ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 1 ΑΑΔ 811
10 Ιουλίου, 2008
[ΗΛΙΑΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
ΣΩΤΗΡΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΑΛΛΩΣ ΣΤΗΒ,
Εφεσείων - Ενάγων,
ν.
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,
Εφεσιβλήτου - Εναγομένου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 194/2007)
Δικαιοδοσία Δικαστηρίων ― Επαρχιακό Δικαστήριο ― Αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο για διεκδίκηση αποζημιώσεων για στέρηση της ελευθερίας και οικογενειακής ζωής του ενάγοντος η οποία, κατ' ισχυρισμόν, προέκυψε από την απόφαση του Διευθυντή των Φυλακών σε σχέση με τον χρόνο απόλυσής του ― Κατά πόσο το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί της αγωγής.
Ποινή ― Μείωση ποινής ― Άρθρο 117 (1) και (2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155 ― Άρθρο 12 του περί Φυλακών Νόμου του 1996, (Ν.62 (Ι)/96), όπως τροποποιήθηκε ― Πότε αρχίζει η έκτιση ποινής φυλάκισης.
Ο εφεσείων εξέτιε διαδοχικές ποινές φυλάκισης 3 ετών και 5 ετών αντίστοιχα για υποθέσεις ένοπλης ληστείας και ναρκωτικών. Για σκοπούς υπολογισμού της ημερομηνίας αποφυλάκισής του οι δύο ποινές θεωρήθηκαν από τον Διευθυντή των Φυλακών ως μια ποινή διάρκειας 8 ετών. Η ποινή μειώθηκε με προεδρική χάρη από 8 χρόνια σε 6 χρόνια. Η ποινή μειώθηκε περαιτέρω κατά 547 μέρες λόγω καλής διαγωγής. Ο εφεσείων αποφυλακίστηκε στις 28.9.2004 μετά από έκτιση ποινής φυλάκισης 4 ετών και 4 μηνών. Θεωρεί όμως ότι θα έπρεπε να είχε απολυθεί 8 μήνες και 20 μέρες προηγουμένως, δηλαδή στις 20.1.2004. Ισχυρίζεται ότι ο Διευθυντής θα έπρεπε να είχε αφαιρέσει από την ποινή των 3 ετών, την περίοδο των 8 μηνών και 20 ημερών που αυτός τελούσε υπό κράτηση για τη διερεύνηση της ένοπλης ληστείας μέχρι την επιβολή ποινής στην υπόθεση της ένοπλης ληστείας και όχι την περίοδο των 48 ημερών που αντιπροσώπευε την περίοδο που τελούσε υπό κράτηση για την ένοπλη ληστεία μέχρι την έναρξη της έκτισης της ποινής των 5 ετών που στο μεταξύ του είχε επιβληθεί στην υπόθεση των ναρκωτικών.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στο οποίο ο εφεσείων καταχώρησε αγωγή αξιώνοντας γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για στέρηση της ελευθερίας του και της οικογενειακής του ζωής, έκρινε ότι η απόφαση του Διευθυντή των Φυλακών αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, ο έλεγχος της νομιμότητας της οποίας εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας με βάση του Άρθρο 146 του Συντάγματος. Ως αποτέλεσμα, κατέληξε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είχε καθ' ύλη αρμοδιότητα να εξετάσει το θέμα που εγείρεται.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση προσβάλλοντας ως εσφαλμένη τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η απόφαση του Διευθυντή των Φυλακών, είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, η οποία μέχρι να ακυρωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, τεκμαίρεται ότι είναι νόμιμη. Ο συνήγορος του εφεσείοντος εισηγήθηκε ότι η απόφαση δε μπορεί να είναι τέτοια, εφόσον είναι καθαρά θέμα εφαρμογής του σχετικού Νόμου και των Κανονισμών. Πέραν τούτου, η βάση της αγωγής αφορά σε παραβίαση συγκεκριμένου ανθρώπινου δικαιώματος και δεν μπορεί να συνδεθεί με το διοικητικό δίκαιο.
Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στερείται δικαιοδοσίας είναι ορθή τόσο στη βάση της απόφασης της Ολομέλειας στην Ονουφρίου v. Διευθυντή των Φυλακών (2006) 1 (Α) Α.Α.Δ. 621 όσο και στη βάση της απόφασης της Πλήρους Ολομέλειας στην Ονουφρίου v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.ά. (2007) 3 Α.Α.Δ. 55.
Η έφεση απορρίφθηκε με €1700 έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ονουφρίου v. Διευθυντή των Φυλακών (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 621,
Ονουφρίου v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.ά. (2007) 3 Α.Α.Δ. 55.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, (Ζωμενής, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 10973/04), ημερομ. 10.7.07.
Σ. Δράκος, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Στυλιανού, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων με αγωγή που καταχώρησε στις 24.11.2004 αξίωσε γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για στέρηση της ελευθερίας του και της προσωπικής και οικογενειακής του ζωής, για περίοδο 6 μηνών και 28 ημερών ήτοι από 1.3.04 μέχρι 28.9.04 κατά παράβαση των Άρθρων 11 και 15 του Συντάγματος και των Άρθρων 5 και 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Κατά την πρωτόδικη διαδικασία δεν κλήθηκαν μάρτυρες, εφόσον τα βασικά γεγονότα με κοινή δήλωση των διαδίκων έγιναν παραδεκτά, οπότε παρέμειναν προς εξέταση τα νομικά σημεία που εγείρονταν.
Σύμφωνα με τα κοινώς παραδεκτά γεγονότα, ο Εφεσείων στις 30.3.2000 τέθηκε υπό κράτηση σε σχέση με διερευνόμενη υπόθεση ένοπλης ληστείας και μεταφοράς πυροβόλου όπλου (υπόθεση Κακουργιοδικείου 4642/00).
Στο μεταξύ, στις 24.5.2000 σε άλλη υπόθεση (Αρ. 1895/00) η οποία αφορούσε αδίκημα ναρκωτικών, του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 5 ετών, με έναρξη ποινής από 16.5.2000.
Στις 20.12.00 επιβλήθηκε στον Εφεσείοντα στην υπόθεση 4642/00, ποινή φυλάκισης 3 ετών, διαδοχικά με την ποινή των 5 ετών.
Για σκοπούς υπολογισμού της ημερομηνίας αποφυλάκισης του Εφεσείοντα, οι δύο ποινές θεωρήθηκαν από τον Διευθυντή των Φυλακών ως μία ποινή διάρκειας 8 ετών. Οι διάδικοι θεωρούν την προσέγγιση αυτή ως ορθή, εφόσον είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του Άρθρου 12(3) του περί Φυλακών Νόμου του 1996 (Ν. 62(Ι)/96).
Στις 30.3.2003 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μείωσε την ποινή από 8 χρόνια σε 6 χρόνια. Η ποινή μειώθηκε περαιτέρω κατά 547 μέρες λόγω καλής διαγωγής. Ως αποτέλεσμα, η ημερομηνία αποφυλάκισης του θεωρήθηκε η 14.11.2004. Τελικά, αφού υπολογίστηκε και η περίοδος προσωποκράτησης από 30.3.2000 μέχρι 16.5.2000, ο Εφεσείων αποφυλακίστηκε στις 28.9.2004, δηλαδή μετά από έκτιση ποινής φυλάκισης 4 ετών και 4 μηνών.
Ο Εφεσείων θεωρεί ότι θα έπρεπε να είχε απολυθεί 8 μήνες και 20 μέρες προηγουμένως, δηλαδή στις 20.1.2004. Ισχυρίζεται ότι ο Διευθυντής θα έπρεπε να είχε αφαιρέσει από την ποινή των 3 ετών, την περίοδο των 8 μηνών και 20 ημερών που ήταν υπό κράτηση (30.3.00-20.12.00) και όχι την περίοδο των 48 ημερών, δηλαδή από 30.3.00 μέχρι 16.5.00, που ξεκινούσε η ποινή των 5 ετών*.
Ο Εφεσίβλητος ισχυρίζεται ότι από τις 16.5.2000 που ξεκίνησε η πενταετής ποινή φυλάκισης, που του επιβλήθηκε στην υπόθεση 1895/00 για αδίκημα άλλο από αυτό που ήταν υπό κράτηση, ο Εφεσείων άρχισε να εκτίει την ποινή των 5 χρόνων φυλάκισης και επομένως το ότι ήταν υπό κράτηση για άλλη υπόθεση, δεν έχει σημασία. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι με την απόλυση του στις 28.9.04, στην ουσία εξέτισε μόνο την ποινή των 5 χρόνων που του επιβλήθηκε στην υπόθεση 1895/00, ενώ την ποινή των 3 χρόνων που του επιβλήθηκε στην υπόθεση 4642/00, η οποία θα άρχιζε μετά την έκτιση της ποινής στην υπόθεση 1895/00, δεν την εξέτισε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι εκείνο που στην ουσία ζητά ο Εφεσείων, είναι να αποφανθεί για την ορθότητα της απόφασης του Διευθυντή των Φυλακών για τον χρόνο απόλυσης του. Έκρινε ότι η απόφαση του Διευθυντή των Φυλακών αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, ο έλεγχος της νομιμότητας της οποίας εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Ως αποτέλεσμα, κατέληξε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είχε καθ' ύλη αρμοδιότητα να εξετάσει το θέμα που εγείρεται* .
Ο Εφεσείοντας εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση.
Με τους πρώτους τέσσερις λόγους έφεσης, κυρίως όμως με τον πρώτο, ο Εφεσείων προσβάλλει ως εσφαλμένη τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η απόφαση του Διευθυντή των Φυλακών, είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, η οποία μέχρι να ακυρωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, τεκμαίρεται ότι είναι νόμιμη. Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα, εισηγήθηκε ότι η απόφαση δε μπορεί να είναι τέτοια, εφόσον είναι καθαρά θέμα εφαρμογής του σχετικού Νόμου και των Κανονισμών. Πέραν τούτου, η βάση της αγωγής αφορά σε παραβίαση συγκεκριμένου ανθρώπινου δικαιώματος και δεν μπορεί να συνδεθεί με το διοικητικό δίκαιο.
Από πλευράς Εφεσιβλήτου, με αναφορά στην υπόθεση της Ολομέλειας στην Ονουφρίου ν. Διευθυντή των Φυλακών (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 621 και στην υπόθεση της Πλήρους Ολομέλειας Ονουφρίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.ά. (2007) 3 Α.Α.Δ. 55 υποστηρίχθηκε ότι η απόφαση είναι εκτελεστή διοικητική πράξη και ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή.
Οι λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν.
Ο τρόπος ο οποίος υπολογίζεται η μείωση της ποινής, διέπεται βασικά από δύο διατάξεις. Από το Άρθρο 117(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, το οποίο προβλέπει ότι η έκτιση ποινής φυλάκισης αρχίζει από την ημέρα που επιβάλλεται· η περίοδος όμως αυτή, εκτός εάν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά, μειώνεται κατά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο το πρόσωπο που καταδικάστηκε τέλεσε προφυλακισμένος. Με το εδάφιο (2) προβλέπεται επίσης ότι η ποινή φυλάκισης αρχίζει να εκτίεται μετά τη λήξη της προηγούμενης ποινής, εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά.
Το Άρθρο 12 του περί Φυλακών Νόμου του 1996, (Ν. 62(Ι)/96), όπως τροποποιήθηκε, για τη μείωση ποινής λόγω καλής διαγωγής και εργατικότητας προβλέπει για ό,τι εδώ ενδιαφέρει, ότι:-
«(1) ..................................
(2) ...................................
(3) Σε περίπτωση που κρατούμενος καταδικάζεται να εκτίσει ποινή φυλάκισης μετά τη λήξη άλλης ποινής, το σύνολο των δύο ποινών, λογίζεται μία καταδίκη για σκοπούς υπολογισμού της μείωσης της ποινής την οποία ο κρατούμενος μπορεί να εξασφαλίζει λόγω εργατικότητας και καλής διαγωγής.
(4) ...................................
(5) ..............................».
Το ερώτημα αν η απόφαση του Διευθυντή των Φυλακών, δυνάμει των πιο πάνω νομοθετικών ρυθμίσεων για τις εκπτώσεις που δικαιούται ο Εφεσείων και ιδιαίτερα για την περίοδο της προφυλάκισης του, είναι ή όχι εκτελεστή διοικητική πράξη, έχει αποκρυσταλλωθεί στην υπόθεση της Ολομέλειας στην Ονουφρίου ν. Διευθυντή των Φυλακών (2006), ανωτέρω. Κρίθηκε ότι η ερμηνεία και εφαρμογή της σχετικής νομοθετικής πρόνοιας, για τη μείωση ποινών με απόφαση του Διευθυντή Φυλακών, εντάσσεται στο πλαίσιο λειτουργίας διοικητικής αρχής και ως εκ τούτου δεν εμπίπτει στην ιδιωτικού δικαίου δικαιοδοσία των ενταλμάτων habeas corpus. Τα πιο πάνω επιβεβαιώθηκαν από την Πλήρη Ολομέλεια στην προσφυγή Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2007), ανωτέρω. Το ότι η παρούσα, αφορά αγωγή για αποζημιώσεις, δεν διαφοροποιεί τα πράγματα.
Ενόψει των πιο πάνω, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στερείται δικαιοδοσίας, είναι ορθή. Η απόφαση του Διευθυντή των Φυλακών, ως εκτελεστή διοικητική πράξη, θεωρείται νόμιμη μέχρι να ακυρωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, κατά την άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
Η Έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1700 έξοδα υπέρ του Εφεσίβλητου.
Η έφεση απορρίπτεται με €1700 έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου.
* Της παρούσας αγωγής προηγήθηκε Αίτηση του Εφεσείοντος για ένταλμα Habeas Corpus, με το οποίο επικαλείτο τα ίδια γεγονότα. Το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση του Αρτέμη, Δ., στην Χαραλάμπους άλλως Στηβ ν. Διευθυντή των Φυλακών (2004) 1(Β) 1273, απέρριψε την αίτηση. Στις σελίδες 1276-7 αναφέρονται τα εξής:-
«Θα πρέπει να εκφράσω αμέσως τη διαφωνία μου με την πιο πάνω θέση του αιτητή. Κατά την άποψή μου, ούτε οι πρόνοιες του Άρθρου 117, ούτε και η πιο πάνω αυθεντία συνηγορούν υπέρ της θέσης του. Παρόλο ότι το Κακουργιοδικείο εξέδιδε διαδοχικά διατάγματα προφυλάκισης μέχρι την επιβολή της ποινής στην υπόθεση της ληστείας, εντούτοις δεν μπορεί να παραγνωρισθεί το γεγονός πως τέτοια διατάγματα ήταν περιττά, εφόσον ήδη ο κατηγορούμενος ήταν στη φυλακή, καταδικασθείς για την υπόθεση των ναρκωτικών. Το να υπολογιστεί η περίοδος αυτή ως μέρος της ποινής που θα ακολουθούσε, θα καθιστούσε μερικώς αναποτελεσματική την κατάληξη του Κακουργιοδικείου που επέβαλε την ποινή και θα οδηγούσε σε πολλές περιπτώσεις σε παράλογα αποτελέσματα.
Αν, για παράδειγμα, κάποιος καταδικασθείς σε μία υπόθεση την 1η Ιανουαρίου κάποιου χρόνου που θα έληγε κανονικά την 31η Δεκεμβρίου τελούσε υπό κράτηση ταυτόχρονα για την περίοδο αυτή σε σχέση με άλλη υπόθεση, στην οποία στις 31 Δεκεμβρίου του ιδίου χρόνου του επιβαλλόταν διαδοχική ποινή ενός χρόνου, με βάση το επιχείρημα του αιτητή δεν θα έπρεπε να εκτίσει καθόλου την δεύτερη ποινή.
Έτσι, παρόλο ότι το Άρθρο 117, όπως ισχυρίστηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, δεν είναι ξεκάθαρο επί του προκειμένου, εντούτοις δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθεί με τον τρόπο που εισηγείται, οδηγώντας σε παράδοξα αποτελέσματα. Ο αιτητής στην ουσία βρισκόταν στις φυλακές (και θα βρισκόταν εν πάση περιπτώσει) λόγω της καταδίκης του και όχι λόγω των διαταγμάτων προφυλάκισης.»
* Παρά τη διαπίστωση του, το Δικαστήριο, προτού δώσει την τελική του κατάληξη και απορρίψει την αγωγή με έξοδα εις βάρος του Εφεσείοντα, προχώρησε, εκ του περισσού κατά την άποψή μας, και εξέφρασε άποψη επί της ουσίας.