ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 1 ΑΑΔ 661
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 374/2005)
23 Μαϊου, 2008
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
DEMIL CO. LIMITED,
Εφεσείοντες- Ενάγοντες,
- και -
A. PANAYIDES CONTRACTING LIMITED,
Εφεσίβλητοι-Εναγόμενοι.
---------------------------
Α. Φυλακτού για Α. Νεοκλέους, για Εφεσείοντες
Γ. Λιβέρας, για Εφεσίβλητους.
---------------------------
Π. Αρτέμη, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή των εφεσειόντων-εναγόντων, που διεκδικούσαν ποσό £18.809 ως υπόλοιπο λογαριασμού, επιπλέον τόκους και έξοδα.
Το Δικαστήριο, πέρα από τα ευρήματά του για μη ικανοποιητική μαρτυρία εκ μέρους των εφεσειόντων, κατέληξε και στο συμπέρασμα πως το μόνο αγώγιμο δικαίωμα που προβαλλόταν, ήταν η ύπαρξη χρεωστικού υπόλοιπου λογαριασμού σε πρώτη ζήτηση και κανένα άλλο αγώγιμο δικαίωμα δικογραφείτο και ούτε οποιαδήποτε άλλη βάση αγωγής. Κρίνοντας δε ανεπαρκές το αποδεικτικό υλικό της εφεσείουσας και «αναξιόπιστο για την απόδειξη των δικογραφημένων θέσεων της», απέρριψε την αγωγή.
Με την έφεσή τους οι εφεσείοντες-ενάγοντες ισχυρίζονται ότι, εφόσον από το σώμα της Έκθεσης Απαίτησης και από τη μαρτυρία που δόθηκε μπορούσε να προκύψει και άλλη βάση αγωγής, αυτή για παράδοση εμπορευμάτων και διεξαγωγή εργασιών για τους εφεσίβλητους, το Δικαστήριο θα έπρεπε να εκδώσει απόφαση υπέρ τους, με αυτή τη βάση αγωγής και παρέπεμψε και σε σχετικές αυθεντίες επί του προκειμένου.
Περαιτέρω, επεσήμανε ότι, εν πάση περιπτώσει, κακώς απορρίφθηκε η αγωγή, αφού από τη μαρτυρία της Μ.Υ.2 και τα τεκμήρια 20 - 29 που κατέθεσαν οι εφεσίβλητοι, προέκυψε, όπως δέχθηκε και η μάρτυς αυτή, ότι όφειλαν στους ενάγοντες περίπου το ποσό των £12.500, παρόλο ότι ισχυρίζονταν ότι υπήρχαν κακοτεχνίες στην εκτέλεση των εργασιών για τις οποίες επεφύλαξαν τα δικαιώματά τους και δεν ήγειραν ανταπαίτηση.
Τέλος, οι εφεσείοντες θεωρούν λανθασμένη την κρίση του Δικαστηρίου και την απόφαση του να ξεκινήσουν οι ίδιοι την υπόθεση αντί οι εφεσίβλητοι-εναγόμενοι, που ισχυρίζονταν εξόφληση και έτσι είχαν εκείνοι το βάρος αποδείξεως.
Επί του τελευταίου αυτού σημείου παρατηρούμε ευθύς εξ αρχής πως η εισήγηση δεν έχει έρεισμα. Με την Έκθεση Υπεράσπισής τους οι εφεσίβλητοι-εναγόμενοι δεν παραδέχονταν την απαίτηση των εφεσειόντων και περαιτέρω ισχυρίζονταν την εξόφλησή του. Αμφισβητούσαν, δηλαδή και αυτή ταύτη την απαίτηση και την ορθότητά της. Ως εκ τούτου, ορθά έκρινε το Δικαστήριο ότι, αφού το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών της Έκθεσης Απαίτησης το είχαν οι εφεσείοντες-ενάγοντες, αυτοί θα έπρεπε να ξεκινήσουν την υπόθεση. Η εισήγηση αυτή, κατά συνέπεια, απορρίπτεται.
Παραθέτουμε πιο κάτω αυτούσια την Έκθεση Απαίτησης των εφεσειόντων-εναγόντων:
«1. Οι Ενάγοντες είναι Εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με έδραν των εργασιών της την Λεμεσόν, ασχολείται δε με μονώσεις, μονωτικά υλικά και άλλες συναφείς εργασίες.
2. Οι Εναγόμενοι είναι επίσης Εταιρεία περιωρισμένης ευθύνης με έδραν των εργασιών της την Λευκωσία ασχολείται δε με εργοληπτικές εργασίες ανα την Κύπρο.
3. Κατά πάντα ουσιώδη χρόνον προς την παρούσα αγωγή οι Εναγομένοι ήσαν πελάτες των Εναγόντων, από ετών δε τους προμήθευαν διάφορα μονωτικά υλικά και τους πρόσφεραν μονωτικές και άλλες συναφείς εργασίες. Διατηρούσαν δε προς τούτο λογαριασμόν εις πρώτην (ζήμιωση) ζήτηση ο οποίος την 29.3.2003 είχεν υπόλοιπον εις πίστιν των Εναγόντων το ποσόν των £18,809.
4. Οι Ενάγοντες μέχρι σήμερα αρνούνται και/ή παραλείπουν να πληρώσουν το ως άνω υπόλοιπον του λογαριασμού και/ή οποιοδήποτε υπόλοιπον, μολονότι πλειστάκις ωχλήθησαν προς τούτο υπό των Εναγόντων και γραπτώς και προφορικώς, διο και η παρούσα αγωγή.
5. Οι Ενάγοντες συνεπεία της παρούσας αγωγής θα πληρώσουν στους δικηγόρους τους Φ.Π.Α. επί των εξόδων, το οποίον αξιούν.
ΚΑΙ ΟΙ ΕΝΑΓΟΝΤΕΣ ΑΞΙΟΥΝ ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ:
Α. Ποσόν εκ £18,809.- υπόλοιπον λογαριασμού.
Β. Νόμιμους Τόκους.
Γ. έξοδα και Φ.Π.Α.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .»
To πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ανέλυσε τη μαρτυρία που δόθηκε εκ μέρους των εφεσειόντων-εναγόντων και αφού τη θεώρησε ανεπαρκή και αναξιόπιστη, κατέληξε ως ακολούθως:
«Με αυτά τα δεδομένα δεν έχω πεισθεί ότι η θέση της ενάγουσας ότι η εναγόμενη της οφείλει το ποσό των £18.809, ως χρεωστικό υπόλοιπο λογαριασμού σε πρώτη ζήτηση είναι πιο πιθανή παρά όχι (is more probable than not) (Maρσέλ κ.α. ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1858 στη σελ. 1868). Έτσι η αγωγή θα πρέπει να απορριφθεί.»
Περαιτέρω και ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατηρεί τα πιο κάτω:
«Σημειώνω ότι ως μόνο αγώγιμο δικαίωμα προβάλλεται η ύπαρξη χρεωστικού υπόλοιπου λογαριασμού σε πρώτη ζήτηση. Κανένα άλλο αγώγιμο δικαίωμα δικογραφείται και εν πάση περιπτώσει, καμμία άλλη βάση αγωγής δικογραφείται επαρκώς. Εφόσον λοιπόν το αποδεικτικό υλικό που παρουσίασε η πλευρά της ενάγουσας κρίνεται ανεπαρκές και αναξιόπιστο για την απόδειξη των δικογραφημένων θέσεων της η αγωγή οδηγείται σε αποτυχία.»
Από τα πιο πάνω είναι προφανές ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή, γιατί η μαρτυρία που δόθηκε ήταν αναξιόπιστη, αλλά συνδύασε το γεγονός τούτο με τη θέση του ότι η βάση αγωγής χρεωστικού υπόλοιπου λογαριασμού δεν αποδείχθηκε και ότι καμμία άλλη βάση αγωγής δεν εδικογραφείτο επαρκώς.
Θεωρούμε ότι η θέση του εφεσείοντα, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα χαρακτήρισε τη νομική βάση της αγωγής ως «χρεωστικό υπόλοιπο λογαριασμού σε πρώτη ζήτηση» ως τη μόνη βάση αγωγής, είναι ορθή.
Ένα Δικαστήριο οφείλει να χαρακτηρίσει νομικά μία βάση αγωγής με βάση τα δικογραφήματα και τα γεγονότα που δικογραφούνται σε αυτά και παρουσιάζονται τελικά στο Δικαστήριο με μαρτυρία και όχι, όπως χαρακτηρίζει τη βάση αγωγής, ένα διάδικο μέρος. (Δέστε, Evangelou κ.α. v. Minerva Finance (2004) 1 A.A.Δ 1734).
Είναι πιθανόν από τον τρόπο που έχει εκφρασθεί η απόφαση πρωτοδίκως, ότι η ευπαίδευτη Δικαστής μπορεί να θεώρησε ως βάση αγωγής εκκαθαρισμένο λογαριασμό (account stated). Κάτι τέτοιο όμως δεν ήταν η περίπτωση και ούτε προέκυπτε από την Έκθεση Απαίτησης που παραθέσαμε πιο πάνω. Σε μια τέτοια περίπτωση η βάση αγωγής θα ήταν ο παραδεδεγμένος ή εκκαθαρισμένος λογαριασμός και δεν θα υπήρχε ανάγκη δικογράφησης και απόδειξης καθενός από τα στοιχεία του εκκαθαρισμένου αυτού λογαριασμού. (Δέστε Επίσημος Παραλήπτης ν. Ρέινμποου Πλήτσιηγκ και Ντάιγκ Κο Λτδ (2005) 1 Α.Α.Δ. 610).
Εδώ δεν είναι τέτοια η περίπτωση. Ο ισχυρισμός των εφεσειόντων, όπως προκύπτει και από την Έκθεση Απαίτησής τους, ήταν ότι το ποσό που ζητούσαν ήταν υπόλοιπα στην ουσία, που οφείλονταν από υλικά που είχαν παραδοθεί στους εφεσίβλητους καθώς και υπηρεσίες που έγιναν για λογαριασμό τους, με βάση εννέα συμβόλαια, και που συμψηφιζόμενα κατέληγαν στο ποσό που απαιτούσαν και το οποίο χαρακτηριζόταν ως «υπόλοιπο λογαριασμού». Είναι γι΄αυτό και με βάση αυτό το δικόγραφο που το Δικαστήριο, προφανώς, επέτρεψε και δέχθηκε τη μαρτυρία για τις λεπτομέρειες των παραδοθέντων υλικών και της διεξαχθείσας εργασίας, από τις οποίες ενδεχομένως θα αποδεικνυόταν η οφειλή.
Έτσι, όπως λέχθηκε και στην Stylianou v. Papakleovoulou (1982) 1 C.L.R. 542 (δέστε και Drane v. Evangelou (1978) 2 All E.R. 437 και Re Vandervell´s Trusts (No.2) (1974) 3 All E.R. 205), o διάδικος δικαιούται σε οποιαδήποτε θεραπεία του δίδει ο νόμος, με την προϋπόθεση πως τα αναγκαία γεγονότα που εξάγουν το νομικό αυτό αποτέλεσμα είναι δικογραφημένα. Εδώ υπήρχε το κατάλληλο δικογράφημα και η κατάλληλη μαρτυρία και θα μπορούσε να εκδοθεί απόφαση υπέρ των εφεσειόντων, εάν η μαρτυρία που είχε δοθεί ήταν ικανοποιητική. (Δέστε και Αριστοδήμου Χαραλάμπους (1990) 1 Α.Α.Δ. 319, Kennedy Hotels Ltd v. Indjirdjan (1992) 1 A.A.Δ. 400).
Οι αρχές, με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει σε ευρήματα αξιοπιστίας, είναι καλώς γνωστές και δεν χρειάζεται να τις επαναλάβουμε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι κατ΄εξοχή ο καταλληλότερος κριτής επί του προκειμένου.
Έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις και την ανάλυση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν θεωρούμε ότι είναι περίπτωση, στην οποία μπορούμε να επέμβουμε και να ανατρέψουμε τα ευρήματα αξιοπιστίας και γεγονότων.
Όμως, υπήρχε εκ μέρους των εφεσιβλήτων-εναγομένων ουσιαστικά παραδοχή για ένα μεγάλο ποσό, ήτοι, όπως ανέφερε η Μ.Υ.2, ποσό που οφειλόταν ακόμη και ανερχόταν σε περίπου £12.500. Υπολογίζοντας αυτό το ποσό με λεπτομέρεια στο περίγραμμα αγόρευσής τους οι εφεσείοντες, κατέληξαν πως το ακριβές ποσό δυνάμει των παραδοχών που έγιναν, ήταν εκείνο των £11.072, 38. Επίσης, υπήρξε μια περαιτέρω παραδοχή από τη μάρτυρα, για ένα επιπρόσθετο ποσό £845, ανεβάζοντας το παραδεκτό υπόλοιπο σε £11.917,38.
Εν όψει των πιο πάνω παραδοχών, θα έπρεπε να είχε εκδοθεί απόφαση υπέρ των εφεσειόντων-εναγόντων, τουλάχιστο για το πιο πάνω ποσό.
Κατά συνέπεια, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και εκδίδεται απόφαση υπέρ των εφεσειόντων-εναγόντων για ποσό €20.362 (δηλαδή £11.917,38). Τα έξοδα πρωτόδικα επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων-εναγόντων. Επίσης επιδικάζονται έξοδα €2.100 (συμπεριλαμβανομένου και του Φ.Π.Α.) υπέρ των εφεσειόντων στην έφεση.
Δ. Δ. Δ.
/Χ.Π.