ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2008) 1 ΑΑΔ 801

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9/2007)

 

 

10 Ιουλίου, 2008

 

[ΗΛΙΑΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

 

 

HARVARDSKIY PRUMYSLOVY HOLDING A.S. - ΥΠΟ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ,

ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΥΜΕΝΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΑΥΤΗΣ

κ. ZDENEK CASTORAL,

 

Εφεσείοντες/Ενάγοντες,

 

ν.

 

1.      DAVENTREE RESOURCES LIMITED,

                               2.  ΗΡΩ ΠΕΤΣΑ,

                               3.  BORIS VOSTRY,

                               4.  ΛΙΝΤΑ ΛΟΙΖΟΥ,

                               5.  TOMAS SEVCIK,

                               6.  KANTUPAN HOLDINGS LTD.,

                               7.  HPH CAYMAN LIMITED,

                               8.  DAVENTREE TRUSTEES LTD.,

                               9.  JURAJ SIROKY,

                             10.  HARVARD CAPITAL MANAGEMENT

                                    (WORLDWIDE) LIMITED,

                             11.  VIKTOR KOZENY,

                             12.  ΔΗΜΗΤΡΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ,

 

Εφεσίβλητων/Εναγομένων.

 

 

Π. Νεοκλέους, για τους Εφεσείοντες.

 

Ν. Παπαδόπουλος, για τους Εφεσίβλητους 1-11.

 

Γ. Τριανταφυλλίδης με Ν. Παρτασίδου, για τον Εφεσίβλητο 12.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την υπ' αριθμό 11217/2004 αγωγή, που καταχωρήθηκε από τους εφεσείοντες Harvardskiy Prumyslovy Holding A.S. (που βρίσκονται υπό εκκαθάριση) από την Τσεχία, εναντίον 11 εφεσιβλήτων (εναγομένων), οι εφεσείοντες ζητούσαν μεταξύ άλλων την έκδοση διαταγμάτων μεταβίβασης και/ή ακύρωσης ή διάλυσης των κατεπιστευμάτων HPH 1 και HPH 2 τα οποία είχαν δημιουργηθεί από την 1η εφεσίβλητη από κεφάλαια που είχαν καταβληθεί από τους εφεσείοντες. Οι εφεσείοντες απαιτούν περίπου $572.000 από τα κέρδη που προέκυψαν ως αποτέλεσμα της δικής τους συνεισφοράς που ανερχόταν σε $100.000.000. Στη διαχείριση των κατεπιστευμάτων είχαν αναμειχθεί και οι εφεσίβλητοι 2-11.

 

Μετά την καταχώριση της αγωγής οι εφεσείοντες καταχώρισαν στις 22/9/2005 μονομερή αίτηση για την έκδοση προσωρινού διατάγματος μη αποξένωσης των περιουσιακών στοιχείων των δύο κατεπιστευμάτων.  Στις 23/9/2005 εκδόθηκε το αιτούμενο προσωρινό διάταγμα, το οποίο και επιδόθηκε στον εφεσίβλητο - διαχειριστή, εφεσίβλητο 12 Δημήτρη Ιωαννίδη. Ο τελευταίος καταχώρισε ένσταση με ένορκη δήλωση στην οποία περιληπτικά ανέφερε ότι είχε διοριστεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ως παραλήπτης των δύο εμπιστευμάτων, κατόπιν αίτησης που υποβλήθηκε από 12 ενάγοντες στην υπ' αριθμό 13792/2003 αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, για να συλλέξει και διαφυλάξει τα περιουσιακά στοιχεία των δύο εμπιστευμάτων από την εταιρεία Daventree Trustees Ltd (εφεσίβλητη 8), η οποία ήταν η εμπιστευματοδόχος των δύο εμπιστευμάτων. Μεταξύ των αρμοδιοτήτων που του είχε καθορίσει το Δικαστήριο ήταν και η συλλογή των περιουσιακών στοιχείων των εμπιστευμάτων στα νησιά Cayman.  Προς τούτο καταχωρήθηκε εκ μέρους της εταιρείας Kestrel Stock Trading Ltd. (αφού ο εφεσίβλητος - διαχειριστής δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να καλύψει τις σχετικές δικαστικές δαπάνες), μονομερής αίτηση και εκδόθηκε σχετικό διάταγμα στα νησιά Cayman ότι ο εφεσίβλητος - διαχειριστής καθίστατο παραλήπτης των περιουσιακών στοιχείων των δύο εμπιστευμάτων στα νησιά Cayman. Ο πιο πάνω διορισμός του εφεσίβλητου - διαχειριστή βασίστηκε σε στοιχεία που περιέχονταν στο διάταγμα της 5/5/2005 στην αγωγή 13792/2003. Ο πιο πάνω ισχυρίστηκε ότι οι εφεσείοντες παρέλειψαν να αποκαλύψουν όλα τα πραγματικά γεγονότα που είχαν ως επακόλουθο την παραπλάνηση του Δικαστηρίου που εξέδωσε το σχετικό διάταγμα.

 

Πιο συγκεκριμένα υποβλήθηκε ότι οι εφεσείοντες απέκρυψαν,

 

(i)                 Ότι ο Δημήτρης Ιωαννίδης δεν είναι παραλήπτης της εναγόμενης εταιρείας αλλά παραλήπτης των περιουσιακών στοιχείων των δύο εμπιστευμάτων,

 

(ii)               Ότι ο πιο πάνω ενεργεί σε συνεννόηση με τους εφεσίβλητους 8 και 11,

 

(iii)             Ότι ο πιο πάνω δεν έχει καταφέρει να εισπράξει ούτε ένα δολάριο από την περιουσία των εμπιστευμάτων,

 

(iv)             Την ύπαρξη διατάγματος ημερομηνίας 9/9/2005 Δικαστηρίου των νησιών Cayman,

 

(v)               Την αντίθεση του επιδιωκόμενου διατάγματος με το διάταγμα της 5/5/2005 της αγωγής 13729/2003 και ότι οι εφεσείοντες την αναφέρουν ως αγωγή 13729/2005 και ότι

 

(vi)             το επιδιωκόμενο διάταγμα καθιστά άλλη αίτηση των εφεσειόντων που εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου που εξετάζει την παρούσα αγωγή, άνευ αντικειμένου.

 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι η αγωγή 13792/2003, στην οποία εκδόθηκε το σχετικό διάταγμα στις 5/5/2005, καταχωρήθηκε ένα χρόνο πριν από την καταχώριση της παρούσας αγωγής και διερωτήθηκε γιατί οι εφεσείοντες επέλεξαν να καταχωρίσουν νέα αγωγή και όχι να καταστούν διάδικοι στην παρούσα διαδικασία για να διαφυλάξουν τα συμφέροντα τους, αφήνοντας να νοηθεί ότι δεν γνώριζαν την ύπαρξη της αγωγής 13792/2003. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την εισήγηση του εφεσίβλητου ότι οι εφεσείοντες θα έπρεπε να αποκαλύψουν το διάταγμα της 5/5/2005 στην αγωγή 13792/2003, ένα στοιχείο το οποίο θα μπορούσε να επηρεάσει το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εξέταση του υπό κρίση διατάγματος.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων υπέβαλε ότι λόγω του ανακριβούς αριθμού της αγωγής που δόθηκε (13792/2005 αντί 13792/2003), ήταν πρακτικά αδύνατο να εξακριβωθεί η φύση του διατάγματος της 5/5/2003. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι αν οι εφεσείοντες επεδείκνυαν ελάχιστη επιμέλεια, θα μπορούσαν να πληροφορηθούν το ουσιώδες αυτό γεγονός και να μην πληροφορούν το Δικαστήριο ότι ο εφεσίβλητος είχε διοριστεί παραλήπτης της Daventree Trustees Ltd (εφεσίβλητη 8), ενώ είχε διοριστεί παραλήπτης των δύο εμπιστευμάτων. Το πιο πάνω συμπέρασμα σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, "προδιαγράφει και την τύχη του διατάγματος που δεν είναι άλλη παρά η ακύρωση του".

 

Με την παρούσα έφεση οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της ακύρωσης του προσωρινού διατάγματος της 23/9/2005, ισχυριζόμενοι ότι η μη αποκάλυψη του διατάγματος της 5/5/2005 στην αγωγή 17392/2003 στην υπό κρίση αίτηση οφειλόταν στην αδυναμία τους να περισυλλέξουν τα σχετικά στοιχεία για τα οποία αντιμετωπίζουν μομφή μη αποκάλυψης. Ο εφεσίβλητος αντικρούει την πιο πάνω εισήγηση ισχυριζόμενος ότι οι εφεσείοντες θα μπορούσαν, αν επιδείκνυαν την ελάχιστη επιμέλεια, να διαπιστώσουν ποια ήταν τα πραγματικά γεγονότα και να τα παρουσιάσουν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Τούτο θα μπορούσε να επιτευχθεί με την εξέταση του φακέλου της αγωγής 13792/2003 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ή με παράκληση προς τους δικηγόρους του εφεσιβλήτου, να τους δώσουν τα αναγκαία στοιχεία. Όπως ορθά υποδεικνύεται από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσιβλήτου, η εικόνα που είχε παρουσιαστεί στο πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν ότι ο εφεσίβλητος - διαχειριστής ενεργούσε με την Daventree Trustees Ltd (εφεσίβλητη 8) στις προσπάθειες που κατέβαλλε για να συλλέξει τα περιουσιακά στοιχεία των δύο εμπιστευμάτων.

 

(α)  Η μη αποκάλυψη των ουσιωδών στοιχείων.

 

          ΄Εχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι ένα πρόσωπο που εμφανίζεται ως διάδικος και επιζητεί την έκδοση ενός διατάγματος, έχει την υποχρέωση να θέτει ενώπιον του Δικαστηρίου όλα εκείνα τα ουσιώδη γεγονότα τα οποία μπορούν να βοηθήσουν το Δικαστήριο να καταλήξει στα ορθά συμπεράσματα.  Σε μονομερείς αιτήσεις (ex parte applications) το Δικαστήριο πρέπει να βρίσκεται σε θέση να αξιολογεί όλα τα στοιχεία που μπορούν να επηρεάσουν τη λήψη μιας απόφασης και μέσα σε αυτά τα πλαίσια δεν έχει άλλη επιλογή παρά να βασίζεται στο περιεχόμενο των δηλώσεων του δικηγόρου και το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων του αιτητή.  ΄Ετσι προκύπτει η ανάγκη της πλήρους αποκάλυψης γεγονότων.  (Attorney-General and another (No.2) v. Savvides [1979] 1 C.L.R. 349).  ΄Οπως έχει τονιστεί από το Δικαστή Καλλή στην υπόθεση Cobelfret Ro-Ro Services κ.ά. v. The Cyprus Potato Marketing Board (1996) 1 Α.Α.Δ. 733,

 

"Είναι θεμελιωμένο ότι διάδικος ο οποίος επιδιώκει με μονομερή αίτηση τη χορήγηση θεραπείας, πρέπει να προβεί σε πλήρη αποκάλυψη των γεγονότων τα οποία επενεργούν στην άσκηση των εξουσιών του Δικαστηρίου για την παροχή θεραπείας.  Η αρχή αυτή συναρτάται με την καλή πίστη η οποία πρέπει να επιδεικνύεται οποτεδήποτε επιδιώκεται η θεραπεία στην απουσία του αντιδίκου.  (Βλέπε Jadranska Slobodna Plovidba v. Photos Photiades & Co (1965) 1 C.L.R. 58, Abdu Ali Altobeiqui v. M/V Nada G. and another (1985) 1 C.L.R. 543, Sekavin S.A. v. Ship "Platon Ch" (1987) 1 C.L.R. 297, Amathus Navigation Co Ltd v. Concort Express Liners and others, Αγωγή Ναυτοδικείου 27/93, 22.12.93 και Demstar Limited v. Zim Israel Navigation Co Ltd κ.α., Αίτηση για Αναθεώρηση στην Αγωγή Ναυτοδικείου 157/90, 30.5.96)."

 

 

          Στην υπόθεση The King v. The General Commissioners for the Purposes of the Income Tax Acts for the District of Kensington, Ex parte Princess Edmond De Polignac ([1917] 1 K.Β. 486) όπου το θέμα της μη αποκάλυψης όλων των ουσιωδών στοιχείων εξετάστηκε σε έκταση, το Δικαστήριο εξέδωσε προσωρινό διάταγμα με το οποίο ο Διευθυντής του Φόρου Εισοδήματος κλήθηκε να απαντήσει γιατί να μην εκδοθεί ένταλμα Prohibition το οποίο θα απαγόρευε τον καθορισμό καταβολής φόρου εισοδήματος που θα έπρεπε να καταβληθεί από την αιτήτρια (Πριγκίπισσα Edmond De Polignac).  Η τελευταία, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς που περιέχονταν σε ένορκη δήλωση της, δεν ήταν Αγγλίδα υπήκοος, δεν ήταν κάτοικος Αγγλίας εκτός μόνο για προσωρινούς λόγους και δεν είχε συμπληρώσει ποτέ συνολική διαμονή έξι μηνών στην Αγγλία σε ένα οποιοδήποτε χρόνο.  Αντίθετα η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι ήταν Γαλλίδα υπήκοος και μόνιμη κάτοικος Γαλλίας.  Από το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων που καταχωρήθηκαν εκ μέρους των καθ'ων η αίτηση και της αιτήτριας ως απάντηση, διεφάνη ότι η αιτήτρια είχε πληρώσει για την ενοικίαση και επίπλωση ενός διαμερίσματος στην περιοχή Chelsea του Λονδίνου και ότι τα έξοδα συντήρησης του διαμερίσματος τα κατέβαλλε από κοινού μαζί με τον αδελφό της.  Το Δικαστήριο ακύρωσε το προσωρινό διάταγμα που εκδόθηκε χωρίς να εξετάσει την ουσία της υπόθεσης, αφού η αιτήτρια απέκρυψε ή παρουσίασε ψευδώς γεγονότα, που ήταν ουσιώδη με την αίτηση που καταχώρισε.  ΄Οπως έθεσε το θέμα ο Δικαστής Scrutton L.J.,

 

"It has been for many years the rule of the Court, and one which it is of the greatest importance to maintain, that when an applicant comes to the Court to obtain relief on an ex parte statement he should make a full and fair disclosure of all the material facts - facts, not law.  He must not misstate the law if he can help it - the Court is supposed to know the law.  But it knows nothing about the facts, and the applicant must state fully and fairly the facts, and the penalty by which the Court enforces that obligation is that if it finds out that the facts have not been fully and fairly stated to it, the Court will set aside any action which it has taken on the faith of the imperfect statement."

 

 

Σε μετάφραση,

 

"Έχει καθιερωθεί για πολλά χρόνια ως κανόνας του Δικαστηρίου και ένας κανόνας μεγάλης σπουδαιότητας που θα πρέπει να διατηρηθεί, ότι όταν ένας αιτητής έρχεται στο δικαστήριο επιζητώντας ανακούφιση με μονομερή αίτηση θα πρέπει να προβαίνει σε πλήρη αποκάλυψη των γεγονότων, όχι του νόμου. Δεν πρέπει αν μπορεί να παραθέτει λανθασμένα το νόμο αφού το δικαστήριο θεωρείται ότι γνωρίζει το νόμο. Το Δικαστήριο όμως δεν γνωρίζει τίποτε για τα γεγονότα και ο αιτητής θα πρέπει να παραθέτει πλήρως και δικαίως τα γεγονότα, και η τιμωρία με την οποία το δικαστήριο εφαρμόζει αυτή την υποχρέωση, είναι ότι όταν διαπιστώνει ότι τα γεγονότα δεν έχουν παρουσιαστεί πλήρως και δικαίως, το δικαστήριο θα πρέπει να παραμερίσει οποιοδήποτε διάταγμα έχει εκδώσει με βάση την ατελή έκθεση."

 

 

 

          Η υποχρέωση της πλήρους αποκάλυψης δεν καλύπτει μόνο εκείνα τα γεγονότα που ήταν γνωστά στον αιτητή, αλλά επεκτείνεται και σε εκείνα τα γεγονότα τα οποία ο αιτητής θα μπορούσε να αποκαλύψει με μια εύλογη έρευνα.  (Βλ. Χριστοφόρου ν. Γρηγορίου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248).  Αν ο αιτητής παραλείψει να συμμορφωθεί με την πιο πάνω υποχρέωση τότε το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να προβεί στην έκδοση του διατάγματος, ανεξάρτητα αν η παράλειψη ήταν αθώα ή σκόπιμη.  (Βλ. Lloyds Bowmaker Ltd v. Britannia Arrow Holdings plc (Lavens, third party) (1988) 3 All E.R. 178).

 

          Το θέμα της υποχρέωσης αποκάλυψης των γεγονότων εξετάστηκε στην αγγλική υπόθεση Brink's - MAT Ltd v. Elcombe and others ([1988] 3 All E.R. 188) στην οποία τονίστηκαν τα ακόλουθα:

 

(1)    Ο αιτητής έχει υποχρέωση να προβαίνει σε πλήρη και δίκαιη αποκάλυψη όλων των ουσιωδών στοιχείων.

 

(2)   Τα ουσιώδη στοιχεία είναι εκείνα τα οποία θα πρέπει να γνωρίζει ο Δικαστής όπως αυτά καθορίζονται από το Δικαστή και όχι από τους δικηγόρους των διαδίκων.

 

(3)   Η υποχρέωση της αποκάλυψης δεν περιορίζεται στα γεγονότα που ήταν γνωστά στον αιτητή, αλλά και σε εκείνα που μπορούσαν να αποκαλυφθούν με μια εύλογη έρευνα.

 

(4)   Η έκταση της έρευνας που πρέπει να γίνει εξαρτάται από τα περιστατικά της υπόθεσης που περιλαμβάνει τη (i) φύση της υπόθεσης και (ii) το επιζητούμενο διάταγμα και τα επακόλουθα της έκδοσης του για τον εναγόμενο.

 

(5)   Το Δικαστήριο που διαπιστώνει τη μη αποκάλυψη θα πρέπει να αποστερήσει από τον αιτητή οποιοδήποτε πλεονέκτημα που έχει αποκομίσει.

 

(6)   Η μη αποκάλυψη που οφείλεται σε αθώα συμπεριφορά ή σε μη ορθή εκτίμηση της σχετικότητας της είναι μια σημαντική πτυχή, αλλά όχι αποφασιστική στην εξέταση της μη αποκάλυψης και

 

(7)   Κάθε παράλειψη δεν εξυπακούει την άμεση ακύρωση του διατάγματος.

 

 

 

          Το θέμα της μη αποκάλυψης απασχόλησε την κυπριακή δικαιοσύνη στην υπόθεση Demstar Ltd v. Zim Israel Navigation Co Ltd κ.α. (1996)                1 Α.Α.Δ. 597, στην οποία οι ενάγοντες, στην ένορκη δήλωση που καταχώρισαν προς υποστήριξη του αιτήματος τους για την παροχή άδειας για επίδοση της αγωγής στο εξωτερικό, παρέλειψαν να αναφέρουν ότι στη σχετική φορτωτική που είχε επισυναφθεί στην ένορκη δήλωση, υπήρχε όρος για παραπομπή της διαφοράς σε αλλοδαπή δικαιοδοσία.  Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η μη αποκάλυψη για παραπομπή της διαφοράς σε Δικαστήριο της αλλοδαπής αποτελούσε εκτροπή από την υποχρέωση της πλήρους αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων και προέβη στην ακύρωση του σχετικού διατάγματος. (Βλέπε επίσης Δήμος Πάφου ν. Βοσκού (2001)                 1 Α.Α.Δ. 1168).

 

          Η ίδια γραμμή με τα ίδια ακριβώς γεγονότα ακολουθήθηκε στην υπόθεση Caspi Shipping Ltd. κ.ά. v. Πλοίου Saphire Seas (Αρ.2) (1997) 1 Α.Α.Δ. 833, στην οποία τονίστηκε ότι,

 

  "΄Εχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι ένας διάδικος που ζητά τη χορήγηση θεραπείας με μονομερή αίτηση (ex parte), πρέπει να προβαίνει σε πλήρη αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων τα οποία μπορεί να επενεργήσουν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να παράσχει θεραπεία. (Altobeiqui v. M/V Nada G. and Another (1985) 1 C.L.R. 543Ειδικότερα στην υπόθεση Zachariades Ltd. v. Economides (1989) 1 C.L.R. 437, τονίστηκε ότι η μη αποκάλυψη όρου με τον οποίο διαφορές μεταξύ των συμβαλλομένων παραπέμπονται σε διαιτησία στην αλλοδαπή συνιστά παραβίαση της υποχρέωσης για πλήρη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων και δικαιολογεί την ακύρωση του διατάγματος."

 

 

          Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της FEDOSSOVA LARISSA (Αρ.2) για διάταγμα Certiorari (1997) 1 Α.Α.Δ. 1333, η αιτήτρια ζητούσε την έκδοση εντάλματος Certiorari για την ακύρωση διατάγματος κατάσχεσης σε χέρια τρίτου επειδή υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος εκπροσώπησης της κατά παράβαση του άρθρου 30.3 του Συντάγματος.  Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αφού η αιτήτρια παρέλειψε να αποκαλύψει πρακτικό του Δικαστηρίου στο οποίο φαινόταν ότι το Δικαστήριο της είχε δώσει την ευκαιρία να εκπροσωπηθεί πριν από την έκδοση του επίδικου διατάγματος.

 

Από τα γεγονότα που έχουμε παραθέσει και ιδιαίτερα από τα στοιχεία (i-vi) που έχουμε ήδη προαναφέρει, φαίνεται ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες απέκρυψαν ουσιώδη γεγονότα στην εξέταση της μονομερούς (ex parte) αίτησης τους για την έκδοση του προσωρινού διατάγματος, είναι ορθό. Σημειώνουμε ότι οι εφεσείοντες έπρεπε να αποκαλύψουν ότι ο Δημήτρης Ιωαννίδης δεν ήταν παραλήπτης της εναγόμενης εταιρείας αλλά παραλήπτης των περιουσιακών στοιχείων των δύο εμπιστευμάτων, χωρίς να έχει επιτύχει να εισπράξει οτιδήποτε και ότι θα έπρεπε  να αποκαλύψουν και το διάταγμα της 5/5/2005 που είχε εκδοθεί στην αγωγή 13792/2003, που κατά πάσα πιθανότητα θα επηρέαζε την κρίση του Δικαστηρίου στην εξέταση του παρόντος διατάγματος. Προς τούτο οι εφεσείοντες θα μπορούσαν με την επίδειξη κάποιας επιμέλειας να εξακριβώσουν τον ορθό αριθμό της αγωγής που δόθηκε (13792/2005 αντί 13792/2003). Έχοντας υπόψη την πιο πάνω κατάληξη δεν κρίνεται σκόπιμη η εξέταση των υπόλοιπων λόγων έφεσης.

 

Η έφεση απορρίπτεται με €2000 έξοδα, συν Φ.Π.Α., σε βάρος των εφεσειόντων.

 

 

 

 

                                                       Δ.

 

 

 

 

 

                                                       Δ.

 

 

 

 

 

                                                       Δ.

 

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο