ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2008) 1 ΑΑΔ 594

13 Μαΐου, 2008

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

Εφεσείουσα,

v.

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ

ΤΟΥ IVAN KOLESNIKOV,

Εφεσιβλήτου,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟ, 95/07.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 315/2006)

 

Φυγόδικοι Έκδοση φυγοδίκων ― Αίτηση για έκδοση φυγοδίκου ― Ο περί Ευρωπαϊκής Σύμβασης Έκδοσης Φυγοδίκων (Κυρωτικός) Νόμος του 1970 (Ν.97/70) όπως τροποποιήθηκε με τον περί Εκδόσεως Φυγοδίκων (Τροπ.) Νόμο του 1990, Ν.97/90 ― Παράλειψη προσαγωγής της έκθεσης των πράξεων για τις οποίες εζητείτο η έκδοση φυγοδίκου ― Απέβη μοιραία στη τύχη της αίτησης έκδοσής του.

Φυγόδικοι ― Διαδικασία έκδοσης ― Φύση διαδικασίας ― Συνιστά πολιτική διαδικασία η οποία σε πρώτο και δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας διεξάγεται στο πλαίσιο που όρισε η Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1995) 1 Α.Α.Δ. 361 ― Κατά πόσο αποφάσεις επαρχιακών δικαστηρίων σε υποθέσεις έκδοσης φυγοδίκων υπόκεινται σε έλεγχο μέσω προνομιακών ενταλμάτων ― Κατά πόσο υπάρχει ανάγκη εκσυγχρονισμού του υφισταμένου συστήματος ελέγχου των αποφάσεων των κατώτερων δικαστηρίων σε υποθέσεις έκδοσης φυγοδίκων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε, μετά από δίκη, την αίτηση για την έκδοση του Ivan Kolesnikof (εφεσίβλητου) στις Ρωσικές Αρχές για να δικασθεί για αδικήματα για τα οποία κατηγορείται και τα οποία περιγράφονται στο εκδοθέν ένταλμα σύλληψης. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα πως η αίτηση έκδοσης δεν ήταν συμβατή με την κυρωθείσα από την Κυπριακή Δημοκρατία Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως Φυγοδίκων επειδή δεν είχε συμπεριληφθεί στην αίτηση η προβλεπόμενη στο Άρθρο 12(2)(β) της Σύμβασης «έκθεσις των πράξεων δι' ας ζητείται η έκδοσις...». Η αίτηση απορρίφθηκε και για το λόγο πως με βάση τα γεγονότα που περιγράφονται στα συνημμένα στην αίτηση έγγραφα, ήταν αδύνατο να διαπιστωθούν, στο βαθμό απόδειξης που απαιτείται για τους σκοπούς της συγκεκριμένης διαδικασίας, τα αδικήματα για τα οποία εζητείτο η έκδοση του εφεσίβλητου.

Με την παρούσα έφεση ο Γενικός Εισαγγελέας αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης. Ο εφεσίβλητος υποστηρίζει την ορθότητα της απόφασης και ζητά την απόρριψη της έφεσης όχι μόνο για λόγους ουσίας αλλά και για λόγους δικονομικούς, ότι δηλαδή, η απόφαση δεν είναι εφέσιμη και ότι, εν πάση περιπτώσει, η έφεση καταχωρήθηκε εκπρόθεσμα.

Οι δικηγόροι του εφεσίβλητου εισηγήθηκαν ότι, παρά το γεγονός ότι δεν χωρεί έφεση εναντίον των αποφάσεων των επαρχιακών δικαστηρίων σε υποθέσεις έκδοσης φυγοδίκων, ο έλεγχος τέτοιων αποφάσεων μπορεί να επιτευχθεί μέσω προνομιακών ενταλμάτων, διαδικασία η οποία δεν μπορεί να αποκλειστεί γιατί ένας τέτοιος αποκλεισμός είναι αντίθετος προς το Άρθρο 155 του Συντάγματος. Βεβαίως, το δικαίωμα έφεσης κατά των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου οι οποίες εκδίδονται σε διαδικασίες προνομιακών ενταλμάτων είναι δεδομένο. Υποστήριξαν συναφώς πως σε περίπτωση που η απόφαση μη έκδοσης φυγοδίκου ακυρωθεί με ένταλμα certiorari, το πρωτόδικο δικαστήριο θα επιληφθεί εκ νέου της υπόθεσης και αν τυχόν εκδώσει τελικά διάταγμα έκδοσης, ο εκζητούμενος θα μπορεί να καταχωρήσει αίτηση habeas corpus, δικαίωμα που παρέχεται δυνάμει του Άρθρου 10 του νόμου. Το κατά πόσο η προθεσμία έφεσης είναι 14 ημέρες ή έξι εβδομάδες αν τελικά κριθεί ότι ο Γενικός Εισαγγελέας έχει δικαίωμα έφεσης είναι ένα από τα ζητήματα που έχουν τεθεί προς συζήτηση από τους δικηγόρους του εφεσίβλητου.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Στη Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1995) 1 Α.Α.Δ. 361 το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε πως η διαδικασία έκδοσης φυγοδίκου συνιστά πολιτική διαδικασία συνυφασμένη με την πολιτική δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου οι αποφάσεις στο πλαίσιο της άσκησης της οποίας υπόκεινται σε έφεση βάσει του Άρθρου 25(1) του Ν.14/60. Έκτοτε, κάθε διαδικασία έκδοσης φυγοδίκου σε πρώτο και δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, διεξάγεται στο πλαίσιο που όρισε η Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (ανωτέρω). Μέσα από τη συζήτηση, έχει αναδειχθεί η ανάγκη για εκσυγχρονισμό του υφιστάμενου νομικού καθεστώτος που γενικά διέπει το θέμα του ελέγχου των αποφάσεων των κατώτερων δικαστηρίων σε υποθέσεις έκδοσης φυγοδίκων. Το υφιστάμενο σύστημα ελέγχου πάσχει, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις όπως η παρούσα, όπου η αμφισβήτηση της ορθότητας της απόφασης δεν προέρχεται από το φυγόδικο. Στην Αγγλία, η έκδοση φυγοδίκων ρυθμίζεται με νομοθεσία, Extradition Act 2003, όπου θέματα ουσίας και διαδικαστικά, ρυθμίζονται λεπτομερώς και ειδικώς. Το έργο του δικαστηρίου δεν είναι να νομοθετεί αλλά να ερμηνεύει το νόμο που καλείται να εφαρμόσει. Η δε απόκλιση από τη νομολογία δεν είναι η πανάκεια του προβλήματος, όπως γενικά εμφανίζεται.

2.  Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως δεν υπάρχει οποιοδήποτε έγγραφο το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι υπέχει θέση έκθεσης των πράξεων για τις οποίες ζητείται η έκδοση του εφεσίβλητου είναι ορθή. Η παραπομπή στα επισυνημμένα έγγραφα, οδηγεί σε δαιδαλώδη πορεία ανίχνευσης πράξεων του εφεσίβλητου για τις οποίες ζητείται η έκδοσή του χωρίς να καθίσταται εφικτός ο ασφαλής προσδιορισμός των συγκεκριμένων πράξεων που οι ρωσικές αρχές θεωρούν ποινικά επιλήψιμες για τη διάπραξη των οποίων θα κατηγορηθεί ο εφεσίβλητος ενώπιον των δικαστηρίων της χώρας του. Η έκθεση των πράξεων ερμηνεύεται ότι σημαίνει τη σαφή περιγραφή των γεγονότων που αν αποδειχθούν, θα συνιστούν το αδίκημα ή τα αδικήματα που αντιστοιχούν στον «κατά νόμο χαρακτηρισμό» (των πράξεων), στοιχείο το οποίο συνιστά χωριστή και αυτοτελή προϋπόθεση του Άρθρου 12(2)(β) της Σύμβασης.

3.  Η προσαγωγή της έκθεσης των πράξεων αποτελεί βασική προϋπόθεση για την έκδοση φυγοδίκων. Η μη προσαγωγή του συγκεκριμένου αυτού στοιχείου, χωρίς δυνατότητα λογικής υποκατάστασής του από άλλα αξιόπιστα στοιχεία που προσάγονται για σκοπούς έκδοσης αναπόφευκτα καθιστά απορριπτέα την αίτηση έκδοσης. Στην προκείμενη περίπτωση ο πρωτόδικος δικαστής ορθά διέκρινε τη Mechanov (Αρ. 2) (2001) 1 Α.Α.Δ. 1228 από την παρούσα υπόθεση.

4.  Στην προκείμενη περίπτωση η παράλειψη της Ρωσικής Ομοσπονδίας να υποβάλει την έκθεση των πράξεων ως είχε υποχρέωση, άφησε κενό που δεν μπορούσε υπό τις περιστάσεις να συμπληρωθεί με άλλο τρόπο, όπως ορθά έκρινε ο πρωτόδικος δικαστής.

Η έφεση απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1995) 1 Α.Α.Δ. 361,

Μελάς v. Αρχηγού Αστυνομίας κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 2261,

Mechanov (Αρ. 2) (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 1228,

In re El-Bustani (1991) 1 Α.Α.Δ. 736,

Διευθυντής Κεντρικών Φυλακών v. Golov (2001) 1 Α.Α.Δ. 1109.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Θωμά, Ε.Δ.), (Αίτηση Έκδοσης Αρ. 2/05), ημερομ. 31.7.06.

Ρ. Παπαέτη, για την Εφεσείουσα.

Α. Μαρκίδης και Α. Ανδρέου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κραμβής.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Κατόπιν αιτήματος της Ρωσικής Ομοσπονδίας, ο Υπουργός Δικαιοσύνης εξουσιοδότησε την έναρξη διαδικασίας για την έκδοση του Ivan Kolesnikov στις Ρωσικές Αρχές για αδικήματα τα οποία περιγράφονται στο εκδοθέν ένταλμα σύλληψης.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, ενώπιον του οποίου προσάχθηκε ο Kolesnikov, απέρριψε αίτημα για κράτηση του φυγόδικου μέχρι την αποπεράτωση της διαδικασίας έκδοσης ενώ για τη διασφάλιση της παρουσίας του, έθεσε περιοριστικούς και άλλους όρους.

Ο Ivan Kolesnikov έφερε ένσταση στην αίτηση για την έκδοσή του και μετά από δίκη, η αίτηση απορρίφθηκε. Ο δικαστής που εκδίκασε την υπόθεση, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αίτηση έκδοσης δεν ήταν συμβατή με την κυρωθείσα από την Κυπριακή Δημοκρατία Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως Φυγοδίκων επειδή δεν είχε συμπεριληφθεί στην αίτηση η προβλεπόμενη στο Άρθρο 12(2)(β) της Σύμβασης «έκθεσις των πράξεων δι' ας ζητείται η έκδοσις .». Η αίτηση απορρίφθηκε για ένα ακόμη λόγο. Κρίθηκε, πως με βάση τα γεγονότα που περιγράφονται στα συνημμένα στην αίτηση έγγραφα, ήταν αδύνατο να διαπιστωθούν, στο βαθμό απόδειξης που απαιτείται για τους σκοπούς της συγκεκριμένης διαδικασίας, τα αδικήματα για τα οποία ζητείται η έκδοση του καθ' ου η αίτηση. Κρίθηκε περαιτέρω ότι το έγγραφο που περιλαμβανόταν στη δέσμη εγγράφων (τεκμ. 2) και περιγράφεται ως «θέσιμο υπό κράτηση» δεν αποτελεί ένταλμα σύλληψης στην έννοια του Άρθρου 12(2)(α) της Σύμβασης.

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας θεωρεί ότι η απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση για έκδοση του Kolesnikov στις Ρωσικές Αρχές είναι εσφαλμένη και με την υπό κρίση έφεση, ζητά τον παραμερισμό της.

Ο εφεσίβλητος υποστηρίζει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και ζητά την απόρριψη της έφεσης όχι μόνο για λόγους ουσίας αλλά και για λόγους δικονομικούς, ότι δηλαδή, η απόφαση δεν είναι εφέσιμη και ότι εν πάση περιπτώσει, η έφεση καταχωρήθηκε εκπρόθεσμα.

Η εισήγηση των δικηγόρων του εφεσίβλητου σε σχέση με τα τελευταία θέματα που φαίνεται να συμπλέκονται καθότι η προθεσμία καταχώρησης της έφεσης συναρτάται προς το χαρακτήρα της διαδικασίας, έχει ως αφετηρία την έλλειψη νομοθετικής ρύθμισης αναφορικά με τον καθορισμό συγκεκριμένου ένδικου μέσου αναθεώρησης των αποφάσεων των επαρχιακών δικαστηρίων σε υποθέσεις έκδοσης φυγοδίκων. Παρά το γεγονός ότι ο νόμος δεν προβλέπει για δικαίωμα έφεσης του Γενικού Εισαγγελέα είτε του εκζητουμένου προσώπου εναντίον απόφασης του επαρχιακού δικαστηρίου εντούτοις, ο έλεγχος κάθε τέτοιας απόφασης μπορεί να επιτευχθεί, σύμφωνα με την εισήγηση, μέσω προνομιακών ενταλμάτων, διαδικασία η οποία δεν μπορεί να αποκλειστεί γιατί ένας τέτοιος αποκλεισμός είναι αντίθετος προς το Άρθρο 155 του Συντάγματος. Βεβαίως, το δικαίωμα έφεσης κατά των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου οι οποίες εκδίδονται σε διαδικασίες προνομιακών ενταλμάτων είναι δεδομένο.

Οι ευπαίδευτοι δικηγόροι του εφεσίβλητου προσθέτοντας στον προβληματισμό, εισηγήθηκαν πως η δυνατότητα άσκησης έφεσης εναντίον απόφασης επαρχιακού δικαστηρίου, απορριπτικής της αίτησης έκδοσης, οδηγεί, αν η έφεση επιτύχει σε παράλογα αποτελέσματα, σε αντίθεση με τη δυνατότητα ακύρωσης της απόφασης με ένταλμα certiorari. Λέγουν συναφώς ότι σε περίπτωση που η απόφαση μη έκδοσης φυγοδίκου ακυρωθεί με ένταλμα certiorari, το πρωτόδικο δικαστήριο θα επιληφθεί εκ νέου της υπόθεσης και αν τυχόν εκδώσει τελικά διάταγμα έκδοσης, ο εκζητούμενος θα μπορεί να καταχωρήσει αίτηση habeas corpus, δικαίωμα που παρέχεται δυνάμει του Άρθρου 10 του νόμου. Το κατά πόσο η προθεσμία έφεσης είναι 14 ημέρες ή έξι εβδομάδες αν τελικά κριθεί ότι ο Γενικός Εισαγγελέας έχει δικαίωμα έφεσης είναι ένα από τα ζητήματα που έχουν τεθεί προς συζήτηση από τους δικηγόρους του εφεσίβλητου.

Μελετήσαμε τις εμπεριστατωμένες αγορεύσεις και την αντίστοιχη επιχειρηματολογία των δικηγόρων. Ο προβληματισμός για το κατά πόσο η υπό κρίση υπόθεση μπορεί να θεωρηθεί ως η περίπτωση που προσφέρει την  ευκαιρία για επαναπροσδιορισμό του χαρακτήρα της διαδικασίας έκδοσης φυγοδίκου και του καθορισμού μέσω νομολογίας, του ένδικου μέσου για την αναθεώρηση των πρωτόδικων αποφάσεων είναι υπαρκτός. Σκόπιμα χρησιμοποιήσαμε τη λέξη «επαναπροσδιορισμό» πιο πάνω γιατί το θέμα εγείρεται για πρώτη φορά μετά την Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1995) 1 Α.Α.Δ. 361 όπου το Ανώτατο Δικαστήριο (σύνθεση ολομέλειας) αποφάσισε ότι «Η διαδικασία για την έκδοση φυγοδίκου δεν σκοπεί στην τιμωρία του φυγοδίκου, προβλέπεται από τον νόμο και συνιστά ένα από τους τρόπους έγερσης «αγωγής». Συνεπώς συνιστά πολιτική διαδικασία συνυφασμένη με την πολιτική δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου οι αποφάσεις στο πλαίσιο της άσκησης της οποίας υπόκεινται σε έφεση βάσει του Άρθρου 25(1) του Ν. 14/60.». Έκτοτε, κάθε διαδικασία έκδοσης φυγοδίκου σε πρώτο και δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, διεξάγεται στο πλαίσιο που όρισε η Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (ανωτέρω). Βλέπε επίσης Μελάς ν. Αρχηγού Αστυνομίας κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 2261. Τα θέματα που έχουν θιγεί από τους ευπαίδευτους δικηγόρους του εφεσίβλητου είναι πράγματι σοβαρά. Νομίζουμε πως μέσα από τη συζήτηση, έχει αναδειχθεί η ανάγκη για  εκσυγχρονισμό του υφιστάμενου νομικού καθεστώτος που γενικά διέπει το θέμα του ελέγχου των αποφάσεων των κατώτερων δικαστηρίων σε υποθέσεις έκδοσης φυγοδίκων. Αναγνωρίζουμε ότι το υφιστάμενο σύστημα ελέγχου πάσχει, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις όπως η παρούσα, όπου η αμφισβήτηση της ορθότητας της απόφασης δεν προέρχεται από το φυγόδικο. Στην Αγγλία, η έκδοση φυγοδίκων ρυθμίζεται με νομοθεσία, Extradition Act 2003, όπου θέματα ουσίας και διαδικαστικά, ρυθμίζονται λεπτομερώς και ειδικώς. Το έργο του δικαστηρίου δεν είναι να νομοθετεί αλλά να ερμηνεύει το νόμο που καλείται να εφαρμόσει. Με αυτές τις σκέψεις, θεωρούμε πως η απόκλιση από τη νομολογία δεν είναι η πανάκεια του προβλήματος, όπως γενικά εμφανίζεται. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου η νομοθετική ρύθμιση δεν υποκαθίσταται από τη νομολογία. Αν ήταν στη σκέψη μας η απόκλιση από τη νομολογία για τους σκοπούς της υπό εξέταση υπόθεσης αναμφίβολα θα προχωρούσαμε στα δέοντα όπως πρέπει να γίνεται σε παρόμοιες υποθέσεις. Ωστόσο, θεωρούμε πως το θέμα αυτό μπορεί να ξεπεραστεί με ό,τι ακολουθεί και έχει σχέση με την εξέταση της ουσίας της υπόθεσης.

Ερχόμαστε τώρα στον πρώτο λόγο έφεσης.

Λόγος Έφεσης 1

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι στην υπό εξέταση υπόθεση δεν υπάρχει κανένα έγγραφο το οποίο θα μπορεί να θεωρηθεί ως η απαιτούμενη από το Άρθρο 12.2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Έκδοσης Φυγοδίκων, την οποία η Κυπριακή Δημοκρατία κύρωσε με το Νόμο 95/70 και τον περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμο του 1970 (Ν.97/70), όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 97/90, και η οποία για σκοπούς της παρούσας Έφεσης θα καλείται ως η «Σύμβαση», έκθεση γεγονότων.

Οι εφεσείοντες εισηγούνται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι στην υπό εξέταση υπόθεση δεν υπάρχει κανένα έγγραφο το οποίο θα μπορεί να θεωρηθεί ως η απαιτούμενη από το Άρθρο 12.2 της Σύμβασης έκθεση γεγονότων. Λέγουν συναφώς ότι με την τροποποίηση που επέφερε στα Άρθρα 9(5)(α) και 13 του Νόμου 97/70, ο περί Εκδόσεως Φυγοδίκων (Τροποποιητικός) Νόμος του 1990, Ν.97/90, βεβαιώνεται ότι το απαιτούμενο για τους σκοπούς έκδοσης αποδεικτικό υλικό, σε χώρες όπου ισχύει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση, είναι εκείνο που προβλέπεται από τη Σύμβαση, αντί αυτό που προβλέπεται στις διατάξεις της παραγράφου (α) του Άρθρου 9 του Νόμου 97/70.

Το Άρθρο 12(2)(β) της Σύμβασης προβλέπει ότι:

«2.  Προς υποστήριξη της αιτήσεως θέλουσι προσαχθή:

            ............................................

(β)   έκθεσις των πράξεων δι' ας ζητείται η έκδοσις, ο τόπος και χρόνος πράξεως, ο κατά Νόμον χαρακτηρισμός και οι παραπομπαί εις τας νομοθετικάς διατάξεις αίτινες έχουσιν εφαρμογήν και αίτινες δέον να εμφαίνωνται κατά το δυνατόν ακριβέστερον.»

Παρόμοιο θέμα εξετάστηκε στην Mechanov (Αρ. 2) (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 1228. Παραθέτουμε σχετική περικοπή της απόφασης:

«Από τη σχετική διάταξη του νόμου δεν συνάγεται υποχρέωση από τη χώρα που ζητά την έκδοση να συγκεντρώνει τα γεγονότα σε ένα μοναδικό και τυποποιημένο έγγραφο. Δυσκολεύομαι να αποδώσω τέτοια πρόθεση στους συντάκτες της Σύμβασης να δημιουργήσουν τέτοια στεγανά. Δεν έχει θέση, κατά τη γνώμη μου, η προτεινόμενη συσταλτική ερμηνεία. Θα μπορούσε για παράδειγμα να γίνει παραπομπή σε άλλο έγγραφο το οποίο περιέχει συμπληρωματικούς ισχυρισμούς. Ως ένα βαθμό αυτό έγινε στην παρούσα περίπτωση, όπως μπορεί να συναχθεί από την παράγραφο την οποία αντέγραψα από την απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα για την ποινική δίωξη του αιτητή.»

Σχετικές επί του προκειμένου είναι και οι αποφάσεις στις In re El-Bustani (1991) 1 Α.Α.Δ. 736 και Διευθυντής Κεντρικών Φυλακών ν. Golov (2001) 1 Α.Α.Δ. 1109.

Οι εφεσείοντες εισηγούνται ότι στην υπό εξέταση υπόθεση «προκύπτει ξεκάθαρα ότι σαφώς υπήρχε «έκθεσις των πράξεων δι' ας ζητείτο η έκδοσις» και ότι το περί αντιθέτου εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι εσφαλμένο καθότι στην ρηματική διακοίνωση (τεκμ. 2) που διαβιβάστηκε αναγράφεται «Ο ΚΟΛΕΣΝΙΚΟΦ κατηγορείται για την παραποίηση των αποδείξεων και απάτη διαπραγμένες στα επιβαρυντικά το 2003 στη Ρωσία. Λεπτομερής περιγραφή των πράξεων για τις οποίες κατηγορείται αναφέρεται στα επισυνημμένα έγγραφα».

Τα επισυνημμένα έγγραφα, αφορούν αποφάσεις Ρωσικών Δικαστηρίων, στις οποίες γίνεται αναφορά σε γεγονότα που σχετίζονται με αδικήματα για τα οποία κατηγορείται ο εφεσίβλητος. Ωστόσο, όπως ορθά διαπιστώθηκε πρωτοδίκως, δεν υπάρχει οποιοδήποτε έγγραφο το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι υπέχει θέση έκθεσης των πράξεων για τις οποίες ζητείται η έκδοση του εφεσίβλητου. Η παραπομπή στα επισυνημμένα έγγραφα, οδηγεί σε δαιδαλώδη πορεία ανίχνευσης πράξεων του εφεσίβλητου για τις οποίες ζητείται η έκδοσή του χωρίς να καθίσταται εφικτός ο ασφαλής προσδιορισμός των συγκεκριμένων πράξεων που οι ρωσικές αρχές θεωρούν ποινικά επιλήψιμες για τη διάπραξη των οποίων θα κατηγορηθεί ο εφεσίβλητος ενώπιον των δικαστηρίων της χώρας του. Η προσαγωγή της προβλεπόμενης από το Άρθρο 12(2)(β) της Σύμβασης έκθεσης των πράξεων, αποβλέπει στη σαφή πληροφόρηση τόσο του ίδιου του εκζητούμενου προσώπου όσο και των αρχών της χώρας από την οποία ζητείται η έκδοση, περί των πράξεων για τις οποίες ζητείται η έκδοση του συγκεκριμένου προσώπου. Η γενικόλογη αναφορά σε γεγονότα και σε χαρακτηρισμούς των πράξεων δεν είναι αρκετή και δεν υποκαθιστά την απαιτούμενη από το νόμο προσαγωγή της έκθεσης των πράξεων για τις οποίες ζητείται η έκδοση. Η έκθεση των πράξεων ερμηνεύεται ότι σημαίνει τη σαφή περιγραφή των γεγονότων που αν αποδειχθούν, θα συνιστούν το αδίκημα ή τα αδικήματα που αντιστοιχούν στον «κατά νόμο χαρακτηρισμό» (των πράξεων), στοιχείο το οποίο συνιστά χωριστή και αυτοτελή προϋπόθεση του Άρθρου 12(2)(β) της Σύμβασης (ανωτέρω).

Η προσαγωγή της έκθεσης των πράξεων αποτελεί βασική προϋπόθεση για την έκδοση φυγοδίκων. Η μη προσαγωγή του συγκεκριμένου αυτού στοιχείου, χωρίς δυνατότητα λογικής υποκατάστασής του από άλλα αξιόπιστα στοιχεία που προσάγονται για σκοπούς έκδοσης αναπόφευκτα καθιστά απορριπτέα την αίτηση έκδοσης. Στην προκείμενη περίπτωση ο πρωτόδικος δικαστής ορθά διέκρινε τη Mechanov (Αρ. 2) (2001) 1 Α.Α.Δ. 1228 από την παρούσα υπόθεση καθότι στη Mechanov υπήρχε ένα δισέλιδο έγγραφο που δεν είχε επικεφαλίδα τη φράση «Έκθεση πράξεων». Ωστόσο, το περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου αποτελούσε ουσιαστικά «έκθεση πράξεων» στην έννοια του Άρθρου 12(2)(β) της Σύμβασης, ικανοποιώντας έτσι τη σχετική προϋπόθεση.

Στην υπό εξέταση υπόθεση η παραπομπή στα επισυνημμένα έγγραφα για τον εντοπισμό των ποινικά επιλήψιμων πράξεων του Κολέσνικοφ οι οποίες συνιστούν τα αδικήματα της παραποίησης αποδείξεων και απάτης δεν είναι αρκετή καθότι ολόκληρο το υλικό προς το οποίο γίνεται η παραπομπή, αποτελείται από διάφορα έγγραφα. Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να επιλέξει σε ποια από αυτά τα έγγραφα θα μπορούσε ενδεχομένως να εντοπιστεί η λεπτομερής περιγραφή των πράξεων ούτε και να ταξινομήσει, σύμφωνα με τη δική του κρίση, τις όποιες πράξεις θεωρούσε ότι ενδεχομένως συνιστούν τα ποινικά αδικήματα για τα οποία αντιμετωπίζει κατηγορίες ο εκζητούμενος. Αυτή η υποχρέωση βαρύνει αποκλειστικά το μέρος το οποίο ζητά την έκδοση. Στην προκείμενη περίπτωση η παράλειψη της Ρωσικής Ομοσπονδίας να υποβάλει την έκθεση των πράξεων ως είχε υποχρέωση, άφησε κενό που δεν μπορούσε υπό τις περιστάσεις να συμπληρωθεί με άλλο τρόπο, όπως ορθά έκρινε ο πρωτόδικος δικαστής.

Η έφεση απορρίπτεται. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο