα κατάσχεσης εις χείρας τρίτου.

Η εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων είναι στοιχείο που συναρτάται άμεσα με το κύρος της δικαστικής διαδικασίας.  Η αξιοπιστία της δικαιοσύνης εξαρτάται και από την αποτελεσματικότητα της (Δέστε: Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ν. Κωνσταντίνου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1034).  

Στην προκείμενη περίπτωση δεν θεωρούμε πως οι εφεσείοντες ενήργησαν καθ' οιονδήποτε αντινομικό, αθέμιτο ή καταπιεστικό τρόπο. Είχαν υποβάλει αίτηση μηνιαίων δόσεων και το πρωτόδικο δικαστήριο τους διέταξε να πληρώνουν £200.- μηνιαίως ο καθένας (που ήταν το ανώτατο ζητούμενο ποσό). Τρεις περίπου  μήνες μετά την έκδοση του διατάγματος μηνιαίων δόσεων οι εφεσείοντες είχαν πληροφορίες πως οι εφεσίβλητοι είχαν τραπεζικούς λογαριασμούς στο όνομα τους. Προχώρησαν λοιπόν και υπέβαλαν, στο δικαστήριο, αίτηση κατάσχεσης χρημάτων εις χείρας τρίτου με σκοπό την άμεση εξόφληση του εξ αποφάσεως χρέους τους ώστε να μην είναι υποχρεωμένοι να περιμένουν την εξόφληση του χρέους με τις προαναφερόμενες μηνιαίες δόσεις. Δεν βλέπουμε οτιδήποτε το μεμπτό στην συμπεριφορά των εφεσειόντων, οι οποίοι είχαν θεμιτό συμφέρον να επιθυμούν την όσον το δυνατό γρηγορότερη εκτέλεση της υπέρ τους δικαστικής απόφασης και την είσπραξη του λαβείν τους το συντομότερο δυνατό. Εκτιμούμε ότι, υπό τις περιστάσεις, το πρωτόδικο δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια λανθασμένα, όταν απέρριψε την αίτηση των εφεσειόντων για τους προαναφερόμενους λόγους. 

Αναφορικά με την παλιά κυπριακή απόφαση στην υπόθεση Christodoulou (ανωτέρω) παρατηρούμε ότι αυτή, στο βαθμό που αναφέρεται σε γενική πρακτική ότι δεν θα πρέπει να καταχωρούνται αιτήσεις εκτέλεσης αποφάσεων, ενόσω βρίσκονται σε ισχύ διατάγματα μηνιαίων δόσεων τα οποία γίνονται σεβαστά, δεν αντικατοπτρίζει ορθά το σημερινό κυπριακό δίκαιο επί του προκειμένου (Άρθρα 14 και 87 του Κεφ. 6).  Ως εκ τούτου δεν είμαστε διατεθειμένοι να την ακολουθήσουμε. 

Για τους προαναφερόμενους λόγους η έφεση επιτυγχάνει, η πρωτόδικη απόφαση ανατρέπεται και διατάσσεται η εκδίκαση της αίτησης των εφεσειόντων ημερ. 27.5.2004, από το πρωτόδικο δικαστήριο. Έξοδα, κατ' έφεση, υπέρ των εφεσειόντων, να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή.  Τα πρωτόδικα έξοδα να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της νέας διαδικασίας ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα υπέρ των εφεσειόντων. Διατάσσεται επανεκδίκαση της αίτησης από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Εκδίδεται διαταγή όπως τα πρωτόδικα έξοδα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της νέας διαδικασίας.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο