ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 1 ΑΑΔ 669
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση αρ. 250/2006
23 Μαϊου, 2008
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΑΤΣΙΩΛΗΣ
Εφεσείων/εναγόμενος 3
- ν. -
ROYAL SPORTS BETTING LTD.
Εφεσιβλήτων/Εναγόντων
----------------------------
Α. Παπαντωνίου με Χρ. Κογκορόζη για τον εφεσείοντα
Γ. Τριλλιδης για Π. Σαρρή, για τους εφεσίβλητους
-----------------------
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα
δώσει ο δικαστής Φωτίου
........
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Οι εφεσίβλητοι είχαν εγείρει την αγωγή αρ. 3850/05 στο Επαρχιακο Δικαστήριο Λευκωσίας εναντίον του εφεσείοντα και δυο άλλων προσώπων, της Άννας Βίκτωρος και του Ανδρέα Βίκτωρα (εναγόμενοι 1 και 2 αντίστοιχα στο πρωτόδικο δικαστήριο) με την οποία αξίωναν το ποσό των £10.365,50 ως υπόλοιπο λογαριασμού, πλέον τόκο και έξοδα. Ήταν ο ισχυρισμός των εφεσιβλήτων ότι, μεταξύ άλλων, ασχολούνταν και με την αποδοχή και/ή τη διεξαγωγή στοιχημάτων για τα Αγγλικά και άλλα ποδοσφαιρικά παιχνίδια. Δυνάμει γραπτής συμφωνίας ημερ. 1/1/04, οι εφεσίβλητοι διόρισαν την εναγομένη 1 ως Βοηθό Αποδέκτη στοιχημάτων των εφεσιβλήτων, σύμφωνα με τους όρους που απαριθμούνται στη συμφωνία. Με βάση την ίδια συμφωνία οι εναγόμενοι 2 και 3 (ο 3ος είναι ο εφεσείων) εγγυήθηκαν μαζί και/ή χωριστά την υπό της εναγομένης 1 τήρηση της συμφωνίας. Μεταξύ άλλων συμφώνησαν όπως εξοφλήσουν κάθε οφειλόμενο προς τους εφεσιβλήτους ποσό από την εναγομένη 1. Με την έναρξη της συνεργασίας των εφεσιβλήτων και της εναγομένης 1, οι πρώτοι άνοιξαν και διατηρούσαν σχετικό λογαριασμό στον οποίο η εναγομένη 1 χρεωνόταν και/ή πιστωνόταν με τις γενόμενες προς αυτή και/ή από αυτή πληρωμές. Ήταν πρωτόδικα ο ισχυρισμός των εφεσιβλήτων ότι, κατά/ή περί τον Ιανουάριο του 2005, ο λογαριασμός της εναγομένης 1 δείκνυε χρεωστικό υπόλοιπο £10.365,50 και κάλεσαν την εναγομένη 1 να το εξοφλήσει, πράγμα που η τελευταία παρέλειψε και/ή αρνήθηκε να πράξει. Κατά συνέπεια, οι εφεσίβλητοι τερμάτισαν τη συμφωνία και κάλεσαν όλους τους εναγομένους να πληρώσουν το οφειλόμενο ποσό, αλλά αυτοί αρνήθηκαν να συμμορφωθούν.
Η πρωτόδικη διαδικασία περιορίστηκε σε μια κοινή δήλωση των δικηγόρων των διαδίκων και σε αγορεύσεις. Στο μεταξύ, όσον αφορά την εναγομένη 1 είχε εκδοθεί απόφαση στις 22/6/05 και όσον αφορά τον εναγόμενο 2 η αγωγή δεν είχε, μέχρι την ημερομηνία της απόφασης, επιδοθεί. Έτσι προχώρησε εναντίον του εναγόμενου 3 (εφεσείοντα).
Το πρωτόδικο δικαστήριο, βασιζόμενο στα όσα δήλωσαν ενώπιóν του οι συνήγοροι των διαδίκων και στο ότι δε θα καλούσαν οποιαδήποτε μαρτυρία, έκρινε ότι το μόνο επίδικο θέμα ήταν το κατά πόσο η εγγύηση δέσμευε τον εφεσείοντα, παρά το ότι στη συμφωνία δεν αναφερόταν συγκεκριμένο ποσό εγγύησης. Μετά από μια εμπεριστατωμένη, αλλά ταυτόχρονα αχρείαστα μακροσκελή απόφαση, το πρωτόδικο δικαστήριο κατάληξε ότι οι εφεσίβλητοι απέδειξαν την υπόθεση τους και εξέδωσε απόφαση εναντίον του εφεσείοντα για το αξιούμενο με την αγωγή ποσό, πλέον έξοδα.
Με την παρούσα έφεση, που βασίζεται σε 6 λόγους (ο 4ος τελικά αποσύρθηκε), ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Με τον 1ο λόγο έφεσης ισχυρίζεται ότι το δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα την κοινή δήλωση των συνηγόρων των διαδίκων και ότι εσφαλμένα έκρινε ότι δεν είχαν υποχρέωση οι εφεσίβλητοι ν' αποδείξουν την υπόθεση τους με άλλη (από τη δήλωση) μαρτυρία. Ουσιαστικά και ο ισχυρισμός του 2ου λόγου έφεσης αφορά την ερμηνεία της κοινής δήλωσης της 11/5/06, που σύμφωνα με τον 1ο λόγο έφεσης, το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ερμήνευσε ορθά. Με τον τρίτο λόγο προβάλλεται η θέση ότι εσφαλμένα το δικαστήριο «δεν άσκησε τις συμφυείς και εγγενείς εξουσίες του εξασκώντας τη δικαστική του γνώση αναφορικά με το Νόμο που ψηφίστηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και συγκεκριμένα τον περί Συλλογικών Στοιχημάτων (Ρύθμιση και Φόρος) Νόμος του 1997 (Ν. 75(1)/97) με αποτέλεσμα να καταλήξει στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία ήταν έγκυρη». Με τους πέμπτο και έκτο λόγους έφεσης (τους οποίους ο συνήγορος του εφεσείοντα πραγματεύεται μαζί), προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο «παρέλειψε να προβεί σε ικανοποιητική και/ή οποιαδήποτε αιτιολογία της απόφασης του με την οποία έκρινε ότι η συμφωνία ήταν έγκυρη».
Όπως έχουν οι προαναφερθέντες λόγοι έφεσης είναι τέτοιοι που μπορούν και πρέπει να εξεταστούν μαζί. Το πρώτο θέμα που πρέπει να εξετάσουμε, είναι το κατά πόσο ορθά ερμήνευσε το δικαστήριο την κοινή δήλωση των συνηγόρων, ότι δηλαδή ήταν τέτοια που δεν υποχρέωνε τους εφεσίβλητους να προσκομίσουν προφορική μαρτυρία. Η Δήλωση έχει ως ακολούθως:
«Συμφωνούμε για όλα τα θέματα ως προκύπτουν από τις έγγραφες προτάσεις. Παραμένει ένα σημείο στο οποίο διαφωνούμε και γι' αυτό δηλώνουμε ότι καμία πλευρά δεν θα καλέσει μαρτυρία και θα περιοριστούμε σε αγορεύσεις για το νομικό θέμα στο οποίο διαφωνούμε. Πλέον συγκεκριμένα δεν φαίνεται να υπάρχει ποσό πάνω στη σχετική επίδικη συμφωνία. Υπάρχει όμως η ρήτρα ότι οι εγγυητές είναι υποχρεωμένοι να εξοφλήσουν κάθε οφειλόμενο υπόλοιπο. Γι' αυτό τον λόγο ζητούμε να οριστεί η υπόθεση για αγορεύσεις για αποκλειστικά και μόνο αυτό το θέμα.»
Μελετώντας το κείμενο της δήλωσης, είναι φανερό ότι ήταν αντιληπτό και για τις δυο πλευρές ότι δε χρειαζόταν να προσκομισθεί προφορική ή άλλη μαρτυρία. Όχι μόνο δηλώθηκε ρητά ότι καμιά πλευρά δε θα καλέσει μάρτυρες, αλλά ταυτόχρονα δηλώθηκε ότι θα περιορισθούν οι διάδικοι σε αγορεύσεις για το μοναδικό σημείο στο οποίο διαφωνούσαν, δηλαδή το ότι δεν υπάρχει στη συμφωνία συγκεκριμένο ποσό. Θα εξεταζόταν απλώς από το δικαστήριο κατά πόσο αυτό καθιστά την εγγύηση άκυρη ή όχι. Επομένως, κρίνουμε ότι η ερμηνεία που έδωσε το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι δηλαδή η κοινή δήλωση της 11/5/06 ήταν τέτοια που δεν είχαν υποχρέωση οι εφεσίβλητοι να προσκομίσουν άλλη μαρτυρία, αλλά και οι εφεσείοντες περιορίζονταν στο επίδικο θέμα όπως καθορίστηκε με την εν λόγω δήλωση, είναι ορθή. (Βλ. Ανδρέας Κωνσταντίνου ν. Πανίκου Παπαμάρκου, Πολιτική Έφεση αρ. 4/07 ημερ. 3/4/08).
Η ουσία των υπόλοιπων λόγων έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το δικαστήριο κατάληξε ότι η εγγύηση ήταν έγκυρη και ότι δεν αιτιολόγησε αυτή του την κατάληξη.
Η εγγύηση που υπόγραψαν οι εναγόμενοι 2 και 3 (εφεσειων) έχει ως ακολούθως:
«Οι υποφαινόμενοι εγγυόμαστε και χωριστά την τήρηση της άνω συμφωνίας ως συνόλου και/ή την τήρηση όλων μαζί και καθ' ενός ξεχωριστά των όρων της συμφωνίας αυτή και είμαστε υποχρεωμένοι να εξοφλήσουμε προς το πρώτο μέρος κάθε οφειλόμενο από δεύτερο μέρος ποσό.»
(Η υπογράμμιση είναι δική μας)
Το πρωτόδικο δικαστήριο κατάληξε ότι, παρά το ότι στο πιο πάνω κείμενο της εγγύησης δεν αναγράφεται το ποσό, αυτό δεν επηρεάζει την εγκυρότητα της εγγύησης. Βασίστηκε στο άρθρο 86 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 το οποίο διαλαμβάνει ότι «εκτός αν προνοείται διαφορετικά στη σύμβαση, ο εγγυητής ευθύνεται στην έκταση που ευθύνεται και ο πρωτοφειλέτης.» Εξετάζοντας τη σύμβαση στην ολότητά της , ενέργεια που είναι ορθή σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων, Banque Populaire de Limassol Ltd v. Stavros Theodorou (1971) 1 C.L.R. 307 και Θεοχάρους ν. Παστελλή (1993) 1 Α.Α.Δ. 240)) το πρωτόδικο δικαστήριο κατάληξε ότι, εφόσον στη σχετική συμφωνία «δεν υπάρχει καμιά άλλη πρόνοια», ο εγγυητής θα ευθύνεται για το ποσό για το οποίο ευθύνεται και ο πρωτοφειλέτης. Καταλήγουμε ότι η απόφαση αυτή του δικαστηρίου είναι ορθή, όπως ορθή είναι και η κατάληξη του ότι ο νόμος δεν επιβάλλει να αναγράφεται συγκεκριμένο ποσό στη σύμβαση εγγύησης αλλά αυτό που απαιτεί είναι να φαίνεται με σαφήνεια η έκταση της ευθύνης. Ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός του εφεσείοντα, ότι δηλαδή υπήρξε ασάφεια ως προς την έκταση της ευθύνης του, δεν ευσταθεί. Ούτε έχει γίνει αναφορά σε οποιαδήποτε αυθεντία που να υποστηρίζει τη θέση ότι έπρεπε στη συμφωνία εγγύησης να αναγράφεται ρητά συγκεκριμένο ποσό.
Παραπονείται επίσης ο εφεσείων (με τον τρίτο λόγο έφεσης) ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε δικαστική γνώση της ύπαρξης του περί Συλλογικών Στοιχημάτων (Ρύθμιση και Φόρος) Νόμου του 1997 (Ν. 75(1)/97), κι' ότι αν λάμβανε υπόψη τον εν λόγω νόμο, δε θα κατέληγε ότι η εγγύηση ήταν έγκυρη. Διαφωνούμε με το συνήγορο του εφεσείοντα ότι το δικαστήριο σε μια υπόθεση που δεν έγινε επίκληση του εν λόγω Νόμου έπρεπε να ασχοληθεί μ' αυτόν. Η καταχωρηθείσα υπεράσπιση, λιτή στον τρόπο που διατύπωσε την άρνηση του εναγομένου 3 (εφεσείοντα) στους ισχυρισμούς της έκθεσης απαίτησης, ουδέν σχετικό με τον πιο πάνω νόμο έθιξε, όπως επιτάσσει το λεκτικό της Δ.19 Κ.13 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Θέμα δικαστικής γνώσης θα προέκυπτε αν κάποιος επικαλείτο το νόμο αυτό, οπότε δε θα χρειαζόταν να τον αποδείξει αφού πράγματι, η ύπαρξη ενός νόμου είναι από τα γεγονότα που ένα δικαστήριο έχει δικαστική γνώση (βλ. άρθρο 7 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1 και Χριστόφορος Χριστοφόρου ν. Φάνου Γιάγκου, Ποινική έφεση αρ. 106/06 ημερ. 12/3/07).
Κι' αν ακόμα καταλήγαμε να συμφωνήσουμε με την εισήγηση του εφεσείοντα, ότι έπρεπε αυτεπάγγελτα το πρωτόδικο δικαστήριο να ασχοληθεί με τον εν λόγω νόμο, δεν έχει εξηγηθεί πώς ο νόμος αυτός επηρέαζε την εγκυρότητα της εγγύησης.
Με βάση όλα τα πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα (περιλαμβανομένου και του ΦΠΑ) εναντίον του εφεσείοντα.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΚΑΣ