ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 1 ΑΑΔ 225
29 Φεβρουαρίου, 2008
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
1. ΓΙΩΡΓΟΥΛΛΑ ΚΑΡΑΟΛΗ,
2. ΠΑΝΙΚΟΣ ΑΜΙΑΝΤΙΤΗΣ,
3. ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΕΙΣΟΔΙΟΥ,
4. ΧΡΥΣΩ ΚΟΡΩΝΙΔΟΥ,
5. ΝΙΚΟΣ ΠΑΦΙΤΗΣ,
6. ΕΥΡΟΥΛΛΑ ΑΜΙΑΝΤΙΤΟΥ,
7. ΕΡΑΣΜΙΑ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ,
8. ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Εφεσείοντες - Ενάγοντες,
ν.
1. ΓΙΩΡΓΟΥ ΛΑΟΥΡΗ,
2. ΓΙΑΝΝΗ ΛΑΟΥΡΗ,
Εφεσιβλήτων - Εναγομένων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 206/2006)
Συμβάσεις ― Ερμηνεία σύμβασης ― Είναι θέμα νομικό και αντικείμενό της παραμένει πάντοτε η έννοια των όρων της σύμβασης, κατά το μέσο λογικό άνθρωπο ― Το ερμηνευτικό έργο του Δικαστηρίου περιορίζεται στους γραπτούς όρους της σύμβασης και δεν επεκτείνεται σε εξωγενείς παράγοντες ― Κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε ορθά συμφωνίες πωλήσεως μετοχών συγκεκριμένης εταιρείας τις οποίες (συμφωνίες) οι αγοραστές των μετοχών υποστήριξαν ότι οι πωλητές παραβίασαν.
Τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης διαδραματίστηκαν κατά την περίοδο της έξαρσης του Χρηματιστηρίου και είναι εν συντομία τα ακόλουθα:
Με οκτώ ξεχωριστές πανομοιότυπες γραπτές συμφωνίες, ημερομηνίας 22/11/2000, οι εφεσείοντες συμφώνησαν να αγοράσουν από τον εφεσίβλητο 1 με την εγγύηση του εφεσίβλητου 2 αριθμό μετοχών της εταιρείας Cyber Group Ltd (η εταιρεία) προς 70 σεντ ανά μετοχή. Οι εφεσίβλητοι ήταν μεγαλομέτοχοι της εταιρείας, ενώ ο δεύτερος ήταν και ιδρυτής και διευθυντής της. Η εταιρεία υπέβαλε αίτηση για εισδοχή στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου. Οι μετοχές μεταβιβάστηκαν στους εφεσείοντες τον Δεκέμβριο του 2000. Τα συνολικά ποσά που πλήρωσαν οι εφεσείοντες ανήλθαν στις £128.000.
Οι εφεσείοντες καταχώρησαν αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αξιώνοντας επιστροφή του πιο πάνω ποσού. Στην έκθεση απαιτήσεώς του ισχυρίζονται ότι ήταν ρητός όρος ότι οι μετοχές που θα τους παραχωρούνταν θα ήταν εγκεκριμένες από το ΧΑΚ. Όμως, στις αρχές Ιουλίου του 2001 η εταιρεία λόγω διαφόρων προβλημάτων, απέσυρε την αίτησή της για εισδοχή στο ΧΑΚ, με αποτέλεσμα η υλοποίηση των συμφωνιών να καταστεί ανέφικτη.
Οι εφεσίβλητοι στην έκθεση υπερασπίσεώς τους αμφισβήτησαν την συμπερίληψη του πιο πάνω όρου στις συμφωνίες. Υποστήριξαν ότι παράλληλα με τη συμφωνία για μείωση του τιμήματος από 70 σεντ σε 40 σεντ για κάθε μετοχή, τα μέλη συμφώνησαν επίσης όπως μεταβιβαστούν και εγγραφούν άμεσα στο όνομα των εφεσειόντων όλες οι μετοχές που πιστώθηκαν σ' αυτούς, αντί αυτοί να αναμένουν την έγκριση του ενημερωτικού δελτίου της Cyber Group Ltd. από το ΧΑΚ, όπως προέβλεπαν οι συμφωνίες.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα ακόλουθα ευρήματα:
(1) Ότι δεν υπήρχε ουσιώδης όρος ότι οι μετοχές που θα μεταβιβάζονταν στους εφεσείοντες θα έπρεπε να ήταν εταιρείας εισηγμένης στο ΧΑΚ, ώστε οι τίτλοι της να είναι δημόσια διαπραγματεύσιμοι.
(2) Ότι οι εφεσείοντες το μόνο όρο που θεώρησαν ουσιώδη, ήταν την παραχώρηση τίτλων, όρος που εκπληρώθηκε.
(3) Ότι με την αποδοχή εκ μέρους των εφεσειόντων μη διαπραγματεύσιμων τίτλων, η σύμβαση εκπληρώθηκε.
(4) Ότι επίδικος χρόνος για εξαγωγή συμπερασμάτων, ήταν η ημερομηνία απόσυρσης της αίτησης της εταιρείας από το ΧΑΚ.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι οι εφεσίβλητοι δεν παρέβησαν τις συμφωνίες πώλησης των μετοχών και, συνακόλουθα, δεν είχαν οποιαδήποτε ευθύνη έναντι των εφεσειόντων.
Η απόρριψη της αγωγής των εφεσειόντων αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας έφεσης. Οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι η ερμηνεία που δόθηκε πρωτοδίκως σε όρους των συμφωνιών δεν είναι ορθή. Ουσιαστική προϋπόθεση για την αγορά των μετοχών ήταν όπως αυτές είναι εισηγμένες στο ΧΑΚ. Αυτό προκύπτει από τη μαρτυρία της υπόθεσης, τα γεγονότα της εποχής και τον περί Επιστροφής Χρημάτων σε Επενδυτές Νόμο του 2002, (Ν.168(Ι)/2002). Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το ενδιαφέρον των εφεσειόντων εξαντλείτο στην εξασφάλιση των τίτλων των μετοχών είναι αυθαίρετο αφού δεν παραιτήθηκαν, σε οποιοδήποτε στάδιο των δικαιωμάτων τους από τις συμφωνίες.
Αποφασίστηκε ότι:
Α. Υπό Ερωτοκρίτου Δ., συμφωνούντος και του Νικολαΐδη, Δ.:
1. Η ερμηνεία σύμβασης είναι νομικό θέμα και οδηγός για την ερμηνεία της είναι, μεταξύ άλλων, οι σκοποί της συμφωνίας όπως αυτοί αποκαλύπτονται από την ίδια τη συμφωνία στο σύνολό της.
2. Οι εφεσίβλητοι, ως εκ της θέσεώς τους στην εταιρεία και ενόψει των συμβατικών τους υποχρεώσεων, όφειλαν να μην προβούν είτε άμεσα είτε έμμεσα, σε οποιαδήποτε ενέργεια η οποία θα εμπόδιζε την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους έναντι των εφεσειόντων.
3. Το γεγονός της ταχυδρόμησης τίτλων μη διαπραγματεύσιμων μετοχών, δεν θα μπορούσε από μόνο του να οδηγήσει σε ικανοποίηση του ανταλλάγματος που οι εφεσείοντες συμφώνησαν να πάρουν. Η μονομερής αυτή ενέργεια των εφεσιβλήτων δεν είχε καμία σημασία και άφηνε άθικτες τις συμβατικές τους υποχρεώσεις. Για να θεωρηθεί ότι ένα συμβαλλόμενο μέρος απαλλάσει το άλλο από την υποχρέωση εκπλήρωσης των συμβατικών του υποχρεώσεων ή να δεχθεί διαφοροποίηση του ανταλλάγματος σε ένα σημαντικό σημείο, θα πρέπει να εκδηλώσει την πρόθεσή του με κάποιο σαφή τρόπο ή ενέργεια, η οποία να μην αφήνει περιθώρια αμφιβολίας ως προς τις προθέσεις του. Πέραν τούτου, η τροποποίηση της αρχικής συμφωνίας θα πρέπει να τηρεί όλες τις προϋποθέσεις για σύναψη μιας σύμβασης όπως κοινοποίηση της πρότασης, αποδοχή και αντιπαροχή.
4. Δεν υπάρχει καμία μαρτυρία ότι οι εφεσείοντες προέβησαν σε οποιαδήποτε ενέργεια, η οποία να ισοδυναμεί με απαλλαγή των εφεσιβλήτων από εκπλήρωση της βασικής υποχρέωσής τους να μεταβιβάσουν τίτλους οι οποίοι θα ήταν διαπραγματεύσιμοι στο ΧΑΚ. Η μη επιστροφή των τίτλων από τους εφεσείοντες, με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αποδοχή εκπλήρωσης των υποχρεώσεων των εφεσιβλήτων ή ως απαλλαγή από τις συμβατικές τους υποχρεώσεις.
5. Η απόσυρση της αίτησης της εταιρείας για εισδοχή στο ΧΑΚ, έθετε φραγμό μια για πάντα στην προοπτική διαπραγμάτευσης των τίτλων της. Αυτό σήμαινε αυτόματα και την αθέτηση της σύμβασης από πλευράς εφεσίβλητου 1, αφού ήταν πλέον αδύνατο για τον ίδιο να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του. Αυτό έδιδε το δικαίωμα στους εφεσείοντες που ήταν τα αθώα μέρη, να θεωρήσουν τη σύμβαση είτε ως άκυρη είτε ως τερματισθείσα και να αξιώσουν αποζημιώσεις. Με την καταχώρηση της αγωγής, οι εφεσείοντες εκδήλωσαν την πρόθεσή τους να τερματίσουν τη σύμβαση.
6. Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «η αποδοχή» εκ μέρους των εφεσειόντων, μη διαπραγματεύσιμων μετοχικών τίτλων ενωρίτερα του χρόνου που είχε συμφωνηθεί, τροποποίησε τη σύμβαση «κατά ένα ουσιαστικό τρόπο που αφορούσε στο είδος των μετοχών που οι ενάγοντες (εφεσείοντες) τελικώς αποδέχθηκαν να αγοράσουν», είναι παντελώς αβάσιμη και λανθασμένη. Δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος γιατί οι εφεσείοντες, ενώ είχαν πληροφορηθεί για τα προβλήματα της εταιρείας και γι' αυτό εξάλλου πίεζαν για να πάρουν τις διαπραγματεύσιμες μετοχές που είχαν συμφωνήσει ή να τους επιστραφούν τα χρήματά τους, θα δέχονταν να πάρουν μετοχές μιας ιδιωτικής εταιρείας, οι οποίες ήταν αμφιβόλου αξίας. Εκείνο που οι εφεσείοντες συμβλήθηκαν να αγοράσουν, ήταν μετοχές «ισότιμες με όλες τις άλλες διαπραγματεύσιμες μετοχές και άμεσα ήταν διαπραγματεύσιμες». Οποιαδήποτε αλλαγή για το θέμα της ποιότητας των τίτλων θα έπρεπε να γίνει με νέα αποδεικνυόμενη συμφωνία, στην οποία να συνυπάρχει και το νέο αντάλλαγμα για τροποποίηση της αρχικής συμφωνίας.
7. Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου σχετικά με ενδεχόμενη αδυναμία στον υπολογισμό των αποζημιώσεων είναι επίσης εσφαλμένη. Από τη στιγμή που οι εφεσείοντες με την αγωγή τους θεώρησαν τη σύμβαση ως τερματισθείσα, δικαιούνται υπό μορφή αποζημιώσεων σε επιστροφή των χρημάτων που κατέβαλαν και οποιανδήποτε ζημιά αποδείκνυαν ή τόκο.
Ενόψει των ανωτέρω η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και αντικαθίσταται με απόφαση εναντίον των εφεσιβλήτων, αλληλεγγύως και κεχωρισμένως για επιστροφή στους εφεσείοντες, υπό μορφή αποζημιώσεων, των ποσών που οι τελευταίοι κατέβαλαν για την αγορά των επίδικων μετοχών. Επιδικάζεται επίσης νόμιμος τόκος επί των ποσών αυτών.
Β. Υπό Παπαδοπούλου, Δ.:
1. Το ερμηνευτικό έργο του δικαστηρίου περιορίζεται στους γραπτούς όρους συμφωνίας και δεν επεκτείνεται σε εξωγενείς παράγοντες. Οι όροι 1 και 2 των συμφωνιών δεν επιδέχονται άλλης ερμηνείας, εκτός αυτής που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
2. Η συλλογιστική που ακολούθησε το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι ορθή.
3. Η παράδοση από τους εφεσίβλητους των τίτλων των μετοχών, μετά την υπογραφή των συμφωνιών και εν γνώσει των εφεσειόντων ότι οι μετοχές δεν ήταν «άμεσα διαπραγματεύσιμες», ολοκλήρωσε τη συμφωνία για την πώλησή τους. Η αξίωση των εφεσειόντων δεν ήταν η επιστροφή των χρημάτων στην βάση παραστάσεων για προοπτική εισαγωγής των τίτλων στο ΧΑΚ., σύμφωνα με τα Άρθρα 58 Α(3)(β) και 3(3) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμων του 1993 έως (Αρ.4) του 2000, (όπως τροποποιήθηκαν με το Ν.42(Ι)/2000), αλλά στη βάση παράβασης συμφωνίας.
Η έφεση επιτράπηκε, κατά πλειοψηφία, με έξοδα υπέρ των εφεσειόντων τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ' έφεση. Η πρωτόδικη απόφαση αντικαταστάθηκε με την απόφαση της πλειοψηφίας (ανωτέρω).
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Θεολόγου κ.ά. v. Κτηματική Εταιρεία Νέμεσις Λτδ. (1998) 1 Α.Α.Δ. 407,
Stirling v. Maitland [1864] All E.R. Rep.358,
Southern Foundries (1926) Ltd a.o. v. Shirlaw [1940] 2 All E.R. 445,
Cowey v. Liberian Operations Ltd. [1966] 2 Lloyd's Rep.45.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Γιασεμής, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 9463/01), ημερομ. 31.5.06.
Π. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες.
Γ. Δημητρίου για Στ. Παύλου, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση της πλειοψηφίας, με την οποία συμφωνώ, θα απαγγείλει ο Δικαστής Ερωτοκρίτου. Η Δικαστής Παπαδοπούλου που διαφωνεί, θα δώσει δική της απόφαση.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες προσβάλλουν την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία απέρριψε την αγωγή τους. Αξίωναν εναντίον των εφεσιβλήτων επιστροφή του ποσού των £128.000. Οι οκτώ εφεσείοντες, συνενώθηκαν σε μια αγωγή για σκοπούς ευκολίας, εφόσον οι αιτίες αγωγής τους είναι οι ίδιες και στρέφονται εναντίον των ιδίων εφεσιβλήτων.
Σύμφωνα με τα όσα δικογραφούνται στην Έκθεση Απαίτησης, στις 22.11.2000 οι εφεσείοντες με οκτώ ξεχωριστές γραπτές συμφωνίες, συμφώνησαν με τον εφεσίβλητο 1 όπως αγοράσουν μετοχές της εταιρείας Cyber Group Ltd., η οποία υπέβαλε αίτηση για εισδοχή στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου. Για το σκοπό αυτό ο καθένας κατέβαλε διάφορα ποσά εφόσον ο αριθμός των μετοχών που αγόρασε ήταν διαφορετικός. Συνολικά όμως, τα διάφορα ποσά που πλήρωσαν, ανήλθαν στις £128.000. Οι οκτώ συμφωνίες είναι πανομοιότυπες, πλην του αριθμού των μετοχών. Ο εφεσίβλητος 2, ως μέτοχος και διευθυντής της εταιρείας Cyber Group Ltd., εγγυήθηκε τις υποχρεώσεις του αδελφού του - εφεσίβλητου 1. Παραθέτω πιο κάτω τη συμφωνία, Τεκμήριο 2, η οποία αφορά στην εφεσείουσα 1 και η οποία είναι ενδεικτική των όσων είχαν συμφωνηθεί:-
« ΣΥΜΦΩΝΙΑ
Η συμφωνία αυτή γίνεται σήμερα την 22αν Νοεμβρίου 2000.
Μεταξύ της κας Γιωργούλλας Καραολή...................................
..................................................................................................... (ο οποίος για τους σκοπούς και όρους της συμφωνίας αυτής θα καλείται το ΜΕΡΟΣ Α) από την μια πλευρά και του Κου Γιώργου Λαούρη αρ. ταυτότητος 554790 ο οποίος για τους σκοπούς και όρους της συμφωνίας αυτής θα καλείται το ΜΕΡΟΣ Β) από την άλλη πλευρά και προνοεί τα ακόλουθα:
ΕΠΕΙΔΗ ΤΟ ΜΕΡΟΣ Α έχει πληρώσει το ΜΕΡΟΣ Β το συμφωνηθέν τίμημα για την απόκτηση των μετοχών 12500
Ονομαστικής αξίας 20 σεντ έκαστη της Εταιρείας CYBER GROUP LTD, προς 70 σεντ έκαστη και δικαιωμάτων 2500
Και
ΕΠΕΙΔΗ ΤΟ ΜΕΡΟΣ Β δήλωσε ότι κατέχει αυτές τις μετοχές και είναι πρόθυμο να τις μεταβιβάσεις προς όφελος του ΜΕΡΟΥΣ Α
ΤΑ ΜΕΡΗ ΣΥΜΦΩΝΟΥΝ ΜΕ ΤΑ ΑΚΟΛΟΥΘΑ:
1. ΤΟ ΜΕΡΟΣ Β θα προβεί σε όλες τις νομικές ρυθμίσεις που απαιτούνται για την μεταβίβαση των μετοχών στο όνομα του ΜΕΡΟΥΣ Α. Η μεταβίβαση και έκδοση του πιστοποιητικού των πιο πάνω μετοχών θα γίνει μετά την έγκριση του ενημερωτικού δελτίου της εταιρείας CYBER GROUP LTD. από τις αρχές του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου και εντός ΔΕΚΑ ΗΜΕΡΩΝ και σίγουρα, πριν την έναρξη διαπραγμάτευσης της μετοχής στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου.
Νοείται ότι ο μέτοχος της Εταιρείας CYBER GROUP LTD., κ. Γιάννης Λαούρης αρ. ταυτότητος 530952 εγγυάται προσωπικά την υλοποίηση των πιο πάνω δηλ. την μεταβίβαση και έκδοση των πιο πάνω μετοχών προς το ΜΕΡΟΣ Β, ο οποίος και προσυπογράφει την συμφωνία αυτή.
2. Οι μετοχές που θα εκδοθούν επ' ονόματι του μέρους Α θα είναι ισότιμες με όλες τις άλλες διαπραγματεύσιμες μετοχές και άμεσα διαπραγματεύσιμες.
Αν υπάρχει οποιαδήποτε καθυστέρηση στην έκδοση μετοχών και ειδικών δικαιωμάτων επ' ονόματι του μέρους Α, ο εγγυητής (κ. Γιάννης Λαούρης) θα καταβάλει την οποιαδήποτε διαφορά προκύψει μεταξύ της μέσης τιμής της ημέρας παράδοσης των τίτλων των μετοχών. Εάν η διαφορά είναι προς όφελος του μέρους Α ουδεμία διαφορά θα καταβάλλεται.
3. Όλες οι πρόνοιες του παρόντος συμβολαίου θεωρούνται ουσιώδεις, τελεσίδικοι και αμετάκλητοι όροι αυτού και αθέτηση οποιουδήποτε από αυτούς από οποιοδήποτε συμβαλλόμενο μέρος παρέχει στο αναίτιο Συμβαλλόμενο Μέρος δικαίωμα άμεσου τερματισμού ή καταγγελίας του παρόντος Συμβολαίου, επιφυλασσόμενων των κατά Νόμο υφιστάμενων ένδικων μέσων κατά του υπαίτιου Συμβαλλόμενου Μέρους για καταβολή αποζημιώσεων λόγω παράβασης συμβολαίου.»
Οι εφεσείοντες στην Έκθεση Απαίτησής τους, ισχυρίζονται περαιτέρω ότι ήταν ρητός όρος ότι οι μετοχές που θα τους παραχωρούνταν θα ήταν εγκεκριμένες από το ΧΑΚ. Όμως, στις αρχές Ιουλίου του 2000 η εταιρεία λόγω διαφόρων προβλημάτων, απέσυρε την αίτησή της για εισδοχή στο ΧΑΚ, με αποτέλεσμα η υλοποίηση των συμφωνιών να καταστεί ανέφικτη. Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι ζήτησαν επιστροφή των χρημάτων τους, χωρίς αποτέλεσμα και ως εκ τούτου ακύρωσαν προφορικά τις συμφωνίες και ενήγαγαν τους εφεσίβλητους.
Από την άλλη, οι εφεσίβλητοι στην Έκθεση Υπεράσπισής τους, αμφισβητούν ότι οι συμφωνίες περιλάμβαναν τον ρητό όρο που επικαλούνται οι εφεσείοντες. Ήταν η θέση τους ότι παράλληλα με τη συμφωνία για μείωση του τιμήματος από 70 σεντ σε 40 σεντ για κάθε μετοχή, τα μέλη συμφώνησαν επίσης όπως μεταβιβαστούν και εγγραφούν άμεσα στο όνομα των εφεσειόντων όλες οι μετοχές που πιστώθηκαν σ' αυτούς, αντί αυτοί να αναμένουν την έγκριση του ενημερωτικού δελτίου της Cyber Group Ltd. από το ΧΑΚ, όπως προέβλεπαν οι συμφωνίες.
Το ιστορικό είναι σχετικά απλό και το μεγαλύτερο μέρος δεν αμφισβητείται. Τα γεγονότα προέκυψαν κατά την περίοδο της έξαρσης του Χρηματιστηρίου. Για να γίνουν καλύτερα κατανοητά τα γεγονότα που αφορούν στην παρούσα υπόθεση, θα πρέπει να εξεταστεί το ιστορικό το οποίο οδήγησε στην υπογραφή των επίδικων συμφωνιών. Θα το παραθέσω με βάση κυρίως τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων, η οποία έγινε αποδεχτή.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία που έδωσε στο Δικαστήριο ο εφεσίβλητος 1, ο οποίος ήταν και ο πωλητής των μετοχών, στις αρχές του 2000 υπήρξε ανταλλαγή αλληλογραφίας με τον αδελφό του Γιάννη - εφεσίβλητο 2, ο οποίος του πρότεινε να του παραχωρήσει διά δωρεάς, μισό εκατομμύριο μετοχές στην εταιρεία Cyber Group Ltd.. Η πρώτη επιστολή φέρει ημερομηνία 3.2.2000. Είναι γραμμένη σε επιστολόχαρτο της εταιρείας ΜISnTED Ltd. και υπογράφεται από τον εφεσίβλητο 2. Όπως ο ίδιος ισχυρίστηκε, η εταιρεία MISnTED Ltd. ήταν η εταιρεία η οποία αργότερα μετονομάστηκε σε Cyber Group Ltd.. Παραθέτω το περιεχόμενο της επιστολής, Τεκμήριο 21.
«Αγαπητέ Γιώργο
Σε συνέχεια των συναντήσεων μας σε παρακαλώ προχώρα στην οργάνωση του χρόνου σου με τρόπο που να μπορέσεις να μας βοηθήσεις σ' αυτή τη δύσκολη φάση του λεγόμενου market making, των συναντήσεων με τους υποψήφιους επενδυτές και της προώθησης του σχεδίου ιδιωτικής τοποθέτησης. Σίγουρα μπορούμε να υποστούμε το κόστος των προμηθειών για το οποίο μιλήσαμε. Σε παρακαλώ προσπάθησε να κρατάς records για ότι πληρώνεις και επίσης όπου μπορείς να παίρνεις αποδείξεις για να μην έχεις μετά εσύ προβλήματα με το φόρο εισοδήματος.»
Στις 4.5.2000, ο αδελφός του - εφεσίβλητος 2 - του έστειλε και άλλη επιστολή - Τεκμήριο 22 - σχετικά με το ίδιο θέμα. Το περιεχόμενο της έχει ως ακολούθως:-
«Αγαπητέ Γιώργο,
Σε συνέχεια της συνάντησης μας πριν λίγες μέρες στο Οκτάνα, σε ενημερώνω ότι θα προχωρήσω και θα ετοιμάσω το συμβόλαιο για μεταβίβαση 500,000 από τις μετοχές που θα κατέχω προς σε σένα όπως σου υποσχέθηκα. Εγώ πάντοτε τηρώ τις υποσχέσεις μου και λυπούμαι που σκέφτηκες διαφορετικά. Με τη σειρά μου όμως σου θυμίζω να τηρήσεις και εσύ τα δυο-τρία πράγματα που μου υποσχέθηκες και για τα οποία μιλήσαμε. Όσον αφορά το παράπονο σου για την καθυστέρηση που προέκυψε στη δική σου εταιρεία, σου υπόσχομαι να σε βοηθήσω στην προετοιμασία του business plan και των projections, θέματα στα οποία έχω κάποια περισσότερη πείρα.»
Στις 20.6.2000 υπογράφηκε συμφωνία μεταξύ του ίδιου και του αδελφού του - εφεσίβλητου 2 - και τριών άλλων μετόχων της εταιρείας Cyber Group Ltd., ότι μόλις το ΧΑΚ θα ενέκρινε τη δημοσιοποίηση της πιο πάνω εταιρείας και εκδίδονταν οι μετοχές στο όνομά των κυρίων μετόχων της εταιρείας, αυτοί με τη σειρά τους θα δώριζαν στον εφεσίβλητο 1, μισό εκατομμύριο μετοχές.
Ο εφεσίβλητος 1 με την υπογραφή της πιο πάνω συμφωνίας, αισθάνθηκε, όπως είπε στη μαρτυρία του, ότι είχε «τρανταχτές αποδείξεις ότι οι μετοχές ήταν δικές του». Στη συνέχεια, συναντήθηκε με κάποιο Γιάννο Ανδρέου, ο οποίος είχε κατάστημα ρούχων, ο οποίος και τον πληροφόρησε ότι είχε πελάτες που ενδιαφέρονταν να αγοράσουν μετοχές της εταιρείας. Για το σκοπό αυτό, ο εφεσίβλητος 1 του έδωσε prospectus της εταιρείας. Σε άλλη συνάντηση τον Ιούνιο του 2000, ο Ανδρέου τον πληροφόρησε ότι είχε ήδη εισπράξει και χρήματα από διάφορους επενδυτές. Μέσα σ' αυτά τα ποσά ήταν και τα ποσά τα οποία κατέβαλαν οι εφεσείοντες. Του εξήγησε επίσης ότι σε κάποιο στάδιο θα του παρέδιδε και κατάλογο με τα ονόματα των επενδυτών και τα αντίστοιχα ποσά που πλήρωσε ο κάθε ένας. Ο εφεσίβλητος 1, προφανώς επειδή εισέπραξε τα σχετικά ποσά, υπέγραψε χειρόγραφη απόδειξη σε επιστολόχαρτο του καταστήματος του Ανδρέου, με την επωνυμία «Caty Casual House». Πρόκειται για το Τεκμήριο 19Α. Η πρώτη απόδειξη με ημερομηνία 2.6.2000 αφορά σε ποσό £330.000 και είναι διατυπωμένη ως εξής:-
«22.6.2000
ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ
Ελήφθη το ποσό των 330,000 Λ.Κ. (Τρακοσίων Τριάντα Χιλιάδων Λιρών Κύπρου) από τον Γιαννάκη Αντρέου για την αγορά μετοχών CYBER GROUP LTD. προς £0,70 ανά μετοχή, μέσω της G8y LAOURIS FINANCIAL SERVICES LTD..
Ο Εισπράξας Μάρτυρας
(υπογρ.) (υπογρ.)
Γιώργος Λαουρής»
Η δεύτερη απόδειξη, με παρόμοιο λεκτικό, υπογράφηκε στις 8.7.2000 και αφορούσε σε ποσό £341.000.
Ο εφεσίβλητος 1 εξήγησε επίσης ότι οι επενδυτές, αφού κατέβαλαν τα χρήματά τους, δικαιολογημένα ανέμεναν τους τίτλους. Επειδή δεν τους είχαν παραλάβει, άρχισαν να ανησυχούν. Γύρω στον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο του 2000, ορισμένοι άλλοι επενδυτές άρχισαν να παραλαμβάνουν τίτλους. Όμως, λόγω του ότι οι εφεσείοντες δεν είχαν παραλάβει ακόμα τους δικούς τους, άρχισαν να παραπονούνται και να παρενοχλούν. Λόγω των οχλήσεων προς τους εφεσίβλητους για την επένδυση τους, στις 22.11.2000 υπογράφηκαν οι συμφωνίες πώλησης μετοχών, Τεκμήρια 2-9. Λόγω της κατάστασης που διαμορφώθηκε, της καθυστέρησης στην παράδοση των διαπραγματεύσιμων τίτλων και των απειλών εκ μέρους των εφεσειόντων, η τιμή ανά μετοχή τελικά διαμορφώθηκε στο 40 σεντ. Ακριβώς μετά την υπογραφή της συμφωνίας και συγκεκριμένα γύρω στον Δεκέμβρη του 2000, είχαν σταλεί τίτλοι της εταιρείας στους εφεσείοντες. Έκτοτε υπήρξε εκ μέρους των εφεσειόντων απόλυτη ησυχία, μέχρι που κινήθηκε η αγωγή.
Στο Δικαστήριο κατάθεσε και ο εφεσίβλητος 2, ο οποίος ανέφερε ότι σε κάποιο στάδιο, κατά την περίοδο έξαρσης του Χρηματιστηρίου και συγκεκριμένα στις αρχές του 2000, ο ίδιος αποφάσισε να παραχωρήσει δια δωρεάς, αριθμό μετοχών στην εταιρεία Cyber Group Ltd., επειδή αισθάνθηκε ότι διάφορα συγγενικά και φιλικά πρόσωπα είχαν συνδράμει στην επιτυχία της. Σ' αυτούς συγκαταλέγονταν οι γονείς του, ο αδελφός του, η γραμματέας του, τρία παιδιά 12 ετών, άσχετα με την οικογένειά του, τα οποία το 1995 του είχαν δανείσει τη φωτογραφική φυσιογνωμία τους για κατασκευή γιγαντοαφίσας, καθώς επίσης και καμιά εικοσαριά παλιοί υπάλληλοι και επιστημονικοί συνεργάτες της εταιρείας. Αναφορικά με τον αδελφό του Γιώργο Λαουρή, εφεσίβλητο 1, η παραχώρηση σ' αυτόν περίπου μισού εκατομμυρίου μετοχών, έγινε τον Ιούνιο του 2000, όχι όμως και η μεταβίβασή τους. Όπως ισχυρίστηκε στη μαρτυρία του, σε κάποιο στάδιο ο εφεσείων 2, τον οποίο δεν γνώριζε προηγουμένως, άρχισε να τηλεφωνά και να ζητά τίτλους των μετοχών που αγόρασε και για τους οποίους είχε πληρώσει τον αδελφό του - εφεσίβλητο 1. Για την όλη υπόθεση φαίνεται ότι διατυπώθηκαν και παράπονα στην αστυνομία. Τον Νοέμβριο του 2000 διευθετήθηκε συνάντηση μαζί του. Πρώτη φορά τον έβλεπε. Ο εφεσείων 2, παραπονέθηκε ότι ενώ ο ίδιος και οι άλλοι εφεσείοντες πλήρωσαν τον εφεσίβλητο 1 για την αγορά των μετοχών, δεν παρέλαβαν τους τίτλους, ενώ είχε πληροφορηθεί ότι άλλοι αγοραστές μετοχών, είχαν ήδη παραλάβει τους τίτλους τους. Ο εφεσίβλητος 2 του εξήγησε ότι, τόσο στον αδελφό του όσο και σε άλλα στελέχη της εταιρείας, παραχωρήθηκε από 27.9.2000, διά δωρεάς, πακέτο μετοχών. Όμως οι μετοχές εκείνες ήταν ακόμη γραμμένες στο όνομα του ιδίου, του εφεσίβλητου 2, «in trust», όπως ο ίδιος είπε, για τον αδελφό του και τα άλλα συγγενικά και φιλικά άτομα. Του ανέφερε επίσης ότι δεν κατάφερε να μεταβιβάσει τις μετοχές, λόγω φόρτου εργασίας. Του εξήγησε, όμως, ότι άτομα που αγόρασαν μετοχές από τα πακέτα μετοχών του αδελφού του και άλλων στελεχών και φίλων της εταιρείας, θα έπαιρναν τις μετοχές τους σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Φαίνεται ότι ως αποτέλεσμα των συνεχών παραπόνων των εφεσειόντων ότι δεν είχαν πάρει τους τίτλους για τους οποίους πλήρωσαν, στις 22.11.2000 υπογράφησαν οι οκτώ συμφωνίες, Τεκμήρια 2-9. Μάλιστα, ο εφεσίβλητος 2, μετά την κατάσταση που διαμορφώθηκε, εγγυήθηκε την πραγματοποίηση της συμφωνίας. Όπως ανέφερε, από την επομένη της υπογραφής της συμφωνίας, άρχισαν οι πιέσεις για παράδοση και των τίτλων των μετοχών. Γι' αυτό σε κάποιο στάδιο τυπώθηκαν οι τίτλοι και αφού πιστοποιήθηκαν, παραδόθηκαν στους δικαιούχους. Περίπου ένα χρόνο μετά, ο εφεσείων 2 άρχισε πάλι να παρενοχλεί, ζητώντας επιστροφή των χρημάτων που κατέβαλε. Ο εφεσίβλητος 2 εξήγησε ότι τότε, το ίδιο έκαναν και χιλιάδες άλλοι επενδυτές, αφού το Χρηματιστήριο είχε εξασθενήσει.
Τον Ιούλιο του 2001, ενώ το ΧΑΚ είχε σχεδόν εγκρίνει την αίτηση της εταιρείας και το δελτίο που κατέθεσε η εταιρεία, βρισκόταν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για έγκριση, «η εταιρεία εν τη σοφία της αποφάσισε ότι με τόσο εξασθενημένη την χρηματιστηριακή αγορά, θα έπρεπε να αναβάλει την εγγραφή στο ΧΑΚ», και έτσι απέσυρε την αίτησή της.
Ένα από τα κύρια θέματα που ηγέρθηκαν πρωτοδίκως, ήταν αναφορικά με το είδος των μετοχών που θα έπρεπε να μεταβιβάσει ο εφεσίβλητος 1. Ο δικηγόρος των εφεσειόντων παρέπεμψε στους όρους 1 και 2 των συμφωνιών πώλησης μετοχών - Τεκμήρια 2-9 - στις οποίες γινόταν πρόνοια για την έκδοση μετοχών μετά την έγκριση του ενημερωτικού δελτίου της εταιρείας Cyber Group Ltd. από το ΧΑΚ. (Βλ. σχετικούς όρους στις σελ. 230 - 231, ανωτέρω). Από την άλλη, ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων εισηγήθηκε ότι ο συγκεκριμένος όρος 1 των συμφωνιών, απλώς καθόριζε το χρόνο κατά τον οποίο θα πραγματοποιείτο η μεταβίβαση των μετοχών και ότι ο χρόνος άλλαξε ως αποτέλεσμα γεγονότων που ακολούθησαν την υπογραφή των συμβολαίων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι οι μετοχές που θα εκδίδονταν στους εφεσείοντες, ρυθμίζονταν σαφώς από τις πρώτες δύο γραμμές του όρου 2, στις οποίες αναφέρεται ότι οι μετοχές θα ήταν «ισότιμες με όλες τις άλλες διαπραγματεύσιμες μετοχές και άμεσα διαπραγματεύσιμες». Γύρω στον Ιούλιο του 2001, η εταιρεία απέσυρε την αίτηση της για διαπραγμάτευση των μετοχών της στο ΧΑΚ. Όπως, ορθά βρίσκει το πρωτόδικο Δικαστήριο, από τη στιγμή που η εταιρεία δεν κατέστη διάδικος, δεν μπορεί να υπέχει οποιαδήποτε ευθύνη έναντι των εφεσειόντων. Όμως, το Δικαστήριο εξέτασε, κάτω από τις περιστάσεις, την πιθανή ευθύνη του εφεσίβλητου 1, δυνάμει των γραπτών συμφωνιών. Στη σελίδα 6 της πρωτόδικης απόφασης, αναφέρονται τα εξής:-
«Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό θα πρέπει να εξεταστεί η φύση της συμβατικής υποχρέωσης την οποία ανέλαβε ο εναγόμενος 1 έναντι των εναγόντων και ειδικότερα εάν από τις ίδιες τις συμφωνίες διαφαίνεται αν αυτός είχε αναλάβει τον κίνδυνο να επισυμβεί το πιο πάνω γεγονός. Αν και το γράμμα της συμφωνίας δεν προβλέπει κάτι τέτοιο ρητώς, η άνευ όρων ανάληψη υποχρέωσης από τον εναγόμενο 1 για μεταβίβαση στους ενάγοντες μετοχών οι οποίες θα ήσαν «ισότιμες με όλες τις άλλες διαπραγματεύσιμες μετοχές» και «άμεσα διαπραγματεύσιμες», εισηγείται εμμέσως πλην σαφώς ότι ο εναγόμενος 1 είχε αναλάβει τον εύλογα ορατό κίνδυνο αυτό. Δηλαδή να μην επισυνέβαινε ποτέ ή τουλάχιστο εντός εύλογου χρόνου η εισδοχή της εταιρείας Cyber στο Χρηματιστήριο ένεκα και κάποιας αδυναμίας ή σκοπιμότητας από μέρους της εταιρείας να την προωθήσει. Η πιο πάνω κατάληξη υποστηρίζεται και από το γεγονός ότι οι εναγόμενοι ως μεγαλομέτοχοι της εταιρείας Cyber ενώ ο εναγόμενος 2 ως ιδρυτικό μέλος και μέλος του διοικητικού της συμβουλίου, που ήσαν κατά τους ουσιώδεις χρόνους κατά πάσα πιθανότητα εγνώριζαν τις υποθέσεις της εταιρείας. Το θέμα της ανάληψης του κινδύνου από συμβαλλόμενο μέρος για ένα γεγονός που υπό άλλες συνθήκες θα επέφερε τη ματαίωση της συμφωνίας πραγματεύεται στο βιβλίο του The Law of Contract, 6η Έκδοση, ο G. H. Treitel ενώ σχετικό είναι και το Άρθρο 56(3) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.
Οι πιο πάνω παρατηρήσεις θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι ο εναγόμενος 1 και κατά συνέπεια και ο εναγόμενος 2 ο οποίος ως εγγυητής του ουσιαστικά ανέλαβε τον ίδιο κίνδυνο, είναι υπαίτιοι για διάρρηξη των συμφωνιών με τους ενάγοντες. Και ως εκ τούτου υπόλογοι και οι δύο έναντι των τελευταίων για αποζημιώσεις. Στο σημείο όμως που θα εξετάζετο θέμα υπολογισμού των αποζημιώσεων, όπως συνέβηκε και στην υπόθεση Lapertas Fisheries Ltd. v. Ζαβρού (2004) 1 Α.Α.Δ. 1261, θα διαπιστώνετο αδύναμη προς τούτο λόγω έλλειψης μαρτυρίας σε σχέση με τη πτυχή αυτή. Ποια μπορεί να είναι η ζημιά των εναγόντων δεδομένου ότι στην πορεία των πραγμάτων οι μετοχές τις οποίες οι ενάγοντες είχαν αγοράσει από τον εναγόμενο 1 μεταβιβάστηκαν σ' αυτούς;»
Το Δικαστήριο εξετάζει και τις επιπτώσεις από την μεταβίβαση των τίτλων στους εφεσείοντες, σε συνδυασμό με την απόσυρση της αίτησης της εταιρείας για διαπραγμάτευση των μετοχών της, και απαντά στο ερώτημα στη σελίδα 8 της απόφασής του ως εξής:-
«Επομένως, όταν τον Ιούλιο του 2001 η εταιρεία Cyber απέσυρε την αίτηση της από το Χρηματιστήριο οι ενάγοντες ήσαν ήδη ιδιοκτήτες των μετοχών που είχαν αγοράσει με βάση τις συμφωνίες της 22.11.2000. Και αυτό είχε συμβεί κατά τον Δεκέμβριο του 2000 με την παραλαβή και αποδοχή από αυτούς των σχετικών τίτλων επιφέροντας έτσι την τελείωση των αντίστοιχων συναλλαγών (βλ. Στιβαδώρου ν. Χατζηκώστα (2002) 1 Α.Α.Δ. 497, στη σελίδα 514).»
Τελικά το Δικαστήριο απορρίπτει την αγωγή με το εξής καταληκτικό:-
«Τα πιο πάνω ευρήματα οδηγούν αβίαστα στο συμπέρασμα ότι σε σχετικά σύντομο χρόνο από τη σύναψη των επιδίκων συμφωνιών, αυτές με τις αντίστοιχες ενέργειες των μερών και ειδικότερα των εναγόντων οι οποίες συνίσταντο στην αποδοχή των τίτλων των μετοχών ενωρίτερα του χρόνου που είχε συμφωνηθεί, είχαν τροποποιηθεί κατά ένα ουσιαστικό τρόπο που αφορούσε στο είδος των μετοχών που οι ενάγοντες τελικώς αποδέχθηκαν να αγοράσουν. Συγκεκριμένα, αποδέχθηκαν να αγοράσουν μετοχές της εταιρείας Cyber οι οποίες δεν ήσαν «άμεσα διαπραγματεύσιμες». Πλήρωσαν γι' αυτές και όπως προκύπτει από τα πιο πάνω ευρήματα ανυπομονούσαν να περιέλθουν οι σχετικοί τίτλοι στα χέρια τους και οι μετοχές στην κυριότητα τους γεγονός που επέφερε και τις ανάλογες τροποποιήσεις στις συμφωνίες τους. Αυτό που δεν επρόβλεψαν οι ενάγοντες είναι η απόσυρση της αίτησης από την εταιρεία και βέβαια δεν έκαναν και οποιαδήποτε πρόνοια στις συμφωνίες για το ενδεχόμενο αυτό. Είναι πασίδηλο ότι αυτό που κυριαρχούσε στη σκέψη τους ήταν να πάρουν το συντομότερο δυνατό στα χέρια τους τις μετοχές.
Για τους πιο πάνω λόγους η αγωγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εναγομένων και εναντίον των εναγόντων. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή στην κλίμακα της αγωγής και να εγκριθούν από το δικαστήριο.»
Οι εφεσείοντες με την έφεση που καταχώρησαν, αμφισβητούν τα ευρήματα του Δικαστηρίου:-
(1) Ότι δεν υπήρχε ουσιώδης όρος ότι οι μετοχές που θα μεταβιβάζονταν στους εφεσείοντες θα έπρεπε να ήταν εταιρείας εισηγμένης στο ΧΑΚ, ώστε οι τίτλοι της να είναι δημόσια διαπραγματεύσιμοι.
(2) Ότι οι εφεσείοντες το μόνο όρο που θεώρησαν ουσιώδη, ήταν την παραχώρηση τίτλων, όρος που εκπληρώθηκε.
(3) Ότι με την αποδοχή εκ μέρους των εφεσειόντων μη διαπραγματεύσιμων τίτλων, η σύμβαση εκπληρώθηκε.
(4) Ότι επίδικος χρόνος για εξαγωγή συμπερασμάτων, ήταν η ημερομηνία απόσυρσης της αίτησης της εταιρείας από το ΧΑΚ.
Λόγω της συνάφειάς τους, θα εξετάσουμε όλους τους λόγους έφεσης μαζί.
Η ερμηνεία μιας σύμβασης είναι νομικό θέμα και οδηγός για την ερμηνεία της είναι, μεταξύ άλλων, οι σκοποί της συμφωνίας όπως αυτοί αποκαλύπτονται από την ίδια τη συμφωνία στο σύνολό της. Όπως αναφέρθηκε στη Θεολόγου κ.ά. ν. Κτηματική Εταιρεία Νέμεσις Λτδ. (1998) 1 Α.Α.Δ. 407:-
«Οι αρχές που διέπουν την ερμηνεία σύμβασης είναι καλά καθιερωμένες και δε χρειάζεται να τις επαναλάβουμε. (Βλ. Saab and Another v. Holy Monastery Ay. Neophytos (1982) 1 C.L.R. 499). Πρέπει να σημειώσουμε ότι, συνεχής είναι η τάση προς εναρμόνιση των αρχών ερμηνείας των συμβάσεων με τα κρατούντα στην καθημερινή ζωή. Το κριτήριο είναι η έννοια την οποία μεταδίδει το κείμενο της συμφωνίας στο μέσο λογικό άνθρωπο. Για το σκοπό αυτό μπορεί να εμπλουτισθεί η γνώση με την αποκάλυψη του υπόβαθρου της συμφωνίας, εξαιρουμένων πάντοτε των διαπραγματεύσεων, καθώς και μονομερών δηλώσεων και υποκειμενικών προθέσεων των συμβαλλομένων. Μαρτυρία που αναφέρεται στους υποκειμενικούς παράγοντες μπορεί να γίνει δεκτή μόνο σε αγωγή για διόρθωση του εγγράφου (rectification). (Βλ. ICS v. West Bromwich BS [1998] 1 All E.R. 98 (HL)). Το αντικείμενο βέβαια της ερμηνείας παραμένει πάντοτε η έννοια των όρων της συμφωνίας κατά το μέσο λογικό άνθρωπο. Η έννοια, η οποία μεταδίδεται σ' αυτόν, για τα συμφωνηθέντα.»
Στην προκειμένη περίπτωση δεν χωρεί αμφιβολία, και έτσι βρήκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι οι μετοχές που θα εκδίδονταν στους εφεσείοντες, θα ήταν ισότιμες με όλες τις άλλες μετοχές που θα διαπραγματεύονταν στο ΧΑΚ. Eίναι φανερό ότι μετά την απόσυρση της αίτησης για εισδοχή της εταιρείας στο ΧΑΚ, οι 8 επίδικες συμφωνίες δεν θα μπορούσαν να υλοποιηθούν με τη μεταβίβαση μετοχών, οι οποίες θα ήταν διαπραγματεύσιμες στο ΧΑΚ. Αυτό σήμαινε παράβαση των συμφωνιών εκ μέρους του εφεσίβλητου 1 ο οποίος ανέλαβε και τη συμβατική δέσμευση για μεταβίβαση των συγκεκριμένων διαπραγματεύσιμων μετοχών και τον κίνδυνο για οποιοδήποτε λόγο οι μετοχές τελικά να μην είναι διαπραγματεύσιμες στο Χρηματιστήριο. Ας μην ξεχνούμε ότι, όπως βρίσκει το πρωτόδικο Δικαστήριο, και οι δύο εφεσίβλητοι ήταν μεγαλομέτοχοι της εταιρείας, ενώ ο δεύτερος ήταν και ιδρυτής και διευθυντής της και οι δύο ήλεγχαν πλήρως τις ενέργειες της εταιρείας. Ενόψει των συμβατικών υποχρεώσεων τους έναντι των εφεσειόντων, όφειλαν να μην προβούν είτε άμεσα είτε έμμεσα, σε οποιανδήποτε ενέργεια η οποία θα εμπόδιζε την εκπλήρωση των υποχρεώσεων τους έναντι των εφεσειόντων. (Βλ. Stirling v. Maitland [1864] All E.R. Rep. 358, Southern Foundries (1926) Ltd. and Other v. Shilrlaw [1940] 2 All E.R. 445 και Halsbury´s Laws of England, 4η Έκδοση (Reissue), Τόμος 9(1), παρ. 786).
Δεν συμφωνούμε με το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ταχυδρόμηση τίτλων μη διαπραγματεύσιμων μετοχών σήμαινε και την «τελείωση των αντίστοιχων συναλλαγών»*. Δεν αμφισβητήθηκε ότι οι εφεσείοντες παρέλαβαν μέσω του ταχυδρομείου τους συγκεκριμένους μη διαπραγματεύσιμους τίτλους. Όμως, το γεγονός αυτό από μόνο του, με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε ικανοποίηση του ανταλλάγματος που οι εφεσείοντες συμφώνησαν να πάρουν. Η μονομερής αυτή ενέργεια εκ μέρους των εφεσιβλήτων, δεν είχε καμία σημασία και άφηνε τις συμβατικές τους υποχρεώσεις άθικτες. (Βλ. Cowey v. Liberian Operations Ltd. [1966] 2 Lloyd´s Rep. 45). Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Indian Contract Law and Specific Relief Acts, 10η Έκδοση, σελ. 512, ένα συμβαλλόμενο μέρος, για να θεωρηθεί ότι απαλλάσσει το άλλο από την υποχρέωση εκπλήρωσης των συμβατικών του υποχρεώσεων ή να δεχθεί διαφοροποίηση του ανταλλάγματος σε ένα σημαντικό σημείο, θα πρέπει να εκδηλώσει την πρόθεσή του με κάποιο σαφή τρόπο ή ενέργεια, η οποία να μην αφήνει περιθώρια αμφιβολίας ως προς τις προθέσεις του. Πέραν τούτου, η τροποποίηση της αρχικής συμφωνίας θα πρέπει να τηρεί όλες τις προϋποθέσεις για σύναψη μιας σύμβασης όπως κοινοποίηση της πρότασης, αποδοχή και αντιπαροχή.
Δεν υπάρχει καμία μαρτυρία ότι οι εφεσείοντες προέβησαν σε οποιανδήποτε ενέργεια, η οποία να ισοδυναμεί με απαλλαγή των εφεσιβλήτων από εκπλήρωση της βασικής υποχρέωσής τους να μεταβιβάσουν τίτλους οι οποίοι θα ήταν διαπραγματεύσιμοι στο ΧΑΚ. Η μη επιστροφή των τίτλων από τους εφεσείοντες, με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αποδοχή εκπλήρωσης των υποχρεώσεων των εφεσιβλήτων ή ως απαλλαγή από τις συμβατικές τους υποχρεώσεις. Εν πάση περιπτώσει, η πράξη αυτή καθαυτή της επιστροφής των τίτλων, δεν θα είχε οποιοδήποτε νόημα, δεδομένου ότι η μεταβίβαση των μετοχών είχε ήδη συντελεστεί στο μητρώο μετοχών της εταιρείας και οι εφεσείοντες απλώς τελούσαν εν αναμονή της διαπραγμάτευσης των τίτλων στο ΧΑΚ.
Η απόσυρση της αίτησης της εταιρείας για εισδοχή στο ΧΑΚ, έθετε φραγμό μια για πάντα στην προοπτική διαπραγμάτευσης των τίτλων της. Αυτό σήμαινε αυτόματα και την αθέτηση της σύμβασης από πλευράς εφεσίβλητου 1, αφού ήταν πλέον αδύνατο για τον ίδιο να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του. Αυτό έδιδε το δικαίωμα στους εφεσείοντες που ήταν τα αθώα μέρη, να θεωρήσουν τη σύμβαση είτε ως άκυρη είτε ως τερματισθείσα και να αξιώσουν αποζημιώσεις. Με την καταχώρηση της αγωγής, οι εφεσείοντες εκδήλωσαν την πρόθεσή τους να τερματίσουν τη σύμβαση.
Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «η αποδοχή» εκ μέρους των εφεσειόντων, μη διαπραγματεύσιμων μετοχικών τίτλων ενωρίτερα του χρόνου που είχε συμφωνηθεί, τροποποίησε τη σύμβαση «κατά ένα ουσιαστικό τρόπο που αφορούσε στο είδος των μετοχών που οι ενάγοντες (εφεσείοντες) τελικώς αποδέχθηκαν να αγοράσουν», είναι παντελώς αβάσιμη και λανθασμένη. Δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος γιατί οι εφεσείοντες, ενώ είχαν πληροφορηθεί για τα προβλήματα της εταιρείας και γι' αυτό εξάλλου πίεζαν για να πάρουν τις διαπραγματεύσιμες μετοχές που είχαν συμφωνήσει ή να τους επιστραφούν τα χρήματά τους, θα δέχονταν να πάρουν μετοχές μιας ιδιωτικής εταιρείας, οι οποίες ήταν αμφιβόλου αξίας. Εκείνο που οι εφεσείοντες συμβλήθηκαν να αγοράσουν, ήταν μετοχές «ισότιμες με όλες τις άλλες διαπραγματεύσιμες μετοχές και άμεσα ήταν διαπραγματεύσιμες». Οποιαδήποτε αλλαγή για το θέμα της ποιότητας των τίτλων θα έπρεπε να γίνει με νέα αποδεικνυόμενη συμφωνία, στην οποία να συνυπάρχει και το νέο αντάλλαγμα για τροποποίηση της αρχικής συμφωνίας. Η ισχυριζόμενη τροποποίηση της Σύμβασης αφορούσε στο ουσιαστικότερο μέρος της, το οποίο προέβλεπε για την παραχώρηση μετοχικών τίτλων, οι οποίοι όμως δε θα μπορούσαν να είναι διαπραγματεύσιμοι στο ΧΑΚ και επομένως ούτε και ισότιμοι. Σε περίπτωση που γινόταν δεχτή η εισήγηση του δικηγόρου των εφεσιβλήτων ότι η συμφωνία τροποποιήθηκε, θα σήμαινε ότι, εξ' αιτίας της μονομερούς ενέργειας των εφεσιβλήτων να ταχυδρομήσουν τίτλους, άλλους από αυτούς που είχαν συμφωνηθεί και της απλής παραλαβής και κράτησης τους από τους εφεσείοντες, θα άλλαζε ριζικά ο χαρακτήρας και η φύση της σύμβασης και ιδιαίτερα της αντιπαροχής που οι εφεσείοντες συμφώνησαν να πάρουν, χωρίς οι εφεσείοντες να έχουν με τρόπο θετικό δώσει την συγκατάθεσή τους για μια τέτοια αλλαγή.
Λανθασμένη είναι και η κατάληξη του Δικαστηρίου σχετικά με ενδεχόμενη αδυναμία στον υπολογισμό των αποζημιώσεων. Από τη στιγμή που οι εφεσείοντες με την αγωγή τους θεώρησαν τη σύμβαση ως τερματισθείσα, δικαιούνται υπό μορφή αποζημιώσεων σε επιστροφή των χρημάτων που κατέβαλαν και οποιανδήποτε ζημιά αποδείκνυαν ή τόκο.
Με βάση όλα τα πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει. Ενόψει του ότι τα ουσιαστικά γεγονότα δεν είναι υπό αμφισβήτηση, δεν ενδείκνυται η επανεκδίκαση της υπόθεσης. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και αντικαθίσταται με απόφαση εναντίον των εφεσιβλήτων, αλληλεγγύως και κεχωρισμένως για επιστροφή των πιο κάτω ποσών στους εφεσείοντες, υπό μορφή αποζημιώσεων, ως ακολούθως:-
Υπέρ της εφεσείουσας 1 για £5.000 ήτοι το ποσό των €8543.
Υπέρ του εφεσείοντα 2 για £79.000 ήτοι το ποσό των €134979.
Υπέρ του εφεσείοντα 3 για £5.000 ήτοι το ποσό των €8543.
Υπέρ της εφεσείουσας 4 για £10.000 ήτοι το ποσό των €17086.
Υπέρ του εφεσείοντα 5 για £12.000 ήτοι το ποσό των €20503.
Υπέρ της εφεσείουσας 6 για £5.000 ήτοι το ποσό των €8543.
Υπέρ της εφεσείουσας 7 για £5.000 ήτοι το ποσό των €8543.
Υπέρ του εφεσείοντα 8 για £7.000 ήτοι το ποσό των €11060.
Επιδικάζεται επίσης νόμιμος τόκος επί των πιο πάνω ποσών.
Τέλος, επιδικάζονται έξοδα υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ' έφεση. Αυτά να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η απόρριψη από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας της Αγωγής Αρ. 9463/01, την οποία οι εφεσείοντες - ενάγοντες καταχώρισαν εναντίον των εφεσιβλήτων - εναγομένων, αξιώνοντας υπό μορφή ειδικών αποζημιώσεων το ποσό των £128.000,00, που κατέβαλαν σ' αυτούς για την αγορά συγκεκριμένου αριθμού μετοχών της εταιρείας Cyber Group Ltd., είχε ως αποτέλεσμα την καταχώριση της παρούσας έφεσης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην εκτεταμένη απόφασή του, εξηγεί γιατί οι εφεσίβλητοι δεν παρέβησαν τις συμφωνίες πώλησης των μετοχών και, συνακόλουθα, δεν είχαν οποιαδήποτε ευθύνη έναντι των εφεσειόντων.
Διατείνονται οι εφεσείοντες ότι η ερμηνεία που δόθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο σε όρους της σύμβασης δεν είναι ορθή, όπως δεν είναι ορθή και η κατάληξη ότι, με τη μεταβίβαση των μετοχών επ' ονόματί τους, υπήρξε διαφοροποίηση των συμφωνιών και τελείωση των συναλλαγών.
Προτού αναφερθώ στις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, παραθέτω, σε συντομία, τις δικογραφημένες θέσεις των διαδίκων:-
Οι εφεσείοντες, με πανομοιότυπες γραπτές συμφωνίες, ημερομηνίας 22/11/2000, συμφώνησαν να αγοράσουν από τον εφεσίβλητο 1, υπό την εγγύηση του εφεσίβλητου 2, συγκεκριμένο αριθμό μετοχών της εταιρείας Cyber Group Ltd. Ήταν ρητός όρος της συμφωνίας, ισχυρίζονται, όπως οι μετοχές θα ήταν εγκεκριμένες από τον Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, (το «Χ.Α.Κ.»). Προς τούτο, κατέβαλαν για κάθε μετοχή 40 σ. αντί 70 σ. που προέβλεπε η συμφωνία. Συνολικά, για την αγορά των μετοχών, κατέβαλαν ποσό £128.000,00. Η εταιρεία Cyber Group Ltd., κατά ή περί τον Ιούλιο του 2001, απέσυρε την αίτηση για εισαγωγή των μετοχών της στο Χ.Α.Κ., με αποτέλεσμα η υλοποίηση της συμφωνίας να καταστεί αδύνατη. Ζήτησαν επιστροφή των χρημάτων τους. Οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν να τα επιστρέψουν, παρά την προθυμία των ιδίων για επιστροφή των μετοχών, που, στο μεταξύ, τους μεταβιβάστηκαν.
Με την Υπεράσπισή τους, οι εφεσίβλητοι, χωρίς να αρνούνται τις συμφωνίες, ισχυρίζονται ότι αυτές δεν προέβλεπαν ότι οι μετοχές θα ήταν εγκεκριμένες από το Χ.Α.Κ. και, περαιτέρω, ότι, παράλληλα με τη συμφωνία για μείωση του τιμήματος από 70 σ. σε 40 σ. για κάθε μετοχή, συμφωνήθηκε οι μετοχές να μεταβιβαστούν άμεσα επ' ονόματι των εφεσειόντων και όχι μετά την έγκριση του ενημερωτικού δελτίου της Cyber Group Ltd., που προέβλεπαν οι συμφωνίες.
Οι εφεσείοντες, με τη μαρτυρία τους, υποστήριξαν ότι οι εφεσίβλητοι παραβίασαν τις συμφωνίες, αφού οι μετοχές που τους μεταβίβασαν το Δεκέμβριο του 2000 δεν ήταν εισηγμένες στο Χ.Α.Κ.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ερμηνεύοντας τους όρους 1 και 2 των συμφωνιών, οι οποίοι προβλέπουν:-
«1. Το Μέρος Β θα προβεί σε όλες τις νομικές ρυθμίσεις που απαιτούνται για τη μεταβίβαση των μετοχών στο όνομα του Μέρους Α. Η μεταβίβαση και έκδοση του πιστοποιητικού των πιο πάνω μετοχών θα γίνει μετά την έγκριση του ενημερωτικού δελτίου της εταιρείας CYBER GROUP LTD από τις αρχές του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου και εντός ΔΕΚΑ ΗΜΕΡΩΝ και σίγουρα πριν την έναρξη διαπραγμάτευσης της μετοχής στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου.
2. Οι μετοχές που θα εκδοθούν επ' ονόματι του μέρους Α θα είναι ισότιμες με όλες τις άλλες διαπραγματεύσιμες μετοχές και άμεσα διαπραγματεύσιμες.»
Κατέληξε ως εξής:-
«Η πρόνοια στον όρο 1, ανωτέρω, ότι 'η μεταβίβαση και έκδοση του πιστοποιητικού .... των μετοχών θα γίνει μετά την έγκριση του ενημερωτικού δελτίου της εταιρείας Cyber Group Ltd από τις αρχές του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου ... και σίγουρα πριν την έναρξη διαπραγμάτευσης' τους, εκ πρώτης όψεως προσδιορίζει το χρόνο κατά τον οποίο θα γινόταν αυτό. Διαβάζοντας την πιο πάνω πρόνοια δεν είναι δυνατό, χωρίς άλλο, να συναχθεί ότι καθορίζει ποιοτικά το είδος των αγορασθέντων μετοχών. Όμως, το θέμα αυτό ρυθμίζεται σαφώς στις δύο πρώτες γραμμές του όρου 2. Εκεί αναφέρεται ότι οι μετοχές που θα εκδίδοντο στους ενάγοντες θα ήταν 'ισότιμες με όλες τις άλλες διαπραγματεύσιμες μετοχές και άμεσα διαπραγματεύσιμες'. Εν ολίγοις όταν θα μεταβιβάζοντο οι μετοχές στους ενάγοντες θα έπρεπε να είχαν τις πιο πάνω ιδιότητες και ειδικότερα θα έπρεπε να ήσαν διαπραγματεύσιμες. Και αυτό βεβαίως θα μπορούσε να συμβεί μόνο μετά την έγκριση του ενημερωτικού δελτίου της εταιρείας που θα καθιστούσε βέβαιη πλέον και άμεσα επικείμενη την είσοδο της στο Χρηματιστήριο. Οπότε έτσι ξεκαθαρίζει και η σημασία του προσδιορισμού του χρόνου όσον αφορά τη μεταβίβαση των μετοχών που γίνεται με τον όρο 1, ανωτέρω. Είναι προς επιβεβαίωση του είδους των πωληθέντων μετοχών που ο εναγόμενος 1 ανέλαβε να μεταβιβάσει στους ενάγοντες και την υποχρέωση του αυτή εγγυήθηκε ο εναγόμενος 2.»
Περαιτέρω, ήταν εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, μετά τη μεταβίβαση των μετοχών στους εφεσείοντες και, συγκεκριμένα, περί τον Ιούλιο του 2001, η εταιρεία Cyber Group Ltd. απέσυρε την αίτησή της για εισαγωγή των μετοχών της στο Χ.Α.Κ. και ότι, σε σύντομο χρόνο μετά την υπογραφή των συμφωνιών, οι εφεσίβλητοι μεταβίβασαν στους εφεσείοντες τις μετοχές, μετά από παραστάσεις των τελευταίων. Οι συμφωνίες υπεγράφησαν 22/11/2000 και οι μετοχές μεταβιβάστηκαν Δεκέμβριο του 2000.
Τα πιο πάνω οδήγησαν στην κατάληξη ότι:-
«..., όταν τον Ιούλιο του 2001 η εταιρεία Cyber απέσυρε την αίτηση της από το Χρηματιστήριο οι ενάγοντες ήσαν ήδη ιδιοκτήτες των μετοχών που είχαν αγοράσει με βάση τις συμφωνίες της 22.11.2000. Και αυτό είχε συμβεί κατά τον Δεκέμβριο του 2000 με την παραλαβή και αποδοχή από αυτούς των σχετικών τίτλων επιφέροντας έτσι την τελείωση των αντίστοιχων συναλλαγών (βλ. Στιβαδώρου ν. Χατζηκώστα (2002) 1 Α.Α.Δ. 497 στη σελίδα 514).
Το γεγονός αυτό το επιβεβαιώνουν οι ενάγοντες και στην έκθεση απαιτήσεως με τη δήλωση στην οποία προβαίνουν στην παράγραφο 9 ότι 'Οι ενάγοντες είναι πρόθυμοι να επιστρέψουν τις μετοχές τους στους εναγομένους'. Εννοούν ασφαλώς τις μετοχές της εταιρείας Cyber τις οποίες απέκτησαν με βάση τις συμφωνίες της 22.11.2000 και η κυριότητα τους σ' αυτές τελειοποιήθηκε με την παραλαβή των τίτλων, όπως αναφέρεται πιο πάνω.
Τα πιο πάνω ευρήματα οδηγούν αβίαστα στο συμπέρασμα ότι σε σχετικά σύντομο χρόνο από τη σύναψη των επιδίκων συμφωνιών, αυτές με τις αντίστοιχες ενέργειες των μερών και ειδικότερα των εναγόντων οι οποίες συνίσταντο στην αποδοχή των τίτλων των μετοχών ενωρίτερα του χρόνου που είχε συμφωνηθεί, είχαν τροποποιηθεί κατά ένα ουσιαστικό τρόπο που αφορούσε στο είδος των μετοχών που οι ενάγοντες τελικώς αποδέχθηκαν να αγοράσουν. Συγκεκριμένα, αποδέχθηκαν να αγοράσουν μετοχές της εταιρείας Cyber οι οποίες δεν ήσαν 'άμεσα διαπραγματεύσιμες'. Πλήρωσαν γι' αυτές και όπως προκύπτει από τα πιο πάνω ευρήματα ανυπομονούσαν να περιέλθουν οι σχετικοί τίτλοι στα χέρια τους και οι μετοχές στην κυριότητα τους γεγονός που επέφερε και τις ανάλογες τροποποιήσεις στις συμφωνίες τους. Αυτό που δεν επρόβλεψαν οι ενάγοντες είναι η απόσυρση της αίτησης από την εταιρεία και βέβαια δεν έκαναν και οποιαδήποτε πρόνοια στις συμφωνίες για το ενδεχόμενο αυτό. Είναι πασίδηλο ότι αυτό που κυριαρχούσε στη σκέψη τους ήταν να πάρουν το συντομότερο δυνατό στα χέρια τους τις μετοχές.»
Με πέντε λόγους έφεσης, αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης σε όλη της την έκταση. Η ερμηνεία, υπέβαλαν οι εφεσείοντες, η οποία δόθηκε στους όρους 1 και 2 των συμφωνιών, δεν είναι ορθή. Ουσιαστική προϋπόθεση για την αγορά των μετοχών ήταν όπως αυτές είναι εισηγμένες στο Χ.Α.Κ. Αυτό είναι διάχυτο στη μαρτυρία της υπόθεσης, τα γεγονότα της εποχής και στον περί Επιστροφής Χρημάτων σε Επενδυτές Νόμο του 2002, (Ν. 168(Ι)/2002). Την περίοδο 1999 - 2000 το σημαντικό για τους αγοραστές μετοχών ήταν αυτές να είναι εισηγμένες στο Χ.Α.Κ. Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το ενδιαφέρον των εφεσειόντων εξαντλείτο στην εξασφάλιση των τίτλων των μετοχών είναι αυθαίρετο, αφού δεν παραιτήθηκαν, σε οποιοδήποτε στάδιο, των δικαιωμάτων τους από τις συμφωνίες.
Έχω εξετάσει όλα όσα οι εφεσείοντες εισηγούνται. Δεν έχω, όμως, εντοπίσει οποιαδήποτε παρανόηση των όρων της συμφωνίας, που να οδήγησε σε λανθασμένη ερμηνεία τους. Η ερμηνεία μιας συμφωνίας είναι θέμα νομικό και αντικείμενό της παραμένει πάντοτε η έννοια των όρων της συμφωνίας, κατά το μέσο λογικό άνθρωπο. Το ερμηνευτικό έργο του δικαστηρίου περιορίζεται στους γραπτούς όρους της συμφωνίας και δεν επεκτείνεται σε εξωγενείς παράγοντες - (βλ. Θεολόγου κ.ά. ν. Κτηματικής Ετ. Νέμεσις Λτδ (1998) 1 Α.Α.Δ. 407· Χ.Π.Θ. Αλεξάνδρου Λτδ ν. Συμβ. Αποχετεύσεων Λ/σίας (1999) 1 Α.Α.Δ. 630). Οι όροι 1 και 2 των συμφωνιών δεν επιδέχονται άλλης ερμηνείας, εκτός αυτής που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Τα όσα ο κ. Αγγελίδης εισηγήθηκε, με σκοπό να πλήξει την ορθότητά της, βρίσκονται εκτός των αρχών που προδιαγράφει η νομολογία σχετικά με την ερμηνεία των όρων μιας συμφωνίας. Η συλλογιστική που ακολούθησε το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι ορθή. Οι εφεσείοντες, κατά το χρόνο που παρέλαβαν τις μετοχές, γνώριζαν ότι η μεταβίβαση δεν ήταν σύμφωνη με τους όρους της συμφωνίας. Οι μετοχές που παρέλαβαν δεν ήταν ισότιμες με όλες τις άλλες διαπραγματεύσιμες μετοχές και ούτε άμεσα διαπραγματεύσιμες, αφού δεν υπήρχε έγκριση του ενημερωτικού δελτίου της εταιρείας Cyber Group Ltd. Ο χρόνος μεταβίβασης και έκδοσης του πιστοποιητικού των μετοχών διαφοροποιήθηκε με δικές τους ενέργειες και χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη κατά την παραλαβή των μετοχών. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό των εφεσειόντων ότι διαμαρτυρήθηκαν προφορικά, ως εκ των υστέρων σκέψη, και είναι καλά γνωστό ότι το εφετείο δεν επεμβαίνει για να ανατρέψει ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου που στηρίζονται στην αξιοπιστία των μαρτύρων. Επεμβαίνει μόνο, όταν τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα, στα οποία το πρωτόδικο δικαστήριο έχει καταλήξει, αντιστρατεύονται την κοινή λογική, ή δε δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, θεωρούμενη στο σύνολό της, ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Απέρριψε τον πιο πάνω ισχυρισμό των εφεσειόντων, γιατί:-
«... δεν υπάρχει ισχυρισμός εκ μέρους τους ότι είτε διέβλεπαν είτε εγνώριζαν ότι τελικώς η εταιρεία δεν θα προωθούσε την αίτηση για εισδοχή της στο Χρηματιστήριο.»
Η παράδοση από τους εφεσίβλητους των τίτλων των μετοχών, μετά την υπογραφή των συμφωνιών και εν γνώσει των εφεσειόντων ότι οι μετοχές δεν ήταν «άμεσα διαπραγματεύσιμες», ολοκλήρωσε τη συμφωνία για την πώλησή τους - (βλ. Στιβαδώρου κ.ά. ν. Χατζηκώστα κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 497). Καταληκτικά, σημειώνω ότι η αξίωση των εφεσειόντων δεν ήταν η επιστροφή των χρημάτων στη βάση παραστάσεων για προοπτική εισαγωγής των τίτλων στο Χ.Α.Κ., σύμφωνα με τα Άρθρα 58Α(3)(β) και 3(3) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμων του 1993 έως (Αρ. 4) του 2000, (όπως τροποποιήθηκαν με το Ν.42(Ι)/2000), αλλά στη βάση παράβασης συμφωνίας.
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.
Η έφεση επιτρέπεται, κατά πλειοψηφία, με έξοδα υπέρ των εφεσειόντων, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ' έφεση. Η πρωτόδικη απόφαση αντικαθίσταται με την απόφαση της πλειοψηφίας (ανωτέρω).
* Βλ. σελ. 9 πρωτόδικης απόφασης.