ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2008) 1 ΑΑΔ 1125

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 81/2007)

 

19 Νοεμβρίου, 2008

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ Δ/στές]

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΙΧΑΗΛ,

Εφεσείοντας,

ΚΑΙ

 

ΜΙΧΑΗΛ ΣΚΟΥΤΕΛΛΑΣ,

Εφεσίβλητος.

_________________________

 

Σ. Τόκα (κα.), για τον Εφεσείοντα.

Λ. Κολατσής, για τον Εφεσίβλητο.

__________________________

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:   Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει

                                             ο Δικαστής Νικολάτος.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:    Το πρωτόδικο δικαστήριο στην προσβαλλόμενη απόφαση του, ημερ. 14.2.07, επί προδικαστικής ενστάσεως δεδικασμένου, απεφάσισε ότι τόσο το θέμα του ύψους του ποσού που πληρώθηκε από τον εναγόμενο-εφεσίβλητο, έναντι του τιμήματος πωλήσεως χωραφιού όσο και το κατά πόσον τερματίστηκε η συμφωνία πωλήσεως από τον ενάγοντα-εφεσείοντα είχαν αποφασιστεί δικαστικά, με τελεσίδικο τρόπο στην Αγωγή 4174/01, Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (η προγενέστερη αγωγή), και κατά συνέπεια ο ενάγων-εφεσείων εμποδίζετο από του να τα εγείρει εκ νέου με νέα δικαστική διαδικασία και συγκεκριμένα με την Αγωγή 2188/02, Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (η μεταγενέστερη αγωγή). 

 

Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής κατέληξε στο συμπέρασμα πως όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον της, περιλαμβανομένων και των δικογράφων των δύο αγωγών, έδειχναν ότι το κώλυμα του δεδικασμένου μπορούσε και ήταν ορθό να τεθεί σε εφαρμογή στην προσβαλλόμενη απόφαση. 

 

Τελικά το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τη μεταγενέστερη αγωγή του ενάγοντα-εφεσείοντα, λόγω δεδικασμένου, με έξοδα εις βάρος του.

 

Στην προγενέστερη αγωγή, στην οποία εκδόθηκε απόφαση την 31.1.06, ενάγων ήταν ο Μιχαήλ Σκουτέλλας, δηλαδή ο εναγόμενος στη μεταγενέστερη αγωγή και εφεσίβλητος στην παρούσα έφεση.  Εναγόμενος στην προγενέστερη αγωγή ήταν ο Ανδρέας Νικολάου Μιχαήλ ο οποίος ήταν ενάγων στη μεταγενέστερη αγωγή και είναι ο εφεσείων στην παρούσα έφεση. 

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο στην προγενέστερη αγωγή βρήκε ότι μεταξύ των διαδίκων συνήφθη γραπτή συμφωνία,  ημερ. 15.12.2000, δυνάμει της οποίας ο εφεσίβλητος συμφώνησε να αγοράσει από τον εφεσείοντα το τεμάχιο με αρ. 501, Φυλ./Σχ. LIV 45, που βρίσκεται στον ΄Αγιο Τύχωνα της επαρχίας Λεμεσού για ποσό £33,500.- το οποίο θα καταβαλλόταν με την πληρωμή του ποσού των £500.- ως προκαταβολή, με την υπογραφή της συμφωνίας και το υπόλοιπο κατά /ή περί την 30.10.01 ή ενωρίτερα με τόκο προς 8% ετησίως από 15.12.2000, οπόταν και το τεμάχιο θα  μεταβιβαζόταν στον εφεσίβλητο.   Η προαναφερόμενη συμφωνία δεν είχε ευτυχή κατάληξη, καθώς όταν ο εφεσίβλητος-αγοραστής επισκέφθηκε το αρμόδιο κτηματολογικό γραφείο στις 20.12.2000, για να καταθέσει αντίγραφο της συμφωνίας πωλήσεως, διαφάνηκε ότι το αγορασθέν τεμάχιο δεν είχε την έκταση που αναγραφόταν στο πιστοποιητικό εγγραφής του, αλλά μικρότερη.  Γι΄  αυτό και ο εφεσίβλητος καταχώρισε την προγενέστερη αγωγή ζητώντας αποζημιώσεις για ψευδείς παραστάσεις, εκ μέρους του εφεσείοντα-πωλητή, ως προς το εμβαδόν του τεμαχίου, καθώς και δήλωση του δικαστηρίου ότι το τίμημα αγοράς του τεμαχίου μειούται ανάλογα με το πραγματικό εμβαδόν του. 

 

Ο εφεσείων, στην έκθεση υπεράσπισης του στην προγενέστερη αγωγή, παραδέχθηκε την υπογραφή της συμφωνίας πωλήσεως λέγοντας όμως ότι η έκταση του πωλούμενου κτήματος του δεν ήταν ουσιώδης όρος της συμφωνίας και αρνούμενος ότι εκτός από την προκαταβολή των £500.- είχε εισπράξει και άλλο ποσό £4,500.- έναντι του τιμήματος πωλήσεως, όπως ισχυριζόταν ο εφεσίβλητος.  Επιπρόσθετα ο εφεσείων ισχυριζόταν στην υπεράσπισή του,  ότι εξαιτίας της μη εμπρόθεσμης καταβολής του τιμήματος πωλήσεως από τον εφεσίβλητο, αυτός (ο εφεσείων) τερμάτισε τη μεταξύ τους συμφωνία, ένεκα της παράβασής της από τον εφεσίβλητο, και καταχώρισε και τη μεταγενέστερη αγωγή για διεκδίκηση αποζημιώσεων.

 

Στην απάντηση του στην υπεράσπιση, ο εφεσίβλητος επέμεινε στη θέση του ότι κατέβαλε το συνολικό ποσό των £5.000.- έναντι του τιμήματος πωλήσεως και επέμεινε και στην άρνηση του ότι υπήρξε, εκ μέρους του, οποιαδήποτε παράβαση της συμφωνίας αλλά και οποιοσδήποτε τερματισμός της συμφωνίας από τον εφεσείοντα. 

 

Αφού το δικαστήριο εξέτασε τη μαρτυρία και αναφέρθηκε σε σχετική νομολογία έκρινε ότι ο εφεσίβλητος απέτυχε να αποδείξει την υπόθεση του, στην προγενέστερη αγωγή και την απέρριψε, με έξοδα εις βάρος του. Στη σελ. 25 της απόφασης του, όμως, είπε ότι από την υπάρχουσα μαρτυρία και των δύο πλευρών δεν προέκυπτε ότι η επίδικη συμφωνία πωλήσεως τερματίστηκε (μέχρι την ημερομηνία της απόφασης δηλαδή την 31.1.06) είτε από τον ίδιο τον εφεσίβλητο είτε και από τον εφεσείοντα.  Συναφώς, σημείωσε το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι «ο σχετικός ισχυρισμός του εναγόμενου (εφεσείοντα), ότι ο ίδιος τερμάτισε τη συμφωνία , ο οποίος έτσι και αλλιώς ήταν αναπόδεικτος, δεν λαμβάνεται υπόψη ενόψει της απόρριψης της μαρτυρίας του.».   

 

Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής στην  προσβαλλόμενη απόφαση της, ημερ. 14.2.07, στη μεταγενέστερη αγωγή, αναφέρθηκε στις προδικαστικές ενστάσεις που περιλαμβάνονταν στην έκθεση υπεράσπισης του εναγομένου-εφεσιβλήτου.  Σύμφωνα με την έκθεση υπεράσπισης ο ενάγων-εφεσείων κωλύεται να προβάλει τους ισχυρισμούς της παραγράφου 8 της έκθεσης απαίτησης του ότι ο εφεσίβλητος, του κατέβαλε μόνον ποσό £500.- έναντι του τιμήματος πωλήσεως και επίσης κωλύεται να προβάλει τους ισχυρισμούς της παραγράφου 11 της έκθεσης απαίτησης, ότι  αυτός (ο ενάγων-εφεσείων δηλαδή) τερμάτισε το πωλητήριο έγγραφο που συνήφθη μεταξύ των διαδίκων. 

 

Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής, στην απόφαση της, εξέτασε όλα τα ενώπιόν της στοιχεία υπό το φως σχετικής κυπριακής και αγγλικής νομολογίας.   Συναφώς, το πρωτόδικο δικαστήριο, σημείωσε ότι για να τύχει εφαρμογής ο κανόνας του δεδικασμένου θα πρέπει να πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις:

 

1.       Η προηγούμενη απόφαση να είναι τελεσίδικη.

2.       Να υπάρχει ταύτιση των διαδίκων.

3.       Να υπάρχει ταύτιση της ιδιότητας των διαδίκων, και

4.       Να υπάρχει ταύτιση των επιδίκων θεμάτων στις δύο αγωγές.

 

Αναφέρθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση Theori and another v. Djoni and another (1984) 1 C.L.R. 296 στην οποία τονίστηκε ότι δημιουργείται δεδικασμένο όχι μόνο σε σχέση με τις αξιώσεις που περιλήφθηκαν στην πρώτη αγωγή αλλά και σε σχέση με εκείνες τις αξιώσεις που θα μπορούσαν να είχαν προβληθεί, εντασσόμενες στο πλαίσιο του αρχικού αντικειμένου της αντιδικίας, και δεν προβλήθηκαν (Δέστε, επίσης, Carter (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 403).

 

Σύμφωνα με την απόφαση του πρωτοδίκου δικαστηρίου, δεν υπήρχε αμφισβήτηση του ότι η απόφαση στην προγενέστερη αγωγή ήταν τελεσίδικη και ότι υπήρχε ταύτιση των διαδίκων στις δύο αγωγές.  Εκείνο όμως που αμφισβητήθηκε από τον εφεσείοντα ήταν ότι δεν υπήρχε ταύτιση της ιδιότητας των διαδίκων στις δύο αγωγές εφόσον στην προγενέστερη αγωγή ενάγοντας ήταν ο εναγόμενος στη μεταγενέστερη αγωγή και το αντίστροφο.  Αυτό όμως το ζήτημα, κατά το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν είχε οποιαδήποτε σημασία.   Εφόσον στις δύο αγωγές οι διάδικοι ενάγουν και ενάγονται υπό την προσωπική τους ιδιότητα και όχι ως αντιπρόσωποι άλλων ή υπό άλλην ιδιότητα, αυτό ικανοποιούσε την προαναφερόμενη τρίτη προϋπόθεση, της ταύτισης δηλαδή των ιδιοτήτων των διαδίκων.   Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στις αγγλικές αποφάσεις Marginson v. Blackburn Borough Council (1939) 1 All E.R. 273 και Re Deeley´s Patent (1895) 1 Ch.D. 687 από τις οποίες είναι προφανές πως για να πετύχει το κώλυμα του δεδικασμένου δεν είναι απαραίτητο ο ενάγων και ο εναγόμενος στην προηγούμενη αγωγή να είναι ενάγων και εναγόμενος, αντίστοιχα, και στη νέα αγωγή. 

 

Δεδομένου ότι και στην προηγούμενη και στην επόμενη αγωγή οι αξιώσεις των διαδίκων βασίζονταν στην ίδια γραπτή συμφωνία και οι διάδικοι εμφανίζονταν με το ίδιο δικαίωμα και συμφέρον, δηλαδή ο ένας να είναι πωλητής και ο άλλος να είναι αγοραστής του ιδίου χωραφιού, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η ιδιότητα των διαδίκων, στις δύο αγωγές, ταυτιζόταν. 

 

Σε σχέση με την τέταρτη προαναφερόμενη προϋπόθεση της ταύτισης των (επιδίκων) θεμάτων στις δύο αγωγές το πρωτόδικο δικαστήριο σημείωσε ότι οι ενστάσεις για δεδικασμένο περιορίζονταν:

 

(α)  Στον ισχυρισμό περί τερματισμού της συμφωνίας από μέρους του πωλητή, και

 

(β)   Στο ύψος του ποσού που καταβλήθηκε στον πωλητή έναντι του τιμήματος πωλήσεως.

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε συναφώς αναφορά στις αγγλικές αποφάσεις Meretz Investments NV and another v. ACP Ltd and others (2006) 3 All E.R. 1029 και Arnold and others v. National Westminster Bank Ltd (1991) 2 A.C. 93 οι οποίες υποστηρίζουν ότι μόνο δικαστικές κρίσεις επί γεγονότων, οι οποίες είναι αναγκαίες για την απόφαση, δημιουργούν δεδικασμένο.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο στη μεταγενέστερη αγωγή παρατήρησε ότι ναι μεν ο ενάγων στην προγενέστερη αγωγή δεν είχε εγείρει ανταπαίτηση, όμως στην υπεράσπισή του, σε εκείνη την αγωγή, έθεσε όλα τα θέματα πάνω στα οποία βάσισε τις αξιώσεις του αργότερα στη μεταγενέστερη αγωγή και το δικαστήριο, στην προγενέστερη αγωγή, είχε αποφασίσει για  εκείνα τα θέματα, αφού αξιολόγησε τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συμφωνία πωλήσεως, μεταξύ των διαδίκων, δεν είχε τερματιστεί από οποιονδήποτε από τους αυτούς.     Η παράλειψη του ενάγοντα-εφεσείοντα να εγείρει, στην προγενέστερη δικαστική διαδικασία ανταπαίτηση, ενώ δεν υπήρχε οτιδήποτε που να τον εμποδίζει να πράξει κάτι τέτοιο (εφόσον η υπεράσπιση του στην προγενέστερη αγωγή είχε καταχωρηθεί στις 26.11.03, η απόφαση στην προγενέστερη αγωγή δόθηκε την 31.1.06, ενώ ο τερματισμός της συμφωνίας, σύμφωνα με τον ισχυρισμό του εφεσείοντα, είχε προηγηθεί με την επιστολή του ημερ. 8.11.01), δεν δικαιολογεί ούτε και επιτρέπει, σύμφωνα με την ευπαίδευτη πρωτόδικο Δικαστή, νέο δικαστικό αγώνα με αντικείμενο την ίδια γραπτή συμφωνία, για να προβάλει ο εφεσείων τις αξιώσεις του οι οποίες βασίζονται σε θέματα που έχουν ήδη αποφασιστεί.   Αυτό, κατά το πρωτόδικο δικαστήριο, θα σήμαινε την τμηματική εκδίκαση των διαφορών κατ΄ επιλογή των διαδίκων και τη διαιώνισή τους.

 

Ενόψει της κατάληξης του πρωτοδίκου δικαστηρίου ότι τα δύο προαναφερόμενα ουσιώδη θέματα του, κατά πόσο δηλαδή τερματίστηκε η συμφωνία από τον εφεσείοντα ώστε να δικαιούται στις θεραπείες που αξίωνε στη μεταγενέστερη αγωγή και του ύψους του ποσού που πληρώθηκε από τον εφεσίβλητο έναντι του τιμήματος πωλήσεως, δυνάμει της συμφωνίας, είχαν αποφασιστεί τελεσίδικα στην προγενέστερη αγωγή, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείων εμποδιζόταν από του να εγείρει εκ νέου τα ίδια θέματα στη μεταγενέστερη αγωγή  και επομένως απέρριψε τη μεταγενέστερη αγωγή, με έξοδα.

 

Με τους λόγους έφεσης  του ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης:

 

(1)    Ως προς το ότι οι ιδιότητες των διαδίκων στις δύο προαναφερόμενες αγωγές (ενάγων και εναγόμενος στην πρώτη και αντίστροφα εναγόμενος και ενάγων στη δεύτερη), δεν είχαν οποιαδήποτε σημασία για τη δημιουργία δεδικασμένου. 

 

(2)   Ως προς την εκπλήρωση των αναγκαίων προϋποθέσεων για τη δημιουργία δεδικασμένου.

 

(3)   Ως προς το ότι ο εφεσείων όφειλε να είχε εγείρει ανταπαίτηση στην προγενέστερη αγωγή αλλά δεν το έπραξε.  Εφόσον, κατά το χρόνο έγερσης της προαναφερόμενης αγωγής, το δικό του κατ΄  ισχυρισμό αγώγιμο δικαίωμα δεν είχε ακόμα δημιουργηθεί πώς μπορούσε να είχε εγείρει ανταπαίτηση;.   Επιπρόσθετα αμφισβητείται και η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης να μεταχειριστεί την υπεράσπιση του εφεσείοντα στην προγενέστερη αγωγή, ως αξίωση, εφαρμόζοντας, λανθασμένα, την αρχή του δεδικασμένου. 

 

(4)   Ως προς την αιτιολόγησή της σε σχέση με την εφαρμογή της αρχής του δεδικασμένου. 

 

Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τους λόγους έφεσης 1, 3 και 4.  Αναφορικά όμως με το δεύτερο λόγο έφεσης παρατηρούμε τα εξής:

 

Ο Δικαστής στην προγενέστερη αγωγή, στις σελ. 16 και 17 της απόφασης του, καθόρισε τα επίδικα θέματα της υπόθεσης που είχε ενώπιον του.  Αυτά ήταν: 

 

(α)   Κατά πόσον το εμβαδόν του πωληθέντος ακινήτου ήταν ουσιώδης όρος της επίδικης συμφωνίας.

 

(β)   Κατά πόσον ο εναγόμενος στην αγωγή εκείνη (εφεσείων) γνώριζε ή όχι, πριν την υπογραφή της συμφωνίας πωλήσεως, ότι το εμβαδόν του ακινήτου είχε μειωθεί.

(γ)  Σε περίπτωση που η απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα είναι θετική, σε ποια από τις προβλεπόμενες από τα άρθρα 17 και 18 του Κεφ. 149 περιπτώσεις μπορούσε να ενταχθεί η έκνομη συμπεριφορά του εναγομένου (εφεσείοντα);

 

(δ)    Ήταν η συμφωνία πωλήσεως ακυρώσιμη κατ΄  επιλογήν του ενάγοντα στην αγωγή εκείνη (εφεσίβλητου); και

 

(ε)   Σε περίπτωση που ήταν ακυρώσιμη η συμφωνία, ήταν δυνατόν να γίνει αποδεκτή η απαίτηση του εναγομένου (εφεσείοντα) για αποκατάσταση του δυνάμει του άρθρου 19(2) του Κεφ. 149 ή για αποζημιώσεις λόγω παράβασης της συμφωνίας;

 

Ο Δικαστής στην προγενέστερη αγωγή απεφάσισε επί των προαναφερομένων επιδίκων θεμάτων στη βάση των ευρημάτων του ως προς την αξιοπιστία της μαρτυρίας της κάθε πλευράς.  Αφού απεφάσισε επί των προαναφερομένων προέβηκε, στη συνέχεια, και στην παρατήρηση (στη σελ. 25 της απόφασης) ότι η επίδικη συμφωνία δεν είχε τερματιστεί ούτε από τον ίδιο τον ενάγοντα (εφεσίβλητο), όπως εκείνος ισχυριζόταν,  αλλά  ούτε και από τον εναγόμενο (εφεσείοντα).  Είπε μάλιστα ότι ο σχετικός ισχυρισμός του εναγομένου (εφεσείοντα) ότι ο ίδιος τερμάτισε τη συμφωνία, ο οποίος έτσι και αλλιώς ήταν αναπόδεικτος, δεν λαμβάνεται υπόψη ενόψει της απόρριψης της μαρτυρίας του.          

 

Συμφωνούμε με τον εφεσείοντα ότι τα όσα λέχθηκαν από το Δικαστή στην προγενέστερη αγωγή, σε σχέση με τα δύο προαναφερόμενα θέματα, δηλαδή του κατ΄ ισχυρισμό τερματισμού της επίδικης συμφωνίας από μέρους του πωλητή (εφεσείοντα) και του ύψους του ποσού που κατ΄ ισχυρισμό καταβλήθηκε στον πωλητή έναντι του τιμήματος πωλήσεως, λέχθηκαν παρεμφερώς ή «εν παρόδω» ή και εκ του περισσού.  Δεν ήταν απαραίτητα για την επίλυση της επίδικης διαφοράς στην προγενέστερη αγωγή και επομένως δεν μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για τη δημιουργία δεδικασμένου ή τη βάση για το κώλυμα του δεδικασμένου.   Στην υπόθεση Paphos Stone C. Estates Ltd κ.α. ν. Χριστοδουλίδη κ.α. (2000) 1 Α.Α.Δ. 2110 επιβεβαιώθηκε η αρχή ότι τα όσα λέγονται σε μια απόφαση, εν παρόδω ή εκ του περισσού δεν έχουν δεσμευτική ισχύ και δεν μπορούν έγκυρα να αποτελέσουν αντικείμενο έφεσης.   Στην προκείμενη περίπτωση επομένως τα όσα προαναφερόμενα λέχθηκαν από το Δικαστή στην προγενέστερη αγωγή, εκ του περισσού, δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο έφεσης.  Άρα ο εφεσείων δεν είχε δικαίωμα έφεσης σε σχέση με τα δύο προαναφερόμενα θέματα που αναφέρθηκαν παρεμφερώς και εν παρόδω από το Δικαστή στην προγενέστερη αγωγή, η οποία απορρίφθηκε και στην οποία ο εφεσείων ήταν εναγόμενος.

 

Δεδομένου ότι ο εφεσείων δήλωσε στο δικαστήριο, στην προγενέστερη αγωγή, ότι δεν καταχώρησε ανταπαίτηση αλλά ότι εκκρεμούσε δική του αγωγή εναντίον του εφεσίβλητου (η μεταγενέστερη αγωγή) και δεδομένου ότι αυτός δεν είχε δικαίωμα έφεσης εναντίον της απόφασης στην προγενέστερη αγωγή, θεωρούμε πως θα ήταν άδικο να θεωρηθεί ότι αυτός (ο εφεσείων) κωλύετο να εγείρει, στη μεταγενέστερη αγωγή τα δύο προαναφερόμενα, ουσιώδη γι΄ αυτόν, θέματα.

 

Με τα προαναφερόμενα στοιχεία υπόψη κρίνουμε ότι λανθασμένα η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής θεώρησε ότι εγειρόταν κώλυμα δεδικασμένου, σε σχέση με τα δύο προαναφερόμενα σημεία, εις βάρος του εφεσείοντα, στη μεταγενέστερη αγωγή, την οποία, ως εκ τούτου, το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε. 

 

Ενόψει της επιτυχίας του δεύτερου λόγου έφεσης, η έφεση επιτυγχάνει ως προς αυτό το λόγο και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Η μεταγενέστερη αγωγή να εκδικαστεί από άλλο Δικαστή του ιδίου Δικαστηρίου.  Έξοδα, πρωτοδίκως και κατ΄ έφεση, υπέρ του εφεσείοντα να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή.

 

 

                                                      Π.

                                                      Δ.

                                                      Δ.

 

/ΕΑΠ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο