ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 1 ΑΑΔ 837
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 59/2007)
15 Ιουλίου, 2008
[ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ Δ/στές]
ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΓΕΙΑΣ,
Εφεσείοντες,
ΚΑΙ
CAA TRAVEL MEDIA LTD,
Εφεσίβλητοι.
_________________________
Π. Ευθυμίου, για τους Εφεσείοντες.
Γ.Γεωργιάδης με Κ. Μενοίκου (κα.), για τους Εφεσίβλητους.
__________________________
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει
ο Δικαστής Νικολάτος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποίαν εκδόθηκε συνοπτική απόφαση υπέρ των εναγόντων-εφεσιβλήτων και εις βάρος των πρώτων εναγομένων-εφεσειόντων για ποσό Λ.Κ.108.384,00 πλέον έξοδα. Σε σχέση με το δεύτερο εναγόμενο δόθηκε άδεια, από το πρωτόδικο δικαστήριο, να καταχωρίσει υπεράσπιση στην αγωγή και ως εκ τούτου η παρούσα έφεση δεν τον αφορά.
Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται, στο μοναδικό λόγο έφεσης τους, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι αυτοί δεν αποκάλυψαν καλήν υπεράσπιση, ικανή για να τους επιτρέψει να υπερασπιστούν σε ακρόαση.
Η αξίωση των εφεσιβλήτων εναντίον των εφεσειόντων βασιζόταν σε εγγυητική επιστολή (letter of guarantee) την οποίαν οι εφεσείοντες εξέδωσαν προς όφελος των εφεσιβλήτων, μετά από οδηγίες της εταιρείας Pink Camel Limited (η εταιρεία), με την οποίαν οι εφεσίβλητοι συνήψαν συμφωνία με σκοπό την προώθηση και διαφήμιση των προϊόντων και της εμπορικής επωνυμίας της εταιρείας.
Δυνάμει της εγγυητικής επιστολής οι εφεσείοντες συμφώνησαν να πληρώσουν το προαναφερόμενο ποσό στους εφεσίβλητους, εφόσον κάτι τέτοιο ζητείτο από τους εφεσίβλητους, με συστημένη επιστολή, συνοδευόμενη από το πρωτότυπο της εγγυητικής επιστολής.
Οι εφεσίβλητοι άσκησαν το προαναφερόμενο δικαίωμα τους, δεδομένου ότι η εταιρεία παραβίασε τους όρους της μεταξύ τους συμφωνίας, πλην όμως οι εφεσείοντες αρνήθηκαν να πληρώσουν το ποσό της εγγυητικής, ισχυριζόμενοι ότι είχαν οδηγίες προς τούτο από την εταιρεία, η οποία τους απαγόρευσε και/ή τους υπέδειξε να μην πληρώσουν την εγγυητική.
Μετά την καταχώριση σημειώματος εμφανίσεως εκ μέρους των εφεσειόντων-εναγομένων ακολούθησε αίτηση των εφεσιβλήτων-εναγόντων για έκδοση συνοπτικής απόφασης. Την αίτηση συνόδευε ένορκη δήλωση του κ. Κώστα Αργυρίδη, διευθυντή των εφεσιβλήτων, με την οποίαν επιβεβαιωνόταν το περιεχόμενο της έκθεσης απαίτησης και περιγραφόταν με λεπτομέρεια η αξίωση των εφεσιβλήτων και η οφειλή των εφεσειόντων.
Οι εφεσείοντες καταχώρισαν ένσταση στην αίτηση για συνοπτική απόφαση ισχυριζόμενοι ότι δεν συνέτρεχαν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για έκδοση συνοπτικής απόφασης και ότι οι ίδιοι είχαν αποκαλύψει επαρκή υπεράσπιση ώστε να είναι δίκαιο να τους επιτραπεί να υπερασπιστούν. Η ένσταση συνοδευόταν από δύο ένορκες δηλώσεις του δευτέρου εναγομένου κ. Στέφανου Χατζηιωάνου εκ των οποίων η μια έγινε για υπεράσπιση των εφεσειόντων. Στην ένορκη δήλωση του κ. Χατζηιωάννου προβαλλόταν η θέση ότι οι εφεσίβλητοι δεν έχουν οποιοδήποτε αγώγιμο δικαίωμα επειδή η επίδικη εγγυητική ήταν πληρωτέα, υπό την αίρεση της εκπλήρωσης των όρων της συμφωνίας μεταξύ της εταιρείας και των εφεσιβλήτων, ημερ. 2.1.2006. Οι εφεσείοντες βάσισαν την θέση τους αυτή στις εξής φράσεις της εγγυητικής: «With reference to and in consideration of your agreement with Pink Camel Ltd (contract and terms are included), and at the request of Pink Camel Ltd, we hereby ..». Σε ελεύθερη μετάφραση: «Με αναφορά και επ΄ ανταλλάγματι της συμφωνίας σας με την Pink Camel Ltd (συμβόλαιο και όροι περιλαμβάνονται), και κατόπιν παρακλήσεως της Pink Camel Ltd, δια της παρούσης ...».
Η ευπαίδευτη πρωτόδικος δικαστής, στην εμπεριστατωμένη απόφασή της, παρατηρεί ότι μετά τις προαναφερόμενες επίμαχες φράσεις, οι εφεσείοντες, με επιτακτικό και σαφή τρόπο, αναλαμβάνουν, αμέσως μόλις τούτο ζητηθεί από τους εφεσίβλητους, να καταβάλουν σ΄ αυτούς το ποσό της εγγυητικής χωρίς καμιά επικοινωνία ή αναφορά προς την εταιρεία και παρά την οποιαδήποτε διαμαρτυρία ή άσχετα με την οποιαδήποτε διαμαρτυρία εκ μέρους της εταιρείας.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε σε κυπριακή και αγγλική νομολογία σχετικά με τις αρχές που διέπουν το ζήτημα της έκδοσης συνοπτικής απόφασης. Σύμφωνα με τη Δ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας εκείνο που απαιτείται ώστε να μετατεθεί το βάρος απόδειξης στους ώμους του εναγομένου είναι:
(α) Η καταχώριση ειδικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου,
(β) Η καταχώριση εμφάνισης από τον εναγόμενο, και
(γ) Η υποστήριξη της αίτησης (για συνοπτική απόφαση) από ένορκη δήλωση από τον ίδιο τον ενάγοντα ή από άλλο πρόσωπο το οποίο μπορεί να ορκιστεί θετικά επί των γεγονότων. Η ένορκη δήλωση πρέπει να επιβεβαιώνει την αιτία αγωγής και το ποσό που αξιώνεται και επίσης πρέπει να δηλώνεται, σ΄ αυτήν, ότι δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, ορθά, έκρινε ότι στην προκείμενη περίπτωση ικανοποιούνταν οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις, και επομένως ότι εναπόκειτο στους εφεσείοντες να πείσουν το δικαστήριο ότι έχουν εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση στην απαίτηση των εναγόντων-εφεσιβλήτων. Όπως, ορθά, παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο η υπεράσπιση θα έπρεπε να αποκαλύπτεται ενόρκως, όχι υπό μορφή γενικών και αόριστων ισχυρισμών αλλά με παράθεση λεπτομερειών της υπεράσπισης ώστε να υποστηρίζεται το βάσιμο της προβολής της. Διαζευκτικά οι εναγόμενοι-εφεσείοντες θα έπρεπε να αποκαλύψουν τέτοια γεγονότα που να τους δίνουν το δικαίωμα να υπερασπιστούν, ή τουλάχιστον να δείξουν ότι η υπεράσπιση τους μπορεί τουλάχιστον να περιγραφεί ως κάτι περισσότερο από σκιώδης (Δέστε: Αυγουστή κ.α. ν. Πίριλλου (1997) 1 (Α) Α.Α.Δ. 5 και Λαζάρου ν. Μακεδόνα (1999) 1 Α.Α.Δ. 817).
Η ευπαίδευτη πρωτόδικος δικαστής αναφέρθηκε στη νομική πτυχή των εγγυητικών επιστολών, όπως η επίδικη, και παρατήρησε ότι οι εγγυητικές επιστολές είναι έγγραφα υψίστης εμπορικής πίστης. Όπως τα αξιόγραφα, έτσι και οι εγγυητικές επιστολές μπορούν να αντιμετωπίζονται σαν χρήματα μετρητά. Οι εγγυητικές επιστολές έχουν αυτονομία και ανεξαρτησία και δεν επηρεάζονται από την αρχική συμφωνία την οποίαν διασφαλίζουν. Ο σκοπός τους δεν είναι η διασφάλιση της αρχικής συμφωνίας αλλά η διασφάλιση της αξιοπιστίας των συναλλαγών και της εμπορικής πίστης Είναι θεμελιωμένο ότι η υποχρέωση της τράπεζας ή του πιστωτικού ιδρύματος που εκδίδει την εγγυητική, προκύπτει αμέσως μόλις ο δικαιούχος ικανοποιήσει τους όρους και τις προϋποθέσεις που τέθηκαν για πληρωμή της εγγυητικής.
Συναφώς παρατηρούμε ότι δύο αποφάσεις στις οποίες μας παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων δεν μπορούν να θεωρηθούν ως σχετικές με την παρούσα υπόθεση. Στην υπόθεση Χρυσοστόμου & Yιός Λτδ ν. Long Life Construction Ltd (1999) 1 A.A.Δ. 1944 το ζήτημα που τέθηκε δεν σχετιζόταν με τις υποχρεώσεις της τράπεζας ή του πιστωτικού ιδρύματος που εκδίδει μια εγγυητική επιστολή, αλλά αφορούσε στην ενεργοποίηση εγγυητικής από τον κάτοχο της. Η υπόθεση Karic Banka d.d. (Cyprus Offshore Banking Unit) v. Αποστολίδης και Σία Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 530 αφορούσε σε ζήτημα παρανομίας αναφορικά με την εκχώρηση εγγυητικής από ξένο πωλήτη σε κυπριακή εταιρεία. Δεν αφορούσε καθόλου στο ζήτημα που εγείρεται στην προκείμενη περίπτωση.
Στην παρούσα υπόθεση θεωρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά καθοδηγήθηκε από τις θεμελιωμένες αρχές που διέπουν το ζήτημα της έκδοσης συνοπτικής απόφασης και επίσης ορθά καθοδηγήθηκε από τις θεμελιωμένες αρχές αναφορικά με το ζήτημα των εγγυητικών επιστολών και των υποχρεώσεων και δικαιωμάτων των τραπεζών και των πιστωτικών ιδρυμάτων που τις εκδίδουν. Όλες οι προϋποθέσεις έκδοσης συνοπτικής απόφασης ικανοποιούνταν και επομένως θα έπρεπε οι εφεσείοντες να πείσουν, κατά τον νενομισμένο τρόπο, για μια από τις δύο προαναφερόμενες προϋποθέσεις, δηλαδή ή ότι είχαν εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση στην απαίτηση, ή να αποκαλύψουν τέτοια γεγονότα που να τους δίδουν το δικαίωμα να υπερασπιστούν. Απέτυχαν οι εφεσείοντες να ικανοποιήσουν οποιαδήποτε από τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις και δεν απέδείξαν καθ΄ οιονδήποτε τρόπο ούτε και έδωσαν οποιαδήποτε στοιχεία που να συνηγορούν υπέρ της θέσης τους ότι η πληρωμή της εγγυητικής τελούσε υπό την αίρεση της τήρησης της συμφωνίας μεταξύ των εναγόντων-εφεσιβλήτων και της εταιρείας. Αντίθετα με τα όσα ισχυρίστηκαν οι εφεσείοντες ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου, οι προαναφερόμενες φράσεις στην εγγυητική ουδόλως φανερώνουν ότι η εγγυητική δόθηκε με σκοπό τη διασφάλιση της τήρησης των όρων της συμφωνίας μεταξύ των εφεσιβλήτων και της Pink Camel Limited. Η εγγυητική δόθηκε, όπως ρητά προνοείται σ΄ αυτή, για να διασφαλιστεί η πληρωμή του ποσού των Λ.Κ.108.384,00.- από τους εφεσείοντες στους εφεσίβλητους, αμέσως μόλις αυτό ζητηθεί από τους εφεσίβλητους και άσχετα και ανεξάρτητα από την οποιαδήποτε διαμαρτυρία της Pink Camel Limited. Ορθά λοιπόν έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι, εφόσον οι τυπικοί όροι της εγγυητικής ικανοποιούνταν, οι εφεσείοντες θα έπρεπε οπωσδήποτε να καταβάλουν το προαναφερόμενο ποσό στους εφεσίβλητους ανεξάρτητα από τις οποιεσδήποτε αντιδράσεις της εταιρείας.
Ενόψει των προαναφερομένων, κρίνουμε πως το πρωτόδικο δικαστήριο πολύ ορθά θεώρησε ότι πληρούνταν όλες οι προϋποθέσεις για έκδοση συνοπτικής απόφασης υπέρ των εφεσιβλήτων και εις βάρος των εφεσειόντων και ότι οι εφεσείοντες είχαν αποτύχει να δείξουν οποιοδήποτε λόγο για τον οποίο θα ήταν ορθό και δίκαιο να τους δοθεί το δικαίωμα της υπεράσπισης στην αγωγή. Κατά συνέπεια θεωρούμε την πρωτόδικη απόφαση ως ορθή και την έφεση ως αβάσιμη.
Ως εκ τούτου η έφεση απορρίπτεται με €2.000.- έξοδα, συν Φ.Π.Α., υπέρ των εφεσιβλήτων.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ. Δ.