ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2008) 1 ΑΑΔ 818

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 37/2006)

 

14 Ιουλίου, 2008

 

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ Δ/στές]

 

ΛΑΙΚΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ (ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΙΣ) ΛΤΔ,

Εφεσείοντες,

ΚΑΙ

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΧΙΝΗ,

Εφεσίβλητος.

_________________________

 

Α. Ζαχαρίου, για τους Εφεσείοντες.

Α. Μαθηκολώνης, για τον Εφεσίβλητο.

__________________________

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:   Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει

                                             ο Δικαστής Νικολάτος.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:    Οι διάδικοι, στις 26.11.99, υπέγραψαν συμφωνία ενοικιαγοράς.   Σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας οι ενάγοντες-εφεσείοντες, οι οποίοι ήσαν ιδιοκτήτες κάποιων συγκεκριμένων αντικειμένων, τα ενοικίασαν εις τον εναγόμενο-εφεσίβλητο υπό συνήθεις όρους ενοικιαγοράς και με δικαίωμα αγοράς των αντικειμένων, από τον εφεσίβλητο, όταν αυτός θα εξοφλούσε τις συμφωνηθείσες δόσεις.   Με την υπογραφή της συμφωνίας ο εφεσίβλητος έλαβε το ποσό των Λ.Κ.70.000.- το οποίο θα πλήρωνε με 36 ίσες διαδοχικές μηνιαίες δόσεις, αφού στο ποσό του τιμήματος ενοικιαγοράς των Λ.Κ.70.000.- προστέθηκαν και δικαιώματα ενοικιαγοράς ανερχόμενα σε Λ.Κ.16.275.- καθώς και ποσό Λ.Κ.10.- ως δικαίωμα αγοράς. 

 

Με την έκθεση απαίτησης τους οι ενάγοντες-εφεσείοντες απαιτούσαν διάταγμα παράδοσης των αντικειμένων ενοικιαγοράς, διάταγμα πώλησης των με δημόσιο πλειστηριασμό, υπόλοιπο ενοικίου ανερχόμενο σε Λ.Κ.50.357,73.- καθώς και τόκο 12% ετησίως επί των καθυστερημένων δόσεων. 

 

Στην παράγραφο 4 της έκθεσης απαίτησης αναφέρονται τα εξής:

 

«4.  Περαιτέρω και διαζευκτικά προς τα ανωτέρω οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι δυνάμει συμφωνίας ημερ. 26.11.1999 ως αναφέρεται ανωτέρω παρεχώρησαν στον εναγόμενον πιστωτικές διευκολύνσεις ύψους Λ.Κ.86.285.- με τους όρους και συμφωνίες που αναφέρονται στις ρηθείσες παρα. 2 και 3 ανωτέρω και οι ενάγοντες το αξιούν δυνάμει των όρων της ως άνω συμφωνίας και/ή ως αχρεωστήτως καταβληθέν και/ή ως money had and received και/ή ως αποζημιώσεις για παράβασιν συμφωνίας όπως κατωτέρω αναφέρεται.»

 

Στις παραγράφους 2 και 3 της έκθεσης απαίτησης γίνεται αναφορά στην προαναφερόμενη συμφωνία ενοικιαγοράς, ημερ. 26.11.1999, και στη σχετική νομοθεσία που προνοεί ότι καθυστερήσεις πληρωμής οποιονδήποτε δόσεων συνεπάγονται την πληρωμήν τόκων προς 9% ετησίως μέχρι 31.12.2000 και 12% ετησίως από 1.1.2001.   

 

Ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου έδωσαν μαρτυρία δύο μάρτυρες των εναγόντων-εφεσειόντων οι οποίοι δεν έγιναν πιστευτοί και ο εναγόμενος-εφεσίβλητος ο οποίος έγινε πιστευτός.   Στην κατάθεση-δήλωση του μάρτυρα των εναγόντων κ. Ευάγγελου Μεστιτζή, που κατατέθηκε ως τεκμήριο 3, ο μάρτυρας ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι ο εφεσίβλητος επισκέφθηκε τα γραφεία των εφεσειόντων στη Λάρνακα και ζήτησε χρηματοδότηση γιατί είχε ανάγκη από χρήματα.  Αφού του εξηγήθηκε πως οι εφεσείοντες ασχολούνται με ενοικιαγορές και ότι θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν την περιουσία του (εφεσίβλητου) με τη μορφή ενοικιαγοράς, αυτός ζήτησε να προβούν οι εφεσείοντες σε ενοικιαγορά επίπλων ιδιοκτησίας του ιδίου.  Δηλαδή ο εφεσίβλητος πώλησε στους εφεσείοντες δικά του έπιπλα, τα οποία, στη συνέχεια, οι εφεσείοντες μεταπώλησαν, πίσω, σ΄ αυτόν, με τη μορφή της ενοικιαγοράς.  Οι ενάγοντες-εφεσείοντες δεν προέβησαν σε οποιαδήποτε επιθεώρηση των αντικειμένων ούτε και εξακρίβωσαν την αξία τους.  Με την υπογραφή της συμφωνίας ο εφεσίβλητος έλαβε συνολικό ποσό Λ.Κ.70.000.- υπό μορφή επιταγής  και μετρητών.  Κατά το μάρτυρα παραχωρήθηκε στον εφεσίβλητο πιστωτική διευκόλυνση για Λ.Κ.70.000.-    

 

Ο άλλος μάρτυρας των εναγόντων-εφεσειόντων κ. Φίλιππος Φιλίππου στην κατάθεση-δήλωση του επίσης αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη συμφωνία ενοικιαγοράς και τις συνθήκες υπό τις οποίες καταρτίστηκε και υπογράφηκε. Και αυτός έκαμε αναφορά σε πιστωτική διευκόλυνση για Λ.Κ.70.000.-  που παραχωρήθηκε από τους εφεσείοντες-ενάγοντες στον εφεσίβλητο-εναγόμενο.

 

Η υπεράσπιση του εφεσίβλητου-εναγόμενου ήταν ότι τα υποτιθέμενα αντικείμενα ενοικιαγοράς ήταν ανύπαρκτα και ότι η ενοικιαγορά ήταν εικονική και είχε σαν μόνο σκοπό την κάλυψη της πραγματικής σχέσης μεταξύ των διαδίκων που ήταν η παροχή δανείου.  Όπως λέγει ο εφεσίβλητος, αυτός αποτάθηκε αρχικά στη Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα για να λάβει δάνειο, εκεί όμως του λέχθηκε ότι λόγω περιορισμών που είχε θέσει η Κεντρική Τράπεζα, δεν μπορούσαν να του παραχωρήσουν δάνειο αλλά μπορούσαν να τον συστήσουν στους εφεσείοντες που ανήκουν στον ίδιο όμιλο με την Τράπεζα, ώστε αυτός να λάβει δάνειο υπό τη μορφή εικονικής χρηματοδότησης, όπως και έγινε.  

 

Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, αφού απέρριψε την εκδοχή των εφεσειόντων και δέχθηκε εκείνη του εφεσιβλήτου, στη βάση της εξωγενούς μαρτυρίας του εφεσιβλήτου, πως η συμφωνία ήταν πλασματική και όχι αποκαλυπτική της συναλλαγής, απέρριψε την αγωγή.  Κατέληξε σ΄ αυτή την απόφαση αφού παρατήρησε πως, παρά τις διαζευκτικές βάσεις αγωγής των εφεσειόντων, αυτοί προώθησαν μόνον εκείνη της συμφωνίας ενοικιαγοράς και εφόσον η μόνη εκδοχή την οποίαν προώθησαν κατά την ακροαματική διαδικασία, κατέρρευσε, οι εφεσείοντες δεν μπορούσαν να διεκδικήσουν οποιαδήποτε άλλη διαζευκτική θεραπεία, στη βάση μόνο των όσων ανέφεραν στην έκθεση απαίτησης τους.  Συγκεκριμένα οι εφεσείοντες, υπό τις περιστάσεις, δεν μπορούσαν να διεκδικήσουν θεραπεία είτε στη βάση του χρέους (money had and received), είτε στη βάση των πιστωτικών διευκολύνσεων, εφόσον αυτή δεν ήταν η υπόθεση που προώθησαν ενώπιον του δικαστηρίου.  Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής εξέτασε επίσης τα ζητήματα της αρχής του non est factum και του κωλύματος και κατέληξε πως ούτε αυτές οι αρχές θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους εφεσείοντες στην προώθηση των διεκδικήσεων τους.   Στην παρούσα περίπτωση δεν ίσχυε η αρχή του κωλύματος, επομένως ο εφεσίβλητος δεν είχε κώλυμα να προβάλει τη θέση ότι η επίδικη συμφωνία ήταν εικονική συμφωνία ενοικιαγοράς. Είπε επίσης ότι οι βουλήσεις των διαδίκων ουδέποτε ταυτίστηκαν  με αναφορά στην κατ΄ ισχυρισμό ενοικιαγορά. 

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού κατέληξε στα προαναφερόμενα, προχώρησε και εξέτασε και ζητήματα παρανομίας και δημόσιας πολιτικής, τα οποία είχαν τεθεί από την υπεράσπιση.   Κατέληξε συναφώς πως, παρόλο που ο σκοπός των διαδίκων ήταν πασιφανώς να υπερφαλαγγιστούν οι περιορισμοί της Κεντρικής Τράπεζας ως προς τη σύναψη δανείων με σκοπό την επένδυση στο Χρηματιστήριο, κατά τον ουσιώδη χρόνο του 1999, η επίδικη συμφωνία ενοικιαγοράς δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως παράνομη εφόσον οι εγκύκλιοι της Κεντρικής Τράπεζας απευθύνονταν προς τράπεζες και όχι προς τους εφεσείοντες που δεν είναι τράπεζα.   Αναφορικά με το ζήτημα της δημόσιας πολιτικής το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο ότι δεν υπήρχε συγκεκριμένη κατηγορία υποθέσεων που απαγορεύονταν από τη δημόσια πολιτική, κάτω από την οποία μπορούσε να υπαχθεί και η παρούσα υπόθεση.

 

Παρά τη μη ύπαρξη παρανομίας και τη μη ακύρωση της συμφωνίας για λόγους δημόσιας πολιτικής, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως δεδομένου ότι η εκδοχή της ενοικιαγοράς είχε καταρρεύσει, επί των γεγονότων, οι εφεσείοντες δεν μπορούσαν να επιτύχουν στη βάση οποιασδήποτε άλλης δικογραφημένης αιτίας αγωγής γιατί αυτοί επέλεξαν να προωθήσουν μόνον την εκδοχή της ενοικιαγοράς.  Όπως χαρακτηριστικά είπε το πρωτόδικο δικαστήριο: «Εν προκειμένω οι ενάγοντες επέλεξαν να παρουσιάσουν μια πλαστή εκδοχή περί ενοικιαγοράς σε συνέχεια μιας πλαστής ενοικιαγοράς».   Αυτό, σε συνάρτηση με την επιδίωξη των εναγόντων-εφεσειόντων να διεκδικήσουν διαζευκτική θεραπεία υπό άλλο νομικό πέπλο ή χαρακτηρισμό, έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο πως ήταν μια μορφή κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας, εφόσον μια τέτοια συμπεριφορά  θα μπορούσε να περιαγάγει την απονομή της δικαιοσύνης σε ανυποληψία. 

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε και το κατά πόσον οι εφεσείοντες θα μπορούσαν να βασιστούν στο άρθρο 65 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, το οποίον προνοεί για αποκατάσταση, σε περίπτωση που ο εναγόμενος έχει προσπορισθεί όφελος από άκυρη σύμβαση.  Γι΄  αυτό το θέμα το πρωτόδικο δικαστήριο είπε πως δεν υπήρξε ταύτιση των βουλήσεων των διαδίκων, εννοιολογικό στοιχείο μιας σύμβασης, και επομένως δεν υπήρξε καθόλου σύμβαση, άρα δεν ετίθετο θέμα αποκατάστασης από άκυρη σύμβαση με την έννοια των προνοιών του άρθρου 65.

 

Διεξήλθαμε με πολλή προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία.   Εξετάσαμε ιδιαίτερα τη μαρτυρία των δύο μαρτύρων των εναγόντων-εφεσειόντων.  Είναι προφανές από τη μαρτυρία των μαρτύρων αυτών ότι το μόνο που ισχυρίστηκαν ενώπιον του δικαστηρίου, όπως ιδιαιτέρως διευκρινίστηκε και κατά την αντεξέτασή τους, ήταν πως η μεταξύ των διαδίκων σχέση βασιζόταν σε μια πραγματική, γνήσια και νόμιμη συμφωνία ενοικιαγοράς.  Υπήρχαν τα αντικείμενα ενοικιαγοράς, που ήταν έπιπλα, αυτά ανήκαν στον εφεσίβλητο, αγοράστηκαν από τους εφεσείοντες και στη συνέχεια οι εφεσείοντες τα ενοικίασαν πίσω στον εφεσίβλητο στη βάση συμφωνίας ενοικιαγοράς.  Συγκεκριμένα ο μάρτυρας κ. Μεστιτζιής, όταν ρωτήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσίβλητου, είπε πως τον ισχυρισμό για πιστωτικές διευκολύνσεις που γίνεται στην έκθεση απαιτήσεως τον περιέλαβε στο δικόγραφο ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων και ότι αυτός δεν είναι ισχυρισμός του ιδίου του μάρτυρα.   Αντίθετα, ο μάρτυρας επιβεβαίωσε ότι επρόκειτο για μια πραγματική ενοικιαγορά.   Σε σχετική ερώτηση ο μάρτυρας απάντησε πως οι εφεσείοντες ουδέποτε προβαίνουν σε καταρτισμό συμβολαίων ενοικιαγοράς, εν γνώσει τους, ότι τα αντικείμενα είναι ανύπαρκτα.  

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο, όπως ήδη αναφέρθηκε, απέρριψε τη μαρτυρία των δύο μαρτύρων των εφεσειόντων ως αναξιόπιστη για διάφορους λόγους τους οποίους ανέφερε.  Οι λόγοι που έδωσε το πρωτόδικο δικαστήριο είναι πειστικοί.  Μεταξύ αυτών είναι ότι οι εφεσείοντες ουδέποτε διακρίβωσαν είτε την ύπαρξη είτε την αξία των υποτιθέμενων αντικειμένων ενοικιαγοράς.   Επίσης ο πίνακας αντικειμένων, που ήταν επισυνημμένος στην επίδικη συμφωνία ενοικιαγοράς, ήταν ακριβώς ο ίδιος με τον πίνακα αντικειμένων που επισυνάφθηκε και σε τέσσερα άλλα συμβόλαια ενοικιαγοράς.  Σ΄ αυτόν τον πίνακα η λέξη «Αποκωδικοποιητής» ήταν λανθασμένα γραμμένη κατά τον ίδιο τρόπο, δηλαδή ως «Αποδικωποιητής», σε όλους τους πίνακες αντικειμένων. 

 

Ένας άλλος παράγοντας που λήφθηκε υπόψιν ήταν και το ότι οι εφεσείοντες παρέλειψαν να καλέσουν ως μάρτυρα την κα. Αραβή που, κατά τον ισχυρισμό του εφεσίβλητου, ήταν υπάλληλος της Λαϊκής Τράπεζας και παρότρυνε τον εφεσίβλητο να προχωρήσει σε εικονική συμφωνία ενοικιαγοράς με τους εφεσείοντες.  Εφόσον τα πράγματα «βοούσαν» ότι η επίδικη ενοικιαγορά ήταν εικονική, όπως παρατήρησε ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, αυτός έκρινε πως είναι οι εφεσείοντες, που θα ήταν λογικό να είχαν καλέσει την προαναφερόμενη ως μάρτυρα και όχι ο εφεσίβλητος.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, επίσης ορθά παρατήρησε ότι, παρόλο που ένας ενάγοντας δικαιούται να επιλέξει, στο τέλος, τη διαζευκτική θεραπεία που ζητά στο δικόγραφο του, στην προκείμενη περίπτωση, οι εφεσείοντες επέλεξαν την εκδοχή της ενοικιαγοράς και η εκδοχή αυτή κατέρρευσε επί των γεγονότων.  Επομένως (μετά την κατάρρευση της εκδοχής τους) δεν ήταν πλέον θεμιτό να επικαλούνται τις διαζευκτικές βάσεις αγωγής που είχαν περιλάβει στην αγωγή τους (Δέστε την υπόθεση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Ανδρέα Κωνσταντίνου κ.α. (2002) 1 Α.Α.Δ. 2067).

 

Είναι με αυτή την έννοια που το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά, θεώρησε ότι οι εφεσείοντες «κωλύονταν», υπό τις περιστάσεις, να προβάλουν τις διαζευκτικές αιτίες αγωγής τους και δεν τέθηκε ποτέ ζήτημα «κωλύματος» (estoppel) υπό τη νομική του έννοια.    

 

Με την απόρριψη της  μαρτυρίας των δύο μαρτύρων των εφεσειόντων η υπόθεση των εφεσειόντων παρέμεινε χωρίς οποιοδήποτε πραγματικό υπόβαθρο.  Αφενός η εκδοχή της γνήσιας και αληθινής συμφωνίας ενοικιαγοράς, την οποίαν προέβαλαν οι εφεσείοντες, είχε καταρρεύσει και αφετέρου δεν υπήρχε οποιοδήποτε άλλο πραγματικό γεγονός, αποδειχθέν με αξιόπιστη μαρτυρία, που θα μπορούσε να αποτελέσει το αναγκαίο έρεισμα επί του οποίου να βασιστεί επιτυχώς οποιαδήποτε άλλη διαζευκτική αξίωση των εφεσειόντων.   Σίγουρα δεν υπήρχε ενώπιον του δικαστηρίου πραγματικό υπόβαθρο στο οποίο θα μπορούσε να βασιστεί το δικαστήριο για να δώσει οποιαδήποτε θεραπεία στους εφεσείοντες, στη βάση των πιστωτικών διευκολύνσεων, ή στη βάση του χρέους (money had and received).    Ουδεμία αξιόπιστη ή άλλη μαρτυρία υπήρχε ενώπιον του δικαστηρίου για παροχή δανείου ή πιστωτικών διευκολύνσεων από τους εφεσείοντες προς τον εφεσίβλητο.  Ήταν βέβαια αδιαμφισβήτητο πως ο εφεσίβλητος πήρε από τους εφεσείοντες το ποσό των Λ.Κ.70.000.-, όμως αυτό έγινε στα πλαίσια της κατ΄ ισχυρισμό συμφωνίας ενοικιαγοράς.  Δεν τέθηκε οποιαδήποτε άλλη πραγματική ή νομική βάση επί της οποίας δόθηκε αυτό το ποσόν.  

 

Κατά την κρίση μας δεν είναι δυνατόν οι εφεσείοντες να προβάλλουν μια και μοναδική εκδοχή, αυτή της ενοικιαγοράς, και αφού αυτή καταρρεύσει, λόγω αναξιοπιστίας της εκδοχής, να ζητούν από το δικαστήριο άλλες διαζευκτικές θεραπείες τις οποίες, προβάλλουν μεν στο δικόγραφό τους, χωρίς όμως υπόβαθρο γεγονότων το οποίον και να τεκμηριώνεται με αξιόπιστη μαρτυρία.

 

Είναι γι΄  αυτό το λόγο που θεωρούμε πως δεν χρειάζεται να επεκταθούμε περαιτέρω στις διαζευκτικές θεραπείες που διεκδικούν οι εφεσείοντες.  Κατά την εκτίμηση μας το πρωτόδικο δικαστήριο μπορούσε να απορρίψει την αγωγή, στη  βάση της αποτυχίας των εναγόντων να αποδείξουν τη μόνη εκδοχή που  προώθησαν ενώπιόν του, χωρίς να προχωρήσει στην εξέταση άλλων διαζευκτικών αξιώσεων που παρέμειναν χωρίς οποιοδήποτε υπόβαθρο.

 

Αν, μετά την κατάρρευση της μόνης προωθηθείσας αξίωσής τους, επιτρεπόταν στους εφεσείοντες να προβάλουν τις άλλες δικογραφηθείσες διαζευκτικές αξιώσεις τους, που δεν συναρτώνται προς δικό τους υπόβαθρο γεγονότων και οι οποίες δεν έχουν υποστηριχθεί από μαρτυρία, αυτό θα ήταν και αντινομικό αλλά και άδικο για τον εφεσίβλητο ο οποίος ουδέποτε είχε την ευκαιρία να αντικρούσει άλλες διαζευκτικές εκδοχές όπως π.χ. την παροχή δανείου, πιστωτικών διευκολύνσεων ή την ύπαρξη χρέους, εφόσον ουδέποτε προβλήθησαν. 

 

Ζητήματα παρανομίας και δημόσιας πολιτικής, τα οποία εξέτασε το πρωτόδικο δικαστήριο, κατά την εκτίμησή μας δεν τίθενται, εφόσον αυτά τα ζητήματα δεν έχουν οποιαδήποτε σχέση με την κατ΄ ισχυρισμό συμφωνία ενοικιαγοράς στην οποία αναφέρθηκαν οι μάρτυρες των εφεσειόντων αλλά σχετίζονται μόνο με τις διαζευκτικές, αλλά μη προβληθείσες, αξιώσεις των εφεσειόντων (του δανείου, των πιστωτικών διευκολύνσεων, του χρέους κλπ.).

 

Ως προς τους λόγους εφέσεως παρατηρούμε τα εξής: 

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά επέτρεψε εξωγενή μαρτυρία εκ μέρους του εφεσίβλητου εφόσον εκείνο που επιζητείτο να καταδείξει η εξωγενής μαρτυρία ήταν η πραγματική φύση της συναλλαγής, που δεν ήταν αληθινή και γνήσια ενοικιαγορά, πράγμα επιτρεπτό.  Αυτή η αρχή έγινε δεκτή και στις αποφάσεις στις υποθέσεις Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Κώστας Κωνσταντίνου κ.α. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1432 και Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Ανδρέας Κωνσταντίνου κ.α. (ανωτέρω).   Η παρούσα υπόθεση διαχωρίζεται, επί των γεγονότων, από την απόφαση στην υπόθεση T.J.S. Enterprises Ltd κ.α. ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2005) 1 Α.Α.Δ. 108, στην οποίαν κρίθηκε πως πρόσωπο που είχε παρουσιάσει τον εαυτό του ως τον πωλητή των αντικειμένων της ενοικιαγοράς, κωλύετο  από του να το αρνηθεί μεταγενέστερα.   

 

Ως προς τη διαπίστωση της μη ύπαρξης παρανομίας και της κατ΄ ισχυρισμό λανθασμένης μη παροχής θεραπείας, από το πρωτόδικο δικαστήριο, στους εφεσείοντες (εφόσον δεν υπήρχε παρανομία), θεωρούμε πως το ζήτημα καλύπτεται από τα όσα ήδη αναφέραμε σε σχέση με την κατάρρευση της μόνης προωθηθείσας αξίωσης των εναγόντων-εφεσειόντων και της κατά συνέπεια μη ύπαρξης δυνατότητας για παροχή διαζευκτικής θεραπείας.   Στην υπόθεση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) ν. Ανδρέα Κωνσταντίνου (ανωτέρω) αποφασίστηκε πως, παρά το ότι στο σχετικό δικόγραφο υπήρχε αξίωση για διαζευκτική θεραπεία, εφόσον η υπόθεση που προώθησαν τελικά στο δικαστήριο, κατά την ακροαματική διαδικασία, οι ενάγοντες, βασίστηκε αποκλειστικά σε ενοικιαγορά και εφόσον το δικαστήριο διαπίστωσε ότι η πραγματική σχέση ήταν δάνειο (και όχι ενοικιαγορά), αυτό ήταν αρκετό για να εκθεμελιώσει την απαίτηση η οποία προωθήθηκε στη βάση ενοικιαγοράς και μόνο.  Και σε εκείνη την περίπτωση η σύμβαση ενοικιαγοράς κρίθηκε ως εικονική εφόσον είχε ως αντικείμενο ανύπαρκτη συναλλαγή, ακριβώς όπως και στην προκείμενη περίπτωση.   

 

Τον τέταρτο λόγο έφεσης τον έχουμε ήδη καλύψει.

 

Σε σχέση με το άρθρο 65 του περί Συμβάσεων Νόμου, το οποίο επίσης επικαλούνται οι εφεσείοντες στην έφεσή τους, παρατηρούμε πως ούτε και αυτό μπορεί να αποτελέσει τη βάση για παροχή θεραπείας ή αποκατάσταση των δικαιωμάτων των εφεσειόντων.  Στην προκείμενη περίπτωση δεν τίθεται θέμα είτε εξ υπαρχής άκυρης συμφωνίας ή σύμβασης που κατέστη άκυρη λόγω κάποιου γεγονότος.   Στην προκείμενη περίπτωση το μόνο που υπήρχε ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου ήταν η μαρτυρία για συμφωνία ενοικιαγοράς, η οποία απορρίφθηκε ως αναξιόπιστη, αφήνοντας τους ενάγοντες-εφεσείοντες χωρίς οποιαδήποτε πιθανότητα για παροχή θεραπείας ή για αποκατάσταση.   Θεωρούμε πως όσα λέχθηκαν στην υπόθεση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Ανδρέα Κωνσταντίνου κ.α. (ανωτέρω), obiter, ότι δηλαδή η διαπίστωση πως η σύμβαση ενοικιαγοράς ήταν εικονική, εφόσον είχε ως αντικείμενο ανύπαρκτη συναλλαγή και επομένως ότι ήταν άκυρη, δεν θα μπορούσε να βοηθήσει τους εφεσείοντες στην προκείμενη περίπτωση, να εξασφαλίσουν θεραπεία δυνάμει του άρθρου 65 του περί Συμβάσεων Νόμου.  Κατά την εκτίμηση μας η αναφορά στην προαναφερόμενη υπόθεση σε συμφωνία εικονική και «παρεπόμενα άκυρη» σχετιζόταν με τη διαπίστωση του δικαστηρίου, σ΄  εκείνη την υπόθεση, ότι η εικονική ενοικιαγορά είχε γίνει προς απόκρυψη παράνομου σκοπού και δεν συναρτόταν με την παροχή οποιασδήποτε θεραπείας δυνάμει του άρθρου 65. 

 

Ο έκτος λόγος έφεσης, που αφορά στο ζήτημα των χρημάτων που καταβλήθηκαν, για τα οποία θα πρέπει να γίνει αποκατάσταση, δυνάμει των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού, επίσης δεν ευσταθεί για λόγους που ήδη αναφέρθηκαν, δηλαδή λόγω ελλείψεως πραγματικού υποβάθρου για παροχή τέτοιας θεραπείας.

 

Ο έβδομος λόγος έφεσης αφορά στη διαδικασία που ακολούθησε το πρωτόδικο δικαστήριο σε σχέση με την εκδίκαση της αγωγής και της ανταπαίτησης. Θεωρούμε πως η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν ορθή.

 

Ενώπιον μας υπάρχει και αντέφεση σύμφωνα με την οποίαν η συμφωνία ενοικιαγοράς, την οποίαν ισχυρίστηκαν οι εφεσείοντες, θα έπρεπε να είχε κηρυχθεί παράνομη από το πρωτόδικο δικαστήριο στην βάση του άρθρου 23 του Κεφ. 149.  Με την αντέφεση προσβάλλεται επίσης η απόφαση του πρωτοδίκου δικαστηρίου να μην επιτρέψει την προσαγωγή μαρτυρίας επί παρομοίων γεγονότων, σε σχέση με άλλα τέσσερα εικονικά συμβόλαια  ενοικιαγοράς που καταρτίστηκαν από τους εφεσείοντες, την οποίαν επιθυμούσε να προσάξει ο εφεσίβλητος. 

 

Ως προς το ζήτημα της μη κήρυξης της επίδικης συμφωνίας ως παράνομης, θεωρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν είχε οποιανδήποτε υποχρέωση να εξετάσει περαιτέρω ζήτημα παρανομίας της επίδικης συμφωνίας, εφόσον είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως δεν είχε καταρτιστεί οποιαδήποτε πραγματική συμφωνία ενοικιαγοράς και εφόσον αυτό το συμπέρασμα έκρινε την τύχη της αγωγής.

 

Το ζήτημα της άρνησης του δικαστηρίου να δεχθεί μαρτυρία για άλλες «κατ΄ ισχυρισμό» παράνομες συμφωνίες ενοικιαγοράς εγκαταλείφθηκε και καλώς εγκαταλείφθηκε, εφόσον το δικαστήριο ήδη είχε ενώπιόν του τη μαρτυρία ότι ο ίδιος πίνακας αντικειμένων χρησιμοποιήθηκε από τους εφεσείοντες και σε άλλες τέσσερις συμφωνίες ενοικιαγοράς.  

 

Για τους προαναφερόμενους λόγους τόσον η έφεση όσο και η αντέφεση απορρίπτονται, με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων στη έφεση και εις βάρος του εφεσιβλήτου στην αντέφεση.

 

                                                      Δ.

                                                      Δ.

                                                      Δ.

/ΕΑΠ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο