ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2008) 1 ΑΑΔ 197

29 Φεβρουαρίου, 2008

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ,  ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

ΑΘΗΝΟΥΛΛΑ ΛΟΪΖΟΥ  -  ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗ,

Εφεσείουσα - Εναγόμενη,

ν.

KAS PROPERTIES LTD,

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

ΚΑΙ ΜΕ ΑΝΤΑΠΑΙΤΗΣΗ

ΑΘΗΝΟΥΛΛΑ  ΛΟΪΖΟΥ  -  ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗ,

Εφεσείουσα - Ενάγουσα

                             εξ Ανταπαίτησης,

ν.

1.                                            KAS PROPERTIES LTD,

2.                                            ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ                       ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΓΙΑ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

Εφεσιβλήτων - Εναγομένων

                                                              εξ Ανταπαίτησης.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 308/2005)

 

Συμβάσεις ― Συμβάσεις πωλήσεως ακινήτων ― Παρανομία ― Απόσυρση από το Κτηματολόγιο πωλητηρίων εγγράφων από τους ιδιοκτήτες ― πωλητές, χωρίς τη συγκατάθεση των αγοραστών (οι οποίοι τα είχαν καταθέσει για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης), με την χρήση πλαστών εγγράφων, υποθήκευση του ενός εκ των ακινήτων προς όφελος Συνεργατικού Ιδρύματος και εξασφάλιση σημαντικού ύψους δανείων ― Κατά πόσο οι αγοραστές εδικαιούντο στην έκδοση των αιτουμένων, με την αγωγή τους, διαταγμάτων ειδικής εκτέλεσης της σύμβασης στη βάση του Άρθρου 2 του περί Πωλήσεως Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου, Κεφ.232.

Συμβάσεις ― Παρανομία ― Δεν είναι επιτρεπτή η αποκόμιση οικονομικού οφέλους στη βάση παράνομης ενέργειας.

Συμβάσεις ― Συμβάσεις πωλήσεως ακινήτων ― Ειδική εκτέλεση ― Διέπεται από τον περί Πωλήσεως Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμο, Κεφ.232 ― Η εγγραφή της σύμβασης δυνάμει του Κεφ.232 παρεμβάλλει, εν πάση περιπτώσει, κώλυμα στη διάθεση του ακινήτου από τον ιδιοκτήτη σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο.

Ευρήματα Δικαστηρίου ― Διαπιστώσεις, συναγωγή συμπερασμάτων και κατάληξη σε ευρήματα, είναι έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο, εφόσον οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική και δε δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, ή όταν τα συμπεράσματά του είναι εξ αντικειμένου παράλογα ή αυθαίρετα.

Η εφεσείουσα - εναγόμενη (η εφεσείουσα), είναι ιδιοκτήτρια δύο ακινήτων, το ένα από τα οποία βρίσκεται στον Αρχάγγελο και το άλλο στον Πεδουλά. Δυνάμει δύο πωλητηρίων εγγράφων, Τεκμ. 1 και 2, ημερομηνίας 1.9.1993 πώλησε τα πιο πάνω ακίνητα στους εφεσίβλητους 1 - ενάγοντες 1 (οι εφεσίβλητοι) έναντι των ποσών των Λ.Κ.42.000,00 και Λ.Κ.43.000,00, αντίστοιχα. Οι εφεσίβλητοι κατέβαλαν στην εφεσείουσα τα συμφωνηθέντα ποσά, η τελευταία όμως αρνήθηκε να τους μεταβιβάσει τα κτήματα, με αποτέλεσμα οι πρώτοι να καταχωρήσουν αγωγή, ζητώντας διατάγματα ειδικής εκτέλεσης των πωλητηρίων εγγράφων, ως και διαταγή εξόδων. Η εφεσείουσα, με την ανταπαίτησή της, ζητά δήλωση του Δικαστηρίου ότι τα εν λόγω πωλητήρια έγγραφα είναι άκυρα και χωρίς νομικό αποτέλεσμα ως και ταυτόσημη απαίτηση εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Για τους σκοπούς της υπόθεσης από πλευράς εφεσιβλήτων κατέθεσαν, ως κύριος μάρτυρας, ο Μ.Ε.2 διευθυντής τους, και άλλοι δύο μάρτυρες, και από πλευράς εφεσείουσας 17 μάρτυρες. Κύριοι μάρτυρες γι' αυτήν ήταν η ίδια - Μ.Υ.6 - και ο σύζυγός της Μ.Υ.1.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη στις ακόλουθες διαπιστώσεις επί γεγονότων, οι οποίες ανάγονται σε κοινώς παραδεκτά γεγονότα και σε μαρτυρία που δεν έχει αμφισβητηθεί:

 1. Στις 28.9.1992, η εφεσείουσα, διόρισε το σύζυγό της ΜΥ1 γενικό πληρεξούσιο αντιπρόσωπό της σε σχέση με την πώληση των επίδικων ακινήτων. Ο ΜΥ1 ο οποίος είναι δικηγόρος ασκών το επάγγελμα για περίπου 25 χρόνια, ανέστειλε περί το τέλος του 1992 τις δραστηριότητές του σαν δικηγόρος, γιατί το Πειθαρχικό Συμβούλιο των Δικηγόρων του αφαίρεσε την άδεια άσκησης επαγγέλματος, για περίοδο άγνωστης χρονικής διάρκειας. Οι εφεσίβλητοι ήταν και είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης.

 2. Τα πωλητήρια έγγραφα υπέγραψε για τους εφεσίβλητους ο ΜΕ2, ενώ στη θέση του πωλητή υπέγραψε ο σύζυγος της εφεσείουσας, ΜΥ1.

 3. Οι εφεσίβλητοι εξέδωσαν στο όνομα του ΜΥ1 δύο επιταγές, η μια για Λ.Κ.13.000,00, και η άλλη για Λ.Κ.12.000,00, ταυτόχρονα με την υπογραφή των Τεκμ. 1 και 2, οι οποίες εξαργυρώθηκαν, αφού κατατέθηκαν από την εφεσείουσα στο λογαριασμό της εταιρείας Neomiros Epichirisis Ltd (Τεκμ.33).

 4. Κατά το χρόνο της υπογραφής των επιδίκων εγγράφων τα επίδικα κτήματα ήσαν υποθηκευμένα προς όφελος τρίτων. Στις 6 και 8.9.1993, οι εφεσίβλητοι εξόφλησαν τις υποθήκες πληρώνοντας τα ποσά των Λ.Κ.9.200.00 και Λ.Κ.15.990.00, οπόταν τους παραδόθηκαν τα πρωτότυπα των τίτλων ιδιοκτησίας. Οι πληρωμές αυτές υπολογίστηκαν έναντι του τιμήματος αγοράς των κτημάτων.

 5. Οι εφεσίβλητοι ενέγραψαν τα επίδικα πωλητήρια έγγραφα στο Κτηματολόγιο Λευκωσίας για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης.

 6. Στις 23.9.1993 καταβλήθηκε στην εφεσείουσα το συνολικό ποσό των Λ.Κ.31.900.00. Το εν λόγω ποσό καταβλήθηκε με δύο επιταγές η μια για το ποσό Λ.Κ.11.100.00, η δε άλλη για το ποσό Λ.Κ.20.800.00. Οι εν λόγω επιταγές εξαργυρώθηκαν αφού κατατέθηκαν από την εφεσείουσα στο λογαριασμό της εταιρείας Neomiros Epichirisis Ltd.

 7. Τον Σεπτέμβριο του 1993 (η ακριβής ημερομηνία αμφισβητείται), ο ΜΥ1 παρέδωσε στον ΜΕ2 δύο αμετάκλητα ειδικά πληρεξούσια έγγραφα (Τεκμ.16 Α και 16 Β), με τα οποία ο ΜΥ1, σαν γενικός πληρεξούσιος αντιπρόσωπος της εφεσείουσας, εξουσιοδοτεί τον ΜΕ2, μεταξύ άλλων, να πωλήσει τα επίδικα ακίνητα σε οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο και με οποιουσδήποτε όρους.

 8. Στις 23.9.1993 οι εφεσίβλητοι εξόφλησαν το ποσό του τιμήματος. Την επομένη η εφεσείουσα και ο ΜΥ2 εξέφρασαν την επιθυμία τους να ακυρώσουν τα επίδικα έγγραφα. Τότε ο ΜΕ2, πληροφόρησε την εφεσείουσα και το σύζυγό της πως οι εφεσίβλητοι δεν θα είχαν ένσταση να ακυρωθούν τα επίδικα έγγραφα, νοουμένου ότι θα τους επιστρέφονταν όλα τα ποσά που της είχαν καταβάλει δυνάμει των επιδίκων εγγράφων, όπως και τα έξοδά τους. Τελικά, συμφωνήθηκε η ακύρωση των επίδικων εγγράφων υπό τον όρο, όμως, να εξαργυρωθούν τόσο οι επιταγές Τεκμ.18, που η εφεσείουσα έκδωσε και παρέδωσε στον Μ.Ε.2, και που αντιπροσώπευαν τα ποσά που της είχαν καταβληθεί δυνάμει των επίδικων εγγράφων, όσο και η επιταγή που έκδωσε ο σύζυγός της για κάλυψη των εξόδων των εφεσιβλήτων, τα οποία είχαν συμφωνηθεί. Οι επιταγές αυτές κατατέθηκαν για εξαργύρωση, επιστράφηκαν όμως απλήρωτες με την ένδειξη "αναφερθείτε στον εκδότη".

 9. Στις 8.2.1994 η εφεσείουσα έπαυσε το σύζυγό της από γενικό πληρεξούσιό της, αποσύροντας παράλληλα το σχετικό πληρεξούσιο.

10.  Η εφεσείουσα κλήθηκε με επιστολή των δικηγόρων των εφεσιβλήτων όπως στις 24.2.1994 προσέλθει στο Κτηματολόγιο Λευκωσίας για σκοπούς μεταβίβασης των επίδικων κτημάτων στο όνομα των εφεσιβλήτων, πράγμα που η εφεσείουσα δεν έκαμε. Σαν αποτέλεσμα στις 24.03.94 καταχωρήθηκε η παρούσα αγωγή.

11.  Δυνάμει δύο επιστολών του ΜΥ2 Μάρκου Χρ. Μάρκου προς το Διευθυντή του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λευκωσίας, τα επίδικα έγγραφα αποσύρθηκαν από το Κτηματολόγιο, το μεν έγγραφο με αρ.Ε643/93 στις 13.12.1994 το δε έγγραφο με αρ. Ε644/93 στις 10.3.1995. Οι εφεσίβλητοι κατήγγειλαν την υπόθεση στην Αστυνομία. Ακολούθησε ποινική υπόθεση εναντίον της εφεσείουσας και του ΜΥ1 για πλαστογραφία και κυκλοφορία εγγράφων. Ο ΜΥ1 κρίθηκε ένοχος και τιμωρήθηκε με φυλάκιση ενώ η εφεσείουσα αθωώθηκε. Η καταδίκη και η ποινή επικυρώθηκαν κατά πλειοψηφία.

12.  Μετά την απόσυρση των επίδικων εγγράφων από το Κτηματολόγιο, πριν όμως την επαναφορά τους από το Διευθυντή του Κτηματολογίου, η εφεσείουσα υποθήκευσε το ακίνητό της στην περιοχή Αρχαγγέλου προς όφελος του Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Αγίου Δομετίου Λίμιτεδ, από το οποίο εξασφάλισε δάνεια, δύο φορές. Την πρώτη, στις 14.12.1994 για ποσό Λ.Κ.40.000.00 (πρώτη υποθήκη) και τη δεύτερη, στις 13.9.1995 για ποσό Λ.Κ.35.000.00 (δεύτερη υποθήκη).

13.  Μετά την 1.9.1993, ημερομηνία υπογραφής των επιδίκων εγγράφων, και μέχρι τις αρχές 1994, πρόσωπα, που δεν είχαν σχέση με τους εφεσίβλητους, συνέχισαν τις οικοδομικές εργασίες στην οικοδομή της εφεσείουσας, που βρίσκεται στον Αρχάγγελο.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε επίσης, μεταξύ άλλων, στα ακόλουθα ευρήματα:

1.      Η άρνηση της εφεσείουσας να μεταβιβάσει τα επίδικα ακίνητα στο όνομα των εφεσιβλήτων, ως η συμβατική της υποχρέωση, συνιστά παραβίαση από μέρους της των όρων των επίδικων συμφωνιών.

2.  Η απόσυρση από την εφεσείουσα του εγγράφου, με το οποίο διόριζε τον Μ.Υ.1. γενικό πληρεξούσιο αντιπρόσωπο της στις 8.2.1994, έγινε εν αγνοία των εφεσιβλήτων και με στόχο να καταστούν ανενεργά τα ειδικά πληρεξούσια, Τεκμ.16 Α και 16 Β, και με αυτό τον τρόπο να καταστεί, όπως και τελικά κατέστη, ουσιαστικά αδύνατο για τους εφεσίβλητους, να πετύχουν, με τη χρήση των εν λόγω εγγράφων, τη μεταβίβαση των ακινήτων στο όνομα τους ή την πώληση του σε τρίτους και την απευθείας μεταβίβαση στο όνομα τους.

3.  Καθ' όλον τον ουσιώδη χρόνο ο μεν Μ.Υ.1 ενεργούσε σαν πλήρως εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος της εφεσείουσας, ο δε Μ.Ε.2 σαν πλήρως εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος των εφεσιβλήτων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε Διατάγματα Ειδικής Εκτέλεσης των πωλητηρίων εγγράφων ως και διαταγή εξόδων. Η ανταπαίτηση της εφεσείουσας και η εξ ανταπαιτήσεως ταυτόσημη απαίτησή της εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας απορρίφθηκαν με έξοδα υπέρ των εξ ανταπαιτήσεως εναγομένων 2 - εφεσιβλήτων 2.

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση.

Με τους λόγους έφεσης, στην ουσία, προσβάλλονται τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων της εφεσείουσας. Η τελευταία υποστηρίζει ότι εσφαλμένα η ίδια και ο σύζυγός της κρίθηκαν αναξιόπιστοι, αφού η μαρτυρία τους συνάδει με την μαρτυρία των υπολοίπων μαρτύρων Υπεράσπισης, οι οποίοι κρίθηκαν αξιόπιστοι.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στις αρχές που διέπουν την κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων και την εξουσία για διαπίστωση των γεγονότων από το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθώς επίσης και στις προϋποθέσεις που πρέπει να ικανοποιηθούν για να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου στις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:

1.  Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η συγκατάθεση των εφεσιβλήτων για ακύρωση των επιδίκων εγγράφων τελούσε υπό τον σαφή και αδιαμφισβήτητο όρο εξαργύρωσης των επιταγών της εφεσείουσας Τεκμ. 18 όπως και αυτής του συζύγου της για τα έξοδα τους - όρος ο οποίος ποτέ δεν εκπληρώθηκε - είναι ορθή. Ορθή είναι επίσης και η διαπίστωσή του ότι η απόσυρση των δύο επιδίκων εγγράφων από το Κτηματολόγιο, ήταν προϊόν παρανομίας στην οποία οι εφεσίβλητοι δεν είχαν οποιαδήποτε συμμετοχή.

2.  Η εκδοχή την οποία αποδέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο εύλογα υποστηρίζεται στο πλέγμα της όλης σχέσης των διαδίκων. Δεν διαπιστώνεται οποιοδήποτε σφάλμα είτε στον τρόπο με τον οποίο το Δικαστήριο προσέγγισε και αξιολόγησε γενικά τη μαρτυρία είτε στη νομική κατάληξή του.

3.  Το γεγονός ότι το Δικαστήριο έκρινε αξιόπιστους τους υπόλοιπους μάρτυρες Υπεράσπισης δεν επηρεάζει, καθ' οιονδήποτε τρόπο, τα ευρήματα της αξιοπιστίας σε σχέση με την εφεσείουσα, το σύζυγό της και το Μ.Υ.2, αφού η μαρτυρία των εν λόγω μαρτύρων αφορούσε, ουσιαστικά, σε κοινώς αποδεκτά γεγονότα και δεν είχε οποιαδήποτε σχέση με τα επίδικα έγγραφα.

4.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά την έκδοση των διαταγμάτων ειδικής εκτέλεσης, δεν περιορίστηκε στην απόρριψη της μαρτυρίας της εφεσείουσας, αλλά αναζήτησε και παρέθεσε, με λεπτομέρεια, όσα, μέσα από τα γεγονότα, το εμπόδιζαν να ασκήσει υπέρ της τη διακριτική του εξουσία και να μην εκδώσει τα αιτούμενα διατάγματα.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Τράπεζα Κύπρου κ.ά. v. Coudounaris Ltd κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 641,

Αθανασίου κ.ά. v. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Πασχαλίδης, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 2730/94), ημερομ. 8.9.05.

Α. Ευτυχίου, για την Εφεσείουσα.

Γ. Κορφιώτης, με Ι. Κορφιώτη, για την Εφεσίβλητη 1.

Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη 2.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Εναντίον της εφεσείουσας εκδόθηκαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, στην Αγωγή Αρ. 2730/1994, Διατάγματα Ειδικής Εκτέλεσης δύο πωλητηρίων εγγράφων, ημερομηνίας 1/9/1993, ως και διαταγή εξόδων.  Ανταπαίτηση της εφεσείουσας για δήλωση από το Δικαστήριο ότι τα εν λόγω πωλητήρια έγγραφα είναι άκυρα και χωρίς νομικό αποτέλεσμα ως και η, εξ ανταπαιτήσεως, ταυτόσημη απαίτησή της εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας απορρίφθηκαν, με έξοδα υπέρ των εξ ανταπαιτήσεως εναγομένων 2 - εφεσιβλήτων 2. 

Η εφεσείουσα, με εννέα λόγους έφεσης, στο περιεχόμενο των οποίων θα αναφερθούμε, αφού πρώτα παραθέσουμε το ιστορικό της υπόθεσης με όση συντομία τα γεγονότα το επιτρέπουν, αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης σε όλη της την έκταση. 

Σύμφωνα με την εκδοχή των εφεσιβλήτων 1, η εφεσείουσα, ιδιοκτήτρια των ακινήτων με Αρ. Εγγραφής C1837, Φ/Σχ. 30/4.Ε.2, Τεμάχιο 1765, στην Κάτω Λακατάμια, και Αρ. Εγγραφής 12942, Φ/Σχ. 3726, Χωρ. 1170, Τμήμα 7/493, στο χωριό Πεδουλάς, τους πώλησε, δυνάμει δύο πωλητηρίων εγγράφων, ημερομηνίας 1/9/1993, τα δύο πιο πάνω ακίνητα, αντί των ποσών των £Κ42.000,00 και £Κ43.000,00, αντίστοιχα.  Παρά το γεγονός ότι της κατέβαλαν τα συμφωνηθέντα ποσά και την κάλεσαν επανειλημμένα - και με επιστολή των συνηγόρων τους, ημερομηνίας 21/2/1994 - να τους μεταβιβάσει τα ακίνητα, αυτή παρέλειψε και/ή αρνήθηκε να το πράξει, με αποτέλεσμα να καταχωρίσουν αγωγή.

Με την Υπεράσπισή της, η εφεσείουσα απέρριπτε τους ισχυρισμούς των εφεσιβλήτων 1 και ισχυριζόταν ότι τα πωλητήρια έγγραφα ήταν εικονικά.  Καταρτίστηκαν, είπε, από τους εφεσίβλητους 1 με σκοπό τη συγκάλυψη συμφωνίας δανείου.  Χωρίς να αρνηθεί την υπογραφή των εγγράφων από το σύζυγό της, πρόβαλε ότι αυτά υπεγράφησαν εν αγνοία της και χωρίς τη συγκατάθεσή της. Με την ανταπαίτησή της, αξίωνε όπως τα έγγραφα κηρυχθούν από το Δικαστήριο άκυρα, ως  αποτέλεσμα δόλου και/ή ψευδών παραστάσεων εκ μέρους αξιωματούχου των εφεσιβλήτων 1 αλλά και γιατί αυτά, μετά που ενεγράφησαν από τους εφεσίβλητους 1 στο Κτηματολόγιο για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης, αποσύρθηκαν. 

Για τους σκοπούς της υπόθεσης, από πλευράς εφεσιβλήτων 1, κατέθεσαν τρεις μάρτυρες, με κύριο το διευθυντή τους - Μ.Ε.2 και, από πλευράς εφεσείουσας, 17 μάρτυρες.  Κύριοι μάρτυρες γι' αυτήν ήταν η ίδια - Μ.Υ.6, ο σύζυγός της - Μ.Υ.1 και ακόμη δύο μάρτυρες - (Μ.Υ.2 και Μ.Υ14).  Η υπόλοιπη μαρτυρία της εφεσείουσας, αφορούσε, ουσιαστικά, σε παραδεκτά γεγονότα και σε άλλα που ακολούθησαν της υπογραφής των επίδικων συμφωνιών, αλλά δεν αμφισβητήθηκαν. 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, προτού ασχοληθεί με την αξιολόγηση της μαρτυρίας, προέβη σε σειρά διαπιστώσεων επί γεγονότων, οι οποίες ανάγονται σε κοινώς παραδεκτά γεγονότα και σε μαρτυρία που δεν έχει αμφισβητηθεί.  Τις παραθέτουμε:-

«1. Η εναγόμενη, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, ήταν και εξακολουθεί να είναι σύζυγος του ΜΥ1.  Κατά τον ίδιο χρόνο, η εναγόμενη ήταν και είναι ιδιοκτήτρια των επίδικων ακινήτων, ενώ ο ΜΥ1 είναι δικηγόρος, επάγγελμα το οποίο ασκεί εδώ και 25 περίπου χρόνια.  Τέλος του 1992 ο ΜΥ1 ανέστειλε τις δραστηριότητες του σαν δικηγόρος, γιατί το Πειθαρχικό Συμβούλιο των Δικηγόρων του αφαίρεσε την άδεια άσκησης επαγγέλματος, για περίοδο άγνωστης χρονικής διάρκειας. Οι ενάγοντες ήταν και είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης.

 2.  Στις 28.9.1992, η εναγόμενη, διόρισε τον σύζυγο της γενικό πληρεξούσιο αντιπρόσωπό της.  Κατά το χρόνο υπογραφής των επίδικων εγγράφων, το σχετικό έγγραφο διορισμού, (Τεκμ.7), ήταν σε ισχύ και ήταν κατατεθειμένο στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λευκωσίας.

 3.  Τα επίδικα πωλητήρια έγγραφα υπεγράφησαν την 1.9.1993 στα γραφεία των εναγόντων στη Λευκωσία.  Για τους ενάγοντες τα υπέγραψε ο διευθυντής και μέτοχος της εταιρείας, Αδάμος Χαρίτωνος, ΜΕ2, ενώ στη θέση του πωλητή υπέγραψε ο σύζυγος της εναγομένης.  Τα έγγραφα υπογράφουν σαν μάρτυρες, οι ΜΕ3 και ΜΥ3.

 4.  Ταυτόχρονα με την υπογραφή των Τεκμ.1 και 2, εκδόθηκαν από τους ενάγοντες στο όνομα του ΜΥ1 δύο επιταγές, η μια για ΛΚ13.000.00, και η άλλη για ΛΚ12.000.00, οι οποίες έχουν εξαργυρωθεί.  Οι εν λόγω επιταγές έχουν οπισθογραφηθεί τόσο από τον ΜΥ1 όσο και από τον ΜΕ2. Παράλληλα ο ΜΥ1 έκδωσε δύο αποδείξεις είσπραξης για τα εν λόγω ποσά.  Φωτοαντίγραφα των εν λόγω αποδείξεων, όπως και των επιταγών, κατατέθηκαν σαν Τεκμ. 8 και 9.

 5.  Κατά το χρόνο υπογραφής των επίδικων εγγράφων, τα επίδικα ακίνητα ήταν υποθηκευμένα προς όφελος τρίτων.  Το ακίνητο στον Αρχάγγελο ήταν υποθηκευμένο (Υ2442/93) προς όφελος της UNIVERSAL LIFE, από την οποία η εναγόμενη, πριν τον Σεπτέμβρη 1993, είχε εξασφαλίσει δάνειο ύψους Λ.Κ.30.000.00, μέρος μόνο του οποίου, όμως, και συγκεκριμένα ποσό Λ.Κ.15.500,00 είχε καταβληθεί στην εναγόμενη και αυτό πριν την υπογραφή των επίδικων εγγράφων. Το ακίνητο στον Πεδουλά ήταν υποθηκευμένο προς όφελος κάποιου Κωστάκη Κασσινίδη (Υ7945/92).  Με τη μεσολάβηση του ΜΥ1, διευθετήθηκε συνάντηση του ΜΕ2 με τους ενυπόθηκους δανειστές, στους οποίους στις 6 και 8.9.1993 αντίστοιχα, καταβλήθηκαν από τους ενάγοντες, στην παρουσία και μέσω του ΜΥ1, για λογαριασμό της εναγομένης, για μεν την εξόφληση της υποθήκης Υ7945/92, το ποσό των Λ.Κ.9.200.00, για δε την εξόφληση της υποθήκης Υ2442/93, το ποσό των Λ.Κ.15.990.00.  Αναφορικά με τις εν λόγω πληρωμές, εκδόθηκαν από τον Μ.Υ.1, δύο αποδείξεις είσπραξης, Τεκμ.10 και 13 αντίστοιχα.  Παράλληλα, ο Μ.Υ.1 έκδωσε τρίτη απόδειξη είσπραξης (Τεκμ. 11) για το ποσό των Λ.Κ.3.000.00.  Με την εξόφληση των δύο υποθηκών, παραδόθηκαν στον Μ.Ε.1 τα πρωτότυπα των τίτλων ιδιοκτησίας των επίδικων κτημάτων.

 6.  Στις 6.9.1993, οι ενάγοντες ενέγραψαν τα επίδικα πωλητήρια έγγραφα στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λευκωσίας για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης.  Στα εν λόγω έγγραφα δόθηκαν οι αριθμοί Π.Ε.643/93 και Π.Ε.644/93, αντίστοιχα.  Το μεν πρώτο αφορά το ακίνητο στον Αρχάγγελο το δε δεύτερο το ακίνητο στον Πεδουλά. Σχετικό είναι το Τεκμ.12.

 7.  Στις 23.9.93, σε συνάντηση που έλαβε χώρα στα γραφεία των εναγόντων, καταβλήθηκε στην εναγόμενη το συνολικό ποσό των ΛΚ31.900.00.  Το εν λόγω ποσό καταβλήθηκε με δύο επιταγές της Σ.Π.Ε. Γερίου, που εκδόθηκαν στο όνομα της εναγόμενης από τα Τουριστικά Γραφεία Μέριμνα και παραδόθηκαν στην ίδια από τον ΜΕ2, η μια για το ποσό των Λ.Κ.11.100.00, η δε άλλη για το ποσό Λ.Κ.20.800.00. Οι εν λόγω επιταγές εξαργυρώθηκαν, αφού κατατέθηκαν από την εναγόμενη στο λογαριασμό της εταιρείας της Neoomiros Epichirisis Ltd. (Τεκμ.33).  Αναφορικά με τις εν λόγω πληρωμές, η εναγόμενη έκδωσε δύο αποδείξεις είσπραξης. Φωτοαντίγραφα των εν λόγω αποδείξεων, όπως και των δύο επιταγών, κατατέθηκαν σαν Τεκμήρια 14 και 15 αντίστοιχα.  Κατά την εν λόγω συνάντηση, ο Μ.Ε.2 ζήτησε από την εναγόμενη, η οποία και έθεσε την μονογραφή της στις αποδείξεις Τεκμήρια 8, 9, 10, 11 και 13. 

 8.  Μέσα  στο  Σεπτέμβρη του 1993, η ακριβής ημερομηνία αμφισβητείται από τις δύο πλευρές, ο ΜΥ1 παρέδωσε στον ΜΕ2 δύο αμετάκλητα ειδικά πληρεξούσια έγγραφα, (Τεκμ. 16Α και Β αντίστοιχα). Με τα εν λόγω πληρεξούσια, ο ΜΥ1, υπό την ιδιότητα του σαν γενικός πληρεξούσιος αντιπρόσωπος της εναγόμενης, εξουσιοδοτεί τον ΜΕ2, μεταξύ άλλων, να πωλήσει τα επίδικα ακίνητα σε οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο και με οποιουσδήποτε όρους.  Τα εν λόγω πληρεξούσια έγγραφα έχουν πιστοποιηθεί από πιστοποιούντα υπάλληλο στις 10.9.93.

 9.  Μέσα στο Σεπτέμβρη του 1993, η ακριβής ημερομηνία επίσης αμφισβητείται από τις δύο πλευρές, η εναγόμενη έκδωσε, επί του λογαριασμού της εταιρείας της Neomiros Epichrisis Ltd, δύο επιταγές (Τεκμ.18), στο όνομα των εναγόντων για το συνολικό ποσό των Λ.Κ.85.000.00 με ημερομηνία εξαργύρωσης την 20.1.1994, τις οποίες και παρέδωσε στον ΜΕ2.  Οι εν λόγω επιταγές κατατέθηκαν από τους ενάγοντες για εξαργύρωση στις 20.1.1994, επιστράφηκαν όμως απλήρωτες με την ένδειξη 'αναφερθείτε στον εκδότη'. Οι εν λόγω επιταγές παραμένουν ανεξαργύρωτες.

10. Σε ημερομηνία η οποία επίσης αμφισβητείται από τις δύο πλευρές ο ΜΥ1 έκδωσε μια επιταγή στο όνομα του Χαράλαμπου Ταουσιάνη, μετόχου των εναγόντων, για το ποσό των Λ.Κ.2.650.00.  Και η εν λόγω επιταγή, κατατέθηκε στην τράπεζα και επεστράφη ανεξαργύρωτη.

11. Μέσα στο Σεπτέμβρη του 1993, η ακριβής ημερομηνία αμφισβητείται από τις δύο πλευρές, ο ΜΕ2 υπέγραψε και παρέδωσε στην εναγόμενη και το σύζυγο της τις δηλώσεις, Τεκμ. 17 Α και 17 Β, το κείμενο των οποίων είχε συντάξει, ιδιοχείρως, ο ΜΥ1, σύζυγος της εναγομένης.  Στο περιεχόμενο των εν λόγω δηλώσεων θα κάμω αναφορά σε κατοπινό στάδιο.

12.    Στις 8.2.1994, η εναγόμενη με την επιστολή της Τεκμ.19, έπαυσε τον σύζυγο της από γενικό πληρεξούσιο της, αποσύροντας παράλληλα το σχετικό γενικό πληρεξούσιο, Τεκμ.7, από το Κτηματολόγιο Λευκωσίας όπου ήταν κατατεθειμένο.

13. Οι ενάγοντες με επιστολή των δικηγόρων τους ημερ. 21.2.1994, Τεκμ.20, η οποία παραδόθηκε διά χειρός, στην εναγόμενη προσωπικά, πριν τις 24.2.1994, καλούσαν την εναγόμενη όπως στις 24.2.1994 και ώρα 9.00 πρωινή, προσέλθει στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λευκωσίας για σκοπούς μεταβίβασης των επίδικων κτημάτων στο όνομα των εναγόντων, πράγμα που η εναγόμενη δεν έκαμε.  Σαν αποτέλεσμα στις 24.03.94 καταχωρήθηκε η παρούσα αγωγή.

14. Δυνάμει δύο επιστολών (Τεκμ. 4 Α και 4 Β), του Μάρκου Χρ. Μάρκου, Μ.Υ.2, προς το Διευθυντή του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λευκωσίας, τα επίδικα έγγραφα, αποσύρθηκαν από το Κτηματολόγιο, το μεν έγγραφο με αριθμό Ε643/93 στις 13.12.1994, το δε έγγραφο με αριθμό Ε644/93, στις 10.3.1995.

15. Οι ενάγοντες, οι οποίοι πληροφορήθηκαν την απόσυρση από το Κτηματολόγιο των επίδικων εγγράφων, κατάγγειλαν την υπόθεση στην αστυνομία, η οποία και άρχισε έρευνες, σαν αποτέλεσμα των οποίων καταχωρήθηκε η υπ' αρ. 24994/98 ποινική υπόθεση εναντίον της εναγόμενης και του συζύγου της, ΜΥ1. Μεταξύ άλλων, η εν λόγω υπόθεση, αφορούσε τα αδικήματα της πλαστογραφίας των εγγράφων με βάση τα οποία αποσύρθηκαν από το Κτηματολόγιο Λευκωσίας τα επίδικα πωλητήρια έγγραφα, όπως και της κυκλοφορίας τους. Ο ΜΥ1 βρέθηκε ένοχος σε αριθμό κατηγοριών, μεταξύ των οποίων και αυτές που αφορούσαν στην πλαστογραφία και κυκλοφορία των εν λόγω εγγράφων και σ' αυτόν επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης, ενώ η εναγόμενη αθωώθηκε. Η απόφαση καταδίκης, όπως και η απόφαση για την ποινή, επικυρώθηκαν, κατά πλειοψηφία από το Ανώτατο Δικαστήριο.  (Βλ. Τεκμ. 20 - 25).

16. Στις 9.5.2003, σαν αποτέλεσμα σχετικής γνωμοδότησης της Γενικής Εισαγγελίας, (Τεκμ.3), στην οποία οι ενάγοντες είχαν κάμει παραστάσεις, τα επίδικα έγγραφα επαναφέρθηκαν στους φακέλους του Κτηματολογίου Λευκωσίας.

17.    Μετά την απόσυρση των επίδικων εγγράφων από το Κτηματολόγιο, πριν όμως την επαναφορά τους, η εναγόμενη υποθήκευσε το ακίνητο της στην περιοχή Αρχαγγέλου προς όφελος του Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Αγίου Δομετίου Λίμιτεδ, από το οποίο εξασφάλισε δάνεια, δύο φορές. Την πρώτη, στις 14.12.1994 για ποσό Λ.Κ.40.000.00 (πρώτη υποθήκη) και τη δεύτερη, στις 13.9.1995 για ποσό Λ.Κ.35.000.00 (δεύτερη υποθήκη).

18. Μετά την 1.9.1993, ημερομηνία  υπογραφής  των  επίδικων εγγράφων, και μέχρι τις αρχές 1994, πρόσωπα, που δεν είχαν σχέση με τους ενάγοντες, συνέχισαν τις οικοδομικές εργασίες στην οικοδομή της εναγόμενης, που βρίσκεται στον Αρχάγγελο.

19. Η αγοραία αξία του ακινήτου της εναγόμενης που βρίσκεται στον Αρχάγγελο, στις 8.2.1994, ήταν Λ.Κ.65.000.00, ενώ η αξία του σε περίπτωση αναγκαστικής πώλησης Λ.Κ.52.000.00 (Τεκμ.31). Για την οικοδομή που βρίσκεται στο εν λόγω ακίνητο υπάρχει άδεια οικοδομής, όπως και πιστοποιητικό τελικής έγκρισης, Τεκμ. 32 Α και 32 Β, αντίστοιχα.»

Η θέση της εφεσείουσας, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε, αφού έκρινε την ίδια, το σύζυγό της και το Μ.Υ.2 αναξιόπιστους, είναι ότι, για την υπογραφή των πωλητηρίων εγγράφων για τα οποία διατάχθηκε ειδική εκτέλεση, ως και όλων των εγγράφων που ακολούθησαν και σχετίζονται με αυτά - όπως αποδείξεων, επιταγών - αυτή και ο σύζυγός της εξαπατήθηκαν από το διευθυντή των εφεσιβλήτων 1, Μ.Ε.2, ο οποίος, με διάφορα μέσα, θεμιτά και αθέμιτα, τους ξεγέλασε και απέσπασε τις υπογραφές τους.  

Αποδεχόμενο το πρωτόδικο Δικαστήριο την εκδοχή των εφεσιβλήτων 1, τους μάρτυρες των οποίων έκρινε αξιόπιστους, κατέληξε, επιπρόσθετα των διαπιστώσεών του στη βάση των παραδεκτών γεγονότων, τα οποία έχουμε ήδη παραθέσει, και στα πιο κάτω ευρήματα και συμπεράσματα:-

«1. Τον Αύγουστο 1993, ο Μ.Υ.1, επειδή αυτός και η σύζυγος του αντιμετώπιζαν οικονομικά προβλήματα, ενεργώντας κατ' εντολή της συζύγου του, επισκέφθηκε τον Μ.Ε.2 στα γραφεία του και του ανέθεσε την εξεύρεση αγοραστή για τα επίδικα ακίνητα.  Τον Μ.Ε.2 σύστησε στον Μ.Υ.1 ο Μ.Υ.14, του οποίου τη βοήθεια είχε ζητήσει ο Μ.Υ.1.  Ο Μ.Υ.1 εφοδίασε τον Μ.Ε.2 με φωτοαντίγραφα των τίτλων, πιστοποιημένο αντίγραφο του γενικού πληρεξουσίου εγγράφου του Μ.Υ.1 (Τεκμ.7) και, αναφορικά με την αξία των επίδικων ακινήτων, διόρισε εκτιμητή με την έκθεση του οποίου (Τεκμ.6), επίσης εφοδίασε τον Μ.Ε.2.  Η αγοραία αξία του ακινήτου στην περιοχή Αρχάγγελου ήταν κατά τον εν λόγω χρόνο Λ.Κ.50.000.00, ενώ η αντίστοιχη του ακινήτου που βρίσκεται στον Πεδουλά Λ.Κ.52.000.00.  Η τιμή τους σε περίπτωση καταναγκαστικής πώλησης ήταν, για μεν το ακίνητο στον Αρχάγγελο Λ.Κ.40.000.00 για δε το ακίνητο στον Πεδουλά Λ.Κ.39.000.00. Επειδή οι ενάγοντες, αποφάσισαν την αγορά των επίδικων κτημάτων με πρόθεση τη μεταπώληση τους, με σκοπό το κέρδος, υπεγράφησαν τα επίδικα έγγραφα.

2. Δυνάμει των επίδικων εγγράφων, η εναγόμενη πώλησε στους ενάγοντες οι οποίοι και αγόρασαν με βάση τους όρους που περιέχονται στα εν λόγω έγγραφα, τα επίδικα ακίνητα.  Εκ μέρους και για λογαριασμό της εναγόμενης, υπέγραψε σαν πωλητής τα επίδικα έγγραφα, ο σύζυγος της και τότε γενικός πληρεξούσιος αντιπρόσωπος της, Μιχάλης Χαραλαμπίδης (ΜΥ1).  Στα επίδικα έγγραφα υπέγραψαν σαν μάρτυρες, στην παρουσία τόσο του ΜΕ2 όσο και του ΜΥ1, οι ΜΕ3 και ΜΥ3.

3.  Κατά τον ουσιώδη χρόνο, στο μεν ακίνητο που βρίσκεται στον Αρχάγγελο υπήρχε ημιτελής οικοδομή, στο δε ισόγειο του ακινήτου που βρίσκεται στον Πεδουλά, η εναγόμενη λειτουργούσε κατάστημα.

4.  Οι επιταγές Τεκμ. 8 και 9, που εκδόθηκαν ταυτόχρονα με την υπογραφή των επίδικων εγγράφων, αντιπροσώπευαν η μεν επιταγή για το ποσό των Λ.Κ.13.000.00 την προκαταβολή για την αγορά του ακινήτου στον Πεδουλά, η δε επιταγή για το ποσό των Λ.Κ.12.000.00 την προκαταβολή για την αγορά του ακινήτου στον Αρχάγγελο. Επειδή ο ΜΥ1, αδυνατούσε να μεταβεί στη Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Γερίου να εξαργυρώσει τις εν λόγω επιταγές, τις οπισθογράφησε και τις έδωσε στο ΜΕ2, ο οποίος αφού τις οπισθογράφησε και τις εξαργύρωσε μεταβαίνοντας για το σκοπό αυτό στα γραφεία της πιο πάνω Συνεργατικής, κατέβαλε τα αντίστοιχα ποσά στον ΜΥ1, ο οποίος τα είσπραξε για λογαριασμό της συζύγου του υπό την ιδιότητα του σαν πληρεξούσιος αντιπρόσωπος της.  Υπό την εν λόγω ιδιότητα του ο Μ.Υ.1 έκδωσε και τις αποδείξεις είσπραξης που αφορούν τα εν λόγω ποσά ήτοι τις αποδείξεις μέρος των Τεκμ. 8 και 9.

5. Το ποσό των Λ.Κ.9.200.00, όπως και το ποσό των Λ.Κ.15.990.00, τα οποία καταβλήθηκαν στις 6 και 8.9.1993 αντίστοιχα, προς εξόφληση των ενυπόθηκων δανειστών της εναγόμενης, καταβλήθηκαν δυνάμει των προνοιών των επίδικων εγγράφων έναντι του τιμήματος αγοράς των επίδικων ακινήτων.  Οι αποδείξεις είσπραξης, Τεκμ. 10 και 13, για τα πιο πάνω ποσά, εκδόθηκαν από τον Μ.Υ.1 για λογαριασμό της εναγόμενης και υπό την ιδιότητα του σαν πληρεξούσιος αντιπρόσωπος της.

6. Πρόσθετα του ποσού που κατέβαλαν για εξόφληση των ενυπόθηκων δανείων της εναγόμενης, οι ενάγοντες, στις 6.9.1993, μέσω του Μ.Ε.2 κατέβαλαν στον Μ.Υ.1, σε μετρητά, έναντι του τιμήματος αγοράς του ακινήτου που βρίσκεται στον Αρχάγγελο, το ποσό των Λ.Κ.3.000.00, το οποίο ο τελευταίος είσπραξε υπό την ιδιότητα του σαν πληρεξούσιος αντιπρόσωπος της εναγόμενης. Υπό την ίδια ιδιότητα, ο Μ.Υ.1 έκδωσε την απόδειξη είσπραξης Τεκμ. 11.

7.  Οι ενάγοντες, με βάση τις πρόνοιες των επίδικων εγγράφων, ξόφλησαν το υπόλοιπο του τιμήματος για την αγορά των επίδικων ακινήτων, στις 23.9.1993, με την καταβολή στην εναγόμενη των δύο επιταγών, Τεκμ. 14 και 15, αντίστοιχα, τις οποίες η εναγόμενη, σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα, εξαργύρωσε.  Η εναγόμενη είσπραξε τα αντίστοιχα ποσά δυνάμει των επίδικων εγγράφων, και συγκεκριμένα προς εξόφληση του τιμήματος αγοράς των επίδικων ακινήτων και έκδωσε τις αποδείξεις είσπραξης, που αποτελούν μέρος των Τεκμ. 14 και 15.  Προτού η εναγόμενη θέσει τη μονογραφή της στις αποδείξεις Τεκμ. 8, 9, 10, 11 και 13, τις διάβασε και συμφώνησε με το περιεχόμενο τους.

8.  Επειδή πρόθεση των εναγόντων ήταν η μεταπώληση των κτημάτων με σκοπό το κέρδος, ο Μ.Ε.2 είχε ζητήσει από τον Μ.Υ.1 όπως, υπό την ιδιότητα του σαν γενικός πληρεξούσιος αντιπρόσωπος της εναγόμενης, τον εφοδιάσει με δύο ειδικά πληρεξούσια έγγραφα, με τα οποία να τον εξουσιοδοτεί να πωλήσει και να μεταβιβάσει τα επίδικα κτήματα, απευθείας από την εναγόμενη, στο όνομα οποιουδήποτε τρίτου ο οποίος θα αγόραζε τα κτήματα, έτσι ώστε να αποφευχθεί η ενδιάμεση μεταβίβαση στο όνομα των εναγόντων και κατ' επέκταση η καταβολή των σχετικών τελών μεταβίβασης, πράγμα το οποίο ο Μ.Υ.1 έκαμε με την υπογραφή των τεκμηρίων 16 Α και 16 Β, τα οποία παρέδωσε στον Μ.Ε.2 στη συνάντηση που είχαν μαζί με την εναγόμενη στα γραφεία του Μ.Υ.2, στις 23.9.1993.

9.  Την επόμενη της εξόφλησης των επίδικων κτημάτων, δηλαδή στις 24.9.1993, η εναγόμενη και ο σύζυγος της επισκέφθηκαν τον Μ.Ε.2, στον οποίο εξέφρασαν την επιθυμία τους να ακυρώσουν τα επίδικα έγγραφα, προβάλλοντας αριθμό λόγων.  Στη συζήτηση που ακολούθησε, ο Μ.Ε.2, πληροφόρησε την εναγόμενη και το σύζυγο της πως οι ενάγοντες δεν θα είχαν ένσταση να ακυρωθούν τα επίδικα έγγραφα, νοουμένου ότι η εναγόμενη θα επέστρεφε στους ενάγοντες όλα τα ποσά που οι τελευταίοι της είχαν καταβάλει δυνάμει των επίδικων εγγράφων, όπως και τα έξοδα τους.  Τελικά, συμφωνήθηκε η ακύρωση των επίδικων εγγράφων υπό τον όρο, όμως, να εξαργυρωθούν τόσο οι επιταγές Τεκμ.18, που η εναγόμενη έκδωσε και παρέδωσε στον Μ.Ε.2, και που αντιπροσώπευαν τα ποσά που της είχαν καταβληθεί δυνάμει των επίδικων εγγράφων, όσο και η επιταγή που έκδωσε ο σύζυγος της για κάλυψη των εξόδων των εναγόντων, τα οποία είχαν συμφωνηθεί.  Στα πλαίσια της πιο πάνω διευθέτησης ο Μ.Ε.2 υπέγραψε τα Τεκμ. 17 Α και 17 Β.

10.  Μετά την επιστροφή από την τράπεζα των επιταγών, Τεκμ. 18, όπως και της επιταγής για τα έξοδα, χωρίς αυτές να εξαργυρωθούν, ο Μ.Ε.2 επικοινώνησε τηλεφωνικά με την εναγόμενη και το σύζυγο της, τους οποίους ενημέρωσε σχετικά.  Η εναγόμενη και ο σύζυγος της διαβεβαίωναν τον Μ.Ε.2 ότι θα τακτοποιούσαν το θέμα, πράγμα όμως το οποίο ποτέ δεν έπραξαν, με αποτέλεσμα οι ενάγοντες να απευθύνουν, μέσω των δικηγόρων τους, στην εναγόμενη την επιστολή Τεκμ.20.  Επειδή η εναγόμενη αρνήθηκε να συμμορφωθεί με το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής, οι ενάγοντες καταχώρησαν την παρούσα αγωγή.

11.  Η άρνηση της εναγόμενης να συμμορφωθεί με το περιεχόμενο της επιστολής, Τεκμ.20, και ειδικότερα η άρνηση της να μεταβιβάσει τα επίδικα ακίνητα στο όνομα των εναγόντων, ως η συμβατική της υποχρέωση, συνιστά παραβίαση από μέρους της των όρων των επίδικων συμφωνιών.

12.  Σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα, τα επίδικα έγγραφα, κατόπιν ενεργειών του Μ.Υ.2, αποσύρθηκαν από το Κτηματολόγιο, το μεν ένα στις 13.12.1994, το δε άλλο στις 10.3.1995. Η απόσυρση και των δύο επίδικων εγγράφων από το Κτηματολόγιο, έγινε εν αγνοία των εναγόντων, χωρίς τη συγκατάθεση και εξουσιοδότηση τους και με τη χρήση πλαστών εγγράφων και συνεπώς παράνομα.

13.  Η εναγόμενη, η οποία προφανώς, γνώριζε αναφορικά με την απόσυρση των επίδικων εγγράφων, πολύ πριν από τους ενάγοντες, εκμεταλλευόμενη την κατάσταση, όπως αυτή είχε δημιουργηθεί μετά την απόσυρση των εγγράφων, προχώρησε και εν αγνοία των εναγόντων και χωρίς τη συγκατάθεση τους, κατά παράβαση των συμφωνηθέντων, υποθήκευσε το ακίνητο που βρίσκεται στον Αρχάγγελο προς όφελος του Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Αγίου Δομετίου, δύο φορές.

14.  Η απόσυρση από την εναγόμενη του εγγράφου, με το οποίο διόριζε τον Μ.Υ.1 γενικό πληρεξούσιο αντιπρόσωπο της στις 8.2.1994, έγινε εν αγνοία των εναγόντων και με στόχο να καταστούν ανενεργά τα ειδικά πληρεξούσια, Τεκμ. 16 Α και 16 Β, και με αυτό τον τρόπο να καταστεί, όπως και τελικά κατέστη, ουσιαστικά αδύνατο για τους ενάγοντες, να πετύχουν, με τη χρήση των εν λόγω εγγράφων, τη μεταβίβαση των ακινήτων στο όνομα τους ή την πώληση τους σε τρίτους και την απευθείας μεταβίβαση στο όνομα τους.

15.  Αμέσως μετά την υπογραφή τους από τον Μ.Ε.2, τα έγγραφα Τεκμ. 17 Α και 17 Β, παραδόθηκαν από τον Μ.Ε.2 στην εναγόμενη και το σύζυγο της, στην κατοχή των οποίων συνέχισαν να βρίσκονται μέχρι που ο Μ.Υ.1 τα παρέδωσε στην Αστυνομία, στα πλαίσια της διερεύνησης της καταγγελίας που οι ενάγοντες είχαν υποβάλει αναφορικά με την χωρίς την εξουσιοδότηση τους απόσυρση των επίδικων εγγράφων από το Κτηματολόγιο.

16.  Η πραγματική ημερομηνία, στην οποία αναφέρονταν οι δηλώσεις Τεκμ. 17 Α και 17 Β κατά το χρόνο της υπογραφής τους σαν ημερομηνία εξαργύρωσης των επιταγών, που έκδωσε η εναγόμενη, Τεκμ.18, ήταν η 20.1.1994, η οποία είναι και η αληθινή ημερομηνία που καθορίστηκε από τις δύο πλευρές για το σκοπό αυτό, και όχι η 20.7.1994, που αναγράφεται στα εν λόγω τεκμήρια. Δοθέντος ότι από της υπογραφής τους και μέχρι την παράδοση τους στην αστυνομία, τα εν λόγω έγγραφα ήταν στην κατοχή της εναγόμενης και/ή του συζύγου της, καταλήγω στο συμπέρασμα πως η αλλοίωση της αληθινής ημερομηνίας έγινε κατά την περίοδο που τα εν λόγω έγγραφα βρίσκονταν στην κατοχή τους, σε χρόνο και κάτω από συνθήκες που οι ίδιοι γνωρίζουν, δεν τις έχουν όμως αποκαλύψει στο Δικαστήριο.  Είναι προφανές πως η αλλοίωση της αληθινής ημερομηνίας στόχο είχε την εξουδετέρωση των οποιωνδήποτε δικαιωμάτων των εναγόντων, τα οποία απορρέουν από τα επίδικα έγγραφα και τα οποία οι ενάγοντες θα είχαν λόγω της μη συμμόρφωσης της εναγόμενης με τις προϋποθέσεις που οι ενάγοντες είχαν θέσει για ακύρωση των επίδικων εγγράφων και που, ουσιαστικά, δεν ήταν άλλες από την εξαργύρωση των επιταγών Τεκμ. 18, όπως και της επιταγής για τα έξοδα τους.

17.  Καθόλο τον ουσιώδη χρόνο ο μεν Μ.Υ.1 ενεργούσε σαν πλήρως εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος της εναγομένης, ο δε Μ.Ε.2 σαν πλήρως εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος των εναγόντων.»

Το Δικαστήριο απέρριψε τη θέση της εφεσείουσας ότι δεν υπάρχει υποχρέωση εκ μέρους της να εκπληρώσει τις επίδικες συμφωνίες, επειδή αυτές αντικαταστάθηκαν από τη μεταγενέστερη συμφωνία ακύρωσής τους, γιατί, καθώς έκρινε, καθοδηγούμενο από σχετική νομολογία*, η ακύρωση των πωλητηρίων εγγράφων έγινε με βάση συμφωνία, η οποία:-

«..., τελούσε, σύμφωνα με τα ευρήματα του δικαστηρίου, υπό τον όρο, όρος ο οποίος ουδέποτε εκπληρώθηκε, να εξαργυρωθούν οι επιταγές της εναγόμενης Τεκμ.18, όπως και η επιταγή που έκδωσε ο σύζυγος της και η οποία αντιπροσώπευε τα συμφωνηθέντα έξοδα των εναγόντων.  Η μη εκπλήρωση του συγκεκριμένου όρου, σφραγίζει και τη μοίρα των οποιωνδήποτε δικαιωμάτων τα οποία η εναγόμενη θα είχε, αν ο όρος αυτός εκπληρωνόταν.  Δεν διαφεύγει της προσοχής μου ότι, σύμφωνα με την εκδοχή της εναγόμενης, σαν ημερομηνία εξαργύρωσης των πιο πάνω επιταγών, συμφωνήθηκε η 20.7.1994 και συνεπώς η κατάθεση των επιταγών για εξαργύρωση, νωρίτερα και συγκεκριμένα στις 20.1.1994, ήταν πρόωρη. Επί τούτου, περιορίζομαι να επισημάνω ότι η συγκεκριμένη πτυχή της εκδοχής της εναγομένης, έχει απορριφθεί.»

Απέρριψε, επίσης, τη θέση της ότι η επαναφορά των επίδικων εγγράφων στο Κτηματολόγιο είναι άκυρη.  Η απόσυρση, κατέληξε, για σκοπούς του Άρθρου 2 του περί Πωλήσεως Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου, ΚΕΦ. 232, (όπως τροποποιήθηκε), δεν έγινε ποτέ.  Τα έγγραφα αποσύρθηκαν με τη χρήση πλαστών εγγράφων, χωρίς τη συγκατάθεση των εφεσιβλήτων 1, των μόνων που είχαν δικαίωμα να τα αποσύρουν. 

Στη συνέχεια και αφού διαπίστωσε την πλήρωση των όρων του Άρθρου 2 του ΚΕΦ. 232 - (οι επίδικες συμφωνίες ήταν γραπτές και η καταχώριση της αγωγής έγινε εντός της προθεσμίας των έξι μηνών από την ημερομηνία καθορισμού της μεταβίβασης) - ασχολήθηκε με το ζήτημα κατά πόσο οι περιστάσεις της υπόθεσης δικαιολογούσαν την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας υπέρ της έκδοσης των διαταγμάτων.  Ήταν η θέση της εφεσείουσας ότι η έκδοση των διαταγμάτων θα της προκαλούσε ταλαιπωρία και δυσχέρεια, αφού, μετά την υπογραφή των επίδικων συμφωνιών, οι οικοδομικές εργασίες στο ακίνητο στη Λακατάμια συνεχίστηκαν και η κατοικία ολοκληρώθηκε, όπως συνέχισε και η επιχείρησή της στο ακίνητο στον Πεδουλά. 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά την απόρριψη της μαρτυρίας της εφεσείουσας και αφού διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε υπόβαθρο για τη θέση της, παρέθεσε και τα πιο κάτω:-

«(α)  Η συνέχιση των οικοδομικών εργασιών στο ακίνητο της εναγόμενης στον Αρχάγγελο όπως και η συνέχιση της επιχείρησης της στο ακίνητό της στον Πεδουλά μετά την υπογραφή των επίδικων εγγράφων, ήταν συνειδητή επιλογή αποκλειστικά της εναγόμενης, η οποία γνώριζε τα της ύπαρξης των επίδικων εγγράφων.  Είναι αλήθεια ότι οι ενάγοντες, διά του ΜΕ2, λίγες μέρες μετά την υπογραφή των επίδικων εγγράφων, συγκατατέθηκαν στην ακύρωσή τους. Παράλληλα όμως, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η εν λόγω συγκατάθεση των εναγόντων τελούσε υπό τον σαφή και αδιαμφισβήτητο όρο, ότι οι επιταγές της εναγόμενης Τεκμ. 18 όπως και αυτή του συζύγου της για τα έξοδα τους, θα εξαργυρώνονταν, όρο ο οποίος ουδέποτε εκπληρώθηκε και για την μη εκπλήρωσή του την ευθύνη φέρει αποκλειστικά η εναγόμενη, η οποία παρά τις περί αντιθέτου υποσχέσεις της, δεν μερίμνησε για την εξαργύρωσή τους.

(β)  Ακόμα και αν δεχθούμε την εκδοχή της εναγόμενης αναφορικά με το ύψος των δαπανών στις οποίες προέβη μετά την υπογραφή των επίδικων εγγράφων, θα διαπιστώσουμε πως το συντριπτικό μέρος των δαπανών έγιναν μετά που οι ενάγοντες επέδωσαν στην εναγόμενη την επιστολή Τεκμ. 20, με την οποία υπενθυμίζω την καλούσαν να προσέλθει στο Κτηματολόγιο για να τους μεταβιβάσει τα επίδικα ακίνητα και μετά την έγερση της παρούσας αγωγής, με την οποία οι ενάγοντες ζητούν διατάγματα ειδικής εκτέλεσης.  ...

(γ)  Η εναγόμενη, η οποία προφανώς γνώριζε τα της απόσυρσης των επίδικων εγγράφων από το Κτηματολόγιο, αντί να επικοινωνήσει με τους ενάγοντες όπως φυσιολογικά ένας θα την ανέμενε να πράξει για να διερευνήσει το θέμα, επέλεξε, εν αγνοία των εναγόντων και αδιαφορώντας πλήρως για τα δικαιώματα τους, να υποθηκεύσει το ακίνητο της στον Αρχάγγελο προς όφελος Συνεργατικού Ιδρύματος δύο φορές, εξασφαλίζοντας σημαντικού ύψους δάνεια. 

(δ) Στις 8.2.1994, δηλαδή λίγες μέρες μετά την επιστροφή των επιταγών Τεκμ. 18 η εναγόμενη, εν αγνοία των εναγόντων, παύει το σύζυγό της από γενικό πληρεξούσιό της αποσύροντας το σχετικό έγγραφο από το Κτηματολόγιο, καθιστώντας έτσι ουσιαστικά ανέφικτη την μεταβίβαση της ακίνητης περιουσίας με τη χρήση των ειδικών πληρεξουσίων εγγράφων Τεκμ. 16Α και 16Β.

(ε)  Η απόσυρση των δύο επίδικων εγγράφων από το Κτηματολόγιο ήταν το προϊόν παρανομίας.  Σε αντίθεση με την εναγόμενη η οποία αποκόμισε οφέλη από τις συνέπειες της εν λόγω παρανομίας οι ενάγοντες με κανένα τρόπο συνέβαλαν στη διάπραξη της παρανομίας ούτε και αποκόμισαν οποιοδήποτε όφελος.  Αντίθετα βρέθηκαν σε μειονεκτική θέση.  Η επαναφορά δε των εγγράφων από το Διευθυντή του Κτηματολογίου πουθενά αλλού δεν στόχευε ειμή μόνο στη θεραπεία των οποιωνδήποτε συνεπειών που η συγκεκριμένη παρανομία θα συνεπαγόταν.»

Με όλους τους λόγους έφεσης, στην ουσία, προσβάλλονται τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων της εφεσείουσας. Εσφαλμένα, διατείνεται η εφεσείουσα, η ίδια και ο σύζυγός της κρίθηκαν αναξιόπιστοι, αφού η μαρτυρία τους συνάδει με τη μαρτυρία των υπολοίπων μαρτύρων Υπεράσπισης, οι οποίοι κρίθηκαν αξιόπιστοι.  Ο συνήγορός της, με το περίγραμμα αγόρευσής του αλλά και ενώπιόν μας, αναφέρθηκε με κάθε λεπτομέρεια στα όσα, κατά την αντίληψή του, πλήττουν τις καταλήξεις για την αξιοπιστία των μαρτύρων.  Μας παρέπεμψε σε πλείστα όσα σημεία της μαρτυρίας και των δύο πλευρών, από τα οποία, εισηγείται, προκύπτει το αληθινό των θέσεων της εφεσείουσας και το αναληθές των θέσεων των εφεσιβλήτων 1, έτσι ώστε τα σχετικά ευρήματα να μη δικαιολογούνται.

Σε σχέση με τη βασική θέση της εφεσείουσας - ότι τα επίδικα έγγραφα είναι εικονικά - ο συνήγορός της μας παρέπεμψε στην εκτίμηση των κτημάτων - (Τεκμήριο 6) - η οποία κατατέθηκε εκ συμφώνου και στην οποία, σύμφωνα με αυτόν, ως λόγος για την ετοιμασία της αναφέρεται «η χρήση από δάνειο».  Ισχυρίζεται, επίσης, ότι, εάν τα έγγραφα δεν ήταν εικονικά, η εφεσείουσα δε θα συνέχιζε τις οικοδομικές εργασίες και θα παρέδιδε την κατοχή των κτημάτων στους εφεσίβλητους 1.

Η κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων και η διαπίστωση των γεγονότων είναι έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο, με την ευκαιρία που έχει στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης να παρακολουθεί τους μάρτυρες, βρίσκεται σε καλύτερη θέση από το εφετείο να κρίνει την αξιοπιστία τους.  Το εφετείο επεμβαίνει μόνο, εφόσον οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική και δε δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, ή όταν τα συμπεράσματά του είναι εξ αντικειμένου παράλογα ή αυθαίρετα - (βλ. Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614).

Έχουμε εξετάσει όλα όσα ο συνήγορος της εφεσείουσας εισηγήθηκε ότι δε δικαιολογούν τα πρωτόδικα ευρήματα. Έχουμε, επίσης, εξετάσει τη μαρτυρία στο σύνολό της, με σκοπό να διαπιστώσουμε εάν, στο πλέγμα της όλης σχέσης των διαδίκων, εύλογα υποστηρίζεται η εκδοχή την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί.  Δε διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα είτε στον τρόπο με τον οποίο το Δικαστήριο προσέγγισε και αξιολόγησε γενικά τη μαρτυρία είτε στη νομική κατάληξή του.  Προτού καταλήξει στα ευρήματα αξιοπιστίας, έστρεψε την προσοχή του σε κάθε ενέργεια, την οποία η εφεσείουσα καταλόγιζε στους εφεσίβλητους 1 και την εξέτασε, σε συσχετισμό με αδιαμφισβήτητα γεγονότα και το σύνολο της μαρτυρίας. Ανάλυσε και επεξήγησε, με λεπτομέρεια και σχολαστικότητα, θα λέγαμε, γιατί δεν αποδέχεται τη μαρτυρία της εφεσείουσας, του συζύγου της και του Μ.Υ.2.  Σε σχέση με τον τελευταίο, ο οποίος αναφέρθηκε στην απόσυρση των επίδικων εγγράφων από το Κτηματολόγιο, προτού απορρίψει τη μαρτυρία του, ανέφερε ότι:-

«Στη μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα, διάχυτη είναι η προσπάθεια απόκρυψης των πραγματικών γεγονότων, τα οποία προηγήθηκαν και οδήγησαν το μάρτυρα, στην απόσυρση των επίδικων εγγράφων από το Κτηματολόγιο, έτσι ώστε να αποφευχθεί τυχόν εμπλοκή του Μ.Υ.1 στα εν λόγω γεγονότα.  Ενδεικτικό της εν λόγω προσπάθειας του Μ.Υ.2, συνιστά το γεγονός ότι, όταν τέθηκαν ενώπιον του αντιφατικές δηλώσεις του, τις οποίες έκαμε στην κατάθεση που έδωσε στα πλαίσια της αστυνομικής έρευνας, η οποία οδήγησε στην ποινική δίωξη του Μ.Υ.1 και της συζύγου του, όπως και στην ένορκη κατάθεση του, την οποία έδωσε στα πλαίσια εκδίκασης της εν λόγω ποινικής υπόθεσης, ο μάρτυρας αρχικά, επικαλούμενος αδυναμία μνήμης, πρόβαλε τον ισχυρισμό πως δεν θυμόταν κατά πόσο είχε προβεί σε τέτοιες δηλώσεις. Στη συνέχεια, όταν του υποδείχθηκαν οι εν λόγω δηλώσεις του, έκαμε στροφή 180° και δέχθηκε το γεγονός ότι προέβη στις εν λόγω δηλώσεις, ισχυρίστηκε, όμως, ότι αυτές ήταν το προϊόν πιέσεων και εκβιασμών από πλευράς τόσο του αστυνομικού ανακριτή, όσο και του εκπροσώπου της εισαγγελίας στο Δικαστήριο. Δεν έχω καμιά αμφιβολία στο μυαλό μου, πως ο Μ.Υ.2, με στόχο και σκοπό να βοηθήσει την εναγόμενη και το σύζυγο της, δεν κατέθεσε όλη την αλήθεια.»

Το γεγονός ότι το Δικαστήριο έκρινε αξιόπιστους τους υπόλοιπους μάρτυρες Υπεράσπισης, δε βρίσκουμε να επηρεάζει, καθ' οιονδήποτε τρόπο, τα ευρήματα της αξιοπιστίας σε σχέση με την εφεσείουσα, το σύζυγό της και το Μ.Υ.2, αφού η μαρτυρία των εν λόγω μαρτύρων αφορούσε, ουσιαστικά, σε κοινώς αποδεκτά γεγονότα και δεν είχε οποιαδήποτε σχέση με τα επίδικα έγγραφα.

Σ' ό,τι αφορά την εκτίμηση - Τεκμήριο 6, ούτε σ' αυτήν αναγράφονται τα όσα ο συνήγορος υπέβαλε. Αυτή ετοιμάστηκε, όπως αναφέρεται, μετά από οδηγίες του συζύγου της εφεσείουσας και απευθύνεται «προς πάντα ενδιαφερόμενο ΔΑΝΕΙΣΤΗ ΚΑΙ/Ή ΑΓΟΡΑΣΤΗ». Το γεγονός ότι η εκτιμημένη αξία των επιδίκων ακινήτων, σύμφωνα με την εκτίμηση, είναι μεγαλύτερη από τη συμφωνηθείσα τιμή πώλησης δεν επηρεάζει, αφού, σύμφωνα με τα ευρήματα πρωτοδίκως, η εφεσείουσα και ο σύζυγός της, τον ουσιώδη χρόνο, αντιμετώπιζαν οικονομικά προβλήματα. Άλλωστε, στην εκτίμηση, η τιμή των επιδίκων ακινήτων, σε περίπτωση αναγκαστικής πώλησης, είναι χαμηλότερη από την τιμή στην οποία πωλήθηκαν.

Ούτε το παράπονο της εφεσείουσας σε σχέση με την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου και την έκδοση των διαταγμάτων ειδικής εκτέλεσης ευσταθεί.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, για το ζήτημα αυτό, δεν περιορίστηκε στην απόρριψη της μαρτυρίας της εφεσείουσας, αλλά αναζήτησε και παρέθεσε, με λεπτομέρεια, όσα, μέσα από τα γεγονότα, το εμπόδιζαν να ασκήσει τη διακριτική εξουσία του υπέρ της και να μην εκδώσει τα αιτούμενα διατάγματα.

Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.

*Τράπεζα Κύπρου κ.ά. ν. Coudounaris Ltd κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 641.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο