ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 1 ΑΑΔ 655
22 Μαΐου, 2008
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
INVESTYLIA LTD,
Εφεσείουσα - Εναγόμενη,
ν.
ΔΕΣΠΩΣ ΕΥΛΑΒΗ,
Εφεσίβλητης - Ενάγουσας.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 325/2006)
Χρηματιστήριο ― Αγωγή για επιστροφή χρημάτων που καταβλήθηκαν για αγορά μετοχών δημόσιας εταιρείας ― Κατά πόσο η εταιρεία παρέβη ουσιώδη όρο για άμεση προοπτική ή παραστάσεις προοπτικής εισαγωγής των τίτλων της στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου σε «εύθετο χρονικό διάστημα».
Η εφεσίβλητη ζήτησε την παραχώρηση από την εφεσείουσα εταιρεία 3000 μετοχών, με αίτηση ιδιωτικής τοποθέτησης, λίγες ημέρες πριν την μετατροπή της εφεσείουσας εταιρείας σε δημόσια εταιρεία, προκαταβάλλοντας το ποσό των £225. Η αίτηση έγινε αποδεκτή μετά την μετατροπή της εφεσείουσας εταιρείας σε δημόσια εταιρεία και η εφεσίβλητη κατέβαλε το ποσό των £2.025, υπόλοιπο του αντιτίμου των μετοχών οι οποίες και της δόθηκαν.
Η εφεσίβλητη ήγειρε αγωγή εναντίον της εφεσείουσας αξιώνοντας την επιστροφή των χρημάτων τα οποία είχε καταβάλει για την παραχώρηση σ' αυτήν των πιο πάνω μετοχών. Η αξίωσή της βασίστηκε σε παράβαση ουσιώδους όρου της σύμβασης, και συγκεκριμένα στο ότι η εφεσείουσα θα εντάσσετο στο Χρηματιστήριο σε σύντομο χρονικό διάστημα. Κατά την ακρόαση η απαίτηση στηρίχθηκε ουσιαστικά στο Άρθρο 58Α(3)(β) των περί Αξιών Κύπρου Νόμων, το οποίο εισήχθη με το Άρθρο 2 του Ν.42(Ι)/2000 και στο Άρθρο 3(3) του Ν.42(Ι)/2000.
Με την υπεράσπισή της η εφεσείουσα αρνήθηκε την ύπαρξη του όρου της σύμβασης, όπως ισχυρίζετο η εφεσίβλητη, και υποστήριξε πως η αίτηση της εφεσίβλητης είχε γίνει αποδεκτή με βάση τις πρόνοιες του ενημερωτικού δελτίου που η εφεσείουσα είχε καταθέσει στον Έφορο Εταιρειών, όταν απηύθυνε και Δημόσια Πρόσκληση για Εγγραφή. Στο εν λόγω ενημερωτικό δελτίο δεν υπήρχε παρουσίαση προοπτικής άμεσης εισαγωγής της εφεσείουσας στο Χρηματιστήριο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε την απαίτηση αποκλειστικά στη βάση του Άρθρου 58Α(3)(β) και κατέληξε ότι προέκυπτε από τις σχετικές πρόνοιες του ενημερωτικού δελτίου ότι η δημόσια πρόσκληση έγινε με την προοπτική εισαγωγής των τίτλων της εφεσείουσας στο Χρηματιστήριο για σκοπούς του νόμου και εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας για το ποσό που είχε καταβάλει για τις μετοχές.
Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η παραχώρηση και η ακόλουθη πληρωμή των μετοχών έγιναν στη βάση του ενημερωτικού δελτίου, από τις πρόνοιες του οποίου προέκυπτε καθαρά ότι η εφεσείουσα όχι μόνο δεν παρέστησε ότι υπήρχε προοπτική επικείμενης εισαγωγής των μετοχών της στο Χρηματιστήριο αλλά αντιθέτως κατέστησε σαφές ότι αυτό δεν θα μπορούσε να εγίνετο παρά μόνο αφού παρήρχετο ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα και προηγούντο εμπορικές συναλλαγές της.
2. Τα στοιχεία από τα οποία προέκυπτε η προοπτική ένταξης των τίτλων της εφεσείουσας στο Χρηματιστήριο καταδείκνυαν ότι αυτή η προοπτική παρεπέμπετο σε τέτοιο απομακρυσμένο και ακαθόριστο χρόνο και συναρτάτο με τέτοιες προγραμματιζόμενες δραστηριότητες, που εν πάση περιπτώσει, δεν μπορούσε να γίνεται λόγος για προοπτική ένταξης στο χρόνο που απετέλεσε τη βάση για την απαίτηση της εφεσίβλητης για επιστροφή των χρημάτων.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα εναντίον της εφεσίβλητης πρωτοδίκως, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο και κατ' έφεση καθοριζόμενα σε €1000.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, (Παπαδοπούλου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 8883/02), ημερομ. 27.7.06.
Λ. Στυλιανού, για τους Εφεσείοντες.
Ε. Αντωνιάδου για Γ. Θωμά, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Χατζηχαμπής.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη ήγειρε αγωγή εναντίον της εφεσείουσας αξιώνοντας την επιστροφή χρημάτων τα οποία είχε καταβάλει για την παραχώρηση σε αυτή 3000 μετοχών της εφεσείουσας. Η εφεσείουσα, συσταθείσα το 1977, μετετράπη σε δημόσια εταιρεία την 28.1.2000. Η εφεσίβλητη, προκαταβάλλουσα ποσό £225, είχε ζητήσει την παραχώρηση των εν λόγω μετοχών την 18.1.2000 με αίτηση ιδιωτικής τοποθέτησης η οποία έγινε αποδεκτή την 5.4.2000, το δε υπόλοιπο του αντιτίμου των μετοχών, ανερχόμενο σε £2.025, κατεβλήθη την 4.5.2000, οπότε και οι μετοχές εδόθησαν στην εφεσίβλητη τον Ιούνιο του 2000. Στο δικόγραφο η απαίτηση εβασίσθη σε παράβαση ουσιώδους όρου της σύμβασης, και δη ότι η εφεσείουσα θα εντάσσετο στο Χρηματιστήριο σε σύντομο χρονικό διάστημα και εν πάση περιπτώσει όχι αργότερα της 31.12.2000, την οποία και κατήγγειλε η εφεσίβλητη με επιστολή της ημερομηνίας 9.7.2002 ζητούσα την επιστροφή των χρημάτων. Κατά την ακρόαση όμως η απαίτηση εβασίσθη ουσιαστικά στο Άρθρο 58Α(3)(β) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμων, το οποίο εισήχθη με το Άρθρο 2 του Ν. 42(Ι)/2000 και στο Άρθρο 3(3) του Ν. 42(Ι)/2000. Να σημειωθεί ότι στην έκθεση απαίτησης εγίνετο μόνο γενική αναφορά, πέραν της παράβασης σύμβασης, και σε παράβαση της υφιστάμενης νομοθεσίας. Υπεστηρίχθη προς τούτο ότι η εφεσίβλητη ζήτησε την επιστροφή των χρημάτων με την επιστολή της 9.7.2002 στη βάση ότι οι τίτλοι της εφεσείουσας δεν είχαν εισαχθεί στο ΧΑΚ μέχρι τότε και μάλιστα η αίτηση την οποία υπέβαλε την 14.6.2000 απερρίφθη από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς την 6.2.2002.
Βασική υπεράσπιση της εφεσείουσας ήταν ότι δεν υπήρχε όρος της σύμβασης όπως ισχυρίζετο η εφεσίβλητη και ότι, δεδομένου ότι η παραχώρηση των μετοχών είχε γίνει ρητά με βάση τις πρόνοιες του ενημερωτικού δελτίου που η εφεσείουσα είχε καταθέσει στον Έφορο Εταιρειών την 27.3.2000, όταν απηύθυνε και Δημόσια Πρόσκληση για Εγγραφή, αντίγραφο του οποίου και απέστειλε στην εφεσίβλητη την 5.4.2000 μαζί με την επιστολή που την πληροφορούσε ότι η αίτησή της είχε γίνει αποδεκτή με βάση τις πρόνοιες του, η παραχώρηση διέπετο από τους όρους του. Σε αυτό αναφέροντο συγκεκριμένα τα ακόλουθα υπό τον τίτλο «Διαπραγμάτευση Μετοχών»:
«Η Εταιρεία θα υποβάλει μέσα σε εύθετο χρονικό διάστημα αίτηση για εισαγωγή των μετοχών της στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου. Πριν την εγγραφή των τίτλων στο Χρηματιστήριο οι μετοχές της Εταιρείας θα μεταβιβάζονται ελεύθερα με ιδιωτική συμφωνία μεταξύ των μετόχων.»
Και υπό τον τίτλο «Εισαγωγή στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου»:
«Συμφώνως των Περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμους του 1993 έως 1999 και των Περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμούς του 1995 έως 1997 γίνεται δεκτή αίτηση για εισαγωγή τίτλων στο Χρηματιστήριο εφόσον ο εκδότης ικανοποιεί τις βασικές προϋποθέσεις εισαγωγής συμφώνως του Άρθρου 61 των Κανονισμών. Μία εκ των βασικών προϋποθέσεων εισαγωγής είναι η εταιρεία να είχε δραστηριότητες να λειτουργούσε κανονικά και να είχε ετοιμάσει εξελεγμένους λογαριασμούς για τα τρία τουλάχιστο αμέσως προηγούμενα της αιτήσεως έτη.
Η Εταιρεία συστάθηκε στην Κύπρο στις 17.12.1977 αλλά παρέμεινε αδρανής μέχρι της 28η Ιανουαρίου 2000 που μετατράπηκε σε δημόσια. Πρόθεση της Εταιρείας είναι να υποβάλει αίτηση για εισαγωγή των τίτλων της στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου μέσα σε εύθετο χρονικό διάστημα με τη μέθοδο της δημόσιας εγγραφής και τοποθέτησης των τίτλων που έχουν ήδη εκδοθεί αφού πρώτα συμπληρώσει τις δραστηριότητές της με την εξαγορά εμπορικών εταιρειών που εμπίπτουν μέσα στο στρατηγικό σχέδιο της. Οι εξαγορές αυτές έχουν σαν στόχο την αξιοποίηση συνεργιών μεταξύ εταιρειών και τη δημιουργία αξίας στους μετόχους.»
Ως εκ τούτου, ήταν η εισήγηση της εφεσείουσας, προέκυπτε ότι δεν υπήρχε στο ενημερωτικό δελτίο, βάσει του οποίου έγινε η παραχώρηση, παρουσίαση προοπτικής άμεσης εισαγωγής στο Χρηματιστήριο, και δη μέχρι 31.12.2000 όπως ισχυρίζετο η εφεσίβλητη, παρά μόνο σε τέτοιο απομακρυσμένο χρόνο που να αναιρούσε την απαίτηση.
Η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής, εξετάζοντας την απαίτηση αποκλειστικά στη βάση του Άρθρου 58Α(3)(β), κατέληξε, παραθέτοντας τις σχετικές πρόνοιες του ενημερωτικού δελτίου, ότι προέκυπτε από αυτές καθαρά ότι η δημόσια πρόσκληση έγινε με την προοπτική εισαγωγής των τίτλων της εφεσείουσας στο Χρηματιστήριο για σκοπούς του νόμου και εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας για το ποσό που είχε καταβάλει για τις μετοχές.
Δεν θα μας απασχολήσουν τα άλλα θέματα που εγείρονται στην έφεση και δη τα θέματα συνταγματικότητας και συμβατότητας του νόμου με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, εφόσον τούτο δεν είναι αναγκαίο. Είναι η θεωρημένη μας άποψη ότι η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής έσφαλε σε δύο τομείς. Κατά πρώτον, και τούτο ήταν καταλυτικής σημασίας ως προς τα περαιτέρω εφ΄όσον συναρτάται προς την άλλη πτυχή των Άρθρων 58Α(3)(β) και 3(3), κατά το ότι δεν εξέτασε την απαίτηση στη βάση των δικογραφημένων θέσεων της ίδιας της εφεσίβλητης, δηλαδή της παράβασης σύμβασης. Η εφεσίβλητη ισχυρίσθηκε πολύ συγκεκριμένα την ύπαρξη ουσιώδους όρου ότι η εφεσείουσα θα εντάσσετο στο Χρηματιστήριο το αργότερο μέχρι 31.12.2000. Ουδόλως όμως καταδεικνύετο η ύπαρξη τέτοιου όρου. Απεναντίας, είναι σαφές ότι η παραχώρηση, όπως και η ακόλουθη πληρωμή (για την προκαταβολή βεβαίως, ως προς την οποία θα ίσχυε το Άρθρο 3(3), δεν τίθεται θέμα ύπαρξης τέτοιου όρου), έγιναν στη βάση του ενημερωτικού δελτίου, περιλαμβανομένων των ως άνω παρατεθεισών προνοιών του. Από αυτές προέκυπτε καθαρά ότι η εφεσείουσα όχι μόνο δεν παρέστησε ότι υπήρχε προοπτική επικείμενης εισαγωγής των μετοχών της στο Χρηματιστήριο αλλά αντιθέτως κατέστησε σαφές ότι αυτό δεν θα μπορούσε να εγίνετο παρά μόνο αφού παρήρχετο ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα και προηγούντο εμπορικές συναλλαγές της. Υπέδειξε ευθέως η εφεσίβλητη ότι, σύμφωνα με τους νόμους και τους κανονισμούς που διέπουν το Χρηματιστήριο, δεν ικανοποιούσε μία από τις βασικές προϋποθέσεις εισαγωγής των τίτλων της, εκείνη της κανονικής λειτουργίας και εξελεγμένων λογαριασμών για τα τρία τουλάχιστον αμέσως προηγούμενα της αιτήσεως έτη, εφόσον από το 1977 που ιδρύθηκε παρέμεινε αδρανής μέχρι την 28.1.2000 που μετετράπη σε δημόσια εταιρεία. Η αίτησή της λοιπόν δεν μπορούσε να εγκριθεί νωρίτερα από τις 28.1.2003 εν πάση περιπτώσει, εφόσον το διάστημα εκείνο ήταν απαραίτητο για την κανονική λειτουργία της και την ετοιμασία των απαιτούμενων λογαριασμών. Πέραν τούτου, η εφεσίβλητη, εκφράζοντας μεν την πρόθεσή της να εισάξει τις μετοχές της στο Χρηματιστήριο σε «εύθετο χρονικό διάστημα», κατέστησε σαφές ότι αυτό θα εγίνετο αφού πρώτα συμπληρώνοντο οι δραστηριότητες της με την εξαγορά άλλων εταιρειών στα πλαίσια του στρατηγικού σχεδίου της για την αξιοποίηση συνεργιών και τη δημιουργία αξίας στους μετόχους. Όλα αυτά καταδείκνυαν ότι δεν υπήρχε τέτοια άμεση προοπτική ή παραστάσεις προοπτικής εισαγωγής των τίτλων της εφεσείουσας στο Χρηματιστήριο που να επέτρεπαν τη διαπίστωση ύπαρξης του όρου που ισχυρίζετο η εφεσίβλητη.
Η δεύτερη πτυχή του θέματος είναι τα Άρθρα 58Α(3)(β) και 3(3). Αμφιβάλλουμε αν ήταν επιτρεπτό στο Δικαστήριο, εν όψει των παραμέτρων που η ίδια η έκθεση απαίτησης καθόρισε, να εξετάσει την αγωγή στη βάση των Άρθρων 58Α(3)(β) και 3(3) εφ΄όσον η έκθεση απαίτησης ουσιαστικά περιορίζετο στην παράβαση σύμβασης. Και έτσι όμως να ήταν, η διάγνωση της υπόθεσης με αναφορά στα Άρθρα 58Α(3)(β) και 3(3) δεν μπορούσε να εξέφευγε των δεδομένων. Η διαπίστωση της όποιας προοπτικής ένταξης των τίτλων της εφεσείουσας στο Χρηματιστήριο, που ασφαλώς ήταν προϋπόθεση της εφαρμογής του νόμου τόσο κάτω από το Άρθρο 58(3)(β) όσο και κάτω από το Άρθρο 3(3), δεν μπορούσε να γίνει in abstracto or in vacuum παρά μόνο σε σχέση με τις παραμέτρους που τα ίδια τα στοιχεία από τα οποία προέκυπτε η προοπτική καθόριζαν. Και τα στοιχεία εκείνα, όπως αναφέραμε, καταδείκνυαν ότι η προοπτική ένταξης στο Χρηματιστήριο παρεπέμπετο σε τέτοιο απομακρυσμένο και ακαθόριστο χρόνο και συναρτάτο προς τέτοιες προγραμματιζόμενες δραστηριότητες, που εν πάση περιπτώσει δεν μπορούσε να γίνεται λόγος για προοπτική ένταξης στο χρόνο που απετέλεσε τη βάση για την απαίτηση της εφεσίβλητης για επιστροφή των χρημάτων.
Η έφεση λοιπόν επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση και διαταγή για έξοδα παραμερίζονται. Η εφεσίβλητη θα καταβάλει τα έξοδα της εφεσείουσας πρωτοδίκως, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, και κατ' έφεση καθοριζόμενα σε €1000.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα εναντίον της εφεσίβλητης πρωτοδίκως, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο και κατ' έφεση καθοριζόμενα σε €1000.