ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2008) 1 ΑΑΔ 1166

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 89/2008)

 

27 Νοεμβρίου 2008

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ

 ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ)

 ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

- ΚΑΙ -

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23 ΚΑΙ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 30(3) ΤΟΥ Ν. 29/77

- ΚΑΙ -

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΠΟΥ ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΣΤΙΣ 20/02/08

- ΚΑΙ -

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΠΟΛΥΔΩΡΟΥ

ΕΚ ΛΕΜΕΣΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ

ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI

---------------------------

Ε. Πουργουρίδης, για τον Αιτητή.

---------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση ζητείται η άδεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την καταχώρηση αίτησης προς έκδοση εντάλματος φύσεως certiorari με σκοπό την ακύρωση του σχετικού εντάλματος έρευνας που εξέδωσε σε βάρος του αιτητή το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στις 20.2.08.

 

        Τα γεγονότα μπορούν να συνοψιστούν με βάση την έκθεση που έχει καταχωρηθεί, σύμφωνα με την πρακτική που ακολουθείται και κατ΄ εφαρμογή των αντίστοιχων Αγγλικών Θεσμών,  στο ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εξέδωσε ένταλμα έρευνας εξουσιοδοτώντας, ανάμεσα σε άλλα, και την έρευνα των οχημάτων του αιτητή, χωρίς να υπήρχε ενώπιον του οποιαδήποτε μαρτυρία που εξ αντικειμένου να ικανοποιούσε αυτή την εξουσιοδότηση.  Περαιτέρω, με βάση την ένορκη δήλωση του γιου του αιτητή, δεόντως εξουσιοδοτημένου από αυτόν να ορκιστεί, δεδομένου ότι ο ίδιος είναι υπόδικος, κατά τη διάρκεια της εκδίκασης ενώπιον του Μονίμου Κακουργιοδικείου Λεμεσού στην ποινική υπόθεση 3025/08, είχε τεθεί ζήτημα ότι η κατάσχεση, μεταφορά και το μεταγενέστερο άνοιγμα του οχήματος με αριθμούς εγγραφής ΟΕ 51UNK, ιδιοκτησίας του αιτητή,  από την αστυνομία για σκοπούς έρευνας, ήταν παράνομη και αντισυνταγματική και κατά συνέπεια τα τεκμήρια που είχαν βρεθεί στο όχημα έπρεπε να είχαν αποκλειστεί.  Η Κατηγορούσα Αρχή ισχυρίστηκε ότι η αστυνομία ενεργούσε νόμιμα με βάση το επίδικο ένταλμα έρευνας, αντίγραφο του οποίου παρεδόθη για πρώτη φορά στην υπεράσπιση στις 29.9.08.  Ουδέποτε είχε προηγουμένως λεχθεί στον αιτητή ότι η αστυνομία είχε ενεργήσει δυνάμει εντάλματος. Το Κακουργιοδικείο με απόφαση του ημερ. 14.10.08, αποδέχθηκε πως η αστυνομία ενεργούσε δυνάμει του σχετικού εντάλματος και επομένως ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένη να προβεί στη σχετική  έρευνα. Το  ένταλμα  έρευνας  επισυνάπτεται  ως   Τεκμ. «Α» στη σχετική ένορκη, δήλωση συνοδευόμενο από το σχετικό όρκο του αστυφύλακα 1794 Α. Δημητρίου, Τεκμ. «Β», επί τη βάσει του οποίου η αστυνομία αποτάθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού για την έκδοση του επιδίκου εντάλματος.

 

        Ο συνήγορος, ερωτούμενος σχετικά από το Δικαστήριο, εξήγησε ότι η καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης για άδεια, οφείλεται στο γεγονός ότι το ένταλμα δεν ήλθε ποτέ στη γνώση του αιτητή παρά μόνο κατά τη διεξαγωγή της ενδιάμεσης δίκης ως προς τη νομιμότητα της παραλαβής του οχήματος, το οποίο εν πάση περιπτώσει δεν ήταν δυνατό να αποτελούσε αντικείμενο έρευνας δυνάμει του άρθρου 29(3) του Νόμου αρ. 29/77, ως τροποποιήθηκε.  Κατά δεύτερο λόγο, το ένταλμα έπασχε διότι δεν συγκεκριμενοποιήθηκε το όχημα, ενώ ο ίδιος ο αιτητής είχε δώσει τη συγκατάθεση του ως το Τεκμ. «Γ» στην ένορκη δήλωση του γιου του, που επέτρεπε τη διερεύνηση από την αστυνομία οχήματος ιδιοκτησίας του, άλλου όμως από το κατασχεθέν.  Ήταν, τέλος, η θέση του συνηγόρου ότι έστω και εκκρεμούσης της εκδίκασης της ποινικής υπόθεσης, είναι δυνατό να εκδοθεί ένταλμα certiorari, αφού δοθεί πρώτα προς τούτο η σχετική άδεια, εφόσον η ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου είχε ως υπόβαθρο όχι την καθ΄ αυτή δικαιοδοτική βάση του, αλλά τη διερεύνηση μόνο της ενέργειας της αστυνομίας ως προς την κατάσχεση του οχήματος. 

 

Σύμφωνα με πάγια νομολογία, αίτηση για χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης προς έκδοση προνομιακών ενταλμάτων δεν επιτυγχάνει όταν δεν υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και όταν δεν φαίνεται από το πρακτικό του Δικαστηρίου, έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη περί το νόμο, προκατάληψη ή συμφέρον από το πρόσωπο που έλαβε την απόφαση, δόλος η ψευδορκία στη λήψη της απόφασης ή παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.  Αυτά εξάγονται με αναφορά σε νομολογία όπως στην Αναφορικά με τον Genaro Perella (1995) 1 Α.Α.Δ. 692, Αίτηση του Αλέκου Κωνσταντινίδη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298, και Base Metal Trading Ltd ν. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535.  Το Δικαστήριο αυτό είχε την ευκαιρία να αναφέρει τα πιο πάνω και σε σχετικά πρόσφατη απόφαση του στην Αναφορικά με τον Λευτέρη Μήλου και τον Πανίκο Χατζηλοΐζου για  άδεια  για  καταχώρηση  αίτησης  για  ένταλμα της φύσεως certiorari και prohibition, αίτηση υπ΄ αρ. 18/2008, ημερ. 14.3.2008.  Περαιτέρω, άδεια δεν δίνεται όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, στην οποία περίπτωση θα πρέπει να καταδειχθούν ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις που να δικαιολογούν παρέκκλιση από αυτόν τον κανόνα, ότι αφού προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο, δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη συζητήσιμου ζητήματος.  Και αυτό, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα.  Αυτό φαίνεται σε αυθεντίες όπως η Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965 και  Σ. Μαρκίδης (2004) 1 Α.Α.Δ. 552.

 

        Έχοντας εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή το όλο ζήτημα κρίνεται ότι η αιτούμενη άδεια δεν μπορεί να χορηγηθεί για τους εξής λόγους:

 

        (i)  Είναι σαφές από τη νομολογία ότι η αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος πρέπει να επιδιώκεται το ενωρίτερο δυνατό και επομένως ο αιτητής οφείλει να επιδεικνύει την αναγκαία σπουδή χρόνου, ακριβώς διότι, μια τέτοια αίτηση επιδιώκει μια προνομιακή κατάσταση, έξω δηλαδή από το σύνηθες μέτρο αμφισβήτησης απόφασης κατώτερου Δικαστηρίου, που είναι βεβαίως η έφεση  (δέστε Πέτρου Αρτέμη: «Προνομιακά Εντάλματα» σελ. 68-70).  Καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης ή συμπεριφορά του αιτητή που θεωρείται ανάξια και ανάρμοστη, οδηγεί την αίτηση σε απόρριψη. (δέστε O.Hood Phillips: Constitutional and Administrative Law 5η έκδ. σελ. 535).

 

        Εδώ ο αιτητής, μέσω του γιου του, διατείνεται στην παρ. 7 της ένορκης δήλωσης του, ότι το ένταλμα Τεκμ. «Α» παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 29.9.08, ουδέποτε δε προηγουμένως είχε λεχθεί στον πατέρα του ότι η αστυνομία είχε ενεργήσει επί τη βάσει του εντάλματος αυτού.  Παρατηρείται όμως από την οπισθογράφηση του εντάλματος έρευνας, το οποίο εκδόθηκε στις 20.2.08 και ώρα 21.30, ότι η έρευνα έγινε την ίδια ημέρα μεταξύ των ωρών 22.10-23.00, από το εντεταλμένο αστυνομικό όργανο στην παρουσία του ιδίου του αιτητή καθώς και στην παρουσία του αστ. 3490 και του λοχία 4345 και επομένως εφόσον, ως αναφέρεται στην παρ. 4 της ένορκης δήλωσης, το συγκεκριμένο όχημα είχε μεταφερθεί την ημέρα της έκδοσης του επιδίκου εντάλματος στον αστυνομικό σταθμό, δημιουργείται εύλογη απορία αν όντως αυτή η κατάσχεση και μεταφορά δεν περιήλθε στη γνώση του αιτητή, εφόσον η όλη έρευνα έγινε στην παρουσία του.  Επί τούτου η ένορκη δήλωση δεν είναι επαρκώς επεξηγηματική και σαφής, ως θα έπρεπε να ήταν, και εμφιλοχωρεί τουλάχιστον αμφιβολία ως προς την ορθότητα των δεδομένων της.  Να σημειωθεί περαιτέρω ότι το ορθό θα ήταν να καταχωρούνταν κεκυρωμένα αντίγραφα του εντάλματος   έρευνας   και  του  όρκου,  ως   η ορθή πρακτική (δέστε Αρτέμη: «Προνομιακά Εντάλματα»   - ανωτέρω - σελ. 45-49).

 

        Από την πιο πάνω θεώρηση προκύπτει ότι η αίτηση είναι εξαιρετικά καθυστερημένη διότι λογικά θα πρέπει να ήταν στη γνώση του αιτητή από τις 20.2.08 η κατάσχεση του οχήματος.  Περαιτέρω, με δεδομένο ότι η υπόθεση, ως ανέφερε ο                     κ. Πουργουρίδης, εκδικάζεται ενώπιον του Κακουργιοδικείου και όλες οι καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας θα πρέπει να ήταν στη γνώση της υπεράσπισης από την έναρξη της δίκης, με βάση τα άρθρα 7 και 102 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, λογικά θα πρέπει να ήταν στη γνώση του αιτητή από πολύ νωρίτερα η κατάσχεση του οχήματος, καθώς και η προς τούτο εξουσιοδότηση μέσα από τις σχετικές καταθέσεις των αρμοδίων αστυνομικών οργάνων.  Ούτε επ΄ αυτού υπάρχει οποιαδήποτε πληροφόρηση στην ένορκη δήλωση και την έκθεση των γεγονότων.

 

        Αλλά και πρόσθετα, εφόσον η θέση του αιτητή στην παρούσα αίτηση είναι ότι στοχεύει στον έλεγχο της νομιμότητας του εντάλματος έρευνας, εγείρεται ερώτημα ως προς το λόγο που δεν κινήθηκε αμέσως με την κατάθεση της παρούσας αίτησης, παρά μόνο στις 14.11.08 και αυτό μόνο μετά που το Κακουργιοδικείο εξέδωσε απορριπτική των θέσεων του απόφαση.  Και από αυτή την άποψη είναι επομένως καθυστερημένη η αίτηση.

 

        (ii)  Το ένταλμα έρευνας αναφέρει ότι έχει εκδοθεί με βάση τον Ποινικό Τύπο αρ. 6, με αναφορά στο άρθρο 29(3) του Νόμου αρ. 29/77-2003.  Στην υποστηρικτική μαρτυρία-όρκο που έδωσε ο αστυφύλακας 1794 Α. Δημητρίου, αναφέρεται το πιο πάνω άρθρο ως η βάση για την έκδοση ενταλμάτων σύλληψης και έρευνας των οικιών και οχημάτων του αιτητή, που ήταν ύποπτος μαζί με άλλο πρόσωπο, για την ανεύρεση, περισυλλογή και φύλαξη ναρκωτικών. Όντως, το συγκεκριμένο άρθρο ομιλεί για τη δυνατότητα έκδοσης από Δικαστή μετά από ένορκη καταγγελία και στη βάση ευλόγου υποψίας, εντάλματος έρευνας στο οποίο να καθορίζονται τα υποστατικά που θα πρέπει να ερευνηθούν. 

 

        Έχει αναφερθεί όμως στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Κυριάκου Μηλιώτη (2006) 1 Α.Α.Δ. 12, ότι «.. δεν είναι καν αναγκαίο να καταγράφεται στο ίδιο το ένταλμα ο νόμος που προβλέπει για το αδίκημα, στο οποίο το ένταλμα αφορά.».  Και αυτό διότι το άρθρο 28 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο αρ. 10(Ι)/96, προβλέπει ότι κάθε ένταλμα έρευνας φέρει την υπογραφή του Δικαστή που το εκδίδει, την ημερομηνία και ώρα έκδοσης, καθώς επίσης και βεβαίωση ότι ο Δικαστής έχει ικανοποιηθεί λογικά για την ανάγκη έκδοσης του εντάλματος.  Και συνεχίζει η απόφαση λέγοντας:

 

«Εκείνο που έχει σημασία, επαναλαμβάνουμε, είναι το ένταλμα να αφορά σε υπόθεση η οποία εμπίπτει σε γνωστό ποινικό αδίκημα.»

 

        Ακριβώς εδώ στο συγκεκριμένο ένταλμα έρευνας καταγράφονται όλα τα προαπαιτούμενα με αναφορά σε υποψία για παράνομη φύλαξη και διατήρηση ελεγχομένων φαρμάκων που είναι βέβαια γνωστά ποινικά αδικήματα με βάση τον περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμο αρ. 29/77, ως τροποποιήθηκε.  Και περαιτέρω παρατηρείται, όπως και στη Μηλιώτης (ανωτέρω), ότι η ένορκη δήλωση του αστ. 1794  δεν περιορίστηκε στην απλή διαβεβαίωση ότι ο ίδιος είχε εύλογη υποψία ότι στα υποστατικά διακινούνταν ναρκωτικά, αλλά καταγράφησαν οι συγκεκριμένες ενέργειες που τον συσχέτιζαν με ναρκωτικές ουσίες.  Επί τη βάσει αυτών των δεδομένων, το ένταλμα έρευνας που ενέκρινε αφού ικανοποιήθηκε λογικά το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, εξουσιοδότησε την είσοδο της αστυνομίας στην οικία, υποστατικά και οχήματα του αιτητή και βεβαίως πρέπει να προστεθεί ότι, όπως συνάγεται από την ένορκη δήλωση του γιου του αιτητή, το επίδικο όχημα θα πρέπει να βρέθηκε εντός των υποστατικών τα οποία ερευνήθηκαν και επομένως, από αυτή την άποψη, δυνατό να ήταν αντικείμενο που βρισκόταν εντός της ευρύτερης περιοχής που αυτά κάλυπταν. 

 

(iii)           Τέλος, θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι δεν θα ήταν δυνατή η παροχή άδειας στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, διότι το θέμα αποτέλεσε αντικείμενο διερεύνησης από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λεμεσού, το οποίο με ενδιάμεση απόφαση του δέχθηκε ότι η αστυνομία ενεργούσε με βάση το συγκεκριμένο ένταλμα έρευνας και όπως επί λέξει αναφέρει στην παρ. 8 ο ενόρκως  δηλών «... και  πως σύμφωνα με αυτό, είχε εξουσία να κάμει  τα όσα περιγράφω πιο πάνω»,  δηλαδή,  τη  μεταφορά   του  οχήματος   στον  αστυνομικό  σταθμό. Σε  ερώτηση    του Δικαστηρίου  κατά  την  ακρόαση,  της   παρούσας   αίτησης  ο  κ. Πουργουρίδης ανέφερε ότι το Κακουργιοδικείο δεν εξέτασε ζήτημα ακύρωσης και ούτε θα είχε εξουσία να αναθεωρήσει τη νομιμότητα του εντάλματος έρευνας.  Πώς ακριβώς τέθηκε όμως το ζήτημα ενώπιον του Κακουργιοδικείου και ποια ήταν συγκεκριμένα η απόφαση του, θα έπρεπε να αναφερόταν διεξοδικά στην ένορκη δήλωση του αιτητή, εφόσον ζητείται η συνδρομή του Ανωτάτου Δικαστηρίου η οποία όμως θα μπορούσε να δινόταν μόνο εάν, όπως έχει καθορίσει η νομολογία, διαφαινόταν ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις.  Η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων ποικίλει ανάλογα με τα δεδομένα μιας υπόθεσης, αλλά ζητήματα χορήγησης προνομιακών ενταλμάτων αποφασίζονται με εξαιρετική φειδώ, εξ ού και είναι ιδιαιτέρως αναγκαία η πλήρης και ολοκληρωτική παράθεση των συναφών γεγονότων.

 

        Τέτοιες εξαιρετικές περιστάσεις εδώ κρίνεται ότι δεν υπάρχουν.  Η ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου έχει ενσωματώσει και έχει επιλύσει το όποιο αναμενόμενα τεθέν ενώπιον του πρόβλημα παρανομίας και αντισυνταγματικότητας σε σχέση με την κατάσχεση, μεταφορά, και κατ΄ ισχυρισμόν, διάρρηξη του οχήματος από την αστυνομία.  Αυτά τα ζητήματα αναμφίβολα θα αποτελέσουν, σε περίπτωση καταδίκης του αιτητή, αντικείμενο έφεσης που είναι και η συνήθης και ορθόδοξη διαδικασία για έλεγχο της ορθότητας της απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου.  Δεν είναι νοητή η χορήγηση προνομιακού εντάλματος ως συγκαλυμμένη έφεση. Δεν είναι ορθό, διαρκούσης της εκκρεμοδικίας στο Κακουργιοδικείο, να δοθεί η δυνατότητα ανατροπής της ενδιάμεσης απόφασης του και της πορείας που ως εξ αυτής ακολουθήθηκε στη συνέχεια.  Ιδιαιτέρως, εφόσον ο αιτητής δοκίμασε να αποκλείσει τις ναρκωτικές ουσίες που βρέθηκαν στο κατασχεθέν όχημα, ανεπιτυχώς όμως. Μάλιστα, θα μπορούσε να προστεθεί, ότι είναι πρόωρη η διατύπωση άποψης ως προς την επίπτωση της ενδιάμεσης αυτής απόφασης,  η οποία δεν προσβάλλεται μεν αυτοτελώς με την παρούσα αίτηση, εμπεριέχει όμως κρίση επί του εντάλματος έρευνας, στην τελική κατάληξη του Κακουργιοδικείου που, επί του παρόντος, παραμένει άγνωστη.

 

        Για όλους τους πιο πάνω λόγους η αίτηση κρίνεται ανεδαφική και απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

                                                Στ. Ναθαναήλ,

                                                         Δ.

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο