ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 1 ΑΑΔ 786
3 Ιουλίου, 2008
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ Δ.35, θ.20 ΤΩΝ ΘΕΣΜΩΝ
ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΑ ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΜΙΧΑΗΛ ΓΙΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΝΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕΙ ΕΦΕΣΗ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡ. 19.5.06 ΔΥΝΑΜΕΙ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΗΜΕΡ. 23.1.06 ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΗΚΕ ΣΤΗΝ ΠΛΗΡΩΜΗ ΕΞΟΔΩΝ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟ ΟΠΩΣ ΑΥΤΑ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΟΥΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗ ΚΑΙ ΕΓΚΡΙΘΟΥΝ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΥΠ' ΑΡ. 8885/01 Η ΟΠΟΙΑ ΑΠΕΣΥΡΘΗ ΛΟΓΩ ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟΥ ΚΑΙ Ο ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ ΤΑ ΥΠΟΛΟΓΙΣΕ ΣΤΙΣ 18.5.06 ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΤΑΛΟΓΟ ΕΞΟΔΩΝ ΗΜΕΡ. 27.2.06 ΣΤΗΝ ΑΠΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΑ, ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΩΝ 17(16) ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ, 25(24) ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ, 29(1), 28(1) ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ 30(29) ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΤΑΞΗΣ 59, ΗΤΟΙ ΛΟΓΩ ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ.
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 65/2007)
Έξοδα ― Έφεση στρεφόμενη αποκλειστικά κατά διαταγής εξόδων ― Προϋποθέσεις παροχής άδειας ― Οι περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμοί, Δ.35, θ.20.
Έξοδα ― Επιδίκαση εξόδων ― Διακριτική εξουσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Μόνο όπου η διακριτική εξουσία δεν έχει ασκηθεί δικαστικά υπάρχει περιθώριο παραχώρησης άδειας για καταχώρηση έφεσης εναντίον διαταγής εξόδων.
Έφεση ― Δικονομικές προθεσμίες ― Ανάγκη τήρησης των προθεσμιών και γενικά των κανόνων που διέπουν τη λήψη δικαστικών μέτρων περιλαμβανομένης και της έφεσης ― Τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης διαδραματίζουν κυριαρχικό ρόλο στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στο Δικαστήριο για παράταση της προθεσμίας για υποβολή έφεσης ― Η παράταση είναι εξαιρετικό νομικό μέτρο.
Πολιτική Δικονομία ― Έξοδα ― Καθορισμός των εξόδων ― Εξουσία Πρωτοκολλητή ― Οριστική ευθύνη σε σχέση με την έγκριση υπολογισθέντων εξόδων ― Ανήκει στο Δικαστήριο.
Ο αιτητής, ο οποίος εμφανίζεται προσωπικά, ζητά άδεια του Δικαστηρίου με στόχο την καταχώρηση έφεσης εναντίον διαταγής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 27.4.07 με την οποία απερρίφθη η αίτησή του ημερ. 1.12.06 για αναθεώρηση και/ή ακύρωση του καταλόγου εξόδων ημερ. 27.2.06. Ο αιτητής αναφέρει ότι έλαβε γνώση του περιεχομένου του καταλόγου εξόδων την 14.11.06 όταν του επιδόθηκε η κλήση να εμφανιστεί στο Δικαστήριο την 20.11.06 για να εξεταστεί ενόρκως ως προς την ικανότητά του να πληρώσει το εξ αποφάσεως χρέος του με μηνιαίες δόσεις.
Η αίτηση βασίζεται, μεταξύ άλλων, στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, Δ.35, θ.20, Δ.59, θ.θ.16, 17, 24, 28 και 29 και Δ.33, θ.10.
Μετά την απόφαση που δόθηκε στις 27.4.07, ο αιτητής, στις 14.5.07, καταχώρησε και πάλι στο Επαρχιακό Δικαστήριο αίτηση για παράταση χρόνου για καταχώριση έφεσης, η οποία θα αφορούσε στο ζήτημα των αμφισβητουμένων επιδικασθέντων εξόδων. Το πρωτόδικο δικαστήριο στις 16.10.07 απέρριψε την αίτηση του αιτητή για παράταση χρόνου για καταχώρηση έφεσης παρατηρώντας ότι έστω και αν θεωρηθεί ότι ο αιτητής έλαβε γνώση του υπολογισμού των εξόδων στις 14.11.06, όπως ο ίδιος ισχυρίστηκε, παρήλθαν 6 μήνες, από την ημερομηνία εκείνη μέχρι την ημερομηνία της καταχώρησης της αίτησης για παράταση χρόνου. Όπως παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο, για την καθυστέρηση αυτή δεν δόθηκε οποιαδήποτε ικανοποιητική δικαιολογία και έτσι η καθυστέρηση αποτελούσε ανυπέρβλητο εμπόδιο για τον αιτητή ο οποίος δεν καταχώρησε έφεση μέσα στην καθορισμένη προθεσμία. Παρατήρησε, το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι η παράταση χρόνου είναι εξαιρετικό δικονομικό μέτρο και ότι τα γεγονότα της υπόθεσης δεν συνηγορούσαν υπέρ της άσκησης της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου προς όφελος του αιτητή.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ο όποιος υπολογισμός των εξόδων από τον Πρωτοκολλητή, κατ' ακολουθίαν διαταγής του Δικαστηρίου, δεν έχει αυτόνομη ή τελική ισχύ αλλά πρέπει να υποβάλλεται για έγκριση των υπολογισθέντων εξόδων προς το Δικαστήριο το οποίο έχει και την οριστική ευθύνη στο θέμα. Τότε είναι που η τελικά διαμορφωθείσα κρίση του Δικαστηρίου ως προς το ύψος των εξόδων υπόκειται σε έφεση ώστε να μπορεί να ελεγχθεί.
2. Η Δ.35, θ.20 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας καθορίζει τις προϋποθέσεις για παραχώρηση άδειας για καταχώρηση έφεσης εναντίον απόφασης, μόνον ως προς τα έξοδα. Σύμφωνα με την προαναφερόμενη πρόνοια, άδεια δεν πρέπει να παραχωρείται, εκτός αν φανεί ότι οι οδηγίες ή το διάταγμα (ως προς τα έξοδα) είναι αντίθετα με τις πρόνοιες οιουδήποτε νόμου ή κανονισμού, ή βασίζεται σε παρανόηση γεγονότων ή διατάσσει οποιοδήποτε διάδικο να πληρώσει τα έξοδα που προέκυψαν ή προκλήθηκαν, χωρίς επαρκή αιτία, από άλλο διάδικο.
3. Η μη τήρηση των προθεσμιών και γενικά των κανόνων που διέπουν τη λήψη δικαστικών μέτρων, περιλαμβανομένης και της έφεσης, αποτελεί παράγοντα ο οποίος άπτεται των συμφερόντων της δικαιοσύνης. Τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης διαδραματίζουν κυριαρχικό ρόλο στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για παράταση της προθεσμίας για υποβολή έφεσης. Η παράταση αποτελεί εξαιρετικό μέτρο. Καθυστέρηση, ειδικά όταν είναι μακρά, πρέπει να αιτιολογείται ικανοποιητικά, διαφορετικά αποτελεί ανυπέρβλητο εμπόδιο για τον παραβάτη των θεσμών.
4. Στην εξεταζόμενη υπόθεση η καθυστέρηση του αιτητή για περίοδο 6 περίπου μηνών από την ημέρα που αυτός έλαβε γνώση της διαταγής εξόδων μέχρι την υποβολή της αίτησης στο Επαρχιακό Δικαστήριο, για παράταση χρόνου καταχώρησης έφεσης, παρέμεινε αναιτιολόγητη. Αυτό αποτελεί εμπόδιο στην προσπάθειά του να εξασφαλίσει παράταση χρόνου για καταχώρηση έφεσης. Επιπρόσθετα, ο αιτητής, δεν ικανοποίησε οποιεσδήποτε από τις προϋποθέσεις της Δ.35, θ.20 που είναι αναγκαίες για την παραχώρηση άδειας για καταχώρηση έφεσης, στην οποία δεν θα τίθεται οποιοδήποτε άλλο ζήτημα εκτός από εκείνο των εξόδων.
Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος του αιτητή τα οποία θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Μιχαήλ κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 1275,
Pugachev (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 353,
Φιλίππου v. Φιλίππου (1990) 1 Α.Α.Δ. 890,
Χατζηνικολάου v. Παναγιώτου κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 97,
Ρούσος κ.ά. (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 360,
Αργυρίδης (2000) 1 Α.Α.Δ. 143,
Donald Campbell & Co. Ltd v. Pollak [1927] A.C. 732,
Evand Promotions κ.ά. v. Frank Rutman (1988) 1 Α.Α.Δ. 2133,
Stabilad v. Stephens & Carter [1998] 4 All E.R. 129,
Α/φοι Ιακώβου v. Χατζηνικόλα (1990) 1 Α.Α.Δ. 470,
Fame Transports Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 561.
Αίτηση.
Αίτηση από τον αιτητή ο οποίος ζητά άδεια του Δικαστηρίου για να καταχωρίσει έφεση εναντίον διαταγής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερ. 27.4.07 (Αγωγή Αρ. 8885/01), με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του ημερ. 1.12.06 για αναθεώρηση και/ή ακύρωση του καταλόγου εξόδων ημερ. 27.2.06.
Ο Αιτητής εμφανίζεται προσωπικά.
Μ. Πανταζή για Κ. Κούσιο, για τον Καθ' ου η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την αίτηση του ο αιτητής ζητά άδεια του Δικαστηρίου με την οποία να διατάσσεται και/ή να επιτρέπεται η καταχώριση έφεσης εναντίον της διαταγής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ. 27.4.07 (η οποία λανθασμένα αναγράφεται 19.5.06) στην Αγωγή 8885/01 δυνάμει της οποίας το Επαρχιακό Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση του αιτητή ημερ. 1.12.06 με την οποία ζητείτο η αναθεώρηση και/ή ακύρωση του καταλόγου εξόδων ημερ. 27.2.06. Στην αίτηση του ο αιτητής αναφέρει ότι έλαβε γνώση του περιεχομένου του καταλόγου εξόδων την 14.11.06 όταν του επιδόθηκε κλήση να εμφανιστεί στο δικαστήριο την 20.11.06 για να εξεταστεί ενόρκως ως προς την ικανότητα του να πληρώσει το εξ αποφάσεως χρέος του που ανερχόταν σε Λ.Κ.914.50 σεντ πλέον νόμιμο τόκο 8% από 31.10.01. Ο αιτητής, ο οποίος ετοίμασε, χωρίς τη βοήθεια δικηγόρου, την αίτηση του, αναφέρεται και σε αίτηση του ημερ. 14.5.07 για παράταση του χρόνου καταχώρισης έφεσης η οποία απορρίφθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο στις 16.10.07.
Η αίτηση βασίζεται, μεταξύ άλλων, στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, Δ.35, θ.20, Δ.59, θ.θ.16, 17, 24, 28 και 29 και Δ.33, θ.10.
Η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του ίδιου του αιτητή, ο οποίος εξηγεί ότι είχε καταχωρίσει την υπ' αρ. 8885/01 αγωγή εναντίον του εναγομένου, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, την οποία στις 23.1.06 ο δικηγόρος του απέσυρε και το δικαστήριο απέρριψε την αγωγή με έξοδα εις βάρος του αιτητή και υπέρ του εναγομένου - καθ' ου η αίτηση. Το δικαστήριο διέταξε τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, ο οποίος τα υπολόγισε στις 18.5.06 σε Λ.Κ.796, όπως λέει ο αιτητής, πλέον τόκο 8% ετησίως από 31.10.01 πλέον Φ.Π.Α., πλέον έξοδα της απόφασης. Τα έξοδα, όπως υπολογίστηκαν από τον Πρωτοκολλητή, εγκρίθηκαν από το δικαστήριο.
Ο αιτητής δεν προσέβαλε εμπρόθεσμα την προαναφερόμενη απόφαση του δικαστηρίου. Λέγει ότι πληροφορήθηκε για τον προαναφερόμενο υπολογισμό των εξόδων στις 14.11.06 όταν του επιδόθηκε αίτηση ημερ. 13.10.06 με την οποίαν ο αιτητής καλείτο να εμφανιστεί ενώπιον του δικαστηρίου στις 20.11.06 για να εξεταστεί αναφορικά με την ικανότητα του να πληρώσει το προαναφερόμενο εξ αποφάσεων χρέος του, με μηνιαίες δόσεις.
Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αίτηση του αιτητή ημερ. 1.12.06, στις 27.4.07, για το λόγο ότι έκρινε πως με την αίτηση του ο αιτητής ζητούσε αναθεώρηση της απόφασης του πρωτοδίκου δικαστηρίου ημερ. 19.5.06, αναφορικά με το ύψος των επιδικασθέντων εξόδων, πράγμα για το οποίο αποκλειστική δικαιοδοσία έχει το Ανώτατο Δικαστήριο στα πλαίσια των εξουσιών του ως Εφετείο.
Μετά την προαναφερόμενη απόφαση, που δόθηκε στις 27.4.07, ο αιτητής, στις 14.5.07, καταχώρισε και πάλι στο Επαρχιακό Δικαστήριο αίτηση για παράταση χρόνου για καταχώριση έφεσης, η οποία θα αφορούσε στο ζήτημα των αμφισβητουμένων επιδικασθέντων εξόδων. Το πρωτόδικο δικαστήριο στις 16.10.07 απέρριψε την αίτηση του αιτητή για παράταση χρόνου για καταχώριση έφεσης παρατηρώντας ότι έστω και αν θεωρηθεί ότι ο αιτητής έλαβε γνώση του υπολογισμού των εξόδων στις 14.11.06, όπως ο ίδιος ισχυρίστηκε, παρήλθαν 6 μήνες, από την ημερομηνία εκείνη μέχρι την ημερομηνία της καταχώρισης της αίτησης για παράταση χρόνου. Όπως παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο, για την καθυστέρηση αυτή δεν δόθηκε οποιαδήποτε ικανοποιητική δικαιολογία και έτσι η καθυστέρηση αποτελούσε ανυπέρβλητο εμπόδιο για τον αιτητή ο οποίος δεν καταχώρισε έφεση μέσα στην καθορισμένη προθεσμία. Παρατήρησε, το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι η παράταση χρόνου είναι εξαιρετικό δικονομικό μέτρο και ότι τα γεγονότα της υπόθεσης δεν συνηγορούσαν υπέρ της άσκησης της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου προς όφελος του αιτητή.
Ο καθ' ου η αίτηση καταχώρισε ένσταση στην οποία λέγει ότι ο αιτητής δεν έχει δείξει κανένα λόγο που να δικαιολογεί την καθυστέρησή του κατά το χρόνο που μεσολάβησε από την έκδοση της απόφασης και/ή την επίδοση σ' αυτόν του καταλόγου εξόδων. Η ένσταση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του καθ' ου η αίτηση κ. Μιχαήλ Σκορδή, ο οποίος λέγει πως ο αιτητής γνώριζε για τα έξοδα από τις 23.1.06 όταν η αγωγή του με αρ. 8885/01 αποσύρθηκε με έξοδα εναντίον του, όπως αυτά θα υπολογίζονταν από τον Πρωτοκολλητή.
Μελετήσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιόν μας στοιχεία και καταλήγουμε στα εξής συμπεράσματα:
(α) Η απόρριψη της προαναφερόμενης αγωγής του αιτητή, με έξοδα εις βάρος του, όπως θα υπολογίζονταν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκρίνονταν από το δικαστήριο, ισοδυναμεί ουσιαστικά με απευθείας διαταγή του δικαστηρίου, για υπολογισμό των εξόδων από το ίδιο το δικαστήριο, με τη βοήθεια του Πρωτοκολλητή ο οποίος προβαίνει στον υπολογισμό και το δικαστήριο εγκρίνει ή όχι καθ' ολοκληρία ή εν μέρει τον υπολογισμό του Πρωτοκολλητή. Αυτός ο τρόπος υπολογισμού των εξόδων συνάδει με τη βασική αρχή της Δ.59, θ.1 ότι τα έξοδα είναι στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου. Ο όποιος υπολογισμός των εξόδων από τον Πρωτοκολλητή, κατ' ακολουθία διαταγής του Δικαστηρίου, δεν έχει αυτόνομη ή τελική ισχύ αλλά πρέπει να υποβάλλεται για έγκριση των υπολογισθέντων εξόδων προς το Δικαστήριο το οποίο έχει και την οριστική ευθύνη στο θέμα. Τότε είναι που η τελικά διαμορφωθείσα κρίση του Δικαστηρίου ως προς το ύψος των εξόδων υπόκειται σε έφεση ώστε να μπορεί να ελεγχθεί (Δέστε: Μιχαήλ κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 1275. Δέστε, επίσης, Pugachev (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 353).
(β) Η Δ.35, θ.20 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας καθορίζει τις προϋποθέσεις για παραχώρηση άδειας για καταχώριση έφεσης εναντίον απόφασης, μόνον ως προς τα έξοδα. Σύμφωνα με την προαναφερόμενη πρόνοια, άδεια δεν πρέπει να παραχωρείται, εκτός αν φανεί ότι οι οδηγίες ή το διάταγμα (ως προς τα έξοδα) είναι αντίθετα με τις πρόνοιες οιουδήποτε νόμου ή κανονισμού, ή βασίζεται σε παρανόηση γεγονότων ή διατάσσει οποιοδήποτε διάδικο να πληρώσει τα έξοδα που προέκυψαν ή προκλήθηκαν, χωρίς επαρκή αιτία, από άλλο διάδικο. Οι τρεις προαναφερόμενες προϋποθέσεις παρατίθενται εξαντλητικά (Δέστε: Φιλίππου ν. Φιλίππου (1990) 1 Α.Α.Δ. 890 και Χατζηνικολάου ν. Παναγιώτου κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 97). Στην υπόθεση Ρούσος κ.ά. (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 360 τονίζεται ότι σύμφωνα και με τη Φιλίππου (ανωτέρω) η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου ως προς το ζήτημα των εξόδων, η οποία παρέχεται δυνάμει της Δ.59, θ.1, ασκείται δικαστικά με αναφορά στους παράγοντες της δίκης που περιλαμβάνουν το αποτέλεσμα της υπόθεσης και κάθε γεγονός που άπτεται του χειρισμού της από τους διαδίκους. Ουσιαστικά μόνον όπου η διακριτική εξουσία του δικαστηρίου δεν έχει ασκηθεί δικαστικά, υπάρχει περιθώριο παραχώρησης άδειας για καταχώριση έφεσης που αφορά μόνο στα έξοδα (Δέστε: Αργυρίδης (2000) 1 Α.Α.Δ. 143 και Donald Campbell & Co. Ltd v. Pollak [1927] A.C. 732).
(γ) Η τήρηση των προθεσμιών και γενικά των κανόνων που διέπουν τη λήψη δικαστικών μέτρων, περιλαμβανομένης και της έφεσης, αποτελεί παράγοντα ο οποίος άπτεται των συμφερόντων της δικαιοσύνης (Δέστε: Evand Promotions κ.ά. ν. Frank Rutman (1988) 1 Α.Α.Δ. 2133). Τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης διαδραματίζουν κυριαρχικό ρόλο στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στο δικαστήριο για παράταση της προθεσμίας για υποβολή έφεσης (Δέστε: Stabilad v. Stephens & Carter [1998] 4 All E.R. 129). Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Α/φοί Ιακώβου ν. Χατζηνικόλα (1990) 1 Α.Α.Δ. 470, οι προθεσμίες των θεσμών πρέπει να τηρούνται. Η παράταση είναι εξαιρετικό νομικό μέτρο. Η διακριτική εξουσία του δικαστηρίου είναι ευρεία, ελεύθερη και αδέσμευτη και ασκείται σύμφωνα με τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Καθυστέρηση, ειδικά όταν είναι μακρά, πρέπει να αιτιολογείται ικανοποιητικά, διαφορετικά αποτελεί ανυπέρβλητο εμπόδιο για τον παραβάτη των θεσμών. Οι ίδιες αρχές τονίστηκαν και στην Fame Transports Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 561.
Λάβαμε υπόψιν τα γεγονότα της υπόθεσης και ιδιαίτερα:
(ι) το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο αιτητής, στην παρούσα υπόθεση, καθυστέρησε για περίοδο 6 περίπου μηνών, από την ημερομηνία που ο ίδιος παραδέχεται ότι έλαβε γνώση της διαταγής ως προς τα έξοδα, μέχρι την ημερομηνία που υπέβαλε αίτηση, στο Επαρχιακό Δικαστήριο, για παράταση χρόνου καταχώρισης έφεσης, και
(ιι) το ότι ο αιτητής καμιά ουσιαστική δικαιολογία έδωσε για την προαναφερόμενη καθυστέρησή του. Αυτό καθιστά την προαναφερόμενη αδικαιολόγητη καθυστέρηση εμπόδιο στην προσπάθεια του αιτητή, στην προκείμενη περίπτωση, να εξασφαλίσει παράταση χρόνου για καταχώριση έφεσης. Επιπρόσθετα θεωρούμε πως ο αιτητής δεν ικανοποίησε οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις της Δ.35, θ.20 που είναι αναγκαίες για την παραχώρηση άδειας για καταχώριση έφεσης, στην οποία δεν θα τίθεται οποιοδήποτε άλλο ζήτημα εκτός από εκείνο των εξόδων. Δεν έδωσε οποιοδήποτε στοιχείο ο αιτητής ότι με την προαναφερόμενη διαταγή, του πρωτοδίκου δικαστηρίου ως προς τα έξοδα, παραβιάστηκε κάποια νομοθετική διάταξη ή κάποιος κανόνας, ότι το δικαστήριο παρανόησε κάποιο γεγονός ή ότι το δικαστήριο επέβαλε την πληρωμή εξόδων τα οποία προέκυψαν, χωρίς επαρκή αιτία, από άλλο διάδικο.
Στην προκείμενη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο, καθόλα νόμιμα, επεδίκασε έξοδα για την απόσυρση της αγωγής του αιτητή, εις βάρος του και έδωσε οδηγίες όπως αυτά υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή. Τα έξοδα υπολογίστηκαν από τον Πρωτοκολλητή και εγκρίθηκαν από το δικαστήριο. Πρόκειται για τα έξοδα του δικηγόρου του καθ' ου η αίτηση - εναγομένου που δημιουργήθηκαν εξαιτίας της προαναφερόμενης αγωγής του αιτητή και άλλου προσώπου εναντίον του καθ' ου η αίτηση - εναγομένου και σχετίζονται άμεσα με την προετοιμασία των δικογράφων και της υπεράσπισης του εναγομένου και την εμφάνιση του δικηγόρου του, τρεις φορές για ακρόαση, ενώπιον του δικαστηρίου.
Η αίτηση του αιτητή είναι εντελώς αβάσιμη και ατεκμηρίωτη και ως εκ τούτου απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του τα οποία να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το δικαστήριο.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του αιτητή τα οποία θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.