ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2008) 1 ΑΑΔ 1352

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Αίτηση Αρ. 100/2008)

 

31 Δεκεμβρίου 2008

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3

ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

(ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

 

- ΚΑΙ -

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ, ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ

ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑΤΑ

 ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI ΚΑΙ MANDAMUS

 

- ΚΑΙ -

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΔΗ

ΣΤΙΣ 19.12.08 ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 480/07

 

---------------------------

 

Π. Πολυβίου με Αγ. Λιβέρα (κα), ασκούμενη δικηγόρο,

για τους αιτητές.

 

---------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:   Το Δικαστήριο έχει ενώπιον του επείγουσα αίτηση που καταχωρήθηκε χθες 30.12.08, με την οποία ζητείται άδεια για την καταχώρηση αίτησης για την έκδοση ενταλμάτων certiorari και mandamus προς παραπομπή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών (εφεξής «το πρώτοδικο Δικαστήριο») που εκδόθηκε στις 19.12.08 στην υπόθεση αρ. 480/07.  Το ένταλμα certiorari στοχεύει στην ακύρωση της πιο πάνω απόφασης με την οποία απορρίφθηκε το προδικαστικό ζήτημα της δικαιοδοσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιληφθεί της ενώπιον του αιτήσεως για τους λόγους που θα εξηγηθούν στη συνέχεια.  Με το ένταλμα mandamus ζητείται να διαταχθεί το πρωτόδικο Δικαστήριο να εξετάσει εκ νέου τις προδικαστικές αυτές ενστάσεις.  Παράλληλα ζητείται η αναστολή της περαιτέρω διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου εκκρεμούσας της ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου διαδικασίας.

 

        Η παρούσα αίτηση έχει καταχωρηθεί νομότυπα και σύμφωνα με τα όσα προδιαγράφονται από τους σχετικούς Αγγλικούς Θεσμούς και συγκεκριμένα το Ο. 53 r.1-14 των παλαιών βεβαίως Αγγλικών Θεσμών, εφόσον στην Κύπρο δεν έχουν εκδοθεί ακόμη σχετικοί διαδικαστικοί κανονισμοί.  (δέστε το σύγγραμμα του Πέτρου Αρτέμη Προνομιακά Εντάλματα σελ. 267-269 και τις υποθέσεις Χαρ. Γιάγκου (Αρ. 1) (1998) 1 Α.Α.Δ. 1265 και Αίτηση της Άντρης Χαραλάμπους (2006) 1 Α.Α.Δ. 1286).  Ακολουθεί πως τα ουσιώδη γεγονότα που οδήγησαν στην παρούσα αίτηση περιγράφονται με την αναγκαία λεπτομέρεια στην Έκθεση που υποστηρίζει την αίτηση, καθώς και από την ένορκη δήλωση της Ιουλίας Μαλέκου, δικηγόρου στο γραφείο των δικηγόρων που εμφανίζονται για τους αιτητές. 

 

        Σε συντομία, η Ανδρονίκη Παντελίδου, αιτήτρια ενώπιον του Δικαστηρίου στην υπόθεση αρ. 480/07 (εφεξής «η αιτήτρια»), είχε υπηρετήσει για σειρά ετών στους καθ΄ ων η αίτηση 1 (εφεξής «η τράπεζα»), ήταν δε και μέλος των καθ΄ ων η αίτηση 2 (εφεξής «το Ταμείο»), μέχρι τις 31.12.99 όταν αφυπηρέτησε από την τράπεζα.  Κατά την αφυπηρέτηση της εισέπραξε το ποσό των £170.000 μετά από συνολική υπηρεσία     32 ετών.  Η είσπραξη του πιο πάνω ποσού έγινε στα γραφεία της τράπεζας, υπεγράφησαν δε τα σχετικά έγγραφα απαλλαγής τόσο της τράπεζας, όσο και του Ταμείου.  Κατά ή περί τις 15.12.07, όμως, και ως διατείνεται στην υπόθεση που καταχώρησε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, διαπίστωσε ότι  το ποσό που θα έπρεπε να λάμβανε ανήρχετο σε £298.518 και επομένως υπολειπόταν ποσό £206.079 αφαιρουμένου του ποσού των £92.439, που αποτελείτο από £16.215 από το Ταμείο και £76.224 ως φιλοδώρημα αφυπηρέτησης.  Το έτερο ποσό των £77.561, μέρος του ποσού των £170.000, που έλαβε κατά την αφυπηρέτηση, ήταν μη συμβατικά δικαιούμενο ποσό, αλλά κίνητρο για πρόωρη αφυπηρέτηση.  Αποτελεί τη θέση της αιτήτριας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η τράπεζα, η οποία είχε εγγυηθεί τα δικαιώματα των υπαλλήλων της και μελών του Ταμείου, δεν αποκάλυψε τις πραγματικότητες και τα ορθά γεγονότα σε σχέση με τα πλήρη δικαιώματα που η αιτήτρια είχε σε σχέση με το ποσό που θα έπρεπε να λάμβανε και περαιτέρω ότι η τράπεζα με το Ταμείο συνωμότησαν ώστε ψευδώς και δολίως να αποστερήσουν από την αιτήτρια το ποσό το οποίο δικαιούτο.  Κατ΄ επέκταση και τα έγγραφα τα οποία η αιτήτρια υπέγραψε κατά την αφυπηρέτηση της πρέπει να θεωρούνται άκυρα, ως προϊόν ψευδών και παραπλανητικών παραστάσεων. 

 

        Η τράπεζα και το Ταμείο ήγειραν υπό μορφή προδικαστικών ενστάσεων ζήτημα δικαιοδοσίας ότι η αιτήτρια στερείτο εννόμου συμφέροντος να εγείρει την αίτηση ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο και δεν είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί της υπόθεσης όπως η αξίωση ήταν διατυπωμένη.  Αυτό, διότι η αξίωση ηγέρθηκε εκπρόθεσμα πέραν δηλαδή των 12 μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία ανέκυψε το κατ΄ ισχυρισμόν δικαίωμα.  Εν πάση περιπτώσει, η αιτήτρια θα πρέπει να θεωρείται ότι έχει καθυστερήσει υπέρμετρα να εγείρει την αξίωση της. 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με τη συγκατάθεση των διαδίκων, εκδίκασε κατά προτεραιότητα τις προδικαστικές αυτές ενστάσεις και εξέδωσε την απόφαση του στις 19.12.08.  Έκρινε ότι η 12μηνός προθεσμία που καθορίζεται στο άρθρο 12(10Α) του περί Ετησίων Αδειών Μετ΄ Απολαβών Νόμου αρ. 8/67, όπως ιδιαιτέρως τροποποιήθηκε στο ζήτημα, με το Νόμο αρ. 169(Ι)/02, παρέχει μεν αποσβεστική προθεσμία, πλην όμως ο ισχυρισμός περί δόλου και απάτης είναι δυνατό να θέσει σε ισχύ το δόγμα της επιείκειας ώστε να αναστάλλεται ο χρόνος παραγραφής ώστε να μην προκαλείται αδικία σε ένα αιτητή λόγω της κατ΄ ισχυρισμόν δολίας συμπεριφοράς του εργοδότη.  Θεώρησε ότι παρά την καταχώρηση της αίτησης 7 και πλέον έτη μετά την αφυπηρέτηση της αιτήτριας από την τράπεζα, η προβολή της απάτης στους λόγους που στηρίζουν την αίτηση, θα ήταν πιθανό να αποτελέσει λόγο αναστολής του χρονικού ορίου της παραγραφής των 12 μηνών.  Θεώρησε επίσης ότι μπορούσε να επιληφθεί της υπόθεσης, έστω και αν αυτή βασιζόταν, μεταξύ άλλων, και σε δόλο ή αμέλεια ενόψει της διατύπωσης του άρθρου 12(1)(γ) του Νόμου αρ. 8/67, αλλά και του άρθρου 23(3) και (4) του περί Ταμείων Προνοίας Νόμου αρ. 44/81.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι η κατ΄ ισχυρισμόν απάτη όπως και ο χρόνος που παρήλθε θα πρέπει να αποδειχθούν και ότι στο στάδιο της εξέτασης των προδικαστικών ενστάσεων και επί τη βάσει των δικογραφημένων θέσεων των πλευρών, δεν θα ήταν δυνατό να αποφασιστούν οι προδικαστικές ενστάσεις  που άπτονται της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου «.. χωρίς την απόδειξη και εξειδίκευση των γεγονότων της υπόθεσης». 

 

        Ο κ. Πολυβίου, αγορεύοντας ενωρίτερα σήμερα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, και, αφού αναφέρθηκε στη νομολογία που διέπει τη χορήγηση αδείας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων, εισηγήθηκε ότι αρκεί σε αυτό το στάδιο να δείξει την ύπαρξη συζητήσιμου θέματος.  Το μεμπτό, κατά τον συνήγορο, είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «υφάρπασε» δικαιοδοσία εκεί που δεν είχε, ενώ αναγνώρισε ότι όντως η αξίωση ενώπιον του καταχωρήθηκε μετά την πάροδο των 12 μηνών.  Περαιτέρω, παραγνώρισε να εφαρμόσει ορθά τις λέξεις «... συνεπεία της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου ..», που απαντώνται στο εδάφιο (3) του άρθρου 23 του περί Ταμείων Προνοίας Νόμου αρ. 44/81 και το οποίο καθορίζει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου.  Πρόσθετα, είναι φανερό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλαβε δικαιοδοσία ή εξέτασε το ζήτημα αυτό λόγω των ισχυρισμών του δόλου ή απάτης, θεωρώντας ότι οι ισχυρισμοί αυτοί θα μπορούσαν να αναστείλουν την εφαρμογή της περιόδου παραγραφής.  Όμως, σοβαρά ζητήματα όπως αυτά του δόλου και της απάτης, έχουν θέση μόνο ενώπιον των Επαρχιακών Δικαστηρίων, σε αντιδιαστολή με το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο ως εξειδικευμένο Δικαστήριο, διέπεται από πλευράς δικαιοδοσίας από συγκεκριμένο νομοθέτημα και ακολουθεί συνοπτικές διαδικασίες για γρήγορη απονομή της δικαιοσύνης.  Σε ερώτηση κατά πόσο υπάρχει το δικαίωμα της έφεσης κατά της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο κ. Πολυβίου απάντησε ότι θεωρεί ότι δεν είναι εφέσιμη η υπό κρίση απόφαση, δεχόμενος όμως ότι η τελική απόφαση στην οποία θα ενσωματωθεί τρόπον τινά και η απόφαση επί της δικαιοδοσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, είναι εφέσιμη.  Σε πρόσθετη ερώτηση ποιες θεωρεί ως εξαιρετικές περιστάσεις για την παροχή άδειας, απάντησε ότι το Δικαστήριο έχει ορίσει την υπόθεση για ακρόαση ενώπιον του στις 13.1.09, θα παρελάσει δε, ως αναμένεται, μεγάλος αριθμός μαρτύρων, εάν δε στο τέλος το Δικαστήριο αποφασίσει ότι επί των γεγονότων δεν στοιχειοθετείται δόλος, τότε θα έχει αναλάβει δικαιοδοσία εκεί που δεν είχε. 

 

        Σύμφωνα με πάγια νομολογία, αίτηση για χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης προς έκδοση προνομιακών ενταλμάτων δεν επιτυγχάνει όταν δεν υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και όταν δεν φαίνεται από το πρακτικό του Δικαστηρίου, έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη περί το νόμο, προκατάληψη ή συμφέρον από το πρόσωπο που έλαβε την απόφαση, δόλος η ψευδορκία στη λήψη της απόφασης ή παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.  Αυτά εξάγονται με αναφορά σε νομολογία όπως στην Αίτηση του Αλέκου Κωνσταντινίδη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298, Αναφορικά με τον Genaro Perella (1995) 1 Α.Α.Δ. 692 και Base Metal Trading Ltd ν. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535.  Το Δικαστήριο αυτό είχε την ευκαιρία να αναφέρει τα πιο πάνω και σε σχετικά πρόσφατη απόφαση του στην Αναφορικά με τον Λευτέρη Μήλου και τον Πανίκο Χατζηλοΐζου για  άδεια  για  καταχώρηση  αίτησης  για  ένταλμα της φύσεως certiorari και prohibition, αίτηση υπ΄ αρ. 18/2008, ημερ. 14.3.2008.  Περαιτέρω, σύμφωνα με πάγια νομολογία, άδεια δεν δίνεται όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, στην οποία περίπτωση θα πρέπει να καταδειχθούν ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις που να δικαιολογούν την παρέκκλιση αυτού του κανόνα, ότι αφού προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη συζητήσιμου ζητήματος.  Και αυτό, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα.  Αυτό φαίνεται σε αυθεντίες όπως η Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965 και  Σ. Μαρκίδης (2004) 1 Α.Α.Δ. 552.

 

        Μπορούν να προστεθούν και τα εξής:  Το ζήτημα της δικαιοδοσίας από την άποψη της έλλειψης ή υπέρβασης αυτής, δεν αποτελεί κατ΄ ανάγκην αιτιολογία για τη χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για προνομιακά εντάλματα, εκτός εάν υπάρχουν ή συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις.  Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση Μάριου Κίττου για Certiorari (2005) 1 Α.Α.Δ. 1376, ηγέρθηκε ζήτημα υπέρβασης ή έλλειψης δικαιοδοσίας σχετικά με την καθ΄ ύλην αρμοδιότητα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας να εκδικάσει υπόθεση ακίνητης ιδιοκτησίας.  Το ζήτημα είχε προκύψει λόγω του ύψους της αξίωσης που παρέπεμπε σε πιθανή αναρμοδιότητα Επαρχιακού Δικαστή να εκδικάσει την υπόθεση.  Τέθηκε προδικαστικό ζήτημα, το Επαρχιακό Δικαστήριο αποφάσισε με ενδιάμεση απόφαση ότι είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί της διαφοράς, οπότε ηγέρθηκε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου το ζήτημα της έλλειψης δικαιοδοσίας.  Υποστηρίχθηκε ότι με την ενδιάμεση του απόφαση το Επαρχιακό Δικαστήριο υπερέβη τις εξουσίες του, υπήρχε δε εμφανές νομικό σφάλμα στην απόφαση.  Τέθηκε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι αποτελούσαν εξαιρετικές περιστάσεις, το γεγονός ότι η ενδιάμεση απόφαση δεν ήταν εφέσιμη, ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο θα προχωρούσε παρά την έλλειψη δικαιοδοσίας, να εκδικάσει την υπόθεση με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν έξοδα και να αναλωθεί αχρείαστα χρόνος και χρήματα. Αυτά, κατά τον εκεί συνήγορο, αποτελούσαν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις, ώστε να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι εφόσον προσφέρεται άλλη θεραπεία, δεν θεωρείται ότι υπάρχει συζητήσιμο ζήτημα για να χορηγηθεί άδεια.  Το Ανώτατο Δικαστήριο, συμφωνώντας ότι υπήρχε σοβαρό συζητήσιμο ζήτημα, απέρριψε την αίτηση για χορήγηση άδειας, θεωρώντας ότι δεν υπήρχαν εξαιρετικές περιστάσεις εφόσον με την ολοκλήρωση της υπόθεσης θα μπορούσαν να προβληθούν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατ΄ έφεση όλα τα ζητήματα, η δε πιθανολογούμενη οικονομική δαπάνη μέχρι την ολοκλήρωση της υπόθεσης, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί από μόνη της εξαιρετική περίσταση. 

 

        Όπως τέθηκε επί λέξει στην υπόθεση  Επί τοις αφορώσι την Hellenger Trading Ltd  - πιο πάνω - στη σελ. 1975:

 

       «Καταλήγω πως ενώ η ύπαρξη εναλλακτικής θεραπείας δεν αποκλείει τη διεκδίκηση certiorari, αυτό, στο πλαίσιο της νομολογίας, μπορεί να γίνει μόνο αν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που να το δικαιολογούν.  Όπως αντιλαμβάνομαι το θέμα, αυτό ισχύει γενικά, ανεξάρτητα δηλαδή από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα.  Και εφόσον παρέχεται η δυνατότητα άσκησης έφεσης, που επίσης θα εκδικαστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, και δι΄ αυτής θα είναι δυνατή η παροχή πλήρους και εξ ίσου αποτελεσματικής θεραπείας, η αίτηση που απευθύνεται στο κατάλοιπο της εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν δικαιολογείται.»

 

        Η πιο πάνω υπόθεση ακολουθήθηκε σε αριθμό άλλων υποθέσεων, όπως και στην υπόθεση της Ολομέλειας, Base Metal Trading Ltd. v. Fastact Developments Ltd κ.α. (πιο πάνω).

 

        Κρίνεται υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας, αλλά και των δεδομένων που παρουσιάστηκαν ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, ότι δεν συντρέχει λόγος για να δοθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση οποιουδήποτε εκ των προνομιακών ενταλμάτων που εδώ επιζητούνται.  Η δεδομένη ύπαρξη του εναλλακτικού μέσου της έφεσης στο τέλος της όλης υπόθεσης, αποτελεί λόγο άρνησης της άδειας ιδιαιτέρως στην απουσία εξαιρετικών περιστάσεων. Ζητήματα χορήγησης προνομιακών ενταλμάτων, άλλωστε, αποφασίζονται με εξαιρετική φειδώ, εν πάση δε περιπτώσει, τα προνομιακά εντάλματα δεν αποτελούν μέσο ούτε για την εποπτεία της διαδικασίας, ούτε λειτουργούν ως υποκατάστατο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, χρησιμοποιούμενα δηλαδή ως έφεση υπό μεταμφίεση ή μέσο επανακρόασης των εγειρομένων ζητημάτων όπως ακριβώς ζητείται εδώ με την παρ. (β) της αίτησης και τη χορήγηση του mandamus.  (δέστε την υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της εταιρείας Daventree Trustees Limited για Certiorari (2005) 1 Α.Α.Δ. 712 σελ. 717).

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλαβε δικαιοδοσία να εξετάσει τη δικαιοδοσία του, επιτρεπτή και επιθυμητή διαδικασία, με τη σύμφωνη γνώμη των διαδίκων και στη βάση συγκεκριμένων προδικαστικών ενστάσεων.  Προέβηκε σε ερμηνεία του λεκτικού του άρθρου 12(10Α) που καθορίζει τη 12μηνη προθεσμία να αρχίζει «.. από την ημερομηνία κατά την οποία ανέκυψε το προς υποβολή αιτήσεως δικαίωμα ...», θεωρώντας ότι το ρήμα «ανέκυψε» δύναται να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να συναρτάται με τη χρονική στιγμή που η αιτήτρια έλαβε γνώση όλων των περιστατικών της υπόθεσης και όχι με αναφορά στο χρόνο της αφυπηρέτησης της. Θεώρησε επίσης με παραπομπή σε συγγράμματα και αυθεντίες, ότι δεν αποκλειόταν από το να εξετάσει ζητήματα δόλου και απάτης, μπορούσε δε να διατυπώσει κρίση κατά τον ίδιο τρόπο όπως οποιοδήποτε άλλο Δικαστήριο στη Δημοκρατία, επιλύοντας όπου χρειάζεται ακόμη και δύσκολα ή περίπλοκα θέματα.  Ακόμη και εάν επίδικο θέμα ενώπιον του είναι η ύπαρξη λιβέλλου το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει εξουσία να αποφασίσει επ΄ αυτού. Αυτά με αναφορά στην υπόθεση Μικρού ν. Meridian Hotels Ltd (2003) 1 Α.Α.Δ. 1320.  Επομένως, εφόσον δικαιούται να εξετάσει ζητήματα δόλου και απάτης, μπορεί να γίνει επίκληση και των δογμάτων της επιείκειας αναστελλομένης έτσι της περιόδου παραγραφής των 12 μηνών, έστω και εάν δεν έχει άμεση εφαρμογή ο περί Παραγραφής Νόμος, Κεφ. 15.

 

        Είναι φανερό ότι το Δικαστήριο εξέτασε τις ενώπιον του προδικαστικές ενστάσεις στη βάση των συγκεκριμένων δικογράφων και ιδιαίτερα στη βάση της αίτησης εργατικής διαφοράς όπου καταλογίζεται εναντίον της τράπεζας αλλά και του Ταμείου συνωμοσία, δόλος και απάτη, για τους λόγους που εκεί εξηγούνται.  Δεν είναι δυνατό σε αυτό το στάδιο και για σκοπούς χορήγησης αδείας να θεωρηθεί ότι αποκλείεται η συζήτηση θεμάτων δόλου με μόνο το λεκτικό του άρθρου 23(3) του περί Ταμείων Προνοίας Νόμου αρ. 44/81, εφόσον ούτε το λεκτικό του εδαφίου (3) αποκλείει την εφαρμογή ευρύτερων εννοιών δικαίου, έστω και εάν η διαφορά προκύπτει από την εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου, ούτε και αποκλείεται η ευρύτερη δικαιοδοσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στη βάση του γενικότερου Νόμου περί Ετησίων Αδειών, ο οποίος και προβλέπει για το ζήτημα της παραγραφής. 

 

        Με δεδομένο ότι η όποια τελική απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπόκειται σε έφεση, περιλαμβανομένου και του ζητήματος της δικαιοδοσίας, θα χρειάζονταν εξαιρετικές περιστάσεις για να χορηγηθεί εδώ άδεια, που όμως δεν υπάρχουν, ούτε και αναφέρεται οτιδήποτε σχετικό και συγκεκριμένο στην επίδικη αίτηση.  Το ζήτημα της δικαιοδοσίας από μόνο του δεν επενεργεί καταλυτικά, η δε αναμενόμενη έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας επί της ουσίας της διαφοράς στις 13.1.09, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως εξαιρετική περίσταση, εφόσον, άλλωστε, είναι καθήκον ενός Δικαστηρίου να προχωρεί με την εκδίκαση της υπόθεσης το ταχύτερο δυνατό. 

 

        Μάλιστα, θα μπορούσε εν κατακλείδι, να λεχθεί ότι η παρούσα αίτηση είναι πρόωρη, διότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του ρητά ανέφερε ότι δεν θα ήταν δυνατό να αποφασίσει επί του ζητήματος της δικαιοδοσίας, χωρίς την απόδειξη και εξειδίκευση των γεγονότων της υπόθεσης.  Με άλλα λόγια, θα πρέπει να ακουστούν γεγονότα για να αποφασιστεί κατά πόσο υπάρχει δόλος αφενός και κατά πόσο με τη διαπίστωση τέτοιου ενδεχόμενου δόλου, θα ήταν δυνατή η αναστολή της 12μηνης προθεσμίας. Αυτά, πέραν της διαζευκτικής όπως γίνεται αντιληπτό, δυνατότητας η ίδια η 12μηνη περίοδος να αρχίζει μόνο όταν τα γεγονότα που οδηγούν στο κατ΄ ισχυρισμόν δικαίωμα βάσει του οποίου υποβάλλεται αίτηση, καθίστανται γνωστά στον αιτητή.   Δεν αναλαμβάνεται επομένως δικαιοδοσία εκεί όπου εμφανώς δεν υπάρχει, όπως εισηγήθηκε ο συνήγορος.

 

        Ενόψει όλων των πιο πάνω, η αίτηση κρίνεται ανεδαφική και απορρίπτεται.

 

 

 

                                        Στ. Ναθαναήλ,

                                                  Δ.

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο