ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2008) 1 ΑΑΔ 534

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 226/2006)

 

22 Απριλίου, 2008

 

 

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ,  ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,  ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ,  Δ/στές]

 

 

ΑΡΗΣ  ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

Εφεσείων-Ενάγων,

ν.

 

ΓΕΝΙΚΟΥ  ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ  ΤΗΣ  ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητου-Εναγόμενου.

________________________

 

Μιχάλης Παπαπέτρου, για τον Εφεσείοντα.

Ανδρέας Μαπππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τον Εφεσίβλητο.

________________________

 

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Ο εφεσείων, μετά από δωδεκαετή εργοδότηση στο Εμπορικό Κέντρο της Δημοκρατίας στη Μόσχα, απολύθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο.  Για την απόλυσή του, με ισχύ από 22/3/2004, του δόθηκε δίμηνη προειδοποίηση.  ΄Ηταν τότε ηλικίας 45 χρονών και υπηρετούσε ως Εμπορικός Σύμβουλος στο πιο πάνω Κέντρο.

 

Η εργοδότηση του εφεσείοντα από τη Δημοκρατία άρχισε με την πρόσληψή του, στις 3/2/1992, στη θέση του Βοηθού Εμπορικού Συμβούλου, για περίοδο έξι μηνών και μηνιαίο μισθό 1.000,00 δολαρίων Αμερικής.  Μετά τη λήξη της προσωρινής εργοδότησής του, συνέχισε να εργάζεται στην ίδια θέση και το 1993 προάχθηκε στη θέση του Εμπορικού Συμβούλου.  Το 1994, μετά που το Υπουργικό Συμβούλιο, με απόφασή του υπ' Αρ. 41.747, ημερομηνίας 2/11/1994, ρύθμισε τους όρους υπηρεσίας του επιτόπιου προσωπικού διπλωματικών και άλλων αποστολών της Δημοκρατίας στο εξωτερικό, εστάλη στον εφεσείοντα, προς υπογραφή, «ειδική σύμβαση για απασχόληση επιτόπιου προσωπικού», την οποία αυτός αρνήθηκε να υπογράψει, συνέχισε, όμως, να εργάζεται στην ίδια θέση.  Στις 3/3/1995, ως αποτέλεσμα της υπ' Αρ. 42.256 υπουργικής απόφασης, ο εφεσείων εξομοιώθηκε με τους μόνιμους αντίστοιχους δημοσίους υπαλλήλους, με την παραχώρηση σ' αυτόν όλων των σχετικών ωφελημάτων, μεταξύ άλλων, αυξημένων αδειών ανάπαυσης, αδειών ασθένειας, τιμαριθμικού επιδόματος, ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, επιδομάτων, μεταφοράς οικοσκευής κλπ.  Ο μισθός του σχεδόν διπλασιάστηκε.  Ακολούθως, στις 21/1/2004, οι εφεσίβλητοι, δίδοντάς του προειδοποίηση δύο μηνών, τερμάτισαν τις υπηρεσίες του.

 

Ο εφεσείων αντέδρασε και καταχώρισε αγωγή, η απόφαση στην οποία αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας έφεσης.  Η θέση του, όπως προσδιορίστηκε στην Απαίτησή του, ήταν ότι η Σύμβαση Εργοδότησής του ήταν καθορισμένης διάρκειας και προέβλεπε την εργοδότησή του μέχρι το 60ό έτος της ηλικίας του.  Αξίωνε αποζημιώσεις για το υπόλοιπο του χρόνου που θα εργοδοτείτο.  Στήριξε την αξίωσή του αυτή, στην απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 3/3/1995, η οποία προέβλεπε, μεταξύ άλλων:-

 

«β)  όλοι οι Λειτουργοί, ανεξάρτητα αν είναι Λειτουργοί Τύπου ή Εμπορικοί ή Ναυτιλιακοί ή Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί από την Κλίμακα Α8-Α10 και άνω, που προσλαμβάνονται ως επιτόπιο προσωπικό να εξισωθούν πλήρως, τόσο μισθολογικά όσο και από πλευράς άλλων ωφελημάτων (εκτός συντάξεων), με τους αντίστοιχους μόνιμους υπαλλήλους.  Συναφώς αναφέρεται ότι εκτός από τα ωφελήματα θα υπόκεινται με την πλήρη εξίσωσή τους και σε καταβολή φόρου εισοδήματος πράγμα που δεν συμβαίνει μέχρι τώρα·»

 

 

 

Οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν ότι η Σύμβαση ήταν καθορισμένης διάρκειας και πρόβαλαν τη θέση ότι αυτή ήταν ακαθόριστης διάρκειας, υποκείμενη σε τερματισμό μετά από λογική προειδοποίηση, η οποία και δόθηκε. 

 

Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κατατέθηκαν, εκ συμφώνου, τα διάφορα έγγραφα που αφορούσαν στην υπόθεση, έτσι ώστε η μόνη μαρτυρία που ακούστηκε ήταν εκείνη του εφεσείοντα και αφορούσε τις μετά την απόλυση προσπάθειές του για εξεύρεση εργασίας.

 

Ο εφεσείων, απόφοιτος ρωσικού πανεπιστημίου στα Οικονομικά, κρίθηκε καθ' όλα αξιόπιστος ως προς τις ενέργειες και τις προσπάθειες που κατέβαλε για να εργοδοτηθεί μετά την απόλυσή του.      

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στηριζόμενο σε παραδεκτά γεγονότα, κατέληξε ότι η Σύμβαση Εργοδότησής του ήταν σύμβαση ακαθόριστης χρονικής διάρκειας, υποκείμενη σε τερματισμό, μετά από λογική προειδοποίηση.  Η εξίσωση, κατέληξε, του εφεσείοντα, από άποψης ωφελημάτων που είχαν οι αντίστοιχοι μόνιμοι υπάλληλοι, δεν περιλάμβανε και την εργοδότησή του μέχρι το 60ό έτος της ηλικίας του:-

 

«...διά τον απλό λόγο ότι ο χρόνος υπηρεσίας μέχρι το 60 έτος της ηλικίας των δημοσίων μονίμων υπαλλήλων είναι μέρος των 'όρων υπηρεσίας' τους (terms of service) και όχι ωφέλημα.  Η παραμονή του δημόσιου υπαλλήλου στην υπηρεσία μέχρι το 60 έτος της ηλικίας του είναι ως αποτέλεσμα νόμου (Βλ. Ν.97(Ι)/97 άρθρο 12) και αφορά τους όρους υπηρεσίας τους.  Η απασχόληση μέχρι το 60 έτος της ηλικίας είναι ταυτόχρονα καθήκον και έννομο δικαίωμα αλλά όχι ωφέλημα.  Οι δύο έννοιες είναι διαφορετικές.»

 

 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με τη διαπίστωση ότι η εργοδότηση μπορούσε να τερματιστεί μετά από λογική προειδοποίηση, αποδεχόμενο τη μαρτυρία του εφεσείοντα - ότι αυτός αποτάθηκε για εξεύρεση εργασίας στο Γραφείο Εξευρέσεως Εργασίας δύο φορές και σε διάφορες άλλες επιχειρήσεις οι οποίες δραστηριοποιούνται στη Ρωσία, χωρίς επιτυχία -  και λαμβάνοντας υπόψη τους διάφορους παράγοντες που επηρεάζουν και προσδιορίζουν τη διάρκεια της προειδοποίησης, όπως αυτοί αναλύθηκαν στη Στυλιανίδης v. British American Ins. Co. (1990) 1 Α.Α.Δ. 517, κατέληξε ότι, υπό τις περιστάσεις, εύλογη προειδοποίηση είναι αυτή των έξι μηνών και όχι η δίμηνη που είχε δοθεί.  Ακολούθως και μετά από μαθηματικούς υπολογισμούς, στη βάση των ποσών που δηλώθηκαν ότι αποτελούσαν τις απολαβές του εφεσείοντα και των ποσών τα οποία του καταβλήθηκαν, επιδίκασε υπέρ του ποσό £13.483,97.

 

Με την έφεση, αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, τόσο σε σχέση με το ότι η σύμβαση είναι ακαθόριστης διάρκειας, υποκείμενη σε τερματισμό, όσο και σε σχέση με το εύλογο της εξάμηνης προειδοποίησης.  Η εξίσωση, εισηγείται ο εφεσείων, του επιτόπιου προσωπικού, η οποία επήλθε με την υπουργική απόφαση της 3/3/1995, αφορά και στη μονιμότητα του προσωπικού.  Το ωφέλημα της μονιμότητας, υπέβαλε, δεν εξυπηρετεί μόνο το δημόσιο υπάλληλο, τον οποίο προστατεύει από την αυθαιρεσία της διοίκησης[1], αλλά και, γενικά, το δημόσιο συμφέρον, γι' αυτό και ο υπάλληλος δεν μπορεί να παραιτηθεί από το ωφέλημα αυτό.  Οι αναφορές στον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο του 1990, (Ν. 1/1990), (όπως έχει τροποποιηθεί), και στον περί Συντάξεων Νόμο του 1997, (Ν. 97(Ι)/1997), (όπως έχει τροποποιηθεί), σε ωφελήματα, δεν είναι εξαντλητικές, όπως πρωτοδίκως θεωρήθηκε.  

 

Αντίθετα, οι εφεσίβλητοι, επικαλούμενοι την αρχική σύμβαση και την υπουργική απόφαση ημερομηνίας 3/3/1995, με την οποία εξαιρούνται τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα, υποστηρίζουν το ακαθόριστο του χρόνου της σύμβασης και την ορθότητα της κατάληξης.  Η εξαίρεση, εισηγούνται, των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, η οποία προβλέπεται με την υπουργική απόφαση, καταδεικνύει ότι η λήξη της σύμβασης δεν επέρχεται με τη συμπλήρωση του χρόνου που προβλέπει ο περί Συντάξεων Νόμος.

 

Στη Στυλιανίδης v. British American Ins. Co., (πιο πάνω), όπου εξετάστηκε ζήτημα σύμβασης εργοδότησης, αναφέρεται ότι:  «Ως θέμα αρχής η διάρκεια σύμβασης εργασίας καθορίζεται από τους όρους της».  Εδώ είναι κοινώς αποδεκτό ότι η αρχική εργοδότηση του εφεσείοντα ήταν υπό τους όρους του επιτόπιου προσωπικού και για περιορισμένη διάρκεια έξι μηνών.  Με τη λήξη τους, η εργοδότηση συνεχίστηκε και κατέστη εργοδότηση για ακαθόριστο χρόνο.  Με την εξίσωση που επέφερε η υπουργική απόφαση, δε μεταβλήθηκε η φύση και το είδος της σύμβασης, γι' αυτό και ορθά ο εφεσείων στήριξε την απαίτησή του σε παράβαση σύμβασης ιδιωτικού δικαίου.  Με την υπουργική απόφαση, επεκτάθηκαν τα ωφελήματα του επιτόπιου προσωπικού, έτσι ώστε και αυτό να απολαμβάνει ό,τι και οι δημόσιοι υπάλληλοι.  Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων για εργασία μέχρι το 60ό έτος - η παράταση του ορίου αφυπηρέτησης στο 63ο δεν ενδιαφέρει εδώ - δεν αποτελεί ωφέλημα αλλά, εκ του νόμου,  δικαίωμα και υποχρέωση.  Εάν η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων αποτελούσε ωφέλημα, θα μπορούσε μονομερώς ο υπάλληλος να παραιτηθεί, χωρίς να απαιτείται αποδοχή της παραίτησής του, όπως προβλέπεται στο ΄Αρθρο 52 του Ν. 1/1990

 

Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, και αν ακόμη ήθελε γίνει δεκτό ότι η μονιμότητα αποτελεί ωφέλημα, από το περιεχόμενο της υπουργικής απόφασης, στην οποία στήριξε την απαίτησή του ο εφεσείων, δε συνάγεται ό,τι αυτός εισηγείται.  Η ρητή εξαίρεση του ωφελήματος της σύνταξης, το οποίο είναι αλληλένδετο με υπηρεσία μέχρι το 60ό έτος, φανερώνει ότι δεν υπήρχε πρόθεση για διαφοροποίηση και επέκταση της διάρκειας εργοδότησης του εφεσείοντα μέχρι το 60ό έτος της ηλικίας του.

 

Εξετάζοντας το δεύτερο λόγο έφεσης και λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία του εφεσείοντα κατά την ημερομηνία τερματισμού των υπηρεσιών του, τη διάρκεια της υπηρεσίας του - σχεδόν δώδεκα χρόνια - τη θέση την οποία κατείχε, η οποία ήταν θέση με διευθυντικές ευθύνες, το περιορισμένο της ζήτησης του είδους αυτού των υπηρεσιών στην ελεύθερη αγορά, το οποίο συνάγεται από το γεγονός ότι, παρά τις προσπάθειες του εφεσείοντα, αυτός δεν εργοδοτήθηκε, καταλήγουμε ότι η προειδοποίηση των έξι μηνών δεν είναι ορθή.  Λογική, υπό τις περιστάσεις, θεωρούμε την προειδοποίηση των εννέα μηνών. 

 

Με την κατάληξή μας αυτή και υπό την αίρεση της ορθότητας των μαθηματικών υπολογισμών μας, στη βάση των απολαβών που, εκ συμφώνου, δηλώθηκαν ως οι απολαβές του εφεσείοντα, το ποσό το οποίο ο εφεσείων δικαιούται ως αποζημιώσεις είναι αυτό των €39.902,15.

 

Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς.  Η πρωτόδικη απόφαση, στο μέρος των αποζημιώσεων παραμερίζεται και αντικαθίσταται με απόφαση υπέρ του εφεσείοντα για ποσό €39.902,15. 

 

Τα έξοδα κατ' έφεση βαρύνουν τους εφεσίβλητους. 

 

 

 

 

 

 Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

 

 

 

 

                                                                                            Ε. Παπαδοπούλου, Δ.

 

 

 

 

                                                                               Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

 

 

/ΜΠ



[1] Τάχου - Δημοσιοϋπαλληλικό Δίκαιο 1996 - Τέταρτη ΄Εκδοση.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο