ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 1 ΑΑΔ 875
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 292/2006)
17 Ιουλίου, 2008
[ΗΛΙΑΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
ΒΑΡΝΑΒΑ ΤΡΥΦΩΝΟΣ,
Εφεσείοντας/Ενάγοντας,
- και -
INVESTYLIA LTD.,
Εφεσίβλητη/Εναγόμενη.
Σ. Φασουλιώτης, για τον Εφεσείοντα.
Λ. Στυλιανού (κα), για την Εφεσίβλητη.
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής Ερωτοκρίτου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων με την έκθεση απαίτησης του ζητά επιστροφή του ποσού των £11.250, το οποίο κατέβαλε στην Εφεσίβλητη εταιρεία στις 9.6.2000 για να αποκτήσει 15000 μετοχές της, κατόπιν παραστάσεων της εταιρείας ότι επρόκειτο να εισάξει τις μετοχές της στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (ΧΑΚ). Σύμφωνα με τα όσα δικογραφούνται, στις 12.6.2000 η Εφεσίβλητη παρέδωσε στον Εφεσείοντα πιστοποιητικό 15.000 μετοχών της. Στις 14.6.2000 υπέβαλε αίτηση για εισαγωγή των μετοχών της στο ΧΑΚ. Η αίτησή της εγκρίθηκε από το Συμβούλιο του ΧΑΚ, αλλά στις 6.2.2002 απορρίφθηκε από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Ως αποτέλεσμα, ο Εφεσείων με επιστολή των δικηγόρων του ημερ. 27.2.2002, ζήτησε από την Εφεσίβλητη επιστροφή των χρημάτων που κατέβαλε, πλέον τόκο, όπως ο Νόμος ορίζει. Επειδή η Εφεσίβλητη παρέλειψε να τα επιστρέψει, ο Εφεσείων την ενήγαγε.
Με την έκθεση υπεράσπισης της, η Εφεσίβλητη παραδέχεται τα περισσότερα από τα βασικά γεγονότα που ισχυρίζεται ο Εφεσείων και ότι με την αίτησή της σκόπευε να εισάξει τις μετοχές της στο ΧΑΚ. Πλην όμως ισχυρίζεται ότι οι μόνες παραστάσεις στις οποίες προέβη, είναι αυτές που αναφέρονται στο Ενημερωτικό της Δελτίο, ημερ. 27.3.2000. Επίσης, αρνείται ότι είχε οποιαδήποτε υποχρέωση δυνάμει του Νόμου να επιστρέψει οποιοδήποτε ποσό και ότι εν πάση περιπτώσει ο σχετικός Νόμος περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Νόμος του 1993 (Ν. 14(Ι)/93), όπως τροποποιήθηκε με τον Νόμο 42(1)/00, είναι αντισυνταγματικός. Περαιτέρω, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η παραχώρηση των μετοχών στον Εφεσείοντα, έγινε με βάση τον περί Εταιρειών Νόμο και το Ιδρυτικό και Καταστατικό έγγραφο της εταιρείας και ως εκ τούτου η Εφεσίβλητη δεν έχει καμία υποχρέωση να επιστρέψει οποιοδήποτε ποσό στον Εφεσείοντα.
Στην παράγραφο 2 της τροποποιημένης απάντησης του, ο Εφεσείων απορρίπτει τους ισχυρισμούς της Εφεσίβλητης περί αντισυνταγματικότητας και προσθέτει ότι:-
«.. οι Εναγόμενοι παρέλειψαν να εκπληρώσουν τόσο τις νομικές όσο και τις συμβατικές τους υποχρεώσεις έναντι του Ενάγοντα καθ' ότι οι ρητές διαβεβαιώσεις που δόθηκαν τόσο στον Ενάγοντα όσο και στους υπόλοιπους ενδιαφερόμενους για απόκτηση μετοχών τους ήταν ότι αυτές θα εισάγονταν στο Χρηματιστήριο ταχέως και/ή εν πάση περιπτώσει εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Εις δε την Πρόσκληση για Εγγραφή την οποία απεύθυναν οι Εναγόμενοι προς το κοινό κατά ή περί τον Μάρτιο του 2000, προέβαιναν σε παρόμοιες παραστάσεις κάμνοντας μάλιστα και συγκεκριμένη αναφορά σε 3 μήνες από την έκδοση των μετοχών.»
Για την πλευρά του Εφεσείοντος κατάθεσε ο ίδιος και για την Εφεσίβλητη ο Στέλιος Στυλιανού, Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου. Επίσης κατατέθηκαν εκ συμφώνου, σωρεία εγγράφων και εκτενή παραδεχτά γεγονότα, τα οποία συνέβαλαν στον περιορισμό της μαρτυρίας. Τα παραδεχτά γεγονότα περιλαμβάνονται σε γραπτό κείμενο το οποίο κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1. Από αυτό είναι διαγραμμένο το γεγονός ότι οι μετοχές παραχωρήθηκαν στη βάση των προνοιών του Ενημερωτικού Δελτίου. Το θέμα αφέθηκε, προφανώς ως αμφισβητούμενο γεγονός, να διευκρινιστεί κατά την ακρόαση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο συνόψισε τη μαρτυρία του Εφεσείοντος ως εξής:-
«Ο ενάγων .. απεφάσισε να αγοράσει τις επίδικες μετοχές επί τη βάσει των όσων ο Μ.Υ.1 ανέφερε, στον ίδιον και άλλους συναδέλφους του, όταν συναντήθηκε μαζί τους το Μάιο του έτους 2000. Η εναγομένη είχε ήδη εξαγοράσει την αλλαντοβιομηχανία στην οποία ο ίδιος εργοδοτείτο («η αλλαντοβιομηχανία») και ο Μ.Υ.1 παρουσιάσθηκε στη συνάντηση του Μαΐου του έτους 2000 και συνεστήθη στο προσωπικό της αλλαντοβιομηχανίας ως ένας «εκ των νέων ιδιοκτητών» της. Ο ίδιος αγόρασε τις επίδικες μετοχές γιατί «σκοπός (του ήταν να κερδίσ(ει) λεφτά λόγω της εισόδου της εταιρείας στο Χρηματιστήριο». Πράγματι, περί τις αρχές Ιουνίου του 2000, ταυτοχρόνως με την καταβολή του αντιτίμου των £11.250,-, υπέγραψε μιαν αίτηση για την απόκτηση των επιδίκων μετοχών (Τεκμήριο 6). Όμως, η αίτηση αυτή συμπληρώθηκε από υπάλληλο της αλλαντοβιομηχανίας και όχι από τον ίδιο. Στην υποβολή ότι τα μόνα πράγματα που του αναφέρθηκαν, εκ μέρους της εναγομένης, είναι όσα περιέχονται στην Πρόσκληση για Εγγραφή (Τεκμήριο 3), απάντησε ότι τέτοιο έγγραφο «δεν είδ(ε) ποτέ». Απέρριψε, επίσης, επόμενη υποβολή σύμφωνα με την οποίαν όσα του κοινοποιήθηκαν για την πρόθεση της εναγομένης να εισάξει τους τίτλους της στο Χρηματιστήριο είναι μόνον όσα σχετικά διαλαμβάνονται στις σελ. 10 και 11 της Πρόσκλησης για Εγγραφή (Τεκμήριο 3).»
Η μαρτυρία του Στέλιου Στυλιανού, προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της Εφεσίβλητης, συνοψίστηκε ως εξής:-
«Είναι ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της εναγομένης, η οποία ιδρύθηκε από παλιά αλλά παρέμεινε αδρανής έως το έτος 1999. Η εναγομένη κατέστη δημόσια εταιρεία στις 28.1.00. Στόχευε στην εισαγωγή των τίτλων της στο Χρηματιστήριο, όμως, δεν προγραμμάτιζε την άμεση υποβολή σχετικής αίτησης εφ' όσον δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του Καν. 61(1)(ε) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 214/95 όπως αυτή τροποποιήθηκε στη συνέχεια). Ο κανονισμός αυτός αναφέρει ως, κατ' αρχήν προϋπόθεση για την αποδοχή αίτησης για εισαγωγή τίτλων στο Χρηματιστήριο, ο εκδότης να «είχε δραστηριότητες, λειτουργούσε κανονικά και είχε ετοιμάσει εξελεγμένους λογαριασμούς για τα τρία τουλάχιστον, αμέσως προηγούμενα της αιτήσεως, έτη». Το γεγονός ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο η εναγομένη δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του Καν. 61(1)(ε) δηλώθηκε ρητώς στη σελ. 10 της Πρόσκλησης για Εγγραφή (Τεκμήριο 3), την οποίαν η εναγομένη εξέδωσε και κυκλοφόρησε. Παρά ταύτα, η εναγομένη υπέβαλε αίτηση για εισαγωγή των τίτλων της στο Χρηματιστήριο στις 14.6.00, επιδιώκοντας να εξαιρεθεί από τις πρόνοιες του κανονισμού αυτού. Δεν το πέτυχε και η αίτησή της απερρίφθηκε το Φεβρουάριο του έτους 2002. Ουδέποτε έλαβε χώραν συνάντησή του με το προσωπικό της αλλαντοβιομηχανίας, όπως την περιέγραψε ο ενάγων. Και ουδέποτε προέβηκε στις παραστάσεις τις οποίες ο ενάγων επικαλείται. Συναντήθηκε με το προσωπικό της αλλαντοβιομηχανίας μόλις τον Νοέμβριο του έτους 2001 για να συζητήσουν εργασιακά θέματα. Ο ενάγων απέκτησε τις επίδικες μετοχές επί τη βάσει των όρων που τίθενται στην Πρόσκληση για Εγγραφή (Τεκμήριο 3) και των παραστάσεων που αυτή διαλαμβάνει.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο τελικά απέρριψε την αγωγή και καταδίκασε τον Εφεσείοντα στα έξοδα. Θεώρησε ότι ο Εφεσείων απέτυχε να δικογραφήσει με επάρκεια τα ουσιώδη γεγονότα και στη συνέχεια απέτυχε να τα αποδείξει. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο θεώρησε ότι από τη στιγμή που ο Εφεσείων επικαλείτο το άρθρο 58Α(3)(β) ως την αιτία της αγωγής του, όφειλε να δικογραφήσει και να αποδείξει τις παραστάσεις που έγιναν εκ μέρους της Εφεσίβλητης, αναφορικά με την εισαγωγή της στο ΧΑΚ. Περαιτέρω, θεώρησε ότι, εφόσον η Εφεσίβλητη είναι νομικό πρόσωπο, ο Εφεσείων όφειλε να είχε δικογραφήσει και αποδείξει ποιό συγκεκριμένο φυσικό πρόσωπο προέβη στις παραστάσεις εκ μέρους της Εφεσίβλητης, καθώς επίσης και ποια η σχέση του με αυτήν, ώστε να διαφανεί κατά πόσο οι ενέργειες του την δεσμεύουν. Θεώρησε ότι οι παραλείψεις αυτές ήταν μοιραίες, με αποτέλεσμα να οδηγήσουν στην απόρριψη της αγωγής. Το Δικαστήριο θεώρησε επίσης ότι η όποια μαρτυρία προσήχθη, παρέμεινε μετέωρη, εφόσον κρίθηκε ως εκτός δικογράφων και ότι δεν μπορούσε να ληφθεί υπ' όψιν. Πρόσθεσε ότι ακόμη και αν δεν υπήρχε το πρόβλημα της ορθής δικογράφησης και απόδειξης των ισχυρισμών, και πάλι θα απέρριπτε την αγωγή, εφόσον διαπίστωσε ότι απουσίαζε μαρτυρία η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει με ασφάλεια στο συμπέρασμα, ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο (Μάιο 2000) που κατ' ισχυρισμόν έλαβαν χώρα οι παραστάσεις από τον Στέλιο Στυλιανού, Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου της Εφεσίβλητης, αυτός ενεργούσε ως εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος της.
Ο Εφεσείων εγείρει τρεις λόγους έφεσης.
Με τον πρώτο, προσβάλλεται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι για να επιτύγχανε ο Εφεσείων, θα έπρεπε απαραίτητα να είχε αποδείξει ότι «η Εφεσίβλητη προέβη σε παραστάσεις για επικείμενη εισαγωγή των τίτλων της στο ΧΑΚ».
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, προσβάλλεται το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι ο Εφεσείων «όφειλε να δικογραφήσει και να αποδείξει ποιο φυσικό πρόσωπο προέβη στις παραστάσεις αυτές εκ μέρους της Εναγομένης (Εφεσίβλητης) και ποια η σχέση του με αυτήν ώστε οι ενέργειές του να την δεσμεύουν».
Με τον τρίτο λόγο έφεσης προσβάλλεται το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αξίωση του Εφεσείοντος δεν μπορεί να πετύχει για το λόγο ότι δεν αποδείχτηκε ότι η Εφεσίβλητη είτε εξουσιοδότησε τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου της, Στέλιο Στυλιανού, για να προβεί στις επίδικες παραστάσεις είτε ότι γνώριζε για τις ενέργειές του ώστε να δεσμεύεται από αυτές.
Θα εξετάσουμε πρώτα τον λόγο έφεσης 1.
Σύμφωνα με τον ευπαίδευτο δικηγόρο του Εφεσείοντος, το άρθρο 58Α προβλέπει για καταβολή χρημάτων κάτω από τρεις προϋποθέσεις: (α) με την προοπτική εισαγωγής των μετοχών στο ΧΑΚ ή (β) με παραστάσεις εισαγωγής των μετοχών στο ΧΑΚ ή (γ) άλλως πως. Ο Εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα περιόρισε την έκταση της έρευνας του στο κατά πόσον υπήρχαν «παραστάσεις εισαγωγής των μετοχών στο ΧΑΚ», παραγνωρίζοντας πλήρως τους άλλους δύο τρόπους που προβλέπονται από το άρθρο 58Α.
Από την άλλη, η ευπαίδευτη συνήγορος για την Εφεσίβλητη, εισηγήθηκε ότι δεν ευσταθούν τα επιχειρήματα της άλλης πλευράς, εφόσον η ύπαρξη παραστάσεων αποτελεί προϋπόθεση του άρθρου 58Α(1). Οι άλλες δύο προϋποθέσεις του άρθρου δεν ευσταθούσαν, εφόσον δεν προκύπτει ότι η «πρόσκληση για εγγραφή παρουσιάζει ή έγινε με την προοπτική εισαγωγής» της Εφεσίβλητης στο ΧΑΚ. Η Εφεσίβλητη δεν τηρούσε μια από τις βασικές προϋποθέσεις εισαγωγής, να είχε δραστηριότητες και να είχε εξελεγμένους λογαριασμούς για τα τρία τουλάχιστον προηγούμενα της αίτησης χρόνια. Η Εφεσίβλητη, ανέφερε η κα Στυλιανού, σε καμιά περίπτωση δεν παραχώρησε μετοχές με τον όρο ότι αυτές θα εισάγονταν στο ΧΑΚ. Αντίθετα, μέσω του Ενημερωτικού της Δελτίου γνωστοποίησε σε όλους τους ενδιαφερόμενους, ότι αυτό μπορεί να μην επιτευχθεί άμεσα.
Με την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο συνήγορος του Εφεσείοντος προσδιόρισε ως το νομικό έρεισμα της αξίωσης του πελάτη του, το άρθρο 58Α(3)(β) του Νόμου 14(Ι)/93, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 42(Ι)/2000. Η διευκρίνιση αυτή, με την ουσία της οποίας διαφώνησε η άλλη πλευρά, οδήγησε στην καταχώρηση αίτησης για στην τροποποίηση της έκθεσης υπεράσπισης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του κατέληξε ότι πράγματι το άρθρο 58Α(3)(β) μπορεί να παράσχει έρεισμα στην αξίωση του Εφεσείοντος, εφόσον η δοσοληψία έγινε μετά την έναρξη ισχύος του Νόμου 42/2000. Η δικηγόρος της Εφεσίβλητης τελικά συμφώνησε με την κρίση του Δικαστηρίου, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει αμφισβήτηση ως προς την εφαρμογή της συγκεκριμένης πρόνοιας του Νόμου.
Ο πρώτος λόγος έφεσης ευσταθεί.
Το άρθρο 58Α(1) του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου του 1993, (Ν. 14(Ι)/93), όπως τροποποιήθηκε στις 7.4.2000 από το Νόμο 42(Ι)/2000, προέβλεπε ότι:-
«(1) Απαγορεύεται σ' οποιαδήποτε εταιρεία ή μέλος συμβουλίου εταιρείας ή εκδότη ή πρόσωπο να προσφέρει προς πώληση ή να πωλεί ή να δέχεται προσφορά για αγορά οποιωνδήποτε τίτλων υφιστάμενης ή υπό ίδρυση εταιρείας και να εισπράττει προς τούτο οποιοδήποτε χρηματικό ποσό ή άλλο αντάλλαγμα με την προοπτική ή και με παραστάσεις εισαγωγής των εν λόγω τίτλων στο Χρηματιστήριο, εκτός, εάν στην περίπτωση υφιστάμενης εταιρείας, η εταιρεία ή το μέλος του συμβουλίου εταιρείας ή ο εκδότης-.......»
Το άρθρο 58Α(3)(β) προέβλεπε περαιτέρω ότι:-
«58Α(3)(β) Ενδιαφερόμενος αγοραστής που κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό ή αντάλλαγμα σε εκδότη, εταιρεία ή πρόσωπο για την αγορά μετοχών είτε σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) ανωτέρω ή άλλως πως δύναται μετά πάροδο τριών μηνών από την ημερομηνία υποβολής αίτησης για εισαγωγή των σχετικών τίτλων στο Χρηματιστήριο ή νωρίτερα σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης να ζητήσει γραπτώς την επιστροφή του ποσού ή ανταλλάγματος εφόσον δεν του έχουν δοθεί οι σχετικοί τίτλοι ή του έχουν δοθεί οι σχετικοί τίτλοι αλλά δεν έχουν εισαχθεί ακόμη στο Χρηματιστήριο. Σε τέτοια περίπτωση ο εκδότης ή η εταιρεία ή το πρόσωπο που εισέπραξε το ποσό ή το αντάλλαγμα οφείλει να το επιστρέψει στον ενδιαφερόμενο αγοραστή εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία που ο ενδιαφερόμενος αγοραστής ήθελε ζητήσει επιστροφή του χρηματικού ποσού ή του ανταλλάγματος που κατέβαλε με τόκο 6% υπολογιζόμενο από την ημερομηνία που υποβλήθηκε η αίτηση για εισαγωγή των σχετικών τίτλων στο Χρηματιστήριο και να επιστρέψει τους σχετικούς τίτλους εφόσον έχουν εκδοθεί και δοθεί στους ενδιαφερόμενους αγοραστές:
Νοείται ότι, ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (2), το Συμβούλιο δύναται να αποκλείσει εκδότη ή εταιρεία που παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, από την εισαγωγή των τίτλων του στο Χρηματιστήριο.»
Πράγματι η πρωτόδικη δικαστής περιόρισε την έρευνά της, στον ένα από τους δύο τρόπους αγοράς μετοχών. Σύμφωνα με το λεκτικό του άρθρου 58Α(3)(β), η αγορά των μετοχών θα μπορούσε να γίνει με δύο τρόπους. Ο πρώτος, σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 58Α (με προοπτική ή με παραστάσεις εισαγωγής), ενώ με το δεύτερο γίνεται διαζευκτική πρόβλεψη για αγορά μετοχών «άλλως πως». Η ευπαίδευτη Δικαστής πρωτοδίκως, επικεντρώθηκε μόνο στην μία από τις δύο μεθόδους αγοράς μετοχών, που προβλέπονται από το άρθρο 58(1), δηλαδή την αγορά μετοχών μετά από «παραστάσεις» για εισαγωγή των τίτλων του ΧΑΚ. Παρέλειψε όμως να εξετάσει τη δεύτερη μέθοδο που προέβλεπε το εδάφιο (1), δηλαδή την αγορά μετοχών με «προοπτική» την εισαγωγή τους στο ΧΑΚ. Επίσης παρέλειψε να στρέψει την προσοχή της στην άλλη διαζευκτική μέθοδο που προβλέπει το ίδιο άρθρο 58(3)(β), δηλαδή την αγορά μετοχών «άλλως πως».
Ανεξάρτητα των πιο πάνω, ο τρόπος που το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το θέμα των παραστάσεων, είναι λανθασμένος. Πρώτον, ο Εφεσείων κατάθεσε ότι ο τότε μοναδικός Διευθυντής της εφεσίβλητης κ. Πέτρος Στυλιανού, μαζί με άλλα δύο άτομα, του δήλωσαν ότι η Εφεσίβλητη είχε πρόθεση να εισαχθεί στο ΧΑΚ. Αυτή η πτυχή της μαρτυρίας του Εφεσείοντος και η αντίθεση βέβαια του κ. Πέτρου Στυλιανού, δεν αξιολογήθηκαν καθόλου από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η ευπαίδευτη Δικαστής επικεντρώθηκε στο ότι ο Εφεσείων δεν είχε δικογραφήσει επακριβώς τις θέσεις του επί των παραστάσεων. Δεν χρειάζεται να αποφασίσουμε αν έπρεπε, και σε ποιο βαθμό να δικογραφηθεί ένας τέτοιος ισχυρισμός, υπό τις περιστάσεις. Αρκεί να αναφέρουμε ότι στην προκειμένη περίπτωση το Δικαστήριο με το ξεκίνημα της διαδικασίας, αποφάσισε ότι, όπως ήταν δικογραφημένα τα γεγονότα, η αγωγή του Εφεσείοντος καλυπτόταν από το άρθρο 58Α(3)(β).
Δεύτερον, με βάση τη νομολογία παρέχεται η δυνατότητα παρουσίασης μαρτυρίας για εξειδικευμένους ισχυρισμούς που αφορούν σε ουσιώδες γεγονός, ακόμα και όταν αυτό εκτίθεται κατά τρόπο γενικό στο δικόγραφο (Βλ. Νικήτα ν. ΚΟΤ (2003) 1Α ΑΑΔ 344 και Παναγή ν. Κακοψίτου κ.α. (2001) 1Β ΑΑΔ 839).
Τρίτον, όπου ο εφεσίβλητος παραλείπει να υποβάλει αίτηση για λεπτομέρειες, θεωρείται ότι έχει παραιτηθεί από αυτές (Βλ. Federal Bank of Lebanon (S.A.L.) v. Σιακόλα (1999) 1 ΑΑΔ ψ44).
Τέταρτον, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η πρόθεση της εταιρείας να εισαχθεί στο ΧΑΚ. Γι' αυτό εξάλλου υπέβαλε και σχετική αίτηση εισδοχής. Οι δηλώσεις που περιέχονται στο Ενημερωτικό Δελτίο στο σύνολό τους δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για τις προθέσεις τις εταιρείας. Υπήρχαν βέβαια και οι περιορισμοί στο Ενημερωτικό Δελτίο, οι οποίοι όμως δεν πρέπει να ειδωθούν αποσπασματικά, αλλά σε σχέση με τα όσα άλλα αναφέρονται στο Ενημερωτικό Δελτίο. Στη σελίδα 10, αφού απαριθμούνται οι προϋποθέσεις για εισδοχή σύμφωνα με τον Κανονισμό 61, αναφέρεται ότι «πρόθεση της εταιρείας είναι να υποβάλει αίτηση για εισαγωγή των τίτλων της στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, μέσα σε εύθετο χρονικό διάστημα αφού πρώτα συμπληρώσει τις δραστηριότητες της με την εξαγορά εμπορικών εταιρειών που εμπίπτουν μέσα στο στρατηγικό σχέδιο της.» Η συγκεκριμένη δήλωση κατά την άποψή μας, επιβεβαιώνει την πρόθεση της εταιρείας να ενταχθεί στο ΧΑΚ. Η φράση για εισαγωγή των τίτλων «σε εύθετο χρόνο», ήταν αντικείμενο έρευνας στην υπόθεση Investylia Ltd. v. Σωτήρη Ταμπούρη (2006) 1 ΑΑΔ 1325. Θεωρήθηκε ότι η φράση φανέρωνε σαφή πρόθεση για ένταξη. Στη σελίδα 1335 αναφέρθηκαν τα εξής:-
«Αναφορά για εισαγωγή των μετοχών στο ΧΑΚ γίνεται και στην Πρόσκληση για Εγγραφή (τεκμ. 6). Διαφωνούμε με την εισήγηση της ευπαιδεύτου δικηγόρου των εφεσειόντων ότι η φράση «σε εύθετο χρονικό διάστημα» που περιέχεται στο ενημερωτικό δελτίο, μέσα στο οποίο οι εφεσείοντες δήλωναν ότι είχαν πρόθεση να αποταθούν για εισαγωγή των τίτλων στο ΧΑΚ, δεν έδειχνε πρόθεσή τους να εισάξουν τις μετοχές τους στο ΧΑΚ μέσα σε εύλογο χρόνο. Το γεγονός ότι η αίτηση υποβλήθηκε στις 14/6/00, δείχνει τέτοια πρόθεση.»
Η πρόθεση της εταιρείας για ένταξη, φαίνεται και από το Τεκμήριο 12 που είναι πρακτικά της Γενικής Συνέλευσης της εταιρείας, ημερομηνίας 25.2.2002, στα οποία ο Πρόεδρος της εταιρείας εξηγεί στους μετόχους ότι η «ένταξη της Εταιρείας ακόμη και υπό τις παρούσες συνθήκες θα ήταν επωφελής για την Εταιρεία.». Εν πάση περιπτώσει, για μια από τις προϋποθέσεις που αφορούσε στην υποχρέωση της Εφεσίβλητης να έχει εξελεγμένους λογαριασμούς για τουλάχιστον τα τρία προηγούμενα χρόνια, εξασφαλίστηκε εξαίρεση από τις αρχές του ΧΑΚ. Υπήρχε επίσης η δυνατότητα, όπως εξήγησε ο ίδιος ο Διευθυντής της εταιρείας στη μαρτυρία του, να χρησιμοποιηθεί «ως ομπρέλα» μια από τις άλλες 6 εταιρείες του Ομίλου, η οποία θα είχε εξελεγμένους λογαριασμούς τα τρία τελευταία χρόνια, ώστε να εξασφαλιστεί εξαίρεση και από τις υπόλοιπες προϋποθέσεις του Κανονισμού 61.
Η πρόθεση της Εφεσίβλητης για εισαγωγή στο ΧΑΚ, φαίνεται και από το γεγονός ότι ενώ δημοσιεύτηκε ο τροποποιητικός Νόμος 42/00 στις 7.4.2000, ο οποίος υποχρέωνε τις εταιρείες να υποβάλουν αίτηση μέσα στην προθεσμία που προέβλεπε ο Νόμος ή να επιστρέψουν τα χρήματα που εισέπραξαν, η Εφεσίβλητη προχώρησε και καταχώρησε αίτηση για εισαγωγή στο ΧΑΚ. Όπως αναφέρει ο Διευθυντής της στη μαρτυρία του, τροποποιήθηκε ανάλογα και το Ενημερωτικό Δελτίο που θα κατατίθετο στο ΧΑΚ.
Πέμπτον, όπως υποδείχθηκε στην υπόθεση Anaptixis Group Ltd. v. Νίκου Μιχαηλίδη (2006) 1A AAΔ.691, 698:-
«Το άρθρο 58Α(3)(β) δεν προϋποθέτει την απόδειξη «παραστάσεων εισαγωγής των τίτλων στο ΧΑΚ». Είναι αρκετό να αποδειχθεί ότι έγινε νόμιμη πληρωμή και είσπραξη των χρημάτων, κατ' εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 58Α(1)(α) - (γ) είτε με την προοπτική εισαγωγής των τίτλων στο ΧΑΚ είτε άλλως πως.
...........................
Η υποχρέωση επιστροφής χρημάτων δυνάμει των προνοιών του άρθρου 58Α(3)(β) συνιστά αυτοτελή υποχρέωση η οποία δεν επηρεάζεται από τις πρόνοιες του περί Εταιρειών Νόμου.»
Η ευπαίδευτη συνήγορος για την Εφεσίβλητη εισηγήθηκε ότι οι λέξεις «άλλως πως» στο άρθρο 58Α(3)(β), δεν μπορούν να ερμηνευθούν κατά τρόπο που να επιτρέπει σε επενδυτή να πάρει πίσω τα χρήματα, που κατέβαλε, ανεξαρτήτως του εάν έγιναν ή όχι παραστάσεις. Εφαρμόζεται, είπε, ο ερμηνευτικός κανόνας του ejusdem generis και ως εκ τούτου λέξεις γενικές (όπως το «ή άλλως πως») οι οποίες ακολουθούν λέξεις ειδικές, πρέπει να διαβάζονται ως να εξυπακούουν μόνο πράγματα του ίδιου είδους με τις ειδικές λέξεις που προηγούνται.
Διαφωνούμε με την εισήγηση, αφού στην προκειμένη περίπτωση ο τρόπος με τον οποίο είναι διατυπωμένο το άρθρο, δεν αφήνει περιθώρια για εφαρμογή του συγκεκριμένου κανόνα. Στο άρθρο 58Α(3)(β) δεν υπάρχουν ειδικές λέξεις, ενώ δεν είναι ξεκάθαρο, όπως θα έπρεπε, εάν μπορούν να συνδεθούν με τις προϋποθέσεις του άρθρου 58Α(1), όπως εισηγείται η κα Στυλιανού. Εάν οι λέξεις περιλαμβάνονταν στο ίδιο το άρθρο 58Α(1), ενδεχομένως η εισήγηση της να είχε έρεισμα.
Με βάση τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα της υπόθεσης, η εταιρεία εξέδωσε Ενημερωτικό Δελτίο προς το κοινό γενικά, πριν την αγορά των μετοχών. Η έκδοση του Ενημερωτικού Δελτίου στις 27.3.2000, ήταν με προοπτική την εισαγωγή της εταιρείας στο ΧΑΚ. Αυτό δεν θα μπορούσε να αμφισβητηθεί από την εταιρεία, ανεξάρτητα αν στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Εφεσείων δήλωσε ότι το περιεχόμενο του Ενημερωτικού Δελτίου, δεν περιήλθε σε γνώση του. Όμως ακόμα και αν για οποιοδήποτε λόγο το Δικαστήριο έκρινε ότι ούτε αυτή η διάταξη εφαρμοζόταν, όφειλε να εξετάσει τη δεύτερη διάζευξη του εδαφίου, η οποία μάλιστα ήταν τόσο πλατειά που αναμφιβόλως κάλυπτε την περίπτωση του Εφεσείοντος.
Οι πιο πάνω διαπιστώσεις μας δεν συγκρούονται με τη σκέψη του Δικαστηρίου στην υπόθεση Investylia Ltd. v. Ευλαβή, Πολ. Έφ. 325/06, ημερομηνίας 22.5.08. Σ' εκείνη την υπόθεση η απαίτηση της ενάγουσας στηρίχθηκε στην παράβαση ουσιώδους όρου της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης ότι η εταιρεία θα εντασσόταν στο ΧΑΚ, όχι αργότερα της 31.12.00. Το σφάλμα που διαπιστώθηκε στην πρωτόδικη απόφαση ήταν: (α) ότι η απαίτηση δεν εξετάστηκε στη βάση των δικογραφημένων θέσεων του ενάγοντος και (β) ότι ήταν αμφίβολο, όπως ήταν συνταγμένη η έκθεση απαίτησης, αν ήταν επιτρεπτό στο Δικαστήριο να εξετάσει την αγωγή στη βάση των άρθρων 53Α(3)(β) και 3(3), εφόσον η έκθεση απαίτησης ουσιαστικά περιορίζετο στην παράβαση της σύμβασης. Τα όσα άλλα αναφέρθηκαν για μη άμεση προοπτική ένταξης ή για έλλειψη παραστάσεων για την προοπτική ένταξης, αποτελούν εν παρόδω παρατηρήσεις (obiter), οι οποίες δεν είναι δεσμευτικές στην παρούσα περίπτωση.
Σε αντίθεση με την πιο πάνω υπόθεση, η υπό εκδίκαση στηρίζεται εξ ολοκλήρου στο άρθρο 58Α(3)(β) και όχι σε παράβαση σύμβασης. Πέραν τούτου, η προοπτική ένταξης της Εφεσίβλητης αποτέλεσε ένα από τα επίδικα θέματα στην υπό εκδίκαση υπόθεση, σε αντίθεση με την υπόθεση Ευλαβή, πιο πάνω, στην οποία το θέμα ηγέρθη obiter.
Με βάση το γεγονός ότι ο Εφεσείων ικανοποιεί τουλάχιστον μία από τις δύο προϋποθέσεις του άρθρου 58Α(3)(β), το Δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε την αγωγή, αφού ο Εφεσείων πληρούσε όλα τα υπόλοιπα προαπαιτούμενα του άρθρου. Συγκεκριμένα, δεν αμφισβητείται ότι: (α) η Εφεσίβλητη είναι εταιρεία σύμφωνα με το Νόμο, (β) ο Εφεσείων είναι αγοραστής μετοχών της, (γ) κατέβαλε το ποσό των £11.250 για την αξία των μετοχών που αγόρασε, (δ) η αγορά έγινε είτε με προοπτική την ένταξη της εταιρείας στο ΧΑΚ ή άλλως πως και (ε) ότι ο Εφεσείων, όπως είχε δικαίωμα δυνάμει του Νόμου, υπέβαλε, μετά από 3 μήνες από την ημερομηνία υποβολής αίτησης από την Εφεσίβλητη για εισαγωγή της στο ΧΑΚ, γραπτό αίτημα (Τεκμήριο 13) για επιστροφή των χρημάτων που κατέβαλε, δεδομένου ότι οι τίτλοι που του παραχωρήθηκαν, δεν είχαν μέχρι τότε εισαχθεί στο ΧΑΚ. Με αυτά τα δεδομένα, η κατάληξη της πρωτόδικης Δικαστού θα έπρεπε να ήταν ότι η Εφεσίβλητη εταιρεία, είχε υποχρέωση να επιστρέψει μέσα σε 10 μέρες από τη λήψη της επιστολής, τα χρήματα που εισέπραξε μαζί με τον προβλεπόμενο από το άρθρο τόκο. Η μη πληρωμή των χρημάτων ήταν αρκετή για να οριστικοποιήσει την απόδειξη του αγώγιμου δικαιώματος του Εφεσείοντος. Ως αποτέλεσμα, η απόρριψη της αγωγής ήταν λανθασμένη.
Με βάση την πιο πάνω κατάληξη μας για το θέμα των παραστάσεων και τις υπόλοιπες προϋποθέσεις του άρθρου 58Α(3)(β), θεωρούμε αχρείαστο να εξετάσουμε κατά πόσο είναι ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι ο Εφεσείοντας είχε υποχρέωση να κατονομάσει το πρόσωπο που προέβηκε στις κατ' ισχυρισμό παραστάσεις. Η υπόθεση τελικά κρίνεται επί άλλου σημείου. Επίσης, θεωρούμε αχρείαστο να εξετάσουμε την ορθότητα της κατάληξης του Δικαστηρίου, ότι δεν αποδείχθηκε κατά πόσο ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εφεσίβλητης εταιρείας ήταν ή όχι εξουσιοδοτημένο πρόσωπο, εφόσον το δικαίωμα του Εφεσείοντος για επιστροφή των χρημάτων που κατέβαλε, μπορεί να κριθεί στη βάση της αγοράς μετοχών, είτε με προοπτική την εισαγωγή της εταιρείας στο ΧΑΚ είτε άλλως πως. Όμως πολλά από τα επιχειρήματα της συνηγόρου της Εφεσίβλητης απαντούνται από την υπόθεση Royal British Bank v. Turquand (1843-1860) All E.R. Rep. 435.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει. Επειδή τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η αξίωση του Εφεσείοντος δυνάμει του άρθρου 53Α(3)(β), όπως εξηγήσαμε δεν είναι υπό αμφισβήτηση, ενώ η ερμηνεία άλλων στοιχείων είναι θέμα νομικό, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και αντικαθίσταται με απόφαση υπέρ του Εφεσείοντος και εναντίον της Εφεσίβλητης για ποσό £11250 πλέον τόκο προς 6% ετησίως, σύμφωνα με το άρθρο 58Α(3)(β), υπολογιζόμενο από την ημερομηνία που υποβλήθηκε η αίτηση για εισαγωγή των σχετικών τίτλων στο Χρηματιστήριο, ήτοι 14.6.2000. Νοείται ότι ο Εφεσείων ταυτόχρονα με την εξόφληση του ποσού, θα είναι υπόχρεος, όπως ο Νόμος ορίζει, να επιστρέψει στην Εφεσίβλητη, τους τίτλους που του έχουν εκδοθεί.
Επιδικάζονται έξοδα υπέρ του Εφεσείοντος και εναντίον της Εφεσίβλητης, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ' έφεση. Αυτά να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Δ. Δ. Δ.
/ΕΠς